Δὲν πρέπει νὰ θλιβώμεθα, ἀγαπητοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν ἐκδημία τῶν
ἀδελφῶν μας πρὸς τὸν Θεό, ἀφοῦ γνωρίζομε καλὰ ὅτι δὲν ἔχουν χαθῆ, ἀλλ'
ὅτι ἁπλῶς προηγοῦνται ἀπὸ ἐμᾶς.
Ξέρομε πράγματι ὅτι δὲν μᾶς ἐγκαταλείπουν παρὰ γιὰ νὰ προπορευθοῦν, ὅπως κάνουν συχνὰ οἱ ταξιδιῶτες καὶ οἱ ναυτικοί.
Μποροῦμε νὰ λυπούμεθα, χωρὶς ὅμως νὰ θρηνοῦμε τὴν ἀπώλειά τους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέμφεται κάθε ἄνθρωπο ποὺ δοκιμάζει θλίψι μὲ τὸν θάνατο τῶν δικῶν του, τὸν ἐπιπλήττει καὶ μάλιστα τὸν κατηγορεῖ: «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα.
Εἲ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὔτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει (θὰ φέρη) σὺν αὐτῷ» (Α' Θεσσ., δ' 13-14).
Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτοὶ ποὺ θλίβονται γιὰ τὸν θάνατο τῶν δικῶν τους, εἶναι πράγματι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα.
Ἑπομένως, ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ πιστεύομε στὸν Θεό, ἐμεῖς ποὺ ἔχομε τὴν πεποίθησι ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπέφερε γιὰ ἐμᾶς καὶ ἀνέστη, ποὺ ἔχομε ἀναγεννηθῇ δι' Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ, γιατὶ θλιβόμεθα τόσο μὲ τὴν ἐκδημία τῶν δικῶν μας, σὰν νὰ ἦσαν χαμένοι διὰ παντός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας, μᾶς ἐνισχύει μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή·
ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται·
καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. ια ́, 25-26).
Ἐάν, λοιπόν, πιστεύομε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐὰν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στοὺς λόγους καὶ στὶς ὑποσχέσεις Του, δὲν θὰ πεθάνομε ποτέ.
Ἄς μὴν λησμονοῦμε ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι μία τελικὴ ἔξοδος, ἀλλὰ ἕνα πέρασμα, μιὰ πρόσκαιρη πορεία πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
Ποιὸς δὲν θὰ βιαζόταν νὰ φθάση σὲ μία ζωὴ καλύτερη;
Ποιὸς δὲν θὰ ἦταν ἀνυπόμονος νὰ ἀλλάξη μορφή, νὰ μεταμορφωθῆ κατ' εἰκόνα Χριστοῦ καὶ νὰ πλησιάση τὸ ταχύτερον στὴν οὐράνια εὐγένεια καὶ δόξα,
ὅπως τὸ κηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλ. γ', 20).
Ὅπως μαρτυρεῖ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως,
ὁ Ἐνώχ ἁρπάχθηκε ἀπὸ τὴν ζωή, αὐτὸς ποὺ εἶχε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ:
«Εὐηρέστησεν Ἐνὼχ τῷ Θεῷ, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός» (Γεν. ε', 24).
Διὰ μέσου τοῦ Σολομῶντος, τὸ ἅγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ὁμοίως ὅτι, αὐτοὶ ποὺ εὐαρεστοῦν στὸν Θεό, καλοῦνται πρόωρα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐλευθερώνονται γρηγορώτερα ἀπό τὸν κόσμο·
ἀπὸ φόβο μήπως, ἡ πολὺ μεγάλη παραμονὴ στὴν γῆ, συμβῆ νὰ τοὺς φθείρῃ:
«Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ.
Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ·
διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας» (Σοφ. Σολ. ιδ', 11-14).
Εὑρίσκομε ἀκόμη μέσα στοὺς Ψαλμοὺς τὸ παράδειγμα τοῦ Δαυίδ, μιᾶς ψυχῆς ἀφοσιωμένης στὸν Θεὸ μὲ τὴν πίστι τὴν πνευματική, ποὺ σπεύδει μὲ βιασύνη πρὸς τὸν Κύριο:
«Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά Σου, Κύριε τῶν δυνάμεων.
Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. πγ, 2).
Εἶναι ἴδιον ἐκείνου ποὺ ὁ κόσμος γοητεύει, ποὺ ἀφήνεται νὰ πλανηθῇ ἀπὸ τὰ ἀπατηλὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου, νὰ ἐπιθυμῇ νὰ παραμείνῃ ἐπὶ μακρὸν στὴν ζωή.
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ὑποχρεώνει ζωηρὰ νὰ μὴ προσηλωνόμεθα στὸν κόσμο, ὑπακούοντες στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες μας, καὶ μᾶς παροτρύνει μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ·
ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ·
ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ' ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί.
Καὶ ὁ κόσμος παράγεται (παρέρχεται) καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ·
ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Α' Ἰω. β', 15-17).
Ἄς εἴμεθα μᾶλλον ἕτοιμοι νὰ ὑπακούσωμε στὶς βουλές τοῦ Θεοῦ, ἱσχυροὶ μὲ μιὰ ψυχὴ εὐθεῖα καὶ εἰλικρινή, μὲ μιὰ πίστι ἀκλόνητη καὶ ἕνα θάρρος σταθερό, καὶ ἄς μὴ θλιβώμεθα ἀπὸ τὸν θάνατο αὐτῶν ποὺ μᾶς εἶναι ἀγαπητοί.
Ὅταν σημάνῃ ἡ ὥρα, νὰ καλέσῃ καὶ ἐμᾶς ὁ Θεός, ἄς βαδίσωμε πρὸς Αὐτὸν χωρὶς δισταγμό, χωρὶς βαρυθυμία.
Ἄν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ὤφειλαν, σὲ κάθε ἐποχή, νὰ συμμορφώνονται μὲ αὐτὸν τὸν κανόνα, ἡ τήρησίς του τώρα ἔχει γίνει μία ἀναγκαιότητα.
Ὁ κόσμος, πράγματι, ἐπιταχύνει τὸν ὄλεθρό του καὶ βρίσκεται πολιορκημένος ἀπὸ πλῆθος συμφορῶν ποὺ τὸν φθείρουν, εἰς τρόπον ὥστε ἐμεῖς ποὺ ἔχομε συνείδησι τῶν κακῶν, ποὺ τὸν ἔχουν ἤδη προσβάλλει σφοδρῶς καὶ ποὺ γνωρίζομε ὅτι γεγονότα ἀκόμη βαρύτερα τὸν ἀπειλοῦν, συμπεραίνομε χωρὶς κόπο ὅτι, τὸ μεγαλύτερο συμφέρον γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι νὰ ἀποσυρθοῦμε, τὸ γρηγορώτερον, ἀπὸ τὴν γῆ ἐδῶ.
Καὶ δὲν πρέπει, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ μου, νὰ λησμονοῦμε ὅτι, ἔχομε ἤδη ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ζοῦμε ἐδῶ κάτω «ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» –σὰν ξένοι καὶ περαστικοὶ – (Α' Πέτρ. β', 11), σὰν ταξιδιῶτες.
Εὐλογημένη ἡ ἡμέρα, ποὺ ἔχει ὁρίσει στὸν καθένα τὴν πραγματικὴ του κατοικία καὶ πού, ἀφοῦ μᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δεσμά του, μᾶς μεταφέρει στὸν Παράδεισο καὶ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Τὶ γλυκύτητα νὰ πεθαίνης χωρίς φόβο!
Τὶ μακαριότητα βαθειὰ καὶ ἀτελείωτη, νὰ ζῆς μέσα στὴν αἰωνιότητα!
Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν θὰ ἔσπευδε νὰ ξαναφθάσῃ στὴν πατρίδα του,
μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα παραμονῆς στὴν ξενιτειά;
Πατρίδα μας εἶναι ὁ παράδεισος καὶ ἐξ ἀρχῆς εἴχαμε τοὺς Πατριάρχες γιὰ πατέρες.
Γιατί, λοιπόν, δὲν σπεύδομε ν' ἀντικρύσωμε τὴν πατρίδα μας;
Ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ ἔνδοξος χορὸς τῶν Ἀποστόλων,
ἡ ζωογόνος πληθὺς τῶν Προφητῶν,
ἡ ἀναρίθμητη στρατιὰ τῶν Μαρτύρων,
στεφανωμένων γιὰ τὰ κατορθώματά τους ἐνάντια στὸν ἐχθρὸ καὶ τὸν πόνο,
ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ τὸν θρίαμβό των.
Ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦν οἱ παρθένοι,
ποὺ ὑπεδούλωσαν μὲ ἀξιέπαινες προσπάθειες τὴν φιληδονία τῆς σαρκός.
Ἐκεῖ, τέλος, ἀνταμοίβονται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπέδειξαν εὐσπλαχνία καὶ οἶκτο,
ποὺ πολλαπλασίασαν τὶς ἐλεήμονες πράξεις τους συντρέχοντες, σὰν βοηθοί, στὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν καί, πιστοὶ στὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, κατάφεραν νὰ ἀνυψωθοῦν ἀπὸ τὰ γήινα ἀγαθὰ στοὺς θησαυροὺς τοὺς οὐράνιους.
Ἄς βιαστοῦμε λοιπόν, νὰ τοὺς συναντήσωμε καὶ νὰ παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ Χριστός μας ἄς διαγνώσῃ τὸν πόθο τῆς πίστεως καὶ τῆς ψυχῆς μας·
Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπονέμει τὴν ὕψιστη ἀνταμοιβὴ τῆς δόξης Του σὲ αὐτούς, ποὺ τὸν ἔχουν ποθήσει μὲ τὴν πιὸ μεγάλη θέρμη τῆς καρδιᾶς τους.
Ξέρομε πράγματι ὅτι δὲν μᾶς ἐγκαταλείπουν παρὰ γιὰ νὰ προπορευθοῦν, ὅπως κάνουν συχνὰ οἱ ταξιδιῶτες καὶ οἱ ναυτικοί.
Μποροῦμε νὰ λυπούμεθα, χωρὶς ὅμως νὰ θρηνοῦμε τὴν ἀπώλειά τους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέμφεται κάθε ἄνθρωπο ποὺ δοκιμάζει θλίψι μὲ τὸν θάνατο τῶν δικῶν του, τὸν ἐπιπλήττει καὶ μάλιστα τὸν κατηγορεῖ: «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα.
Εἲ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὔτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει (θὰ φέρη) σὺν αὐτῷ» (Α' Θεσσ., δ' 13-14).
Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτοὶ ποὺ θλίβονται γιὰ τὸν θάνατο τῶν δικῶν τους, εἶναι πράγματι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα.
Ἑπομένως, ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ πιστεύομε στὸν Θεό, ἐμεῖς ποὺ ἔχομε τὴν πεποίθησι ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπέφερε γιὰ ἐμᾶς καὶ ἀνέστη, ποὺ ἔχομε ἀναγεννηθῇ δι' Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ, γιατὶ θλιβόμεθα τόσο μὲ τὴν ἐκδημία τῶν δικῶν μας, σὰν νὰ ἦσαν χαμένοι διὰ παντός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας, μᾶς ἐνισχύει μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή·
ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται·
καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. ια ́, 25-26).
Ἐάν, λοιπόν, πιστεύομε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐὰν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στοὺς λόγους καὶ στὶς ὑποσχέσεις Του, δὲν θὰ πεθάνομε ποτέ.
Ἄς μὴν λησμονοῦμε ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι μία τελικὴ ἔξοδος, ἀλλὰ ἕνα πέρασμα, μιὰ πρόσκαιρη πορεία πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
Ποιὸς δὲν θὰ βιαζόταν νὰ φθάση σὲ μία ζωὴ καλύτερη;
Ποιὸς δὲν θὰ ἦταν ἀνυπόμονος νὰ ἀλλάξη μορφή, νὰ μεταμορφωθῆ κατ' εἰκόνα Χριστοῦ καὶ νὰ πλησιάση τὸ ταχύτερον στὴν οὐράνια εὐγένεια καὶ δόξα,
ὅπως τὸ κηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλ. γ', 20).
Ὅπως μαρτυρεῖ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως,
ὁ Ἐνώχ ἁρπάχθηκε ἀπὸ τὴν ζωή, αὐτὸς ποὺ εἶχε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ:
«Εὐηρέστησεν Ἐνὼχ τῷ Θεῷ, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός» (Γεν. ε', 24).
Διὰ μέσου τοῦ Σολομῶντος, τὸ ἅγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ὁμοίως ὅτι, αὐτοὶ ποὺ εὐαρεστοῦν στὸν Θεό, καλοῦνται πρόωρα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐλευθερώνονται γρηγορώτερα ἀπό τὸν κόσμο·
ἀπὸ φόβο μήπως, ἡ πολὺ μεγάλη παραμονὴ στὴν γῆ, συμβῆ νὰ τοὺς φθείρῃ:
«Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ.
Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ·
διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας» (Σοφ. Σολ. ιδ', 11-14).
Εὑρίσκομε ἀκόμη μέσα στοὺς Ψαλμοὺς τὸ παράδειγμα τοῦ Δαυίδ, μιᾶς ψυχῆς ἀφοσιωμένης στὸν Θεὸ μὲ τὴν πίστι τὴν πνευματική, ποὺ σπεύδει μὲ βιασύνη πρὸς τὸν Κύριο:
«Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά Σου, Κύριε τῶν δυνάμεων.
Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. πγ, 2).
Εἶναι ἴδιον ἐκείνου ποὺ ὁ κόσμος γοητεύει, ποὺ ἀφήνεται νὰ πλανηθῇ ἀπὸ τὰ ἀπατηλὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου, νὰ ἐπιθυμῇ νὰ παραμείνῃ ἐπὶ μακρὸν στὴν ζωή.
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ὑποχρεώνει ζωηρὰ νὰ μὴ προσηλωνόμεθα στὸν κόσμο, ὑπακούοντες στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες μας, καὶ μᾶς παροτρύνει μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ·
ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ·
ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ' ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί.
Καὶ ὁ κόσμος παράγεται (παρέρχεται) καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ·
ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Α' Ἰω. β', 15-17).
Ἄς εἴμεθα μᾶλλον ἕτοιμοι νὰ ὑπακούσωμε στὶς βουλές τοῦ Θεοῦ, ἱσχυροὶ μὲ μιὰ ψυχὴ εὐθεῖα καὶ εἰλικρινή, μὲ μιὰ πίστι ἀκλόνητη καὶ ἕνα θάρρος σταθερό, καὶ ἄς μὴ θλιβώμεθα ἀπὸ τὸν θάνατο αὐτῶν ποὺ μᾶς εἶναι ἀγαπητοί.
Ὅταν σημάνῃ ἡ ὥρα, νὰ καλέσῃ καὶ ἐμᾶς ὁ Θεός, ἄς βαδίσωμε πρὸς Αὐτὸν χωρὶς δισταγμό, χωρὶς βαρυθυμία.
Ἄν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ὤφειλαν, σὲ κάθε ἐποχή, νὰ συμμορφώνονται μὲ αὐτὸν τὸν κανόνα, ἡ τήρησίς του τώρα ἔχει γίνει μία ἀναγκαιότητα.
Ὁ κόσμος, πράγματι, ἐπιταχύνει τὸν ὄλεθρό του καὶ βρίσκεται πολιορκημένος ἀπὸ πλῆθος συμφορῶν ποὺ τὸν φθείρουν, εἰς τρόπον ὥστε ἐμεῖς ποὺ ἔχομε συνείδησι τῶν κακῶν, ποὺ τὸν ἔχουν ἤδη προσβάλλει σφοδρῶς καὶ ποὺ γνωρίζομε ὅτι γεγονότα ἀκόμη βαρύτερα τὸν ἀπειλοῦν, συμπεραίνομε χωρὶς κόπο ὅτι, τὸ μεγαλύτερο συμφέρον γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι νὰ ἀποσυρθοῦμε, τὸ γρηγορώτερον, ἀπὸ τὴν γῆ ἐδῶ.
Καὶ δὲν πρέπει, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ μου, νὰ λησμονοῦμε ὅτι, ἔχομε ἤδη ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ζοῦμε ἐδῶ κάτω «ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» –σὰν ξένοι καὶ περαστικοὶ – (Α' Πέτρ. β', 11), σὰν ταξιδιῶτες.
Εὐλογημένη ἡ ἡμέρα, ποὺ ἔχει ὁρίσει στὸν καθένα τὴν πραγματικὴ του κατοικία καὶ πού, ἀφοῦ μᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δεσμά του, μᾶς μεταφέρει στὸν Παράδεισο καὶ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Τὶ γλυκύτητα νὰ πεθαίνης χωρίς φόβο!
Τὶ μακαριότητα βαθειὰ καὶ ἀτελείωτη, νὰ ζῆς μέσα στὴν αἰωνιότητα!
Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν θὰ ἔσπευδε νὰ ξαναφθάσῃ στὴν πατρίδα του,
μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα παραμονῆς στὴν ξενιτειά;
Πατρίδα μας εἶναι ὁ παράδεισος καὶ ἐξ ἀρχῆς εἴχαμε τοὺς Πατριάρχες γιὰ πατέρες.
Γιατί, λοιπόν, δὲν σπεύδομε ν' ἀντικρύσωμε τὴν πατρίδα μας;
Ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ ἔνδοξος χορὸς τῶν Ἀποστόλων,
ἡ ζωογόνος πληθὺς τῶν Προφητῶν,
ἡ ἀναρίθμητη στρατιὰ τῶν Μαρτύρων,
στεφανωμένων γιὰ τὰ κατορθώματά τους ἐνάντια στὸν ἐχθρὸ καὶ τὸν πόνο,
ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ τὸν θρίαμβό των.
Ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦν οἱ παρθένοι,
ποὺ ὑπεδούλωσαν μὲ ἀξιέπαινες προσπάθειες τὴν φιληδονία τῆς σαρκός.
Ἐκεῖ, τέλος, ἀνταμοίβονται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπέδειξαν εὐσπλαχνία καὶ οἶκτο,
ποὺ πολλαπλασίασαν τὶς ἐλεήμονες πράξεις τους συντρέχοντες, σὰν βοηθοί, στὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν καί, πιστοὶ στὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, κατάφεραν νὰ ἀνυψωθοῦν ἀπὸ τὰ γήινα ἀγαθὰ στοὺς θησαυροὺς τοὺς οὐράνιους.
Ἄς βιαστοῦμε λοιπόν, νὰ τοὺς συναντήσωμε καὶ νὰ παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ Χριστός μας ἄς διαγνώσῃ τὸν πόθο τῆς πίστεως καὶ τῆς ψυχῆς μας·
Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπονέμει τὴν ὕψιστη ἀνταμοιβὴ τῆς δόξης Του σὲ αὐτούς, ποὺ τὸν ἔχουν ποθήσει μὲ τὴν πιὸ μεγάλη θέρμη τῆς καρδιᾶς τους.
Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης (+258 μ.Χ.), «De Mortalitate»
«Περὶ τοῦ θανάτου», (P.L. 4, 58 3-602)
«Περὶ τοῦ θανάτου», (P.L. 4, 58 3-602)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου