Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Μόνο εμείς και κανένας άλλος



Καθώς ό άνθρωπος άντικρύζει τό φαινόμενο τοΰ θανάτου στόν κόσμο- καθώς βλέπει τόν θάνατο νά άρπάζει τούς προσφιλείς του σέ ώριμη ή άωρη ήλικία, ρωτά: Γ ι α τ ί ό Θεός έπέτρεψε τόν θάνατο; Ώς παντογνώστης πού είναι, δέν έγνώριζε ότι ό άνθρωπος θά άμαρτήσει καί άρα θά έφαρμοσθεϊ ή άπειλή πού είπε στούς πρωτοπλάστους, «θανάτω άποθανεϊσθε»', (Γεν. β' 17). Μήπως μέ τό νά επιτρέψει τόν θάνατο καθίσταται υπαίτιος τού θανάτου, έστω καί έμμέσως, ό ϊδιος ό Θεός;
Όχι, άδελφέ μου μακριά άπό τέτοια βλασφημία! Ό Θεός έπλασε τόν άνθρωπο γιά νά έχει «πάσαν τιμήν» καί νά μή υστερεί καθόλου «τής τών άγγέλων διαγωγής». Ό φιλάνθρωπος Θεός δημιούργησε τό λογικό πλάσμα του γιά νά ζήσει μέσα στό φώς, στή χαρά καί τήν καθαρότητα τής δικής Του παρουσίας. Τόν δρόμο πρός τό φυσικό τέλος στό όποιο θά κατέληγε ό άνθρωπος μέ τή χάρη τού Θεού, δηλαδή τή θέωση, τόν άνακόψαμε έμεΐς οι ίδιοι  . Ή Εΰα φαντάσθηκε ότι θά γίνει ϊση μέ τόν Θεόν, όπερηφανεόθηκε μέ τήν ελπίδα τής ίσοθεΐας, διότι δέχθηκε τή συμβουλή τού διαβόλου. Γι’ αύτό έσπευσε νά φάγει άπό τόν άπαγορευμένο καρπό πρός τά έκεί κατηύθυνε καί τό λογικό καί τήν διάνοιά της, καί δέν άπησχολεΐτο μέ τίποτε άλλο παρά πώς νά άδειάσει μέχρι τέλους τό ποτήρι τοΰ δηλητηρίου, τό όποιο τής προσέφερε τή φοβερή εκείνη ώρα ό πονηρός. Ή πτώση όφείλετο, όπως τό άναπτύξαμε, άποκλειστικά στό ότι έκάμαμε κακή χρήση τής έλευθερίας μας άρχιεργάτης τής άμαρτίας, ό άνθρωπόλεθρος δράκων έπλάνησε τόν πρωτόπλαστο, δέν έξεβίασε όμως τήν έλευθερία καί τό αύτεξούσιό του

Επομένως ό φιλάνθρωπος Θεός είναι τελείως άναίτιος τού θανάτου. Ό αιώνιος καί άΐδιος Θεός «θάνατον ούκ έποίησεν», οΰτε τόν εύχαριστεί ούτε τόν τέρπει ή άπώλεια τών ζώντων. Αύτός έπλασε τόν άνθρωπο κινούμενος άπό άκρα άγαθότητα, γιά νά παραμένει άφθαρτος καί άθάνατος, καί τόν δημιούργησε εικόνα τής αίωνιότητός του (βλ. Σ. Σολ. α 13 β' 23). Ό Θεόφιλος, έπίσκοπος Άντιοχείας, μάς διδάσκει δτι, έπειδή ό Άδάμ παρήκουσε τόν Θεόν, έγινε αύτός ό ίδιος αίτιος στόν έαοτό του τού θανάτου3. Ό μέγας φωστήρ της Εκκλησίας τής Αλεξάνδρειάς σημειώνει ορθότατα ότι οί άνθρωποι, άφού άπέστρεψαν τό πρόσωπο άπό τά αιώνια καί μέ τήν ύπουλη συμβουλή τού διαβόλου έπέστρεψαν στήν κατάσταση τής φυσικής φθοράς, έγιναν οί ίδιοι στούς έαυτούς τους αίτιοι τής φθοράς πού τούς συμβαίνει μέ τόν θάνατο. Έάν οί προπάτορές μας δέν άμάρταναν, δέν θά έδέχοντο ώς επιτίμιο τής άμαρτίας τόν θάνατο5. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει δτι ό άνθρωπος, έπειδή δέχθηκε έλεύθερα τήν προσφορά τού διαβόλου, έθεσε τόν εαυτό του έκτός τού Θεοΰ, ό όποιος είναι ή πηγή τής ζωής. Γι’ αύτό ό άνθρωπος βρήκε έθελοντικά κατά τοΰ εαυτού του πρωτότυπο εύρημα τό «παρά φύσιν», δημιουργώντας μέσα στήν προαίρεσή του τήν αίσθηση τοΰ κακού μέ τήν άποστροφή του πρός τήν άρετήβ. Αλλού διδάσκει ότι ό Άδάμ διάλεξε τόν εύκολο δρόμο προτίμησε νά ζήσει μακριά άπό τόν Θεόν, πού είναι ή «αύτοζωή», γι’ αύτό καί έπεσε στίς άγκάλες τού θανάτου. Καί γιά νά μή μάς μείνει καμμία άμφιβολία, γράφει: «Ό Θεός δέν έκαμε τόν θάνατο, άλλά πατέρας τοΰ θανάτου έγινε ό βασιλιάς τής κακίας (ό διάβολος), πού στέρησε τόν εαυτό του άπό τή ζωή. Διότι ό θάνατος εϊσήλθε στή ζωή άπό τόν φθόνο τοΰ διαβόλου .Ό Θεός έγνώριζε άσφαλώς τί έμελλε νά συμβεί μέ τό λογικό πλάσμα του.

Γιατί μπροστά στό παντέφορο βλέμμα του όλα είναι φανερά, γυμνά καί ξεσκεπασμένα (βλ. Έβρ. δ' 13). Έγνώριζε επομένως καί τή μέλλουσα πτώση τοΰ άνθρώπου, για’ αύτό καί τήν προεϊπε. Άλλά τό δτι τήν προεγνώριζε καί τήν προανήγγειλε ή δτι τήν έπέτρεψε δέν σημαίνει δτι καί τήν ένήργησε ό ’Ίδιος. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς έφιστά τήν προσοχή τού άνθρώπου, ό όποιος διατυπώνει τίς άνωτέρω άπορίες, στούς θεόπνευστους λόγους τής Γενέσεως καί συμβουλεύει: Είναι δυνατόν σέ κείνους οί όποιοι άκούουν γνωστικά καί μέ προσοχή, νά διαπιστώσουν καί άπό τούς λύγους τούτους ότι ό Θεός δέν έδημιούργησε ούτε τόν ψυχικό οΰτε τόν σωματικό θάνατο. Διότι δέν έδωκε έκ προτέρου τήν προσταγή «θάνετε» (νά άποθάνετε) τήν ήμέρα πού θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό- άλλ’ είπε «άποθανεισθε» (Γεν. β' 17), δηλαδή θά άποθάνετε. Οΰτε ειπε, τώρα άμέσως άπόθανε καί έπίστρεψε στή γή, άπό τήν όποία πλάσθηκες άλλ’ είπε «επιστρέφεις» (Γεν. γ' 19), δηλαδή θ ά έπιστρέψεις στή γή. Μέ τούς λόγους αύτούς ό Θεός προανήγγελλε καί έπέτρεπε καί δέν εμπόδιζε τίς δίκαιες συνέπειες τής παρακοής


Ό άνθρωπος άμάρτησε, διότι παραπλανήθηκε άπό τόν άρχέκακο διάβολο. Έδώ όμως άξίζει νά τονίσουμε τούτο: ’Άν καί ό διάβολος παρέσυρε τόν άνθρωπο στήν άμαρτία, πρέπει νά γνωρίζουμε ότι ό πόλεμός του δέν είναι ούσιαστικά εναντίον τού άνθρώπου. Τό μίσος του εναντίον μας είναι προέκταση τοΰ δαιμονικού του μίσους εναντίον τού Θεοΰ καί τού έργου του. Έπειδή ό Εωσφόρος, «τό δοχείον πάσης κακίας», δέν μπόρεσε νά γίνει Θεός καί τιμωρήθηκε άπό τόν Θεόν, άδειασε όλη τή μοχθηρία καί πονηριά του στόν άνθρωπο, τήν εικόνα τοΰ Θεού. Έτσι στήν εικόνα τού Θεού, δηλαδή στόν άνθρωπο, «τό μισόθεον έδειξε». Βασικά ό διάβολος, πού έγινε «μισάνθρωπος έπειδή» είναι «καί θεομάχος», ήθελε νά έξαφανίσει εντελώς τό άνθρώπινο γένος, άλλά δέν μπόρεσε νά έπιτύχει τό ολέθριο έργο του. Καί τούτο, γιατί ό παντοδύναμος «Θεός περιόρισε τό περισσότερο μέρος τής καταστροφικής δυνάμεως» τού πονηρού μέ «άλύτους» νύμους καί κατόπιν κατέφερε εναντίον του τό άποφασιστικό καί καίριο πλήγμα διά τού σταυρικού θανάτου καί τής λαμπροφόρου Άναστάσεως τού Σωτήρος Χριστού

Ό άνθρωπος λοιπόν άμάρτησε, διότι είχε άπατηθεΐ άπό τόν μισάνθρωπο καί δολερό διάβολο. Ό ’Ωριγένης παρατηρεί: Τήν ήμέρα κατά τήν όποία οί πρωτόπλαστοι έφαγαν άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, άμέσως άπέθαναν μέ θάνατο πνευματικό. Εκείνος πού τούς άπέκτεινε δέν ήταν άλλος άπό τόν «άνθρωποκτόνον διάβολον», ό οποιος επέτυχε τόν σκοπό του, όταν «ήπάτησε τήν Ευαν διά τοΰ όφεως». Ό δέ μαθητής τοΰ Ώριγένους, ό άγιος Γρηγόριος ό Θαυματουργός, έπίσκοπος Νεοκαισαρείας, λέγει σέ μία όμιλία του: «Ή Εΰα μόνη έν Παραδείσω χορευουσα», μέ τή διάνοια νωθρή, άτονη καί άποκοιμισμένη, δέχθηκε τά λόγια τοΰ άρχέκακου διαβόλου χωρίς πολλή προσοχή καί έτσι «έφθάρη τό τής διανοίας φρόνημα». Δι’ αύτής ό δόλιος δαίμων, άφού έχυσε τό δηλητήριο καί άνέμιξε μέ αύτο τόν θάνατο, «είσήγαγε» τούτον (τόν θάνατο) σ’ όλο τόν κόσμο.

Άμάρτησε ό άνθρωπος, άλλά ή άμαρτία, ένας άπό τούς καρπούς τής όποιας είναι ό θάνατος, δέν είναι στοιχείο δημιουργίας τού Θεού13. Ή άμαρτία δέν είναι άπύ έκεΐνα πού ό Θεός «ειπε καί έγενήθησαν, ένετείλατο καί έκτίσθησαν  (Ψαλ. λβ' [32] 9). Όλα όσα «έποίησεν ό θεός» ήσαν «καλάλίαν» (Γεν. ά 31),ήσαν άριστα, όπως τά θέλησε ή άπειρη πανσοφία καί ή πάνσοφη άγαθότης του. «Έκ δέ τών λίαν καλών» ήταν «καί ό άνθρωπος»  μάλλον αύτός ήταν τό πλέον άριστο άπό τά δημιουργήματα τού Θεού. Διότι τί άλλο θά ήταν τόσο καλό, όσο τό ομοίωμα τής άθάνατης ομορφιάς; ρωτά ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς διδάσκει: Όπως ή άρρώστια δέν είναι δημιούργημα τού Θεού, έστω καί άν έκεϊνο πού υποφέρει άπό άρρώστια είναι τό δημιούργημά του, έτσι καί ή άμαρτία δέν έγινε άπό τόν Θεόν, έστω καί άν ή λογική ψυχή έκτρέπεται πρός τήν άμαρτία. Αύτή ή άμαρτία πού γίνεται μέ τή θέλησή μας, ή άποστασία μας άπό τή ζωή, δημιουργεί τόν θάνατο, διότι μάς άπομακρύνει άπό τόν Θεόν

Άλλ’ ό άνθρωπος πού διερωτάται,ϊσως διατυπώσει καί αύτή τήν άπορία: Αφού ό Θεός άποφάσισε νά μάς δημιουργήσει ελεύθερους, γιατί δέν μάς έπλασε έτσι ώστε νά ζοϋμε μαζί του άναγκαστικά καί υποχρεωτικά καί νά μή μπορούμε νά φύγουμε άπό κοντά του; Δέν ήταν καλύτερο νά άποκρυσταλλώσει οριστικά τή θέληση τών προπατόρων μας στό άγαθό καί νά άποφευχθεΐ έτσι ή καταστροφή; Ή ελευθερία πού παρεχώρησε στούς πρωτοπλάστους δέν ήταν «δώρον άδωρον»;

Ή απορία δμως αύτή είναι παράλογη! Γιατί έλευθερία καί υποχρεωτική παραμονή στό άγαθό είναι δύο καταστάσεις άντικρυς άντίθετες. Έλευθερία σημαίνει ικανότητα καί άνεση κινήσεως. Ένώ οριστική άποκρυστάλλωση στό άγαθό σημαίνει δέσμευση καί άναγκαστική κίνηση πρός ορισμένη κατεύθυνση. Αύτό όμως είναι στέρηση έλευθερίας. Ή θεία παντοδυναμία είναι μέν άπεριόριστη, άλλ’ ένεργεϊ πάντοτε κατά τρόπο λογικό καί έλεύθερο. Καί δημιουργεί πλάσματα λογικά καί έλεύθερα. Ό Θεός μάς έπλασε έλεύθερους καί μάς έδωσε τό δικαίωμα νά έκλέξουμε μόνοι μας τόν δρόμο τού άγαθού καί τής άρετής ή τού πονηρού καί τής κακίας. Διότι, όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ή άρετή είναι άδιαφέντευτη καί ενεργεί κατά έλεύθερη θέληση, καί είναι έλεύθερη άπό κάθε άνάγκη. Ό λογικός άνθρωπος πρέπει νά έκλέξει μόνος του, μέ τή δική του γνώμη, τό άγαθό διότι ή άρετή άρμόζει νά είναι έλεύθερη άπό κάθε φόβο καί άνεξάρτητη καί νά διαλέγει μέ δική της γνώμη καί θέληση τό άγαθό. Τό άγαθό δέν πρέπει νά είναι «άκούσιον» οΰτε κάτι πού νά επιβάλλεται καταναγκαστικά' πρέπει νά είναι κατόρθωμα τής προαιρέσεως. Ή άρετή είναι κάτι τό έλεύθερο καί τό εκούσιο, ένώ αύτό πού γίνεται άναγκαστικά καί έκβιαστικά δέν μπορεί νά είναι άρετή. Ό δέ Μ. Βασίλειος διδάσκει: Ό Θεός δέν άγαπά αύτό πού γίνεται μέ τόν έξαναγκασμό, άλλ’ αύτό πού έπιτυγχάνουμε μέ τή δική μας θέληση ή άρετή βιώνεται άπό τήν έλεύθερη θέληση καί όχι έξ άνάγκης καί βίας. Έξ άλλου μή λησμονούμε οτι «φύσει» πλασθήκαμε γιά τήν άρετή, όπως λέγει ό ίερός Κλήμης ό Άλεξανδρεύς όχι γιά νά τήν έχουμε «έκ γενετής», άλλά γιά νά είμαστε ικανοί νά τήν άποκτήσουμε μόνοι μας, πάντοτε βέβαια μέ τή βοήθεια τής θείας Χάριτος. Ό δέ άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός συνοψίζει πολύ έπιτυχημένα: Δέν είναι άρετή αύτό πού γίνεται μέ τή βία καί τόν καταναγκασμό
Άκόμη πρέπει νά ένθυμούμεθα οτι ό Θεός έπλασε μέν τόν άνθρωπο έλεύθερο, άλλά δέν τόν άφησε άβοήθητο. Είχε προσανατολίσει τήν αδοκίμαστη άκόμη θέληση τοϋ πλάσματός του πρός τό άγαθό. Έτσι ό άνθρωπος, έλκυόμενος άπό τό άγαθό, θά έκινεΐτο πρός αύτό καί θά σταθεροποιείτο στήν άρετή.

Ώστε τό κακό είσόρμησε στόν κόσμο άποκλειστικά άπό τή δική μας άπροσεξία καί όχι έξ ύπαιτιότητος τοϋ Θεού. Τό θειον είναι έντελώς άναίτιο τών κακών, άφοϋ είναι έκ φύσεως άγαθό. Έφ’ όσον έκάμαμε κατάχρηση τοϋ δώρου τής έλευθερίας,τά κακά τοϋ άδη δέν έχουν τόν Θεόν αϊτιο, άλλά έμάς τούς ίδιους. Συνεπώς δέν είναι ό Θεός ό όποιος έκτισε τόν θάνατο, άλλ’ έμεΐς τόν προσελκύσαμε πρός δική μας βλάβη. Αίτιοι τής καταστροφής μας εϊμεθα μόνον έμεΐς καί κανένας άλλος!...

Αύτά μάς διδάσκουν οί θεοφόροι Πατέρες. Γι’ αύτό «ή ’Ορθόδοξος Παράδοσις έδέχθη, ότι ή είσοδος τοϋ θανάτου είς τό άνθρώπινον γένος έπραγματοποιήθη ώς συνέπεια τής υποταγής αύτού (τοϋ άνθρώπου) είς τόν διάβολον, κατόπιν διακοπής τής μετά τοϋ Θεοϋ κοινωνίας».

«Οποίον αγώνα έχει η ψυχή»

Αμπελο άγαθή, άληθινή καί καρποφόρα έφύτευσε ό θείος Αμπελουργός στόν κήπο τής Έδέμ. Δυστυχώς όμως αύτή μετεστράφη καί έγινε άμπελος νόθος καί άγνώριστη Ιερ. β' 21). Μετά τήν άμαρτία τού πρωτοπλάστου «αίρεΐται (διαλέγει) έκαστος ήμών τάς τιμωρίας, αύτός έκών (θεληματικά) άμαρτάνων». Διότι, όπως είπε καί ό Πλάτων φωτιζόμενος άπό τόν σπερματικό λόγο, ή εύθύνη πέφτει σ’ έκεϊνον πού έκλέγει ό Θεός είναι άνεύθυνος

Μετά τήν πτώση όλα άνετράπησαν στόν άνθρωπο- διεσπάσθησαν καί έπανεστάτησαν έναντίον άλλήλων. Οί δέ πρωτόπλαστοι, οί όποιοι ύπέφεραν ψυχικά κάτω άπό τήν πίεση τών φοβερών έλέγχων τής συνειδήσεως, τήν όποία περιφρόνησαν, φεύγουν άπό τόν Παράδεισο, τή μακαρία διαμονή τους, σύροντες συντετριμμένοι τά βήματά τους. Τούς συνοδεύουν τά μαύρα νέφη, οί άστραπές καί οί λαίλαπες τής βαρυπενθούσης φύσεως, ή όποία συστενάζει καί συμπονεΐ μαζί τους (βλ. Ρωμ. η' 22). Οί έξόριστοι τού Παραδείσου μεταφέρουν μαζί τους καί τόν θάνατο, τόν όποιο έγκατέστησαν ήδη μέσα τους καί σέ όλα τά όντα γύρω τους. Άπό τώρα καί στό εξής ό θάνατος θά είναι «ή άστείρευτος πηγή τών βασάνων καί τών θλίψεων. Όλα τά νεύρα τού θανάτου ξεκινούν άπό τόν άνθρωπον, διότι αύτός είναι τό κύριον γάγγλιον τοϋ θανάτου»

Ό θάνατος έπιτίθεται πλέον άκάθεκτος έναντίον τού άνθρώπου. Ό καταλύτης θάνατος κατατρώγει καί υποσκάπτει τήν άνθρώπινη ύπαρξη καί άπύ μέσα καί άπ’ έξω. Απ’ έξω μέ τούς πειρασμούς, τίς προκλήσεις, τίς γοητείες τής άμαρτίας, στήν όποία εύκολα κανείς παρασύρεται (βλ. Έβρ. ιβ' [12] 1). Άπό μέσα μέ τήν πονηρή έπιθυμία, πρός τήν όποία ρέπει ή «διάνοια τού άνθρώπου έπιμελώς έκ νεότητος αύτού» (Γεν. η 21). Καί ή πονηρή έπιθυμία παρασύρει τόν άνθρωπο, τόν έλκύει καί τόν γοητεύει μέ τό δόλωμα τής ήδονής, μέχρις ότου συλλάβει καί γεννήσει τήν άμαρτωλή πράξη. Όταν δέ ή άμαρτία ολοκληρωθεί καί κυριεύσει τήν ψυχή. γεννά τελικά τόν θάνατο (Ίακ. ά 14-15).
Ό σοφός Σειράχ στέκεται εκστατικός ενώπιον τοϋ θανάτου καί άναφωνεΐ: «Ώ θάνατε», πόσο πικρή είναι ή ένθύμησή σου στόν άνθρωπο πού ζεΐ ειρηνικός μέσα στά άγαθά του στόν άμέριμνο άνθρωπο, ό όποιος προοδεύει σέ όλα καί έχει άκόμη υγεία καί δύναμη καί άρκετή σωματική εύεξία! «Ώ θάνατε», ή θεία απόφαση σχετικά μέ σένα είναι ευχάριστη στόν πτωχό άνθρωπο, στόν άδύνατο σωματικά, σ’ εκείνον πού έχει καμφθεί άπό τό βάρος τών έτών καί τόν μόχθο τής μάταιης ζωής σ’ έκείνον πού ταλαιπωρείται άπό τίς άτέλειωτες καί βασανιστικές μέριμνες τού άπατεώνος αίώνος σ’ εκείνον πού έχασε τήν ύπομονή του λόγω τών πικρών γεγονότων τού βίου. Κατόπιν ό θεόπνευστος συγγραφέας τής Π. Διαθήκης στρέφεται πρός τόν άνθρωπο χαί τοϋ λέγει: ’Άνθρωπε, μή φοβάσαι τήν άπόφαση τοϋ θανάτου. Νά θυμάσαι τά πλήθη τών άνθρώπων πού έζησαν πριν άπό σένα ή θά ζήσουν μετά άπό σένα. Ή άπόφαση αύτή τοϋ θανάτου έχει έκδοθεί άπό τόν Κύριον γιά όλους άνεξαιρέτως τούς άνθρώπους (Σ. Σειρ. μα' [41] 1-4).

Πράγματι- ό θάνατος είναι φαινόμενο πρός τό όποιο παλεύουμε όλοι συνεχώς καί σκληρά. Είναι μία πικρή έμπειρία, μία άνεπιθύμη-τη καί σκληρή παρουσία μέσα στούς κόλπους τής ζωής. Λόγω τοϋ θανάτου ή ζωή καταντά άγωνία καί διαρκής κρίση. Βέβαια ό θάνατος άπό μιάς άπόψεως εύεργετεΐ τήν ψυχή διότι θέτει τέρμα στά δεινά της μέσα στόν κόσμο τή λυτρώνει καί τή μεταφέρει στήν αιώνια πατρίδα της. Ωστόσο άποτελεϊ καί μία ισχυρή δοκιμασία γιά τήν ψυχή. ’Ίσως μάλιστα ή δοκιμασία πού αισθάνεται ή ψυχή κατά τήν ώρα τού σωματικού θανάτου νά είναι περισσότερο οδυνηρή άπό ό,τι φανταζόμαστε. Διότι ή δοκιμασία τού χωρισμού της άπό τό σώμα, μαζί μέ τό όποιο έζησε πολλά ή λίγα χρόνια μαζί μέ τό όποιο είχε άγωνισθεΐ μαζί μέ τό όποιο έκλαυσε σέ δύσκολες στιγμές ή άπήλαυσε εύχάριστα γεγονότα, δέν μπορεί νά συγκριθεΐ μέ καμμία άπό τίς δοκιμασίες τής παρούσης ζωής. Είναι άλήθεια ότι στό σώμα ή ψυχή ζεΐ τίς δοκιμασίες πού είναι φυσικό νά τής προκαλεΐ ή παρουσία τοϋ υλικού περιβλήματος της. Τήν ώρα όμως τοϋ θανάτου, τήν ώρα τού χωρισμού άπό τό έπίγειο σκήνωμά της, ή ψυχή ζεΐ τή δοκιμασία πού τής προκαλεΐ ή απουσία τού φθαρτού συντρόφου της. Λυτρώνεται- ναί. Άλλά δέν έχει άραγε άγαπήσει τό σώμα; Αύτή δέν τύ έχει έμψυχώσει στόν ώραϊο άγώνα του νά γίνει καί νά παραμείνει «ναός τοΰ έν αύτώ Αγίου Πνεύματος»; (Α' Κορ. ς 19). Έταν περιορισμένη στό σώμα; Άλλά μέσα στό «δεσμωτήριόν» της αύτό - γιά νά θυμηθούμε τύν όρο τής ελληνικής φιλοσοφίας - δέν έζησε μήπως καί ώραΐες άγωνίες καί κατανυκτικές στιγμές ούρανίων άνατάσεων;

Μήπως καί ό Θεός Αόγος μέ τή θεία ένσάρκωσή του δέν έζησε μαζί μέ σώμα; Δέν τό άγάπησε, δέν τό σεβάσθηκε, δέν τό φρόντισε στά πρόσωπα έκείνων πού έθλίβοντο, πού ήσαν άρρωστοι ή πεινούσαν ; Τό δικό του πανάγιο σώμα δέν τό έθρεψε, δέν δέχθηκε νά τό άλείψουν μέ πολύτιμο μύρο; Έάν λοιπόν άγάπησε τό σώμα ό άσώματος Θεός, ό όποιος είναι τό άπόλυτο «πνεύμα» (Ίω. δ' 24), πώς νά μήν τό άγαπά καί ή ψυχή; Πώς νά μή θλίβεται γιά τόν άποχωρισμό του; Αύτό υπαινίσσεται καί ό ύμνος τής Νεκρώσιμου Ακολουθίας ό όποιος λέγει: «Οιμοι, οιον (αλλοίμονο, πόσο θλιβερότατο) αγώνα έχει ή ψυχή»,όταν παλεύει νά χωρισθεϊ άπό τό σώμα! «Οιμοι, πόσα δακρύει τότε. καί ούχ ύπάρχει ό ελεών αύτήν»
 Έχει άγώνα-χύνει δάκρυα, λέγει ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός στόν συγκλονιστικό αύτόν ύμνο. Ή αισθάνεται ιδιότυπη θλίψη γιά τή διακοπή τής άρμονικής καί μυστηριώδους συζεύξεώς της μέ τό σώμα. Ή ψυχή φεύγει, άνεβαίνει, λυτρώνεται. Όμως τό σώμα, ό σύντροφός της πού μέχρι τώρα τήν κρατούσε στήν άγκάλη του, μένει δίχως πνοή, νεκρός-τώρα τόν άγκαλιάζει καί τόν άσπάζεται ή ψυχρή γή, γιά νά τόν διαλύσει είς «τά έξ ών συνετέθη»!

Ό Μ. Φώτιος περιγράφει πολύ παραστατικά τό νεκρό σώμα, τόν σύντροφο τής ψυχής, καί ιδιαίτερα τό πρόσωπο μετά τήν άναχώρηση τής ψυχής ώς εξής: «Σιγά τό στόμα τήν μακράν έκείνην καί φευκτήν (πού πρέπει νά άποφύγει) σιωπήν, καί χείλη μέμυκεν (έχουν κλείσει, έχουν ζαρώσει), ού σεμνότητα διηγούμενα, ούδέ τό τού ήθους κύσμιον άπαγγέλλοντα, πρός δέ λύσιν (διάλυση, άποσύνθεση) συστελλόμενα- οφθαλμοί δέ τί; φεύ πάθους, καί σιγήν νικώντος, καί λόγων ούκ άνεχομένου! ’Οφθαλμοί (πώς είπω ), πάσαν ζωτικήν λιβάδα κενώσαντες (άφού άδειασαν κάθε ζωτική ικμάδα), νεκραϊς ταΐς βλεφαρίσι τά λείψανα περιστέλλουσι (συστέλλουσι)- τάς παρειάς άντί ερυθήματος καί βαφής έμφύτου (τά μάγουλα άντί τοϋ φυσικού κόκκινου χρώματος) σκοτεινόν καί νεκρόν ύπαλείφει χρώμα, μορφής άπάσης έξαφανίζον εύπρέπειαν- το πρόσωπον όλον, ώς έκ τοιούτων (ένεκα όλων αύτών), φρικτήν καί φοβεράν τοΐς όρώσι τήν θέαν παρέχεται».
«Ώ θάνατε, ώς πικρόν σου τό μνημόσυνον» «Ώ θάνατε, καλόν σου τό κρίμα» (Σ. Σειρ. μα' [41] 1,2)! Ώ θάνατε, πόσο πικρή είναι ή ένθύμησή σου! Ώ θάνατε, ή θεία άπόφαση σχετικά μέ σένα είναι καλή γιά τόν άνθρωπο!...

Χωρισμός ψυχής και σώματος

Διακόπτει λοιπόν τή φυσική ζωή μας ό σωματικός θάνατος καί χωρίζει τήν ψυχή άπό τό σκήνωμά της, τό σώμα. Είναι όμως άξιο προσοχής ότι ή Άγία Γραφή δέν χρησιμοποιεί γιά τόν θάνατο τή φράση «χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα». Όμιλεί μέν περί «άναλύσεως» (Φιλιπ. α 23 Β' Τιμ. δ' 6), δηλαδή περί άναχωρήσεως άπό τόν κόσμο αύτό, υπογραμμίζει όμως πάντοτε ότι μετά τόν φυσικό θάνατο ό άνθρωπος έξακολουθεΐ νά ζεΐ κατά τήν ψυχή. Διότι ό βιολογικός θάνατος δέν είναι τό τέλος τής άνθρώπινης προσωπικότητος είναι μόνο προσωρινός χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα. ’Επειδή μετά τήν άμαρτία θνητό καί φθαρτό έγινε μόνο τό σώμα καί γι’ αύτό μόνο αύτό διαλύεται καί φθείρεται. Μέ τόν θάνατο τελειώνει μόνο ή σωματική, ή έπίγεια ζωή μας. Ή ψυχή συνεχίζει νά ζεΐ μετά θάνατον.
Γι’ αύτό ή θεόπνευστη Γένεσις μάς λέγει ότι ό πατριάρχης Αβραάμ άποθνήσκει «έν γήρα καλώ πρεσβύτης καί πλήρης ημερών» καί προστίθεται «πρός τόν λαόν αύτού» (Γεν. κε' [25] 8).

 Ό «πρεσβύτερος καί πλήρης ημερών» ’Ισαάκ «άπέθανε καί προσετέθη πρός τό γένος» τ ου (Γεν. λε' [35] 29). Τόϊδιο οί ’Ιακώβ (βλ. Γεν. μθ' [49] 33), Άαρών καί Μωϋσής (βλ. Άριθ. κ' [20] 24 κζ' [27] 13 λά [31] 2). Τό ότι όμως ό ένας μετά τόν άλλο προστίθενται στούς προγόνους των, ύποδηλοΐ ότι οί πρόγονοι αύτοί ζ ο ύ ν . Έφ’ όσον μάλιστα ό Θεός όνομάζει τόν εαυτό του «Θεόν τού ’Αβραάμ. 'Ισαάκ καί Ιακώβ» (Έξ. γ' 6), βεβαιώνει ότι δέν είναι Θεός νεκρών, οί όποιοι έξαφανίσθηκαν μέ τόν θάνατο καί κατήντησαν στήν άνυπαρξία, άλλά «Θεός ζώντων» (Ματθ. κβ' [22] 32 Μάρκ. ιβ' [12] 27). Είναι Θεός τών Πατριαρχών, οί όποιοι ζούν «πνεύματι» στήν πέραν τοϋ τάφου ζωή. Έάν μέ τόν σωματικό θάνατό τους έλάμβανε τέλος καί ή ζωή τους, τότε θά διε-κόπτετο καί ή σχέση τους μέ τόν Θεόν. Τούτο δέν συμβαίνει μόνο μέ τούς ’Αβραάμ, ’Ισαάκ καί ’Ιακώβ- συμβαίνει καί μέ όλους έκείνους οί όποιοι γιά μάς είναι νεκροί. Όλοι αύτοί, είτε έφυγαν άπό τόν παρόντα κόσμο πρόσφατα εϊτε πρίν άπό πολλούς αιώνες, «αύτώ (τώ Θεώ) ζώσιν», όπως βεβαίωσε ό Κύριος (Λουκ. κ' [20] 38). Ζούν ευρισκόμενοι σέ ζωντανή σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεόν καί όχι σέ κατάσταση ληθάργου καί άναισθησίας.

Ένώ όμως ή Άγία Γραφή δέν χρησιμοποιεί γιά τόν θάνατο τή φράση «χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα», οί ούρανόφρονες Πατέρες τής Εκκλησίας μας, οί όποιοι αφομοίωσαν, έβίωσαν καί ερμήνευσαν αυθεντικά τήν αλήθεια πού μάς έχει άποκαλύψει ό Θεός, λέγουν ρητώς ότι ό θάνατος είναι «χωρισμός τής ψυχής άπό σώματος»
. Ό ιερός Γρηγόριος, έπίσκοπος Νύσσης, σημειώνει: Ό θάνατος δέν είναι τίποτε άλλο παρά «διάλυσις (διαχωρισμός) ψυχής τε καί σώματος». Ό ομώνυμός του καί τής θεολογίας έπώνυμος σέ ένα ποίημά του παραλληλίζει άντιθετικά τή ζωή καί τό θάνατο ώς εξής: Όπως ζωή είναι ή σύνδεση τοϋ σώματος καί τής ψυχής, κατά παρόμοιο τρόπο ό θάνατος είναι ό χωρισμός άμφοτέρων. Καί ό τρίτος έπώνυμός τους, ό φωστήρ τών Θεσσαλονικέων, γράφει πρός τήν σεμνοτάτη μοναχή Ξένη: «Ό χωρισμός τής ψυχής άπό τού σώματος, θάνατός έστι τού σώματος»
.
Τό γεγονός τής φθοράς καί τού σωματικού θανάτου δέν τό βλέπουμε μόνο κατά τήν ώρα πού κάποιος άπό τούς άδελφούς μας εγκαταλείπει τόν κόσμο τής ματαιότητος. Τό ζοϋμε καθημερινά καί συνεχώς. Μετά τήν άμαρτία τό σώμα μας είναι, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «έν διαλύσει»- καθημερινά ζεΐ μέσα στύ θάνατο, ή ύπαρξή του προχωρεί συνεχώς πρός «σβέσιν» τών «σωματικών αισθήσεων», τής «ένεργείας» καί τής «κινήσεως»5. Μέ άλλα λόγια, σβήνουμε καθημερινά άδυνατίζουν καί εξαντλούνται συνεχώς οί δυνάμεις μας, μέχρις ότου έλθει ό θάνατος! Αύτή ή άκατάπαυστη φθορά είναι, ας πούμε, ό «μακρύς θάνατος, μάλλον δέ μυρίοι» θάνατοι, οί όποιοι διαδέχονται ό ένας τόν άλλο, μέχρις ότου φθάσουμε «είς τόν ένα καί τελευταΐον»6, τόν μακροχρόνιο καί πολυχρόνιο θάνατο.

Παρ’ όλα αύτά ό πανοικτίρμων Θεός δέν παρενέβη μέν γιά νά άφαιρέσει τό δώρο τής έλευθερίας άπό τό πλάσμα του, τό όποιο καταχράσθηκε τή δωρεά, καί τό άφήκε νά παρασύρεται άπό άτακτες έπιθυμίες, βρήκε όμως τρόπο καί τακτοποίησε μέ συγκατάβαση και άπειρη φιλανθρωπία τό ζήτημα τούτο. Εύθύς έξ άρχής κατέστρωσε σχέδιο άγαθό γιά τόν άνθρωπο. Μαζί μέ τήν τιμωρία έδωσε στόν άφρονα άνθρωπο καί ελπίδες. Καταρώμενος τόν όφι (όπως είχε καταρασθεΐ καί τή γή τό πλάσμα του δέν τό καταράσθηκε, μόνο τό τιμώρησε κατά τρόπο παιδαγωγικό), έπρόσθεσε: Ό άπόγονος τής γυναίκας θά σού συντρίψει τήν κεφαλή, δηλαδή θά σέ κτυπήσει καίρια καί θά σέ νικήσει κατά κράτος (Γεν. γ' 14,15). Έτσι, ένώ ό πρωτόπλαστος έγκατέλειπε τόν Παράδεισο, τό θεόκτιστο έκείνο σκήνωμα, διέκρινε στόν ορίζοντα τής βαρυπενθούσης μαζί του φύσεως έλπιδοφόρο φώς. Τή σκοτεινή άτμόσφαιρα τής ψυχής του καί τής φύσεως διέσχιζε τό ούράνιο τόξο τής έλπιδοφόρου ύποσχέσεως τού Θεού,ή όποία έλεγε: Μετά τήν πτώση ή άνθρωπότης θά παραπαίει, θά πονεϊ, θά πέφτει, θά σηκώνεται, μέχρις ότου συναντηθεί, ύστερα άπό άφάνταστες θλίψεις, όταν θά έλθει «τό πλήρωμα τοΰ χρόνου» (Γαλ. δ' 4), μέ τόν έσταυρωμένο, τόν άναστάντα καί άναληφθέντα Θεάνθρωπον Ίησοϋν, ό όποιος θά συντρίψει τήν κεφαλή τοϋ όφεως!... Καί όχι μόνον αύτό- ό φιλάνθρωπος Θεός είχε οικονομήσει τά πράγματα έτσι, ώστε ό σωματικός θάνατος νά είναι καθ’ όλη τήν προχριστιανική έποχή, άλλά καί μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας τού Σωτήρος Χριστού, πρόξενος εύεργεσίας στόν άνθρωπο!

Μέ όλα αύτά ό άγιος Θεός βοηθούσε τό πλάσμα του νά επανορθώσει τό άμάρτημά του καί νά άνακτήσει τό «πρωτόκτιστον κάλλος». Μέ τόν τρόπο αύτό ό άνθρωπος, όπως άμάρτησε έλεύθερα, θά άποκτούσε πάλι όσα έχασε, καί μάλιστα πολύ περισσότερα, έάν βεβαίως προχωρούσε έλεύθερα καί άβίαστα. Έτσι θά θριαμβεύσει στόν άνθρωπο τό άγαθό, όπως ήταν καί τό άρχικό σχέδιο τοϋ Δημιουργού. Οί προσωρινές άναχαιτίσεις δέν θά μπορέσουν νά ματαιώσουν τύ θείο σχέδιο. Έως τότε ό θάνατος καί ή διάλυση τού άνθρωπίνου σώματος δέν θά είναι καταστροφή τού «θεοπλάστου ζώου», τού άνθρώπου  δέν θά είναι διάλυση τής ούσίας του- θά είναι άπλώς έξαφάνιση τής θνητότητος καί καταστροφή τής φθοράς
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ Ο ΣΩΤΗΡ
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
 Σελίδες απο 69 έως 111

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΙΑΔΚΙΚΤΥΟ

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του κειμενου σε Ορθόδοξα Ιστολόγια με σαφή αναφορά προέλευσης αρχικου συνδέσμου το Ιστολόγιο

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου