Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Λόγος περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως (Λόγος ΙΓ´)



Περί τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καί ὁποία τίς ἐστιν ἢ πῶς ἐν ἡμῖν γίνεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν αὐτῇ ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς. Καί τί τὸ μυστήριον ταύτης τῆς ἀναστάσεως. Ἐλέχθη μετὰ τὸ Πάσχα τῇ δευτέρᾳ τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἤδη τὸ Πάσχα, ἡ χαρμόσυνος ἡμέρα, ἡ πάσης εὐφροσύνης καὶ θυμηδίας, τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως κατὰ περίοδον τοῦ χρόνου παραγινομένης ἀεὶ μᾶλλον δὲ καθ᾿ ἑκάστην καὶ ἀεννάως γινομένης ἐν τοῖς εἰδόσι τὸ μυστήριον ταύτης, χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως (Πρβ. Λουκ. α´ 14) ἀφάτου ἐπλήρωσε τὰς καρδίας ἡμῶν, λύσασα ἐπὶ τὸ αὐτὸ τῆς πανσέπτου νηστείας τὸν κόπον ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, τελειώσασα καὶ ἅμα παρακαλέσασα ἡμῶν τὰς ψυχάς, διὸ καὶ πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ εὐχαριστίαν πάντας ὁμοῦ τοὺς πιστοὺς προσκαλεσαμένη, ὡς ὁρᾶτε, διῆλθεν. Εὐχαριστήσωμεν οὖν τῷ Κυρίῳ, τῷ διαβιβάσαντι ἡμᾶς τὸ πέλαγος (Πρβ. Σ. Σολ. ι´ 18) τῆς νηστείας καὶ εἰς τὸν λιμένα τῆς αὐτοῦ ἀναστάσεως ἀγαγόντι μετ᾿ εὐθυμίας ἡμᾶς· εὐχαριστήσωμεν αὐτῷ, οἵ τε καλῶς καὶ προθύμως μετὰ ζεούσης προθέσεως καὶ ἀγώνων τῆς ἀρετῆς τὸν δρόμον διανύσαντες τῆς νηστείας καὶ οἱ ἀσθενήσαντες περὶ ταῦτα δι᾿ ὀλιγωρίαν καὶ ψυχῆς ἀσθένειαν, ἐπειδή αὐτός ἐστιν ὁ καὶ τοῖς σπουδαίοις ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ διδοὺς τοὺς στεφάνους καὶ τοὺς ἀξίους μισθοὺς τῶν ἔργων αὐτῶν, καὶ συγγνώμην αὖθις τοῖς ἀσθενεστέροις, ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος, ἀπονέμων. Ὁρᾷ γὰρ τὰς διαθέσεις ἡμῶν τῶν ψυχῶν καὶ τὰς προαιρέσεις μᾶλλον ἢ τοὺς κόπους τοῦ σώματος, δι᾿ ὧν γυμνάζομεν πρὸς ἀρετὴν ἑαυτούς, ἢ πλεῖον τὴν ἄσκησιν προθυμίᾳ ψυχῆς ἐπιτείνοντες ἢ ἔλαττον δι᾿ ἀσθένειαν σώματος ταύτην τῶν σπουδαίων ποιούμενοι, καὶ κατὰ τὰς προθέσεις ἡμῶν ἀντιμετρεῖ τὰ ἔπαθλα καὶ τὰ τοῦ Πνεύματος ἑκάστῳ χαρίσματα, ποιῶν ἢ περίφημον καὶ ἔνδοξον τῶν σπουδαίων τινὰ ἢ ἐὼν ταπεινόν ἔτι καὶ δεόμενον ἐπιπονωτέρας καθάρσεως.

Ἀλλὰ γὰρ ἴδωμεν, εἰ δοκεῖ, καὶ καλῶς ἐξετάσωμεν, τί τὸ μυστήριον τῆς τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀναστάσεως, ὅπερ ἀεὶ τοῖς βουλομένοις ἡμῖν μυστικῶς γίνεται, καὶ πῶς ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός ὡς ἐν μνήματι θάπτεται καὶ πῶς ἑνούμενος ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς ἐξανίσταται, συνανιστῶν καὶ ἡμᾶς ἑαυτῷ. Ἐστι δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος.

Ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν, ἐπὶ σταυροῦ κρεμασθεὶς καὶ προσηλώσας (Πρβλ. Κολασ. β´ 14) ἐν αὐτῷ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (Πρβλ. Ἰω, α´ 29), θανάτου γευσάμενος (Πρβ Ἑβρ. β´ 9), κατῆλθεν ἐν τοῖς κατωτάτοις τοῦ ᾅδου (Πρβλ. Ἐφ. δ´ 9, Ψαλ. πε´ 13). Ὥσπερ οὖν ἐξ ᾅδου πάλιν ἀνελθὼν εἰς τὸ ἄχραντον ἑαυτοῦ σῶμα εἰσῆλθεν, οὗ κατελθὼν ἐκεῖσε οὐδαμῶς ἐχωρίσθη, καὶ εὐθὺς ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ μετὰ ταῦτα ἀνῆλθεν εἰς οὐρανοὺς μετὰ δόξης πολλῆς καὶ δυνάμεως (Πρβλ. Ματθ. κδ´ 30, Λουκ. κα´ 27), οὕτω δὴ καὶ νῦν ἐξερχομένων ἡμῶν ἐκ τοῦ κόσμου καὶ εἰσερχομένων διὰ τῆς τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου ἐξομοιώσεως (Πρβλ. Ρωμ. ς´ 5, Β´ Κορ. α´ 5, Φιλιπ. γ´ 10 κ.ἄ.) ἐν τῷ τῆς μετανοίας καὶ ταπεινώσεως μνήματι, αὐτὸς ἐκεῖνος ἐξ οὐρανῶν κατερχόμενος, εἰσέρχεται ὡς ἐν τάφῳ ἐν τῷ ἡμῶν σώματι, καὶ ἑνούμενος ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς ἐξανιστᾷ νεκρὰς οὔσας ὁμολογουμένως αὐτάς, καὶ τηνικαῦτα βλέπειν ἐμπαρέχει τῷ οὕτως ἀναστάντι σύν τῷ Χριστῷ τὴν δόξαν τῆς μυστικῆς αὐτοῦ ἀναστάσεως. Ἀνάστασις οὖν Χριστοῦ ἡ ἡμετέρα ὑπάρχει ἀνάστασις, τῶν κάτω κειμένων. Ἐκεῖνος γὰρ μὴ πεσὼν εἰς ἁμαρτίαν ποτέ (Πρβ. Ἰω. η´ 46, Ἑβρ. Δ´ 15, ζ´ 26 κ.α.), καθὰ γέγραπται, μηδὲ ἀλλοιωθεὶς τῆς ἰδίας δόξης κἂν ὁπωσοῦν, πῶς ἀναστήσεταί ποτε ἢ δοξασθήσεται, ὁ ἀεὶ ὢν ὑπερδεδοξασμένος καὶ ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας (Ἐφ. α´ 21) διαμένων ὡσαύτως; Ἀνάστασις καὶ δόξα Χριστοῦ ἡ ἡμετέρα, καθάπερ εἴρηται, δόξα ὑπάρχει, ἡ διὰ τῆς ἐν ἡμῖν αὐτοῦ ἀναστάσεως γινομένη καὶ δεικνυμένη καὶ ὁρωμένη ἡμῖν. Ἅπαξ γὰρ οἰκειωσάμενος τὰ ἡμέτερα, ἃ ποιεῖν ἐν ἡμῖν αὐτός, ταῦτα ἑαυτῷ ἐπιγράφεται.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

“Μέθεξη Αναστάσεως”. Του Θεοφιλ. Επισκόπου Κνωσού κ. Μακαρίου. (2004)


Μέθεξη Ανάστασης
Όσο περνάνε οι ημέρες και οι χρόνοι, προχωράμε στα δεδομένα που δημιουργεί ο σύγχρονος, πολύμορφος και ευμετάβολος τούτος κόσμος, όστις από την μια πληθωρικά κηρύττει, στεντορεία τη φωνή, την ανοχή, την καταλλαγή και την ειρήνη μεταξύ των λαών και των ανθρώπων της υφηλίου και από την άλλη σε επίπεδο ενεργειών και πράξεών του παρατηρούμε μια επιστροφή σε ένα βαρβαρικό εφάμακτο παρελθόν πολέμων και ποικίλων διαιρέσεων.
Εν μέσω λοιπόν αυτής της διαπιστώσεως και ενώ καλούμαστε από την Εκκλησία του Χριστού να εορτάσουμε την Ανάστασή Του, ακούσαμε εσχάτως μαζί με τις ως άνω μεγάλες εξαγγελίες για την παγκόσμια ειρήνη και την δημιουργία αναπτυξιακών δραστηριοτήτων για την καταπολέμηση της φτώχειας και της μιζέριας των ενδεών και την ευχή της επικράτησης μιας διεθνούς εκεχειρίας για το καλό του πλανήτη.
Χωρίς αυτό να αποτελεί κάτι το κακό να, ήλθε, μας πρόφτασε η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού και η οποία έρχεται κάθε Κυριακή για τους Ορθοδόξους λαούς και πολιτισμούς η οποία αποτελεί για την βιωμένη εμπειρία των αθλητών της Πίστεως, την απόκτηση της μακαριότητας του ανέσπερου Φωτός της Αναστάσεως εκείνο που εισάγει στην δυνατότητα της χάριτος και της εν Χριστώ εκεχειρίας.
Στην παλαίστρα του καθημερινού πνευματικού αγώνα η πρόγευση της εκ νεκρών αναστάσεως και η είσοδος στην αιωνιότητα δεν αποτελεί ένα διάλειμμα στην πορεία της ζωής που πνευματικοποιείται περιστασιακά εμπρός στις διάφορες αναγκαιότητες μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου η που διαφοροποιείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβάλει η παγκόσμια αγορά και το διεθνές “μάρκετινγκ”.
Αποτελεί ο εν λόγω πνευματικός αγώνας των πιστών μια συνεχή ζωντανή πορεία που ως κατάσταση μεταβάσεως από τον θάνατο στην όντως ζωή, είναι μια ενδημούσα εσωτερική συνεχής πνευματική εκεχειρία, καταλλαγής και συγχωρήσεως δια θυσιών και σταυρού που έχει την Ανάσταση ως διαρκές σημείο αναστάσιμης εκεχειρίας και συνάντησης με το Πανάγαθο Θεό και κάθε άνθρωπο. “Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς”. (Α΄ Ιωαν. 3, 14)
Αυτή θα κορυφωθεί αυτές τις μέρες με την εορτή της Ανάστασης του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού για να μεθέξει πρώτα ο κόσμος της ψυχής και μετά να συρθεί, όσο μπορεί φυσικά και μάλλον τις περισσότερες φορές άθελά του, ο κόσμος των κάθε μορφής άκοσμων κοσμικών καταναλωτικών καταστάσεων, το βράδυ της Ανάστασης από το αναστάσιμο γλυκυηχές δοξαστικό μέσα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το γνωστό “συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει…” τον παιάνα της καταλλαγής και ανάπαυσης του τόπου των ηγαπημένων του Θεού.
Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι: “της ανθρωπίνης φύσεως απάσης γενέθλιον” δηλαδή μια συνεχώς ενεργούσα γέννηση, χαρά και αποκάλυψη παγκόσμια σε κάθε αγωνιζόμενη ανθρώπινη φύση μακράν του ανθρώπου του νόμου του Σαββάτου, των εκ του κόσμου τούτου καθοριζομένων εορταστικών γεγονότων και ένα άνοιγμα στην ζωή του Αναστημένου Χριστού ο οποίος έγινε “ο πρωτότοκος των νεκρών”.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής Σε τι διαιρείται η ανθρώπινη ψυχή, και ποιες είναι οι δυνάμεις της; Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ι. Βλάχου


Πηγή: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" του Σεβ. Ι. Βλάχου. Κεφάλαιο Γ'.

Τα όσα ελέχθησαν μας δίνουν την δυνατότητα να δούμε την διαίρεση της ψυχής. Δεν πρόκειται να αναπτύξουμε εν εκτάσει το θέμα, αλλά θα παρουσιάσουμε τα απαραίτητα και αναγκαία που έχουν σχέση με το γενικό θέμα αυτής της μελέτης.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η ψυχή είναι λογική και νοερά. Έδωσε ο Θεός «ψυχήν λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος»[25]. Είναι βασική διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο νους και η λογική είναι δυο παράλληλες ενέργειες της ψυχής. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στο ότι η ψυχή είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος και γράφοντας ότι η Αγία Τριάς είναι Νους, Λόγος και Πνεύμα, λέγει ότι η ψυχή, δημιουργημένη από τον Θεό κατ’ εικόνα Του, είναι «νοερά, λογική τε και πνευματική». Γι’ αυτό οφείλει να φυλάττη την τάξη αυτής, να αναφέρεται ολοκληρωτικά στον Θεό. Να βλέπει μόνον τον Θεό, να κοσμεί τον εαυτό της με την διαρκή μνήμη και θεωρία και με την θερμοτάτη προς αυτόν και διάπυρη αγάπη[26].
Η ψυχή δια των παθών και των αμαρτιών διασπάται, γι’ αυτό χρειάζεται να ενοποιήται, προσφερόμενη στον Θεό. Η ενοποίηση επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους, κυρίως με την εφαρμογή του λόγου του Χριστού. Ο Θεόληπτος, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, τονίζει κυρίως την αξία της προσευχής. «Και η καθαρά προσευχή, νουν και λόγον και πνεύμα προς εαυτήν συνάπτουσα, δια μεν του λόγου το όνομα, δια δε του νου τω παρακαλουμένω Θεώ ατενίζει αρεμβάστως, δια δε του πνεύματος την κατάνυξιν, την ταπείνωσιν και την αγάπην εμφανίζει, και ούτω δυσωπεί την άναρχον Τριάδα, τον Πατέρα και τον Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον ένα Θεόν»[27]. Με τον λόγο μνημονεύουμε διαρκώς το όνομα του Χριστού, με τον νουν ατενίζουμε τον Θεό αρεμβάστως και με το πνεύμα διακατεχόμαστε από κατάνυξη, ταπείνωση και αγάπη.
Με αυτόν τον τρόπο ενώνονται οι τρεις δυνάμεις της ψυχής και προσφέρονται στην Αγία Τριάδα. Έτσι επιτυγχάνεται η θεραπεία της ψυχής για την οποία θα επιχειρήσουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη σε άλλο σημείο. Η διάσπαση των δυνάμεων της ψυχής συνιστά ασθένεια και η ενοποίηση συνιστά την θεραπεία.
Ο Νικήτας ο Στηθάτος διαιρεί την ψυχή σε τρία μέρη αλλά επιμένει κυρίως στα δύο, το λογικό και το παθητικό. Το λογικό είναι αόρατο και άσχετο στις αισθήσεις, «ως εκτός και εντός υπάρχον αυτών». Λέγοντας λογικό ο άγιος, νομίζω πως εννοεί τον νου του ανθρώπου. Θα κάνουμε πιο κάτω την διάκριση του λογικού από τον νου, αλλά εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο νους έχει σχέση με τον Θεό, δέχεται τις ενέργειες του Θεού, στον νου αποκαλύπτεται ο Θεός, η δε λογική, ως ενέργεια, είναι εκείνη που διατυπώνει και εκφράζει τις εμπειρίες του νου. Το παθητικό της ψυχής κατακερματίζεται στις αισθήσεις και στα πάθη. Λέγεται παθητικό «ως εξεταζόμενον εν τοις πάθεσιν»[28].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, αναλύοντας τις δυνάμεις της ψυχής και περιγράφοντας τι ακριβώς κυριαρχεί σε κάθε δύναμη, λέγει ότι στο λογικό ενεργούν οι λογισμοί, στο θυμικό τα θηριώδη πάθη, στο επιθυμητικό η μνήμη της κτηνώδους ορέξεως, στο νοερό οι φανταστικές μορφώσεις και στο διανοητικό οι έννοιες[29].
Ο ίδιος άγιος αναφέρει ότι με την δημιουργία της ψυχής σε λογική και νοερά, δια της ζωτικής εμπνεύσεως «θυμόν και επιθυμίαν κτηνώδη ου συνέκτισεν αυτή ο Θεός, αλλ’ εφέσεως δύναμιν ορεκτικήν και προς αυτή θέλξεως ανδρείαν ερωτικήν...»[30]. Με την δημιουργία της ψυχής δεν «συνεκτίσθη αυτή θυμός άλογος και άνους επιθυμία»[31]. Αυτά ήλθαν ως αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Υπάρχει οπωσδήποτε μια σχέση και συνάφεια της ψυχής προς το σώμα. Αλλά τι είναι αυτή η σχέση και σε ποιο βαθμό υπάρχει; Είναι ένα θέμα το οποίο θα αντιμετωπίσουμε στο σημείο αυτό.
Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Κάθε στοιχείο μόνο του δεν αποτελεί τον άνθρωπο. Ο άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυς, λέγει ότι η ψυχή καθ’ εαυτήν δεν είναι άνθρωπος, αλλά λέγεται «ανθρώπου ψυχή». Καθώς επίσης και το σώμα δεν λέγεται ο άνθρωπος, αλλά «ανθρώπου σώμα». «Είπερ ουν κατ’ ιδίαν μεν τούτων ουδέτερον άνθρωπός εστιν, το δε εκ της αμφοτέρων συμπλοκής καλείται άνθρωπος, κέκληκεν δε ο Θεός εις ζωήν και ανάστασιν τον άνθρωπον, ου το μέρος, αλλά το όλον κέκληκεν, όπερ εστί την ψυχήν και το σώμα»[32].
Η ψυχή, όπως έχουμε σημειώσει, κτίσθηκε μαζί με το σώμα. Και ακόμη το έμβρυο «εν τη συλλήψει εψύχωται». Μαζί με την σύλληψη δημιουργείται η ψυχή και «τοσούτον η ψυχή ενεργεί τότε, όσον  και η σαρξ∙ κατ’ αύξησιν γαρ την του σώματος και αύτη τας οικείας ενεργείας διαδείκνυσι»[33]. Όσο αυξάνεται το σώμα τόσο φανερώνει  και τις ενέργειες της η ψυχή.
Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της ψυχής και του σώματος, αφού «ουκ έσται η ψυχή σώμα, αλλ’ ασώματος»[34]. Παρά ταύτα δεν  είναι δυνατόν καθόλου να βρεθή και να υπάρξη ή να ονομασθή το σώμα ή η ψυχή άσχετα και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο . «Η γαρ σχέσις ακίνητος»[35].
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι πίστευαν ότι η ψυχή βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος, ότι το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής και ότι η σωτηρία της ψυχής είναι η ελευθεύρωσή της από το σώμα. Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι η ψυχή είναι πανταχού του σώματος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι οι άγγελοι και η ψυχή, που είναι ασώματα όντα, «ουκ εν τόπω εστίν, αλλ’ ουχί και πανταχού εστιν». Η ψυχή συνέχουσά το σώμα με το οποίο κτίσθηκε «πανταχού του σώματός εστιν, ουχ ων εν τόπω, ουδ’ ως περιεχομένη, αλλ’ ως συνέχουσά τε και περιέχουσα και ζωοποιούσα τούτο  κατ’ εικόνα και τούτ’ έχουσα Θεού»[36].
Ο ίδιος άγιος, έχοντας υπ’ όψη ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι την τοποθετούν στον εγκέφαλο σαν σε ακρόπολη (οι ελληνίζοντες) και άλλοι δίδουν σ’ αυτήν το ενδοκάρδιο «και το κατ’ αυτό του ψυχικού πνεύματος» ως γνησιώτατον όχημα (Ιουδαΐζοντες), λέγει ότι εμείς γνωρίζουμε ακριβώς ότι το λογιστικό ευρίσκεται μέσα στην καρδιά, όχι σαν σε αγγείο, αφού είναι ασώματο, ούτε έξω από την καρδιά, αφού είναι συνημμένο. Η καρδία του ανθρώπου είναι το ηγεμονικό όργανο, κατά τον άγιο Γρηγόριο, ο θρόνος της Χάριτος. Εκεί βρίσκεται ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής. Ο άγιος ισχυρίζεται ότι αυτήν την διδασκαλία την παραλάβαμε από τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος είναι ο πλάστης του ανθρώπου. Υπενθυμίζει τον λόγο του Χριστού «ου το εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά το εκπορευόμενον εκ του στόματος τούτο κοινοί τον άνθρωπον» (Ματθ. ιε’, 11), καθώς επίσης τον λόγο του Κυρίου «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί» (Ματθ. ιε’, 19). Ο άγιος ακόμη παραθέτει και τον λόγο του αγίου Μακαρίου ότι «η καρδία ηγεμονεύει όλου του οργάνου και, επάν κατάσχη τας νομάς της καρδίας η χάρις, βασιλεύει όλων των λογισμών και των μελών∙ εκεί γαρ εστιν ο νους και πάντες οι λογισμοί της ψυχής». Γι’ αυτό ο βασικός σκοπός της θεραπείας είναι, κατά τον άγιο, να επαναφέρουμε «τον εγκεχυμένον δια των αισθήσεων νουν» από έξω μέσα στην καρδία, που είναι «το των λογισμών ταμείον» «και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν»[37].

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Οι λόγοι του Εσταυρωμένου πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,


Ο Α' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς∙ οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ' 34)
Οι στρατιώται του ηγεμονος εστήριξαν όρθιον τον Σταυρόν. Ανύψωσαν επ' αυτού δια σχοινιών τον Κύριον. Έδεσαν επί του ξύλου τας χείρας και τους πόδας Του. Επήραν κατόπιν εις χείρας των τα καρφιά. Τοποθετούν το ένα επί της παλάμης της μιας χειρός του Κυρίου και κτυπούν δια της σφύρας αλύπητα μέχρις ότου διαπερά την χείρα και καρφώνεται εις το ξύλον. Το ίδιο επαναλαμβάνουν ανηλεώς και επί της άλλης χειρός και επί των ποδών του Εσταυρωμένου.
Οι καταδικαζόμενοι εις την φοβεράν αυτήν ποινήν της σταυρώσεως, κατά την ώραν που τους εκαρφωναν επί του ξύλου, εξέβαλλον συνήθως φοβέρας κραυγάς από τους πόνους. Και άλλοι μεν εξεστόμιζαν κατάρες, ύβρεις και βλασφημίας κατά των σταυρωτών, άλλοι δε επεκαλούντο την στοιχειώδη ανθρωπινήν ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, ίνα κατά κάποιον αμεσώτερον τρόπον τους θανατώσουν το ταχύτερον, δια να τεθή τέρμα εις το αφόρητον μαρτύριον των πόνων και των σπαραγμών του σώματος.
Τους πόνους και τας οδύνας αύτας αισθάνεται βαθύτατα και ο Κύριος ημών. Οι θανάσιμοι εχθροί του τον εκρεμασαν επί του σταυρού, εν μέσῳ δυό ληστών, ως κακούργον. Και οι πόνοι αμιλλώνται προς τον τέλειον εξευτελισμόν και την καταισχύνην του Εσταυρωμένου. Οι παριστάμενοι «εις το άλγος των τραυμάτων Του προσέθηκαν» εμπαιγμόν, χλευασμόν και ειρωνείαν. Η οργή του Θεού δεν φαίνεται να εκσπά κατά των κεφαλών των. Δεν θα ανοίξει άραγε και Αυτός το στόμα του να εκβάλη κραυγήν πόνου ή να καταφερθή κατά των σκληρών βασανιστών του;
Όχι, αδελφοί. «Ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη∙ καί ὡς ἀμνός ἄφωνος οὕτως οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ». Όπως το άκακον αρνίον, δεν ανοίγει το στόμα Του. Σιωπά δια την θηριωδίαν εκείνων που Τον μεταχειρίζονται ως τον μάλλον αποτρόπαιον κακούργον.
Αν οίγει δε δια πρώτην φοράν το στόμα του πότε και δια τι;

Εισαγωγή στη Μεγάλη Εβδομάδα Ηλία Β. Οικονόμου,


 
Η επισταμένη θεώρηση της Μεγάλης Εβδομάδος ως περιόδου κορυφώσεως της πυκνής προσφοράς και μαζικής συμμετοχής στα γεγονότα της πανανθρώπινης λυτρώσεως επιτρέπει την περιγραφή της λατρευτικής αρχιτεκτονικής και υποβοηθεί την συνειδητή σύμπραξη και βίωση των πιστών. ’λλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία απευθύνει παγίως πρόσκληση προς συμμετοχή στην πνευματική θέα και μέθεξη και όχι πρόσκληση για απλή θέα και τέρψη των οφθαλμών από το, θεαματικό και ασματικό , φολκλορικό περίβλημα των προς μέθεξη γεγονότων. Καλεί συμμετόχους στη λύτρωση και όχι θεατές δρωμένων. Θεατές εκ των ένδον και όχι θεατές εκ των έξω προβλέπει το τελετουργικό.
Σκοπός κάθε λατρευτικής εκδηλώσεως είναι η εθελουσία συναρπαγή των μετεχόντων από το εδώ και τώρα της ζωής μας και η μεταφορά μας στο εκεί και τότε της λυτρώσεως. Για το λόγο αυτό, ο ναός των Ορθοδόξων, ο ναός μας, συμβολίζει παγίως, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση τη Μεγάλη Εβδομάδα, και εκφράζει λειτουργικά τον τόπο και τον χώρο της Αγίας Γης. Αν ο ναός εξασφαλίζει συμβολικώς τον ιερό χώρο των γεγονότων, οι χρόνοι των ιερών ακολουθιών αναπαράγουν τους χρόνους των γεγονότων του Πάθους και της Λυτρώσεως.
Ναός και χρόνος προσφέρουν το που και το πότε, δηλαδή το χωρόχρονο των λυτρωτικών γεγονότων που πλαισιώνει το τι, δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα. Προσφέρεται επίσης και το ποιος, δηλαδή τον Κορυφαίο του λυτρωτικού δράματος του κόσμου, τον Ιησού, και το γιατί των γεγονότων, τη λύτρωση του κόσμου, τον Ιησού, και το γιατί των γεγονότων, την λύτρωση του κόσμου και του ανθρώπου ως τον ενιαίο και τελικό σκοπό του πάθους του Απαθούς.
Οι χωρόχρονοι των κορυφαίων τελεσιουργιών της Λυτρώσεως περι

Θεολογικό σχόλιο στον Κανόνα της Αναστάσεως Α. Θεοδώρου,


Εκ της προηγηθείσης εκθέσεως δυνάμεθα να συναγάγωμεν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Κατά την ορθόδοξον διδασκαλία η Ανάστασις αποτελεί την κεντρικωτέραν στιγμήν του σωτηρίου έργου του Χριστού. Το έργον τούτο αρχόμενον από της στιγμής της θείας ενανθρωπήσεως και κορυφούμενον εν τω σωτηρίω πάθει σφραγίζεται ανεξιτήλως και κυρούται υπό της ενδόξου εκ νεκρών Εγέρσεως του Σωτήρος. Η Ανάστασις θεωρείται ως η λαμπροτέρα πιστοποήσις και το περιφανές επιστέγασμα της προαιωνίου βουλής του Θεού, της αφορώσης εις την απολύτρωσιν του πεπτωκότος εις την αμαρτία ανθρώπου.
2. Εν τη Αναστάσει του Κυρίου ο άνθρωπος καταξιούται εις τας γνησίας και αληθείς διαστάσεις αυτού, ως λογικού δημιουργήματος της απειροσόφου βουλής και ενεργείας του Θεού. Εξ αυτής (της Αναστάσεως) ελλείπει παντελώς το ξένον και παρασιτικόν στοιχείον της φθοράς. Η φύσις καθοράται ακεραία και αμιγής, ελευθέρα του άχθους της προγονικής παραβάσεως.
Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος ανευρίσκει το υπό της αμαρτίας παρασαλευθέν και μετατοπισθέν μεταφυσικόν κέντρον της υπάρξεώς του, ανευρίσκει τον ρυθμό της πραγματικής του ζωής, της παρά Θεού προορισθείσης και ηθελημένης. Εν τη Αναστάσει ο εν τω Λόγω λόγος του ανθρώπου ταυτίζεται μετά της εμπειρικής του φύσεως, ως αΐδιος προορισμός πραγματοποιηθείς εγχρόνως εν τω σχεδίω της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας. Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος καθοράται απηρτισμένος και τέλειος.
3. Η Ανάστασις αποτελεί θριαμβικόν γεγονός καθολικής σημασίας και δυνάμεως. Ως κατ' εξοχήν έκφρασις του βασιλικού αξιώματος του Χριστού, σημαίνει νίκην περίδοξον και κραταιάν. Είναι νίκη συντριπτική κατά του θανάτου. Δι' αυτής ο θάνατος ηττάται εις τέλος. Ως οψώνιον και κέντρον της αμαρτίας αποβάλλει ούτος τον χαρακτήρα αυτού ως δουλείας υπό την φθοράν, ως σημείου της προγονικής αποστασίας, ως χώρου επικυριαρχίας του εχθρού. Εν τη Αναστάσει ανακεφαλαιούται η παλιά ήττα του Αδάμ και συντρίβεται η ισχύς του πλάνου και ανθρωποκτόνου. Ο άδικος του ανθρώπου εκπορθητής τροπούται δικαίως υπό του παμβασιλέως.

Ο ΑΝΑΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής


Η ένδοξος Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί το θριαμβευτικό πέρας του επί γης σωτηριώδους έργου Του. Η Ενανθρώπησή Του είναι η ευλογημένη αρχή της πραγματώσεως του έργου της σωτηρίας του κόσμου. Η Ανάστασή Του είναι η επιτυχής ολοκλήρωσή του. Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μας, μόνη Αυτή, σε αντίθεση με τις άλλες χριστιανικές ομάδες, ενστερνίστηκε και ζει έντονα το μυστήριο της θείας οικονομίας χαρακτηρίζεται δε ως η Εκκλησία της Αναστάσεως, διότι εορτάζει συνεχώς, κάθε Κυριακή, και όχι μόνο την εορτή του Πάσχα, το γεγονός της Αναστάσεως του θείου Αρχηγού Της. «Η Ορθοδοξία είναι απ' άκρου εις άκρον κατηυγασμένη από το φως της Αναστάσεως. Η Ανάστασις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Χριστού, με το θεολογικόν και λειτουργικόν της περιεχόμενον, σφραγίζει όλην την σκέψιν και όλον τον βίον της Εκκλησίας» (Β. Μουστάκης, Θ.Η.Ε. τομ. 2, στ. 591).
Πολλά είναι τα σωτήρια αποτελέσματα του γεγονότος της Αναστάσεως του Χριστού. Η απόδειξη της θεότητός Του (Ρωμ.1,4). Η νίκη κατά του διαβόλου (Α΄Κορ.15,55), η κατάργηση του ’δου και του θανάτου (Ωσηέ13,14), Η απελευθέρωση των πνευμάτων από τα δεσμά του ’δου (Α΄Πετρ.3,18), κλπ. είναι μια σπουδαία σωτηριολογική παράμετρος της Αναστάσεως του Κυρίου είναι η απαρχή της αναστάσεως και ημών των ανθρώπων. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο κύριος και ο χορηγός της ζωής, διότι είναι ο ίδιος η ζωή (Ιωάν.1,4. 5,24,26). Κατά τη διάρκεια της επί γης ζωής Του απέδειξε ότι Αυτός είναι ο διαχειριστής της ζωής ανασταίνοντας από τους νεκρούς την κόρη του Ιάειρου (Ματθ.5,21-42), το γιο της χείρας στην πόλη Ναϊν (Λουκ.7,11-17), το Λάζαρο (Ιωάν. κεφ. 11). Διαβεβαίωσε πως αυτός που θα πιστεύει σε Αυτόν «καν αποθάνει ζήσεται» (Ιωάν.11,25) διότι Αυτός είναι ο « ζωήν διδούς τω κόσμω» (Ιωάν.6, 33).
Ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας και της φθοράς, ο οποίος προσωποποιήθηκε στους άρχοντες των Ιουδαίων, επιχείρησε να καταργήσει τη ζωή στο πρόσωπο του Χριστού. Η όντως ζωή όμως δεν πεθαίνει, διότι συνυπάρχει με την ανάσταση. « Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν.11,25) δήλωσε κατηγορηματικά ο Κύριος. Γι' αυτό και ανέστη θριαμβευτικά εκ νεκρών καταργώντας ταυτόχρονα το θάνατο για τους πιστεύοντας σ' Αυτόν. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν άδου την καθαίρεσιν», ψάλλει θριαμβευτικά ο ιερός υμνογράφος της Αναστάσεως, ( τροπ. ζ' ωδής του κανόνος του Πάσχα)

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής


Το θεσπέσιο γεγονός της εκ νεκρών Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί για τη συνείδηση της Αγίας μας Εκκλησίας την φλόγα και τη ζέση, η οποία δίνει τη δύναμη και την ενέργεια σε Αυτή να πορεύεται αταλάντευτη στους αιώνες. Στην αντίθετη περίπτωση « ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών. Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, όν ουκ ήγειρεν» (Α΄Κορ.15,14-15). Εάν έλειπε από την Εκκλησία το γεγονός της Αναστάσεως, Αυτή θα ήταν καταδικασμένη να σβήσει συγχρόνως με τη γέννησή της! Γι' αυτό το λόγο η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι για ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, και ιδιαίτερα για την Ορθοδοξία μας, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων» και όλοι οι πιστοί «αγαλομένω ποδί» προσέρχονται να απολαύσουν την πλούσια πνευματική τράπεζα του Αναστάντα Λυτρωτή μας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με εμφανή ενθουσιασμό έδωσαν στα συγγράμματά τους την αληθινή διάσταση στο μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού μας. Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυώνος),(+199) είναι ένας από αυτούς. Στην περίφημη περί ανακεφαλαιώσεως θεολογία του εντάσσει το γεγονός αυτό στο γενικότερο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Στο θεανδρικό Πρόσωπο του Ιησού Χριστού συντελέσθηκε η αναδημιουργία του πεπτωκότος ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως (Ειρην. C.H.. III,16,6). Η Ενανθρώπηση και η Ανάσταση του Λυτρωτή είναι οι δύο κορυφαίοι σταθμοί του έργου της απολυτρώσεως. Δια της Ενανθρωπήσεως του Λόγου ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία, δια της Αναστάσεώς Του ο άνθρωπος εισέρχεται στην αιωνιότητα! Η Ενανθρώπηση είναι η ευλογημένη αρχή η Ανάσταση είναι το θριαμβευτικό πέρας του θείου έργου της σωτηρίας του κόσμου.
Ο πρώτος Αδάμ, ο χοϊκός προπάτοράς μας, σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, εξαιτίας του πονηρού και της δικής του συγκαταθέσεως εξέπεσε και έγινε φορέας του κακού και της αμαρτίας και υποκείμενος του θανάτου. Ο Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ (Α΄Κορ.15,45) επειράσθη και Αυτός από τον πονηρό για την ικανοποίηση της φυσικής ανάγκης της τροφής ( Γεν.3, 15 ). Όμως Αυτός δεν υπέκυψε, όπως ο πρώτος Αδάμ, στην παγίδα του πονηρού. Έμεινε υπάκουος στο θέλημα του «πέμπψαντός του Πατρός» (Ιωάν.4,34). Η έπαρση του χοϊκού Αδάμ απέκοψε το ανθρώπινο γένος από τη ζωή και το οδήγησε στο θάνατο. Αντίθετα η έσχατη υπακοή και η ταπείνωση (Φιλιπ.2,8) του Χριστού νίκησε το θάνατο και επανένωσε την ανθρωπότητα με τη ζωή, (Ειρην. C.Η.V.21,3, P.G.7,1181-1182 και Επίδ. Αποστ. Κηρύγμ. 33 ).

«ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΝΕΚΡΩΣΙΝ, ΑΔΟΥ ΤΗΝ ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΝ»! ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής


Το άγιο Πάσχα αποτελεί την κορωνίδα του ορθοδόξου εορτολογίου. Είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο της αναστάσεως, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων». Η σημασία της μεγάλης εορτής οφείλεται στο ότι εκφράζει το πέρας και τον τελικό θρίαμβο της επιτυχίας του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Εορτάζεται πανηγυρικότατα η νίκη του Αγαθού κατά του Κακού, η επικράτηση του φωτός στο νοητό σκοτάδι της αμαρτίας και της φθοράς, η κατάργηση του ’δη και πάνω απ' όλα η αναίρεση του θανάτου, του χειρότερου εχθρού μας!
Η είσοδος του κακού στον κόσμο μαζί με τα άλλα μύρια κακά, έφερε και τον θάνατο, ως την φυσική κατάληξη μιας αφάνταστα μαρτυρικής ζωής. Ο πικρός ’δης υπήρξε ο τόπος κατάληξης όλων των ανθρωπίνων ψυχών. Η έννοια της αθανασίας, ως το σπουδαιότερο αρχέγονο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, έμεινε ως μια μακρινή Η λαχτάρα για την νίκη του θανάτου εκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στις ανάμνηση στην ανθρώπινη σκέψη και ως μια αμυδρή προσδοκία ανάκτησής της στο μέλλον.
διάφορες μυθολογίες των λαών. Οι προφήτες και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, ως όργανα του Θεού για την προετοιμασία του ανθρωπίνου γένους για την εν Χριστώ σωτηρία, προείδαν πιο καθαρά την μελλοντική νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ίδιος ο Θεός θα δοκιμάσει το πικρό ποτήρι του θανάτου και θα νικήσει τον ’δη, θα τον συλήσει από τους απ' αιώνος δεσμίους του νεκρούς και θα κλείσει οριστικά το δρόμο του θανάτου για τους πιστούς Του. Ο μοναδικός ζωντανός Θεός είναι ο Ίδιος η ζωή και η πηγή της ζωής σε όλα τα όντα. Αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6). Ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανασταίνουν νεκρούς στο όνομα του Κυρίου (Γ΄ Βασιλ.17,23, Δ΄ Βασιλ.4,33). Ο προφήτης Ωσηέ, προβλέποντας την εις άδου κάθοδον του Μεσσία, την εκ νεκρών ανάστασή Του και την συντριβή του θανάτου διακηρύσσει στους άπιστους συμπατριώτες του «Πορευθώμεν και επιστρέψωμεν προς Κύριον! ... Υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1) και γι' αυτό σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φωνάζει να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Πού σου η δίκη σου, θάνατε, πού το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).

«ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΛΑΜΠΡΥΝΘΩΜΕΝ ΤΗ ΠΑΝΗΓΥΡΕΙ» ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής


«Πάσχα το τερπνόν΄ Πάσχα Κυρίου Πάσχα΄ Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε». Με αυτούς τους υπέροχους και πανηγυρικούς στίχους ο θεσπέσιος υμνογράφος της Αναστάσεως αναγγέλλει στους πιστούς την έλευση της πλέον λαμπρής και ευφρόσυνης εορτής της Εκκλησίας μας. Σύμπας ο άγιος λαός του Θεού, ο «ευσεβής και φιλόθεος», όπως τον αποκαλεί ο ιερός Χρυσόστομος, «εν ενί στόματι και μια καρδία», με δάκρυα χαράς στα μάτια, υμνεί τον Αναστάντα εκ νεκρών και νικητή του θανάτου, Κύριο Ιησού Χριστό. Με αισθήματα βαθύτατης συγκίνησης και απέραντης αγαλλίασης κατακλύζει τους λαμπροστόλιστους και ολόφωτους ναούς για να εορτάσει τη Θεία Έγερση και να απολαύσει τον ανείπωτο πλούτο της χρηστότητας του Κυρίου. Σπεύδει για να εορτάσει τον πιο σπουδαίο θρίαμβο, την πιο μεγάλη και απερίγραπτη νίκη της ανθρώπινης ιστορίας: Τον θάνατο του θανάτου μας!
      Ύστερα από μια μακρά πνευματική και σωματική άσκηση και πορεία, κατά την οποία γίναμε κοινωνοί των σωτηριωδών Παθημάτων του Κυρίου και Λυτρωτή μας Χριστού. Ύστερα από μια οντολογική μετοχή «εις τον θάνατον αυτού» (Ρωμ.6,4) προσερχόμεθα «λαμπαδηφόροι, τω προϊόντι Χριστώ εκ του μνήματος» για να «συνεορτάσωμεν ταις φιλαιόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεού το σωτήριον». Αφήνουμε πια την κατήφεια και την κατάνυξη της αγίας Εβδομάδος των Παθών και σπεύδουμε «αγαλλομένω ποδί» να συμμετάσχουμε της άφατης πασχαλινής πανδαισίας, να λαμπρυνθούμε και να πανηγυρίσουμε, να απολαύσουμε υπερβαλλόντως «του συμποσίου της πίστεως».
         Πάσχα σημαίνει διάβαση, λύτρωση, σωτηρία. Όπως ο παλαιός λαός του Θεού, ο Ισραήλ, σώθηκε, χάρις στη θαυμαστή βοήθεια του Θεού, από την φαραωνική τυραννία, έτσι και ο νέος λαός του Θεού, οι πιστοί από όλες τις φυλές του κόσμου, σώθηκαν από τη νοητή φαραωνική τυραννία της αμαρτίας και πέρασαν στην εν Χριστώ πραγματική ελευθερία της χάριτος του Θεού. Το ιουδαϊκό Πάσχα υπήρξε τύπος του χριστιανικού Πάσχα. Εκείνο υπήρξε μια στενή εθνική και συνάμα θρησκευτική εορτή, ανάμνηση ενός εθνικοαπελευθερωτικού γεγονότος, ενός μικρού λαού. Το χριστιανικό Πάσχα είναι ο λαμπρότατος εορτασμός της πανανθρώπινης απελευθέρωσης από τον πιο τυραννικό και ανίκητο δυνάστη, τον άρχοντα του κόσμου τούτου, διάβολο και τον πικρό και αναπόφευκτο θάνατο.
        Ο Κύριος Ιησούς Χριστός δέχτηκε να γίνει ο Ίδιος, με τη θέλησή Του, απολυτρωτική θυσία. Να γίνει ο νοητός «ενιαύσιος αμνός», το «άμωμο ιερείο» του νέου Πάσχα, προκειμένου να νικηθεί ο νοητός Φαραώ, ο διάβολος, να καταργηθεί το κράτος του θανάτου και να γίνει η καταλλαγή του ανθρωπίνου γένους με το Θεό (Εφ.2,13). Δι' αυτής της υπερτάτης θυσίας «εκ της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκεν».

(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα του Μεγάλου Σαββάτου) «ΔΕΥΤΕ ΙΔΩΜΕΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΗΜΩΝ ΕΝ ΤΑΦΩ ΚΕΙΜΕΝΗΝ»


« Τω Αγίω και Μεγάλω Σαββάτω, την θεόσωμον ταφήν και την εις ’δου κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν, δι' ών της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκε». Σύμφωνα με το ιερό συναξάρι αυτήν την άγια ημέρα τιμάμε και προσκυνάμε την ταφή του Κυρίου μας και την εις ’δου Κάθοδόν Του.
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, αφότου εξέπνευσε ο Κύριος επί του σταυρού, έπρεπε να ταφεί και μάλιστα βιαστικά, διότι όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής οι Ιουδαίοι «ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ην΄ ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου΄ ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν» (Ιωάν.19:31). Οι στρατιώτες με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. «Επί τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ' εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ» (Ιωάν.19:33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός, εις πείσμα όλων εκείνων των συκοφαντών, οι οποίοι συνεχίζοντες την θεομάχο έχθρα των αρχόντων του Ισραήλ, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι δήθεν δεν πέθανε επί του σταυρού και κατά συνέπεια η ανάστασή Του ήταν ψεύτικη!
       Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι ηρωικές γυναίκες μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20:19).  Όμως ήταν αδύνατο σ' αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο να τους δοθεί η άδεια της ταφής.
        Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «Επεί ην Παρασκευή, ο εστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Εκείνος «εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνη και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ.15:43-46). Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του Θείου Δράματος. Ο «αχώρητος παντί» χωρά και κρύπτεται στον τάφο. Αυτός που κατοικεί στα απέραντα ουράνια κείτεται στο υγρό και σκοτεινό μνημείο. Μυστήριο μέγα!

Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Παρασκευής) «ΕΣΤΑΥΡΩΘΗΣ ΔΙ' ΕΜΕ, ΙΝΑ ΕΜΟΙ ΠΗΓΑΣΗΣ ΤΗΝ ΑΦΕΣΙΝ»


«Τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν΄ τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον, α δι' ημάς κατεδέξατο΄ έτι Δε και την του ευγνώμονος ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω σταυρώ ομολογίαν». Το ιερό συναξάρι της αγίας αυτής ημέρας αναφέρει με λεπτομέρεια τι τιμούμε και προσκυνάμε αυτή την αγία ημέρα.
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι για μας τους χριστιανούς η πλέον φρικτή, πένθιμη και λυπητερή ημέρα, αλλά και η πιο ιερή, η πιο αγία, η πολυσέβαστη και πλέον αγαπητή και προσκυνητή ημέρα της Εκκλησίας μας. Κι αυτό διότι ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού κρέμεται καρφωμένος, γυμνός, άπνους, επάνω στο ξύλο του σταυρού, ως χείριστος κακούργος. Ο Εσταυρωμένος Χριστός μας πήρε επάνω Του όλες τις αμαρτίες του κόσμου και ανέβηκε εκών στο φρικτό Γολγοθά για να εξαγοράσει, μυστήριο πως, με το τίμιο Αίμα Του τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους.
       Ποια καρδιά δεν λυγίζει την ημέρα αυτή μπροστά στη φρικτή και ανείπωτη θεοκτονία;. Ποια μάτια δε βουρκώνουν στο αντίκρισμα του γλυκύτατου Εσταυρωμένου; Ποια ψυχή δε μαλακώνει μπροστά στα άδικα παθήματα; Ποια γόνατα δεν κλείνουν κάτω από το Σταυρό για να προσκυνήσουν τα Θεία Πάθη; Εκατομμύρια πιστοί χριστιανοί πενθούν για τον οδυνηρό θάνατο του Χριστού μας. Κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς με μπουκέτα άνθη στα χέρια για να τα εναποθέσουν στον ιερό Επιτάφιο. Να προσκυνήσουν το Λυτρωτή τους, Αυτόν, ο Οποίος «εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω Του αίματι».
        Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αφού συνελήφθη στον κήπο του Όρους των Ελαιών, ύστερα από την προδοσία του Ιούδα, σύρθηκε δέσμιος σε  μια δραματική νυκτερινή δίκη. Η μανία των αρχόντων του ισραηλιτικού λαού ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να περιμένει για να ξημερώσει η αυριανή ημέρα. Οι ιεροί Ευαγγελιστές αναφέρουν λεπτομέρειες για την δίκη - παρωδία. Η καταδίκη ήταν ήδη προαποφασισμένη και μόνο έπρεπε να τηρηθούν κάποια νομιμοφανή προσχήματα. Τη λύση έδωκαν πληρωμένοι ψευδομάρτυρες, οι οποίοι, διαστρέφοντας τα λόγια του Χριστού στήριξαν την επιθυμητή κατηγορία: Ένοχος θανάτου!

(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Πέμπτης) «ΤΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΝ ΦΟΒΩ ΤΡΑΠΕΖΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΑΝΤΕΣ ΠΑΝΤΕΣ»






«Τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες, αλληλοδιαδόχως εκ τε των θείων Αποστόλων και των ιερών Ευαγγελίων παραδεδώκασιν ημίν τέσσερά τινα εορτάζειν΄ τον ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον (δηλαδή την παράδοσιν των καθ' ημάς  φρικτών Μυστηρίων), την υπερφυά Προσευχήν και την Προδοσίαν αυτήν». 
Αυτό είναι το συναξάρι της Μεγάλης Πέμπτης. Η αγία μας Εκκλησία τιμά την αγία αυτή ημέρα όσα έλαβαν χώρα στο υπερώο της Ιερουσαλήμ και όσα ακολούθησαν μετά το Μυστικό Δείπνο.
       Το Θείο Δράμα οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. Ο εκουσίως και αδίκως Παθών για τη δική μας σωτηρία Κύριος γνωρίζει ότι έφτασε το τέλος της επί γης παρουσίας Του. Η προδοσία του αγνώμονα μαθητή, η σύλληψη, οι εξευτελισμοί, η καταδίκη και ο σταυρικός θάνατος είναι θέμα ωρών. Ως άνθρωπος αισθανόταν το δια της θυσίας Του βαρύ φορτίο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και γι' αυτό αγωνιούσε υπερβαλλόντως. Δεν τον ενδιέφερε το δικό Του μαρτύριο και ο θάνατος, αλλά η συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του.
       Γι' αυτό λοιπόν αφιέρωσε το βράδυ της προπαραμονής του επικείμενου ιουδαϊκού Πάσχα και παραμονή της δικής Του σταυρικής θανής στους αγαπημένους Του μαθητές. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ΄ υμών προ του με παθείν» (Λουκ.22:15) τους είπε. Ήθελε να φάγει για τελευταία φορά μαζί τους. Μα το σπουδαιότερο να τους αφήσει τις τελευταίες παρακαταθήκες Του και πάνω απ' όλα να τελέσει τον Μυστικό Δείπνο, να παραδώσει την υπερφυά Θεία Ευχαριστία, η οποία θα τελείται στο διηνεκές ως η αέναη παρουσία Του στην Εκκλησία.
        Στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συγκινήσεως και σε ένδειξη πραγματικής και άδολης αγάπης, ως δούλος ο Κύριος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Με την πράξη Του αυτή ήθελε να αφήσει την ύψιστη εντολή της αλληλοδιακονίας των ανθρώπων. «ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Λουκ.22:25).
       Κατόπιν κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου. Ο Κύριος θέλησε κατ' αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό. Λέγει λοιπόν «Εις εξ' υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ' εμού» (Μάρκ.14:18, Ιωάν.13:22). Τα λόγια αυτά έφεραν αναστάτωση στους μαθητές. Δεν περίμεναν να ακούσουν τέτοια φοβερή αγγελία και άρχισαν να διερωτώνται ποιος είναι αυτός. Ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης πέφτοντας στον τράχηλο του Διδασκάλου ρώτησε εξ' ονόματος όλων: «Κύριε τις εστιν»; και ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω» (Ιωάν.13:26). Και βουτώντας τεμάχιο άρτου στο φαγητό το έδωσε στον Ιούδα. Αυτός το έφαγε και μετά από αυτό «εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωάν.13:27). Ο Ιησούς του είπε: «ό ποιείς, ποίησον τάχιον» (Ιωάν.13:27). Ο προδότης μαθητής έφυγε βιαστικά, απομακρυνθείς για πάντα από τη χορεία των μαθητών και από την κοινωνία του Θείου Διδασκάλου. «Ην δε νύξ» προσθέτει ο Ιωάννης. «Νυξ πραγματική, τονίζει σύγχρονος συγγραφέας, αλλά και νυξ πνευματική εν τη ψυχή του Ιούδα, εν η το φως του θείου Πνεύματος δια παντός εσβέσθη».
        Μετά από αυτό ο Κύριος προέβη στη σύσταση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε έκοψε αυτόν σε τεμάχια και έδωκε στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου», το αληθινό το πραγματικό, «το υπέρ υμών διδόμενον» (Λουκ.22:19). Ύστερα πήρε το ποτήριο της ευλογίας, που ήταν γεμάτο με οίνο και αφού ανέπεμψε ευχαριστήριο δέηση στο Θεό Πατέρα έδωκε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες΄ τούτο γαρ εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν  αμαρτιών» (Ματθ.26:28, Μάρκ.14:24).
      Αφού κοινώνησαν όλοι και έφαγαν, ο Κύριος μίλησε και απεύθυνε την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του στους μαθητές Του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει στο Ευαγγέλιό Του ολόκληρη αυτή την εκτενή ομιλία στα κεφάλαια 13-16. Ο τρόπος της ομιλίας προδίδει στον Κύριο δραματική έκφραση. Ως άνθρωπος μπροστά στο μαρτύριο, το οποίο γνωρίζει ως Θεός αγωνιά και λυπάται. Αρχίζει με το «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ» (Ιωάν.13:31). Τα παθήματα που θα ακολουθήσουν και η ταπείνωση θα είναι η δόξα του Υιού και συνάμα αυτή θα είναι η δόξα του Πατέρα. Οι αλήθειες και οι ηθικές ιδέες της ομιλίας την καθιστούν πραγματικά μοναδική. Η τρυφερότητα προς τους μαθητές Του είναι έκδηλη, τους αποκαλεί «τεκνία». Κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η προτροπή για ενότητα και αγάπη μεταξύ των μαθητών και κατ' επέκταση όλων των ανθρώπων. «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν.13:3) και «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14:27).
      Μετά ακολούθησε η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του.
       Αφού περατώθηκε και η προσευχή η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Ο Ιησούς πήρε τους μαθητές Του και πήγε στο Όρος των Ελαιών. Εκεί υπήρχε κήπος στον οποίο μπήκε με τους μαθητές Του για να προσευχηθεί (Ιωάν.18:1). Ο τρόπος της προσευχής ήταν δραματικός. Ως άνθρωπος και πάλι αγωνιούσε για το επερχόμενο πάθος. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ.26:38) είπε στους μαθητές Του. «Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ.26:39) παρακαλούσε τον Πατέρα και «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντος επί την γην» (Λουκ.22:45).
       Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές και θόρυβος πολύς. Έφτασαν οι στρατιώτες με οδηγό τον Ιούδα για να συλλάβουν τον Ιησού. Χαρακτηριστικό σύνθημα ο ασπασμός του Διδασκάλου από τον Προδότη (Λουκ.22:48). Ο Πέτρος χρησιμοποιεί βία, κόβει το αφτί του στρατιώτη Μάλχου (Ιωάν.18:11). Παρ' όλα αυτά η σύλληψη πραγματοποιείται. Ο Κύριος δέσμιος οδηγείται σε ολονύκτιες ψεύτικες δίκες για να καταδικαστεί και να σταυρωθεί.
       Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν τεράστια σωτηριολογική σημασία για μας. Πρώτ' απ' όλα η εκούσια πορεία του Κυρίου προς το Πάθος φανερώνει την άμετρη θεία ευσπλαχνία και αγάπη για τον πεσόντα άνθρωπο. Η ολοκληρωτική νίκη της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με τον σταυρικό θάνατο του αναμάρτητου Χριστού. Μόνο το τίμιο αίμα του Μεγάλου Αθώου μπορούσε να καθαρίσει κάθε ρύπο αμαρτίας σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Μόνο αυτό μπορούσε να φέρει την καταλλαγή και την ισορροπία, που είχε διαταράξει σοβαρά το κακό και η αμαρτία.
       Αυτή η Μεγάλη Θυσία μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα στην Εκκλησία, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, την οποία παρέδωσε ο Κύριος τη σημερινή ημέρα στους μαθητές Του και μέσω αυτών στην Εκκλησία. Η απολυτρωτική Θυσία του Σταυρού συνεχίζεται στο διηνεκές στις άγιες Τράπεζες των ναών, ως την κυριότερη αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας. Ο Κύριος είναι παρών στην Εκκλησία Του μέσω του ιερού Μυστηρίου τη Θείας Ευχαριστίας. Εμείς γινόμαστε οργανικά, πραγματικά, μέλη του μυστικού Του Σώματος με την Κοινωνία του αγίου Σώματός Του. Έτσι συντελείται η σωτηρία μας.

(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Τετάρτης) «ΥΠΕΡ ΤΗΝ ΠΟΡΝΗΝ ΑΓΑΘΕ ΑΝΟΜΗΣΑΣ»


«Τη αγία και μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιούμεθα οι θειότατοι πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Αυτό είναι το συναξάρι της σημερινής ημέρας, της Μεγάλης Τετάρτης. Οι συνοδοιπόροι του πάθους του Χριστού μας πιστοί καλούμαστε αυτή την ιερή ημέρα να τιμήσουμε την έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια της πρώην πόρνης γυναικός, η οποία έγινε συνώνυμη με την συντριβή και την αλλαγή ζωής.
Το σημαντικότατο, συγκινητικότατο και διδακτικότατο γεγονός της αλείψεως του Κυρίου με πολύτιμο μύρο από την αμαρτωλή γυναίκα διασώζουν με μικρές παραλλαγές και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Ο Ματθαίος (26:6-13), ο Μάρκος (14:3-9) και ο Ιωάννης (12:1-8) ομιλούν για την ίδια γυναίκα, την Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία, όπως αναφέραμε, από ευγνωμοσύνη για την ανάσταση του αδελφού της, έκαμε αυτή την σπουδαία πράξη. Αντίθετα ο Λουκάς αναφέρει πως η γυναίκα, που δεν αναφέρεται το όνομά της, ήταν αμαρτωλή πόρνη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για διαφορετικό περιστατικό. Ίσως να ήταν η πόρνη γυναίκα, την οποία έσωσε ο Κύριος από το λιθοβολισμό των υποκριτών Ιουδαίων (Ιωάν.8:5).              Βεβαίως στον Εσπερινό της ημέρες διαβάζεται η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όμως το περιεχόμενο και η θαυμάσια υμνολογία της ημέρας είναι εμπνευσμένη από την περικοπή του Ευαγγελίου του Λουκά.
        Σύμφωνα με τον ιερό ευαγγελιστή ο Ιησούς προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι κάποιου Σίμωνος, ο οποίος ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Κάποια γυναίκα αμαρτωλή όταν έμαθε ότι ο Κύριος ήλθε στην πόλη, ζήτησε να μάθει σε πιο σπίτι έχει καταλύσει. Και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν, ξάφνου μπήκε στο σπίτι η γυναίκα εκείνη, κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο πολύτιμο μύρο. Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω Του, γονάτισε και άρχισε να κλέει και να οδύρεται γοερά. ’νοιξε αμέσως το δοχείο και άρχισε να ρίχνει απλόχερα το μύρο και να πλένει με αυτό πόδια του Ιησού. Μαζί με το πολύτιμο μύρο έσμιγε και τα καυτά δάκρυά της, τα οποία έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της.  Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια Του, καταφιλώντας τα αδιάκοπα.

Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Τρίτης) «ΜΗ ΜΕΙΝΩΜΕΝ ΕΞΩ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ»


«Τη αγία και μεγάλη Τρίτη της των δέκα παρθένων παραβολής, της εκ του ιερού Ευαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα». Αυτό είναι το συναξάρι της δεύτερης ημέρας της Μεγάλης Εβδομάδος. Ο Νυμφίος της Εκκλησίας και της ψυχής μας, «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», οδεύει προς το εκούσιο Πάθος Του, καλώντας κοντά Του όλους εμάς τους πιστούς Του, για να μας κάνει κοινωνούς των σωτηριωδών παθημάτων Του και του θριάμβου της Αναστάσεώς Του.
Οι θείοι Πατέρες όρισαν την αγία αυτή ημέρα να θυμηθούμε μια από τις πιο παραστατικές και διδακτικές παραβολές του Κυρίου μας: την παραβολή των Δέκα Παρθένων. Κι' είχαν το σκοπό τους. Η συνοδοιπορία με το Χριστό μας προς το Θείο Πάθος δεν θα πρέπει να είναι τυπική και απλά συναισθηματική, αλλά να είναι ολοκληρωτική συμμετοχή στην εν Χριστώ πορεία και να συνοδεύεται από οντολογική αλλαγή  του είναι μας.  Η ενθύμηση της παραβολής των δέκα παρθένων είναι μια άριστη πνευματική άσκηση για να μην διαφεύγει από τη σκέψη μας η επερχόμενη μεγάλη, επιφανής και συνάμα φοβερή ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας.
        Την παραβολή των δέκα Παρθένων διασώζει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στο 25ο  κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. Με την ευκαιρία μιας καταπληκτικής εσχατολογικής ομιλίας Του ο Κύριος είπε και την εξής παραβολή: Η Βασιλεία των ουρανών μοιάζει με δέκα παρθένες οι οποίες αφού πήραν μαζί τους τα λυχνάρια τους πήγαν να υποδεχθούν τον νυμφίο. Πέντε από αυτές ήταν σώφρονες και φρόντισαν να έχουν μαζί τους απόθεμα λαδιού για τα λυχνάρια τους, ενώ οι άλλες πέντε ήταν ανόητες και δεν φρόντισαν να έχουν μαζί τους το αναγκαίο απόθεμα λαδιού. Επειδή δε αργούσε ο νυμφίος και η νύχτα προχωρούσε έπεσαν να κοιμηθούν. Τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια γοερή κραυγή η οποία ανήγγειλε τον ερχομό του νυμφίου. Οι παρθένες σηκώθηκαν για να προαπαντήσουν τον νυμφίο. Οι μεν σώφρονες παρθένες που είχαν απόθεμα λαδιού άναψαν τα λυχνάρια τους, οι δε μωρές ζητούσαν απεγνωσμένα από τις σώφρονες να τους δώσουν λίγο λάδι. Εκείνες τους απάντησαν πως μόλις αρκεί για τα δικά τους τα λυχνάρια και καλά θα κάνουν να πάνε να αγοράσουν. Οι ανόητες παρθένες έτρεξαν να αγοράσουν λάδι, αλλά εν τω μεταξύ ο νυμφίος έφθασε και μπήκε στο χώρο του γάμου με τις πέντε φρόνιμες και έκλεισε την πόρτα. Οι ανόητες παρθένες έφθασαν μετά και άρχισαν να φωνάζουν Κύριε, Κύριε άνοιξέ μας. Αυτός τους απάντησε αλήθεια σας λέγω

Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Δευτέρας) «ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΑΡ ΕΠΕΙΓΕΤΑΙ ΤΟΥ ΠΑΘΕΙΝ ΑΓΑΘΟΤΗΤΙ»


«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν, ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και της βασιλείας έξω κλεισθής. Αλλά  ανάνηψον κράζουσα, ’γιος, ’γιος, Αγιος ει ο Θεός ημών. Δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς». Με αυτό το θεσπέσιο τροπάριο ο ιερός υμνογράφος μας εισάγει στο κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδος, παροτρύνοντάς μας να ετοιμάσουμε κατάλληλα τον εαυτό μας, προκειμένου να υποδεχτούμε το Νυμφίο της ψυχής μας Χριστό και να λάβουμε μέρος στην πνευματική γαμήλια πανδαισία. Αυτή είναι άλλωστε και η κύρια επιδίωξη της βιώσεως όλων των μεγάλων γεγονότων της Μεγάλης Εβδομάδος, η συνάντησή μας με τον παθόντα και αναστάντα Σωτήρα μας Χριστό!
        Την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδος τιμάμε μια μεγάλη προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιωσήφ τον Πάγκαλο, το γιο του Ιακώβ, τον οποίο πούλησαν, εξαιτίας μεγάλου φθόνου, τα αδέλφια του ως δούλο στην Αίγυπτο (Γεν. κεφ.37-50). Η πολύπαθη ιστορία του μας είναι λίγο πολύ γνωστή. Η φιλήδονη γυναίκα του Πεντεφρή, αυλικού του Φαραώ, αφού δεν μπόρεσε να τον παρασύρει στην αμαρτία της μοιχείας, τον συκοφάντησε και τον έριξαν στη φυλακή. Μετά την εξήγηση των περιέργων ονείρων του Φαραώ κατέστη αντιβασιλέας της μεγάλης χώρας της  Αιγύπτου. Συνάντησε τους αδελφούς του, τους οποίους όχι μόνο δεν τα τιμώρησε, αλλά τους ευεργέτησε και τους εγκατέστησε στο πιο έφορο μέρος της Αιγύπτου, προκειμένου να ζήσουν ευτυχισμένοι. Την αγία αυτή ημέρα προβάλλεται η υπέροχη μορφή του Παγκάλου Ιωσήφ, γιατί αυτός σύμφωνα με τους Πατέρες  της Εκκλησίας μας, αποτελεί προτύπωση και εικόνα του Χριστού μας. Όπως ο Κύριος υπέφερε άδικα  εξαιτίας της ανθρώπινης κακίας των ομοφύλων Του, το ίδιο και εκείνος υπέφερε εξαιτίας της κακίας των αδελφών του και έδειξε, όπως και ο Χριστός, απέραντη ανεξικακία.

(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Κυριακής των Βαΐων) «ΩΣΑΝΝΑ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ»


Μετά την θαυμαστή ανάσταση του Λαζάρου οι ευσεβείς αδελφές του παρέθεσαν στον Κύριο και τους μαθητές Του μεγάλο και λαμπρό δείπνο για να ευχαριστήσουν τον Μεγάλο Ευεργέτη τους. Η Μάρθα φρόντιζε να μη λείψει τίποτε από το πλούσιο τραπέζι. Μαζί τους καθόταν και ο Λάζαρος. Η Μαρία, κατά τη διάρκεια του δείπνου, πήρε ένα πολύτιμο δοχείο γεμάτο πανάκριβο μύρο και άρχισε να πλένει με αυτό τα πόδια του Χριστού. Κατόπιν ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και μ' αυτά σκούπισε τα πόδια του Λυτρωτή. Η ευώδης οσμή του μύρου γέμισε την οικία. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αισθήματα εκπλήξεως στους παραβρισκόμενους. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο μελλοντικός προδότης του Κυρίου είπε: «Διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη τοις πτωχοίς;». Και σχολιάζει ο ιερός ευαγγελιστής: «είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ΄ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν» (Ιωάν.12:6).
      Ο άνθρωπος της ανομίας, απόλυτα υπόδουλος στα ταπεινά του πάθη, έμεινε εντελώς ανέγγιχτος από την τρίχρονη παρουσία του θείου Διδασκάλου του. Η ωφελιμιστική υλιστική σκοτοδίνη του, τον κρατούσε δέσμιο του πάθους της φιλαργυρίας. Αυτό το πάθος θα τον οδηγήσει, κατόπιν, σε λίγες ημέρες στην προδοσία του Δασκάλου του και στον προσωπικό του τραγικό αφανισμό. Το όνομά του θα γίνει στους αιώνες συνώνυμο της προδοσίας.
      Ο Κύριος με προφανή λεπτότητα αντιπαρήλθε την πρόκληση του Ιούδα και είπε: «’φες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε»(Ιωάν.121:7-8). Φυσικά τα λόγια αυτά ήταν ακατανόητα για τους μαθητές Του, διότι, προσκολλημένοι ακόμη στην εθνικιστική ιουδαϊκή περί Μεσσία αντίληψη, πίστευαν σε μια λαμπρή προέλαση προς την Ιερουσαλήμ, προκειμένου να πάρουν την εξουσία και να απελευθερώσουν το έθνος από τον ξένο δυνάστη.
       Την ίδια ώρα κατέφθασε στην οικία του δείπνου όχλος πολύς από τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήθελαν να δουν τον θαυμαστό ραβίνο που ανάστησε το Λάζαρο. Ήθελαν επίσης να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τον αναστημένο. Ταυτόχρονα οι αρχιερείς και οι άρχοντες του Ιουδαϊκού λαού έκαναν συμβούλιο και συζητούσαν το ενδεχόμενο να φονεύσουν τον Λάζαρο, διότι διαπίστωναν με ανησυχία ότι πολλοί άνθρωποι είχαν πιστέψει στην θεϊκή δύναμη του Ιησού, εξαιτίας του εξαίσιου θαύματος! Ήδη είχε αποφασισθεί η θανάτωση του Κυρίου (Ιωάν.11:47-57) και ο προδότης μαθητής βρισκόταν σε επικοινωνία με το ιουδαϊκό ιερατείο (Ιωάν.12:3-8, Ματθ.26:14-16) για την παράδοση του Διδασκάλου του.

(Θεολογικό σχόλιο στο Σάββατο του Λαζάρου) «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ»


Το Σάββατο της ΣΤ΄ Εβδομάδος των Νηστειών η Αγία μας Εκκλησία όρισε να εορτάζουμε την θαυμαστή ανάσταση του Λαζάρου. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Διότι, πρώτον το μεγάλο και θαυμαστό αυτό γεγονός συμπίπτει χρονικά με την είσοδο του Κυρίου μας στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ. Και δεύτερον, ότι το γεγονός της εκ νεκρών αναστάσεως του φίλου του Κυρίου είναι μια τρανή απόδειξη ότι ο Χριστός μας είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου, ότι αυτός που ανάστησε από τους νεκρούς το Λάζαρο θα αναστήσει και τον Εαυτό του, αφού θα σκυλέψει τον ’δη και θα  νικήσει τον θάνατο!
Σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Λάζαρος με τις αδελφές του Μάρθα και Μαρία, που κατοικούσαν στην κώμη Βηθανία, είχαν εγκάρδιες φιλικές σχέσεις με τον Κύριο. Φαίνεται ότι πολλές φορές είχαν την ύψιστη τιμή και χαρά να δεχτούν και να φιλοξενήσουν το Χριστό στον ευλογημένο οίκο τους  (Λουκ.10:38-42).
      Ξαφνικά ο Λάζαρος ασθένησε βαριά. Οι δυο αδερφές έστειλαν μήνυμα στον Ιησού ότι ο αγαπημένος Του φίλος  ο Λάζαρος αρρώστησε. Ο Χριστός διαβεβαίωσε τους απεσταλμένους πως «αύτη η ασθένεια ούκ  έστι προς θάνατον, αλλ' υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο υιός του Θεού δι΄ αυτής» (Ιωάν.11:4). Όμως ο Λάζαρος πέθανε και ετάφη σε σπηλώδες μνημείο, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές συνήθειες. Ο Χριστός αφού έμεινε δύο ημέρες στον τόπο που βρισκόταν πήρε τους μαθητές του και γύρισε στην Ιουδαία κατευθύνθηκε στη Βηθανία, παρ' όλο ότι οι μαθητές Του τον προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο να τον λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι. Καθ΄ οδόν  τους διαβεβαίωνε πως  «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται΄ αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν. Είπον ουν οι μαθηταί αυτού΄ Κύριε, ει κεκοίμηται, σωθήσεται. Ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού΄ εκείνοι δε έδοξαν ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει. Τότε ουν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία΄ Λάζαρος απέθανε, και χαίρω δι' ημάς, ίνα πιστεύητε, ότι ουκ ήμην εκεί» (Ιωάν.11:12-15).
        Η ενθουσιώδης Μάρθα, όταν έμαθε ότι ο Χριστός έρχεται στην βυθισμένη στο πένθος Βηθανία, έτρεξε να Τον προϋπαντήσει και με απόλυτη εμπιστοσύνη σε Αυτόν του είπε: «Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. Αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός». Ο Ιησούς της λέει ξεκάθαρα: «αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιωάν.11:24) και διαβεβαιώνει πανηγυρικά: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται΄ και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11:26). Μετά ζήτησε να τον οδηγήσουν στο μνημείο και να άρουν τον λίθο από την θύρα του σπηλαίου. Τότε η Μαρία τον προειδοποίησε: «Κύριε, ήδη όζει΄ τεταρταίος γαρ εστι». Ο Χριστός της είπε πως «ουκ είπον σοι ότι εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού;» (Ιωάν.11:40). Αφού κύλησαν το λίθο ο Κύριος στάθηκε μπροστά στο μνημείο και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις ΄ αλλά δια τον όχλον τον παρεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας» (Ιωάν.11:41). Κατόπιν φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε δεύρο έξω». Το θαύμα έγινε, ο Λάζαρος έζησε και εξήλθε του μνημείου δεμένος με τα νεκρικά ενδύματα. Ο Χριστός έδωσε εντολή να τον λύσουν και να περπατήσει. 

(Εισαγωγικό σχόλιο στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα) «ΦΘΑΣΑΝΤΕΣ ΠΙΣΤΟΙ ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΠΑΘΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

\
Για μια ακόμα φορά, με τη χάρη του Θεού, οδεύουμε στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, στην ιερότερη εορτολογική περίοδο του έτους. Για μια ακόμη φορά θα ακολουθήσουμε τα ίχνη του Νυμφίου της Εκκλησίας μας Χριστού και θα γίνουμε συνοδοιπόροι του Θείου Πάθους Του. Σύμφωνα με τον ιερό υμνογράφο, καλούμαστε όπως «συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι΄αυτόν ταις του βίου ηδοναίς΄ ίνα και συζήσωμεν αυτώ». Με αυτή την προϋπόθεση θα γίνουμε πραγματικοί κοινωνοί της Αναστάσεώς Του. Μόνο έτσι θα νοιώσουμε πραγματικά τη χαρά της Θείας Εγέρσεως.
Η αφετηρία αυτής της τόσο σημαντικής εορτολογικής περιόδου είναι πανάρχαια και ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Η νηστεία και η πνευματική προετοιμασία των πιστών της αρχαίας Εκκλησίας είναι πιθανόν να έχει καθιερωθεί από τους ίδιους τους Αποστόλους, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου προς αυτούς: «Ελεύσονται δε ημέραι, όταν απαρθή απ΄αυτών ο νυμφίος και τότε νηστεύσουσιν» (Ματθ.9:15). Ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας (+264) μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εορτασμό της Μεγάλης Εβδομάδος τον 3ο αιώνα. Ιδιαίτερα κατατοπιστική είναι η προσκυνήτρια Αιθερία (5ος αιώνας), η οποία στο περίφημο Οδοιπορικό της στους Αγίους Τόπους μας πληροφορεί πώς η Ιεροσολυμίτικη Εκκκλησία εόρταζε τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στα πρωτοχριστιανικά χρόνια.  
          Σύμφωνα με το ιερό Χρυσόστομο «Μεγάλην καλούμεν την Εβδομάδα, ουκ επειδή πλέον έχει το μήκος των ωρών΄ και γαρ εισί έτεραι πολλώ μείζους ώρας έχουσαι΄ ουκ επειδή πλείους ημέρας έχει΄ και γαρ ο αυτός αριθμός και ταύτης και ταις άλλαις πάσαις. Τίνος ουν ένεκεν μεγάλην ταύτην καλούμεν; Μεγάλα τινά και απόρρητα τυγχάνει τα υπάρξαντα ημίν εν αυτή αγαθά. Εν γαρ ταύτη ο χρόνιος ελύθη πόλεμος, θάνατος εσβέσθη, κατάρα ανηρέθη, του διαβόλου η τυραννίς κατελύθη, τα σκεύη αυτού διερπάγη, Θεού καταλλαγή προς ανθρώπους γέγονεν» (Ομιλ.30, Εις Γένεσιν,P.G.53,273). 
       Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα σπουδαιότατο σταθμό πλουσίου πνευματικού ανεφοδιασμού των ψυχών μας. Η μνεία των ιερών γεγονότων μαζί με τις θεσπέσιες ακολουθίες των αγίων ημερών, δημιουργούν ατμόσφαιρα κατάνυξης και περισυλλογής. Τα ’για και Σεπτά Πάθη του Χριστού μας ελάχιστες ψυχές ανθρώπων αφήνουν ασυγκίνητες. Μόνο οι πωρωμένοι από την αμαρτία και το κακό ελάχιστοι άνθρωποι παραμένουν απαθείς τις άγιες αυτές ημέρες. Το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι μάλλον θα μπορούσε κάποιος να τους χαρακτηρίσει αδιάφορους, αυτές τις άγιες ημέρες κατακλύζουν τους ναούς με τη «Σύνοψη» στο χέρι να σιγοψάλλουν μαζί με τους ψάλτες τους ύμνους των ιερών ακολουθιών.

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής



Το θεσπέσιο γεγονός της εκ νεκρών Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί για τη συνείδηση της Αγίας μας Εκκλησίας την φλόγα και τη ζέση, η οποία δίνει τη δύναμη και την ενέργεια σε Αυτή να πορεύεται αταλάντευτη στους αιώνες. Στην αντίθετη περίπτωση « ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών. Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, όν ουκ ήγειρεν» (Α΄Κορ.15,14-15). Εάν έλειπε από την Εκκλησία το γεγονός της Αναστάσεως, Αυτή θα ήταν καταδικασμένη να σβήσει συγχρόνως με τη γέννησή της! Γι' αυτό το λόγο η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι για ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, και ιδιαίτερα για την Ορθοδοξία μας, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων» και όλοι οι πιστοί «αγαλομένω ποδί» προσέρχονται να απολαύσουν την πλούσια πνευματική τράπεζα του Αναστάντα Λυτρωτή μας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με εμφανή ενθουσιασμό έδωσαν στα συγγράμματά τους την αληθινή διάσταση στο μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού μας. Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυώνος),(+199) είναι ένας από αυτούς. Στην περίφημη περί ανακεφαλαιώσεως θεολογία του εντάσσει το γεγονός αυτό στο γενικότερο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Στο θεανδρικό Πρόσωπο του Ιησού Χριστού συντελέσθηκε η αναδημιουργία του πεπτωκότος ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως (Ειρην. C.H.. III,16,6). Η Ενανθρώπηση και η Ανάσταση του Λυτρωτή είναι οι δύο κορυφαίοι σταθμοί του έργου της απολυτρώσεως. Δια της Ενανθρωπήσεως του Λόγου ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία, δια της Αναστάσεώς Του ο άνθρωπος εισέρχεται στην αιωνιότητα! Η Ενανθρώπηση είναι η ευλογημένη αρχή η Ανάσταση είναι το θριαμβευτικό πέρας του θείου έργου της σωτηρίας του κόσμου.
Ο πρώτος Αδάμ, ο χοϊκός προπάτοράς μας, σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, εξαιτίας του πονηρού και της δικής του συγκαταθέσεως εξέπεσε και έγινε φορέας του κακού και της αμαρτίας και υποκείμενος του θανάτου. Ο Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ (Α΄Κορ.15,45) επειράσθη και Αυτός από τον πονηρό για την ικανοποίηση της φυσικής ανάγκης της τροφής ( Γεν.3, 15 ). Όμως Αυτός δεν υπέκυψε, όπως ο πρώτος Αδάμ, στην παγίδα του πονηρού. Έμεινε υπάκουος στο θέλημα του «πέμπψαντός του Πατρός» (Ιωάν.4,34). Η έπαρση του χοϊκού Αδάμ απέκοψε το ανθρώπινο γένος από τη ζωή και το οδήγησε στο θάνατο. Αντίθετα η έσχατη υπακοή και η ταπείνωση (Φιλιπ.2,8) του Χριστού νίκησε το θάνατο και επανένωσε την ανθρωπότητα με τη ζωή, (Ειρην. C.Η.V.21,3, P.G.7,1181-1182 και Επίδ. Αποστ. Κηρύγμ. 33 ).
Ο θάνατος δεν είναι στοιχείο της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά είναι προϊόν της αμαρτίας (Ρωμ.6,23 ). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό να ζει αθάνατος. Η αμαρτία όμως εισήγαγε τον θάνατο στην ανθρώπινη φύση ως αφύσικη κατάσταση. Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου και του ’δη θεράπευσε την ανθρώπινη φύση από το ξένο και αφύσικο αυτό στοιχείο. Η Ανάσταση δε του Λυτρωτή « απαρχή (της αναστάσεως) των κεκοιμημένων εγένετο» (Α΄Κορ.15,20 ). Η Ανάσταση του Κυρίου κατέρριψε όλους τους φραγμούς που εμποδίζουν τον άνθρωπο να εισέλθει στην αιωνιότητα,(Ειρην. C.H.V.23, 2, P.G.7, 1182-1183). Η εν Χριστώ σωτηρία είναι ουσιαστικά «εκκένωσις του θανάτου» και χορήγηση της ζωής (Ειρην. C.H.III,23,7).

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

ΛΟΓΟΣ Θ. ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ.


Τοῦ τῆς Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας ἱεροδιδασκάλου καὶ κήρυκος Ἰωάσαφ Κορνηλίου τοῦ Ζακύνθου. Ἐν Βενετίᾳ καὶ ἐν σωτηρίῳ ἔτει ‘αψπη’ (1788).
Ὁμιλία θεία καὶ λίαν ὠφελιμωτάτη, ψυχοφελέστατη καὶ ψυχοσωτήριος, τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, Θ΄. Κυριακῆς κατὰ Λουκᾶν.
«Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;» Λουκ. ιβ΄,20
Περὶ τῶν Κεκοιμημένων.
1. Πλούσιος, καὶ εἰς μόνας τρυφάς, καὶ ἀναπαύσεις κατακαρφωμένος; Ἀγνωσία μεγάλη. Πτωχός, καὶ εἰς ἀκατάπαυσταις μέθαις, καὶ ξεφάντωσες δεδομένος; Κακία μεγαλυτέρα. Πλούσιοι ὁμοῦ, καὶ πτωχοί, τῆς Σαρκὸς ὅλοι, ὅλοι τοῦ Κόσμου; Ἀσέβεια μεγαλωτάτη. Καὶ ὅμως τὴν Σήμερον ἡμέραν ἐπίσης φαίνονται νὰ φωνάζουν καὶ ἐκεῖνοι καὶ τοῦτοι· καὶ πλούσιοι, καὶ πτωχοί·  ὅμοια μὲ τοὺς Ἐθνικοὺς καὶ ἀπίστους, μὲ τοὺς ἀθέους Ἐπικουρίους: «Φάγωμεν, καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ἂς γεμίσωμεν καλὰ τὴν κοιλίαν· ἂς χορτάσωμεν κατὰ πάντα τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς μας. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».
2. Ἀλλ’ ὦ ὑμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶσθε, τί βλασφημεῖτε; Τί κάμνετε, μήπως λοιπὸν εἶσθε ἄθεοι, καὶ Κρίσιν καὶ Ἀνταπόδοσιν δὲν φοβεῖσθε; Μήπως εἶσθε ἄπιστοι, καὶ κόλασιν αἰώνιον δὲν πιστεύετε; Ἢ τάχα εἶσθε θνητόψυχοι, καὶ διὰ τοῦτο μήτε διὰ τὰς ψυχάς σας, μήτε διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων σας φροντίζετε; Ἀλλὰ ποῖος ποτὲ ὑπηρέτης τοῦ Διαβόλου, ἐνέσπειρεν εἰς τοῦ Χριστοῦ μου τὴν Γῆν, τέτοια σπέρματα, παντελοῦς ἀθεότητος; Πόθεν ποτὲ ἐφύτρωσαν τόσα ζιζάνια ἀπιστίας, ἀνάμεσα εἰς τοὺς καλοὺς τῆς πίστεως στάχυας; ᾑ ἐδικαῖς σας ψυχαῖς, καθὼς κάμνετε, βέβαια κινδυνεύουν, ᾑ ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων σας γονέων καὶ συγγενῶν, κλαίουν ἀπαρηγόρητα, καὶ ἐκδίκησιν, δικαιοσύνην, δι’ ἐσᾶς τοὺς ἀδίκους, καὶ ἀπανθρώπους φωνάζουν· καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ἀναπαύεσθε, καὶ τρώγετε, καὶ πίνετε, καὶ εὐφραίνεσθε, καὶ δὲν σᾶς μέλλει μήτε διὰ ἐκείνας, μήτε διὰ τὴν ἰδίαν ψυχήν σας; Πλούσιε ἀνόητε, πτωχὲ ἀνοητότερε, ἄκουσε μὲ προσοχήν, τί φοβερὸν μυστήριον σήμερον ἐκφωνεῖται ἀπὸ τὸ ἴδιον στόμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ Θεοῦ σου, διὰ τὴν παράφρονα, καὶ ἀπάνθρωπον ψυχήν σου. «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Διὰ τὴν ἐδικήν σου σκληρότητα προσκλαίονται εἰς τὸν δίκαιον Θεὸν ᾑ βασανισμέναις ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων σου. «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»· Διὰ τὴν ἐδικήν σου ἀμεριμνίαν φωνάζουν ᾑ κατατεθλιμμέναις ψυχαῖς ἐκείναις, ἐναντίον σου, καὶ ζητοῦν τὸν θάνατόν σου. «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»· Διὰ τὴν ἀδικίαν ὁποῦ τὰς κάμνεις, καὶ τὰς ἀφίνεις εἰς τόσα βάσανα, εἰς τόσας τιμωρίας, εἰς τόσην θλίψιν, εἰς τόσην στενοχωρίαν, εἰς τόσον σκότος, ζόφον, πνίγος, ᾅδην, πικρίαν ἄρρητον· Δι’ αὐτὰ ὅπλα τῆς τερατώδους ψυχῆς σου τὰ τερατώδη γεννήματα, διψοῦν κατ’ ἐκδίκησιν δικαίαν τοῦ δικαίου Θεοῦ, νὰ ἰδοῦν εἰς τὸν τόπον τῆς βασάνου καὶ τὴν ἀπάνθρωπον ψυχήν σου. «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»·  Καὶ ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐξ ἀνάγκης, ἄν ἔχῃς ψυχήν, πρέπει καὶ νὰ σὲ φοβίσῃ , καὶ νὰ σὲ σωφρονίσῃ, καὶ νὰ μὴ λείψῃς ποτὲ ἀπὸ τὸ νὰ ἐνθυμῆσαι τὴν ψυχήν τους διὰ τὴν ψυχήν σου, εἶναι ὁποῦ πάντοτε ἕτοιμος εὑρίσκεται ὁ δίκαιος Θεός, νὰ ἐκδικῆται δικαίως τὰς ἀδίκους ψυχάς σας, καὶ προσκαίρως, καὶ αἰωνίως, διὰ τὰ ἀκατάπαυστα δάκρυα ἐκείνων, διὰ τὰ δίκαια παραπονέματά τους. «Ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν ἐν τάχει».
3.  Καὶ εἶναι λοιπὸν φανερόν, ὅτι Ὅποιος, ἐν ὅσῳ ζῇ, δὲν ἐνθυμεῖται τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων του, καὶ δὲν τὰς βοηθεῖ μὲ λειτουργίαις ἱκαναῖς, μὲ εὐχαῖς ἀκατάπαυσταις, καὶ μὲ ἐλεημοσύναις ἀνάλογαις, ἂς ἠξεύρῃ καλά, πὼς κολάζει περισσότερον τὴν ψυχήν του· ἂς εἶναι βέβαιος, πὼς κολάζεται τριπλᾶ· διὰ τί μὴ μνημονεύοντας, ἐν ὅσῳ ζῇ, τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων του, εἶναι παράνομος, εἶναι ἄδικος, εἶναι ἀπάνθρωπος, εἶναι παράνομος, διατὶ δὲν ὑποτάσσεται εἰς τοὺς Νόμους, καὶ εἰς τὰς συνηθείας τῶν Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι ἄδικος, διατὶ ἀλλοῦ καὶ ἀλλοῦ ἐξοδεύει, καὶ σκορπίζει, ὅσα ἠμπορεῖ νὰ δώσῃ καὶ διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων του, καὶ διὰ τὴν ψυχὴν τὴν ἐδικήν του· εἶναι ἀπάνθρωπος, διατὶ ἠμπορώντας νὰ φωτίσῃ, καὶ νὰ λαμπρύνῃ καὶ νὰ καθαρίσῃ τὰς ψυχὰς ἐκείνας μὲ κάθε εἶδος ἀγαθοεργίας, καὶ μάλιστα μὲ τὰς Ἱερὰς Λειτουργίας, τὴν ἀναίμακτον θυσίαν, τὰς ἀφίνει ἀπανθρώπους, ὁ ἀπάνθρωπος καὶ τυραννοῦνται, καὶ πάσχουν καὶ μαστίζονται κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, μὲ ὅλην τὴν πλοκὴν τῶν ἁμαρτιῶν τους, ὡσὰν μὲ τόσα σχοινία, ᾑ ἐλεειναῖς, καὶ ἀξιοδάκρυταις. «Ἑκάστῳ μάστιγες, αἱ οἰκεῖαι πλοκαὶ τῶν ἁμαρτιῶν γίνονται· καὶ μαστίζεται σχοινίοις ἁμαρτιῶν τοῖς περιπλεκομένοις αὐτῷ».
Προσέχετε καὶ θέλει τὸ καταλάβετε.                   Δ ε ῖ ξ ι ς.
4.  Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῶν ἱερῶν Θεολόγων, ᾑ ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων, ἢ εἶναι δεδικαιωμέναις, καὶ ἀπολαμβάνουν ἐν μέρει  τοῦ Θείου φωτός, ἢ εἶναι ἁμαρτωλαῖς, καὶ τὸ ὑστεροῦνται· καὶ ἢ τὸ ὑστεροῦνται αἰωνίως, χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα νὰ τὸ ἀπολαύσουν ποτέ, καὶ τέτοιαις εἶναι ᾑ ψυχαῖς τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων καὶ τῶν ἀθλίων Χριστιανῶν, ὁποῦ μὲ θανάσιμαις ἁμαρτίαις, καὶ χωρὶς νὰ μετανοήσουν ἀπέθαναν, ἢ τὸ ὑστεροῦνται πρὸς καιρόν, καὶ τέτοιαις εἶναι ᾑ ψυχαῖς τῶν Χριστιανῶν, ὅπου  ἀπέθαναν ἐν μετανοίᾳ, ἔχουν ὅμως, κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Θεολόγου, τὴν Συνούλωσιν τῶν ἁμαρτιῶν, ὁποῦ εἶναι τὰ στίγματα καὶ τὰ σημάδια τῶν πληγῶν, τὰ ὁποῖα ἑνωμένα καὶ μὲ ἄλλα ἄπειρα συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, καταθλίβουσι τὴν ταλαίπωρον ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καὶ ζητεῖ διὰ τοῦτο νὰ τὰ ξεφορτωθῇ ἀπὸ τὴν βοήθειαν τῶν ζωντανῶν, καὶ ἐδικῶν της, τῶν συγγενῶν. «Αἱ ψυχαὶ δὲν πορεύονται, ὡς παρὰ τῶν Ἁγίων μανθάνομεν, ἐν τόποις τῆς ζωῆς αὐτῶν, καὶ πολιτείας ἀξίοις ... οἱ  μὲν ἐν τῷ Οὐρανῷ, ὡς τὸν Χριστὸν ὁλικῶς μιμησάμενοι ... οἱ δὲ ἐν τῷ Παραδείσῳ, ὡς ὁ Λῃστὴς μετανοήσαντες ... τὰς τῶν ἁμαρτωλῶν δὲ καὶ ἀπίστων ψυχάς, καὶ ἐν τῷ Ἅδῃ πιστευτέον εἶναι, καὶ ἐν ἑτέροις τόποις ἀφεγγέσι καὶ θλιβεροῖς».
5.  Πλὴν εἰς ὁποίαν κατάστασιν καὶ ἂν εὑρίσκωνται ᾑ ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων, ἔξω ἀπὸ ταῖς ἀπηλπισμέναις ἐκείναις τῶν ἀμετανοήτων, καὶ ἀσεβῶν: «ἐξ ἀνάγκης, καθ’ ὅ ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια», καὶ δὲν ἠμποροῦν ἀφ’ ἑαυτοῦ τους νὰ βοηθηθοῦν, ζητοῦν ἀπὸ ἡμᾶς βοήθειαν, Μνημόσυνα παντοτινά, καὶ Λειτουργίαις πυκναῖς διὰ νὰ καθαρίζωνται μὲ αὐτὰς μάλιστα, καὶ νὰ λαμπρύνωνται περισσότερον. «Διὰ τοῦτο τὴν θυσίαν ταύτην ὁ Χριστὸς ἐνήργησέ τε, καὶ παραδέδωκεν εἰς Ἁγιασμόν, καὶ φωτισμόν»· τὸ σημειώνει Συμεὼν ὁ Θεσσαλονίκης, ὁ Ἐκκλησιαστικώτατος. Μὲ τὸν ὁποῖον συμφώνως σαλπίζουν ὅλα τῶν ἁγιωτάτων Πατέρων τὰ στόματα, καὶ μάλιστα ἡ παρηγορία τῶν ἁμαρτωλῶν ὁ Χρυσόστομος· ὁ ὁποῖος μὲ ζῆλον θεῖον βροντοφωνεῖ ἐναντίον ἐκείνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μόλις ἠμπορεῖ νὰ δοθῇ παραμικρὰ ἐλεημοσύνη, ἢ καὶ μία λειτουργία εἰς μνημόσυνον τῶν Γονέων τους. «Οὐκ εἰκῇ ταῦτα ἐνομοθετήθη παρὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ ἐπὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων· ἴασιν αὐτοῖς πολὺ κέρδος γενόμενον, πολλὴν τὴν ὠφέλειαν». Ὅθεν καὶ ὁ Νύσσης θεῖος Γρηγόριος, ὠφελιμωτάτην λέγει τὴν παράδοσιν τῶν Ἀποστόλων καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὴν Συνήθειαν, τὸ νὰ προστάζουν κάθε πιστὸν νὰ μνημονεύῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων του. «Οὐδὲν ἀλογίστως, καὶ ἀκερδῶς ὑπὸ τῶν τοῦ Χριστοῦ Κηρύκων, καὶ μαθητῶν παραδέδοται, καὶ ἐν τῇ Θεοῦ πανταχοῦ Ἐκκλησίᾳ διακεκήρυκται· ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα πάντως ἐπωφελές, καὶ θεάρεστον, τὸ μνήμην ποιεῖν ἐπὶ τῆς θείας, καὶ παμφαοῦς μυσταγωγίας τῶν ἐν εὐσεβεῖ τῇ πίστει Κεκοιμημένων». Διατὶ ὅταν σφαγιάζεται ὁ Ἁμνὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων, καὶ Ἱερέων· ὅταν χύνεται μυστικῶς τὸ ἄχραντον Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ τὰς ψυχὰς ἐκείνων, ὅπου ἀπέθαναν ἐν μετανοίᾳ, πλὴν δὲν ἔφθασαν νὰ ἐξαλείψουν καὶ ὅσα ἄπειρα συγγνωστά, καὶ ἐν ἀγνείᾳ ἁμαρτήματα: τότε τὴν ὥραν ἐκείνην, πολλὴν εὐφροσύνην ᾑ ψυχαῖς δοκιμάζουν, πολὺν φωτισμὸν θεῖον ἀπολαμβάνουν· ἐπειδὴ διὰ μόνης αὐτῆς τῆς θείας λειτουργίας, ἀξιώνονται τότε νὰ εἶναι ἑνωμέναις μὲ τὸν Χριστόν, καὶ Θεόν τους «Οὐδ’ ἄλλο κατ’ αὐτὸ εὐφροσύνης καὶ φωτισμοῦ, καὶ Θεοῦ ἑνώσεως αἴτιον αὐτοῦ τοῦ αἵματος τοῦ Κυριακοῦ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀχρείων ἐκχεομένου, καὶ τοῦ θείου Σώματος θυομένου». Καὶ κατὰ τὸ συμπέρασμα τοῦ Ἱεροφάντου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, πρέπει ἐξ ἀνάγκης λοιπὸν νὰ γίνωνται ᾑ θυσίαις καὶ προσφοραῖς πρὸς τὸν οἰκτίρμονα Θεὸν ἀπὸ τὸν Ἱεράρχην μάλιστα, διατὶ ἔτζι κλίνει, καὶ χύνει ἐπάνω εἰς τὰς ψυχὰς ἐκείνας ὁ πλουσιόδωρος Θεός, πλούσια τὰ ἐλέη του. «Οὐκοῦν ὁ θεῖος Ἱεράρχης ἐξαιτεῖται τὰ φίλα Θεῷ, καὶ πάντως δωρηθησόμενα». Καὶ διὰ νὰ καταλάβη καθ’ ἕνας τὸν λόγον τῆς προνοίας τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ὁποῦ διὰ τὰς τοιαύτας ἔχει, καὶ θέλει νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς δι’ αὐτάς, ἂς δράμῃ μὲ τὸν νοῦν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, εἰς Νομβᾶ τὴν Πόλιν, καὶ εἰς τὴν Ἰουδαίαν : καὶ θέλει μαθητευθῇ ἀπὸ τὰς Γραφὰς αὐτάς, πόσον ἀναγκαία εἶναι νὰ προσφέρεται ἡ θεία
Ἱερουργία, διὰ τὰς ἀθλίας ψυχὰς τῶν καταδίκων ἀποθαμένων.
6.  Μέσα εἰς ἕνα βαθύτατον, ξηρότατον, σκοτεινότατον λάκκον, εὑρίσκετο ἐρριμένος, καὶ καταδικασμένος ὁ Σοφώτατος Δανιήλ, διὰ νὰ θανατωθῇ ἢ ἀπὸ τοὺς ἐνημέρους ἐκείνους Λέοντας, ἢ τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸ ἀνημερώτατον θηρίον, τὴν πεῖναν· ποῖος τάχα θέλει εὑρεθῇ, ὁποῦ καὶ τοὺς Λέοντας νὰ ἡμερώσῃ καὶ τὸν Δανιὴλ νὰ θρέψῃ; Ἄλλο· τρέχει μέσα εἰς τὰς ἐρήμους ὁ Ἀνδρεῖος Δαβίδ, διὰ νὰ φυλαχθῇ ἀπὸ τὸν παράλογον θάνατον, ὁποῦ ἐναντίον του ἐμελέτα ὁ θηριώδης Σαούλ· ἀλλὰ μ’ ὅλον ὁποῦ ἦτον μακρὰν ἀπὸ τὸν ἐχθρόν του, ἐκινδύνευε νὰ χαθῇ ὁ Δαβὶδ ἀπὸ ἄλλον χειρότερον ἐχθρόν, ὁποῦ ἦτον ἡ πεῖνα· ποῖος λοιπὸν θέλει τὸν θρέψει; πρὸ τοῦ παρὰ νὰ μάθετε ποῖος; στρέψατε πάλιν τὰ ὄμματά σας εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὴν Ἰουδαίαν. Ἰδέτε ἐκεῖ, μέσα εἰς μίαν Κάμινον ἀναμμένην, ὡσὰν εἰς θάλασσαν πλατυνάτην, νὰ πλέουν τρεῖς Ἀγγελόμορφοι Νέοι, Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Ἀβδεναγῶ. Ἐδῶ, δεδεμένον μὲ φοβερὰς ἁλύσεις εἰς τὰ χέρια, καὶ μὲ ξύλον βαρύτατον εἰς τοὺς πόδας, τὸν Πέτρον τὴν Πέτραν τῆς Πίστεως, κατασφαλισμένον εἰς τοῦ Ἡρώδου τὴν φυλακὴν τὴν δυσώδη. Ἐρωτῶ σας τώρα, ποῖος ἔτρεξε, νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Πέτρον ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεσμά, καὶ εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας, ἀπὸ τῆς Καμίνου τὰς φλόγας; Ἕνας Θεόπεμπτος Ἄγγελος ἔλυσεν ἀοράτως τὰ δεσμὰ τοῦ Πέτρου, καὶ τὸν ἐλευθέρωσε παραδόξως. Καὶ πάλιν ἄλλος Ἄγγελος ἐδρόσισεν ὑπὲρ φύσιν τῶν Τριῶν Παίδων τὰς φλόγας, καὶ τοὺς ἐφύλαξεν ἀδιαλωβήτους. «Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν Ἄγγελον αὐτοῦ, καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρώδου»· ἔτζι μαρτυρεῖ ὁ Πέτρος. «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τοῦ Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Ἀβδεναγώ, ὃς ἐξαπέστειλε τὸν Ἄγγελον Αὐτοῦ, καὶ ἐξείλετο τοὺς παῖδας αὐτοῦ»· ἔτζι φωνάζει ὁ ἴδιος Ναβουχοδονόσωρ· μὰ ἂν εἰς τούτους ἐπέμφθη Ἄγγελος Οὐράνιος, διὰ νὰ λύσῃ τὰ δεσμά, καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν φλόγα: εἰς τὸν Δανιήλ, καὶ εἰς τὸν Δαβὶδ ἐπρόστρεξαν ἄνθρωποι, καὶ τοὺς ἔθρεψαν μὲ τοὺς ἄρτους. Αἰθέριος ὁ Ἀββακούμ, φωνάζει ἐπάνω ἀπὸ τοῦ Δανιὴλ τὸν λάκκον: «Δανιήλ, Δανιήλ, λάβε τὸν ἄρτον, ὃν ἀπέστειλέ σοι ὁ Θεός». Πρόθυμος ὁ Ἱερεὺς Ἀβιμέλεχ, ζωογονεῖ μέσα εἰς Νομβᾶ, τὸν νεκρωμένον Δαβὶδ μὲ τῆς Προθέσεως τοὺς Ἄρτους· «Καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Ἀβιμέλεχ ὁ Ἱερεύς, τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, ὅτι ἐκεῖ οὐκ ἦν ἄρτος».
7.  Ὦ πρόνοια τοῦ μεγάλου Θεοῦ· ἐλευθερώνει τοὺς τρεῖς παῖδας, καὶ τὸν Πέτρον, δι’ Ἀγγέλων ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ τὰς φλόγας· ζωογονεῖ τὸν Δαβίδ, καὶ τὸν Δανιὴλ μὲ ψωμίον, διὰ χειρὸς ἀνθρωπίνης τοῦ Ἀββακούμ, καὶ τοῦ Ἀβιμέλεχ, διὰ νὰ μάθωμεν καὶ ἡμεῖς, καὶ νὰ μιμώμεθα τὸν Οὐράνιόν μας Πατέρα, καὶ νὰ προνοοῦμεν, καὶ νὰ προφθάνωμεν, νὰ τρέφωμεν μὲ τὸ φρικτὸν μυστήριον τῆς θείας Ἱερουργίας, μὲ τὸν οὐράνιον Ἄρτον, τὰς κατακλείστους, καὶ  πεινασμένας ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων μας. «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμών εστι». Εἶναι λόγια παραινετικὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας. «Διὸ καὶ ταύτας τὰς μνήμας χρὴ ἅπαντας ἐκτελεῖν, καὶ μετὰ σπουδῆς ὅσης, καὶ μάλιστα τὰ τῆς φρικτῆς θυσίας, ὅτι καὶ διὰ τοῦτο δέδοται». Εἶναι λόγια τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅθεν πάλιν λέγω. Κόπτει τὰ δεσμά, καὶ δροσίζει τὰς φλόγας· ζωογονεῖ, καὶ τρέφει δι’ Ἀγγέλων, καὶ δι’ ἀνθρώπων ὁ εὔσπλαγχνος Θεός· διὰ νὰ μάθωμεν νὰ προστρέχωμεν εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀρχιερεῖς, καὶ Ἱερεῖς, τοὺς ὑπηρέτας, καὶ λάτρας τοῦ ὑψίστου Θεοῦ· καὶ νὰ χύνουν λοιπὸν αὐτοί, καὶ ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς Ἄγγελοι, τὸ πανάχραντον Αἷμά του, διὰ νὰ δροσίζουν μὲ αὐτό, ταῖς φοβεραῖς ὁμοῦ καὶ καυστικαῖς φλόγες τῶν παθῶν, νὰ λύουν τὰ δεσμὰ τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ νὰ ἐλαφρύνουν τὰς ἀξιοδακρύτους τῶν ἀποθαμένων μας ψυχάς, ἀπὸ τὰς τόσας, καὶ τόσας τυραννίας τῶν ἀκοιμήτων Σκωλήκων τῆς ἰδίας των Συνειδήσεως. «Τοῦτο καὶ θέλει ὁ ἐλεήμων, καὶ βούλεται, ἵνα ὑπ’ ἀλλήλων οἱ πάντες εὐεργετώμεθα, καὶ ζῶντες, καὶ μετὰ θάνατον».
8.  Θέλει ναί, καὶ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν νὰ προσφέρουν οἱ Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ τὴν συνδρομὴν τοῦ λαοῦ, ὁποῦ νὰ ζητοῦν ἔλεος ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ ἐλέους, διὰ τοὺς ἀποθαμένους, τοὺς ἀξίους ἐλέους, καὶ νὰ φωνάζουν τὸ Κύριε ἐλέησον. Ἦτον, καθὼς ἠκούσατε, μὲ τὰ δεσμὰ ὁ Πέτρος εἰς τὴν φυλακήν. Ἀλλὰ δὲν ἔλειψαν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς ἀδελφοί, ὅλοι οἱ φίλοι, ἡ Ἐκκλησία ὅλη τῶν Χριστιανῶν, νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεὸν δι’ αὐτόν. «Προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ». Ἐρρίφθη μέσα εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων ὁ Δανιήλ· ἀλλ’ εἶχεν ἕνα Βασιλέα, ὁποῦ δι’ αὐτὸν καὶ ἐλυπήθη καὶ ἐδάκρυσε, καὶ ἐνήστευσε, καὶ τὴν νύκτα ὅλην ἐκείνην δὲν ἐκοιμήθη. «Καὶ ἀπῆλθεν ὁ Βασιλεὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθη ἄδειπνος· καὶ ὁ ὕπνος ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ». Ἀπεφάσισεν ὡς παράνομον, εἰς θάνατον Ἰωανάθαν τὸν υἱόν του, ὁ Βασιλεὺς Σαούλ, διὰ τὸ ὀλίγον ἐκεῖνο μέλι, ὅπου ἐξ ἀγνίας, καὶ ὄχι ἐν γνώσει ἐδοκίμασεν. Ἀλλ’ ἐλευθερώθη ἀπὸ τὸν θάνατον, μὲ τὴν σύμπνοιαν, καὶ συνδρομὴν ὅλου τοῦ λαοῦ. «Καὶ προσηύξατο ὁ λαὸς περὶ Ἰωανάθαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἀπέθανεν». Ἔτζι διὰ μεσιτείας τῆς θαυμαστῆς Ἀβιγαίας, ἐκέρδισε τὴν ζωὴν του ὁ ἀνάξιος Νάβαλ. Ἔτζι διὰ μεσιτείας τῆς σοφῆς Θεκωΐτιδος, καὶ τοῦ Ἰωάβ, εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ Βασιλέως, καὶ Πατρός του Δαβίδ, ὁ ἀδελφοκτόνος Ἀβεσσαλώμ. Ἔτζι καὶ ἡ Μαριὰμ τοῦ Μωϋσέως ἡ ἀδελφή, καὶ ὁ Σύρος Νεεμῶν, ἀπὸ τὴν λέπραν ἐκαθαρίσθησαν· καὶ τὸ σκληροτράχηλον τῶν Ἑβραίων Γένος, ἀπὸ τὸν δίκαιον θυμὸν τοῦ Θεοῦ, τόσαις, καὶ τόσαις φοραῖς διὰ μεσιτείας τοῦ Μωϋσέως ἐφυλάχθησαν. Διατὶ κατὰ τὴν χρυσῆν γνώμην τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπερινόητον πρᾶγμα εἶναι, νὰ μὴ ἐξιλεώνεται ὁ ἐλεήμων Θεός, ὅταν πλῆθος λαοῦ τὸν παρακαλῇ. Ὅταν τὴν ἀναίμακτον Θυσίαν ὁ Ἀρχιερεὺς μὲ συλλείτουργον Ἱερὸν τελειοῖ. «Ὅταν γὰρ ἔστηκε λαὸς ὁλόκληρος, χεῖρας ἀνατείνων, πλήρωμα Ἱερατικόν, καὶ προκέηται ἡ φρικτὴ θυσία, πῶς οὐ δυσωπήσομεν ὑπὲρ τούτων τὸν Θεὸν παρακαλοῦντες;»
9.  Ὤ ἀδικημέναις, ἀληθινά, ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων γονέων μας· εἰς ἡμᾶς τοὺς ζωντανοὺς, τὸ ἠξεύρομεν, εἰς ἡμᾶς ὑφίσταται ἡ ἀνάπαυσίς σας, εἰς ἡμᾶς τοὺς φίλους σας, εἰς ἡμᾶς τοὺς συγγενεῖς, τοὺς ἀδελφούς, τοὺς γονεῖς, εὑρίσκεται τὸ βάλσαμον τῶν πληγῶν σας, ἡ ἐξάλειψις τῶν οὐλῶν τῶν ἁμαρτιῶν σας, ἢ ἀποστόμωσις τῶν κέντρων τῆς συνειδήσεώς σας. Ἐδῶ εὑρίσκονται, εἰς ἡμᾶς τοὺς ζωντανοὺς, τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰ πλούτη σας, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως γίνονται, καὶ ὄχι αὐτοῦ. «Ἐκεῖ οὐκ ἦν ἄρτοι». Ἐδῶ εἶναι οἱ κληρονόμοι, καὶ οἱ Ἐπίτροποι, ὁποῦ ἠμποροῦν νὰ προσφέρουν θυσίας, καὶ λατρείας ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σας, καὶ ὄχι αὐτοῦ. «Ἐκεῖ ἄρτοι οὐκ εἰσίν». Ἐδῶ εἶναι ὁ τόπος ὁποῦ γίνοναι συναλλάγματα, καὶ διάφορα βοηθήματα, καὶ ὄχι αὐτοῦ. «’Εκεῖ ἄρτοι οὐκ εἰσίν». Ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον εἶναι καὶ Ἀρχιερεῖς ἅγιοι, καὶ Ἱερεῖς Σεβάσμιοι, καὶ Ἐκκλησία μεσίτρια, καὶ χάριτες φωτιστικαῖς, καὶ Μυστήρια Ἁγιαστικά, καὶ ὄχι αὐτοῦ. «’Εκεῖ οὐκ ἦν ἄρτοι». Ἐδῶ ᾑ Ἐλεημοσύναις, ἐδῶ ᾑ προσφοραῖς. Ἐδῶ ὁ ἀμνός, τὸ θυσιαστήριον, τὸ θῦμα, ἡ τράπεζα, «ὁ Ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβὰς» δι’ ἐσᾶς, καὶ ὄχι αὐτοῦ. «Ἐκεῖ οὐκ ἦν Ἄρτοι». Ἐδῶ χύνονται τοῦ Θεοῦ τὰ ἐλέη, τέλος πάντων, καὶ ἐλεοῦνται μετὰ τὸν σωματικὸν θάνατόν σας, καὶ ᾑ ἀθάναταις ψυχαῖς σας. «Τοῦ ἐλέους Κυρίου πλήρης ἡ Γῆ». Καὶ τόσον πλήρης, ὁποῦ διὰ τοῦτο, φαίνεται μοι δὲν μᾶς θανατώνει νὰ γίνωμεν Γῆ, δι’ αὐτήν μας τὴν μεγάλην παρανομίαν, ὁποῦ δείχνομεν εἰς τὴν ψυχοσωτήριον συνήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ διὰ τὴν μεγαλητέραν μας ἀδικίαν, ὁποῦ κάμνομεν οἱ ἀθεόφοβοι καὶ εἰς ἐσᾶς, καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν μας· διὰ νὰ ἔλθωμεν εἰς αἴσθησιν, καὶ νὰ ἐλεοῦμεν λοιπὸν μὲ κάθε εἶδος ἀγαθοεργίας, καὶ τὰς ἀθλιας ψυχάς σας, καὶ τὰς ἀθλιωτέρας τὰς ἐδικάς μας· ὅθεν καὶ πολὺ δικαιότερον ἐκρίθη ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐνομοθετήθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ βοηθῶνται οἱ ἀποθαμένοι, παρὰ οἱ ζωντανοί· ἀκούσατέ το καὶ ἀπὸ τὸν Ἐθνικόν, πλὴν σοφὸν Ἀριστοτέλην, ὁποῦ σοφώτατα καὶ τὸ προβάλλει, καὶ τὸ λύει· καὶ ἢ ἐντραπῆτε, ἢ διορθωθῆτε· καὶ μὴν ἀδικῆτε πλέον μήτε τοὺς ἀποθαμένους σας, μήτε τὸν ἑαυτόν σας· τὸ πρόβλημα εἶναι τοῦτο. «Διατὶ δικαιότερον εἶναι νενόμισται, τοῖς τετελευτηκῶσιν, ἢ τοῖς ζῶσιν ἐπαμύνειν;»  Ἡ ἀπόκρισίς του εἶναι αὐτή· ὅ,τι οἱ ζωντανοί, ἠμποροῦν καὶ νὰ ἐννοήσουν, καὶ νὰ ἐνεργήσουν, ὅ,τι θελήσουν, εἰς σύστασιν, καὶ βοήθειάν τους· ἀλλ’ ὁ ἀποθαμένος μὴν ὤντας πλέον Ὄργανον ζωντανόν, διὰ νὰ συντρέξῃ εἰς ὅ,τι ἐκεῖ εἰς τὸν Ἃδην ἡ ψυχή του ἐπιθυμήσει, διὰ τοῦτο προσμένει ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὴν βοήθειάν του. «Ἢ ὅτι οἱ μὲν ζῶντες, δύναιντ’ ἂν ἐπαρκέσαι· ὁ δὲ τετελευτηκὼς οὐκ ἔτι». Ἀπορία, καὶ λύσις εὐσεβεστάτη, καὶ ὁποῦ τὸν ἀποδείχνει, ὅτι δὲν εἶναι λοιπὸν θνητόψυχος ἡ μεγάλη του ψυχή, καθὼς πολλὰ τὸν κατηγοροῦσιν· ὥστε καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν τοῦ σημερινοῦ ὁμιλήματός μας, δὲν εἶναι ἄλλο, οὔτε δικαιότερον, οὔτε ὠφελιμώτερον καὶ εἰς ἡμᾶς, καὶ εἰς τοὺς ἀποθαμένους μας, ἀπὸ τὰς πλουσίας ἐλεημοσύνας, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν, τὴν ὁποίαν ὅσον περισσότερον προστρέχομεν εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀρχιερεῖς, καὶ Ἱερεῖς, διὰ νὰ τὴν ἐκτελοῦν, ὡς Μύσται, καὶ λάτραι τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τόσον περισσότερον καὶ ᾑ ψυχαῖς τῶν τεθνεώτων, καὶ ἡμεῖς ὠφελούμεθα. «Ὅσον πλέον προσφέρουσιν, ὠφελοῦσι, καὶ ὠφελοῦνται». Καὶ ὅμως ἡ ἄλογος πλεονεξία τῆς ἰδίας ψυχῆς μας, ὄχι μόνον ἐναντίον τῶν ζωντανῶν, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν καταδίκων ψυχῶν τῶν ἀποθαμένων μας στρατεύει.
10.  Καὶ ὑπομονή, ἂν ἡ ἀνάπαυσις καὶ ἡ θεραπεία ἐκείνων, ἦτον ἔξω τῆς ἐδικῆς μας δυνάμεως· ὑπομονή, ἂν ἦτον, ἢ τὸ αἷμά μας δι’ ἐκείνας νὰ χύσωμεν καὶ μὲ αὐτὸ νὰ τὰς ξεπλύνωμεν, ἢ τὰ πλούτη μας ὅλα νὰ δώσωμεν, καὶ νὰ τὰς ἐλευθερώσωμεν· ὑπομονή, ἂν ἦτον ἡ εὐτυχία τῶν ψυχῶν ἐκείνων, καὶ ἡ εὐχαρίστησις, καὶι ἡ εὐφροσύνη, καὶ ἡ αἰώνιος ἀνάπαυσις, μὲ τὴν ἀνταλλαγὴν τῆς ἐδικῆς μας δυστυχίας, τῆς ἐδικῆς μας παντοτινῆς ἀηδίας, θλίψεως, πικρίας, ἀκαταπαύστου προσευχῆς, καὶ νηστείας· μὰ νὰ ἀνταλλάζεται μὲ τὰς προσευχὰς τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων, μὲ τὰς δεήσεις τῶν εὐλαβῶν Ἱερέων, μὲ τὰς νενομισμένας Τελετὰς τῆς φιλανθρώπου μας Ἐκκλησίας, μὲ τὰς συγχωρήσεις τῶν πτωχῶν, μὲ τὰς διακριτικὰς ἐλεημοσύνας εἰς τόπους τιμημένους, καὶ χρειαζομένους, μὲ ὀλίγον κερί, καὶ λάδι, μὲ μίαν, καὶ δύω, καὶ τρεῖς, ἢ καὶ περισσοτέρας λειτουργίας κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ καθ’ ἑνός·  καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ἡμεῖς οἱ ἄδικοι, καὶ ἄσπλαγχνοι, καὶ ἀπάνθρωποι, νὰ μὴ στέργωμεν παντελῶς νὰ δίδωμεν ἐκεῖνο, ὁποῦ τέλος πάντων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν γονέων, καὶ ἀδελφῶν, καὶ συγγενῶν χρεωστοῦμεν; ὦ ἀδικία μεγαλωτάτη· μὲ τόσον ὀλίγον, καὶ πάλιν δὲν τὰς βοηθοῦμεν; καὶ πάλιν δὲν τὰς ἐλευθερώνομεν τὰς ἀθλίας ἀπὸ τόσα κακά, ὁποῦ δοκιμάζουν ἐκ μέρους καὶ τῶν αἰσθήσεων, καὶ τῆς συνειδήσεως; «Τὸ γὰρ ἔλαιον, καὶ ὁ κηρός, ὁλοκαύτωσις· ἡ δέ γε θεία, καὶ ἀναίμακτος θυσία, ἐξιλασμός· ἡ δέ γε πρὸς τοὺς πένητας εὐποιΐα, προσθήκη πάσης ἀγαθῆς ἀντιδόσεως».
11. Ἀξιοκατάκριτος βέβαια ἤθελεν εἶναι Νεεμᾶν ὁ Σύρος, ἀνίσως κατὰ τὸν θυμόν, ὅπου ἔλαβεν, ἐγύριζεν ὀπίσω ἀθεράπευτος. Ἔρχεται αὐτὸς  ἀπὸ τὴν Συρίαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, μὲ γράμματα συστατικά, καὶ μὲ δῶρα πολύτιμα τοῦ Βασιλέως του πρὸς τὸν Βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ ἐλευθερωθῇ ὁ ἄθλιος ἀπὸ τὴν λέπραν, ὁποῦ τὸν εἶχε κυριευμένον· ἀπὸ τὸν Βασιλέα πέμπεται εὐθὺς εἰς Ἐλισσαιὲ τὸν Προφήτην· ἀπὸ αὐτὸν προστάζεται εὐθὺς νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην, καὶ νὰ λουσθῇ ἑπτάκις. Ἀλλ’ ὁ Νεεμᾶν, νομίζοντας τάχα πὼς ἐφάνη ἀξιογέλαστος, καὶ διὰ τοῦτο πέμπεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, θυμωμένος καὶ ἀθεράπευτος, ἀποφασίζει νὰ γυρίσῃ ὀπίσω· οἱ φρόνιμοι ὅμως δοῦλοι του, τὸν ἐκατάπεισαν νὰ βάλλῃ εἰς πρᾶξιν τοῦ Προφήτου τὸν λόγον, παρασταίνοντές του, ὅτι τὸ πρᾶγμα τοῦτο τὸ κατέβασμά του ἕως εἰς τὸν ποταμόν, καὶ νὰ λουσθῇ ἑπτὰ φοραῖς μέσα εἰς αὐτόν, δὲν εἶναι οὔτε βαρύ, οὔτε δύσκολον. «Πάτερ, εἰ μέγαν λελάκηκε λόγον πρὸς σὲ ὁ Προφήτης, οὐκ ἂν ἐποίησας;» Χριστιανέ· καὶ ἂν σὲ ἐπρόσταζεν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες, ἡ Ἐκκλησία, οἱ Βασιλεῖς, οἱ Νόμοι, νὰ ἀνταλλάξῃς τὰς ψυχὰς  τῶν Γονέων σου, τοῦ πατρός, τῆς μητρός, τῶν ἀδελφῶν, τῶν συγγενῶν, τοῦ πλησίον συ, μὲ τὴν ἰδίαν ζωήν συ, τί ἤθελες κάμῃς τότε; ἤθελες εὐχαριστηθῇς, φαίνεταί μοι, ὡς πιστός, ὡς ὑπήκοος, νὰ δώσῃς πρόθυμος εἰς θάνατον τὴν ζωήν σου. «Εἰ μέγαν λελάληκε λόγον πρὸς σὲ (ὁ Θεὸς) οὐκ ἂν ἐποίησας;» ἀλλ’  ὅταν μήτε ὁ Θεός, μήτε ᾑ κατάδικαις ἐκείναις ψυχαῖς ζητοῦν ἀπὸ σὲ τέτοιον ἀντάλλαγμα φοβερόν, ποίαν, εἰπέ μοι, ἀπολογίαν ἔχεις, καὶ εἰς τὸν Θεὸν τὸν Κριτήν σου, καὶ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων σου; ὅταν πράγματα τῆς δυνάμεώς σου ζητοῦν καὶ αὐταῖς, καὶ ἡ Ἐκκλησία σου· διατὶ λοιπὸν ἀδικημέναις καὶ ἐκείναις ἀφίνεις, καὶ τὸν ἑαυτόν σου λελεπρωμένον;
12.  Ἂχ, Πάτερ· ἔτζι φωνάζουν καὶ ᾑ ψυχαῖς τῶν λελεπρωμένων ἀποθαμένων. Πάτερ μου ἠγαπημένε, τί μέγα πρᾶγμα εἶναι, νὰ δώσῃς ἕνα τεσσαρακονταλείτουργον, διὰ νὰ καθαρισθῶ τελείως ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου τὴν λέπραν; «Εἰ μέγαν λελάληκε λόγον πρὸς σέ, οὐκ ἂν ἐποίησας;» Μήτηρ μου γλυκυ-τάτη, τί μέγα πρᾶγμα εἶναι νὰ προσκαλέσῃς τὸν Ἀρχιερέα, καὶ νὰ μεσιτεύσῃ δι’ ἐμὲ τὴν λελεπρωμένην, πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον Θεόν, καὶ νὰ μὲ θεραπεύσῃ; «Εἰ μέγαν λελάληκε λόγον πρὸς σέ, οὐκ ἂν ἐποίησας;» Ἀδελφοί μου περιπόθητοι, τί μέγα πρᾶγμα εἶναι, νὰ προστρέχετε εἰς τοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ σᾶς παίρνουν μίαν μερίδα, ὅταν ἱερουργοῦν, καὶ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμα-ρτιῶν προσφέρουν; «Εἰ μέγαν λελάληκε λόγον πρὸς σέ, οὐκ ἂν ἐποίησας;» Βέβαιον εἶναι πὼς ἡ ἀρετή, καὶ τὸ καλόν, ὁποῦ, διὰ τὰς λελεπρωμένας ἡμᾶς ψυχὰς θέλει κάμετε, δὲν θεωρεῖται ἀπὸ τὸν πάνσοφον Θεὸν κατὰ τὴν ποσότητα, ἀλλὰ κατὰ τὴν ποιότητα.  «Κρίνεται γὰρ οὐ ποσότητος, ἀλλὰ ποιότητος ἡ ἀρετή, καὶ τὸ καλόν». Φθάνει μόνον νὰ δείξετε προθυμίαν· φθάνει μόνον νὰ χύσετε ἐπάνω εἰς τὰς πληγάς μας τὰ εὐωδέστατα μῦρα τῆς μητρός μας Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὰ θέλουν μυρίσει καὶ ἐσᾶς, καὶ ἡμᾶς. «Πᾶς τις ὑπὲρ τῆς τοῦ πλησίον σωτηρίας ἀγωνιζόμενος, πρῶτον ἑαυτὸν ὀνίνησιν, εἶτα τὸ πέλας».
13.  Μὰ ἂν ἡ παράνομος, καὶ ἄδικός σας ψυχή, θέλει νὰ μᾶς κρατῇ δεδεμένας μὲ τὰ δεσμὰ τῆς δικαίας μας κατακρίσεως, ἡμεῖς καὶ μὲ τοὺς Νόμους αὐτοὺς θέλομεν σᾶς τραβᾷ εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ Κριτήριον, καὶ θέλομεν ζητεῖ πάντοτε τὸ δίκαιόν μας. Ἐδικόν μας εἶναι αὐτὸ τὸ σπήτι, εἰς τὸ ὁποῖον τώρα σὺ κατοικεῖς· λοιπὸν πώλησέ το καὶ ἐξαγόρασέ μας. «Ἀπόδος ὅ,τι ὀφείλεις». Ἐδική μας εἶναι τοῦ ὀσπητίου ἡ συσκευή, τὴν ὁποίαν σὺ τώρα ἀπολαμβάνεις· λοιπὸν πώλησέ την, καὶ ἐλευθερώσέ μας. «Ἀπόδος ὅ,τι ὀφείλεις». Ἐδικά μας εἶναι αὐτὰ σου τὰ ἀμπέλια, αὐτοὶ σου οἱ πύργοι, τὰ ἄσπρα, τὸ εἶναι, ἡ ζωή σου· λοιπὸν μὲ αὐτὰ ὅλα εὐεργέτησε καὶ ἡμᾶς, καὶ τὴν ψυχήν σου. «Ἀπόδος ὅ,τι ὀφείλεις». Δότε ἀπὸ τὰ ἐδικά μας πράγματα, ἀπὸ τὰ ἐδικά μας ἀποκτήματα, ἀπὸ τὰ ἐδικά μας κέρδη, εἰς Ἐκκλησίας, εἰς Μοναστήρια, εἰς φυ λακάς, εἰς χήρας, εἰς ὀρφανά, εἰς παρακλήσεις, εἰς ευχάς, εἰς Μνημόσυνα, καὶ μάλιστα εἰς λειτουργίας ἱεράς, εἰς ἀναιμάκτους θυσίας, διὰ νὰ μὴ κολασθῆτε ἕως τέλους καὶ ἐσεῖς ὡς παράνομοι, καὶ ἄδικοι, καὶ ἀνελεήμονες καὶ διὰ νὰ ἐλεηθῶμεν καὶ ἡμεῖς καὶ νὰ ἀναπαυθῶμεν μὲ τὸ μέσον τῆς ἐδικῆς σας ἀφθόνου ἀγαθοεργίας. «Δίδωσιν ὁ Θεὸς τὴν ἀντίδοσιν καὶ τῷ ὑφ’ οὗ, καὶ δι’ ὅν προσάγονται».
14.  Μέγα δίκαιον, μέγα, φαίνεταί μοι ἀκροαταί, ἔχουν ᾑ ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων μας, ᾑ ἐλεειναῖς, καὶ κατάκλεισταις· δίκαιον τόσον μέγα, ὁποῦ πρέπει βέβαια νὰ παρακινήσῃ εἰς πλουσιοπαρόχους εὐεργεσίας, καὶ τὰς πλέον παρανόμους, καὶ ἀσπλάγχνους, καὶ πλεονεκτικὰς καρδίας· ζητοῦν ἔλεος ᾑ πτωχαῖς, καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὰ ἰδικά τους. «Ἀπόδος ὅ,τι ὀφείλεις». Ἀλλ’ οἱ ἄδικοι, καὶ ἅρπαγες συγγενεῖς καὶ Κληρονόμοι, δὲν θέλουν μήτε τὴν ἐδικήν τους ψυχὴν οἱ ἄψυχοι, μήτε ἐκείνας τῶν συγγενῶν νὰ ὠφελήσουν· ὅλη Κακία, ὅλη ἀδικία, σκληρότης ὅλη, καὶ ἀπανθρωπία, δὲν στέργουν ὄχι λειτουργίας πολλάς, καὶ ἐλεημοσύνας νὰ κάμουν, ἀλλ’ οὐδὲ τὰ συνηθισμένα μνημόσυνα νὰ προσφέρουν. «Ἔφαγον τοῦ παμφάγου ἅδου τὰ στόματα, ἔφαγον θυσίας Νεκρῶν». Αὐτοί, αὐτοὶ εἶναι ἄδικοι, καὶ ἄσπλαγχνοι, καὶ ἀχόρταγοι, τοὺς ὁποίους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μέσα εἰς τὰς Ἱερὰς Γραφὰς στηλιτεύει· διορίζονται Ἐπίτροποι, διὰ νὰ ἐπιστατοῦν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων, καὶ αὐτοὶ ζητοῦν νὰ φάγουν μαζὶ μὲ τὰ πράγματα καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀποθαμένου. «Ἔφαγον θυσίας νεκρῶν».  Μένουν Κληρονόμοι τόσων, καὶ τόσων πραγμάτων κινητῶν, καὶ ἀκινήτων, καὶ δὲν δίδουν οἱ ἄδικοι, καὶ ἀπάνθρωποι μήτε τὸ παραμικρὸν διὰ τὰς ψυχὰς ἐκείνων ὅπου ἐκληρονόμησαν. «Ἔφαγον θυσίας νεκρῶν». Ἀληθινὰ μεγάλη παρανομία, μεγάλη ἀδικία, μεγάλη ἀσπλαγχνία.
15.  Δὲν ἔχασεν εἰς ἄλλην περίστασιν, εἰς ἄλλο συμβεβηκὸς ὁ Ἰώβ, τῆς ὑπομονῆς ὁ στύλος, τὴν ὑπομονήν, πάρεξ ὅταν εἶδε τοὺς φίλους του νὰ τὸν περιπαίζουν, καὶ νὰ τὸν γελοῦν, ἀντὶς νὰ τὸν παρηγοροῦν εἰς τὰς θλίψεις του, καὶ νὰ τὸν βοηθοῦν εἰς τὰς ἀνάγκας του· ὅθεν μὲ ἄσθματα τῆς καρδίας βαθύτατα ἐφώναξε· «Διατὶ μὲ διώκετε ὥσπερ καὶ ὁ Κύριος;» Ἂχ, καὶ ἂν μὲ παιδεύῃ ὁ Θεός μου, δικαίως μὲ παιδεύει, διατὶ ἥμαρτον εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐσεῖς οἱ φίλοι μου, διατὶ τώρα τόσον αὐστηροὶ ἐκδικηταί, καὶ ὑβρισταὶ ἐναντίον μου, ὅμοια μὲ τὸν Θεόν μου; «Διατὶ μὲ διώκετε, ὥσπερ καὶ ὁ Κύριος;» ἂν δὲν δέχεται τώρα τὰ δάκρυα, τὴν μετάνοιάν μου, τὴν ἐξομολόγησίν μου, δικαίως δὲν τὰ δέχεται, καὶ νομίμως μὲ καταδιώκει, διατὶ ἀρκετὰ μὲ ἐδίδαξεν, ὅταν εἰς τὸν Κόσμον μὲ τὸ κορμὶ ἀντάμα ἐπολιτευόμουν, πῶς εἰς τὸν Ἅδην, τὸν τόπον τοῦτον τὸν ἀφεγγῆ, καὶ δυσώδη, δὲν εἶναι μήτε μετάνοια, μήτε ἐξομολόγησις. «Ἐν δὲ τῷ Ἅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;» Ἀλλ’ ἐσεῖς οἱ συγγενεῖς μου διατὶ δὲν σβύνετε τὰς φλόγας τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἀμὴ ὅμοια μὲ τὸν Θεόν μου μὲ ἀφίνετε νὰ κατατρώγωμαι ἀπὸ τοὺς ἀκοιμήτους σκώληκας τῆς συνειδήσεώς μου; «Διατὶ μὲ διώκετε ὥσπερ καὶ ὁ Κύριος;» διὰ ποίαν ἀφορμὴν Σὺ ὁ Πατήρ μου, ὁποῦ τόσα, καὶ τόσα δάκρυα ἔχυσες εἰς τὸν θάνατόν μου; Σὺ ἡ Μήτηρ μου, ὁποῦ ἀπαρηγόρητος ἐξέσπασες τὰς τρίχας τῆς Κεφαλῆς σου ἐπάνω εἰς τὸν τάφον μου; Ἐσεῖς τὰ Τέκνα μου, καὶ οἱ Κληρονόμοι μου, ὁποῦ ἐκινδυνεύσατε τὸν νοῦν σας σχεδὸν νὰ χάσετε, ὅταν μᾶς ἐστερήθητε· διατὶ τώρα μὲ ἀλησμονήσατε, καὶ μήτε μὲ μνημονεύετε, μήτε εἰς τὰς βασάνους, καὶ τὰς τιμωρίας, καὶ τὰ ἀνυπόφορα κακά, ὁποῦ δοκιμάζω, μὲ βοηθῆτε, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀδικίαν, καὶ ἀσπλαγχνίαν σας περισσότερον μὲ τυραννεῖτε; «Διατὶ μὲ διώκετε, ὥσπερ ὁ καὶ ὁ Κύριος;» διατί;
16.  Γεννήματα ἐχιδνῶν· Θηρία ἀπάνθρωπα, καὶ ἀνήμερα· ξεσχίσατε, σπαράξατε, χορτάσατε, λυσσήσατε ἐν ὅσῳ ζῆτε, ἐναντίον μας· ἐνεργήσατε ἀσπλάγχνως ἄσπλαγχνοι κατὰ τῶν Γεννητόρων σας, καθὼς ἐνήργησε καὶ κατὰ τῆς ἰδίας Μητρὸς τῆς Ἀγρυππίνης, τὸ τέρας τῆς φύσεως, ὁ θηριώδης Νέρων· ὅταν ὥρμησε τὸ θηρίον αὐτὸ καὶ ἐναντίον εἰς τὴν κοιλίαν, ὁποῦ τὸν ἐβάστασε, διὰ νὰ τὴν σπαράξῃ, καὶ νὰ τὴν ξεσχίσῃ, τόσον μόνον ἐπρόφθασε καὶ τὸν εἶπεν ἡ ἀθλία του μήτηρ. Κτύπα, κόπτε, σφάζε ὦ ἀνίκητε Νέρων εἰς τὴν κακίαν αὐτήν μου τὴν κοιλίαν, ἡ ὁποία τέτοιον θηρίον ἐγέννησεν εἰς τὸν κόσμον. «Παῖε ταύτην ἀνίκητε, ὅτι Νέρωναν ἔτεκε». Σφάζετέ μας καὶ ἐσεῖς τώρα οἱ ζωντανοὶ Νέρωνες, μὲ τὴν ἀπανθρωπίαν σας· σπαράξατέ μας εἰς μυρία κομμάτια, μὲ τὰς ἀδικίας σας· θανατώσατέ μας, μὲ τοὺς ἀθανάτους θανάτους τῶν παρανομιῶν σας. «Παίετε ταύτην, παίετε, ὅτι Νέρωνα ἔτεκε»· ἄξιαις εἴμεσθεν ἀληθινά, νὰ σφαζώμεθα ἀπὸ ἐσᾶς τὰ τέκνα μας, διατὶ θηρία ἐγεννήσαμεν. «Παίετε ταύτην, παίετε, ὅτι Νέρωνα ἔτεκε»· ἄξιοι εἴμεσθεν νὰ κολαζώμεθα αἰωνίως, διατὶ δὲν ἐπλουτίσαμεν τὰς ψυχάς μας μὲ τὰ ἴδια χέρια μας, ἀλλ’ ἐπλουτίσαμεν τοὺς φονεῖς μας, τὰ ἀπάνθρωπα θηρία, τὰ παιδιά μας, καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, «Παίετε, παίετε ταύτην ἀνίκητοι, ὅτι Νέρωνας ἔτεκε».
17. Μὰ ὄχι, ὄχι· δὲν ὑποφέρομεν τὴν ἀδικίαν σας, καὶ ἀπανθρωπίαν· δὲν ἡσυχάζομεν εἰς τὰς βασάνους, καὶ τιμωρίας, ὁποῦ μᾶς προξενεῖ ἡ ἐδική σας σκληροκαρδία. Ἐκδίκησιν, δικαιοσύνην, ὦ Δίκαιε Θεέ, ζητοῦμεν ὅλαις ἡμεῖς ἡ κατάκλεισταις ἐδῶ ψυχαῖς, ἐναντίον τῶν παρανόμων, τῶν ἀδίκων, τῶν ἀπανθρώπων ἀνθρώπων· ἕως πότε ἐλεεῖς  τοὺς ἀνιλεεῖς, καὶ δὲν τοὺς παιδεύεις δικαίως ὡσὰν καὶ ἡμᾶς; ἕως πότε μακροθυμεῖς, καὶ εὐσπλαγχνίζεσαι τὰ ἄσπλαγχνα θηρία, καὶ δὲν τοὺς βασανίζεις ὡσὰν καὶ ἡμᾶς; ἕως πότε συγχωρεῖς νὰ ζοῦν οἱ ἀσυνείδητοι, καὶ δὲν τοὺς θανατώνεις, καὶ δὲν τοὺς κατεβάζεις ἐδῶ εἰς τὸν τόπον τῆς βασάνου διὰ νὰ παρηγορώμεθα καὶ ἡμεῖς ᾑ ἀπαρηγόρηταις, βλέποντές τους  εἰς παρομοίους βασάνους, τιμωρίας, παιδεύσεις, θλίψεις, πικρίας, στενοχωρίας, Σκώληκας, ἀθανάτους θανάτους; «Ἕως πότε ὁ Δεσπότης ὁ Ἅγιος, καὶ ἀληθινός, οὐ κρίνεις, καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἀπὸ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς Γῆς;»
18. Ὤ τί δυστυχεῖς ἡμεῖς, τέτοιους κατηγόρους ἔχομεν, ὁποῦ καὶ ἡμέραν, καὶ νύκτα μὲ δάκρυα ἀκατάπαυστα φωνάζουν, καὶ μὲ στεναγμοὺς βαθυτάτους κινοῦν εἰς ἐκδίκησιν ἐναντίον μας τὸν φοβερὸν Θεόν μας· καὶ πάλιν ἡμεῖς δὲν φοβούμεθα, καὶ δὲν διορθωνόμεθα· τέτοιον Δεσπότην φιλάνθρωπον ἔχομεν, ὁποῦ καὶ σήμερον μᾶς φωνάζει νὰ ἐξυπνήσωμεν, καὶ τὰς ἀθλίας ψυχὰς τῶν γονέων, καὶ συγγενῶν μας κατὰ χρέος τῆς ἰδίας μας φύσεως νὰ βοηθήσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν, νὰ ἀναπαύσωμεν, διὰ νὰ παύσουν ἀπὸ τὸ νὰ ζητοῦν νὰ μᾶς ἰδοῦν εἰς τοῦ Ἅδου τὰ φοβερὰ κολαστήρια· καὶ ἡμεῖς ὡσὰν νὰ μὴ ἔχωμεν ψυχήν, ἔτζι ἀπάνθρωπα ἀδικοῦμεν καὶ τὰς ψυχὰς ἐκείνων, καὶ τὰς ψυχὰς τὰς ἐδικάς μας. «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Ἐγὼ ἤθελα, πιστεύσατέ μοι, ἂν εἶχα καιρόν, περισσότερον νὰ ταλανίσω τοὺς ζωντανούς, παρὰ νὰ θρηνολογήσω τοὺς ἀποθαμένους· διατὶ ἐκεῖνοι, τέλος πάντων, ἀπέθαναν, καὶ ἀπέθαναν ἐν μετανοίᾳ· ἀλλ’ ἡμεῖς, μὲ τέτοιας παρανομίας, καὶ ἀδικίας, καὶ ἀπανθρωπίας, δὲν ἠξεύρω τί τέλος θέλει δώσομεν· μάλιστα φοβοῦμαι, φοβοῦμαι, καὶ θέλει εἶναι κακὸν τὸ τέλος μας, διατὶ εἶναι κακὴ ἡ ζωή μας· φοβοῦμαι μήπως εἶναι κακὸν τὸ τέλος μας, διατὶ διὰ τὰς ἠδικημένας ἐκείνας ψυχάς, ἐκδικητὴς φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός μας. «Καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς, ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως οὗ πληρώσωνται καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν, καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν, οἱ μέλλοντες ἀποκτείνεσθαι ὡς καὶ αὐτοί».
19.  Προφθάνω ὅμως ἐκεῖν, ὁποῦ ἠμπορεῖτε νὰ ἀπολογηθῆτε· ποίαν ἀπανθρωπίαν, ἢ ἀδικίαν κάμνομεν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων μας, ὅταν δὲν δίδωμεν δι’ αὐτὰς καὶ ἐλεημοσύνας, καὶ λειτουργίας; ἡ φιλάνθρωπος τοῦ Χριστοῦ μας Ἐκκλησία προσεύχεται δι’ αὐτάς, καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεόν, καὶ ἡμέραν καὶ νύκτα· ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ σφαγιάζεται παντοτεινὰ ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς δι’ αὐτάς. Κανόνες, Δεήσεις, Εὐχαί, Τελεταὶ γίνονται ἀλληλοδιαδόχως τὸν κάθε χρόνον, ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, καὶ ζώντων καὶ τεθνεώτων· τί λοιπὸν χρεία εἶναι δίδωμεν ἡμεῖς ἄσπρα; Μὲ ποίαν ἀπορίαν γραφικήν, δίδω τὴν λύσιν εἰς τὴν ἀγάπην σας. Ἐρωτῶ σας· τὶ κακὸν ἔκαμαν οἱ δυστυχεῖς Βεθσαμῖται; Ποίαν παρανομίαν, ποίαν ἀδικίαν, ποίαν ἀσέβειαν ἔδειξαν, ἢ εἰς τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, ἢ εἰς τὸν Θεὸν αὐτόν, καὶ εὑρίσκονται ἀοράτως θανατωμένοι οἱ ἀξιοδάκρυτοι, πενῆντα χιλιάδες καὶ ἑβδομήκοντα; «Καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἄνδρας, καὶ πεντήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν;» Ἀκούσατε καὶ κρίνατε.
20.  Ἕξ ὁλοκήρους μῆνας εὑρίσκετο ἡ Κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ χέρια τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ· οἱ Βεθσαμῖται ἔχοντες χρέος ἄπειρον, καὶ καθὸ εὐσεβεῖς καὶ καθὸ πλησιόχωροι, νὰ φροντίσουν καὶ νὰ τὴν ἐλευθερώσουν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν τὰ χέρια, ἐκοιμῶντο ἀμέριμνοι, καὶ ἔκαμναν ἥσυχοι τὰς ὑπηρεσίας τους, λέγοντες κατὰ τὸν Σημερινὸν Ἄφρονα τοῦ Εὐαγγελίου καθ’ ἕνας εἰς τὸν ἑαυτόν του· «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»· ὅθεν δι’ αὐτὴν τους τὴν ἀμεριμνίαν, καὶ ἀφροντισίαν, καὶ ἀθεοφοβίαν, λέγει ὁ Θεοδώρητος Κύρου, εἰς μίαν ἡμέραν ἐθανατώθησαν κατ’ ἐκδίκησιν θείαν, τόσαις χιλιάδας ἀνδρῶν καταφρονητῶν, παρανόμων, καὶ κατὰ τοῦτο μόνον ἀσεβῶν· ὡς τόσον, καταλαμβάνετε τώρα ἀπὸ τὴν Γραφικὴν αὐτὴν ἀπορίαν, τὴν λύσιν τῆς ἐδικῆς σας κουφολογίας; ὁμολογεῖτε τώρα πόσην παρανομίαν, πόσην ἀδικίαν δείχνετε εἰς τὰς ψυχὰς ἐκείνας, τὰς λογικὰς Κιβωτοὺς τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ τόσον καιρὸν τὰς ἀφήνετε ἀβοηθήτους εἰς τοῦ Ἐχθροῦ Διαβόλου τὰς χεῖρας, εἰς καιρὸν ὁποῦ χρέος ἄπειρον ἔχετε, καὶ καθὸ εὐσεβεῖς, καὶ καθὸ συγγενεῖς, νὰ συντρέξετε μὲ κάθε εἶδος ἀγαθοεργίας, καὶ νὰ τὰς βοηθήσετε;
21.  Λοιπὸν ἀλλάξατε, Χριστιανοί μου εὐσεβέστατοι, τὰ νοήματά σας· βοηθεῖτε ὅσον δύνασθε, τὰς ψυχὰς τῶν Γονέων καὶ Συγγενῶν, καὶ Ἀδελφῶν σας· ὑποτάσσεσθε ὡς πιστοὶ εἰς τὰς εὐλόγους νομοθεσίας, καὶ συνηθείας τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Προσφέρετε μὲ πίστιν, καὶ προθυμίαν Εὐχάς, Δεήσεις, Ἐλεημοσύνας, Μνημόσυνα, Λειτουργίας Ἱεράς, ἀναιμάκτους Θυσίας, διὰ νὰ μὴ κατηγορῆσθε μήτε ὡς παράνομοι, μήτε ὡς ἄδικοι, μήτε ὡς ἀπάνθρωποι. Καὶ ἡμεῖς, ὦ ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων, ἔχετε καλὰ τὰς Ἐλπίδας ἀπὸ τώρα, καὶ ἔμπροσθεν· διατὶ Πατὴρ φιλόστοργος, καὶ Εὐσπλαγχνικός, ὁ Πανιερώτατος ἡμῶν Αὐθέντης, καὶ Δεσπότης, ὁ πνευματικὸς Ποιμὴν τοῦ Χριστιανικοῦ τούτου Ποιμνίου, ὁ Ἄγρυπνος ἐπιστάτης καὶ τῆς ἐδικῆς σας ἀναπαύσεως, καὶ τῆς ἐδικῆς μας σωτηρίας, θέλει χύσει ἀφθόνους ἱδρῶτας, καὶ θέλει τελειώσει μὲ κοινὴν εὐχαρίστησιν, θεῖον, καὶ Ἱερὸν Τεσσαρακονταλείτουργον, ὑπὲρ ἀφέσεως καὶ τῶν ἐδικῶν σας ἁμαρτιῶν, καὶ τῶν ἐδικῶν μας. Ἐλπίζω εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ ὑπεραγάθου Θεοῦ, μὲ τὰς παντοτινὰς μερίδας τῆς Προθέσεως τῆς Ἁγίας, νὰ ἑνωνώμεθα πνευματικῶς καὶ ἡμεῖς, καὶ ἐσεῖς μὲ τὸν Χριστόν, τὸν Σωτῆρα μας, μὲ τὴν χύσιν τοῦ πολυτίμου Αἵματός του, νὰ ξεπλυθῇ ὅλη τῶν ἁμαρτιῶν μας ἡ λέπρα, καὶ μὲ τὴν προσφορὰν τοῦ παναχράντου Σώματός του, νὰ τραφῆτε κατ’ ἐξοχὴν ἐσεῖς ᾑ πεινασμέναις ψυχαῖς τῶν ἀποθαμένων μας, καὶ νὰ ζωογονηθῆτε. Ἐλπίζω νὰ φωτισθῆτε ᾑ ἐσκοτισμέναις· νὰ λαμπρυνθῆτε ᾑ μεμολυσμέναις καὶ εἰς τοὺς Κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ νὰ ἀναπαυθῆτε: «Ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη, καὶ στεναγμός».
Κῆπος Χαρίτων σελ. 280-306 (Ἐκδοσις 1936)