Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Νά χαίρωμεν όταν διαλύεται τό σώμα



Έρωτοϋν πολλοί: Πώς εϊναι δυνατόν νά άναστηθή τό σώμα, άφοϋ έχει διαλυθή;
Προτού άπαντήσωμεν είς τό έρώτημά των, πρέπει νά είπωμεν ότι οί άγιοι Πατέρες θεωρούν τήν διάλυσιν τού σώματος ώς μεγάλην εύεργεσίαν τού Θεού καί έπομένως ώς αιτίαν χαράς.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τήν διάλυσιν τού σώματος ώς «υπερβολήν τής θείας ευεργεσίας». Τονίζει δέ οτι ή διάλυσις αύτή δέν βλάπτει καθόλου τήν «θείαν εικόνα» τού άνθρώπου, διότι μέ τόν θάνατον «λύεται (μέν) τό αισθητόν» (=τό σώμα), άλλά δέν «άφανίζεται»λ. Όταν ό γεωργός, λέγει ό θείος Χρυσόστομος, Ιδη τόν σπόρον νά διαλύεται είς τήν γήν, όπου τόν έσπειρε, χαίρει  ένώ φοβείται καί τρέμει, όταν τόν βλέπη νά μένη άδιάλυτος, διότι γνωρίζει οτι ή διάλυσις είναι άρχή τής μελλούσης καρποφορίας. Κατά παρόμοιον τρόπον χαίρομεν καί έμεϊς, «όταν σπαρή (=ταφή) ό άνθρωπος». Όρθώς ώνόμασεν ό θείος 'Απόστολος τήν ταφήν σποράν (πρβλ. Α' Κορινθ. ιε' 42-44), διότι ή σπορά τού σώματος είναι άνώτερη άπό άλλην σποράν. Επειδή τήν σποράν τού σπόρου διαδέχεται «φθορά καί θάνατος», ένώ τήν ταφήν τού σώματος, έάν ζώμεν κατά Θεόν, διαδέχονται «Αφθαρσία καί Αθανασία καί τά μύρια αγαθά.
’Αλλού ό θείος Χρυσόστομος βλέπει τήν διάλυσιν τού σώματος
ώς έργον τής άγαθής καί πανσόφου Προνοίας τοϋ Θεοϋ καί διά τούτο πρέπει νά χαίρωμεν περισσότερον, όταν αύτός, πού άπέθανε «σήπεται» καί γίνεται σκόνη. Καί συνεχίζει· όταν κανείς πρόκειται νά κτίση σπίτι, που έχει γίνει έτοιμόρροπον, πρώτον βγάζει έξω τούς ένοικους, κατόπιν κατεδαφίζει τό σπίτι καί τό άνοικοδομεϊ λαμπρότε- ρον. Ή έξωσις δεν λυπεί τούς ένοικους, διότι δέν σταματούν είς τήν κατεδάφισιν τού παλαιού σπιτιού, άλλά περιμένουν τήν άνοικοδόμησιν τού νέου, τό όποιον δέν βλέπουν μέν άκόμη, τό φαντάζονται όμως. Κατά παρόμοιον τρόπον ένεργεΤ καί ό πάνσοφος Θεός. Προκειμένου νά καταλύση τήν φθαρτήν οικίαν τοϋ σώματος καί νά τήν άνοικοδομήση λαμπροτέραν, πρώτον μέν βγάζει άπό αύτό τήν ψυχήν τήν διαχωρίζει μέ τον σωματικόν θάνατον. Όταν δέ άναστήση τό σώμα, θά τήν είσαγάγη καί πάλιν είς αύτό μέ περισσοτέραν δόξαν Μή προσέχωμεν λοιπόν είς τήν διάλυσιν τού σώματος, άλλ' άς ένδιαφερώμεθα διά τήν μέλλουσαν λαμπρότητα καί δόξαν .
"Αλλωστε, όπως παρατηρεί ό Ιερός Χρυσόστομος (καί έδώ συμφωνεί μέ τον άγιον Γρηγόριον Νύσσης), μέ τόν θάνατον δέν χάνεται «ή ουσία τοϋ σώματος». Λέγει:
Όπως άκριβώς όταν ίδωμεν άνδριάνχα νά διαλύεται μέσα είς τό χωνευτή ριον, δέν θεωροϋμεν ότι χάνεται τό μέταλλον, άλλ’ ότι τούτο γίνεται διά νά έπιτύχωμεν καλυτέραν κατασκευήν νέου άνδριάντος, έτσι πρέπει νά σκεπτώμεθα προκειμένου καί περί τού διαλυομένου σώματος. Όπως ή διάλυσις είς τό καμίνι δέν είναι έξαφά- νισις, άλλ’ άνακαίνισις τού άνδριάντος, έτσι καί ό θάνατος των σωμάτων μας· δέν είναι «απώλεια», δηλαδή έκμηδένισις, άλλ’ «άνανέωσις», δηλαδή άνακαίνισις, ξεκαινοόργωμα. Όταν λοιπόν βλέπης τήν σήψιν καί διάλυσιν τού σώματος, περίμενε τήν «άναχώνευσιν», τήν άνακατασκευήν. Προχώρησε όμως καί πέραν τού παραδείγματος αύτοΰ· διότι ό άγαλματοποιός, όταν ρίψη είς τό καμίνι χάλκινον άνδριάντα, θά σοΰ κατασκευάση καί πάλιν χάλκινον. Ό Θεός όμως διαλύει είς τήν γην τό πήλινον καί θνητόν σώμα, διά νά σοΰ κατασκευάση ανδριάντα χρυσόν καί άθάνατον. Διότι ή γη, άφοΰ έδέχθη τό φθαρτόν καί θνητόν σώμα, θά σοΰ άποδώση σώμα «άφθαρτον καί άκηρατον» · αφθαρτον, καθαρόν, άσπιλον, αιώνιον.
Ό θειος Χρυσόστομος άπαντά καί είς τήν άπορίαν έκείνων, οι όποιοι λέγουν: Διατί πρέπει νά σαπίση καί νά διαλυθή τό σώμα, διά νά γίνη ή άνανέωσίς του; "Επρεπε νά γίνεται τούτο χωρίς νά φθείρωνται τά σώματα νά μένουν άκέραια καί νά μετασκευάζωνται. Άπαντά λοιπόν:
α) Έάν έγίνετο αύτό, είς τίποτε δέν θά ώφελοΰσε· μάλλον θά έβλαπτε. Διότι έάν δέν έφθείροντο τά σώματα, θά έμενε τό μεγαλύτερον όλων των κακών, ό έγωϊσμός. Έάν σήμερον, πού τά σώματα άποσυντίθενται καί γίνονται τροφή τών σκωλήκων, τόσοι άνθρωποι άνακηρύσσονται ένεκα τοΰ έγωϊσμοΰ των θεοί, τί θά έγίνετο, άν δέν συνέβαινε τούτο; β)Έάν δέν διελύοντο τά σώματα, δέν θά έπίστευαν οί άνθρωποι ότι είναι γήινοι καί χωματένιοι. ’Αφού καί τώρα πολλοί άμφισβητοΰν τούτο, τί θά έλεγαν, έάν δέν έβλεπαν τήν πραγματικότητα αύτήν; γ) Έάν τά σώματα δέν διελύοντο, θά έγίνοντο πολύ άγαπητά καί πολλοί θά έγίνοντο σαρκικώτεροι καί ύλιστικώτεροι. δ) Οί άνθρωποι δέν θά έπεθύμουν μέ πόθον πολύν τήν μέλλουσαν ζωήν, ε) Όσοι ύποστηρίζουν  οτι ό κόσμος είναι άθάνατος, θά είχαν ισχυρότερα έπιχειρήματα καί δέν θά παρεδέχοντο οτι ό Θεός είναι δημιουργός του. στ) Δέν θά έγνώριζαν τήν άξίαν της ψυχής καί δέν θά έξετίμων τήν θέσιν καί τήν προσφοράν της είς τό σώμα, ζ) Πολλοί, άπό έκείνους πού θά έχαναν τούς συγγενείς των, θά έπήγαιναν νά κατοικήσουν είς τά μνήματα καί θά έγίνοντο ώς παράφρονες, άφού θά συνωμιλοΰσαν συνεχώς μέ τούς νεκρούς προσφιλείς των. Έάν τώρα πολλοί ζωγραφίζουν τούς οικείους των καί μένουν έκεΐ νά κυττάζουν τό σανίδι, οπου είναι ή ζωγραφιά, πόσα άτοπα θά έπινοούσαν, έάν είχαν έμπρός των τά άδιάλυτα σώματα; Δέν άποκλείεται νά έκτιζαν διά τά σώματα αύτά καί ναούς, νά έγίνοντο καί είδωλολάτραι καί νά τούς έξεμεταλλεύοντο οί δαίμονες, οπως κάμνουν σήμερα μέ τις νεκρομαντείες. Διά νά άφανίση λοιπόν ό Θεός ολα τά παραπάνω άτοπα, άφανίζει τά σώματα άπό τά μάτια μας. Έάν αύτά δέν έσήποντο, θά έπήρχετο μεγάλη σύγχυσις είς τήν ζωήν μας· κανείς δέν θά έφρόντιζε διά τήν ψυχήν του καί δέν θά έσκέπτετο τήν άθανασίαν καί τήν πέραν τοΰ τάφου ζωήν .
Πώς θά άναστηθή λοιπόν τό σώμα, άφού έχει διαλυθή;

Ή άνάστασις τών νεκρών σωμάτων

Βεβαίως σήμερον οί άπιστοι δέν δέχονται τήν άνάστασιν τών νεκρών. Τό ίδιον συνέβαινε καί κατά τούς πρώτους αίώνας τοΰ Χριστιανισμού μέ τούς έθνικούς φιλοσόφους, όπως άνεφέραμεν. Κατά τόν διωγμόν έπΐ Μάρκου Αύρηλίου οί είδωλολάτραι έκαιαν τά σώματα τών Χριστιανών Μαρτύρων, πού ησαν πεταμένα είς τούς δρόμους, έσκόρπιζαν τήν στάχτην των είς τό ρεύμα τοΰ Ροδανού ποταμού καί έλεγαν χλευαστικώς: Τώρα θά ίδωμεν, έάν θά άναστηθούν καί έάν δύναται δ Θεός νά τούς βοηθήση Οι Χριστιανοί ομως είχαν σταθερόν πίστιν εις την άνάστασιν τών νεκρών, όσον καί άν αυτή φαίνεται άκατανόητος εις τό άνθρώττινον λογικόν. Διότι τόσον ό Κύριος, όσον καί oi άγιοι 'Απόστολοι έδίδαξαν τήν άλήθειαν αύτήν. "Αλλωστε «όλος ό Χριστιανός καί τα μυστήρια τοΰ Χριστιανού πίστις έστί». Πίστις δέ άληθής είναι «ή Απερΐεργος συγκατάθεσις» είς όσα μάς άπεκάλυψεν ό Θεός διά τών θεοπνεύστων Γραφών. Έάν θέλωμεν νά περιεργαζώμεθα τούς λόγους καί τις έντολές τών θείων Γραφών, «άπολλύμεθα καί είς βυθόν Απιστίας ποντιζόμεθα». Έάν δέ έπιτρέψω μεν είς τόν Σατανάν νά σπείρη είς τις ψυχές μας «λογισμούς Απιστίας», δέν θά διστάση νά σπείρη παρομοίους λογισμούς καί περί αύτοϋ τούτου τού Θεού. Διά τούτο «καί τόν περί Αναστάσεως τών σωμάτων λόγον» άς τόν δεχθώμεν μέ πίστιν   .
Θά άναστηθοϋν λοιπόν οι νεκροί. Τούτο διδασκόμεθα άπό τά άκόλουθα:
α) Τήν άνάστασίν των έγγυάται ή τριήμερος έκ νεκρών Άνάστασις τοΰ Κυρίου μας, ό όποίος είναι καί ή «Απαρχή τών κεκοιμημένων» (Α' Κορ. ιε' 20). Ή λαμπροφόρος Άνάστασίς του είναι ό άρραβών τής άναστάσεως καί τών ίδικών μας σωμάτων. Τούτο προετύπωσεν ήδη είς τήν Π. Διαθήκην μέ τό παράδειγμα τοΰ προφήτου Ιωνά, τόν όποιον κατέπιε τό κήτος καί τόν έξήμεσε πάλιν ζωντανόν καί άκέραιον μετά τρεις ήμέρες. Επίσης ό Κύριος είχε βεβαιώσει τούς ’Ιουδαίους διά τήν Άνάστασίν του. Τούς είπε: «Λύσατε τόν ναόν τούτον, καί έν τρισίν ήμέραις έγερώ αυτόν»· ναόν δέ έλεγεν όχι τόν ναόν τοΰ Σολομώντος, άλλά τόν πανάγιον ναόν τοΰ πανακηράτου σώματός του. Περί τούτου έπείσθησαν πλήρως οί Μαθηταί, όταν πλέον άνεστήθη έκ νεκρών (Ίωάν. β' 19-22).
Ή άλήθεια αύτή άπετέλει τήν κεντρικήν διδασκαλίαν τοΰ άποστολικοϋ κηρύγματος. Είναι δέ καί ή πηγή τής άνεκφράστου χαράς, τήν όποίαν δοκιμάζει ή χριστιανική ψυχή, όταν ένθυμήται τό μέγα θαΰμα τής τριημέρου Άναστάσεως τοΰ Σωτήρος. Δι αύτό καί ψάλλει: «Σώτερ μου», «Αναστάς έκ τοΰ τάφου(.„) συνανέστησας παγγενή τόν Άδάμ» . Καρπός τής ζωηφόρου Άναστάσεώς σου. Κύριέ μου, είναι ή καθολική άνάστασις τοϋ γένους των άνθρώπων. Αυτή μας άνοιξε τις πύλες τοϋ Παραδείσου, πού έκλείσθησαν μέ τήν παράβασιν τών πρωτοπλάστων.

β) Ή άνάστασις τών σωμάτων είναι άναμφίβολος καί κατά τούτο: Άφοΰ μέ τον σταυρικόν θάνατον καί τήν Άνάστασιν τοϋ Κυρίου έγινεν ήδη ή άνάστασις μας άπό τον αιώνιον θάνατον, δηλαδή άπό τήν άμαρτίαν, διατί νά μή γίνη καί ή άνάστασις τών σωμάτων; Ό πνευματικός καί ό σωματικός θάνατος ώφείλοντο είς τήν άμαρτίαν «διά τοΰτο επεσε τό σώμα, επειδή ήμαρτεν». Έάν λοιπόν άρχή τής πτώ¬σεως ήταν ή άμαρτία, τότε καί άρχή τής άναστάσεως είναι ή άπαλλαγή άπό τήν άμαρτίαν. 'Αλλά διά τοϋ άγιου Βαπτίσματος, χάρις εις τήν θυσίαν τοϋ Σωτήρος, άνεστήθημεν ήθικώς, «άνέστημεν τήν μείζονα άνάστασιν, τον χαλεπόν θάνατον τής άμαρτίας ρίψαντες, και άποδυσάμενοι τό παλαιόν ίμάτιον»· άς μή άρνηθώμεν λοιπόν τό «ελαττον», δηλαδή τήν άνάστασιν τών σωμάτων. Ώστε ή άνάστασις μας άπό τήν άμαρτίαν είναι τό προανάκρουσμα, ό άρραβών, ή βεβαία έλπίς τής άναστάσεως τών νεκρών σωμάτων. Διότι έφ' οσον κατηργήθη τό «μεΐζον», δηλαδή ή άμαρτία, δέν πρέπει νά άμφιβάλλωμεν καθόλου καί «περί (καταργήσεως) τοϋ έλάττονος», δηλαδή περί τής καταργήσεως τοϋ θανάτου τών σωμάτων .
γ) Ή άνάστασις τών νεκρών θά γίνη, διότι τίποτε δέν είναι άδύνατον είς τήν άπειροδύναμον σοφίαν τοϋ Πλάστου καί τήν άπειρόσοφον δύναμιν τοϋ Δημιουργού. «Τω Θεω πάντα εϋκολά έστι» , όπως μάς έβεβαίωσεν ό ίδιος (Μάρκ. Γ 27). Όλα δύναται νά κάμη ή θεία Παντοδυναμία. Όσοι δέ άπιστοΰν, άς μάθουν τί πράγματι δέν δύναται νά κάμη ό Θεός. Ό Θεός «δέν ήμπορεΐνά ψεύδεται» . Όσα είπεν, όσα ύπεσχέθη, όσα έδίδαξε διά τών θεοκηρύκων Αποστόλων του, θά πραγματοποιηθούν λεπτομερώς. Άλλωστε ύπάρχει πλήθος καταπληκτικών γεγονότων, τά όποϊα έπραγματοποίησεν ή παντοδύναμος βουλή του. Διατί νά μή πραγματοποιήση καί τήν άνάστασιν τών σωμάτων, περί τής όποιας μάς έμίλησε χωρίς Περιστροφές. Μάς είπεν: "Ερχεται ώρα, καί αύτή είναι ή συντέλεια τοϋ κόσμου, κατά τήν όποιαν ολοι οι πεθαμένοι, οΐ όποιοι θά εύρίσκωνται έως τότε είς τά μνήματα, θά άκούσουν τήν φωνήν τοϋ Υίοΰ τοϋ Θεού, πού θά τούς διατάσση νά άναστηθοΰν. Και όλοι αύτοΐ θά άναστηθοΰν καί θά βγουν άπό τά μνήματα, διά νά κριθοϋν (Ίωάν. ε' 28-29).
δ) Τόσον ό Κύριος, οσον καί ό άπόστολος Παύλος έχρησιμοποίησαν διά την άνάστασιν των σωμάτων τήν εΙκόνα τού σπόρου, πού σπείρεται εις τήν γην. Ό Κύριος, προκειμένου περί τού θανάτου καί τής άναστάσεώς του, εϊπεν: Έάν τό σπυρί τού σιταριού δέν πέση είς τήν γήν καί δέν σαπίση εις τό χώμα, μένει μοναχόν του καί δέν πολλαπλασιάζεται. Έάν ομως διά τής σποράς άποθάνη καί ταφή, δίδει καρπόν πολύν. "Ετσι καί έγώ, άν άποθάνω, οπως ώρισεν ό Θεός Πατήρ μου, θά άναστηθώ καί θά καρποφορήσω τήν άνάστασιν καί σωτηρίαν τών άνθρώπων (Ίωάν. ιβ' 24).
Ό θεόπνευστος Παύλος θεωρεί τήν άνάστασιν τών νεκρών τόσον εΰκολον καί τόσον φυσικήν, οσον καί τήν βλάστησιν τού σπόρου. Είς έκεΐνον δέ πού άντιλέγει είς τούτο, άπαντά: «Άφρον, σύ δ σπείρεις, οΰ ζωοποιείται έάνμή άποθάνη». Καί αύτό πού σπέρνεις, δέν είναι τό σώμα, τό όποιον πρόκειται νά φυτρώση, είναι κόκκος σιταριού ή άλλου σπόρου γυμνός καί χωρίς φύλλα. Ό Θεός δέ δίδει κατόπιν είς αύτόν σώμα καί είς κάθε σπόρον ιδιαίτερον σώμα (Α' Κορ. ιε' 36-37). Αύτό ομως τό όποιον έχει σημασίαν, εϊναι ό χαρακτηρισμός, τόν όποϊον δίδει ό Άπόστολος είς έκεΐνον πού άπιστεΐ. Τόν όνομάζει «άφρονα», δηλαδή άμυαλον, άπερίσκεπτον! Ώστε ό άπόστολος Παύλος, ό όποίος είναι παντού πάρα πολύ «ήμερος καί ταπεινός» χρησιμοποεϊ έδώ λόγον πολύ έλεγκτικόν. Καί τούτο διά νά τονίση άκριβώς οτι ή άνάστασις τών σωμάτων είναι κάτι τό πολύ φυσικόν, άφοΰ καί ή φύσις όλόκληρος είναι γεμάτη νεκραναστάσεις. Ό άπιστος παρουσιάζεται πράγματι άπερίσκεπτος, άφοΰ άγνοεϊ οσα γίνονται καθημερινώς άπό αύτόν τόν ίδιον. Ό άπιστος, λησμονών οτι καί αύτός μέ τήν σποράν τού σπόρου είναι «δημιουργός άναστάσεώς», «αμφιβάλλει περί Θεοϋ», άν δύναται νά άναστήση τούς νεκρούς. Αύτό δέ πού ό άπιστος θεωρεί ώς έπιχείρημα περί τής μή άναστάσεώς τών νεκρών, ό Άπόστολος τού τό προβάλλει ώς άπόδειξιν τού δυνατού τής άναστάσεώς. Λέγει ό άπιστος· σήπεται ό νεκρός. Ναί, άπαντά ό Απόστολος, καί ό σπόρος σήπεται καί άποθνήσκει, τούτο ομως γίνεται άφορμή άναστάσεώς .
Τήν ώραίαν αύτήν εικόνα έχρησιμοποίησαν άνέκαθεν όλοι σχεδόν οϊ θείοι Πατέρες. Ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, άναφερόμενος είς τό σιτάρι πού σπείρεται, παρατηρεί ότι τούτο άποθνήσκει, σήπεται καί γίνεται άχρηστον διά φαγητόν. Έν τούτοις ό σπόρος πού έσάπησε, βλαστάνει «χλοερός», καί ένώ έπεσε μικρός σπόρος, «έγείρεται κάλλιστος». Καί αυτά μέν τά σπέρματα, λέγει, έγιναν διά τήν ίδικήν μας χρήσιν. Έάν δέ αύτά, πού έγιναν δι ήμάς, ζωοποιούνται άφού προηγουμένως έχουν νεκρωθή, έμεΐς διά τούς όποιους έγιναν έκεϊνα, διατί «νεκρωθέντες οϋκ έγειρόμεθα;» Ό άγιος Κύριλλος δανείζεται καί άλλην είκόνα άπό τά δένδρα: Έάν δένδρον, πού έκόπη, κατόπιν «έπανθεί» (άνθίζη), διατί ό «έκκοπεις άνθρωπος ούκ άνθεϊ;». «Καί άμπελώνος κλήματα καί δένδρων άλλων άποτμηθέντα παντελώς (κοπέντα έντελώς) καί μεταφυτευθέντα» ζωοποιούνται καί καρποφορούν, ό άνθρωπος, διά τον όποιον έκεϊνα έδημιουργήθησαν, «πεσών είς γην άρα οΰκ άναστήσεται;». Καί συμπεραίνει: Ό Θεός είς άλα αύτά τά φυσικά φαινόμενα έργάζεται κάθε χρόνον τήν άνάστα σιν ούτως, ώστε σύ, ό όποίος βλέπεις τό τί γίνεται εις τά άψυχα, νά πιστεύσης οτι τό ίδιον συμβαίνει καί μέ τά έμψυχα λογικά .
Ό Μ. 'Αθανάσιος γράφει ότι όπως τά σπέρματα, τά όποια ρίπτονται είς τήν γην, έτσι καί έμεΐς μέ τό νά άποθνήσκωμεν δέν χανόμεθα διαλυόμενοι, άλλά σπειρόμεθα διά νά άναστηθώμεν διότι ό θάνατος κατηργήθη διά τής χάριτος τού Σωτήρος . Ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός, έχων ύπ' όψιν του τά σπέρματα τών φυτών, έρωτά: Ποϊος είναι αύτός, πού έβαλε είς τά σπέρματα ρίζες, καλάμι, φύλλα, στάχυα καί λεπτότατον χνούδι; Δέν είναι ό δημιουργός τών όλων; Τό θειον του πρόσταγμα δέν είναι έκεϊνο, πού έχει οικοδομήσει τά πάντα; "Ετσι λοιπόν πίστευε καί σύ ότι θά γίνη καί ή άνάστασις τών νεκρών μέ τήν θείαν βουλήν καί τό θειον νεύμα. Διότι ό άπειρόσοφος Θεός έχει μαζί μέ τήν θέλησιν σύμφωνον, βοηθόν καί συνεργάτην καί τήν δύναμιν     .
Ώστε ή σπορά καί ή καρποφορία μάς βεβαιώνουν ότι πρέπει νά περιμένωμεν καί έμεΐς «τήν άνοιξιν τοΰ σώματός μας», οπως ώραϊα έγραφεν ό Λατίνος άπολογητής τοΰ Β' αίώνος Μινούκιος Φήλιξ. Ή γη σπείρεται τώρα μέ τά άνθρώπινα σώματα όταν ομως έλθη ή συντέλεια τοΰ παρόντος αίώνος, θά τά άναβλαστήση μέ τήν δύναμιν τοΰ Θεού. Τό άνθρώπινον σώμα παραδίδεται σήμερον είς τήν γήν, άλλά περιμένει τήν έξανάστάσίν του κατά τήν έσχάτην ήμέραν. Μέ ολα αύτά «κάθε τάφος είναι μία κιβωτός άφθαρσίας»' Διά τούτο καί ό θείος Χρυσόστομος άναφωνεΐ είς τόν Κατηχητικόν του λόγον, πού άναγινώσκεται κατά τήν Κυριακήν τοΰ Πάσχα: «Άνέστη Χριστός, καί νεκρός οϋδείς έπί μνήματος»
ε) Οι 'Εκκλησιαστικοί συγγραφείς καί οϊ θείοι Πατέρες, οΐ όποιοι διδάσκουν την άνάστασιν τών σωμάτων ώς έργον τής παντοδυναμίας τοϋ Θεοΰ, φέρουν καί άλλο παράδειγμα- τήν σύλληψιν καί γέννησιν τοϋ άνθρώπου. Ό άγιος μάρτυς 'Ιουστίνος, ό Άθηναγόρας καί ό Θεόφιλος 'Αντιόχειας, οι όποιοι πιστεύουν σταθερώς καί χωρίς καμμίαν άπολύτως άμφιβολίαν είς τήν άνάστασιν τών σωμάτων, παρατηρούν: Όπως ό Θεός ώρισεν, ώστε άπό τό «έν καί άπλοΰν σπέρμα», άπό μίαν μικράν σταγόνα «άνθρωπείου σπέρματος» νά δη μιουργοϋνται όστά καί νεύρα καί σάρκες καί νά γίνεται όλόκληρος καί άρτιος άνθρωπος, κατά παρόμοιον τρόπον δύναται ό Θεός νά ένωση «τό διαλελυμένον» σώμα καί νά άναστήση τό νεκρόν   . Ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έρωτά: Πού ήμεθα εμείς, πού όμιλοϋμεν καί άκούομεν, πριν άπό έκατόν ή διακόσια χρόνια; Δέν γνωρίζεις μήπως ότι «γεννώμεθα έξ άσθενών καί άμορφων καίμονοειδών πραγμάτων;» Καί ομως άπό αύτό τό «μονοειδές καί άσθενές» λαμβάνει μορφήν καί σχήμα καί ύπόστασιν ό ζωντανός άνθρωπος αύτό τό άσθενές, άφοΰ λάβη σάρκα, «μεταβάλλεται είς νεύρων ίσχυρότητα καί είς οφθαλμών λαμπρότητα καίρινός (μύτης) όσφρησιν καί ώτων άκοήν καί γλώσσαν λαλοΰσαν καί καρδίαν πάλλουσαν καί χειρών έργασίαν (...). Καί τό άσθενές εκείνο γίνεται (άνθρωπος) ναυπηγός καί οικοδόμος καί άρχιτέκτων (...) καί αρχών καί νομοθέτης καί βασιλεύς». Καί συμπεραίνει ό άγιος Ό Θεός, ό όποίος μάς έδημιούργησεν άπό «ευτελή πράγματα», καί «ό σωματοποιών» κατ' αύτόν τόν θαυμαστόν τρόπον τό «εύτελέστατον» δέν ήμπορεϊ λοιπόν νά άναστήση καί πάλιν τό «πεσόν σώμα»; Εκείνος, πού έπλασε τό πλάσμα τό όποιον δέν ύπήρχε, δέν ήμπορεϊ μήπως νά άναστήση τό σώμα πού ύπάρχει καί τό όποιον άπέθανε.
Ό άγιος Αναστάσιος ό Σινάίτης, άπευθυνόμενος είς έκεΐνον, πού διερωτάται πώς είναι δυνατόν νά άναστηθή τό νεκρόν σώμα, γράφει:
Έάν γεννηθή είς τήν ψυχήν σου άμφιβολία περί άναστάσεως, όταν βλέπης «τόν χοϋν άψυχον έν τώ τάφω ήδη» καί άπορης «πώς ή σποδός αυτή ή οίκτρά καί νεκρών δύναται νά γίνη «έμψυχος καί όλόκληρος άνθρωπος», παρατήρησε άμέσως τόν έαυτόν σου. Είς αύτόν θά ί'δης νά έχη γίνει πραγματικότητα «ό τύπος (τό πρότυπον, ή εικόνα) τής τών σωμάτων άναστάσεως». Άπό που «συ άνέστης καί όλόκληρος άνθρωπος γέγονας καί έμψυχος;» Δέν έσχηματίσθης άπό τήν σύλληψιν, την κυοφορίαν καί τήν γέννησιν μέ τήν δύναμιν του Θεοΰ; Έάν πάλιν άπορής διά «τό άψυχον της κόνεως των σωμάτων» καί διερωτάσαι «πώς τό άψυχον άναγεννάται έμψυχον;», έχεις καί περί τούτου πολλά παραδείγματα άπό τήν φύσιν .
Τήν ιδίαν διδασκαλίαν άναπτύσσει καί ό άγιος 'Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Λέγει:
Ό Θεός πού μετέβαλε τό χώμα εις σώμα μέ μόνην τήν θέλησίν του  αύτός ό όποίος ώρισεν, ώστε μία «μικρά ρανίδα του σπέρματος» νά αύξάνεται καί νά δίδη μορφήν εις τό πολυσύνθετον τούτο άνθρώπινον σώμα, δέν ήμπορεΐ ν’ άναστήση μέ τήν βούλησίν του αύτό πού έγινε καί κατόπιν διελύθη;
στ) Ή άνάστασις των σωμάτων είναι δυνατή χάρις εις τήν παντοδυναμίαν τοϋ Θεοΰ καί κατά τοϋτο: Τί είναι εύκολώτερον, ή δημιουργία άπό τό μηδέν ή ή δημιουργία άπό ΰπάρχουσαν ύλην; 'Ασφαλώς τό δεύτερον. Έφ’ όσον όμως ό Θεός έκαμε τό πρώτον, διατί δέν ήμπορεΐ νά πραγματοποιήση καί τό δεύτερον;  Ό Ιερός Χρυσόστομος, άπευθυνόμενος πρός τον άπιστον ή έκεΐνον πού άμφιβάλλει διά τήν άνάστασιν τών σωμάτων, λέγει: Πώς έδημιούργησε σέ ό Θεός; «Ούχί γην έλαβε καί έπλασε;» Καί ποιον είναι τό δυσκολώτερον; Νά κάμη άπό τήν γην «σάρκας και φλέβας και δέρμα καί . οστά καί ίνας καί νεϋρα καί άρτηρίας» κ.λ.π. ή αύτά πού έγιναν φθαρτά νά τά καταστήση άθάνατα; Ό Θεός, πού έδημιούργησεν άπό τό μηδέν τόσον πολλές στρατιές άσωμάτων 'Αγγέλων, δέν ήμπορεΐ νά άνανεώση τό σώμα τού άνθρώπου πού έλειωσε καί νά τό περιβάλη μέ περισσοτέραν άξίαν καί δόξαν; Άπάντησέ μου σύ πού άπιστεΐς: Τί είναι εύκολώτερον, νά δημιουργήσει ό Θεός κάποιον άπό τό μηδέν ή άφοΰ διαλυθή νά τον άναστήση πάλιν;  Ή άπάντησις είναι προφανής. 'Εκείνος, ό Όποίος μέ μόνην τήν θέλησιν καί τον λόγον τού συνέστησεν έκ τού μή όντος τις άσώματες Δυνάμεις τών άγιων 'Αγγέλων καί ούρανόν καί γην καί θάλασσαν καί όλην τήν όρατήν καί άόρατον κτίσιν, δύναται πολύ εύκολώτερα μέ μόνον τον λόγον νά άναστήση, όπως ό Ίδιος γνωρίζει, καί νά άναπλάση τά σώματα τών νεκρών .
Ό άγιος Κύριλλος 'Ιεροσολύμων, παραθέτει μαρτυρίες άπό την Αγίαν Γραφήν, οί όποιες βεβαιώνουν τήν άνάστασιν καί έπιμένει είς περιπτώσεις, πού παρουσιάζουν κάποιαν άναλογίαν προς αύτήν: Ή νεκρά ράβδος τού Άαρών έβλάστησε χωρίς νερόν καί τρόπον τινά άνέστη· καί ό Άαρών δεν άνίσταται; Ή ξηρά ράβδος τοΰ Μωϋσέως μετεβλήθη είς δράκοντα καί τά σώματα των δικαίων δέν ήμποροϋν νά άναστηθοΰν καί νά ζήσουν; Καί τότε μέν τό πρόσταγμα τού Θεού ήταν ισχυρόν, σήμερον δέ δέν είναι;  'Ώστε «ή άνάστασις τής σαρκός δύναμις Θεοϋ έστι», ή οποία ύπερβαίνει μέν τό λογικόν μας, πιστοποιείται ομως διά τής πίστεως καί είναι ορατή καί όλοφάνερη είς τά έργα τού Θεοϋ .
ζ) Όσοι άμφισβητοϋν τήν άνάστασιν τών νεκρών, διατυπώνουν καί τό άκόλουθον έρώτημα: Πώς θά άναστηθοΰν τά σώματα έκείνων, τούς οποίους κατέφαγαν τά άγρια θηρία ή κατεβρόχθισαν τά θαλάσσια κήτη; Άλλ’ έάν πιστεύωμεν ότι ό Θεός έχει είς τήν έξουσιαστικήν του χείρα όλην τήν γήν μέχρι τά πέρατά της (Ψαλμ. ζδ' 4), διατί άπιστοΰμεν είς τήν άνάστασιν τών σωμάτων αύτών; Είτε διαλυθή τό σώμα είτε καταφαγωθή, καί πάλιν είςτά παντοδύναμα χέρια τοΰ Θεοϋ εύρίσκεται. Κάτω άπό τήν κραταιάν έξουσίαν του είναι καί ή φωτιά καί οι ποταμοί καί οί θάλασσες καί άλα τά θηρία τής θαλάσσης καί τής γής. Άπό έκεϊ ή άπειροδύναμος σοφία του έχει τόν τρόπον νά άρπάση, νά άναπλάση καί νά άναστήση τά σώματα .
Ό άπολογητής Τατιανός, όμιλών διά τήν άνάστασιν τών νεκρών, λέγει:
Έγώ, ό όποίος δέν θά ύπάρχω σωματικώς καί δέν θά είμαι όρα τός ένεκα τοΰ θανάτου, θά άναστηθώ καί θά ύπάρξω πάλιν, οπως άκριβώς ήλθα είς τήν ζωήν διά τής γεννήσεως, ένω προηγουμένως δέν ύπήρχα. Καί αν άκόμη μοϋ έξαφανίση τήν σάρκα ή φωτιά, καί πάλιν τήν ΰλην τοΰ σώματος πού έξητμίσθη τήν έχει περιλάβει ό ορατός κόσμος. Καί άν διαλυθώ είς τούς ποταμούς ή τις θάλασσες καί άν διαμελισθώ άπό τά θηρία, καί πάλιν είμαι κατατεθειμένος είς τά ταμεία τοΰ πλουσίου Δεσπότου. Καί αύτός, ό όποίος βασιλεύει έφ’ όλης τής κτίσεως, όταν θελήση, θά άποκαταστήση είς τό άρχαϊον κάλλος τήν ύπόστασίν μου, πού είναι γνωστή καί όρατή μόνον είς αύτόν .
Επίσης ο θείος Κύριλλος 'Ιεροσολύμων άπαντά  εις όσους προβάλλουν την ένστασιν:
Αύτός πού άπέθανε, διελύθη καί τόν κατέφαγαν σκουλήκια, τά όποια ομως διελύθησαν καί αύτά καί έξηφανίσθησαν· πώς θά άναστηθή λοιπόν; Τούς ναυαγούς έφαγαν τά ψάρια, τά όποια ομως κατεφαγώθησαν άπό άλλα ψάρια. Όσοι έθηριομάχη σαν, κατεφαγώθησαν άπό άρκοΰδες καί λιοντάρια· άλλους κατέφαγαν κοράκια καί γΰπες, οί όποίοι, άφοΰ έπέταξαν πρός τά τέσσαρα σημεία τού όρίζοντος, έθανατώθησαν εις διαφορετικές άποστάσεις. Άπό πού θά συναχθη τό σώμα διά νά άναστηθη; Άλλ’ ολα αύτά, άπαντά ό ιερός Πατήρ, πού φαίνονται εις σέ τόν μικρόν καί άδύνατον άνθρωπον άκατόρθωτα, είναι δυνατά εις τόν Θεόν. Διότι Αύτός κατέχει «έν τη δρακί αύτοϋ» όλην τήν δημιουργίαν. Αντί λοιπόν νά κατηγορής τόν Θεόν, συγκρίνων τούτον πρός τήν ίδικήν σου άδυναμίαν, πρόσεχε μάλλον εις τήν δύναμιν τού Θεού, ή όποια είναι άπειρος . Άς άκούσωμεν καί τόν άγιον Ίωάννην τόν Χρυσόστομον, ό όποίος άπαντά  διά μακρών εις έκείνους πού λέγουν:
Ό τάδε έναυάγησε καί κατεποντίσθη εις τήν θάλασσαν, όπου τόν έφαγαν πολλά ψάρια· κάθε ένα κατέφαγε καί ένα κομμάτι του. Κατόπιν τό ένα ψάρι κατεβροχθΐσθη εις αύτόν τόν κόλπον άπό άλλο ψάρι· τό άλλο κατεβροχθΐσθη εις άλλην άκρογιαλιάν άπό μεγαλύτερο ψάρι. Τά ψάρια αύτά τά έψάρευσαν ίσως κατόπιν άνθρωποι, οί όποιοι τά έφαγαν, τούς άνθρώπους δέ κατεσπάραξαν θηρία. Ύστερα άπό όλην αύτήν τήν σύγχυσιν καί τό σκόρπισμα, πώς είναι δυνατόν νά άναστηθη καί πάλιν ό ναυαγός; Είς όλα αύτά, τά όποια ό θείος Πατήρ όνομάζει σωρόν φλυαριών, άνοησιών («όρμαθοΰς λήρων») άπαντα: Έάν δέν συμβοΰν αύτά πού λέγετε καί τό σώμα διαλυθη όμαλώς, πώς «ή κόνις καί ή τέφρα συγκολληθήσεται, πώς τό άνθος λοιπόν εσται τοϋ σώματος;»· πώς θά συνενωθούν ή σκόνη καί ή τέφρα, άπό πού θά ύπάρξη είς τήν συνέχειαν ή λαμπρότητα τού σώματος; Δέν είναι καί τούτον άπορίας άξιον; Άλλωστε «ή ζωή γίνεται άπό φθοράς», οπως λέγει ό θείος Απόστολος μέ τό παράδειγμα τού σπόρου, πού χώνεται είς τήν γην καί σήπεται καί κατόπιν άναβλαστάνει. Έπί πλέον, ένα δέν είναι τό νερόν, πού βρέχουν τά σύννεφα είς τήν γην; Καί όμως αύτό, τό όποιον έχει «μίαν ποιότητα και μίαν φϋαιν», είς τό κλήμα γίνεται κρασί καί φύλλα καί χυμός· είς τήν έλιάν γίνεται λάδι καί όλα τά άλλα· καί τό πλέον θαυμαστόν,οτι έδώ μέν γίνεται «υγρόν, έκεΐ ξηρόν», έδώ «γλυκύ, έκεΐ όξύ (ξυνό), έκεΐ στυφόν (στυφόν)», άλλου δέ πικρόν. Πώς γίνεται τούτο; Ό θείος Πατήρ συμπληρώνων τό έπιχείρημά του ύπενθυμίζει οτι κάθε ήμέραν παρατηρεΐται «άνάστασις καί θάνατος» είς ολες τις ήλικίες καί προσθέτει· ένώ ύπάρχουν τόσα «άπορα καί μεθ’ υπερβολής άπορα» μέσα είς τήν όρατήν δημιουργίαν, δηλαδή τόσα πολλά, τά όποια είναι οχι μόνον δύσκολον, άλλά πολύ δύσκολον καί άδύνα- τον νά κατανοηθοϋν καί έρμηνευθοΰν, δυστυχώς δέν διδασκόμεθα καί δέν παύομεν άπό τού νά άεροβατοϋμεν. Τελειώνει δέ μέ τήν έκκλησιν: «Παιδεόθητι, ώ άνθρωπε», άπό τά έδώ γεγονότα τής γής, «καί μή περιεργάζου μηδέ πολυπραγμονεί τον ούρανόν» · καί νά μή περιεργάζεσαι ούτε νά καταπιάνεσαι μέ τόν ούρανόν καί τά έργα τού Θεού. Πές μου δέν γνωρίζεις τήν γήν άπό τήν όποιαν έγεννήθης, είς τήν όποιαν έτράφης, τήν όποιαν κατοικείς καί τήν όποιαν πατείς, χωρίς τήν όποιαν δέν ήμπορεΐς νά άναπνεύσης καί καταπιάνεσαι νά έξηγήσης αύτά πού άπέχουν τόσον πολύ άπό σέ;Άς δώσωμεν έμπιστοσύνην είς τά όσα μάς άπεκάλυψεν ό Θεός διά τών 'Αγίων Γραφών, άς άνοίξωμεν τά πανιά τής πίστεως χρησιμοποιώντας ώς πλοΐον τήν Αγίαν Γραφήν, καί άς μή ρίπτωμεν τούς έαυτούς μας είς κίνδυνον φανερόν , ό όποίος μάς καταβυθίζει είς άβυσσον αιρέσεων.
Ή άλήθεια λοιπόν, άδελφέ μου, είναι οτι ή θεία Παντοδυναμία θά έργαοθή καί τό θαύμα τής άναστάσεως τών νεκρών σωμάτων, τοσούτω μάλλον, καθ' όσον, παρ’όλην τήν άέναον άντικατάστασιν καί ύποκατάστασιν τών στοιχείων, ή καθ' αύτό προσωπικότης μας, δηλαδή ή ψυχή μας, διατηρείται ζωντανή, άκεραία, άθάνατος. Ή δέ άπειροδύναμος σοφία τοϋ Θεού θά ύφάνη και πάλιν άπό τά ύπάρχοντα στοιχεία τό νέον λαμπρόν ένδυμά της, τό άφθαρτον καί αιώνιον σώμα.


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΝΙΚ.Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Σελίδες 408-433

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένου με αναφορά Πηγής το Ιστολόγιο

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου