Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Η Επαφή με τους κεκοιμημένους

Ο Γέροντας Παΐσιος για τους κεκοιμημένους και τη σημασία των μνημοσύνων για την ψυχή τους



Τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους; Ωφελούν τους νεκρούς τα μνημόσυνα;
ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ;
Ας δούμε τι έλεγε για τα μνημόσυνα ο μακαριστός π. Παίσιος
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί ( πλην των Αγίων ) μπορούν να προσεύχονται;- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια ,αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον ευατό τους.Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν.Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας,ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους,αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια.Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και ,εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό,όπως οι δαίμονες.Δεν ζητούν βοήθεια,αλλά και δεν δέχονται βοήθεια! Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του,σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει και τον πατέρα του.Ε, τι να το κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες.Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούντια ΘΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ.Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία,τώρα που είναι υπόδικοι,να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία.Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσοαλαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο,έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο.Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ που κάνουμε για τη ψυχή τους.Οι προσευχές των ζώντων γιαυς να βοηθηθούν,μέχρι να γίνει η τελική Κρίση.Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν….
…Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για τη σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά.Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στο διάβολο να πει : Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε; Όταν εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους,Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει.Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα.Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων.Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή.Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους.Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρετε εν φθορά,εγείρεται εν αφθαρσία ( Α’ Κορινθ, κεφ 15, εδ 42)(δηλαδή συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου ),λέει η Γραφή…
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
- Εμ ,όταν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως,όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός,γιατί μπορεί να ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΣΚΛΗΡΟΣ,αλλά στη πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε ΠΟΛΛΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για τη ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί “να αγιάσουν τα κόκκαλά του”, ώστε να καμθεί ο Θεός και να τον ελεήσει.Έτσι ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν.Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμα και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπόψη μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων.Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιο γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου.Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις,με ξέχασες και υποφέρω! Πράγματι, μου λέει (ο προσκηνυτής )εδώ και 20 μέρες είχα ξεχαστεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν
- Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν,είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
- Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν,βάλε και άλλους κεκοιμημένους.Γιατί να πάει η αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνο επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ! Μερικοί ,κάθε τόσο, κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτό το τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στο Θεό.Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
-Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι’αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
- Και βέβαια βοηθιούνται.Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω.Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία,κάνω γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους…Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου.Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στο πόλεμο, τον είδα μπροστά μου μετά τη Θεία Λειτουργία,την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονεύονταν στη Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνο ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένο
( από τον Δ’ τόμο, Οικογενειακή Ζωή, Λόγοι του π.Παισίου, Εκδόσεις Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή,Θεσσαλονίκη ).
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
HΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 8 ΜΑΡ 2013

Τα ιερά μνημόσυνα Ιωάννης Μ. Φουντούλης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Θέμα της παρούσης εισηγήσεως είναι «Τα ιερά μνημόσυνα», δηλαδή οι υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών μας δεήσεις της Εκκλησίας. Περιλαμβάνει δε δύο μέρη. Στο πρώτο προσπαθούμε να δώσουμε μια ιστορική εικόνα του θέματος, δηλαδή κάνουμε μια αναδρομή στην περί μνημοσυνών παράδοση και πρακτική της Εκκλησίας απ’ αρχής μέχρις ότου παγιώθηκε η λειτουργική τάξη. Η αναφορά αυτή στην ιστορία, και στην εδώ περίπτωση μας και σε κάθε άλλο λα¬τρευτικό θέμα, δεν γίνεται απλώς από λόγους ιστορικής περιέργειας, αλλά έχει ουσιαστικό λόγο υπάρξεως και καλλιεργείας. Έτσι κατοχυρώνουμε τήν νομιμότητα της λειτουργικής μας πράξεως και εν προκειμένω τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων, που τελεί η Εκκλησία για την ανάπαυση των ψυχών τους και για παρηγοριά των ζώντων. Έτσι σκέπτεται, θεολογεί και ενεργεί μια παραδοσιακή Εκκλησία, όπως είναι η Ορθόδοξος. Η παράδοση δικαιώνει και επαληθεύει την σημερινή μας πρακτική. Δεν καινοτομούμε, αλλά ακολουθούμε την τάξη που παραλάβαμε από τον Κύριο Ιησού Χριστό, τους αγίους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σ’ αυτήν με ταπείνωση και εμπιστοσύνη στηριζόμαστε και εν ονόματι της συνεχίζουμε την πνευματική και λατρευτική ζωή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, επικαλούμενοι το έλεος του Θεού, πιστεύοντας ότι η ευσπλαγχνία του θα νικήσει το πλήθος των αμαρτιών μας. Το λέμε με παρρησία στις ευχές της γονυκλισίας του εσπερινού της Πεντηκοστής, που κατά βάση είναι νεκρώσιμες ευχές: «Επιμέτρησον τας ανομίας ημών τοις οικτιρμοίς σου· αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου τω πλήθει των πλημμελημάτων ημών» (α’ γονυκλισία, ευχή πρώτη). Στα ερωτήματα που τίθενται από πιστούς και μη πιστούς για το ποιά είναι η σκοπιμότητα και ποιο το όφελος για τους κεκοιμημένους έχουν οι δεήσεις που κάνουν γι’ αυτούς οι ζώντες, εφ’ όσον «εν τω άδη ουκ εστί μετάνοια», εμείς θα απαντήσου¬με επικαλούμενοι την από αιώνων πράξη της Εκκλησίας. Το φαινομενικά απλοϊκό, «έτσι το παραλάβαμε», δείχνει όλη την εμπιστοσύνη μας και την αμετακίνητη και ζωντανή ελπίδα μας στο έλεος του Θεού, αλλά και την βεβαιότητα ότι η πράξη της Εκκλησίας, που εκφράζει την πίστη της και την αλήθεια της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού στον κόσμο, αποτε¬λεί για όλους μας την εγγύηση ότι οι προσευχές μας γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ότι θα είναι ωφέλιμες για τις ψυχές των τεθνεώτων. Με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, το αφήνουμε στο ανεξιχνίαστο πέλαγος της πολυμήχανης αγάπης του Θεού. Αυτή περίπου είναι η απάντηση μας στο θέμα που άφορα στα μνημόσυνα από λειτουργική άποψη. Πως θεωρητικά, βάσει της περί εσχάτων και περί της μετά θάνατον ζωής και αναστάσεως διδασκαλίας της Εκκλησίας και της περί κοινωνίας των αγίων θεολογίας της αντιμετωπίζεται το θέμα, έχει επαρκώς αναλυθεί από τις προηγηθείσες θεωρητικές εισηγήσεις. Εμείς θα μείνουμε στην ιστορικολειτουργική του πλευρά μόνο.
Η Χριστιανική Εκκλησία καθιέρωσε ευθύς εξ αρχής ειδικές προσευχές για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων πατέρων και αδελφών μας. Αυτό αποτελεί συνέπεια της πίστεως και διδασκαλίας της ότι οι αποθανόντες πιστοί ζουν και μετά θάνατον εν Χριστώ και ότι η κοινωνία πίστεως και αγάπης μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων δεν παύει να υφίσταται, εκφράζεται δε με αμοιβαίες προσευχές. Οι ζώντες δέονται υπερ των κεκοιμημένων και οι κεκοιμημένοι υπέρ των ζώντων και μάλιστα οι άγιοι, που έχουν παρρησία στον Θεό. Έτσι καθιερώνονται προσευχές και ακολουθίες υπέρ των τεθνεώτων εις μνήμην αυτών, τα μνημόσυνα. Με τον τρόπο αυτόν η Εκκλησία συνεχίζει πανανθρώπινη παράδοση και πρακτική, νεκρικά δηλαδή έθιμα που υφίσταντο κατά την εποχή της ελεύσεως του Χριστού και της ιδρύσεως και εξαπλώσεως της Εκκλησίας, και που, εκχριστιανιζόμενα και αποκαθαιρόμενα από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, λαμβάνουν νέο περιεχόμε¬νο και νόημα και συνεχίζονται από αυτήν.
Στην Παλαιά Διαθήκη απαντούν μαρτυρίες για την προ Χρίστου ιουδαϊκή πράξη. Στο Τωβίτ 4,17 υπάρχει η προτρο¬πή «έκχεον τους άρτους σου επι τον τάφον των δικαίων», που υπαινίσσεται την τέλεση νεκροδείπνων στους τάφους ή την προσφορά ελεημοσυνών στους φτωχούς, προφανώς εις μνη¬μόσυνο των απελθόντων. Στο Β’ Μακκαβαίων 12, 43-45 μαρτυρείται η τέλεση θυσιών «περί αμαρτίας» υπέρ των «μετ’ ευσέβειας κοιμωμένων». Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έστειλε στον ναό των Ιεροσολύμων τα απαιτούμενα για να τελεσθεί θυσία για εκείνους που έπεσαν στον πόλεμο. Η συγγένεια με την σχετική, μεταγενέστερα βέβαια, χριστιανική πράξη είναι εμφανής.
Θυσίες όμως και προσφορές υπέρ των νεκρών έκαναν και οι ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Ομήρου ήταν γνωστά τα «περίδειπνα», κατά τα οποία επιστεύετο ότι συνέτρωγε και ο νεκρός μαζί με τους παρακαθημένους. Τα επιμνημόσυνα δείπνα αυτά ετελούντο σε ορισμένες τακτές από την ημέρα του θανάτου ημέρες, την τρίτη, την ενάτη, την τριακοστή και κατ’ έτος την «γενέθλιο» ημέρα του νεκρού, δηλαδή κατά την επέτειο της γεννήσεώς του – όχι του θανάτου του. Η συγγένεια και εδώ με τήν χριστιανική πρακτική είναι εμφανέστατη.
Οι χριστιανοί συνεχίζουν, όπως ήταν επόμενο, τα ανωτέρω με ένα διπλό τρόπο· τις ελεημοσύνες υπέρ των τεθνεώτων, ως έκφραση αγάπης προς αυτούς και προς τους ενδεείς, και τις προσευχές. Ήδη οι «Αποστολικές Διαταγές» (τέλος Δ’ αιώνος) συνιστούν να δίδονται «εκ των υπαρχόντων» του νεκρού και «εις ανάμνησιν αυτού» ελεημοσύνες στους φτωχούς (Η’ 42). Το ίδιο συνιστούν και ο Χρυσόστομος, ο Ιερώνυμος, ο Τερτυλλιανός, ο ψευδο-Αθανάσιος και άλλοι παλαιοί πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Παραλλήλως όμως ετελούντο στους τάφους των νεκρών και τα «περίδειπνα» ή «μακαρίαι», που έχουν επιβιώσει με διάφορες εξελιγμένες μορφές κατά τόπους μέχρι σήμερα. Και τα «περίδειπνα» δεν είναι άσχετα προς την περί ελεημοσυνών πρακτική, αφού σ’ αυτά συνέτρωγαν όχι μόνο συγγενείς και φίλοι του νεκρού, αλλά και κληρικοί, πτωχοί και ξένοι (Αποστ. Διαταγαί Η’ 44, Αυγου¬στίνου Εξομολογήσεις VI, 2, Βάλσαμων κ.λπ.). Είναι άξιο ση¬μειώσεως το πνευματικό νόημα που δίδεται από τις «Αποστολικές Διαταγές» στις συνεστιάσεις αυτές, ως μιας πράξεως προσευχής και πρεσβείας των ζώντων υπέρ των κεκοιμημένων («εν δε ταις μνείαις αυτών καλούμενοι μετά ευταξίας εστιάσθε και φόβου Θεού, ως δυνάμενοι και πρεσβεύειν υπέρ των μεταστάντων» Η’ 44).
Ηδη πάντως στις «Αποστολικές Διαταγές» υπάρχουν όχι μόνο διαμορφωμένες ευχές και διακονικές αιτήσεις «υπέρ αναπαυσαμένων εν Χριστώ αδελφών ημών», που κατά βάσιν περιέχουν τα αιτήματα ακόμα και τις φραστικές διατυπώσεις που μας είναι οικείες από τις εν χρήσει ευχές («παρίδη αυτώ παν αμάρτημα εκούσιον και ακούσιον και… κατάταξη εις χωράν ευσεβών, ανειμένων εις κόλπον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ… ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός» Η’ 41), αλλά και μαρτυρία ότι υφίσταντο ήδη ως καθοριζόμενα από τους αποστόλους τα τρίτα, τα ένατα, τα τεσσαρακοστά και τα ενιαύσια μνημόσυνα. Δίδεται δε μια βιβλική ή υποτυπώδης θεολογική δικαίωση για το καθένα:« Επιτελείσθω δε τρίτα των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς διά τον διά τριών ημερών εγερθέντα· και ένατα εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων και τεσσαρακοστά κατά τον παλαιόν τόπον, Μωϋσήν γαρ ούτως ο λαός επένθησε· και ενιαύσια υπέρ μνείας αυτού» (Η’ 42). Παρόμοιες θεολογικές ερμηνείες με αναγωγές στην Παλαιά Διαθήκη ή στην θεολογική σημασία των αριθμών ή ιδιαιτέρως στον βίο και στις μετά την ανάσταση εμφανίσεις του Κυρίου έχουν δοθεί πολλές για την δικαιολόγηση της επιλογής των ημερών τελέσεως των μνημοσυνών: Αγία Τριάς, τριήμερος ταφή του Κυρίου (τα τρίτα), τα αγγελικά τάγματα ή ο ιερός αριθμός 3×3 ή η εμφάνιση του Κυρίου κατά την ογδόη μετά την ανάσταση ημέρα (τα ένατα), ανάληψη του Κυρίου σαράντα ημέρες μετά την ανάσταση (τα τεσσαρακοστά) κ.ο.κ. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρει και άλλες ερμηνείες που κυκλοφορούσαν κατά την εποχή του, που συσχέτιζαν τις ημέρες των μνημοσυνών με τις αντίστοιχες φάσεις της συλλήψεως και της διαμορφώσεως του εμβρύου αφ’ ενός, και της φυσικής διαλύσεως του σώματος μετά την ταφή αφ’ ετέρου. Αυτές βασιζόταν στις ιατρικές γνώσεις της εποχής εκείνης και δεν τις υιοθετεί ο Συμεών, που ορθώς προτιμά «πνευματικώς νοείν πάντα και θείως και μη εκ των αισθητών συνιστάν τα της Εκκλησίας» (Διάλογος, κεφ. 371). Ένα πάντως είναι σημαντικό, ότι η Εκκλησία διατήρησε προχριστιανικά ήθη που δεν αντέλεγαν στη διδασκαλία της, έδωσε σ’ αυτά νέο χριστιανικό νόημα και τροποποίησε μερικά για θεολογικούς λόγους. Έτσι ενεργεί όταν μεταθέτει τα τριακοστά στην τεσσαρακοστή ημέρα, εμφανώς από ιουδαϊκή επί-δραση και από συσχετισμό προς την ανάληψη του Κυρίου. Έτσι τελεί και τα ενιαύσια, όχι, κατά την άνευ σημασίας ημέρα της φυσικής γεννήσεως των ανθρώπων, αλλά κατά την ημέρα της εν Χριστώ γεννήσεως και τελειώσεως και εισόδου στην αληθινή ζωή, την ημέρα δηλαδή της «κοιμήσεως» των πιστών, την «γενέθλιο ήμερα» τους. Δεν επιδίδεται σε ανούσιους και ανωφελείς πολέμους και σκιαμαχίες, αλλά αναπλάθει εν Χριστώ τον κόσμο. Πολύ σοφή τακτική.
Από τα σωζόμενα τυπικά διαφόρων Μονών μαθαίνομε τα νεκρικά έθιμα που τηρούνταν στα μοναστήρια και προφανώς και στις κατά κόσμον εκκλησίες. Επί τις σαράντα πρώτες ημέρες εγίνετο καθημερινώς κατά τις ακολουθίες του εσπερινού και του όρθρου ειδική δέηση υπέρ του κοιμηθέντος και προσεφέρετο υπέρ αυτού η αναίμακτος θυσία. Στην ιδιαιτέρως μεγάλη σπουδαιότητα της τελέσεως της θείας ευχαριστίας υπέρ του κεκοιμημένου, της μνημονεύσεώς του κατ’ αυτήν και της ωφελείας του από αυτήν αναφέρονται οι πατέρες από του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων (Δ’ αιών), που τονίζει ότι «μεγίστην ώνησιν»( μεγάλη ωφέλεια) ευρίσκουν οι ψυχές «υπέρ ων η δέησις προσφέρεται της αγίας και φρικωδέστατης προκειμένης θυσίας» (Μυσταγωγική Κατήχησις Ε’9), μέχρι και του αγίου Συμεών Θεσ¬σαλονίκης (ΙΕ’ αιών). Ο τελευταίος συνδυάζει την παραδοσιακή περί λειτουργίας θεολογία, ειδικότερα στην εκ της μνημονεύσεως των κεκοιμημένων κατά την εξαγωγή των μερίδων στην πρόθεση ωφέλεια, γιατί με τον τρόπο αυτόν διά της μερίδος τους στο δισκάριο μετέχουν μυστηριωδώς και αοράτως της χάριτος, κοινωνούν, παρακαλούνται, σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ (Διάλογος, κεφ. 373). Αν απέθνησκε κάποιος κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής ή η περίοδος των σαράντα λειτουργιών ενέπιπτε μερικώς μέσα σ’ αυτή, εγίνετο μια εύλογη διευθέτηση. Τα τρίτα ετελούντο το πρώτο Σάββατο, τα ένατα το δεύτερο και το σαρανταλείτουργο άρχιζε από τη Δευτέρα μετά του Θωμά. Η διάταξη αυτή είναι πολλαπλώς σημαντική και θα επανέλθουμε στο δεύτερο μέρος της εισηγήσεως. Ας κρατήσουμε το βασικό της δίδαγμα ότι το κυρίως μνημόσυνο του κεκοιμημένου γίνεται διά τής θείας λειτουργίας ή, με άλλους λόγους, ότι η αληθινή ακολουθία του μνημοσύνου είναι συνδεδεμένη αρρήκτως με την τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, όπως είδαμε παλαιότερα για το βάπτισμα, τον γάμο, το ευχέλαιο κ.λπ.
Εκτός από τα ατομικά μνημόσυνα που γίνονται κατά την τρίτη, ενάτη, τεσσαρακοστή από την από της κοιμήσεως ημέρα και κατά την κατ’ έτος μνήμη του θανάτου του κεκοιμημένου, η Εκκλησία έχει εισαγάγει σ’ όλες τις ακολουθίες της δεήσεις υπέρ αναπαύσεως των ψυχών και μακαρίας μνήμης των προκεκοιμημένων πατέρων και αδελφών μας, δηλαδή γενικών δεήσεων ή και ευχών, που μπορούν να εξειδικευθούν με την μνημόνευση ονομάτων. Έτσι έχουμε τις εκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας (« Ελέησον ημάς, ο Θεός… Έτι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως των ψυχών…»), την ακολουθία της προσκομιδής και τα μετά τον καθαγιασμό δίπτυχα της θείας λειτουργίας, το «Ευξώμεθα» του μεσονυκτικού και του αποδείπνου, το νεκρώσιμο τροπάριο στην τριθέκτη και ιδιαιτέρως το δεύτερο μέρος του καθημέραν μεσονυκτικού, που στις πηγές χαρακτη-ρίζεται «τρισάγιον υπέρ των κεκοιμημένων» και περιλαμβάνει δύο ψαλμούς (τον ρκ’ και ρλγ’), τρισάγιο κ,λπ., τρία νεκρώσιμα τροπάρια («Μνήσθητι, Κύριε, ως αγαθός…» κ,λπ.) και θεοτο¬κίο και την νεκρώσιμο ευχή («Μνήσθητι, Κύριε, των επ’ ελπίδι αναστάσεως…»).
Στους κεκοιμημένους και στις υπέρ αυτών δεήσεις είναι αφιερωμένα όλα τα Σάββατα του έτους. Κατ’ αυτά ψάλλονται νεκρώσιμα τροπάρια και κανών κατά τον ήχον της εβδομάδος, τελούνται δε κανονικώς και τα μνημόσυνα. Εξαιρέτως δε δύο Σάββατα κατ’ έτος, το Σάββατον προ της Απόκρεω και το Σάββατον προ της Πεντηκοστής, είναι ημέρες κοινών και πανδήμων μνημοσυνών αφού κατ’ αυτά «μνήμην επιτελούμεν πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων Ορθοδόξων Χριστιανών, πατέρων και αδελφών». Η επιλογή του Σαββάτου ως νεκρωσίμου ημέρας οφείλεται αφ’ ενός μεν στον χαρακτηρισμό της στην Γένεση ως ημέρας «καταπαύσεως» από των έργων του δημιουργού του κόσμου Θεού (Γεν. β’2), αλλά και για τον κατά το Σάββατο εκείνο της εβδομάδος των αγίων παθών «σαββατισμό» του Κυρίου Ιησού Χριστού στον τάφο. Ανάλογες νεκρώσιμες εορτές κατ’ έτος υπήρχαν και στον προχριστιανικό κόσμο που αντικατεστάθησαν από τα κοινά μνημόσυνα των δύο Ψυχοσαββάτων. Στο Σάββατο προ της Απόκρεω μεταξύ ς’ και ζ΄ ωδής του κανόνος του όρθρου υπάρχει θαυμάσιο Συναξάριο γραμμένο από τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, στο οποίο αναλύεται η περί της μετά θάνατον ζωής διδασκαλία της Εκκλησίας και διεξοδικώς εκτίθενται τα περί μνημοσυνών και της εξ αυτών ωφελείας των ψυχών των κεκοιμημένων.
(Ιωάννου Μ. Φουντούλη, «Τελετουργικά Θέματα» τ. Γ΄, Εκδ. Αποστ.Διακονίας, Αθήνα 2007, σ. 29-36)

Τα μνημόσυνα


Τα μνημόσυνα που γίνονται για τους κοιμηθέντες τα εθέσπισε η ίδια η Εκκλησία μας. Αυτό φαίνεται και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη. Αναφέρουμε ένα σχετικό χωρίο από τις Αποστολικές Διαταγές.
«Επιτελείσθω δε τα τρίτα των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσμασι και προσευχαίς δια τον δια τριών ημερών εγερθέντα, και ένατα εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων και τεσσαρακοστά κατά τον παλαιόν τύπον. Μωσήν γαρ ούτως ο λαός επένθησεν και ενιαύσια υπέρ μνεία αυτού, και διδόσθω εκ των υπαρχόντων αυτού πένησιν εις ανάμνησιν αυτού» (Διαταγαί βιβλ. Η  κεφ. XIII Ελλ. Πατέρων).
Ερμηνεία
Να επιτελήτε τα τριήμερα των κεκοιμημένων με ψαλμούς και αναγνώσματα και προσευχές δια τον Κύριό μας που αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και τα εννιάμερα εις μνήμην των ζώντων και των κεκοιμημένων και τα σαρανταήμερα κατά τον παλαιό τύπο. Ο λαός έτσι επένθησε τον Μωϋσή και ετέλεσε και ετήσιο μνημόσυνο εις ανάμνησιν αυτού, και ας γίνωνται δωρεές εις μνήμην του στους πολύ πτωχούς από τα υπάρχοντά του.
  • Το πόσο ωφελούν τα μνημόσυνα μας το λέγουν πολλοί Άγιοι, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων 12/11.
Όταν κάποτε στην Αλεξάνδρεια έπεσε πολύ θανατικό ο Όσιος Ιωάννης έτρεχε παντού, στους ασθενείς, στους ψυχορραγούντες και διάβαζε μνημόσυνα στους τεθνεώτες. Μάλιστα παρακινούσε πολλούς να κάνουν στους κεκοιμημένους μνημόσυνα και θείες Λειτουργίες και έλεγε ένα παράδειγμα, για να τους αποδείξη το πόσο ωφελούν. Έλεγε λοιπόν: «Κάποτε οι Πέρσες αιχμαλώτισαν ένα Κύπριο, για τον οποίον, όταν επέστρεψαν οι συντροφοί του, είπαν στους συγγενείς του ότι απέθανε. Όμως έκαναν λάθος, διότι ήταν κάποιος άλλος όμοιός του, ενώ εκείνος ήταν δεμένος με σίδηρα.
Οι συγγενείς τότε του έκαναν τα Μνημόσυνα που συνήθιζαν.
Μετά από τέσσερα χρόνια ήλθε ο αιχμάλωτος στον τόπο του, οι δε δικοί του χάρηκαν αφάνταστα, διότι τον θεωρούσαν πεθαμένο.
«Εμείς νομίζαμε ότι είχες πεθάνει και σου κάναμε τον χρόνο τρεις Λειτουργίες, την Πεντηκοστή, τα Φώτα και την Ανάστασιν».
Αυτός θαύμασε γι’ αυτό που άκουσε και τους είπε ορκιζόμενος ότι εκείνες τις τρεις μέρες του χρόνου του παρουσιαζόταν κάποιος ωραιότατος άνθρωπος, ο οποίος άστραπτε πιο πολύ από τον ήλιο και αφού του έβγαζε την αλυσίδα, τον πήγαινε όπου ήθελε, και επειδή κανείς δεν τον γνώριζε μπόρεσε και έφυγε.
Από αυτό το παράδειγμα, έλεγε ο Άγιος, να πιστεύουμε αληθέστατα, ότι από τις λειτουργίες και τις προσευχές των πιστών λαμβάνουν οι ψυχές των κεκοιμημένων μεγάλη ωφέλεια.
  • Λέγει ο μακαριστός Ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος.
Τους κεκοιμημένους με τρεις τρόπους μπορούμε να τους βοηθήσουμε:
α) Με τα μνημόσυνα και τα σαρανταλείτουργα,
β) Με το να κάνουμε ελεημοσύνη υπέρ τους, και·
γ) Με το να προσευχώμαστε γι’ αυτούς.
Η μεγαλύτερη ελεημοσύνη που μπορεί να κάνη ένας άνθρωπος στους κεκοιμημένους του, είναι να στέλνη τα ονόματά τους σε ένα χαρτάκι στην Εκκλησία και να μνημονεύωνται από τον ιερέα και μάλιστα λέγει:
«Εδώ στην Αθήνα υπήρχαν τρεις αδελφές, οι οποίες είχαν έρθει από την Μικρά Ασία. Ήταν πολύ αγαπημένες μεταξύ τους. Τις γνώρισα και εγώ και ερχόντουσαν τακτικά και στις ομιλίες μου. Γνώριζαν αρκετά πράγματα περί της Ορθοδοξίας. Μια μέρα όμως του 1970, κοιμήθηκε η μία αδελφή. Έγινε η ταφή της, και οι 2 αδερφές έκαναν και το σαρανταλείτουργό της. Στις 40 αυτές μέρες, με το παραμικρό έκλαιγαν την αδερφή τους. Μετά την τελευταία Θεία Λειτουργία πήγανε στο σπίτι τους. Βέβαια ήταν πολύ στενοχωρημένες. Κάθισαν στο τραπέζι για να φάνε το πρωϊνό τους, αλλά και πάλι, πάνω στο πρωϊνό τους, άρχισαν να κλαίνε, απαρηγόρητες. Και τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα της κουζίνας και εισέρχεται η αδερφή τους, η κεκοιμημένη. Οι 2 αδερφές τα ’χασαν, κοκκάλωσαν! Και τους λέει η κεκοιμημένη αδερφή τους, τα εξής: Πάψτε επιτέλους να κλαίτε! Αυτή είναι η αγάπη σας για μένα; Με πνίξατε με τα δάκρυά σας, 40 μέρες τώρα. Δεν σας αντέχω άλλο! Ο Χριστός μας δεν δέχεται το σαρανταλείτουργο που κάνατε! Τότε γυρίζει στην πόρτα και της δίνει μία, την βρόντηξε, μόνο που δεν την έσπασε. Καταλάβατε; Όχι λοιπόν πένθος στον κεκοιμημένο.
Βλέπετε, λοιπόν, πως πρέπει να γίνωνται τα μνημόσυνα;

Πώς έβγαλα από τήν Κόλαση τήν μητέρα μου...


KOLASH7
Η λίμνη τής φωτιάς η καιομένη...

Ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ο οποίος έζησε τον Ε’ μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη. Όταν έτρωγε ο μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.
Ο επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.
Κι ο μοναχός διηγήθηκε τα εξής στον επίσκοπο:
-Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, η οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, αφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη “πελατεία” και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη...

Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.
Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι η μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη η τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.
Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:
 –Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου.’ Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητάς πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.
Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».
Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ο όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.
Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.
-Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ημερών για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ο άγιος ασκητής και μου είπε:
-Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς!’ Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ο Θεός να μας φωτίση και να μας αποκαλύψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα οποία κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.
Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ο άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.
Όταν έφθασε λοιπόν η νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ο νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. 
Και είδε ότι ο Θεός είναι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει η Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές.
  Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της πού εύρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:
-Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!!  ΒΟΗΘΕΙΑ!!!
Και ξαναβυθίστηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι “έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”
-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!…
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.
-Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν η οδύνη μου και τόση η λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.
Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο…πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τί ακριβώς ήταν! έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ’ αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ’ αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.
 Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε η έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.
Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:
-Τί είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Αδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ’ αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι εκαίετο εκείνη η λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.
–Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Κι εκείνος μου είπε:
–Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι η απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει η Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ο μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:
-Τύλιξε το. Ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.
 -Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ο δεσπότης δεν άντεξε την “βρώμα” κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν η δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό είχε και τόση ευωδία.
Από το βιβλίο: «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.»,
π. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ.
http://agapienxristou.blogspot.gr/2012/10/blog-post_5132.html

Επικοινωνία ζωντανών και νεκρών. Επαφές με την άλλη ζωή! (μέρος Β)


Τα Μνημόσυνα και η Θ. Λειτουργία ωφελούν τους νεκρούς
«Περιοριζόμαστε σ’ ένα τέτοιο γεγονός, που αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος:Σ’ ένα μοναστήρι ήταν ένας μοναχός, ονόματι Ιούστος, που έπασχε από τη νόσο της φιλαργυρίας. Αρρώστησε και απέθανε αμετανόητος. Ο ηγούμενος   έδωσε εντολή να κάνουν για την ψυχή του, τριάντα συνεχείς Θ. Λειτουργίες. Όταν τελείωσαν οι Θ. Λειτουργίες, ο νεκρός φανερώθηκε μια νύχτα στον   κατά σάρκα αδερφό του, ονόματι Καπιόσο.
-    Πως είσαι εκεί που βρίσκεσαι; (τον ρώτησε ο Καπιόσος)
-    Μέχρι τώρα ήμουν πολύ άσχημα. Τώρα όμως είμαι καλά.
Ο Καπιόσος πήγε στο μοναστήρι. Ανήγγειλε στους μοναχούς το όραμα που είδε. Μέτρησαν μια μια τις ημέρες και βρήκαν, πως την ημέρα που εμφανίσθηκε ο νεκρός, συμπληρώθηκαν οι τριάντα Θ. Λειτουργίες».  (Ευεργετινός. Τομ. Β’, σελ. 109).
Οι ψυχές & η συγχώρεση μεταξύ μας
«Ένας μοναχός έφτιαξε αντικλείδι και με αυτό άνοιγε το κελί ενός Γέροντα και του έπαιρνε τα λίγα χρήματα που είχε. Το είδε ο γέροντας και έγραψε ένα σημείωμα, που έλεγε: «κύριε, αδελφέ μου, όποιος και αν είσαι, σε παρακαλώ, δείξε αγάπη και άφησε τα μισά χρήματα για τις ανάγκες μου». Χώρισε λοιπόν τα χρήματα σε δύο ίσα μέρη, κι έβαλε και το σημείωμα. Όμως, και πάλι ο κλέφτης πήρε όλα τα χρήματα, σκίζοντας το σημείωμα.
Μετά δύο χρόνια έρχεται στα πρόθυρα του θανάτου ο κλέφτης μοναχός, μα παιδευότανε και η ψυχή του δεν έβγαινε. Τότε κάλεσε τον Γέροντα και τού λέει:
- Συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα, Γέροντα. Εγώ ήμουν που σου έκλεβα τα χρήματα. Και του λέει ο Γέροντας.
- Μα, γιατί ευλογημένε δεν το ‘λεγες νωρίτερα; Ωστόσο, προσευχήθηκε ο Γέροντας, κι έτσι ο μοναχός παρέδωσε το πνεύμα του» (Έρως Ερήμου, Μικρό Γεροντικό Δ Π.Β. Πάσχου, εκδ. Ακρίτας σελ. 64)
«Σε περιοχή της Ναυπακτίας Αιτωλ/νίας, ένα ανδρόγυνο, ο Κωνσταντίνος και η Παρασκευή, δεν ζούσε ειρηνικά. Η σύζυγος Παρασκευή απέθανε, χωρίς να συγχωρηθεί με το σύζυγο της. Οπότε φανερώνεται στο σύζυγο της και του λέει: « Δεν συγχωρηθήκαμε. Πήγαινε στον τάφο μου, και πες τρεις φορές: «Παρασκευή, σε συγχωρώ!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, ο.π. σελ 136)
«Η κ. Χ. διηγήθηκε κάτι που συνέβη σε συγγενικό της περιβάλλον. Μια γυναίκα-θεία κατηγορούσε συνεχώς και με πάθος τις ανιψιές τις. Έτσι, μια απ’ αυτές, πάνω στην αγανάχτηση της, ξεστόμισε εις βάρος της θείας της κατάρα. «Να μην ξεψυχήσει (είπε), αν δεν την ποτίσω η ίδια νερό με τη χούφτα μου». Η θεία της έφτασε στη δύση του επίγειου βίου τη. Επί δεκαπέντε (!) ημέρες «χαροπάλευε», αλλά δεν ξεψυχούσε. Η ανιψιά (που είπε την κατάρα) κατάλαβε τι έφταιγε. Συγχώρεσε εκ βάθους την ετοιμοθάνατη, της έδωσε νερό με τη χούφτα της, και ευθύς ξεψύχησε εν ειρήνη!»  (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 51)
Πρόγνωση θανάτου προειδοποιήσεις & σημάδια
«Στην Καλαμάτα ένα ανδρόγυνο είχε ένα μικρό παιδί. Μαζί τους ζούσε και ο πατέρας τους. Πέθανε ο πατέρας τους. Οι γονείς έκρυψαν το παιδί τους, για να μην δει τον παππού νεκρό. Εγινε η κηδεία. Και ετάφη ο νεκρός. Το παιδί όμως αναζήτησε τον παππού. Και οι γονείς του για να το καθησυχάσουν, τού είπαν: «Πάει ταξίδι μακριά στην Αθήνα. Θα γυρίσει μετά από ένα εξάμηνο». Ο μικρός ησύχασε προς το παρόν. Αλλά ξαναρωτά: «Πού είναι ο παππούς;» Και έλαβε πάλι την ίδια απάντηση.
Το παιδί αρρώστησε. Και μάλιστα σοβαρά. Μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Η κατάστασή του κρίσιμη. Και θυμάται τον… παππού! Ξαναρωτά για αυτόν. Και οι γονείς του απαντάνε: «Θα του γράψουμε να έρθει επειγόντως!» Αλλά έλαβαν την απάντηση έκπληξη: «Μην του γράφετε! Θα πάω εγώ να τον βρω!» Τάχασαν οι γονείς! Σαστισμένοι, τον ρωτάνε: «Πότε θα πας;». Και απάντησε ο μικρός: «Σήμερα έχουμε Δευτέρα. Και συνεχίζει: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. θα πάω να βρω τον παππού!» Πράγματι. Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. ξεψύχησε!... (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Το μεγάλο Σόκ! Σελ. 36-37))
«Στην κυρία Ο. από του Γκούτσε.
Προειδοποιήσεις για τον θάνατο κάποιου προσώπου αναμφισβήτητα υπάρχουν. Και μάλιστα είναι τόσο συχνές και πολυάριθμες που θα μπορούσαμε να τις εκλάβουμε ως κανόνα. Οπωσδήποτε θα έχετε ακούσει για το ότι ραγίζουν τα ποτήρια ή τα τζάμια του παράθυρου ή ότι η φωτογραφία κάποιου νεκρού συγγενή πέφτει σε άλλο σημείο. Και το δικό σας όνειρο για το θάνατο κάποιου πολύ σημαντικού προσώπου είναι ξεκάθαρη προειδοποίηση. Ανάψτε κερί και μοιράστε ελεημοσύνη για την ψυχή του». (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη, σελ. 304)

Οι νεκροί νοιάζονται για τις ανάγκες μας…
«Έλεγε ο αββάς Σισώης: «όταν ήμουν σε σκήτη με το Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα, και να μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε , ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε: Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει; Του απαντά: Στον άνδρα της είχε εμπιστευτεί κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε πού το είχε κρύψει. Θέλει, λοιπόν, τώρα ο κύριος του ποσού να πάρει αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του».
Του λέγει ο Γέρων: «Πες της να έλθει σε εμάς, εκεί όπου αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, τής είπε ο γέρων: Γιατί κλαίς έτσι ασταμάτητα! Και απαντά: Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να μου πει πού το είχε βάλει. Και τής λέγει ο γέρων: Πάμε να μου δείξεις πού τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί με εκείνην. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, τής είπε ο γέρων: Πήγαινε στο σπίτι σου.
Και αφού προσευχήθηκαν φώναξε ο γέρων το νεκρό και τού λέει: Πού έβαλες το ποσό που σού εμπιστεύθηκαν; «Και εκείνος αποκρίνεται και του λέει: Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέει ο γέρων: Κοιμήσου πάλι έως την ημέρα της αναστάσεως»
(Είπε Γέρων, Το Γεροντικόν, σελ. 150-151)
«Έλεγαν πάλι ότι μια ανύπανδρη κόρη, ευλαβική και αυτή όπως ο πατέρας της, ονόματι Ειρήνη. Σ’ αυτήν, κάποιος γνωστός εμπιστεύτηκε ένα πολύτιμο κόσμημα. Και εκείνη, για να το ασφαλίσει καλύτερα, το έκρυψε στη γη. Ύστερα δε από λίγο, έφυγε από αυτήν εδώ τη ζωή. Ήλθε δε μετά από καιρό εκείνος που της είχε εμπιστευθεί το κόσμημα. Και μη βρίσκοντας τη κόρη, απευθύνθηκε στον πατέρα της, τον Αββά Σπυρίδωνα. Του μιλούσε δε πότε με το κακό και πότε με το καλό.
Λυπημένος λοιπόν ο γέρων για τη ζημία του ανθρώπου εκείνου, πήγε στο μνήμα της θυγατέρας του και παρακαλούσε το Θεό να του δείξει πριν της ώρας της την υποσχεμένη ανάσταση. Και πραγματικά, η ελπίδα του δε διαψεύσθηκε. Γιατί, πάλι ζωντανή η κόρη παρουσιάζεται στον πατέρα της. Και αφού φανέρωσε τον τόπο, όπου ήταν κρυμμένο το κόσμημα, πάλι χάθηκε. Και παίρνοντας ο γέρων το κόσμημα, το έδωσε στον κάτοχο του».
(Είπε Γέρων, Γεροντικό, σελ. 262)
«Η κ. Κων. Κ., κάτοικος Πατρών, τον Ιούνιο του 1997 μού διηγήθηκε: Όταν ήταν μικρή, έμεινε ορφανή από πατέρα. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε. Δημιούργησε μια φτωχή οικογένεια. Μια Παρασκευή ημέρα τής εμφανίζεται ο νεκρός πατέρας της και τής λέει: «Την Δευτέρα γίνεται κλήρωση του λαχείου. Πάρε ένα λαχείο με τον αριθμό αυτό:…».
Ξύπνησε. Δεν έδωσε σημασία. Όνειρο ήταν, είπε. Την Δευτέρα διαπίστωσε μετ’ εκπλήξεως πως ο τυχερός αριθμός (που κέρδισε τα εκατομμύρια…) ήταν ο αριθμός που υπέδειξε ο νεκρός πατέρας της» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 108-109)
«Ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγο του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού. Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε :
«Μην απελπίζεσαι!».
Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Άραγε, δεν είναι κι αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σ’ αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; Και που βρίσκεται το τέλος στον ανεξάντλητο πλούτο τέτοιων παραδειγμάτων, από τα οποία δεν γίνεται να μην βρείτε κι εσείς τουλάχιστον ένα στην δική σας ζωή;»
(αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη σελ. 53)
Γράφει ο Γρηγόριος για τον φίλο του Βασίλειο…
«…Και τώρα εκείνος (ο Μέγας Βασίλειος) είναι εις τον ουρανόν και εκεί προσφέρει τας θυσίας του δι ημάς, καθώς νομίζω, και προσεύχεται δια τον λαόν· εγκαταλείποντας μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και εις τα μισά κομμένος, απεσπασμένος από την μεγάλη συζυγία και σέρνων βίον πονεμένον και όχι καλοτάξιδον, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακράν από εκείνον, δεν γνωρίζω που θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγία εκείνου.
Και τώρα ακόμα με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά την νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον».
(Γρηγορίου Θεολόγου,Εις Μέγαν Βασίλειον, εκδ. ΕΠΕ τομ. 6 σελ. 267)
«Η Παναγία θαυματουργεί σε προσκυνητές…
Τον φετινό Δεκαπενταύγουστο επισκέφθηκα για προσκύνημα την ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί ο ευλαβής προσκυνητής κ. Στέργιος Κισκίνης, κάτοικος Σταγείρων Χαλκιδικής, μας διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό:
    «Πριν από εφτά ολόκληρα χρόνια βρισκόμουνα σε ολονύκτια αγρυπνία της μονής και προσευχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που λένε «Πορταΐτισσα» , κάθισα για λίγο στο στασίδι απέναντι από την εικόνα. Εκεί          από την κούραση μου ήρθε ένας πολύ ελαφρός ύπνος, τόσο που δεν καταλάβαινα αν κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος. Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, βλέπω μπροστά μου τη γυναίκα μου Χρυσάνθη, η οποία είχε    πεθάνει πριν από 15 και πλέον χρόνια, και μου λέει: « Στέργιο, σήκω και φύγε αμέσως, γιατί το παιδί μας ο Άγγελος χτύπησε σε δυστύχημα».
    Εγώ τότε είπα στη γυναίκα μου: «Πώς να φύγω Χρυσάνθη από δω»; Εκείνη μου είπε: «Έλα να πάμε. Έχω το άλογο μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας». Την ακολούθησα και καβαλήσαμε στο άλογο. Κάθισε εκείνη στη σέλα, πήρε τα γκέμια και οδηγούσε, και εγώ κάθισα στα καπούλια του αλόγου. Έτσι φτάσαμε στο σπίτι της πεθεράς μου, στη Θεσσαλονίκη.
    Μέσα στη κουζίνα βρήκαμε τη μάνα της και η γυναίκα μου τη ρώτησε που έχουν τον Άγγελο. Εκείνη απάντησε πως δεν γνώριζε. Φύγαμε από εκεί και πήγαμε στο σπίτι του πατέρα μου Δημήτριου Κισκίνη. Η γυναίκα μου ρώτησε την πεθερά της: «Μητέρα ο Άγγελος είναι στο σπίτι;» Εκείνη απάντησε αρνητικά. Τότε γυρίσαμε πάλι στο μοναστήρι, όπου ξύπνησα πολύ ταραγμένος από την ολοζώντανη οπτασία αυτή.
    Αμέσως έτρεξα στον Πνευματικό παπά-Μάξιμο και, αφού του είπα όσα είδα στο όραμα μου, τον ρώτησα τι να κάνω στην προκειμένη περίπτωση. Εκείνος μου είπε να κάνω όπως με φωτίσει ο Θεός.
    Η μέρα είχε φέξει, η Θεία Λειτουργία, μόλις άρχιζε. Βγήκα αναστατωμένος έξω από το μοναστήρι, δεν με χωρούσε ο τόπος. Βλέπω κάτω στην παραλία ένα καΐκι, τρέχω στη θάλασσα. Ήταν ναυλωμένο για την Ιερισσό· εκεί βρήκα ταξί και το μεσημέρι σχεδόν είχα φτάσει στην Θεσσαλονίκη. Πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου (Πλάτωνος 27) και τη ρώτησα που βρίσκεται ο Άγγελος και πως χτύπησε.
    Η πεθερά μου ξαφνιάστηκε, επειδή ήξερε πως ήμουν στο Άγιο Όρος και με ρώτησε: «Πως το ξέρεις εσύ; Πότε ήρθες; Ποιος σε ειδοποίησε; Ο Άγγελος τώρα το πρωί χτύπησε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα». Της απάντησα ότι ήρθε η κόρη της η Χρυσάνθη και μου το είπε και τη ρώτησα που ήταν το παιδί. Εκείνη δεν ήξερε λεπτομέρειες. Μόνο μου είπε πως είναι στο Δημοτικό Νοσοκομείο βαριά τραυματισμένος.
    Φεύγω αμέσως, πηγαίνω στο Νοσοκομείο και βρίσκω εκεί το παιδί μου να το έχουνε βάλει στο γύψο, όπου έμεινε έξι μήνες και στη συνέχεια για ένα χρόνο φορούσε σιδερένιο νάρθηκα, γιατί είχε θλάση του σπονδυλικού αυχένος.
    Ότι γλύτωσε το τρίτο αυτό παιδί μου από βέβαιο θάνατο, το θεώρησα θαύμα της Παναγίας της «Πορταΐτισσας» στην οποία προσευχόμουν κείνη την ολονυκτία. Γι’ αυτό γύρισα αμέσως στο Μοναστήρι των Ιβήρων, παρακάλεσα τους πατέρες και κάναμε σαρανταλείτουργο και ευχαρίστησα έτσι την κυρία Θεοτόκο, με την πρεσβεία και την επέμβαση της οποίας σώθηκε το παιδί μου.
(το Γεροντικό από το περιβόλι της Παναγιάς, π. Ανδρέου Θεοφιλόπουλου σελ. 347-350)

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ (β) π. Δημητρίου Μπόκου




 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj_1dvUPsuyVkA1eRLbzSnXtygX6s554vttw4MIgOmx5nikBY8ZJFWYsPwq02E3flOcr7bCU64-4-JN9H04hKiKoU93c8gd7OLUPsgGl9HORaghkmjJS2LUnBAt4rFwbhMXvXf9I73hnwc/s1600/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%B4%CE%B7+%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1+%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%B5%CE%B1%CF%82+%CE%B8%CE%B1%CF%85%CE%BC%CE%B1.jpg

π. Δημητρίου Μπόκου
Τὸ σαρανταήμερο (15 Νοεμβρίου – 25 Δεκεμβρίου), ἡ περίοδος τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, συνδέεται μὲ τὸ σαρανταλείτουργο. Ἡ καθημερινὴ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας, μιᾶς συνολικῆς ἄσκησης κατὰ τῶν ἐγωκεντρικῶν μας ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, εἶναι μιὰ ἄριστη προετοιμασία γιὰ ἀληθινὴ βιωματικὴ προσέγγιση τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔχει τόση σημασία γιὰ μᾶς ἡ Θεία Λειτουργία;

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πάντοτε μιὰ πρό(σ)κληση νὰ κοινωνήσουμε μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς. Εἶναι εἴσοδος καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Ἐπαφὴ φευγαλέα καὶ προσωρινή, ἀλλὰ πάντως πραγματική, μὲ τὴν ἐκτὸς τοῦ δικοῦ μας χρόνου, τόπου καὶ τρόπου ὑπάρχουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἕνα γεγονὸς ποὺ ὁ καθένας καλεῖται νὰ τὸ κάνει ἐνεργὰ ὑπαρκτὸ μέσα του, νὰ ἀποτελέσει μέρος του, νὰ ὑπάρξει μέσα σ’ αὐτό. Ἕνα γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ γίνει τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του, ὀμφάλιος λῶρος γιὰ νὰ τραφεῖ καὶ νὰ ζήσει.
Γιὰ νὰ ζήσει ὅμως κανεὶς χρειάζεται τροφή. Κάθε μέρα ὁ ἄνθρωπος τρώει. Δὲν τὸ συζητάει αὐτό. Εἶναι τὸ αὐτονόητο. Θεωρεῖ τρέλλα τὸ νὰ σταματήσει νὰ τρώει, νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ χωρὶς τροφή. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιὰ νὰ ζήσει χρειάζεται τροφή. Δὲν ζεῖ ἀπὸ μόνη της. Δὲν εἶναι αὐθύπαρκτη. Δὲν ἔχει μέσα της τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ μόνη πηγὴ ζωῆς, τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Καὶ ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι ξεκάθαρο ποιὰ εἶναι: Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν λέει ἁπλῶς λόγια. Δὲν λέει νὰ ζήσουμε μὲ λόγια. Προσφέρει τροφή. Χαρίζει τὸν ἑαυτό του πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἦλθε στὴ γῆ. Γιὰ νὰ γίνει τροφὴ ποὺ θὰ μᾶς θρέψει καὶ θὰ μᾶς ἀθανατίσει. Ὅλο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπέβλεπε στὴν ἐξασφάλιση αὐτῆς τῆς τροφῆς. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ κάμει τὴ σάρκα του αὐτὴ τροφὴ σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς τὴν προσφέρει λοιπὸν ἄφθονη, σὰν τὴ μόνη τροφὴ ποὺ δίνει ζωὴ καὶ μάλιστα αἰώνια. Σὰν τὸ μόνο φάρμακο ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον».  Ἀληθινὴ τροφὴ εἶναι ἡ σάρκα μου, λέει. Ὅποιος τρώει ἀπὸ αὐτὴν «ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 53-58). Ὅλες οἱ ἄλλες τροφὲς δίνουν μικρὴ μόνο παράταση ζωῆς. Τὸ φάσμα δράσης τους εἶναι μικρό. Μακροπρόθεσμα πίσω τους ἐλλοχεύει ὁ θάνατος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι «ὁ ἐσθιόμενος καὶ μὴ δαπανώμενος, …ὁ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος» εἰς βρῶσιν, γιὰ νὰ ἁγιάζει ὅσους τὸν τρώγουν.
Κάποιος ἀναχωρητὴς δὲν ἤθελε νὰ παραδεχθεῖ πὼς ὁ ἅγιος Ἄρτος ποὺ μεταλαμβάνουμε εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Οἱ γέροντες τῆς Σκήτης, ὅταν τὸ ἔμαθαν, τὸν κατήχησαν μὲ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε στὴν πλάνη του. Οἱ πατέρες τὸν ἄφησαν, ἀλλὰ προσευχήθηκαν νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεός, ὥστε νὰ καταλάβει τὴν ἀλήθεια.
Μιὰ Κυριακὴ ὁ ἀναχωρητὴς συμμετεῖχε στὴ Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Σκήτης. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας πῆρε στὰ χέρια του τὸ πρόσφορο γιὰ νὰ προσκομίσει, ὁ πλανεμένος μοναχὸς εἶδε κατάπληκτος ἕνα βρέφος ξαπλωμένο πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Κι ὅταν ἄρχισε ὁ ἱερέας νὰ διαμελίζει τὸν Ἄρτο, φάνηκε ἅγιος ἄγγελος ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο κρατώντας στὸ χέρι του ἕνα μαχαίρι. Συγχρόνως μὲ τὸν ἱερέα διαμέλισε κι Αὐτὸς τὸ θεῖο Βρέφος κι ἔχυσε τὸ Αἷμα του στὸ Ἅγιο Ποτήριο. Ὁ ἀναχωρητὴς ταράχθηκε.
Μὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὅταν πῆγε νὰ κοινωνήσει, συνέβη κάτι πιὸ φοβερό. Εἶδε μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο ἀνθρώπινη σάρκα βαμμένη στὸ αἷμα. Κλαίγοντας τότε ὁμολόγησε τὴν πλάνη του καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ σκεπάσει μὲ τὴ χάρη του τὰ θεῖα Μυστήρια γιὰ νὰ τολμήσει νὰ κοινωνήσει. Πραγματικὰ μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο εἶδε πάλι ψωμὶ καὶ κρασί, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μετάλαβε εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ (Θαύματα καὶ ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία [ἔκδ. Ι. Μονῆς Παρακλήτου Ἀττικῆς]).
Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπὸν εἶναι πρωτίστως τραπέζι. Φαγητό. Τροφοδοσία. Ὁ Χριστὸς μιλάει συχνὰ γιὰ  δεῖπνο. Μᾶς καλεῖ νὰ δειπνήσουμε μαζί του. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παραβάλλεται μὲ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τράπεζα πνευματική. Ὁ Θεὸς σφάζει «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», θυσιάζει τὸν μονογενῆ του Υἱὸ καὶ παραθέτει τράπεζα. «Λάβετε, φάγετε…, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «βρωτός», προσφέρεται δηλαδὴ νὰ φαγωθεῖ, ὀνομάζεται καὶ πασχάλιος ἀμνός, ἀρνὶ τοῦ Πάσχα. «Ὡς βρωτὸς δέ, ἀμνὸς προσηγόρευται» (Κανών τοῦ Πάσχα, ᾠδὴ δ΄).  Ἂν δὲν τρῶμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραπέζι, ἂν δὲν μᾶς τρέφει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχουμε «ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Δὲν μεγαλώνουμε, δὲν ἔχουμε πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἐπέρχεται ἡ καχεξία καὶ ὁ θάνατος. Γιὰ τὸν Θεὸ ἔχουμε πεθάνει. Ὁ Χριστὸς μᾶς ὀνομάζει νεκροὺς (πρβλ. τὸ «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» [Ματθ. 8, 22]), ἀκόμα κι ἂν προσωρινὰ παρατείνεται ἡ βιολογική μας ζωή.
Ἡ Θεία Λειτουργία, ὄχι οἱ ἄλλες ἀκολουθίες (ἑσπερινός, ὄρθρος, παράκληση κ.λ.π.), ἀλλὰ εἰδικὰ καὶ μόνο ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τροφή. Δὲν ἔχει ὑποκατάστατο. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ προσέχουμε συνήθως. Δὲν πᾶμε ἐκεῖ γιὰ μιὰ ἀόριστη εὐλογία, γιὰ τὸ καλό. Σ’ αὐτὴν πᾶμε γιὰ νὰ φᾶμε. Γιὰ νὰ ζήσουμε τώρα καὶ πάντοτε. Αἰώνια. Χωρὶς αὐτὴν τὴν τροφή, εἴμαστε καταδικασμένοι σὲ θάνατο. Εἶναι αὐτονόητο τὸ νὰ τρῶμε καθημερινά; Ἄλλο τόσο αὐτονόητο πρέπει νὰ μᾶς γίνει, ὅτι εἶναι θέμα ζωῆς καὶ θανάτου νὰ καθόμαστε στὸ τραπέζι ποὺ μᾶς στρώνει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τρῶμε τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς παραθέτει. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του.
Τί παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν τρέφεται; Δὲν θέλει σκέψη. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ ὅταν ἀπέχει ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ Θεός. Τὴν κατάρρευση τοῦ σώματος τὴ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας, τὴ μετρᾶμε μὲ τὰ τεχνικὰ μέσα ποὺ διαθέτουμε. Γιατί δὲν σκεπτόμαστε ὅτι τὴν ἴδια κατάρρευση ὑφίσταται καὶ ἡ ψυχή, ὅταν δὲν τρέφεται; Ἐπειδὴ δὲν τὴ βλέπουμε; Δὲν μᾶς ἔδωσε μάτια πνευματικὰ ὁ Θεός; Μήπως τελικὰ εἴμαστε τυφλοί, ἂν καὶ καμαρώνουμε γιὰ τὴν ἐξυπνάδα μας; Μήπως γιὰ μᾶς λέει ὁ Θεός, «βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε» (Ἡσ. 6, 9);
Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς προσφέρει, ὑπὸ τὴ μορφὴ τοῦ ἄρτου, τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ εἰς βρῶσιν. «Ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 58). Ἀλλιῶς ὁ θάνατος θὰ θριαμβεύσει πάνω μας, ἔστω κι ἂν ὁ Χριστὸς τὸν νίκησε καὶ ἀναστήθηκε. Χωρὶς τὴ βρώση τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ, τοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη του ἐπὶ τοῦ θανάτου δὲν θὰ σημαίνει τίποτε γιὰ μᾶς. Καμμιὰ ἀνάσταση δὲν θὰ ξημερώσει γιὰ μᾶς, καμμιὰ ζωὴ δὲν θὰ μᾶς δοθεῖ.
Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν μὲ τὸ φετεινὸ σαρανταλείτουργο νὰ συχνάζουμε ὅλο καὶ περισσότερο στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὅπου «ἡ τράπεζα γέμει, …ὁ μόσχος πολὺς» καὶ εἶναι σκέτη ἀνοησία νὰ φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ κάποιος νηστικός. Τὸ μόνο ποὺ χρήζει προσοχῆς ἐκ μέρους μας εἶναι, στὸ γαμήλιο αυτὸ δεῖπνο νὰ εἴμαστε μὲ ἔνδυμα γάμου. Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς καλεῖ, μᾶς παρέχει (μὲ τὸ βάπτισμα, τὴν ἐξομολόγηση και τὰ λοιπὰ μυστήρια) καὶ τὸ ἀνάλογο ἔνδυμα. Ἂν παρευρεθοῦμε χωρὶς αὐτό, θὰ εἶναι καθαρὰ ἀπὸ δική μας ἀμέλεια. Καὶ δικαίως θὰ «μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ Κύριος, «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», μᾶς προτρέπει νὰ εἰσέλθουμε  «εἰς τὴν χαράν του», νὰ τὸν γευθοῦμε, νὰ γνωρίσουμε ἐξ ἰδίας πείρας πόσο γλυκὺς εἶναι ὅταν βιβρώσκεται. Ἀξιώθηκαν κάποτε ἄνθρωποι νὰ φάγουν «ἄρτον ἀγγέλων» (Ψαλμ. 77, 25). Δὲν μᾶς τιμᾶ ἀσυγκρίτως περισσότερο τὸ γεγονός, ὅτι «ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, ἔρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς»; Μὲ ποιὰ δικαιολογία θὰ ἀπορίψουμε τέτοια τιμή;
Μιὰ ἐνσυνείδητη καθημερινὴ βίωση ἐπὶ σαράντα μέρες τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὺτοῦ γεγονότος δὲν θὰ μᾶς πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνεκφράστου μυστηρίου τῶν Χριστουγέννων;
ΚΑΛΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ - ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Η μνημόνευση των ονομάτων στην Προσκομιδή (Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη)


ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ
Γέροντος Ἰακώβου
(Ἀπομαγνητοφωνημένη συζήτηση)
–Τα σαρανταλείτουργα παιδιά μου έχουνε μεγάλη αξία για τις ψυχές των ανθρώπων. Για τους ζώντες και τους τεθνεώτας.

Αν είχατε ακούσει, προ ετών, ένα καράβι που βυθίστηκε εδώ στην Κρήτη το »Ηράκλειο»…
Λοιπόν, μία γυναίκα με πήρε. Πήρε τηλέφωνο, και λέει:
»Πάτερ, οι συγγενείς μας πνίγηκαν στο καράβι».
–Την ρώτησα: Δεν θα κάνης μνημόσυνο στον άνδρα σου, στους συγγενείς σας;
–Μπα… δεν χρειάζονται τα μνημόσυνα, λέει. Εγώ έδωσα 5.000 στο Ορφανοτροφείο της Χαλκίδος. Το ίδιο είναι. Πάτερ μου, εσύ τι λες γι  αὐ­τό;
–Λέω, άκουσε παιδί μου να σου πω, εφόσον με ρωτάτε. Άλλο, παιδί μου, η προσευχή και άλλο η ελεημοσύνη. Άλλο, με συγχωρείτε, η προσευχή που κάνουμε με το μνημόσυνο. Διότι, έτσι τα βρήκαμε. Έτσι είναι. Και από τους Αποστολικούς χρόνους, αλλά, και από τις ημέρες που ήταν ο Μωϋσής, ο Προφήτης της Π. Διαθήκης. Όταν απέθανε, λέει, δίναν ελεημοσύνες και κάναν μνημόσυνα… και αυτά δίναν τότε. Για την ψυχή του Μωϋσή και τους Αγίους της Εκκλησίας μας. Αυτά παιδιά μου, είναι εξ αμνημονεύτων χρόνων. Είναι αιώνες ολόκληροι, δεν μπορεί κάποιος να κόψη αυτά τα πράγματα.
Γι  αὐ­τό της είπα και  γώ έτσι. Και η ελεημοσύνη πιάνει την ψυχή του ανθρώπου. Αλλά, άλλο το μνημόσυνο, η προσευχή. Διότι βγάζουν μερίδα στην Αγία Πρόθεση και τις μερίδες αυτές τις μεταφέρουν Άγγελοι στον ουρανό.
–Εμείς εδώ σηκωνόμαστε τη νύχτα για να μνημονεύσουμε αυτά τα ονόματα. Έχουμε χιλιάδες ονόματα, περίπου 20-30 χιλιάδες ονόματα. Είναι ευεργέται του Μοναστηριού πριν 38 χρόνια που ήρθα στο Μοναστήρι. Άλλος με έδωσε αυτό το ποτηράκι, άλλος αυτό το φλυτζανάκι, αυτό το νάϋλον, άλλος τη λάμπα, άλλος μία εικονίτσα, άλλος ένα καδράκι, άλλος εκείνον τον μπουφέ, άλλος ένα ρολόϊ, και έχω τα ονόματά τους από το 1952 που χειροτονήθηκα ιερέας του Υψίστου και τα μνημονεύω. Αυτοί φύγαν απ  τή ζωή, οι περισσότεροι.
Τα σαρανταλείτουργα παιδιά μου βοηθούν πολύ. Έχει μεγάλη αξία η μερίδα που μοιράζει ο ιερέας και διαβάζουμε αυτά τα ονόματα. Τα παίρνει κάθε πρωΐ Άγγελος Κυρίου, διότι την ώρα που αρχίζει η προσκομιδή κατεβαίνουν Άγγελοι Κυρίου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έβλεπε την ώρα που άρχιζε η προσκομιδή, απ  τή σκεπή απάνω της Εκκλησίας, να πετάνε λευκοφόρα παλληκάρια, Άγγελοι Κυρίου. Και σε κάθε Χριστιανό στεκόταν Άγγελος Κυρίου, ο φύλακας του ανθρώπου, της ζωής του. Και μέσα το Ιερό γεμάτο Άγγελοι και έπαιρναν την αναφορά αυτή, την πάνε στον θρόνο του Θεού. Έτσι παιδιά μου είναι αυτά, γιατί »εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια», τα  λε­γε ένας Πατριάρχης.
Πρέπει να είμαστε όλοι άγιοι, έλα όμως που είμαστε και άνθρωποι. Εμείς έχουμε ανάγκη από την Εκκλησία, διότι ο ιερέας είναι ανώτερος και από τον Βασιλέα.
Επιμέλεια.ΡΩΜΝΙΟΣ

15 Νοεμβρίου από σήμερον άρχεται η τεσσαρακονθήμερος νηστεία των Χριστουγέννων…




Επιτρέπεται εκτός Τετάρτης και Παρασκευής, μέχρι 17ης Δεκεμβρίου, από 18-24 κατάλυσις οίνου και ελαίου (Ράλλη- Ποτλη, Σύνταγμα Ιερών Κανόνων, Τόμος Δ' σελ.488, πρβλ.
Πηδάλιον, Αθήναι 1841, υποσ, εις ερμηνεία του ΞΘ' κανόνος Αγ. Αποστόλων)
.

Στις 15 Νοεμβρίου αρχίζει η νηστεία των Χριστουγέννων. Πρόκειται για μια περίοδο έντονης πνευματικής εργασίας και ψυχοσωματικής προετοιμασίας για τον εορτασμό της
μεγάλης εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου.


Από τις 15 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου (κατ’ άλλη παράδοση έως τις 12 Δεκεμβρίου) νηστεύουμε το κρέας, τα γαλακτομικά και τα αυγά και τρώμε ψάρι (εκτός βεβαίως
Τετάρτης και Παρασκευής, που νηστεύουμε αυστηρά). Μετά τις 17 (η 12) Δεκεμβρίου νηστεύουμε και το ψάρι.

Η νηστεία όμως κατά την υπόδειξη του Κυρίου μας έχει νόημα, όταν συνδυάζεται με προσευχή και ελεημοσύνη. Για το λόγο αυτό, η Εκκλησία με την έναρξη της νηστείας μας
προσκαλεί σε εντονότερη λειτουργική ζωή και αγαθοεργία.

Έτσι, η εκκλησιαστική παράδοση προβλέπει για την περίοδο αυτή την καθημερινή -αν οι συνθήκες το επιτρέπουν- τέλεση της θείας λειτουργίας, την τέλεση δηλαδή
σαρανταλείτουργου.

Η τέλεση του σαρανταλείτουργου αποτελεί πολύ μεγάλη ευλογία. Είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για βίωση της μυστηριακής και λατρευτικής ζωής, για επαφή με τον πλούτο της
υμνολογίας και της ακροάσεως των θείων Γραφών, για συχνότερη θεία κοινωνία, για συχνότερη συγκρότηση της εκκλησιαστικής κοινότητας.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος μας λέει: «Σπουδάζετε πυκνότερον συνέρχεσθαι εις ευχαριστίαν Θεού και εις δόξαν. Όταν γαρ πυκνώς επί το αυτό γίνεσθε, καθαιρούνται οι δυνάμεις
του σατανά και λύεται ο όλεθρος αυτού», δηλαδή «Προσπαθείστε με σπουδή να έρχεσθε όλοι μαζί στη Σύναξη της Θείας Ευχαριστίας (Θεία Λειτουργία), για να ευχαριστείτε τον
Θεό και να Τον δοξολογείτε. Διότι όταν συχνά έρχεσθε στη Σύναξη της Θείας Ευχαριστίας (Θεία Λειτουργία), συντρίβονται οι δυνάμεις του σατανά και λύεται κάθε ολέθρια ενέργεια
του».

Η δύναμη της Θείας Λειτουργίας δεν είναι μαγική. Είναι η δύναμη της αγάπης και της ενότητας εν Χριστώ. Η Θεία Λειτουργία μας μαθαίνει να συγχωρούμε, να αγαπούμε και να
είμαστε ενωμένοι με όλους τους ανθρώπους.

Γι’ αυτό άλλωστε προσφέρουμε τα Δώρα μας στο Θεό, τον Άρτο και τον Οίνο, προσευχόμενοι για ζώντες και κεκοιμημένους αδελφούς μας. Η μνημόνευση των ονομάτων των
ζώντων και κεκοιμημένων προσώπων (ανάγνωση των «Διπτύχων») είναι έργο πολύ σημαντικό και ιερό, που θεσμοθετήθηκε από τους αγίους Αποστόλους και επιτελείται
αδιάλειπτα μέσα στους αιώνες.





Το Ιερό Σαρανταλείτουργο

Το Ιερό Σαρανταλείτουργο, κατά την διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων, υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων αδελφών μας.

Στο υπέροχο βιβλίο «Ιωάννης της Κροστάνδης», διαβάζουμε: «Στην Θεία Λειτουργία τελείται το μυστήριο της αγάπης. Και η αγάπη στην ουσία της είναι μεταδοτική. Η αγάπη,
ιδιαίτερα η θεία, σπεύδει να σκορπίσει το φως της, την χαρά της όλους… Και συμπληρώνει: ω αγάπη τελειότατη! ω αγάπη, που τα πάντα αγκαλιάζεις! Ω αγάπη ισχυρότατη! Τι να
προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη στον Θεό για την αγάπη Του προς εμάς; Η αγάπη αυτή βρίσκεται στην θυσία του Χριστού, που προσφέρεται για την άπελευθέρωσι όλων από
κάθε κακία…».

Και ο μακαριστός π. Παΐσιος, σχετικά με την ανάγκη προσευχής για τους κεκοιμημένους, έλεγε: «…να αφήνετε μέρος της προσευχής σας για τους κεκοιμημένους. Οι πεθαμένοι
δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (για τους εαυτούς τους). Οι ζωντανοί μπορούν… Να πηγαίνετε στην εκκλησία λειτουργία, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το όνομα του
κεκοιμημένου, να μνημονευθή από τον ιερέα στην προσκομιδή. Επίσης, να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το τρισάγιο, χωρίς Θεία Λειτουργία, είναι ελάχιστο.


Το μέγιστο, που μπορούμε να κάνουμε για κάποιον, είναι το Σαράντα Λείτουργο. Καλό θα είναι να συνοδευθή και με ελεημοσύνη. Αν έχεις ένα νεκρό, ο οποίος έχει παρρησία στον
Θεό, και του ανάψεις ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό.

Αν πάλι, έχεις ένα νεκρό, ο οποίος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν του ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνης ένα αναψυκτικό σε κάποιον που καίγεται
(από δίψα)
. Οι άγιοι δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να προσευχηθούν γι’ αυτόν που το ανάβει. Ο Θεός ευχαρίστως το δέχεται…».
(Μαρτυρίες προσκυνητών, Ζουρνατζόγλου Νικ.)

Για την ωφέλεια από τα Ιερά Σαρανταλείτουργα και τα μνημόσυνα, αξιομνημόνευτο είναι και το περιστατικό που ακολουθεί από το βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία
Λειτουργία».

Εικόνα

«Κάποιος άρχοντας από την Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πως πλησιάζει στον θάνατο, κάλεσε την γυναίκα του για να της εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες:
Την περιουσία μου να την μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τους δούλους να τους ελευθερώσεις. Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες. Σ’ αυτή
του την μεγάλη θλίψη ο ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή του αββά Ησαΐα, ενός αγίου μοναχού που ασκήτευε κοντά στην Νικομήδεια, και αμέσως -ω του θαύματος!-
έγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο. Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τον Θεό για το μεγάλο θαύμα.

- Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποιά ώρα συνήλθες από την αρρώστια;
- Την ώρα που επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε εκείνος. Ο όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τι είχε λεχθεί στην διάρκεια της αρρώστιας του και ξαναρώτησε:
- Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για την σωτηρία της ψυχής σου;
- Όχι, γέροντα. Τι θα είχα να ωφεληθώ αν άφηνα κάτι; Δεν θα πήγαινε χαμένο;
- Μην το λες αυτό.

Ο αδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις εν υμίν; προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν το ονόματι
του Κυρίου και η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και εγερεί αυτόν ο Κύριος καν αμαρτίας η πεποιηκώς, αφεθήσεται αυτώ». Να λοιπόν που οι ευχές των ιερέων είναι
αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη. Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό, για λειτουργίες, και θα λάβεις από τον Θεό την πρέπουσα πληροφορία.

Έτσι κι έκανε. Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στον σπίτι του. Όταν συμπληρώθηκαν οι λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ
σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι
από αριστερά. -Κύριοι μου, φώναξε έκπληκτος ο άρχοντας, πως μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;

-Εμείς οι σαράντα, που βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες που έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μας έστειλε Εκείνος, για να σε
συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησίας. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Να, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, που έγιναν για να ενωθεί
ο Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.

Ύστερα από αυτά, ο άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πως οι θείες
λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν να ανεβάσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.

Είναι η μέγιστη και πιο ισχυρή προσευχή καθώς αποτελεί συμμετοχή στην προσευχή και τη θυσία του Χριστού. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη
ωφέλεια πιστεύουμε ότι θα λάβουν αυτοί, για τους οποίους δεόμαστε κατά την αγία και φοβερή θυσία της Θείας Λειτουργίας, ακόμα κι αν είναι αμαρτωλοί, αφού Χριστόν
εσφαγιασμένον υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων προσφέρομεν εξιλεούμενοι υπέρ αυτών τε και ημών τον φιλάνθρωπον Θεόν». Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δεν
νομοθέτησαν τυχαία οι Απόστολοι να μνημονεύουμε κατά τα φρικτά μυστήρια (Θεία Λειτουργία) τους κεκοιμημενούς. Γνωρίζουν ότι είναι πολύ μεγάλη η ωφέλεια γι’ αυτούς».

Η εμπειρία μαρτυρεί για τη δύναμη αυτής της προσευχής, που δεν είναι «ατομική προσευχή» αλλά η προσευχή ολόκληρης της Εκκλησίας.

Τὸ Ἱερὸ Σαρανταλείτουργο, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, ὑπὲρ ὑγείας ζώντων καὶ ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας


Ἡ μνημόνευση κάνει θαύματα!
Σαρανταλείτουργο εἶναι μία σειρὰ 40 λειτουργιῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες μνημονεύονται κάποια ὀνόματα ζώντων (ὑπὲρ ὑγείας) ἢ κεκοιμημένων (νεκρῶν) ὑπὲρ ἀναπαύσεως. Κατὰ τὴν σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ κρατάει σαράντα μέρες, πολλὰ μοναστήρια καὶ κάποιες ἐκκλησίες τῶν πόλεων συνηθίζουν νὰ κάνουν 40λείτουργα, καὶ νὰ δίνει ὅποιος θέλει ὀνόματα γιὰ μνημόνευση.
Στὸ ὑπέροχο βιβλίο «Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης» (ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου), διαβάζουμε:
«Στὴν Θεία Λειτουργία τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Καὶ ἡ ἀγάπη στὴν οὐσία της εἶναι μεταδοτική. Ἡ ἀγάπη, ἰδιαίτερα ἡ θεία, σπεύδει νὰ σκορπίσει τὸ φῶς της, τὴν χαρὰ της σε ὅλους… Καὶ συμπληρώνει: ὢ ἀγάπη τελειότατη! ὢ ἀγάπη, πού τὰ πάντα ἀγκαλιάζεις! Ὢ ἀγάπη ἰσχυρότατη! Τί νὰ προσφέρουμε σὰν εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη Του πρὸς ἐμᾶς; Ἡ ἀγάπη αὐτὴ βρίσκεται στὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσφέρεται γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι ὅλων ἀπὸ κάθε κακία…».
Καὶ ὁ μακαριστὸς π. Παΐσιος, σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη προσευχῆς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἔλεγε: «…νὰ ἀφήνετε μέρος τῆς προσευχῆς σας γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Οἱ πεθαμένοι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα (γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους). Οἱ ζωντανοὶ μποροῦν… Νὰ πηγαίνετε...
στὴν ἐκκλησία λειτουργία, δηλαδὴ πρόσφορο, καὶ νὰ δίνετε τὸ ὄνομα τοῦ κεκοιμημένου, νὰ μνημονευθῆ ἀπὸ τὸν ἱερέα στὴν προσκομιδή. Ἐπίσης, νὰ κάνετε μνημόσυνα καὶ τρισάγια. Σκέτο τὸ τρισάγιο, χωρὶς Θεία Λειτουργία, εἶναι ἐλάχιστο.
Τὸ μέγιστο, πού μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ κάποιον, εἶναι τὸ Σαρανταλείτουργο. Καλὸ θὰ εἶναι νὰ συνοδευθῆ καὶ μὲ ἐλεημοσύνη. Ἂν ἔχεις ἕνα νεκρό, ὁ ὅποιος ἔχει παρρησία στὸν Θεό, καὶ τοῦ ἀνάψεις ἕνα κερί, αὐτὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ προσευχηθεῖ γιὰ σένα στὸν Θεό.
Ἂν πάλι, ἔχεις ἕνα νεκρό, ὁ ὅποιος νομίζεις ὅτι δὲν ἔχει παρρησία στὸν Θεό, τότε, ὅταν τοῦ ἀνάβεις ἕνα ἁγνὸ κερί, εἶναι σὰν νὰ δίνης ἕνα ἀναψυκτικὸ σὲ κάποιον ποὺ καίγεται (ἀπὸ δίψα). Οἱ ἅγιοι δέχονται εὐχαρίστως τὴν προσφορὰ τοῦ κεριοῦ καὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ προσευχηθοῦν γι’ αὐτὸν πού τὸ ἀνάβει. Ὁ Θεὸς εὐχαρίστως τὸ δέχεται…» (Μαρτυρίες προσκυνητῶν, Ζουρνατζόγλου Νικ.).
Γιὰ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Σαρανταλείτουργα καὶ τὰ μνημόσυνα, ἀξιομνημόνευτο εἶναι καὶ τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀκολουθεῖ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θαύματα καὶ ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία», (ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου).
«Κάποιος ἄρχοντας ἀπὸ τὴν Νικομήδεια ἀρρώστησε βαριὰ καί, βλέποντας πὼς πλησιάζει στὸν θάνατο, κάλεσε τὴν γυναίκα του γιὰ νὰ τῆς ἐκφράσει τὶς τελευταῖες του ἐπιθυμίες: Τὴν περιουσία μου νὰ τὴν μοιράσεις στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά. Τοὺς δούλους νὰ τοὺς ἐλευθερώσεις. Ἀλλὰ στοὺς ἱερεῖς δὲν θέλω νὰ δώσεις χρήματα γιὰ λειτουργίες. Σ’ αὐτὴ του τὴν μεγάλη θλίψη ὁ ἑτοιμοθάνατος ἐπικαλέστηκε μὲ πίστη τὴν εὐχὴ τοῦ ἄββα Ἠσαΐα, ἑνὸς ἅγιου μοναχοῦ πού ἀσκήτευε κοντὰ στὴν Νικομήδεια, καὶ ἀμέσως -ὢ τοῦ θαύματος!- ἔγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πασίχαρος ἔτρεξε στὸν ὅσιο. Ἐκεῖνος τὸν καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα.
-Θυμᾶσαι, παιδί μου, τὸν ρώτησε, ποιὰ ὥρα συνῆλθες ἀπὸ τὴν ἀρρώστια;
-Τὴν ὥρα ποὺ ἐπικαλέστηκα τὴν εὐχή σου, ἀπάντησε ἐκεῖνος. 
Ὁ ὅσιος, μὲ τὸν φωτισμένο του νοῦ, γνώριζε τί εἶχε λεχθεῖ στὴν διάρκεια τῆς ἀρρώστιας του καὶ ξαναρώτησε:
-Ἄφησες, παιδί μου, χρήματα στοὺς ἱερεῖς, νὰ λειτουργοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου;
-Ὄχι, γέροντα. Τί θὰ εἶχα νὰ ὠφεληθῶ ἂν ἄφηνα κάτι; Δὲν θὰ πήγαινε χαμένο; 
-Μὴν τὸ Λὲς αὐτό. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος γράφει: «Ἀσθενεῖ τὶς ἓν ὕμιν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἄλειψαντες αὐτὸν ἔλαιω ἓν τῶ ὀνόματι τοῦ Κυρίου καὶ ἢ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἔγερει αὐτὸν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ἢ πεποιηκῶς, ἀφεθησεται αὐτῶ». Νὰ Λοιπὸν ποὺ οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων εἶναι ἀποτελεσματικές, γιὰ ὅποιον τὶς ζητάει μὲ πίστη. Δῶσε τώρα κι ἐσὺ ἕνα ποσό, γιὰ λειτουργίες, καὶ θὰ λάβεις ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν πρέπουσα πληροφορία.
Ἔτσι κι ἔκανε. Ἔδωσε χρήματα σ’ ἕναν ἱερέα γιὰ νὰ τοῦ κάνει σαρανταλείτουργο, καὶ γύρισε στὸν σπίτι του. Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ Λειτουργίες, μετὰ ἀπὸ σαράντα μέρες, κι ἐνῶ σηκωνόταν ἀπὸ τὸν ὕπνο, βλέπει ξαφνικὰ ν’ ἀνοίγουν οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του καὶ νὰ μπαίνουν σαράντα ἄνδρες ἔφιπποι, λαμπροὶ καὶ ἀγγελόμορφοι, εἴκοσι ἀπὸ δεξιὰ καὶ εἴκοσι ἀπὸ ἀριστερά. 
-Κύριοί μου, φώναξε ἔκπληκτος ὁ ἄρχοντας, πῶς μπήκατε σὲ σπίτι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ;
-Ἐμεῖς οἱ σαράντα, ποὺ βλέπεις, τοῦ ἀπάντησαν ἐκεῖνοι, ἀντιπροσωπεύουμε τὶς λειτουργίες ποὺ ἔγιναν γιὰ σένα στὸν φιλάνθρωπο Θεό. Μᾶς ἔστειλε Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ σὲ συνοδεύσουμε μέχρι τὴν ἐκκλησία. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρὶς δισταγμό. Νά, μὲ τὰ πρεσβυτικὰ χέρια συμπληρώθηκαν οἱ σαράντα λειτουργίες, ποὺ ἔγιναν γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ὁ Χριστὸς μαζί σου καὶ νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά σου.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ὁ ἄρχοντας μοίρασε τὴν περιουσία του σὲ εὐλαβεῖς ἱερεῖς, γιὰ νὰ γίνουν λειτουργίες «ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ», διακηρύσσοντας πῶς οἱ θεῖες λειτουργίες καὶ οἱ ἀγαθοεργίες μποροῦν νὰ ἀνεβάσουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ καταχθόνια στὰ ἐπουράνια.
Εἶναι ἡ μέγιστη καὶ πιὸ ἰσχυρὴ προσευχὴ καθὼς ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ὠφέλεια πιστεύουμε ὅτι θὰ λάβουν αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους δεόμαστε κατὰ τὴν ἁγία καὶ φοβερὴ θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ Χριστὸν ἐσφαγιασμένον ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν, ἐξιλεούμενοι ὑπὲρ αὐτῶν τε καὶ ἠμῶν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν νομοθέτησαν τυχαία οἱ Ἀπόστολοι νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὰ φρικτὰ μυστήρια (Θεῖα Λειτουργία) τοὺς κεκοιμημένους. Γνωρίζουν ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὠφέλεια γι’ αὐτούς».
Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴν δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἀλλὰ ἡ πρόσευχη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.

Ιερό Σαρανταλείτουργο: Το Χρέος μας προς τους κεκοιμημένους μας.





Σαρανταλείτουργο λέγεται η τέλεση της Θείας Λειτουργίας επί σαράντα συνεχείς ημέρες. Οι σαράντα αυτές λειτουργίες γίνονται υπέρ υγείας των ζώντων και ιδιαιτέρως υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων χριστιανών.

Το Σαρανταλείτουργο υπέρ ζώντων και κεκοιμημένων γίνεται συνήθως τις ημέρες της νηστείας των Χριστουγέννων από τις 15 Νοεμβρίου μέχρι την 25 Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με την παράδοσή μας, στο Σαρανταλείτουργο μνημονεύονται από την πρώτη μέχρι την τεσσαρακοστή ημέρα, όσοι έχουν “φύγει” από μας προς τον Κύριον.

Το Σαρανταλείτουργο δεν μπορεί να γίνει κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιατί στις πένθιμες και αυστηρές ημέρες της νηστείας δεν γίνονται Λειτουργίες παρά μόνο το Σάββατο και την Κυριακή.

Η πράξη αυτή της Εκκλησίας μας στηρίζεται στη διαβεβαίωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, όταν έκαμε την πρώτη Θεία Λειτουργία στο Μυστικό Δείπνο, είπε ότι το αίμα Του είναι το αίμα που επικυρώνει την Καινή Διαθήκη. Είναι το αίμα που χύνεται υπέρ των πιστών Του “εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον”. Τα λόγια αυτά του Χριστού μαρτυρούν ότι η Θεία Λειτουργία είναι θυσία λατρευτική και ευχαριστήρια, ικετευτική και πρεσβευτική. Αλλά συγχρόνως είναι και θυσία εξιλασμού. Είναι δηλαδή θυσία για συγχώρεση των αμαρτιών μας.

Γι’ αυτό όταν τελούμε τη Θεία Λειτουργία κι αφού γίνει ο αγιασμός των Τιμίων Δώρων παρακαλούμε το Θεό για την ειρήνη και ομόνοια των Εκκλησιών και όλου του κόσμου. . Στη συνέχεια μνημονεύουμε και τους κεκοιμημένους μας και μάλιστα ονομαστικά, γιατί πιστεύουμε ότι οι ψυχές τους έχουν μεγάλη ωφέλεια, όταν γίνεται δέηση υπέρ αυτών μέσα στη Θεία Λειτουργία. Επειδή και αν ακόμη είναι αμαρτωλοί αυτοί που μνημονεύουμε, εμείς προσφέρουμε “Χριστό εσφαγιασμένον υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων” και παρακαλούμε το Θεό να γίνει σπλαχνικός για μας και γι’ αυτούς. Οι ευχές υπέρ των κεκοιμημένων μέσα στη Θεία Λειτουργία και μάλιστα η μνημόνευσή των ονομάτων τους είναι γνωστή από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι η μνημόνευση των ονομάτων των κεκοιμημένων  στη Θεία Λειτουργία είναι καθιερωμένη από τους Αγίους Αποστόλους, που δεν καθιέρωσαν τυχαία τη μνημόνευση αυτή μέσα στα φρικτά Μυστήρια του Χριστού. Νομοθέτησαν να μνημονεύονται και οι κεκοιμημένοι στην Ευχαριστία, γιατί ήξεραν ότι αυτή η μνημόνευση φέρνει σ’ αυτούς “πολλήν όνησιν”. Φέρνει μεγάλη ωφέλεια και πολύ κέρδος.


Διότι όταν στέκει ένας ολόκληρος λαός και συμπροσεύχεται, όταν υπάρχουν ιερείς που τελούν τη φρικτή θυσία του Σταυρού, πώς να μη κάμωμε το Θεό να φανεί ίλεως και σπλαχνικός προς τους κεκοιμημένους  μας.

Γι’ αυτό οι παλιοί και καλοί χριστιανοί, όταν έκαναν το μνημόσυνο και τη Θεία Λειτουργία, ήταν παρόντες σ’ όλη τη Θεία Λειτουργία, από την αρχή μέχρι το τέλος. Είχαν κατάλληλα προετοιμαστεί με εξομολόγηση των αμαρτιών τους και μεταλάβαιναν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

Κι έπειτα αγιασμένοι με τη Θεία Κοινωνία έκαναν το μνημόσυνο για τη συγχώρεση των αμαρτιών και των ψυχών των κεκοιμημένων τους.

Υπάρχουν μερικοί δεισιδαίμονες που δεν θέλουν να γράφονται τα ονόματα των νεκρών δίπλα στα ονόματα των ζώντων, γιατί το θεωρούν γρουσουζιά. Αλλά αυτό είναι μεγάλο λάθος. Για την Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχουν νεκροί. Οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί από μας κι έρχονται σε κάθε Λειτουργία και συλλειτουργούν μαζί μας και τους Αγγέλους.
Απ’ όσα είπαμε φαίνεται ότι όταν κάνουμε Σαρανταλείτουργο, δεν πρέπει να αρκούμαστε να προσφέρουμε τα δώρα μας για να μνημονεύονται τα ονόματα μόνο. Πρέπει να συμμετέχομε στη Θεία Λειτουργία. Να πηγαίνουμε κατάλληλα προετοιμασμένοι με εξομολόγηση και προσευχή. Να κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού “εις άφεσιν αμαρτιών ημων και εις ζωήν αιώνιον”. Να μεταλαβαίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού  και “υπέρ αναπαύσεως” των αγαπημένων μας νεκρών για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Γιατί η χάρη και το έλεος του Θεού δεν έρχονται μαγικά κι από μόνα τους. Χρειάζεται εργασία και ιδρώτας, αγώνας και προσπάθεια , άσκηση πνεύματος και σώματος, τέντωμα ψυχής και λαχτάρα θείας ζωής, για να αποκομίσουμε κι εμείς και οι νεκροί μας “μέγα κέρδος και πολλήν όνησιν”.
Τα δώρα τα οποία θα πρέπει να προσφέρετε και θα χρησιμοποιούνται σε  κάθε Θεία Λειτουργία εἶ­ναι:
  • Ενα πρόσφορο (κατὰ προτίμηση χειροποίητο).
  • Τρεῖς Λαμπάδες ἀπὸ αγνό κερί.
  • Μοσχοθυμίαμα Ἁγίου Όρους και καρβουνάκια.   
  • Ελαιόλαδο.
  • Κρασὶ – NAMA
Η Τεσσαρακονθήμερος Νηστεία των Χριστουγέννων.
Τέλος υπενθυμίζουμε ότι η νηστεία της Σαρακοστής των Χριστουγέννων αρχίζει μαζί με το Σαρανταλείτουργο 15 Νοεμβρίου.

Μέχρι των Εισοδίων 21 Νοεμβρίου και από 12 έως 24 Δεκεμβρίου δεν τρώμε ψάρι, από 21 Νοεμβρίου έως 12 Δεκεμβρίου Εκτός Τετάρτης και Παρασκευής  μπορούμε να τρώμε Ψάρι.
Σας Ευχόμαστε καλή Σαρακοστή και Καλή Δύναμη στον Πνευματικό σας αγώνα!

http://inaap.wordpress.com/


 Για την ωφέλεια από τα Ιερά Σαρανταλείτουργα και τα μνημόσυνα, αξιομνημόνευτο είναι και το περιστατικό πού ακολουθεί από το βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία Λειτουργία», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου).

    «Κάποιος άρχοντας από την Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πώς πλησιάζει στον θάνατο, κάλεσε την γυναίκα του για να τής εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες: Την περιουσία μου να την μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τούς δούλους να τούς ελευθερώσεις. Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες. Σ’ αυτή του την μεγάλη θλίψη ό ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή τού άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά στην Νικομήδεια, και αμέσως -ώ τού θαύματος!- έγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο. Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τον Θεό για το μεγάλο θαύμα.
-Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποιά ώρα συνήλθες από την αρρώστια;
-Την ώρα πού επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε εκείνος. Ό όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τί είχε λεχθεί στην διάρκεια τής αρρώστιας του και ξαναρώτησε:
-Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για την σωτηρία τής ψυχής σου;
-Όχι, γέροντα. Τί θα είχα να ωφεληθώ αν τους άφηνα κάτι; Δεν θα πήγαινε χαμένο;
-Μην το Λες αυτό. Ό άδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις έν ύμίν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν έπ’ αυτόν άλείψαντες αυτόν έλαίω έν το ονόματι του Κυρίου και ή ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και έγερεί αυτόν ό Κύριος· καν αμαρτίας ή πεποιηκώς, άφεθήσεται αύτώ». Να Λοιπόν πού οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη.
Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό, για Λειτουργίες, και θα Λάβεις από τον Θεό την πρέπουσα πληροφορία.
Έτσι κι έκανε. Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στον σπίτι του. Όταν συμπληρώθηκαν οι Λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι από αριστερά.
-Κύριοι μου, φώναξε έκπληκτος ό άρχοντας, πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;
-Εμείς οι σαράντα, πού βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες πού έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μάς έστειλε Εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησία. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Να, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, πού έγιναν για να ενωθεί ό Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.
Ύστερα από αυτά, ό άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν να ανεβάσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.

Εἶναι ἡ μέγιστη καὶ πιὸ ἰσχυρὴ προσευχή καθὼς ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ὠφέλεια πιστεύουμε ὅτι θὰ λάβουν αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους δεόμαστε κατὰ τὴν ἁγία καὶ φοβερὴ θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ Χριστὸν ἐσφαγιασμένον ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν ἐξιλεούμενοι ὑπὲρ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν νομοθέτησαν τυχαία οἱ Ἀπόστολοι νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὰ φρικτὰ μυστήρια (Θεία Λειτουργία) τους κεκοιμημένους. Γνωρίζουν ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὠφέλεια γι’ αὐτούς».

Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἀλλὰ ἡ πρόσευχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.

http://www.inagiounikolaoutouneou.gr/apps/gr/spag/3_1317405340.html


Σαρανταλείτουργο « υπέρ αναπαύσεως»

Ο ΓΕΡΟ-ΔΑΝΙΗΛ ο αγιορείτης (1929), ο σοφός ησυχαστής των Κατουνακίων, έχει καταχωρισμένο ατά χειρόγραφά του και το ακόλουθο περιστατικό, πού συνέβη το 1869 στην πατρίδα του, τη Σμύρνη.

Κάποιος ενάρετος χριστιανός κάλεσε στα τελευταία της ζωής του τον πνευματικό του παπα-Δημήτρη και του είπε:

Εγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε παρακαλώ, τι πρέπει νά κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα;

Ό ιερέας, γνωρίζοντας την αρετή του και τη μυστηριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το έξης:

Δώσε εντολή νά σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ' ένα εξωκλήσι.

'Έτσι κι έγινε. Ό κυρ-Δημήτρης - αυτό ήταν το όνομά του - άφησε εντολή στο γιο του νά κάνει μετά την κοίμησή του σαρανταλείτουργο.

Κι εκείνος, υπακούοντας στην τελευταία επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη.

Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε νά κάνει το σαρανταλείτουργο, πού ο ίδιος είχε προτείνει στο μακαρίτη, και αποσύρθηκε για όλο αυτό το διάστημα στο εξωκλήσι των άγίων Αποστόλων.

Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία έπρεπε νά γίνει ήμέρα Κυριακή.

Το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει νά επιστρέψει ατό σπίτι του.

Η πρεσβυτέρα του πρότεινε νά βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επόμενη νά τελέσει την τελευταία λειτουργία. Τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε νά βγάλει το δόντι.

Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για τη Δευτέρα.

Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιος του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο του ιερέα, με σκοπό νά του τα δώσει την επόμενη μέρα.

Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για νά προσευχηθεί. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε νά φέρνει ατό νου του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό του ή ακόλουθη σκέψη: "Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, ἢ τα καθιέρωσε ή εκκλησία για παρηγοριά των ζώντων;"

Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος, και είδε πώς βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. "Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του νά βρίσκεται σε τέτοιον ιερό και παραδεισένιο χώρο. Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο και κατάφυτο περιβόλι, πού μοσχοβολούσε με μίαν ανέκφραστη ευωδία.

Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!", μονολόγησε. "Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζουν ενάρετα στη γη!"

Εξετάζόντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ' τα διαμάντια και το χρυσάφι. "Η αμορφία του ήταν ανέκφραστη.

Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε - τι χαρά! - βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπροφορεμένο.

Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή. Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα.

Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι' αυτόν τον τόπο. 'Αλλά πες μου, πως τα περνάς εδώ; πως ήρθες;

Τίνος είναι αυτό το παλάτι;

Ή φιλανθρωπία του ΣΩΤΗΡΟΣ Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, πού της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε νά καταταχθώ σ' αυτό το μέρος. "Ήταν μάλιστα νά μπω σήμερα μέσα στο παλάτι ο οικοδόμος όμως, πού το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία- έβγαλε απόψε το δόντι του - κι έτσι δεν τέλειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για το λόγο αυτό θα μπω αύριο.

'Ύστερα απ' αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες.

Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες ατό Θεό. το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκλήσι των άγίων Απόστολων. ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχθηκε με χαρά:

Τώρα μόλις τελείωσα κι εγώ τη θεία λειτουργία. 'Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο. Αυτό το είπε για νά Μην τον λυπήσει.

Ο επισκέπτης τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό του δράμα.

Όταν έφτασε στο σημείο πού ο πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό.

Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος πού εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά.

Σήμερα δεν λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.

ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxfathers.com/logos/Nisteia-Christougennon-Sarantaleitourgo