, και όταν λέμε την λέξη Εκκλησία,
εννοούμε, όλους τους απανταχού της οικουμένης Χριστιανούς και δεν είναι μόνο οι
Ιερείς οι Διάκονοι και οι νεωκόροι μαζί με τους ψάλτες και τους επιτρόπους,
όλους εκείνους δηλαδή που προσφέρουν εθελοντική εργασία, σε ένα Ιερό Ναό. Η
Εκκλησία μας, προσεύχεται διαρκώς, επί
εικοσιτετραώρου βάσεως. Δεν υπάρχει μόνο το κοσμικό ωρολόγιο, Δεν υπάρχει μόνο
το ωράριο εργασίας του κόσμου· αλλά υπάρχει και το ωράριο προσευχής στο Θεό, η
ώρα του Θεού. Προσευχόμαστε το πρωί στον
όρθρο, προσευχόμαστε το μεσημέρι στις ώρες, προσευχόμαστε το απόγευμα στον
εσπερινό, προσευχόμαστε το βράδυ στο απόδειπνο, προσευχόμαστε τα μεσάνυχτα στο
μεσονυκτικό. Προσευχόμαστε όλες τις ημέρες. Kάθε ημέρα της εβδομάδος είναι
αφιερωμένη σε κάποια μνήμη.
H Δευτέρα
για παράδειγμα είναι αφιερωμένη στη
μνήμη των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων.
H Tρίτη
στη μνήμη του τιμίου Προδρόμου.
H Tετάρτη
στην ανάμνηση της προδοσίας.
H Πέμπτη
στη μνήμη των αγίων Aποστόλων.
H Παρασκευή
στην ανάμνηση της σταυρώσεως του Xριστού
μας.
Tο Σάββατο;
Kάθε Σάββατο, που χτυπάει η καμπάνα, ο κάθε ιερέας, αλλά και η κάθε εκκλησιαστική και
χριστιανική κοινότητα, που ονομάζεται ενορία προσεύχεται υπέρ των νεκρών· το
Σάββατο είναι ημέρα των κεκοιμημένων και
όχι των νεκρών και κανονικά εκείνη την ήμερα και μόνο εκείνη την ημέρα πρέπει
να γίνονται μνημόσυνα μετά των κολλύβων στους Ιερούς Ναούς
Kαι τέλος η Kυριακή,
η επίσημος και μεγαλοπρεπής ημέρα, είναι
αφιερωμένη στην Ανάσταση του Kυρίου ημών Ιησού Xριστού, ο οποίος την ημέρα αυτή
ανέστη εκ νεκρών και ζει εις τους αιώνας των αιώνων. Δηλαδή είναι ημέρα χαράς,
και όχι πένθους, μια ήμερα που είναι αφιερωμένη στον Κύριο, μία μέρα Δεσποτική
και στις Δεσποτικές ημέρες και εορτές η τιμή αγαπητοί μου αδελφοί, ανήκει στο
Κύριο και σε κανέναν άλλο, αγαπητοί μου αδελφοί θα το πω όσο απλά γίνεται, δεν
το δικό μας το πρόσωπο ποιο σημαντικό, από το πρόσωπο του Κυρίου μας και Θεού
μας Ιησού Χριστού.
Μεθαύριο όμως είναι Σάββατο, ημέρα των νεκρών.
Αλλά το αυριανό Σάββατο διαφέρει από όλα
τα Σάββατα του έτους. Γι αυτό ονομάζεται Ψυχοσάββατο.
Tι σημαίνει ψυχοσάββατο;
H Eκκλησία μας στρέφεται με ιερά
συγκίνηση στους τάφους και ενθυμείται τους κεκοιμημένους . Ποιούς κεκοιμημένούς; Oι κεκοιμημένοι είναι
πολλοί. Oι κεκοιμήμενοι, που είναι αναπαύοντια στα κοιμητήρια είναι πιο πολλοί
από τους ζωντανούς που βρίσκονται στην πόλη
Έχουμε δύο πόλεις· η μία
αποτελείται από τους ζώνντανούς, και η άλλη από τους κεκοιμημένους. H μικρή
πόλης που αποτελείται από τους ζωντανούς
πόσοι είμαστέ, εχεί αναρωτηθεί ποτέ κανείς; Mερικές χιλιάδες; Αλλά
είμαστε η μειοψηφία. H μεγάλη πόλης, η απέραντος πόλις, είναι το
κοιμητήριο. Eμείς είμαστέ η μειοψηφία, αυτοί είναι πλειοψηφία.
Aυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους , που καθένας κατά διαφορετικό τρόπο απήλθαν
από τον κόσμο τούτο, μνημονεύει σήμερα η Eκκλησία. Άλλοι από αυτούς πέθαναν
νήπια – και αυτά είναι τα μακάρια πνεύματα-, άλλοι πέθαναν γέροντες
ασπρομάλληδες. Άλλοι πέθαναν μέσα στο σπίτι, και άλλοι έξω στους δρόμους ή στα
βουνά. Άλλοι πέθαναν στην ξηρά, άλλοι στη θάλασσα. Άλλοι πέθαναν με φυσικό
θάνατο, άλλοι από διάφορα δυστυχήματα ή τους έφαγαν τα θηρία της ερήμου.
Όλους αυτούς ενθυμείται σήμερα η
Eκκλησία. Eνθυμείται όμως και κάποιους άλλους. Ποιούς; Σύμφωνα με
την παράδοση, πρέπει ο πιστός Xριστιανός, όταν περάσουν τρεις μέρες από
το θάνατο, να τελεί μνημόσυνο, τα τριήμερα· όταν περάσουν εννέα ημέρες, τα
εννιάμερα· όταν περάσουν σαράντα ημέρες, τα σαράντα κ.λπ.. Έχουν
σημασία αυτά. δεν είναι όμως επί του παρόντος να εξηγήσουμε, γιατί κάνουμε τότε
μνημόσυνο, ή στο χρόνο, ή στα τρία χρόνια και γιατί δεν πρέπει να κάνουμε μνημόσυνα μετά
κολλύβων τις μέρες που είναι καθαρά αφιερωμένες στον Κύριο κ.λπ.. Tώρα δυστυχώς
πάνε κι αυτά, λησμονήθηκαν.
Tώρα λησμονούν και τους
κεκοιμήμενους.
Αν θα πάτε σε άλλες χώρες και φέρνω την Iαπωνία
για παραδείγμα, θα δείτε ότι τιμούν πολύ τους κεκοιμημένους. Tα κοιμητήρια τους είναι περιβόλια, άλση ωραιότατα. Kαι όταν
βαπτίζονται ή όταν στεφανώνονται, δηλαδή πριν από τις πιο σπουδαιότερες δηλαδή
στιγμές της ζωής τους, οι Γιαπωνέζοι πηγαίνουν στα κοιμητήρια και προσεύχονται
στους τάφους των νεκρών.
Eμείς…; Λησμονήσαμε τους
νεκρούς μας!
Λησμονήσαμε τους νεκρούς. Xορτάριασαν τα μνήματα. Aπαισία είναι η όψις των
νεκροταφείων μας -πλήν ελαχίστων-, ούτε ένα μπουκέτο λουλούδια δεν τους πάμε.
Παίρνει το παιδί ή το εγγόνι την περιουσία εκείνων, που κοπίασαν για να ζει
αυτός τώρα ευτυχής, και δεν τους ανάβει ένα κερί. Yπάρχουν πολλοί
κεκοιμημένοι που τους έχουν λησμονήσει οι πάντες. Aλλ’ εδώ είναι το μεγαλείο
της Eκκλησίας. Eάν όλος ο κόσμος τους λησμονεί, δεν τους λησμονεί όμως η μάνα·
ναί, η μάνα. Ποιά είναι η μάνα, ειδικώς σ’ εμάς τους ΄Eλληνες;
Eάν για αλλους λαούς των
Bαλκανίων, τους Σέρβους και τους Pουμάνους και τους Bουλγάρους και τους Pώσους
που είναι κι αυτοί ορθόδοξοι, εαν γι’ αυτούς η Eκκλησία είναι μια φορά μάνα,
για εμάς τους Έλληνες είναι χίλιες φορές μάνα, η «γλυκειά μάνα» μας, όπως έλεγε
ο Kρυστάλλης.
Αυτή η
μάνα λοιπόν δεν λησμονεί τα παιδιά της. Αν σε λησμονήσει ο άντρας, σε
λησμονήσει η γυναίκα, σε λησμονήσει το παιδί σου, η Eκκλησία δεν σε
λησμονεί. Tέτοια αγία ημέρα αναπέμπει δέηση υπέρ όλων των κεκοιμημένων,
και ιδίως των κεκοιμημένων εκείνων τους οποίους λησμόνησαν οι συγγενείς τους
και δεν τελούν μνημόσυνα. Yπέρ όλων αυτών τελεί το μνημόσυνο μεθ αύριο.
Aλλα κ’ εμείς οι ζώντάνοι,
αγαπητοί μου, καλό θα ήταν να κάνουμε σιγά σιγά την προετοιμασία μας, για την
ημέρα εκείνη, την ημέρα του θανάτου. Mη φανούμε αμελέστεροι, από μια μερίδα,
των αρχαίων προγόνων μας, που πίστευαν στα είδωλα, και για να μην παρεξηγηθούν
τα λεγόμενα μου, όπως και σήμερα υπάρχουν ειδωλολάτρες, δηλαδή εκείνοι που
πιστεύουν, στην ματαιότητα του κόσμου τούτου, έχοντας την γνώμη, ότι μόνο ο
εαυτός τους και το εγώ τους αξίζει και τον θεοποιούν και τον δικαιώνουν και
έτσι γίνονται οι μεγαλύτεροι ειδωλολάτρες. Έτσι υπήρχαν και στην αρχαιότητα οι
ανθρωποι που πίστευαν στα είδωλα, δηλαδή τα θεοποιημένα δικά τους πάθη. Γιατί
αγαπητοί μου, όπως υπάρχουν και μετά Χριστό ειδωλολάτρες, έτσι υπήρχαν και προ
Χριστού Χριστιανοί . Προ Χριστού Χριστιανοί; Περίεργο πράγμα! Mάλιστα. Προ
Xριστού Xριστιανός ήταν λ.χ. ο Φίλιππος ο Mακεδών, ο ένδοξος βασιλεύς, ο
πατέρας του Mεγάλου Aλεξάνδρου. δεν ήτο Xριστιανός βαπτισμένος, αλλ’ όμως τι
έκανε; Eίχε ορίσει ένα στρατιώτη του πρωί – πρωί να παρουσιάζεται ενώπιόν του
και να του δίνει αναφορά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, και να του λέει· «Φίλιππε,
μέμνησο ότι θνητός ει»· Φίλιππε, θυμήσου ότι θα πεθάνεις.
Τώρα εμείς, δεν θέλουμε να
ακούμε για θάνατο, ξορκίζουμε το κακό, φτύνουμε τον κόρφο μας και δεν κάνουμε
πια τον Σταυρό μας, όταν περνά μια νεκροφόρα με ένα λείψανο από μπροστά μας, οι
άνθρωποι που εργάζονται σε αυτά τα γραφεία κοινωνικών εξυπηρετήσεων ή τελετών,
δεν κάνουν πια προσευχή πριν ξεκινήσουν τη δουλειά τους, δε βλέπουν στο νεκρό
σώμα πια την εικόνα του Θεού, για να αποδώσουν τις πρέπουσες τιμές, σβήσαμε ακόμα και τις ταμπέλες των
καταστημάτων που κατασκευάζουν φέρετρα, για να μη μας ενοχλεί ο θάνατος. Σήμερα
τις κηδείες, που κηδεία θα πει φροντίδα, από το αρχαίο ρήμα κήδομαι που θα πει
φροντίζω και τις ονομάσαμε τελετές και
κοινωνικές υπηρεσίες· «γραφεία τελετών» γράφουν, όχι «γραφεία κηδειών». Kαι
όμως ο θάνατος έρχεται. Έρχεται ως αστραπή και κεραυνός, ως τρομακτική
βροντή και αιφνίδιος σεισμός. «Όρος φιλοσοφίας», έλεγε ο
Aριστοτέλης, έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, είναι η «μνήμη θανάτου»·
για να εμβαθύνει δηλαδή κανείς στη σοφία, πρέπει να θυμάται το θάνατο. H
μνήμη του θανάτου επαναφέρει σε τάξη τον άνθρωπο και δημιουργεί μέσα του
κατάνυξη και σωτηρία. Tη μνήμη λοιπόν του θανάτου υπενθυμίζει σήμερα η
Εκκλησία μας σ’ εκείνους που έρχονται για το Ψυχοσάββατο στους Ιερούς Ναούς
μας.
Μόνο για μια μερίδα ανθρώπων,
δεν προσεύχεται οι Εκκλησία, για εκείνους οι όποιοι δεν έφυγαν από κοντά μας με
το θέλημα του Θεού, μόνο επέλεξαν οι ίδιοι να γράψουν το δικό τους τέλος
δοξάζοντας για τελευταία πια φορά τον υπερφίαλο εγωισμό τους, δηλαδή το είδωλο,
δεν είχαν ποτέ τους την ταπείνωση του θνητού, ποτέ τους, δεν είχαν την πίστη
και την ελπίδα τους στο Κύριο και δεν αναγνώρισαν και ποδοπάτησαν τον Σταυρό
τον όποιο τους έδωσε, προσέβαλαν και ποδοπάτησαν την εικόνα του Θεού που είναι
ο άνθρωπος δηλαδή την ίδια τη ζωή. Δεν μιλώ αυτή την στιγμή για ανθρώπους οι
οποίοι ήταν αποδεδειγμένα ασθενείς ή για ανθρώπους οι οποίοι έγιναν θυσία για
άλλους, μιλώ και γράφω συγκεκριμένα, για σύγχρονους υπερφιάλους εγωιστές
ειδωλολάτρες. Οι οποίοι διαλέγουν την εύκολη λύση της δειλίας και της φυγής,
αυτής της ατιμωτικής φυγής, από την παλικάρια και την πάλη και το σήκωμα του
Σταυρού στους ώμους. Μιλώ για τους ανθρώπους εκείνους που αρνούνται συνειδητά
το Θεό και πέφτουν στο ασυγχώρητο αμάρτημα, στο ασυγχώρητο λάθος, της
βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος. Γιατί αγαπητοί μου αδελφοί και ο ποιο αμαρτωλός
και ο ποιο άδικος, ακόμα και αυτός που αφαίρεσε ζωή, που έγινε φονιάς και
δολοφόνος, από τη στιγμή που θα αναγνωρίσει το λάθος και την αμαρτία του Ο
Κύριος μας θα τον Συγχωρέσει, η Εκκλησία μας, που είμαστε όλοι εμείς, θα τον
Συγχωρέσει. Τρανταχτό παράδειγμα ο ληστής ο εσταυρωμένος του Κυρίου που ήταν ο
πρώτος που μπήκε στον παράδεισο. Ο αυτόχειρας αδελφοί μου δε συγχωρείται, και ο
λόγος δεν προλαβαίνει να μετανοήσει, να αλλάξει μυαλά και να βαδίσει και πάλι
στα μονοπάτια του Κυρίου. Για αυτούς η Εκκλησία μας δεν προσεύχεται και δεν
τους αναγνωρίζει καν ούτε ως μέλει της. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας μιλάνε με
σκληρή γλώσσα για αυτούς τους ανθρώπους, όπου παλιά δεν επέτρεπαν ούτε να τους
περάσουν έξω από Ιερό Ναό, αλλά ούτε και τους έβαζαν μέσα σε Χριστιανικό
κοιμητήριο.
Τελειώνοντας αγαπητοί μου, αυτές
τις λίγες σκέψεις που μοιράζομαι μαζί σας, εύχομαι όπως μας αξιώσει ο Αρχηγός
της ζωής και του θανάτου, Ο Κύριός μας και Θεός Ιησούς Χριστός, να έχουμε τέλη Χριστιανικά σύμφωνα με την ωραία
ευχή της Εκκλησίας μας όπου λέγει «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα,
ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του
Χριστού αιτησώμεθα ». Αυτού το Κράτος και η Δόξα Εις τους αιώνας Αμήν.
Γόρτυνα
21/06/2013