Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Τό κλείσιμο των ψυχών στις θέσεις τους, σαν έλθει το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής…




Κατά την αρχαία Παράδοση, από το Πάσχα ως το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής οι ψυχές κυκλοφορούν ελεύθερες, με τίς όποιες βέβαια δεσμεύσεις από τον Σωτήρα Χριστό…

Τά 40λείτουργα πού κάνουν κάποιες Εκκλησίες για την ανάπαυση τών ψυχών, έχουν ώς τελευταία ημέρα και ώς αποκορύφωμα όλων αυτών των καθημερινών δεήσεων για έλεος  στίς υπόδικες ψυχές, το ΨυχοΣάββατο τής Πεντηκοστής !


Ἂς δοῦμε τί ἔλεγε γιὰ τὰ μνημόσυνα ὁ μακαριστός π. Παΐσιος (ἀπὸ τὸν Δ’ τόμο, Οἰκογενειακὴ Ζωή,Λόγοι τοῦ π.Παισίου, Ἐκδόσεις Ἡσυχαστήριο Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσσαλονίκη).

– Γέροντα, οἱ ὑπόδικοι νεκροὶ (πλὴν τῶν Ἁγίων) μποροῦν νὰ προσεύχονται;

– Ἔρχονται σὲ συναίσθηση καὶ ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ βοηθήσουν τόν εαυτό τους. Ὅσοι βρίσκονται στὸν Ἅδη μόνο ἕνα πράγμα θὰ ἤθελαν ἀπὸ τὸν Χριστό: νὰ ζήσουν πέντε λεπτὰ γιὰ νὰ μετανοήσουν.

Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε, ἔχουμε περιθώρια μετανοίας, ἐνῶ οἱ καημένοι οἱ κεκοιμημένοι δὲν μποροῦν πιὰ μόνοι τους νὰ καλυτερεύσουν τὴν θέση τους, ἀλλὰ περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς βοήθεια. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε χρέος νὰ τοὺς βοηθοῦμε μὲ τὴν προσευχή μας.

Γιατί, τί νὰ τοὺς κάνει ὁ Θεός; Σὰν ἕνα παιδὶ ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν πατέρα του, σπαταλάει ὅλη τὴν περιουσία του καὶ ἀπὸ πάνω βρίζει καὶ τὸν πατέρα του. Ε, τί νὰ τὸ κάνει αὐτὸ το παιδί ὁ πατέρας του; Οἱ ἄλλοι ὅμως οἱ ὑπόδικοι, ποὺ ἔχουν λίγο φιλότιμο, αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους, μετανοοῦν καὶ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες. Ζητοῦν νὰ βοηθηθοῦν καὶ βοηθιοῦνται θετικά μέ τίς προσευχές τῶν πιστῶν.

Τοὺς δίνει δηλαδὴ ὁ Θεὸς μία εὐκαιρία, τώρα ποὺ εἶναι ὑπόδικοι, νὰ βοηθηθοῦν μέχρι νὰ γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία...





Καὶ ὅπως σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν κάποιος εἶναι φίλος μὲ τὸν βασιλιά, μπορεῖ νὰ μεσοαλαβήσει καὶ νὰ βοηθήσει ἕναν ὑπόδικο, ἔτσι κι ἂν εἶναι κανεὶς φίλος μὲ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ μεσολαβήσει στὸ Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του καὶ νὰ μεταφέρει τοὺς ὑπόδικους ἀπὸ τὴν μία φυλακὴ σὲ ἄλλη καλύτερη, ἀπὸ τὸ ἕνα κρατητήριο σὲ ἕνα ἄλλο καλύτερο. Ἢ ἀκόμα μπορεῖ νὰ τοὺς μεταφέρει καὶ σὲ ἕνα δωμάτιο ἢ σὲ διαμέρισμα.

Ὅπως ἀνακουφίζουμε τοὺς φυλακισμένους μὲ ἀναψυκτικὰ κλπ ποὺ τοὺς πηγαίνουμε, ἔτσι καὶ τοὺς νεκρούς τους ἀνακουφίζουμε μὲ τὶς προσευχές καί τίς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνουμε γιὰ τὴ ψυχή τους.

Οἱ προσευχὲς τῶν ζώντων γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ μνημόσυνα εἶναι ἡ τελευταία εὐκαιρία ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς κεκοιμημένους νὰ βοηθηθοῦν,μέχρι νὰ γίνει ἡ τελικὴ Κρίση.Μετὰ τὴν δίκη δὲν θὰ ὑπάρχει δυνατότητα νὰ βοηθηθοῦν….

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει τὰ κόλλυβα, τὰ μνημόσυνα. Τὰ μνημόσυνα εἶναι ὁ καλύτερος δικηγόρος γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.

Έχουν τὴ δυνατότητα καὶ ἀπὸ τὴν κόλαση νὰ βγάλουν τὴ ψυχή. Κι ἐσεῖς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία νὰ διαβάζετε κόλλυβα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Έχει νόημα τὸ σιτάρι: Σπείρετε ἐν φθορά, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσία(Ἃ’ Κορινθ, κὲφ 15, ἒδ 42) (δηλαδὴ συμβολίζει τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου), λέει ἡ Γραφή…

===========================

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Tι σημαίνει Ψυχοσάββατο;

H Eκκλησία μας στρέφεται με ιερά συγκίνηση στους τάφους και ενθυμείται τους νεκρούς. Ποιούς νεκρούς; Oι νεκροί είναι πολλοί. Oι νεκροί, που είναι θαμμένοι εδώ στα κοιμητήρια είναι πιο πολλοί από τους ζωντανούς που βρίσκονται στην πόλη Έχουμε δύο πόλεις· η μία αποτελείται από τους ζώντας, και η άλλη από τους κεκοιμημένους.

H μικρα πόλη που αποτελείται από τους ζώντας πόσοι είμεθα; Mερικές χιλιάδες; Eίμεθα μειοψηφία.

H μεγάλη πόλης, η απέραντος πόλις, είναι το νεκροταφείο. Πάνω από ένα εκατομμύριο είναι θαμμένοι εκεί μέσα. Eμείς είμεθα η μειοψηφία, αυτοί είναι πλειοψηφία. Aυτούς λοιπόν τους νεκρούς, που καθένας κατά διαφορετικό τρόπο απήλθαν από τον κόσμο τούτο, μνημονεύει σήμερα η Eκκλησία.

Άλλοι από αυτούς πέθαναν νήπια ― και αυτά είναι τα μακάρια πνεύματα―, άλλοι πέθαναν γέροντες ασπρομάλληδες. Άλλοι πέθαναν μέσα στο σπίτι, και άλλοι έξω στους δρόμους ή στα βουνά. Άλλοι πέθαναν στην ξηρά, άλλοι στη θάλασσα.

Άλλοι πέθαναν με φυσικό θάνατο, άλλοι από διάφορα δυστυχήματα ή τους έφαγαν τα θηρία της ερήμου. Όλους αυτούς ενθυμείται σήμερα η Eκκλησία. Eνθυμείται όμως και κάποιους άλλους. Ποιούς;

Σύμφωνα με την παράδοση, πρέπει ο πιστός Xριστιανός, όταν περάσουν τρεις μέρες από το θάνατο, να τελεί μνημόσυνο, τα τριήμερα· όταν περάσουν εννέα ημέρες, τα εννιάμερα· όταν περάσουν σαράντα ημέρες, τα σαράντα κ.λπ..

Έχουν σημασία αυτά. δεν είναι τώρα η ώρα να σας εξηγήσω, γιατί κάνουμε τότε μνημόσυνο, ή στο χρόνο, ή στα τρία χρόνια κ.λπ..

Tώρα δυστυχώς πάνε κι αυτά, λησμονήθηκαν. Tώρα λησμονούν και τους νεκρούς! Αν πάτε στην Iαπωνία, θα δείτε ότι τιμούν πολύ τους νεκρούς. Tα νεκροταφεία τους είναι περιβόλια, άλση ωραιότατα. Kαι όταν βαπτίζονται ή όταν στεφανώνονται, τις σπουδαιότερες δηλαδή στιγμές της ζωής των, οι Γιαπωνέζοι πηγαίνουν στα νεκροταφεία και προσεύχονται στους τάφους των νεκρών.

Eμείς…· θα έλεγα σκληρά λέξη, αλλά δεν την λέω. Kτηνώδης είναι η κατάστασης. Γινήκαμε αγριότεροι των πάντων.

Λησμονήσαμε τους νεκρούς. Xορτάριασαν τα μνήματα. Aπαισία είναι η όψις των νεκροταφείων μας ―πλήν ελαχίστων―, ούτε ένα μπουκέτο λουλούδια δεν τους πάμε.

Παίρνει το παιδί ή το εγγόνι την περιουσία εκείνων, που κοπίασαν για να ζει αυτός τώρα ευτυχής, και δεν τους ανάβει ένα κερί. Yπάρχουν πολλοί κεκοιμημένοι που τους έχουν λησμονήσει οι πάντες.

Aλλ’ εδώ είναι το μεγαλείο της Eκκλησίας. Eάν όλος ο κόσμος τους λησμονεί, δεν τους λησμονεί όμως η μάνα· ναί, η μάνα. Ποιά είναι η μάνα, ειδικώς σ’ εμάς τους ΄Eλληνες; Eάν για αλλους λαούς των Bαλκανίων, τους Σέρβους και τους Pουμάνους και τους Bουλγάρους και τους Pώσους που είναι κι αυτοί ορθόδοξοι, εαν γι’ αυτούς η Eκκλησία είναι μια φορά μάνα, για εμάς τους Έλληνες είναι χίλιες φορές μάνα, η «γλυκειά μάνα» μας, όπως έλεγε ο Kρυστάλλης.

Αυτή η μάνα λοιπόν δεν λησμονει τα παιδιά της. Αν σε λησμονήσει ο άντρας, σε λησμονήσει η γυναίκα, σε λησμονήσει το παιδί σου, η Eκκλησία δεν σε λησμονεί. Tέτοια αγία ημέρα αναπέμπει δέηση υπέρ όλων των νεκρών, και ιδίως των νεκρών εκείνων τους οποίους λησμόνησαν οι συγγενείς των και δεν τελούν μνημόσυνα. Yπέρ όλων αυτών τελεί σήμερα το μνημόσυνο.

 

Ἰησοῦ, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων,





ησοῦ, παρχή τν κεκοιμημένων, πρωτότοκε τν νεκρν, ελαβικά στέκομαι μπρός στούς τάφους τν γνωστν μου κι γνώστων γιά νά κδηλώσω τήν πίστη μου στήν αώνια ζωή, τήν λπίδα στή μελλοντική νάσταση καί τήν γάπη γιά ὅλους κείνους πού προηγήθηκαν ἐμοῦ στό ταξίδι τς ζως. Δέ θά φήνω νά μέ καταβάλλει θλίψη καί πογοήτευση μπρός στό θάνατο, λλά μέ ἐλπίδα ἀτενίζοντας τό σταυρό, πού πισκιάζει τά μνήματα, θά κηρύττω ὅτι Σύ εἶσαι νάσταση κι ζωή κι ὅποιος πιστεύει σέ Σένα κι ν ἀποθάνει θά ζήσει.

Ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων (ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ – ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ) τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ






 «καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει»

     (Ἰωάννου 21, 23)



Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ ἔχων ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου ὡς αἰώνιος βασιλέας δέν ὑποσχέθηκε σέ ἄνθρωπο ὅτι δέν θά πεθάνει. Ὅλοι ἀποθνήσκουν καί ἐκπληρώνουν τό κοινό αὐτό χρέος τῆς ὑπάρξεώς τους. Ὅλοι ἔχουμε κεκοιμημένους. Ὅλους αὐτούς τούς κεκοιμημένους τούς σκεπτόμαστε ἰδιαίτερα τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, πού θεσπίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ὡς ἡμέρα μνήμης καί προσευχῆς γιά τούς κεκοιμημένους. Ἡμέρα θλιβερῶν ἀναμνήσεων καί σπαραγμῶν. Ἡμέρα δακρύων. Ἡμέρα, ὅπου οἱ ζωντανοί συναντῶνται μέ τούς κεκοιμημένους γιά νά δηλώσουν, ὅτι ὁ θάνατος δέν σπάζει τούς δεσμούς τοῦ αἵματος καί τῆς ἀγάπης.

Οἱ καμπάνες μέ τούς βαρεῖς ἤχους τους ἀναγγέλλουν τήν πένθιμη αὐτή ἡμέρα. Οἱ μονότονοι καί ἀραιοί κτύποι τους γεμίζουν τίς καρδιές κατήφεια. Μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων πηγαίνει νά ἐπισκεφθεῖ τούς τάφους τῶν προσφιλῶν του. Ἡ σκέψη ὅλων στρέφεται σέ πρόσωπα οἰκεῖα καί ἀγαπητά πού ἀναχώρησαν ἀπό τήν παρούσα ζωή. Οἱ πιστοί συρρέουν στά Κοιμητήρια. Οἱ ζωντανοί ἐπισκέπτονται τούς κεκοιμημένους. Ὅσοι βρίσκονται στό δρόμο πηγαίνουν νά ἐπισκεφθοῦν κείνους πού ἔφθασαν. Αἰδέσιμος καί συγκινητική εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων! Ἐμπνέει  σεβασμό καί ἱερότητα πού δέν περιγράφεται. Οἱ κεκοιμημένοι ἑλκύουν τούς ζωντανούς. Οἱ εὐσεβεῖς τιμοῦν τούς κεκοιμημένους. Πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων μαυροφορεμένοι μέ τά λουλούδια στά χέρια πᾶνε νά γονατίσουν στούς τάφους τῶν προσφιλῶν τους καί νά τούς ἀνάψουν ἕνα κανδήλι, σύμβολο πίστεως καί ἀγάπης. Ἡ ἡμέρα τῶν ψυχῶν συγκινεῖ καί διδάσκει: α) Γιά τή βαθειά ἔννοια, πού ἐγκλείει καί β) Γιά τά ὅσα μᾶς διδάσκει.



1. Ἡ βαθειά ἔννοια τῆς ἡμέρας τῶν κεκοιμημένων.

Πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων. Πρίν ἀπό τή ἔλευση τῆς ἐξαγιαστικῆς ἐνέργειας τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔρχεται τό Ψυχοσάββατο, ἡ ἡμέρα τῶν ψυχῶν. Πρίν ἀκόμα ἀπό τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων. Πρίν ἀπό τούς ὕμνους καί τίς μελωδίες χαρᾶς γιά τούς ἁγίους, πού ἔνδοξα βασιλεύουν στούς οὐρανούς[1] ἔρχονται οἱ ὕμνοι καί οἱ μελωδίες λύπης γιά κείνους πού ἔφυγαν ἀπό τόν παρόντα κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία, μητέρα ὅλων τῶν λυτρωμένων ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ[2] σκέπτεται ὅλα τά παιδιά της καί κεῖνα πού βρίσκονται στόν οὐρανό καί κεῖνα, πού ἀγωνίζονται στή γῆ. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσκαλεῖ νά σκεφθοῦμε ὅλους ἐκείνους, πού  προηγήθηκαν ἀπό μᾶς στό ταξίδι τῆς αἰωνιότητας. Νά σκεφθοῦμε ὄχι μόνο τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους ἀλλά ὅλους χωρίς διάκριση. Ὄχι μονάχα τούς μεγάλους εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητας καί τούς ἥρωες τῆς Πατρίδας ὄχι μόνο κείνους πού ἔλαμψαν μέ τή σοφία τους καί τά εὐγενικά αἰσθήματά τους, ἀλλά ὅλους γενικά, γιατί ὅλοι εἶναι ἀδελφοί μας. Νά τούς σκεφθοῦμε γιά νά τούς τιμήσουμε. Νά τούς τιμήσουμε ὄχι μόνο μέ μία ἁπλή ἐπίσκεψη, ὅπως κάνουμε σέ ἕνα μουσεῖο ἤ μία πινακοθήκη, ὄχι μόνο γιά νά ἀφήσουμε στόν τάφο τους λίγα λουλούδια ἤ νά τούς ἀνάψουμε ἕνα κεράκι, ἀλλά γιά νά τούς ἐκδηλώσουμε τήν ἀγάπη μας μέ τίς προσευχές μας καί νά τούς τιμήσουμε μέ τά καλά μας ἔργα ἐλεημοσύνης καί φιλαλληλίας.

Ἡ τιμή, πού θά ἀποδώσουμε στούς κεκοιμημένους μας ἔχει βαθειά ἔννοια κι αὐτή θέλει ἡ Ἐκκλησία νά ἐξάρει. Ὁ σεβασμός μας στούς κεκοιμημένους εἶναι μία π ρ ά ξ η  π ί σ τ ε ω ς. Τιμώντας τούς κεκοιμημένους διακηρύττουμε ὅτι πιστεύουμε στή μέλλουσα ζωή. Εἶναι    π ρ ά ξ η  ἐ λ π ί δ α ς. Ἐλπίζουμε στήν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας δέν χάθηκαν μέ τόν θάνατο, δέν ἐπέστρεψαν στήν ἀνυπαρξία, μᾶς ἀναμένουν καί μία ἡμέρα θά συναντηθοῦμε μέ τούς προσφιλεῖς γνωστούς μας. Εἶναι π ρ ά ξ η  ἀ γ ά     π η ς, καθώς ἐκδηλώνουμε τά αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς μας, βοηθώντας μέ ἐλεημοσύνες κείνους πού ὑποφέρουν.

Μ’ αὐτές τίς ἀρετές θέλει ἡ μητέρα Ἐκκλησία μας νά καλλιεργήσει τήν ψυχή μας, παροτρύνοντάς μας νά τιμοῦμε τούς κεκοιμημένους.

«Νά πιστεύετε, μᾶς λέγει, στήν ἄλλη ζωή, νά ἐλπίζετε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, νά ἐξασκεῖτε τήν ἀγάπη καί πρός τούς κεκοιμημένους καί προσέξτε, γιατί ἡ λήθη τοποθετεῖ πολύ γρήγορα τήν πιό βαρειά ταφόπετρα ἐπάνω στούς κεκοιμημένους».

* * * * *

2. Τά ὅσα μᾶς διδάσκει ἡ ἡμέρα

Πηγαίνοντας στό Κοιμητήριο πηγαίνουμε σέ ἕνα μεγάλο καί καλό σχολεῖο. Ἐκεῖ τό κάθε τί μᾶς κηρύττει, τό κάθε τί μᾶς ὑπενθυμίζει κάτι.



α΄. Ὁ  τ ά φ ο ς μέ τά ἄσπρα καί κρύα μάρμαρά του πού σκεπάζει τά σώματα τῶν προσφιλῶν μας προσώπων, μᾶς διδάσκει τή ματαιότητα τοῦ κόσμου. Ὅλα τά ἐπίγεια, μάταια, πρόσκαιρα καί φθαρτά τελειώνουν στόν τάφο· ἡ δόξα, τά πλούτη, ἡ ὀμορφιά, ἡ νεότητα, τό γῆρας, ἡ πτωχεία, ἡ ἀσθένεια, οἱ σχέσεις, τά ἀξιώματα, τά ὄνειρα, τά ἰδανικά, «ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος πάντα ταῦτα ἐξηφάνισται»[3]. Σκόνη εἶναι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου «γῆ καί σποδός» (δηλαδή χῶμα καί στάχτη) εἶπε ὁ Προφήτης[4]. Σκόνη κι ὅ,τι ἔφτιαξε μέ πόνους καί μόχθους. Ποῦ εἶναι, φωνάζει ὁ κρύος τάφος, τά μεγαλεῖα σου, ὦ θνητέ, ποῦ ἡ δόξα σου καί τά πλούτη σου; «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Ἡ ζωή εἶναι σύντομη, ἐργάσου γιά τό καλό, γιά κεῖνο πού μένει ἀθάνατο καί αἰώνιο, τήν ψυχή.

β΄. Τ ό  μ ν ῆ μ α θυμίζει ἐκεῖνον πού ἔζησε στόν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο καί τώρα ζεῖ μέ ἕνα διαφορετικό τρόπο, μιά ἄλλη περίοδο τῆς ζωῆς. Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος. Διέρχεται διαδοχικά ἀπό τίς ἑξῆς περιόδους : Πρώτη περίοδος αὐτή πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν παρούσα ζωή, ἡ ψυχή εἶναι ἑνωμένη μέ τό σῶμα. Δεύτερη περίοδο ὅταν χωρίζεται μέ τόν θάνατο ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί ἡ ψυχή ἐπιστρέφει «ἔνθα καί τό εἶναι προσελάβετο», τό δέ σῶμα παραδίδεται στήν φθορά τοῦ τάφου νά ἀποσυντεθεῖ στά ἐξ ὧν συνετέθη. Σ’ αὐτή τή περίοδο βρίσκονται ὅλοι οἱ κεκοιμημένοι. Τρίτη περίοδος ἀπό τήν κοινή ἀνάσταση, ὅταν ἡ ψυχή θά ἑνωθεῖ μέ τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά ζήσει στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αὐτή τήν ἀλήθεια θυμίζει τό μνῆμα πού ἡ Ἐκκλησία τήν συμπεριέλαβε στήν φράση τοῦ Πιστεύω: «Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν».



γ΄. Κάθε μνῆμα ἔχει κι  ἕ ν α  σ τ α υ ρ ό, σύμβολο ἐλπίδας κι ἀναστάσεως. Ἐπάνω σ’ αὐτόν εἶναι γραμμένο τό ὄνομα τοῦ νεκροῦ καί καμμιά φορά ἡ ἡμερομηνία τῆς γεννήσεώς του καί τοῦ θανάτου του. Σέ κάθε μνῆμα κι ὁ σταυρός εἶναι διαφορετικός καί τά γράμματα μέ ἄλλο τρόπο γραμμένα καί τοποθετημένα. Σύμβολο κι αὐτό, ὅτι ὁ καθένας εἶχε ἕνα ἰδιαίτερο σταυρό νά σηκώνει στή ζωή καί σύμφωνα μέ τόν τρόπο καί τήν προθυμία πού τόν σήκωσε, τώρα ἔχει ν’ ἀπολαύσει τόν κόπο τῶν μόχθων του.

Ὁ σταυρός τοποθετεῖται ἐπάνω στόν τάφο γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τή δική μας ἀνάσταση. Ἄν ἐμεῖς σταυρωθήκαμε στή ζωή μέ τόν Χριστό, πεθάναμε ὡς πρός τήν ἁμαρτία μαζί Του, θά συναναστηθοῦμε μία ἡμέρα μαζί Του στήν ζωή πού ὁ δεύτερος θάνατος δέν θά ἔχει ἐξουσία, ὅπως τονίζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης[5]. Ὁ σταυρός δέν χωρίζεται ἀπό τήν ἀνάσταση.



δ΄. Τά κ υ π α ρ ί σ σ ι α, πού στολίζουν σχεδόν ὅλα τά Κοιμητήρια, ἔχουν κι αὐτά τό συμβολισμό τους. Μέ τά πυκνά καί μουντά φυλλώματά τους ἀνεβαίνουν ψηλά, σάν νά ἤθελαν νά ἀγγίξουν τόν οὐρανό γιά νά μᾶς ποῦν ὅτι δέν πρέπει ν’ ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά λυγίζει στίς θλίψεις, ἀλλά ἀκατάπαυστα ν’ ἀτενίζουμε ψηλά, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ παντοτεινή κατοικία καί οὐράνια πατρίδα μας κατά τό ἀποστολικό: «Γιατί δέν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλά λαχταροῦμε τή μελλοντική»[6].



ε΄.Τ ό κ α ν δ ή λ ι ἀναμμένο θυμίζει τίς ὡραῖες ψυχές πού ἀγαπήσαμε καί μᾶς ἀγάπησαν, τίς ψυχές πού μᾶς εὐεργέτησαν ἀλλά καί μᾶς στενοχώρησαν, τίς ψυχές πού πόνεσαν καί ἀγωνίσθηκαν γιά μᾶς, τίς ψυχές πού ἔλλαμψαν μέ τήν πίστη καί τίς ἀρετές τους, τίς ψυχές πού ἔγιναν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.



στ΄. Ἡ θ λ ί ψ η  εἶναι κάτι τό ἀνθρώπινο. Ἡ ἔκφραση τρυφερῶν αἰσθημάτων καί συμπόνοιας εἶναι προτέρημα τῆς καρδιᾶς καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἔκλαυσε στόν τάφο τοῦ Λαζάρου καί ἡ Παναγία θρήνησε τό νεκρό Υἱό Της. Ὁ πόνος ὅμως καί ἡ θλίψη δέν πρέπει νά μᾶς καταβάλλουν, ἀλλά νά μᾶς βοηθοῦν νά στραφοῦμε στό μόνο Παρηγορητή καί Λυτρωτή τοῦ δικοῦ μας καί τοῦ ξένου πόνου. Μαζί μέ τά δάκρυα νά βγαίνει καί πιό θερμή ἡ προσευχή μας γιά τήν αἰώνια ζωή καί ἀνάπαυση τῶν προσφιλῶν μας.



Ἄς προσευχηθοῦμε αὐτή τήν ἱερή ἡμέρα μνήμης τῶν κεκοιμημένων στόν Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, λέγοντας:

Ἰησοῦ, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων, πρωτότοκε τῶν νεκρῶν, εὐλαβικά στέκομαι μπρός στούς τάφους τῶν γνωστῶν μου κι ἀγνώστων γιά νά ἐκδηλώσω τήν πίστη μου στήν αἰώνια ζωή, τήν ἐλπίδα στή μελλοντική ἀνάσταση καί τήν ἀγάπη γιά ὅλους ἐκείνους πού προηγήθηκαν ἐμοῦ στό ταξίδι τῆς ζωῆς. Δέ θά ἀφήνω νά μέ καταβάλλει ἡ θλίψη καί ἡ ἀπογοήτευση μπρός στό θάνατο, ἀλλά μέ ἐλπίδα ἀτενίζοντας τό σταυρό, πού ἐπισκιάζει τά μνήματα, θά κηρύττω ὅτι Σύ εἶσαι ἡ ἀνάσταση κι ἡ ζωή κι ὅποιος πιστεύει σέ Σένα κι ἄν ἀποθάνει θά ζήσει.

Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ

[1] Ἀποκαλύψεως α΄, 10 καί κ΄ 6

[2] Ἀποκαλύψεως α΄, 6

[3] Εὐλογητάριο τοῦ γ΄ ἤχου τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας

[4] Γενέσεως ιη΄, 27

[5] Ἀποκαλύψεως κ΄, 14

[6] «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 14

Τα Ψυχοσάββατα




Μεσα στην ιδιαίτερη μέριμνά της για τούς κεκοιμημένους η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς.
Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα,έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τούς οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά ζητά και τις προσευχές της Εκκλησίας γι’ αυτούς.
Στο δίπτυχο, που φέρνουμε μαζί με το πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, αναγράφονται τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύονται.
Σε ετήσια βάση η Εκκλησία έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα• το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Με το δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται η πίστη μας για την καθολικότητα της Εκκλησίας, της οποίας την ίδρυση και τα γενέθλια ( επί γης )  γιορτάζουμε κατά την Πεντηκοστή. Μέσα στη μία Εκκλησία περιλαμβάνεται η στρατευομένη εδώ στη γη και η θριαμβεύουσα στους ουρανούς.
Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα :  Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της  Επουράνιας Βασιλείας Του.
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.
Ο Θεός δεν περιορίζεται από τόπο και χρόνο. Γι Αυτόν είναι γνωστά και συνεχώς παρόντα όχι μόνο όσα εμείς αντιλαμβανόμαστε στο παρόν, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Το διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό η στον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο:
« Επί το βιβλίον δε σου και τα μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».
Ο Θεός έχει γραμμένες στο βιβλίο της αγάπης του και τις πράξεις που θα γίνουν στο μέλλον, άρα και τις προσευχές που αναπέμπουμε τώρα για πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν. Ως αιώνιος και πανταχού παρών ο πανάγαθος Κύριος μας Ιησούς Χριστός αγκαλιάζει με τη θεία του πρόνοια το άπειρο σύμπαν και τούς ατέρμονες αιώνες. Όλους τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν τούς νοιάζεται η αγάπη του• «η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β´ Κο 5,14).
Με αυτήν την πίστη αναθέτουμε στην αγάπη και στην αγαθότητα του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», τούς ζωντανούς αλλά και τούς κεκοιμημένους μας.



Τα Ψυχοσάββατα

Αναδημοσίευση από http://www.agioritikovima.gr/2011-07-14-22-28-56/5192-psuchoabbato

Του Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος

Μνημόσυνο

Γενικά μνημόσυνο ονομάζεται η τελετή εκείνη που γίνεται σε μνήμη νεκρών. Συνήθως είναι θρησκευτική και συνοδεύεται με σχετικές δεήσεις προς ανάπαυση της ψυχής των.

Θρησκευτικά μνημόσυνα
Το θρησκευτικό μνημόσυνο έχει δύο μορφές. Είτε ψάλλεται τρισάγιο στον τάφο του νεκρού είτε ψάλλεται επιμνημόσυνη δέηση στην εκκλησία μετά τη λειτουργία (συνήθως αμέσως πριν την απόλυση). Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο (“τριήμερα”) και στις εννιά ημέρες...
 (“εννιάμερα”) από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο “σαρανταήμερο” ή “στα σαράντα” (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες (“τρίμηνα”), στους έξι μήνες (“εξάμηνα”) και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία όπου γίνεται και η εκταφή.

Μετά το πέρας της τελετής του μνημοσύνου ακολουθεί το μοίρασμα κολλύβων στους συμμετέχοντες (όπως και στην κηδεία). Τα κόλλυβα ή “στερνά” είναι ένα γλύκισμα με κύρια συστατικά βρασμένο σιτάρι, σταφίδες και άλλα “ηδύσματα” καθώς και ζάχαρη. Αυτά λέγονται και “συγχώρια” επειδή καθένας που λαμβάνει για να φάει εύχεται τη συγχώρεση του νεκρού από τον Θεό με τη φράση “Θεός συγχωρέστον” ή “Θεός συγχωρέστω“. Κόλλυβα δε μοιράζονται στο τρισάγιο.


Ψυχοσάββατο

Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο, η προσευχή της Εκκλησίας κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένη στους κεκοιμημένους, σε ανάμνηση της εις Άδη καθόδου του Χριστού κατά το Μ. Σάββατο.

Ψυχοσάββατο όμως θεωρείται κυρίως το Σάββατο πριν την Κυριακή των Απόκρεω και το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής, οπότε και τελούνται επίσημα μνημόσυνα της Εκκλησίας υπέρ των κεκοιμημένων “των επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, [...] ευσεβώς ορθοδόξων, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομόναχων, ιεροδιακόνων, μοναχών, μοναζουσών, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, γονέων, συζύγων, τέκνων, αδελφών και συγγενών ημών εκ των απ’ αρχής και μέχρι των εσχάτων”.

Η καθιέρωση του Ψυχοσάββατου είναι μια υπόμνηση ότι το σώμα θα αναστηθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, για να ενωθεί με την αθάνατη ψυχή σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Το Ψυχοσάββατο στη Λαογραφία
Στη γιορτή των Αγ. Θεοδώρων τιμούνται μαζί, οι μεγαλομάρτυρες ΄΄Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων΄΄ του 3ου αιώνα και  Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης του 4ου αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεόδωρος ο Τήρων που ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν στρατιώτης επί Διοκλητιανού στο τάγμα των Τηρώνων (νεοσύλλεκτων), κατά τη διάρκεια λιμού στην περιοχή των Ευχαΐτων της Γαλατίας, έθρεψε τον πληθυσμό μιας πόλης με κόλλυβα. Από τότε καθιερώθηκε να προσφέρονται στους ναούς, το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών κόλλυβα.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η καθιέρωση των κόλλυβων συνδέεται με ένα θαύμα που έκανε ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων επί του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου, που ήταν αντίθετος στη νηστεία των χριστιανών. Ο αυτοκράτορας, διέταξε τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, όταν πλησίαζε η πρώτη εβδομάδα των νηστειών, να εξαφανίσουν από την αγορά κάθε είδους τρόφιμα και να αφήσουν μόνο τα ειδωλόθυτα, ώστε να αναγκαστούν οι χριστιανοί να φάνε από αυτά που προέρχονταν από τις θυσίες. Τότε ο άγιος Θεόδωρος παρουσιάστηκε ως οπτασία στον πατριάρχη Ευδόξιο και του φανέρωσε το σχέδιο του Ιουλιανού, υποδεικνύοντας του συγχρόνως να χρησιμοποιήσουν οι χριστιανοί, αντί για άλλη τροφή, κόλλυβα.

Προέλευση
Τα μνημόσυνα είναι πανάρχαιο έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως με δεήσεις, θυσίες και προσφορές ήταν δυνατόν να πετύχουν την συγνώμη των Θεών για τα αμαρτήματα των νεκρών (Ιλιάδα Ι 497). Υπήρχαν μάλιστα και ιερείς αγύρτες που επισκέπτονταν τις οικίες των πλουσίων, ισχυριζόμενοι πως είχαν από τους θεούς την εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες “ζώντων και νεκρών” με κατάλληλες γι΄ αυτές ιεροτελεστίες και θυσίες (Πλάτων “Πολιτείαι” Β’ 364).

Οι αρχαίοι έλληνες τελούσαν μνημόσυνο την 3η, την 9η και την 30ή από της ημέρας θανάτου, καλούμενο το τελευταίο “τριακάς” όπου γινόταν και νεκρόδειπνο, καθώς και κατ’ έτος κατά την επέτειο των γενεθλίων του αποθανόντος. Στο Άργος το πρώτο μνημόσυνο γινόταν υπέρ του νεκρού προς τιμή όμως του Απόλλωνα, το δε της 30ης προς τιμή του Ερμή. Γενικά σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο τελούνταν μνημόσυνα καλούμενα “Νεκύσια” με προσφορές οίνου, ελαίου, αρωμάτων και με θυσία κόκορα ή κότας, χρώματος όμως κατά κανόνα μαύρου.

Σε αντίθεση με τους αρχαίους Έλληνες οι Εβραίοι φαίνεται πως δεν τηρούσαν παρόμοιο έθιμο. Στη Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται μόνο μια φορά παρόμοιο γεγονός στο Β’ Μακκαβαίων (12, 43) όταν ο Ιούδας φέρεται πως έστειλε από λάφυρα πολέμου το χρηματικό ποσό των περίπου 2.000 δραχμών στο ναό της Ιερουσαλήμ για τέλεση μνημοσύνου “θυσίας” για τα αμαρτήματα των νεκρών Εβραίων που σκοτώθηκαν σε μάχη επειδή προς στιγμή είχαν παραπλανηθεί στην ειδωλολατρεία που γι΄ αυτόν τον λόγο και σκοτώθηκαν!.

Περί των μνημοσύνων των πρώτων χριστιανών έχουν αναφέρει οι Τερτυλλιανός, Κυπριανός, Αυγουστίνος, Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος Νύσσης κ.ά.

Από τους Βυζαντινούς χρόνους η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία τηρεί κατά παράδοση τέλεση μνημοσύνων υπέρ αναπαύσεως των νεκρών κατά τη 3η ημέρα από του θανάτου (που σχετίζεται με την Ανάσταση), την 9η, την 40η (που σχετίζεται με την Ανάληψη), στη συμπλήρωση 3 μηνών, 6 μηνών και έτους. Μετά τη συμπλήρωση έτους τελούνται μνημόσυνα υπέρ όλων των νεκρών της οικογένειας, Βασιλέων και λαϊκών κατά τον εσπερινό της Παρασκευής των Απόκρεων ενώ την Παρασκευή της Τυροφάγου μόνο για τους κληρικούς, καθώς επίσης (και για όλους) το Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων (α’ Σάββατο Νηστειών), το Σάββατο του Λαζάρου ως και στον εσπερινό της Παρασκευής της προηγουμένης του Ψυχοσαββάτου της Πεντηκοστής (κοινώς του Ρουσαλιού).

Ειδικότερα η Εκκλησία της Ελλάδος καθόρισε επιπλέον τη Γ’ Κυριακή των Νηστειών (ή Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως) ετήσιο μνημόσυνο των “υπέρ πίστεως και Πατρίδος αγωνισαμένων και πεσόντων…“. Παλαιότερα είχε επίσης καθορισθεί και η 29η Αυγούστου ετήσιο μνημόσυνο για τους πεσόντες εναντίον των συμμοριτών.

Εκκλησιαστικό δίκαιο
Σύμφωνα με τους κανόνες της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας μνημόσυνα τελούνται από αρχιερείς (αρχιερατικά) και ιερείς μόνο υπέρ νεκρών Ορθοδόξων Χριστιανών. Απαγορεύονται ρητά σε αφορεσμένους, αιρετικούς, όσοι αυτοκτόνησαν και μονομάχους εκτός κι αν μετανόησαν ειλικρινά πριν επέλθει το τέλος ή αποδειχθεί για όσους αυτοκτόνησαν ότι ενήργησαν με όχι “πλήρεις τας φρένας”.

Βιβλιογραφία
“Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ηλίου” τ.13
“Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” Δρανδάκη.
Β. Στεφανίδου, “Εκκλησιαστική Ιστορία απ’ αρχής μέχρι σήμερον”. Αθήναι 1948

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ* ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ* ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - Π. ΝΙΚΟΛΑΟΣ



ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ







ΟΛΙΓΑ ΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, λέγεται «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο.

Είναι το δεύτερο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους (το πρώτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω).

Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ’ ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής:
Επειδή πολλοί κατά καιρούς απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων μνημοσυνών,
«οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των άπ’ αιώνος ευσεβώς τελευτησάντων Χριστιανών».



Τα Κόλλυβα δε που προσφέρουν οι πιστοί κατά τις ημέρες αυτές γίνονται μόνον από σιτάρι και έχουν την έννοια, ότι, όπως τα σπέρματα του σιταριού θάβονται στη γη, σαπίζουν και μετά από πολύ καιρό καρπίζουν όμορφα, αγέρωχα και ζωντανά στάχυα, έτσι και ο άνθρωπος: Κατά την Ορθόδοξη Πίστη θάβεται νεκρός στο χώμα, σαπίζει, για να εγερθεί αφθαρτοποιημένος στη Δευτέρα Παρουσία, τότε που, σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστης μας, "προσδοκούμε ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος".


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.

Ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών, και το συμφέρον πάσιν απονέμων, μόνε Δημιουργέ, ανάπαυσον, Κύριε, τας ψυχάς των δούλων σου, εν Σοι γαρ ανέθεντο, τω Ποιητή και Πλάστη και Θεώ ημών.


Κοντάκιον. Ήχος ο αυτός.

Μετά των Αγίων ανάπαυσον, Χριστέ, τας ψυχάς των δούλων σου, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.

 

 

 



ΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ

"Περί των εν πίστει κεκοιμημένων"




"ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΟΙΜΗΘΗΣΑΝ"

ΟΤΙ ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ ΤΟΥΣ ΩΦΕΛΟΥΝ


   

1. Τα νόστιμα και ακριβά φαγητά όταν προ­σφέρονται συχνά, όχι μόνο τους πεινασμένους προκαλούν να φάνε, αλλά και τους χορτάτους. Το ίδιο και τα γλυκόπιοτα ποτά όχι μόνο τους δι­ψασμένους τραβάνε, αλλά και όσους έχουν πιει. Αλλά και με τους φιλόπλουτους παρόμοια συμ­βαίνουν, αφού όταν αποκτήσουν πλούτο ανεβαί­νει η αγάπη τους προς αυτόν και αγωνίζονται κα­θημερινά να τον επαυξήσουν.

Λοιπόν και σας τίμια μέλη της εκκλησίας, ιε­ρείς και πατέρες, αδελφοί και μητέρες και τέκνα αγαπητά, δεν σας ανάγκασε η στέρηση των θείων λόγων, ούτε η δίψα για τα ιερά μαθήματα και τη θεόπνευστη γνώση να τρέξετε στο λόγο που τώ­ρα σας προσφέρεται, αλλά θεοχαρίτωτη επιθυμία που σας οδηγεί ψηλότερα σε δύναμη και χάρη πνευματική.
Γιατί αυτό που πολλές φορές δεν μπορούν να βρουν οι τέλειοι, το βρίσκει ένα μικρό παιδί ή ένας νεοφώτιστος. Και αυτό που πολλές φορές δεν το βρίσκουμε στους τελείους, ή μπορεί να λείπει από τους τελείους, το βρίσκουμε σ’ ένα μικρό παιδί ή ένα νεοφώτιστο. Και αυτό που δεν πρό­σεξαν οι σοφοί φανερώθηκε σε αγράμματους, αυ­τό που ξέφυγε από τους δασκάλους ήρθε και φώ­τισε μαθητές. Για μας ούτε αυτό μπορώ να τολμή­σω να το πω, αλλά αφού μαζέψουμε τις ρόγες που έμειναν στο αμπέλι μετά τον τρύγο, και τα στά­χυα που λόγω της πληθώρας έμειναν στο χωράφι και γενικώς κάθε καρπό που εγκαταλείφθηκε πά­νω στα δένδρα μετά τη συγκομιδή, με αυτά, επα­ναλαμβάνω, τα εφόδια θα φιλέψουμε όσους θέ­λουν, και πάντα με τη βοήθεια του Χριστού του αληθινού βοηθού Θεού που επιβεβαιώνει το λόγο με έργα και αποδείξεις.

2. Το κούφιο και άδειο από κάθε καλό και α­γαπητό στο Θεό πράγμα και από κάθε θεοφιλή σκέψη φίδι, ο πατημένος κάτω από το πέλμα ε­χθρός, που κτυπιέται από τη φιλαδελφία, που κομματιάζεται από την πίστη, που νεκρώνεται α­πό την ελπίδα, που ταράζεται από τη συμπάθεια, το παράνομο αυτό φίδι επέπεσε με τρόπο παράνο­μο και άθεσμο πάνω σε κάποιους και τους φύτεψε την ιδέα ότι τάχα όλα τα αγαπητά στον Θεό έργα σε τίποτε δεν ωφελούν τους πεθαμένους. Υπενθυ­μίζει μάλιστα τα χωρία: «Τους απέκλεισε ο Θεός απ’ αυτά» (Ιώβ 3, 23), και «Ο καθένας θα αποκο­μίσει ανάλογα με όσα με το σώμα του έπραξε, είτε καλό είτε κακό» (Β’ Κορ. 5, 10), και «Ποιος θα σε δοξολογήση στον άδη;» (Ψαλμ. 6, 6), και «Συ θα πλήρωσης στον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ. 61, 13), ή το «Ό,τι έσπειρε ο καθέ­νας αυτό και θα  θερίση» (Γαλ. 6, 7).

Αλλά θα τους πούμε: Σοφοί εσείς, ερευνήστε και μάθετε ότι είναι μεγάλος ο φόβος από τον Δεσπότη των όλων Θεό, αλλά πιο πολύ υπερέχει η αγαθότητά του. Και οι απειλές είναι φοβερές, αλλ’ η φιλανθρωπία του αφάνταστα πιο μεγάλη. Τρομακτικές είναι και οι καταδίκες, αλλά λόγια δεν βρίσκονται για την καλωσύνη του.

3. Ακούστε τι λέει η θεία Γραφή: Πως ο Ιούδας ο Μακκαβαίος στη Σιών την πόλη του μεγά­λου βασιλέως, όταν είδε το λαό του θανατωμένο από τους εχθρούς, και αφού ερευνώντας βρήκε α­νάμεσά τους είδωλα, αμέσως πρόσφερε με κάθε ευλάβεια και αγάπη θυσία καθαρτική για τον κα­θένα απ’ αυτούς στον έτοιμο για ευσπλαχνία Κύριο. Και γι’ αυτή του την πράξη τον θαυμάζει και τον επαινεί η Γραφή. Αλλά και οι θείοι Από­στολοι, οι αυτόπτες μάρτυρες του Λόγου, που σα­γήνευσαν τον κόσμο, καθόρισαν να γίνεται κατά τη θεία λειτουργία μνημόνευση των πιστών νε­κρών. Αυτή την παράδοση χωρίς καμμιά αντίρ­ρηση την κρατεί η απλωμένη στα πέρατα του κό­σμου Εκκλησία του Χριστού και Θεού σταθερά από τότε μέχρι σήμερα και μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Οπωσδήποτε όχι αλόγιστα το καθιέ­ρωσαν, ούτε άδικα και τυχαία. Γιατί τίποτε ανώ­φελο δεν παρέλαβε η αλάθητη θρησκεία των χρι­στιανών, αλλά όλα όσα κρατεί στους αιώνες στα­θερά είναι και χρήσιμα και αρέσουν στο Θεό και βοηθούν στη σωτηρία.


ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

4. Ακόμα είπε ο Διονύσιος, αυτός που γνώρι­σε τα ουράνια, στη μυστική του θεωρία για τους κεκοιμημένους τα παρακάτω: «Οι προσευχές των αγίων και σ’ αυτή τη ζωή, αλλά πολύ περισσότε­ρο στη μετά θάνατο, επιδρούν σ’ αυτούς που εί­ναι άξιοι προσευχών, δηλ. στους πιστούς».

Και υστέρα από λίγο: «Ο θείος ιεράρχης, ο διδάσκαλος της θεαρχικής δικαίωσης ποτέ δε ζη­τούσε όσα δεν ήταν αρεστά στο Θεό και τα οποία του είχε υποσχεθή ότι θα του τα δώση με θεϊκό τρόπο. Για τον λόγο αυτόν και δεν τα εύχεται στους ανίερους δηλ. τους αβάπτιστους»... «Λοι­πόν ο θείος ιεράρχης ζητάει όσα αρέσουν στο Θεό και θα δωρηθούν οπωσδήποτε»... «Η ευχή της αγαθότητος του Θεού ζητάει να συγχωρεθούν όλα τα πταίσματα των κεκοιμημένων που έγιναν από την ανθρώπινη αδυναμία, και να τοποθετη­θούν στη χώρα των ζώντων, στους κόλπους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, απ’ όπου έ­χει φυγαδευθεί ο πόνος, το δάκρυ και ο στεναγ­μός. Και να παραβλέψη η θεαρχική εξουσία τις αμαρτίες που έκανε ο νεκρός από ανθρώπινη αδυ­ναμία, αφού, όπως λέει η Γραφή, «κανένας δεν εί­ναι καθαρός από αμαρτία»».

Βλέπεις, εσύ που αντιλέγεις, πώς βεβαιώνει ό­τι ωφελούν οι προσευχές εκείνους που αναχώρη­σαν με την ελπίδα στο Θεό;


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

5.Μετά τον Διονύσιο να ο συνώνυμος με τη θεολογία ο Γρηγόριος τι γράφει για τη μητέρα του στον επιτάφιο λόγο του αδελφού του Καισαρίου: «Ακούσθηκε κήρυγμα αξιοπρόσεκτο και ελαφρώνεται ο πόνος της μητέρας από την καλή και σύμφωνη με το θείο νόμο υπόσχεση, ότι θα τα δώσει όλα για το παιδί ως δώρο του επιτά­φιο»... «Όσα εξαρτώνται από μας τα κάναμε. Όμως και άλλα θα δώσουμε και θα προσφέρουμε τις ετήσιες τιμές και μνημόσυνα, εάν βεβαίως μείνουμε στη ζωή».

Βλέπεις ότι βεβαιώνει και χαρακτηρίζει κα­λές και θείες τις προσφορές που κάνουμε για κεί­νους που αναχώρησαν προς τον Κύριο και απο­δέχεται τα ετήσια μνημόσυνα;

 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

6.Ύστερα ο αληθινά Χρυσόστομος ο συνώνυμος με το χρυσό Ιωάννης, ο δάσκαλος της φιλοπτωχίας και της μετανοίας στην θεοφώτιστη ερμηνεία στις προς Φιλιππησίους και Γαλάτας επιστολές γράφει: «Εάν οι ειδωλολάτρες μαζί με τους νεκρούς καίνε και τα πράγματά τους, πολύ περισσότερο εσύ ο πιστός πρέπει να συνοδεύσης μαζί με τον πιστό και όσα του ανήκουν, όχι βεβαίως για να γίνουν στάχτη όπως στους εθνι­κούς, αλλά για να τον δοξάσεις περισσότερο. Και εάν ο νεκρός είναι αμαρτωλός για να γλυτώ­σει από τις αμαρτίες του, εάν δε είναι δίκαιος για να αυξηθή ο μισθός και ανταμοιβή του».

Και αλλού γράφει: «Ας σοφισθούμε κάποια ωφέλεια να προσφέρουμε σ’ αυτούς που έφυγαν. Ας τους βοηθήσουμε όσο είναι δυνατό. Μιλάω για τις ελεημοσύνες και τις προσφορές που πραγ­ματικά αυτές τους εξασφαλίζουν μεγάλη βελτίω­ση, κέρδος και ωφέλεια. Γιατί αυτά ούτε νομοθε­τήθηκαν ούτε παραδόθηκαν στην Εκκλησία του Θεού από τους σοφούς μαθητές του έτσι άσκοπα και τυχαία. Δεν θα μας παρέδιδαν δηλαδή να εύ­χεται ο ιερέας για τους κεκοιμημένους, εάν δεν γνώριζαν ότι αυτά τους ωφελούν και τους εξασφαλίζουν κέρδος».

 
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ  ΝΥΣΣΗΣ

7. Έπειτα μαζί με αυτούς και ο πάνσοφος Γρηγόριος Νύσσης έτσι γράφει: «Τίποτα δεν πα­ραδόθηκε έτσι ασυλλογίστως και ανωφελώς από τους κήρυκες και μαθητές του Χριστού και κρα­τήθηκε σ’ όλη την Εκκλησία. Το να μνημο­νεύουμε κατά την ώρα της ολόφωτης μυσταγω­γίας όσους κοιμήθηκαν με σωστή την πίστη τους είναι και ωφέλιμο στο νεκρό και αρεστό στο Θεό».

8. Γιατί το. «Εσύ θα αποδώσης στον καθένα ανάλογα με τα έργα του» και το. «Ο καθένας θα θερίσει ό,τι έσπειρε» και τα άλλα παρόμοια, λέ­χθηκαν οπωσδήποτε για την δευτέρα παρουσία του Κυρίου και για την κρίση που θα κάνει τότε και για το τέλος αυτού του κόσμου. Τότε βεβαίως δεν είναι καιρός για καμμιά βοήθεια και κάθε πα­ράκληση και ικεσία πηγαίνει χαμένη. Όταν δια­λυθεί το πανηγύρι δεν υπάρχουν εμπορεύσιμα πράγματα. Τότε πού θα είναι οι πτωχοί; Πού οι ιερείς να τελέσουν λατρεία; Πού οι ψαλμωδίες; Πού οι ευεργεσίες και οι αγαθοεργίες; Έτσι προ­τού φτάσει εκείνη η ώρα ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και ας προσφέρουμε στο φιλάδελφο και φιλάνθρωπο και φιλόψυχο Θεό την φιλαδελφία μας. Γιατί δέχεται ευχαρίστως όσα προσφέ­ρουμε και για όσους δεν πρόλαβαν, και έτσι να το πούμε, για όσους έφυγαν απροετοίμαστοι, και τα λογαριάζει σαν να ήταν έργα και προσφορές που έγιναν απ’ αυτούς. Θέλει ο φιλάνθρωπος Κύ­ριος να του ζητάνε και να δίνει τα αιτούμενα που είναι για σωτηρία, και μάλιστα υποτάσσεται ολο­κληρωτικά στην περίπτωση που κάποιος δεν α­γωνίζεται μόνο για τη δική του ψυχή, αλλ’ ενδια­φέρεται να προσφέρει κάτι και στον πλησίον του. Στην περίπτωση αυτή γίνεται μιμητής του Θεού ο άνθρωπος και τις δωρεές των άλλων τις ζητάει σαν δικές του χάρες και έτσι εξασφαλίζει την προϋπόθεση της τέλειας αγάπης, κερδίζει τον μακαρισμό για τους ελεήμονες και ωφελεί πάρα πολύ τη δική του ψυχή.

ΑΓΙΑ ΘΕΚΛΑ, ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ

9.Γιατί όμως θεωρείται το πράγμα τόσο δύ­σκολο; Μήπως την Φαλκονίλλα μετά το θάνατό της δεν την έσωσε η πρωτομάρτυς; Αλλά πιθανόν να ισχυρισθής ότι αυτή με την αξία της ως πρωτομάρτυς την έσωσε και έπρεπε να ακουσθή η προσευχή της. Κι εγώ σου λέγω πάνω σ’ αυτό: Σύμφωνοι. Εκεί ήταν η πρωτομάρτυς. Πρόσεξε όμως για ποιον έγινε η παράκληση! Έγινε για μια ειδωλολάτρισσα, που υπηρετούσε έναν καθαρά ανίερο και ξένο κύριο. Εδώ ένας πιστός απευθύνεται στον ίδιο Κύριο για χάρη άλλου πιστού. Βάλτα κοντά αυτά και σύγκρινέ τα και θα σου φύγει κάθε αμφιβολία.


 
ΑΓΙΟΣ ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ

10.Ας πάμε απ’ αυτά σε άλλα παρόμοια και ι­σοδύναμα. Και παραπέμπω στο βιβλίο του Παλλαδίου που έστειλε στο Λαύσο, όπου είναι γραμμένα με ακρίβεια τα θαύματα του μεγάλου και θαυματουργού Μακαρίου, ότι δηλ. ρωτώντας κά­ποιο κρανίο έμαθε όλα τα σχετικά με όσους εί­χαν πεθάνει. Και κοντά στα άλλα ρώτησε: Δεν βρίσκετε λοιπόν καμμιά παρηγοριά; (Το ρώτησε αυτό γιατί ο άγιος συνήθιζε να προσεύχεται για τους κεκοιμημένους και επιθυμούσε να βεβαιωθή ότι γίνονται πραγματικά προς όφελός τους). Ο φιλόψυχος Κύριος για να ικανοποίηση τον πιστό του υπηρέτη και να τον πληροφόρηση επέτρεψε στο ξερό κρανίο να μιλήση και να πη την αλή­θεια. Όταν, λέει, προσφέρης τις δεήσεις για τους νεκρούς τότε αισθανόμαστε μια μικρή ανακούφι­ση.

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

11. Κάποιος άλλος από τους θεοφόρους πατέ­ρες, είχε μαθητή με άτακτη ζωή. Όταν τελείωσε την ζωή του απερίσκεπτα, φανέρωσε ο φιλεύ­σπλαχνος Κύριος στον γέροντα, που τον παρακα­λούσε θερμά, ότι θα τον κάψει στη φωτιά μέχρι το λαιμό, όπως τον πλούσιο της παραβολής του Λαζάρου. Τότε ο άγιος άρχισε να παρακαλή θερ­μά και με δάκρυα τον Θεό. Ο Θεός κάμφθηκε και του αποκάλυψε ότι θα τον έχει στη φωτιά μέχρι τη ζώνη. Και πάλι ο γέροντας παρακάλεσε με πο­λύ κόπο και αγωνία και ο Θεός του έδειξε σε ο­πτασία ότι τον απάλλαξε τελείως από τη φωτιά της κολάσεως.

12. Αλλά ποιος μπορεί με τη σειρά να διηγηθή όλες τις μαρτυρίες που υπάρχουν σκόρπιες στους βίους των αγίων, από τις οποίες φαίνεται ότι οι προσευχές, οι λειτουργίες και οι ελεημο­σύνες που γίνονται για τους νεκρούς πολύ τους βοηθάνε και τους ωφελούν; Γιατί τίποτε δεν χά­νεται τελείως από όσα δανείσθηκαν στον Θεό, αλλ’ ανταποδίδονται απ’ αυτόν πολύ πιο επαυξη­μένα.

13. Όσο για το λόγο του προφήτου ότι «στον άδη ποιος θα σε δοξολογήση;» είπαμε πιο πάνω ότι, ναι μεν οι απειλές του εξουσιαστού Θεού εί­ναι φοβερές, αλλά τελικώς τις κατανικάει η ανεκ­διήγητη φιλανθρωπία του. Εξ άλλου και μετά α­πό το λόγο αυτόν του προφήτου έγινε μετάνοια στον άδη. Εννοώ τη μετάνοια εκείνων που πίστε­ψαν εκεί όταν κατέβηκε κοντά τους ο Δεσπότης. Αλλά κι εκεί δεν τους έσωσε όλους ο ζωοδότης Κύριος, παρά μόνον, όπως λέχθηκε, όσους πίστε­ψαν.

Μερικοί λένε ότι έσωσε όσους πίστεψαν πριν πεθάνουν, όπως οι πατέρες και προφήτες, οι κρι­τές και οι βασιλείς με τους τοπάρχες και κάποιοι άλλοι από τους Εβραίους, λίγοι και γνωστοί σε όλους. Αντιλέγομε όμως σ’ όσους υποστηρίζουν αυτό: Ότι δεν είναι δώρο ούτε παράδοξο και θαυ­μαστό το να σώσει ο Χριστός όσους πίστεψαν. Είναι δίκαιος κριτής και όποιος πιστεύει σ’ αυ­τόν δεν χάνεται. Έτσι έπρεπε να σωθούν και ν’ απαλλαγούν από τα δεσμά όλοι αυτοί όταν κατέ­βηκε ο Θεός και Δεσπότης στον άδη. Και αυτό το φρόντισε ο ίδιος ο Κύριος. Νομίζω όμως ότι εκείνοι που σώθηκαν μόνο από τη φιλανθρωπία του ήταν όσοι είχαν καθαρή ζωή και τελούσαν κάθε καλή πράξη. Και ενώ ζούσαν με λιτότητα, εγκράτεια και σωφροσύνη, δεν κατόρθωσαν να φθάσουν σε καθαρή θεϊκή πίστη, ούτε ασκήθη­καν σ’ αυτήν και έμειναν τελείως αδίδακτοι. Αυ­τούς, ο Δεσπότης που τους φροντίζει όλους, τους τράβηξε, τους σαγήνεψε με τα θεία του δίκτυα. Τους έκανε να τον πιστέψουν και τους φώτισε με τις θεϊκές του ακτίνες δείχνοντάς τους το αληθι­νό φως. Δεν το βαστούσε η καρδιά του, αυτός που είναι από μόνος του αγαθός, να πάνε χαμένοι οι κόποι τους, γιατί είχαν πράγματι κουραστική ζωή και περιορισμένη όσο δε λέγεται. Νίκησαν τα πάθη τους, αρνήθηκαν τις ηδονές και εμπρά­κτως έδειξαν την ακτημοσύνη και την εγκράτεια μαζί με την αγρυπνία και κάθε καλή πράξη. Όχι με ευσέβεια, αλλά σίγουρα πέρασαν τη ζωή τους νομίζοντας ότι τηρούν σωστά την παλιά υπόσχε­ση, αλλά ήταν λάθος.

Υπάρχουν και μερικοί που προσέγγισαν κά­πως το μεγαλείο της παντοδύναμης Τριάδος. Με­ρικοί προφήτευσαν την σάρκωση του Λόγου, τα σεπτά πάθη και την ανάσταση. Άλλοι μίλησαν για την παρθενική γέννηση αποκαλύπτοντας και το όνομά της: Μαρία είναι το όνομα της κόρης. Μερικοί ανέφεραν τις θαυματουργίες του Κυρίου στους νεκρούς, τους τυφλούς, μουγγούς, λεπρούς, κωφούς, παραλύτους, δαιμονισμένους, κτλ. τον περίπατο πάνω στη θάλασσα, τον πολλαπλασια­σμό των άρτων και ψαριών, την μετατροπή του νερού σε κρασί. Προφήτευσαν τη θεραπεία της αιμορροούσας και της συγκύπτουσας και πολλές άλλες.

Αυτούς η δύναμη του Λόγου δε θα τους άφηνε να χαθούν, ούτε θα έμεναν απλήρωτοι οι κόποι τους, γιατί ούτε ο χρόνος που διατέθηκε γι’ αυτά θα πάει χαμένος, ίσα - ίσα που επιστρέφεται πολλαπλάσιος σ’ αυτούς που έζησαν δίκαια.
      
Αντίθετα όσοι έζησαν με αισχρότητα και δεν έπραξαν κανένα καλό και επειδή είναι χωρίς σπόρο, και βρίσκονται και στη ζωή και στα λό­για και στην πίστη σε πλάνη, και δεν τους πότισε η ουράνια βροχή, δεν μπόρεσαν να καρποφο­ρήσουν. Σπόρο δεν είχαν, όταν ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης δεν άνθισαν και δεν καρποφόρη­σαν, αυτούς ο Χριστός δεν τους ωφελεί καθόλου. Δεν τους ανάστησε, όπως νομίζω, γιατί δεν επιδέχονταν σωτηρία. Εξ άλλου ούτε πίστεψαν σ’ αυ­τόν, γιατί χάλασαν το νου τους και τους σκότισε τα νοερά μάτια ο πρώτος δράκος (ο διάβολος) τον οποίον εξ αρχής λάτρευσαν. Έτσι ώστε, φυ­σικά, ενώ έβλεπαν δεν κατανοούσαν και ενώ ά­κουγαν δεν καταλάβαιναν καθόλου (Λουκ. 8, 10). Αντίθετα όλοι οι άλλοι, όσοι είχαν σπόρο, όταν φάνηκε ο ήλιος βλάστησαν και όταν έπεσε η βροχή έβγαλαν καρπό.

Να που μας ανέβασε ο λόγος να λύσουμε με τη βοήθεια του Θεού κάποια πράγματα που ήταν σκοτεινά. Και αυτό όχι με τρόπο κατηγορηματι­κό, γιατί είμαι ανάξιος, αλλά συμπερασματικά α­πό την αγάπη προς τους αδελφούς. Αυτούς, όπως νομίζω, τους έσωσε ο Χριστός στον άδη.

14. Με τη συνεργεία του Χριστού αποδείχθη­κε ότι στον άδη έγινε μετάνοια. Αυτό δε σημαίνει ότι καταργούμε την προφητεία, όχι ποτέ. Α­πλώς θέλουμε να δείξουμε ότι ο πανάγαθος Κύ­ριος νικιέται από την αγάπη του στον άνθρωπο. Το ίδιο έγινε και με το λόγο. «η Νινευΐ θα καταστραφή» (Ιωνάς 3, 4), που όμως δεν καταστράφηκε, γιατί νίκησε η αγαθότητα τη δίκαιη κρίση του Θεού. Και στον Εζεκία: «τακτοποίησε τα του οίκου σου γιατί θα πεθάνης και δε θα ζήσεις» (Δ’ Βασ. 20, 1) και όμως δεν πέθανε. Και στον Αχαάβ του διαμήνυσε. «θα προκαλέσω δεινά», αλ­λά δεν τα προκάλεσε, και είπε «είδες πως συγκι­νήθηκε ο Αχαάβ» (Γ’ Βασ. 20, 21). Πάλι δηλ. νί­κησε η αγαθότητα την απόφαση, όπως εξάλλου γίνεται σε πολλές άλλες περιπτώσεις και θα γίνε­ται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, μέχρι που θα ρθη το τέλος του πανηγυριού και δεν θα υπάρχη καιρός για βοήθεια, αλλά θα είναι μόνος ο άν­θρωπος και το φορτίο του. Ενώ τώρα είναι και­ρός. Είναι καιρός για εργασία, καιρός συναλλα­γής, καιρός προσπάθειας, κόπου και μόχθου. Και μακάριος όποιος δεν απέκαμε και δεν κουράσθη­κε να ελπίζει. Πιο μακάριος όμως είναι όποιος α­γωνίσθηκε και για τον εαυτό του και για τον πλη­σίον του.

15. Γιατί αυτό, δηλ. το να τρέχει κανείς σε βοήθεια του πλησίον, κατευχαριστεί και χαροποιεί το φιλεύσπλαχνο Θεό. Ο φιλάνθρωπος το επιδιώκει αυτό και το θέλει γιατί μας δίδεται η δυνατότητα να αλληλοευεργετούμαστε τόσο εδώ όσο και μετά θάνατο. Γιατί αν αυτό δεν το ήθελε και δεν ήταν σωστό στα μάτια του δεν θα μας έδι­νε το δικαίωμα να μνημονεύουμε τους πεθαμέ­νους στη θεία λειτουργία, να κάνουμε τα μνημό­συνα και τις άλλες τελετές στις τρεις ημέρες, στις εννέα, στις σαράντα, στο χρόνο. Πρακτική την οποία αποδέχεται στο σύνολό της η καθολική και αποστολική Εκκλησία και εφαρμόζει ο πιστός λαός του Θεού χωρίς καμμιά επιφύλαξη ή αμφισβήτηση. Αλλιώς, αν δηλ. αυτά ήταν μια κοροϊδία χωρίς κανένα όφελος, σε κάποιον από τους θεοφόρους αγίους πατέρες και πατριάρχες θα ερχόταν η φώτιση να σταματήσει την πλάνη. Κανένας όμως ούτε καν δοκίμασε ποτέ να τα εξα­λείψει. Και επί πλέον μάλιστα τα επικύρωσαν με την καθημερινή πράξη, τα επαυξήσανε και προσθέσανε και καινούργια στοιχεία.


 
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ

16. Καιρός όμως να θυμηθούμε και άλλες ι­στορίες. Λοιπόν ο Γρηγόριος ο Διάλογος, ο της παλαιάς Ρώμης επίσκοπος, ξακουστός, και έτσι τον ξέρουν όλοι, ως άνδρα άγιο και σοφό, που ό­ταν λειτουργούσε ήταν πάντα μαζί του και ένας άγγελος συλλειτουργός του, λένε, ότι ενώ περπα­τούσε στο δρόμο σταμάτησε την πορεία του για να προσευχηθή στον Κύριο να συγχωρήσει τις α­μαρτίες του βασιλέως Τραϊανού. Του ήρθε τότε ουράνια φωνή που του είπε: «Άκουσα την προ­σευχή σου και δίνω συγχώρηση στον Τραϊανό. Εσύ όμως να σταματήσης να προσφέρης προσευ­χές για τους ασεβείς». Ότι αυτό είναι αλήθεια το βεβαιώνει ολόκληρη η Ανατολή και η Δύση. Βλέπεις που αυτό είναι ανώτερο από την περίπτωση της Φαλκονίλλας! Γιατί εκείνη στο κάτω κάτω δεν έκανε κακό σε κανέναν, ενώ αυτός έγινε αιτία πικρού θανάτου πολλών μαρτύρων.

17. Κύριε και Δέσποτα, είσαι θαυμαστός και αξιοθαύμαστα τα έργα σου και δοξολογούμε τη μεγάλη σου ευσπλαχνία, γιατί γέρνεις προς την φιλανθρωπία, παρέχεις ευκαιρίες στους δούλους σου και για τη φιλανθρωπία και για την ακλόνη­τη πίστη και ελπίδα σε σένα. Και ακόμα με τους υπηρέτες σου μας έμαθες να κάνουμε κι εμείς α­γαθοεργίες ο ένας στον άλλον, να προσφέρουμε διάφορες θυσίες και να κάνουμε προσφορές, να στέλνουμε ύμνους, ψαλμωδίες και προσευχές, όχι τυχαία και μάταια. Γιατί εσύ είσαι αμετακίνητος και πλούσιος δοτήρας πολλαπλάσιας ανταπόδο­σης σ’ όλους όσους κάτι προσφέρουν για τη δό­ξα σου, και γενικά τίποτε δεν είναι χωρίς όφελος από όσα γίνονται στο όνομά σου.

18. Δεν πρέπει να περάσει από το μυαλό κανε­νός, αδελφοί και πατέρες, ότι αυτά που προσφέ­ρονται με πίστη στο Θεό δεν φέρνουν πίσω πλού­σια την ανταμοιβή τόσο σε εκείνον που προσφέ­ρει, όσο και σε εκείνον για τον οποίο προσφέρο­νται. Παράδειγμα εκείνος που θα αλείψη κάποιον άρρωστο με μύρο ή αγιασμένο λάδι. Πρώτα δέχε­ται ο ίδιος τη χρίση και στη συνέχεια χρίει τον άρρωστο. Έτσι αυτός που τρέχει για τη σωτηρία του πλησίον πρώτα ωφελεί τον εαυτό του και με­τά τον πλησίον. Ο Θεός δεν είναι άδικος, για να ξεχνάει το έργο που γίνεται.

Ο ΜΕΓΑΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

19. Ο Μέγας Αθανάσιος στον ωραιότατο λό­γο του για τους κοιμηθέντας γράφει: «Μη αρνεί­σαι να προσφέρης λάδι και να ανάβης κεριά στον τάφο του, επικαλούμενος Χριστόν τον Θεόν, και αν ακόμα ο κοιμηθείς τελείωσε ευσεβώς τη ζωή του και τοποθετήθηκε στον ουρανό. Γιατί αυτά είναι ευπρόσδεκτα από το Θεό και προσκομίζουν μεγάλη την ανταπόδοσή του, γιατί το λάδι και το κερί είναι θυσία και η θεία λειτουργία εί­ναι εξιλέωση. Η δε αγαθοεργία φέρνει τελικά προσαύξηση σε κάθε αγαθή ανταπόδοση. Ο σκο­πός του προσφέροντος για την ψυχή κοιμηθέντος είναι ίδιος με τα όσα κάνει όποιος έχει μικρό παιδί άρρωστο και αδύναμο, για το οποίο προ­σφέρει στον ιερό ναό κεριά, θυμίαμα και λάδι με πίστη και τα χαρίζει όλα για το παιδί του. Τα κρατάει και τα προσφέρει με τα χέρια του σαν να τα κρατάει και να τα προσφέρη το ίδιο το παιδί, ακριβώς δηλ. όπως γίνεται όταν στο βάπτισμα αποκηρύσσεται ο σατανάς από τον ανάδοχο για λογαριασμό του νηπίου. Παρομοίως πρέπει να θεωρείται και όποιος πέθανε πιστός στον Κύριο, ότι κρατάει και προσφέρει τα κεριά και το λάδι, και όλα όσα προσφέρονται για τη λύτρωσή του. Έτσι με τη χάρη του Θεού η προσπάθεια που γί­νεται με πίστη δε θα πάει χαμένη. Να είστε σίγουροι ότι οι θείοι απόστολοι και οι θεοδίδακτοι διδάσκαλοι και οι θεόπνευστοι πατέρες, αφού πρώτα ενώθηκαν με το θείο και φωτίσθηκαν καθόρισαν με τρόπο θεάρεστο τις λειτουργίες, τις προσευχές και τις ψαλμωδίες, που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη εκείνων πού πέθαναν. Και όλα αυτά μέχρι σήμερα, πάντα με τη χάρη του φιλανθρώπου Θεού, αυξάνονται και συμπληρώνονται σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντος για να δοξάζεται και να εξυμνείται ο Κύριος των κυρίων και Βασι­λεύς των βασιλευόντων».

20. Αλλά έρχεται ο αντίθετος και λέει: «Εάν έτσι έχουν τα πράγματα θα σωθούν όλοι και κα­νείς δε θα χαθή».

Μακάρι να συμβή αυτό. Αυτό είναι που επιθυ­μεί, που επιδιώκει, που θέλει, και αυτό είναι που ευχαριστεί τον πανάγαθο Κύριο, να μη στερηθή κανένας τις δωρεές του. Σάμπως τα βραβεία και τα στεφάνια τα ετοίμασε για τους αγγέλους; Γι’ αυτούς ήρθε από τον ουρανό και πήρε σάρκα από την Παρθένο, έγινε άνθρωπος και έπαθε; Στους αγγέλους πάλι θα πη «ελάτε ευλογημένοι του πα­τέρα μου να κληρονομήσετε την ετοιμασμένη βα­σιλεία»; (Ματθ. 25, 34). Δεν μπορεί να υπάρχη άλλη γνώμη. Αυτός που έπαθε για τον άνθρωπο, για τον άνθρωπο ετοίμασε και τα βραβεία. Εξ άλλου ποιος καλεί φίλους και δεν χαίρεται να του έρθουν όλοι και να χαρούν μαζί του; Γιατί για ποιον έκανε τις ετοιμασίες; Αν αυτό το θέ­λουμε εμείς φανταστείτε πόσο περισσότερο το θέλει ο μεγαλόδωρος και από τη φύση του πανά­γαθος και φιλάνθρωπος Θεός, που χαίρεται πε­ρισσότερο μοιράζοντας και παρέχοντας δώρα, α­πό όσο χαίρεται εκείνος που τα λαμβάνει.

21.Όσοι αμφισβητούν τα παραπάνω να προ­σέξουν. Τον κάθε άνθρωπο που φρόντισε και έκανε έστω μικρά ζύμη από αρετές και δεν πρόλαβε να τη μεταβάλη σε άρτο, ήθελε σίγουρα, ήταν στην επιθυμία του, αλλά είτε από αμέλεια, είτε α­πό τεμπελιά, είτε από ατολμία, είτε από αναβολή, σήμερα - αύριο, και τον πρόλαβε και τον θέρισε ο θάνατος απρόσμενα, χωρίς να το περιμένη, αυτόν δεν πρόκειται να τον λησμονήσει ο δίκαιος Κριτής και Δεσπότης. Στην περίπτωση αυτή θα παρακίνηση, μετά το θάνατό του, τους δικούς του φίλους και συγγενείς και θα συγκίνηση τις ψυχές τους για να τον βοηθήσουν. Τότε αυτοί παρακινημένοι από το Θεό, που θα τους ανάψει τις ψυχές να αγαπήσουν, αυτοί θα τρέξουν να καλύψουν το κενό εκείνου που πέθανε.

Και αντιθέτως για εκείνον που έζησε μέσα στην αμαρτία, σε μια ζωή γεμάτη με αγκάθια και βρωμιές, που δεν άκουσε ποτέ τη φωνή της συνει­δήσεώς του, που κυλιόταν χωρίς φόβο και ντρο­πή στις δυσωδίες των ηδονών με μόνη φροντίδα να ικανοποιή τις ορέξεις της σαρκός του, με κα­νένα ενδιαφέρον για την ψυχή, με φρόνημα καθα­ρά σαρκικό και κοσμικό, σ’ αυτόν, όταν έρθη η ώρα του θανάτου, κανένας δε θα δώση χέρι βοη­θείας. Όλα θα εξελιχθούν έτσι ώστε να μη τον βοηθήση ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, ούτε οι φίλοι του και συγγενείς, ούτε κανένας αφού ο Θεός δεν τον έχει μετρημένο με τους δι­κούς του.

22.Εύχομαι, αν είναι δυνατόν, να με βοηθήσουν οι φίλοι μου να μην αφήσω κανένα υστέρη­μα. Εάν όμως φτάσω στο τέλος χωρίς να είμαι έ­τοιμος και ως άνθρωπος αφήσω κανένα υστέρη­μα, παρακαλώ τον Κύριο να συγκίνηση τις ψυχές των φίλων και συγγενών, να ζεστάνει τις καρδιές τους για να με βοηθήσουν μετά το θάνατό μου με έργα αρεστά στο Θεό. Κύριε, Θεέ των θαυμάτων και βοηθέ των απόρων σε ικετεύω, την ώρα εκεί­νη να μη βρεθώ με κανένα υστέρημα, σε τίποτε λειψός τόσο εγώ όσο και όσοι πιστεύουν σε σέ­να.

 Αλλά ας ακούσομε τί λέει, τί διδάσκει ο ιε­ρός Χρυσόστομος, που τον ανέφερα και νωρίτερα: «Εάν δεν πρόλαβες να ρυθμίσεις όλα τα ζη­τήματα της ψυχής όσο ζούσες, τότε φρόντισε, έ­στω και στα τελευταία σου, να αφήσης εντολή στους δικούς σου να σου στείλουν όλα τα δικά σου μαζί σου και να σε βοηθήσουν. Εννοώ βε­βαίως τις ελεημοσύνες και τις προσφορές. Έτσι θα μαλακώσεις τον Λυτρωτή απέναντί σου, αφού με αυτά ευχαριστιέται και τα δέχεται».

Και αλλού γράφει ο ίδιος: «Στη διαθήκη σου βάλε να σε κληρονομήση μαζί με τα παιδιά σου και ο Δεσπότης Χριστός. Βάλε στο χαρτί και το όνομα του Κριτή και μη παραλείπης τους φτω­χούς. Και εγώ εγγυώμαι γι αυτούς. Αυτό δεν ση­μαίνει πως έχετε το δικαίωμα να δικαιολογείσθε για να μην κάνετε ελεημοσύνες όσο είστε ζωντα­νοί, δεν είναι αφορμή για να αφήνετε τις ελεημο­σύνες για μετά το θάνατο. Μια τέτοια σκέψη εί­ναι εντελώς απαράδεκτη, ντροπιαστική και ξένη από το θέλημα του Θεού. Ίσα-ίσα είναι πολύ κα­λό και πολύ αρεστό στο Θεό και καλοδεχούμενο απ’ αυτόν να στολίζη ο κάθε θεοσεβής και θεοφο­βούμενος χριστιανός τον εαυτό του με όλες τις α­γαθοεργίες. Να απομακρύνεται από κάθε ακαθαρ­σία πνευματική. Να ακολουθεί τις φωτεινές εντο­λές του Θεού για να μπορή να του πη θαρρετά, όταν θα βρεθή μπροστά του, «η καρδιά μου είναι έτοιμη, Θεέ μου, η καρδιά μου είναι έτοιμη» (Ψαλμ. 107, 2). Και έτσι ετοιμασμένος να μπόρε­ση να υποδεχθή τους αγγέλους που κατεβαίνουν να τον παραλάβουν».

Αυτό όμως λίγοι το κάμνουν και το πετυχαί­νουν, κατά το λόγιο: «λίγοι είναι αυτοί που σώζονται» (Λουκ. 13, 23). Βεβαίως αυτό δεν το είπε τυχαία η Σοφία του Θεού, αλλά με κάποιο, θα έ­λεγα, παράπονο ότι «λίγοι είναι όσοι σώζονται». Πράγματι γνωρίζομε ότι πολύ δύσκολο να βρε­θούν σ’ αυτή την κατηγορία άνθρωποι. Αναγκα­στικά λοιπόν πηγαίνομε στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με τη διδασκαλία των αποστόλων και των πατέρων. Ώστε οι κεκοιμημένοι, με τη βοή­θεια του Θεού, να ωφελούνται. Η φιλανθρωπία να αυξάνεται. Να επιβεβαιώνεται η ελπίδα της α­ναστάσεως. Να δυναμώνη η προσευχή στον Θεό. Να πυκνώνη το εκκλησίασμα στους ιερούς ναούς και να είναι πιο θερμό. Και να παίρνη όλο και πιο μεγάλες διαστάσεις η αγαθοεργία προς τους φτωχούς.

23-24. Δείτε με πόσους τρόπους η υπόθεση γί­νεται επικερδής και ωφέλιμη και από πόσα επιβεβαιώνεται η βοήθεια προς τους κεκοιμημένους. Γιατί γίνεται αφορμή σωτηρίας και των καταλεγόντων. Επειδή αν σβήσεις την αιτία χάνεις και τα αποτελέσματα. Ποια ανάγκη θα έπειθε τους μι­κρόψυχους να προθυμοποιηθούν και να την τελέ­σουν εάν δεν ήταν σίγουροι ότι θα απαλλάξουν τους δικούς τους από τα παραπτώματα; Τότε πια δεν θα γράφονται στις διαθήκες μερίδια για τους πτωχούς. Θα σταματήσουν οι λειτουργίες υπέρ των νεκρών, οι ψαλμωδίες και οι άλλες τελετές και τα μνημόσυνα που γίνονται στις τρεις μέρες, στις εννέα, στις σαράντα, στο χρόνο, όλα δηλ. αυτά που όχι τυχαία τα καθιέρωσαν οι διδάσκα­λοι. Μακάρι όμως να μη συμβή κάτι τέτοιο ή να παραλείψουμε κάτι από αυτά.

25. Υπάρχει όμως το ερώτημα: Τί γίνεται με τους ξένους, τους πτωχούς και γενικά μ’ εκείνους που δεν έχουν δικούς τους για να βοηθήσουν και να τρέξουν, ούτε μπορούν να αφήσουν κληρονο­μιά ή να τελέσουν λειτουργίες, ή ελεημοσύνες; Άραγε επειδή δεν έχουν ανθρώπους να τους συ­μπονέσουν θα χάσουν την ευκαιρία της σωτη­ρίας; Μήπως είναι άδικος ο Θεός να δίνη σε ό­σους έχουν και μπορούν και να στερή όσους δεν έχουν; Βγάλτε αυτό από το μυαλό σας, γιατί είναι δίκαιος ο Θεός και Δεσπότης, ή για να πούμε την ακρίβεια αυτός είναι η ίδια η δικαιοσύνη, είναι η σοφία, η αγαθότητα και η μόνη δύναμη. Η δι­καιοσύνη του θα μέτρηση σωστά στον άπορο τα όσα έχει ο πλούσιος. Η σοφία του θα κάνη τα πράγματα έτσι που θα καλυφθούν οι ελλείψεις.

Η δύναμή του θα αποδυνάμωση τον δυνατό και θα ενισχύση τον αδύνατο. Η αγαθότητά του θα σώση το πλάσμα του, εάν βεβαίως αυτό δεν είναι από την μερίδα που συχαίνεται την ορθή πίστη και που η αριστερή πλάστιγγά του βαραίνει πολύ.

Γιατί λένε οι φωτισμένοι από το Θεό άνδρες, ότι η κατάσταση της τελευταίας στιγμής και οι πράξεις ζυγίζονται σε μια ζυγαριά. Και εάν η ζυ­γαριά κλίνη προς τα δεξιά είναι φανερό ότι την ψυχή αυτή θα την πάρουν οι δεξιοί άγγελοι. Εάν η ζυγαριά ζυγιάζεται στα ίσα τότε νικάει η φι­λανθρωπία του Θεού. Αλλά κατά τους θεολόγους και αν η ζυγαριά γέρνη λίγο προς τα αριστερά τότε το λίγο έλλειμμα το αναπληρώνει η ευσπλα­χνία του Θεού. Έχομε τρεις λοιπόν θείες κρίσεις του Δεσπότου. Δίκαιη η πρώτη. Φιλάνθρωπη η δεύτερη. Υπεράγαθη η τρίτη. Υπάρχει όμως και μια τέταρτη. Είναι όταν οι πονηρές πράξεις είναι κατά πολύ βαρύτερες. Τότε αλλοίμονο, αδελφοί μου. Όμως και εδώ η κρίση του Θεού είναι δί­καιη, αφού αποδίδει με δικαιοσύνη όσα ανήκουν στον καθένα.

26. Μερικοί επικαλούνται τα λόγια του μακα­ρίου και ουρανοφάντορα Βασιλείου: «Μη πλανιέ­στε, ο Θεός δεν κοροϊδεύεται» (Γαλ. 6, 7). «Ο νε­κρός δεν μπορεί να θυσιάζη και να κάνη προσφο­ρές. Σάμπως μπορείς με αποφάγια να στρώσης τραπέζι στους λαμπρούς απεσταλμένους του βα­σιλέως; Γιατί αν εκείνος που προσφέρει από το περίσσευμά του δεν γίνεται δεκτός, εσύ θα προσφέρης στον ευεργέτη ό,τι σου περίσσεψε μετά από μια ζωή;» Σ’ αυτούς απαντάμε έτσι: Καλά τα λέει ο Μέγας Βασίλειος. Πρέπει όμως να δούμε σε ποιον τα λέει. Τα λέει στους πλεονέκτες, στους σκληρούς άρπαγες, στους άσπλαχνους και άπονους. Να πως τους ονομάζει: «Μιλάμε σε πέ­τρινη καρδιά. Όταν ζούσες μέσα στις ηδονές, στην καλοπέραση, στην καλοζωή σου τότε δεν καταδεχόσουν ούτε ένα βλέμμα να ρίξης στους πτωχούς. Όταν θα πεθάνης ποιος μισθός σου ο­φείλεται;»... Και πάλι αλλού λέει ο ίδιος: «Δεν μου επιτρέπει το σπίτι του γείτονα να έχω θέα»... «Ο άρπαγας δε σέβεται ούτε το χρόνο ούτε έχει φραγμούς, αλλά όλα σαν φωτιά τα αγκαλιάζει και τα εκμεταλλεύεται και σαν το ορμητικό ποτάμι παρασύρει τα πάντα μπροστά του». Πολλά τέτοια γράφει στο βιβλίο του το ιερό και είναι φανερό ότι απευθύνεται σ’ αυτούς που όχι μόνο δεν έδω­σαν κάτι για τους πτωχούς, αλλά φρόντιζαν να αρπάζουν και όσα ανήκαν σ’ αυτούς.

27. Και να μην ακούσω κανέναν να λέη: Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι με πλούτο και να μη λυπούνται τους πτωχούς; Και βεβαίως υπάρχουν, όπως έχει λεχθή σε πολλές εποχές, αλλά και στα χρόνια του αξέχαστου και οσιωτάτου Ιωάννου του Ελεήμονος, ο Πέτρος ο τελώ­νης που από άσπλαχνος μεταστράφηκε σε ελεή­μονα και άγιο. Λέγεται στην ιστορία του ότι ήρ­θε σε έκσταση και είδε να ζυγίζονται οι πράξεις του. Παρατήρησε τότε ότι στη δεξιά πλάστιγγα της ζυγαριάς υπήρχε καθαρό καινούργιο σιτάρι, που το είχε πετάξει με μανία στο πρόσωπο ενός πτωχού. Το σπουδαίο είναι ότι του πέταξε σιτάρι γιατί δεν είχε πρόχειρη πέτρα. Από την οπτασία αυτή ο μακάριος Πέτρος μεταστράφηκε σε μεγά­λη θεοσέβεια.

28. Νομίζω ότι φάνηκε σε ποιους σκληρούς α­πευθύνεται ο Μ. Βασίλειος. Γιατί στον καιρό του έπεσε μεγάλη πείνα. Και οι πλούσιοι έγιναν πιο σκληροί με την τσιγγουνιά τους, τη στιγμή που οι πτωχοί πέθαιναν από την πείνα. Τότε ο άρι­στος αυτός ποιμένας με τα λόγια του, και ας ήταν σκληρά, άνοιξε τις αποθήκες σε όσους τους ήσαν περιττές και δεν τις είχαν ανάγκη. Αν δεν μιλού­σε έτσι με τα σκληρά του λόγια δε θα μπορούσαν να τραφούν οι πτωχοί, ούτε και οι πλούσιοι θα γίνονταν συμπονετικοί. Ε, αυτός έτσι έκανε.

29. Είναι ανάγκη να στρέψουμε την προσοχή μας όλη προς την ημέρα εκείνη της φρικτής πα­ρουσίας, δηλ. της δευτέρας του Κυρίου και αυτή να κατευθύνη τις ενέργειές μας, φοβούμενοι μή­πως κατηγορηθούμε από τους συγγενείς μας ότι δεν ενεργήσαμε σωστά, και μάλιστα όσοι πήραμε απ’ αυτούς εντολές και μας δώσανε για φύλαξη και διαχείριση περιουσίες. Και μη νομίσει κα­νείς ότι στη παγκόσμια εκείνη συγκέντρωση δεν θα αναγνωρισθούμε μεταξύ μας, δηλ. μην περά­σει από το μυαλό κανενός ότι μπορεί να αποφύγουμε ανεπιθύμητες συναντήσεις εκεί και θα μεί­νουμε αγνώριστοι μεταξύ μας. Η αλήθεια είναι ότι θα αναγνωρισθούμε όλοι όχι από την εξωτε­ρική μορφή, αλλά με το εσωτερικό μας μάτι, το διορατικό μάτι της ψυχής μας. Ίσως τώρα ρωτάς από πού το ξέρουμε αυτό; Άκουσε τον ίδιο τον Κύριο να μιλάη με την παραβολή του πτωχού Λαζάρου και να διδάσκη: «Σηκώνοντας τα μάτια του ο πλούσιος γνώρισε τον πτωχό Λάζαρο που αναπαυόταν στους κόλπους του πατριάρχη Αβρα­άμ» (Λουκ. 16, 2), γνώρισε δηλ. τον πτωχό Λάζα­ρο και τον πατριάρχη Αβραάμ. Και δε θέλω να πη κανείς ότι η ιστορία είναι παραβολική και η υπόθεση αναπόδεικτη. Γιατί οι θείες παραβολές του Σωτήρος αναφέρονται σε θέματα υπαρκτά, δυνατά και αποδεδειγμένα.

30. Για το ίδιο θέμα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυ­σόστομος μας λέει: «Όχι μόνο τους γνωστούς μας απ’ αυτό τον κόσμο θα αναγνωρίσουμε, αλλά και αυτούς που ποτέ δεν συναντήσαμε και δεν γνωρίσαμε. Δεν έχεις δει τον Αβραάμ, ούτε τον Ι­σαάκ, ούτε τον Ιακώβ, ούτε τους προπάτορες, ού­τε τους προφήτες και τους αποστόλους και τους μάρτυρες. Όμως όταν τους δης σε εκείνη τη συ­γκέντρωση θα τους αναγνώρισης όλους και θα πης: Να ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και οι άλλοι πατριάρχες. Να ο Πέτρος και ο Παύλος και όλοι οι άλλοι απόστολοι. Να ο προπάτορας Δαβίδ και οι τόσοι προφήτες. Να ο Πρόδρομος, ο πρωτομάρτυς Στέφανος και το πλήθος των α­γίων».

Αλλά και ο Βασίλειος, που είναι σπουδαίος στα πνευματικά πράγματα όταν απευθύνεται στους πλεονέκτες λέει: «Δε θα φανταστής μπρο­στά στα μάτια σου το μεγάλο δικαστήριο του Χριστού όπου θα στέκονται γύρω σου και θα σου φωνάζουν όλοι όσους αδίκησες! Γιατί όπου και να στρέψης τα μάτια σου θα βλέπης τις εικόνες των κακών. Εδώ πτωχούς που έδειρες, εκεί ορφα­νά και χήρες, τους υπηρέτες που χτύπησες και τους γείτονες που έκανες να θυμώσουν», και όσα τέτοια λέει εκεί.

31. Ο Εφραίμ που είναι ο καλύτερα ενημερω­μένος για τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου έτσι μας διδάσκει: «Τότε και τα τέκνα θα κατακρίνουν τους γονείς, αν δεν έχουν πράξει καλά έργα. Την ώρα εκείνη βλέπουν και οι κακοί τους γνωστούς τους. Και αν συμβή να καταριθμηθούν στα δεξιά μέρη, τότε στην ώρα του χωρισμού θρηνούν τη  συγκέντρωση».

Πάλι ο συνώνυμος της Θεολογίας λέει: «Τότε θα δω τον Καισάριο (Δηλ. τον αδελφό του) λα­μπρό, δοξασμένο, να χαίρεται, όπως μου φανερώ­θηκες και στον ύπνο πολυαγαπημένε αδελφέ μου».

Αλλά και ο περίφημος στο βίο και στο λόγο θεμέλιος της Εκκλησίας του Θεού, ο Αθανάσιος γράφει για τους κεκοιμημένους που ήταν αφοσιω­μένοι στον Κύριο: «Και αυτό ακόμα δώρισε ο Κύριος σε εκείνους που θα σώζονται: Το ότι δηλ. θα είναι όλοι μαζί μέχρι την κοινή ανάσταση και θα χαίρονται και έτσι θα περιμένουν μαζί όλοι τα θεϊκά δώρα που μέλλουν να τους δοθούν. Αντίθε­τα οι αμαρτωλοί δεν αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Στην πανανθρώπινη εκείνη συνάντηση με ξέσκεπες όλες τις πράξεις όλων των ανθρώπων θα είναι αναγνωρίσιμα τα πρόσωπα όλων μέχρι να γίνη ο τελικός αποχωρισμός και πάη ο καθέ­νας στο μέρος που ετοίμασε για τον εαυτό του. Δηλ. οι δίκαιοι θα πάνε με το Θεό και μεταξύ τους, ενώ οι αμαρτωλοί σε μέρη απομακρυσμένα, αλλά μπορεί να είναι και κοντά ο ένας με τον άλλον, αλλά δεν θα γνωρίζονται μεταξύ τους. Γιατί μέσα στην τιμωρία είναι και αυτό, να μην έχουν αυτή την παρηγοριά της γνωριμίας».

32. Άραγε τότε ποια ντροπή θα τους γίνεται αν δεν είναι γνωστοί με όλους; Γιατί τότε είναι μεγάλη και φοβερή η ντροπή όταν κανείς και γνωρίζει και γνωρίζεται, και ντρέπεται κανείς τους γνωστούς του. Σε έναν άγνωστο μεταξύ αγνώστων δεν δημιουργείται αίσθημα ντροπής. Ε­πομένως είναι πέρα από κάθε αμφιβολία και α­ντίρρηση ότι θα γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι ό­λους. Και τότε ο έλεγχος όλων όσων έζησαν με ασέβεια και ανομία θα γίνεται με τα μάτια.

33.  Αλλοίμονο και ουαί σε όλους εκείνους που είναι σαν εμένα και αλλοίμονο σε εκείνους, που, σύμφωνα με τον θείο Εφραίμ, θα κληρω­θούν στα αριστερά του Κυρίου. Μακάριοι και ευ­τυχείς εκείνοι που ο Κύριος θα τους βάλη στα δε­ξιά του και θα ακούσουν την ευλογημένη φωνή (Ματθ. 25, 34), την οποία εύχομαι ν’ αξιωθούμε να ακούσουμε όλοι όσοι διαφυλάξουμε την πίστη ορθόδοξη και ν’ απολαύσουμε όλα τα αγαθά, των οποίων την ωραιότητα δεν την είδε μάτι ανθρώπι­νο, ούτε ποτέ την άκουσε αυτί, αλλ’ ούτε και μπόρεσε να την σκεφθή καρδιά ανθρώπου (Α’ Κορινθ. 2, 9). Αμήν.

Άμποτε να γίνη αυτό, Δέσποτα που χαρίζεις τη ζωή, με τις ευχές και ικεσίες της Παναγίας Μητρός σου και όλων των άυλων και σεβαστών σου πνευμάτων, των αγγέλων, και όλων μαζί των αγίων σου, που μέσα στο πέρασμα των αιώνων σε ευχαρίστησαν και σου φάνηκαν αρεστοί. Αμήν.