Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Κωνσταντίνου - Ὁ φόβος τοῦ θανάτου στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς


Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ δώσει ζωὴ στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν καταστήσει κορωνίδα τῆς δημιουργίας, σίγουρα εἶχε μεγάλα σχέδια γι᾿ αὐτόν. Ἀπόδειξη ὅτι δὲν χρησιμοποίησε ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα ὑλικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴ δημιουργία του ἀλλὰ κι ἕνα «κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ Του». Ἡ Γένεσις μᾶς δίνει πολὺ παραστατικὰ τὴν εἰκόνα αὐτή: «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν Ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸν πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β´ 7).
Τὸ δῶρο τῆς ζωῆς δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀκέραιο χωρὶς μικρότητες καὶ ὑπολογισμούς. Ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τέλεια ὅλα τὰ πλάσματά του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐκπληροῦσε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τάχτηκε ἀπ᾿ τὸν Δημιουργό του, μποροῦσε ν᾿ ἀπολαμβάνει ὅλα τ΄ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν φτιαχτεῖ γι᾿ αὐτόν.
Ἦταν λοιπὸν τέλεια κάτοχος ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς ζωῆς. Ἄλλωστε ἡ προειδοποιητικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. β´ 17), δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε τῆς Ἀθανασίας καὶ ἡ τυχὸν παρέκκλισή του ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ τιμωροῦνταν μὲ τὴ στέρησή της.
 Πράγματι ἡ παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Πρώτη καὶ ἄμεση συνέπεια αὐτῆς τῆς ἠθικῆς παρεκτροπῆς ὑπῆρξε ὁ φόβος καὶ ἡ γνώση. Πολὺ χαρακτηριστικὰ ἡ Π.Δ. μᾶς παρουσιάζει τὴ σκηνή: οἱ Πρωτόπλαστοι κρυμμένοι καὶ ἡ βροντερὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς καταδιώκει. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδὰμ βγαίνει μετὰ ἀπὸ πολλοὺς φόβους καὶ δισταγμούς: «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι καὶ ἐκρύβην» (Γέν. γ´ 10).
Τὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα φόβου δημιουργεῖ καὶ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Τρίτης «...ὤν, ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότος τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβω ἐκρύβη».
Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται. Φοβᾶται καὶ ντρέπεται. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ συναισθήματα εἶναι πρωτόγνωρα γι᾿ αὐτόν. Ποτὲ πρὶν δὲν εἶχε αἰσθανθεῖ ἔτσι. Γιὰ πρώτη φορὰ συναισθάνεται τὴ γύμνια του μπροστὰ στὸ κριτικὸ βλέμμα τοῦ Πλάστη του. Αὐτὴ τὴ γύμνια δὲν τὴν γνώριζε πρῶτα. Ἡ Γένεσις ἀναφέρει σαφῶς ὅτι: «καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἠσχύνοντο» (Γέν. β´ 25).
Γιὰ νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὴ γνώση τῆς ψυχικῆς του γύμνιας, τῆς ἠθικῆς του κατάπτωσης καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μεσολάβησε ἡ ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἄνθρωπος νεκρώθηκε. Ἔχασε τὴ γνησιότητα τῆς ἀνθρωπιᾶς του, τὴν ἀθωότητα καὶ τὴ μοναδικότητά του μέσα στὴ δημιουργία.
Ἡ γεμάτη δίκαιη ὀργή, φωνὴ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδωσε τὴ στερνὴ πικρὴ ἐντολὴ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. γ´ 19).
Ἡ σπουδαιότερη λοιπὸν συνέπεια τῆς ἠθικῆς κατάπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν ἡ ἀπώλεια τῆς ἀθανασίας του. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πρῶτος ἐκεῖνος φόβος ποὺ διαδέχτηκε τὴν ἁμαρτία του, τὸν ἀκολουθεῖ παντοῦ. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται μόνος τραγικὰ καὶ ἀδύναμα γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸ θάνατο, τὴν ἐξαφάνιση τῆς προσωπικότητάς του. Αἰῶνες ὁλόκληρους τρέμει τὸν ἐκμηδενισμὸ καὶ τὴν ἀφάνεια ποὺ ἐπιφέρει ὁ θάνατος ποὺ νεκρώνει μόνο τὸ σῶμα σὰν βιολογικὸ γεγονὸς καὶ καταρρίπτει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα στὴ γενικότερη ἔννοιά της.
Τὴν ἴδια ἀγωνία καὶ τὸν ἴδιο προβληματισμὸ συναντοῦμε καὶ στὶς φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις ὅλων τῶν ἀρχαίων λαῶν καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἡ θρησκευτικὴ αἵρεση τῶν Ὀρφικῶν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀρχαία σκέψη προσεγγίζει βαθύτερα τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Οἱ Ὀρφικοὶ πιστεύουν ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι παρὰ μία προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ θεῖο καὶ ἡ θεωρία τους δὲν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τάσεις πρὸς τὸν ἀσκητισμό. Βέβαια βασικὴ ἰδέα στὴ θεωρία τους εἶναι ἡ πίστη γιὰ τὴ μετεμψύχωση.
Στὴν πρώιμη ἀρχαιότητα ὁ θάνατος εἶναι ἡ βέβαιη μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κανονικό του μερίδιο στὴ ζωή. Ἂν παραδεχθοῦμε δὲ ὅτι εἶναι ὀρθὴ ἡ ἄποψη «ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπιστάσις», τότε καταλαβαίνουμε γιατὶ σύντομα οἱ ἔννοιες θάνατος καὶ μοίρα ἔγιναν συνώνυμες (μοίρα - μορία, μείρομαι - μοιράζω). Ἡ μοιρολατρία παίρνει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία της. Ὁ Ὅμηρος ἀκολουθώντας αὐτὸ τὸ μονοπάτι, πῆγε τόσο μακριά, ὥστε πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῶν πράξεών τους (N.P.Nilson: Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Θρησκείας).
Αἰῶνες ἀργότερα, ὅταν ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη προχώρησε πολύ, ὁ θάνατος ἔμεινε τὸ πρῶτο θέμα στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδας τῶν ἀνθρώπινων προβλημάτων. Στὸν πολυσυζητημένο «Φαίδωνα» ὁ Σωκράτης ὀνομάζει τὸ θάνατο σὰν «τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος» ἡ δὲ πίστη του στὴν ἀθανασία εἶναι προφανὴς ὅταν τὴν ἀποδεικνύει μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἀνάμνησης, τῶν ἐναντίων καὶ τὰ ἀντικείμενα τῆς νοήσεως καὶ τῶν αἰσθήσεων ποὺ τὸν δικαιώνουν ἀπόλυτα.
Στὰ «Μικρὰ Φυσικά» του ὁ Ἀριστοτέλης κάνει διάκριση ἀνάμεσα στὸ θάνατο τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ στὸ βιολογικὸ φαινόμενο καὶ στὸ πνευματικό. «Ἔστι μὲν οὖν πᾶσι τοῖς ζώοις κοινὸν γένεσις καὶ θάνατος, οἱ δὲ τρόποι διαφέρουσι τῷ εἴδει. Οὐ γὰρ ἀδιάφορος ἡ φθορά, ἀλλ᾿ ἔχει τι κοινόν».
Ὁ θάνατος εἶναι ἄλλοτε βίαιος καὶ ἄλλοτε φυσικός. Βίαιος εἶναι ὅταν ἡ ἀρχικὴ αἰτία εἶναι ἐξωτερικὴ καὶ φυσικὸς ὅταν εἶναι ἐσωτερική. Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη «τελευτὴ καὶ φθορὰ βίαιος μὲν ἡ τοῦ θερμοῦ σβέσις καὶ μάρανσις, ἡ δὲ κατὰ φύσιν τοῦ αὐτοῦ τούτου μάρανσις διὰ χρόνου μῆκος γινομένη καὶ τελειοτάτη».
Κάπως ἔτσι ἡ θύραθεν παιδεία πραγματεύεται τὸ θέμα τοῦ θανάτου. Ὅπως καὶ νάχει τὸ πράγμα, εὔκολα μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς τὴν ἐναγώνια προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξηγήσει καὶ νὰ δικαιολογήσει τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κι αὐτή του ἡ προσπάθεια περιστρεφόταν πάντα σχεδὸν γύρω ἀπὸ τὸν ἴδιο κεντρικὸ ἄξονα: τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θείου. Ὅλη τους ἡ σκέψη ὅμως ἔδωσε στὸ πρόβλημα «ζωὴ θάνατος» μία κυκλικὴ διάσταση. Ὁ θάνατος διαδέχεται τὴ ζωὴ καὶ ἀντίστροφα.
Ἕνα πάντως εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο: ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Μικρὴ ἀπόδειξη τῆς πίστης αὐτῆς εἶναι καὶ οἱ λαϊκὲς ἀντιλήψεις γύρω ἀπὸ τὴν ποικιλία τῶν ταφικῶν ἐθίμων. Τὸ πιὸ ἀποκαλυπτικὸ ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ χρησιμοποίηση ἀρχαίων κτερισμάτων ποὺ ἔμπαιναν στοὺς τάφους γιὰ νὰ χρησιμοποιήσει ὁ νεκρὸς στὴν ἄλλη ζωή, τὴν «ἐπέκεινα».
Πολὺ πιὸ βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὴ φυσικὰ εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ θέματος κάτω ἀπ᾿ τὸ πρίσμα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ θάνατο τόσο σὰν βιολογικὸ φαινόμενο ὅσο σὰν ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ γεγονός. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀσθένεια «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ὁ σωματικὸς θάνατος ὁ πραγματικὸς θάνατος, ἀλλὰ ὁ ψυχικός, ἡ ἀπονέκρωση τοῦ αἰωνίου πνευματικοῦ μας «ἐγὼ» θεωρουμένη εἴτε σὰν ἀπόγνωση ἑκούσια μέσα στὴ διάσταση τοῦ κακοῦ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ δαιμονικοῦ, εἴτε σὰν ἀπελπισία ἀκούσια μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπόγνωση ὑπὸ τὴν ὑψηλή της ἔννοια καλοῦν τὸν ἄνθρωπο στὸν προορισμό του. Οἱ βαριὰ ἀσθενεῖς εἶναι ὅσοι δὲν ἀσκοῦν αὐτὴ τὴ φωνὴ τῆς ἀνησυχίας καὶ ἔχουν νεκρωθεῖ ἐφησυχάζοντας στὸν κόσμο τοῦτο μὲ τὰ γήινα ἀγαθά του. Ποιὸ ἄλλο νόημα μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ λόγια του ἱεροῦ Αὐγουστίνου: «ἀνήσυχη εἶναι ἡ ψυχή μου, μέχρις ὅταν ἐπιστρέψει εἰς Σέ, Κύριε»;
Εἶναι φυσικὸ ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀνησυχεῖ γιὰ τὸ θάνατο μία ποὺ γι᾿ αὐτὸν εἶναι μία ἄγνωστη περιοχή. Ἡ παράδοση λέει γιὰ τὸν τετραήμερο φίλο τοῦ Χριστοῦ, τὸ Λάζαρο πὼς μετὰ τὴν ἀνάστασή του δὲ γέλασε ποτέ. Γιατί ἄραγε; Ποιὲς ἄφατες ἐμπειρίες ἀπέκτησε ὁ Λάζαρος στὸ σύντομο διάστημα ποῦ πέρασε στὴν ἄλλη ζωή, ποῦ τὸν ἄλλαξαν ἐντελῶς; Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ αἰώνιο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται μόνο στὰ λόγια του Ἰησοῦ «ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή».
Ὁ φόβος γιὰ τὸ βιολογικὸ φαινόμενο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ μόνο ἀνθρώπινο ἀλλὰ καὶ γενικότερα ζωικό. Ποτὲ ὅμως τὰ ζῶα δὲν βλέπουν μὲ τόσο δέος τὸ θάνατο σὰν πνευματικὸ γεγονός. Κι αὐτὸ γιατί μόνο ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα μπορεῖ νὰ καταρριφθεῖ ἀπὸ παρόμοιο ἐνδεχόμενο κίνδυνο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πνευματικὰ καλλιεργημένοι ἄνθρωποι ἔχουν σὰν κύριο μέλημά τους τὸ Σωκρατικὸ «οὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον, ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν». Ἀναρίθμητα τὰ παραδείγματα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἄπειρες φορὲς σὰν ἔτυχε νὰ συγκρούονται μεγάλα καθήκοντα, ὁ ἄνθρωπος βρῆκε σὰν ἰδανικὴ λύση τὸ θάνατο, τὸ βιολογικὸ βεβαίως θάνατο γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψει στὸν πνευματικό. Τὸ χρέος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατὰ πολὺ μεγαλύτερο καὶ ἱερότερο ἀπέναντι στὴν πνευματική του ὑπόσταση ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο συναποτελεῖται, τὸ σῶμα. Ὁ βιολογικὸς θάνατος ἄλλωστε δὲν ἐμποδίζει τὴν ἀνέλιξη, ὡρίμανση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, ἀντίθετα ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ὁ θάνατος σταματᾶ πράγματι κάθε τους δραστηριότητα.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχοντας ν᾿ ἀντιμετωπίσει συχνὰ μία ὀδυνηρὴ μάχη μὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο γιὰ τὴν προάσπιση τῆς προσωπικότητάς του, γίνεται ἕνα πρόσωπο τραγικὸ γεμάτο ἐρωτηματικὰ ἀναπάντητα. Κι ἐπειδὴ σπάνια καταφέρνει νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ φυσικὴ νομοτέλεια, ἡ τραγωδία του γίνεται φωνὴ διαμαρτυρίας κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ἔντονης κριτικῆς ἀποδοκιμασίας γιὰ τὸ ἔργο Του. Φυσικὰ ἡ στάση του αὐτὴ εἶναι τόσο φαιδρὴ ὅπως κι ἐκείνη τοῦ Ξέρξη ὅταν ἔβαλε νὰ μαστιγώσουν τὸν Ἑλλήσποντο γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν ἀποτυχία τῆς προηγούμενης ἐκστρατείας του, γιατὶ ὅσο κι ἂν ὁ θάνατος εἶναι ἕνας τρομερὸς ἐχθρὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, περιλαμβάνεται ἐν τούτοις μέσα στὸ σχέδιο γιὰ τὴ σωτηρία του, ὅπως τὸ θέσπισε ὁ Θεός. Ὁ ρόλος τοῦ συνίσταται στὸ νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀμυνθεῖ στὸν κίνδυνο τοῦ ἐκμηδενισμοῦ του, νὰ γευτεῖ τὴ ζωὴ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει μὲ τὴ γνώση καὶ τὴν ἐλευθερία στὴν αἰωνιότητα.
Ἀπ᾿ τὴ φύση του ὁ θάνατος εἶναι συνώνυμος μὲ τὸν πόνο καὶ τὸ φόβο ποὺ συνήθως τὸν ἀκολουθοῦν. Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε ἀνασφαλὴς κι αὐτὸ τοῦ δημιουργεῖ διαρκῶς ἔνaν φόβο καὶ συνάμα ὑποψιάζεται παντοῦ κινδύνους, ἀκόμη κι ὅταν δὲν ὑπάρχουν. Ἐντείνει τὴν προσοχή του, προσπαθεῖ νὰ ἐντοπίσει κάθε ὕποπτο κίνδυνο κι αὐτὴ ἡ δράση του γεμίζει τὴ ζωή του μὲ ἀγώνα καὶ ταυτόχρονα τὸν ἐφοδιάζει μὲ μία ἀκατάσχετη διάθεση δημιουργικότητας.
Ὁ πόνος διαφορετικὰ ἐκδηλώνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ διαφορετικὰ στὰ ζῶα. Στὰ τελευταῖα ποὺ δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ προσποιηθοῦν, ὁ πόνος ἀφήνει ἔντονα τὰ ἴχνη του καὶ γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ τὰ ζῶα μᾶς εἶναι ἰδιαίτερα συμπαθῆ. Ἀντίθετα στὸν ἄνθρωπο, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ὁ πόνος εἶναι συνάρτηση δύο παραγόντων: τῆς ἄσκησης καὶ τῆς ἀγωγῆς. Ἔτσι δημιουργοῦνται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ φόβου οἱ διάφοροι ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες ποὺ ἀντιδροῦν μὲ διάφορο τρόπο καὶ ἔνταση στὸν πόνο. Αὐτοὶ εἶναι καρτερικοὶ καὶ εὔψυχοι, ἐγωκεντρικοὶ αὐτοαμυνόμενοι, καὶ «πενθοῦντες καὶ κλαίοντες» τῶν Μακαρισμῶν. Οἱ πρῶτοι ἀποδεχόμενοι τὸν πόνο γίνονται εἰδωλολάτρες τῆς δράσης καὶ τῆς δύναμης σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς τελευταίους ποὺ κάνουν τὸν πόνο ζωὴ καὶ δράση καὶ κατευθύνονται σὲ ψηλὰ δημιουργικὰ ἔργα. Ἡ ἀπάθεια ποὺ δέχονται οἱ Στωϊκοὶ ἢ ἡ Νιρβάνα ποὺ υἱοθετοῦν οἱ Βουδιστές, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Ὁ Ἰησοῦς τὴ μαρτυρικὴ νύχτα τοῦ πόνου Του καλεῖ τοὺς τρεῖς μαθητὲς Του ν᾿ ἀγρυπνήσουν μαζί Του. Καὶ ἐνῶ Ἐκεῖνος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο», οἱ μαθητὲς ἀντέδρασαν σ᾿ αὐτὸ τὸν πόνο μὲ τὴν πιὸ παθητική τους στάση, τὴν κατάσταση τοῦ ὕπνου. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Δάσκαλος τοὺς ἐπιπλήττει μὲ πικρία. Διότι κατὰ τὴν φοβερὴ ἀγωνία Του (ἡ λέξη ἀγωνία ἐπίταση τῆς λέξεως ἀγὼν) ἐκεῖνοι ἔχουν μείνει ἀμέτοχοι. Ὅποιος ὅμως δὲν συμμετέχει στὸν πόνο, ἀναγκαστικὰ δὲν συμμετέχει καὶ στὴ ζωή. «Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι» λέει ὁ Μπετόβεν, «ὄντα περιορισμένα μὲ ἀπεριόριστο πνεῦμα, γεννηθήκαμε μόνο γιὰ τὸν πόνο καὶ τὴ χαρὰ καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι οἱ σπουδαιότεροι ἄνθρωποι βρίσκουν τὴ χαρὰ μέσα στὸν πόνο». Ὁ πόνος εἶναι εὐεργέτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἀπίθανο. Σ᾿ αὐτὸ στηρίζεται ὁ Γκαῖτε ὅταν λέει: «Ὅποιος δὲν ξαγρύπνησε μὲ τὸν πόνο καὶ δὲν γεύτηκε μὲ δάκρυα τὸ ψωμί του, αὐτὸς δὲν σᾶς γνώρισε, ὦ οὐρανοί...»
Ὁ φόβος, ὅταν ἔχει σχέση μὲ τὸ βιολογικὸ θάνατο, κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ φαντάζεται φοβεροὺς δαίμονες καὶ τελώνεια ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὸν κατασπαράξουν. Τὸ συναίσθημα αὐτὸ βασανίζει περισσότερο τοὺς θρησκευτικὰ ἀδιάφορους, ποὺ στὴν προσπάθειά τους νὰ σωθοῦν ἀπ᾿ τὸ φόβο καὶ τὸ θάνατο, προσπαθοῦν νὰ περιβληθοῦν μὲ δύναμη καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν τοὺς συνανθρώπους τους. Τὴν περιοχὴ τοῦ φόβου διαδέχεται λοιπὸν τὸ βασίλειο τοῦ φθόνου ποὺ βυθίζει ἀκόμη περισσότερο τὸν ἄνθρωπο στὴ δυστυχία. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν καταφέρνουν ν᾿ ἀπαλλάξουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ φόβο. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ὑπερνικήσει εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀντανακλᾶ τὴν αἰωνιότητά Του. Ὅποιος δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτε, ἀγαπᾶ τὰ πάντα καὶ ἀντίστροφα ἐπειδὴ «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβο». (Ἰωάν. 4, 18). Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ πηγὴ κάθε καλοῦ, ὡραίου καὶ ὑψηλοῦ.
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ χριστιανὸς πιστὸς θὰ ἀναφερθεῖ στὸ θάνατο, αὐτόματα θὰ ἀναφερθεῖ καὶ στὴν ἀνάσταση. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δίδαξε τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια καὶ ἡ δική του Ἀνάσταση ποὺ ἀκολούθησε τὴν πορεία Του στὸ Γολγοθᾶ. Ἦταν ἡ ἐπαλήθευση τῶν λόγων Του. Ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ βιολογικὸς θάνατος δὲν ἐπηρεάζει τὸ πνευματικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχή, ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ συνεχίζει τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι πορεύεται νὰ συναντήσει τὸ ὅμοιό της. Κι ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ψυχὴ μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τὴν ἀπ᾿ τὸ σῶμα, πορεύεται πρὸς συνάντησή Του. Τὸ κατὰ πόσο θὰ ἐπιτύχει αὐτὴ τὴ συνάντηση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀγώνα του, τὴν καλλιέργειά του καὶ τὴν πάλη του γιὰ ἐξύψωση, τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ δὲ συμμετέχει ὁ ἄνθρωπος καθόλου εἶναι στὴν Ἀνάσταση τοῦ σώματος, τῆς φθαρτῆς οὐσίας.
Τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐλέγξει ὁ ἄνθρωπος οὔτε νὰ τὸ τροποποιήσει. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ ἐπιδιώξει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μὲ τὴ μετάνοια ἀπ᾿ τὴ δική του πλευρὰ καὶ δεχόμενος τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πορεία του.
Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας της. Κάθε ἐνέργεια ποὺ τείνει νὰ τῆς στερήσει αὐτὴν τὴν ἀθανασία, ἰσοδυναμεῖ μὲ ψυχικὴ ἀσθένεια, ποὺ ἀπομακρύνει τὴν ψυχὴ ἀπ᾿ τὸν κύριο προορισμό της ποὺ εἶναι ἡ ἀγωνιστικὴ πορεία καὶ ἡ συνάντηση μὲ Ἐκεῖνον.
Ἡ οὐσία ὅλη τῆς χριστιανικῆς πίστεως βρίσκεται στὸ δόγμα «προσδοκῶ ἀνάστασι νεκρῶν καὶ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἡ καθημερινή μας πορεία ἔχει αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια περίπου ἡ πορεία αὐτὴ ἔγινε εὔκολη, γνωστὴ κι ἀγαπημένη γιατὶ προχωροῦμε στὰ ἴχνη Ἐκείνου, πλάι Του, μὲ συγκεκριμένο σκοπὸ καὶ στόχο: Νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Πατρίδα μας, ἀπ᾿ τὴν ὁποία λείπαμε χρόνια πολλὰ ἐξόριστοι, ὅσο τὸ δυνατὸν ἀλώβητοι, ἀκέραιοι καὶ ἁγνοί...

Περὶ Μνημοσύνων α) Σῶμα καὶ ψυχή



Ἡ Ἐκκλησία μας διατηρεῖ ἀπὸ τὰ πρῶτα της χρόνια τὴν συνήθεια νὰ θυμᾶται καὶ νὰ τιμᾶ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ ζοῦμε. Βασικὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ζῶν ὀργανισμὸς πλασμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο συστατικά: ἕνα ὑλικὸ καὶ ἑπομένως, φθαρτὸ καὶ προσωρινὸ καὶ ἕνα ἄϋλο, ἑπομένως, καὶ αἰώνιο, καὶ ἄφθαρτο, καὶ πνευματικό, ποὺ τὸ ὀνομάζουμε καὶ «πνοὴ ζωῆς» δανειζόμενοι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὴν εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει ὁ θεόπνευστος Μωϋσῆς τὸν Πλάστη μας Θεό, νὰ πλάθει τὸ σῶμα ἀπὸ πηλὸ χῶμα καὶ μετὰ νὰ φυσᾶ κατὰ πρόσωπο στὸ δημιούργημά Του αὐτό, τὴν «πνοὴ τῆς ζωῆς» καὶ νὰ σημειώνει: «...καὶ ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζῶσαν...». Δηλαδὴ τὸ προσωρινὸ καὶ φθαρτὸ καὶ ὑλικὸ εἶναι τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτὸ ποὺ φέρουμε ὅλοι μας καὶ βλέπουμε καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐργαζόμαστε, διασκεδάζουμε καὶ ψηλαφοῦμε. Τὸ ἄλλο τὸ ἄϋλο ποὺ τὸ ὀνομάσαμε καὶ «πνοὴ Ζωῆς» εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄϋλη, ἡ ἀόρατη, ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, ποὺ ἐνῶ ἔχει ἀρχὴ δὲν ἔχει τέλος.

Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὡς ὑλικὸ καὶ ὑπακούοντας στοὺς νόμους τῆς φύσης, φθάνει κάποια στιγμὴ στὸ τέλος του, ἔχοντας ἐκτελέσει τὸν προορισμό του, ἄλλοτε σύντομα, ἄλλοτε ἀργότερα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείας ζωῆς του εἶναι πάντοτε συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχή. Ὅταν ὅμως φθάνει στὸ σημεῖο τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τότε λέμε πὼς ἐπέρχεται ὁ θάνατός του, ἢ πιὸ σωστὰ ἡ κοίμησή του. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὁ ὑμνογράφος τὴν χαρακτηρίζει «ὡς βίαιο χωρισμό». Καὶ τὸ σῶμα τότε ἐπιστρέφει στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται καὶ ταυτόχρονα ἡ ψυχὴ συνεχίζει τὴ νέα της ζωὴ κοντὰ στὸ Δημιουργό της.

Ὁλοκληρώνοντας τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, πρέπει νὰ σημειώσουμε πῶς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρίζεται σὲ δύο τάξεις. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅσους ἀνθρώπους ζοῦν στὸν κόσμο καὶ ὀνομάζονται ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΗ Ἐκκλησία καὶ ἡ δεύτερη περιλαμβάνει ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ συνεχίζει νὰ ζεῖ ἡ ψυχή τους κοντὰ στὸν Πλάστη της Θεό, καὶ ἀποτελοῦν τὴν ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΑ Ἐκκλησία.

Ἡ διδασκαλία αὐτὴ γίνεται φανερὴ σὲ ὅλους μας, ποὺ μπαίνοντας στοὺς Ναούς, βλέπουμε τὶς ἁγιογραφίες τῶν ἁγίων νὰ ἀρχίζουν ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὶς θέσεις μας καὶ ὅσο ἀνεβαίνει τὸ μάτι μας πρὸς τὰ πάνω καὶ μέχρι νὰ συναντήσουμε τὸν Παντοκράτορα στὸν τροῦλο, ἔχουμε δεῖ τοὺς Μάρτυρες, τοὺς Ὁσίους, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τέλος τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Κυρίου, στὸ ὑψηλότερο μέρος τοῦ Ναοῦ.

Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Πίστεώς μας γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι, οἱ συνάνθρωποί μας ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὑπηρέτησαν πιστὰ καὶ χωρὶς ταλαντεύσεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ξεχωριστὴ θέση στὸ θρησκευτικὸ βίο καὶ τοὺς τιμοῦμε γιορτάζοντας τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς τους (θανάτου) ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ Μαρτυρίου τους, δοξολογώντας τους γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος, ἢ καὶ ζητώντας τὴν βοήθειά τους στὴν ζωή μας καὶ στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε.
β) Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀναχωρεῖ...

Ἡ δύσκολη, γιὰ ὅσους ζοῦν στιγμὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, δημιουργεῖ συναισθήματα λύπης, ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ δάκρυα καὶ κοπετούς, μοιρολόγια καὶ ἀναστεναγμούς. Αὐτὸ εἶναι ἀνθρώπινο καὶ φυσιολογικό, διότι ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ ἕνα ἀγαπημένο μας πρόσωπο, ποὺ προσμέτρησε τὴν ἐπίγεια ζωή του καὶ πλέον ὁδεύει πρὸς τὴν μόνιμη κατοικία του. Ἡ διαφορὰ βρίσκεται, ὅταν ἐμεῖς ποὺ μένουμε πίσω, ξεπερνοῦμε τὸ μέτρον τῆς θλίψεως, τῆς εὐπρεπείας καὶ τῆς πίστεως στὴν αἰώνια ζωή, ποὺ καὶ μᾶς περιμένει, ὅταν τοῦτο τὸ ὁρίσει, ἢ τὸ ἐπιτρέψει ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ πίστη στὴν αἰωνιότητα τῆς ψυχῆς ἦταν πολὺ ζωντανὴ καὶ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ δικοῦ τους προσώπου τελοῦσαν θρησκευτικὲς τελετὲς πρὸς ἐξαγνισμό του.

Μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ καὶ μετὰ τὴν Ἀναστάσιμη Θεανθρώπινη παρουσία του, γιὰ ἐμᾶς ποὺ θέλουμε νὰ λεγόμαστε ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ἡ πίστη μας ἑδραιώνεται στὴν μετὰ τὸν θάνατο ζωὴ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸν τόπο ποὺ ἐναποθέτουμε τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ μας ποὺ ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας τὸν ὀνομάζουμε «ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ» καὶ ὄχι νεκροταφεῖο, καὶ λέγουμε πὼς αὐτὸς «κοιμήθηκε». Ἑπομένως δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ λέξη «πέθανε», διότι καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας ὁμολογοῦμε συνειδητά: «...προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Χαρακτηριστικὸς εἶναι καὶ ὁ ἀποχαιρετισμὸς τοῦ μοναχοῦ ποὺ κοιμήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος· ὅταν τὸν συνοδεύουν στὴν ἐπίγεια κατοικία του, εὔχονται ὁ ἕνας μοναχὸς στὸν ἄλλο: «καὶ στὰ δικά μας» καὶ πρὸς τὸν κοιμηθέντα «καλὴ ἀντάμωση».
γ) Τὰ καθήκοντά μας πρὸς τοὺς κοιμηθέντες...

Περὶ τῶν καθηκόντων μας πρὸς τοὺς κοιμηθέντας ἔχομε τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ ἀντλήσουμε μερικὰ διδάγματα. Βασικὸ καθῆκον μας εἶναι νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς κοιμηθέντες ἀδελφούς μας, εἴτε κατὰ τὰ μέτρα τὰ δικά μας ἔζησαν δίκαιο καὶ ἐνάρετο βίο, εἴτε ἁμαρτωλὸ καὶ μακρὰν τῆς Πίστεως. Στὴν περίπτωση αὐτή, οἱ προσευχές μας πρέπει νὰ εἶναι συχνότερες, θερμοτέρες καὶ ἐντονώτερες, πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος χωρὶς μετάνοια.

Οἱ προσευχὲς λοιπὸν ποὺ ἀπευθύνονται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ζῶντες πρὸς τὸν Σωτῆρα, Κύριο καὶ Θεό μας γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος προσφιλοῦς μας προσώπου, ὀνομάζονται ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ.

Ἔτσι λοιπόν, ὅταν συμμετέχουμε στὴν Ἀκολουθία τοῦ Μνημόσυνου, πρέπει νὰ προσευχόμαστε μὲ εὐλάβεια καὶ θερμὴ πίστη, ἀπευθύνοντας πρὸς τὸν Θεὸ ἱκεσία γιὰ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του, καὶ ὄχι νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀκολουθία αὐτὴ ὡς κοινωνικὴ ὑποχρέωση, προσερχόμενοι μέσα στὸ Ναὸ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, καθισμένοι μὲ ἀσέβεια καὶ κάποιες φορὲς «σταυροπόδι», συνομιλώντας, γελώντας καὶ ἐνίοτε ἀγανακτώντας γιὰ τὴν παράταση τῆς Θείας Ἀκολουθίας. Καὶ τὸ χειρότερο; Μένοντας στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἢ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἐκτὸς ὅλων τῶν παραπάνω διαπιστώσεων καὶ ἐνεργειῶν μας, καπνίζοντας καὶ ἀσχημονώντας τὴν ὥρα αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε, σὲ στάση ὄρθια καὶ μὲ περισσὴ προσοχή, νὰ προσευχόμεθα ἂς τὸ ἐπαναλάβουμε ἀκόμα μιὰ φορὰ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ συγγενοῦς μας, τοῦ οἰκείου μας, τοῦ φίλου μας, τοῦ γνωστοῦ μας ἢ τέλος πάντων, ὁποιουδήποτε ἄλλου προσώπου, γιὰ τὸ ὁποῖο τελεῖται ἡ ὁμαδικὴ αὐτή, ἱκετευτικὴ προσευχή, τὸ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ.

Κατὰ τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ Ἱερέας τελεῖ τὴν ἐπιμνημοσύνη δέηση, ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι καὶ μὲ μεγάλη προσοχὴ νὰ στέλνουμε πρὸς τὸν Δίκαιο κριτὴ Κύριο, μηνύματα προσευχῆς ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή, γιὰ τὴν οὐράνια καὶ αἰώνια.

Στὴν συνέχεια θὰ δοῦμε, τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Θεοφόροι Πατέρες γιὰ τὴν Ἀκολουθία αὐτή.

1. Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα βιβλία τῆς Πίστεώς μας, διδάσκουν πῶς πρέπει νὰ τελοῦνται τὰ μνημόσυνα, ὡς τρίτα, ἔνατα, τεσσαρακοστὰ καὶ ἐνιαύσια.

2. Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, τελοῦσε κάθε ἡμέρα τὴν Θεία Λειτουργία εἰς μνήμην τοῦ Θεοδοσίου, τοῦ Σατύρου καὶ τοῦ Οὐαλεντιανοῦ.

3. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει: «Δὲν ὁρίστηκαν τὰ μνημόσυνα στὴν τύχη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι προκύπτει πολὺ ὄφελος στὴν ψυχὴ καὶ μεγάλη ἀνάπαυση».

4. Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος σημειώνει: «Ἐπενόησε ἡ Ἐκκλησία νὰ προσφέρει εὐχὲς καὶ ἱκεσίες γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δεινὰ ἢ νὰ εὕρουν κάποια ἄνεση καὶ παρηγοριά...»

5. Ἀναφέρεται γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο, ὅτι προσευχόμενος θερμὰ καὶ καθημερινά, ἔσωσε τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανό, πλὴν ὅμως ἄκουσε φωνὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Τῆς εὐχῆς σου ἤκουσα καὶ συγγνώμην Τραϊανῷ δίδωμι».

Πολλὰ εἶναι τὰ καταγεγραμένα Πατερικὰ καὶ μὴ περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρουν ὅτι οἱ ὅσιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες μὲ τὶς συνεχεῖς καὶ ἀληθινὲς προσευχές τους καὶ δεήσεις, βοήθησαν πολλοὺς «ἀδίκους» καὶ ἰδιαιτέρως μέσῳ τῆς ἀναιμάκτου Θυσίας.

6. Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἀναφέρει ὅτι τὰ μνημόσυνα πρέπει νὰ τελοῦνται, «τὴν Τρίτην (3ην) ἡμέραν, εἰς ἀνάμνησιν τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, την Ἐνάτην (9ην) εἰς τύπον τῶν ἐννέα Ἀγγελικῶν Ταγμάτων, τὴν Τεσσαρακοστὴν (40ήν), διότι κατὰ πρῶτον λόγον, οἱ Ἰουδαῖοι μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Μωϋσέως ἐπένθησαν διὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ δεύτερον καὶ σπουδαιότερον, διὰ τὴν τεσσαρακονθήμερον νηστείαν τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὴν ἔρημον».

7. Τέλος, πολλοὶ ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι Πατέρες καὶ Γέροντες, μᾶς διδάσκουν ὅτι μεγάλη ὠφέλεια δέχεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ συνανθρώπου μας ποὺ κοιμήθηκε, ὅταν ἡ οἰκογένεια τοῦ τελεῖ πρὸς ἀνάπαυσή του τὸ λεγόμενο ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ. Δηλαδή, ἐπὶ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησή του, τελεῖται καθημερινὰ Θεῖα Λειτουργία στὴν μνήμη του.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε καὶ τὰ δύο ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ γιὰ νὰ μνημονεύονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ ἀρχῆς τοῦ κόσμου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Τὸ ΠΡΩΤΟ Ψυχοσάββατο τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Κρίσεως (Ἀπόκρεω). Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τελεῖται τὸ μνημόσυνο γιὰ ὅσους κοιμήθηκαν σὲ ξένη γῆ, εἴτε στὴ θάλασσα, εἴτε στὴν ἔρημο καὶ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν γίνει κανονικὰ μνημόσυνα καὶ ἔχουν στερηθεῖ τὴν ὠφέλειά τους. Τὸ ΔΕΥΤΕΡΟ Ψυχοσάββατο τελεῖται ἐννέα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, δηλαδὴ τὸ Σάββατο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς. Σ᾿ αὐτὸ μνημονεύονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι καὶ σήμερα. Ἀλλά, ἐπειδὴ πρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρχαν Χριστιανοί, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
δ) Ἀναγκαῖα ὑλικὰ καὶ πράξεις...

Τὰ μνημόσυνα πρέπει νὰ συνδυάζονται μὲ τὴν τέλεση τῆς ἀναίμακτου θυσίας ποὺ πραγματοποιεῖται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία.Ἔτσι τὸν σπουδαιότερο ρόλο ἔχει, ἡ συμμετοχὴ τῶν τελούντων τὸ μνημόσυνο, στὸ Μυστήριον τῶν Μυστηρίων, μεταλαμβάνοντας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Δεσπότου Ἰησοῦ, καλὰ καὶ πνευματικὰ προετοιμασμένοι μὲ μετάνοια, προσευχὴ καὶ νηστεία. Αὐτὴ ἡ πράξη εἶναι ἡ ἐξοχώτερη γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν κοιμηθέντων συγγενῶν, φίλων, συνανθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὴν δική μας. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν λειτουργὸ Ἱερέα, ἀπὸ τὴν παραμονή, τὸ ΠΡΟΣΦΟΡΟ, τὸ ΚΡΑΣΙ, τὸ ΛΑΔΙ, τὸ ΘΥΜΙΑΜΑ καὶ τὸ ΚΕΡΙ. Μέχρι τὸν 4ον αἰώνα μετὰ τὸ μνημόσυνο καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, προσφερόταν στοὺς Χριστιανοὺς ψωμί, κρασί, ἐλιὲς ἢ τυρὶ ἢ ρύζι, καὶ εὔχονταν οἱ πιστοὶ «Μακάρια ἡ μνήμη αὐτοῦ». Κατάλοιπα τῆς συνηθείας αὐτῆς εἶναι σήμερα τὰ ἀρτίδια καὶ ὁ καφές, ποὺ προσφέρονται στοὺς συμμετέχοντες στὸ μνημόσυνο. Ἀργότερα ἄρχισε ἡ προσφορὰ ἀπὸ βρασμένο σιτάρι καὶ ἄλλους καρπούς. Τοῦτο συμβολίζει τὴν κοίμηση καὶ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ καρπὸς γιὰ νὰ βλαστήσει πρέπει πρῶτα νὰ θαφτεῖ μέσα στὸ χῶμα, ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα θάπτεται καὶ περιμένει τὴν ἀνάστασή του καὶ τὴν ὁριστικὴ κρίση ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οἱ πιστοὶ δὲν δέχονται τὴν καύση τῶν κοιμηθέντων προσώπων τους, ἡ ὁποία δὲν στηρίζεται στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
ε) Ἐλεημοσύνη ἀντὶ μνημοσύνου. Στέκει;

Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ «ἀντὶ μνημόσυνου» κάνουν κάποια ΔΩΡΕΑ στὴν μνήμη τοῦ κοιμηθέντος προσώπου. Ἄλλο ὅμως τὸ μνημόσυνο καὶ ἄλλο ἡ ἐλεημοσύνη. Τίποτε καὶ καμμία ἐλεημοσύνη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν Θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία προσφέρεται «ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσφέρουμε στὴν Ἐκκλησία τὸ Πρόσφορο καὶ τὸ Νάμα, ποὺ μεταβάλλονται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι, ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρόσφορο, θὰ βγάλει ὁ Λειτουργὸς καὶ τὴ μερίδα τοῦ κοιμηθέντος, ποὺ θὰ τοποθετηθεῖ πάνω στὸ Δισκάριο, δίπλα στὶς μερίδες τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Δικαίων. Ἐκεῖ, τὴ στιγμὴ τοῦ Μυστηρίου, εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Στρατευόμενη καὶ ἡ Θριαμβεύουσα. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «Εἶναι μεγάλη τιμὴ νὰ ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ μας ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Καὶ τοῦτο διότι ἀναγγέλλεται, ὅτι ὁ Θεός μας, ἔδωσε τὸν Ἑαυτόν Του γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Οἰκουμένης ὅλης...».
στ) Ὠφελοῦν τὰ μνημόσυνα; Ποιοὺς ὠφελοῦν καὶ ποιοὺς δὲν ὠφελοῦν;

Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κοινὰ μαρτυροῦν, ὅτι ὠφελοῦν. Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μερικούς, ὁμολογοῦν τὴν ὠφέλειά τους. Ὁ Πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος τῆς Δογματικῆς ἀείμνηστος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος σημειώνει: «Ὡς δὲν δυνάμεθα νὰ καθορίσωμεν πῶς ὁ Θεός, ὁ διέπων τὸν κόσμον καθ᾿ ὁρισμένους νόμους, προσδιορίζεται ὑπὸ τινος εὐχῆς καὶ ἐπεμβαίνει τῆς πορείας τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, οὕτως ἀδύνατον νὰ κατανοήσωμεν, πῶς αἱ εὐχαὶ ὠφελοῦσι τοὺς κεκοιμημένους». Ὠφελοῦν λοιπόν, ὅταν γίνονται μὲ πίστη, εὐλάβεια, καὶ εὐσέβεια, καὶ ὅταν οἱ ἀναχωρήσαντες ἦταν δεκτικοὶ τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους.

Δὲν ὠφελοῦν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διώχνει τὴν Θεία Χάρη καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀμετανόητο. Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ γῆ τελείως ἀμετανόητος, δὲν ὑπάρχει μεγάλη ὠφέλεια. Ὅμως καὶ ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τύχει κάποιας ἀναψυχῆς, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρει, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν «μετέχουν εὐεργεσίας τινος» ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς ἀναίμακτης Θυσίας. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἂν καὶ πιὸ αὐστηρὸς τονίζει: «Ἂς τοὺς βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε, προσφέροντας σ᾿ αὐτοὺς κάποια βοήθεια, μικρὴ μέν, ἀλλὰ ἱκανὴ νὰ τοὺς βοηθήσει. Μὲ ποιὸν τρόπο;» ρωτᾶ ὁ ἴδιος, καὶ ἀπαντᾶ: «Εὐχόμενοι καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ παρακαλοῦντες καὶ τοὺς ἄλλους συμμετέχοντες, νὰ προσεύχονται γι᾿ αὐτούς. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ κατὰ πρῶτον, μὲ ἐλεημοσύνες καὶ προσευχές, ποὺ θὰ κάνουμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κοιμήθηκαν ἀμετανόητοι. Αὐτὰ ὅλα τὰ κάνουμε, γιὰ νὰ λάβουν κάποια παρηγοριά». Παρακάτω χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ μᾶς διδάξει: «Φαντάσου ἕνα Βασιλέα ποὺ ἐξόρισε τοὺς ὑπηκόους του ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον του. Στὸν Βασιλέα παρεμβαίνουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι, φίλοι τῶν ἐξόριστων, ποὺ ἀφοῦ πλέξουνε στεφάνι ἀπὸ ἐκλεκτὰ μυρωδάτα ἄνθη, τοῦ τὸ προσφέρουν «ὑπὲρ τῶν ἐν ἐξορίαις». Καὶ ὁ Ἅγιος ἐρωτᾶ: «Ὁ Βασιλέας, δὲν θὰ ὑποχωρήσει στὶς ἐπαναλαμβανόμενες καὶ ἐπίμονες παρακλήσεις, ὥστε νὰ δώσει στοὺς ἐξορίστους κάποια ἄνεση τῶν κολάσεων; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, προσφέρουμε στὸν Θεὸ δεήσεις καὶ «Χριστὸν ἐσφαγιασμένον» ὑπὲρ τῶν ἁμαρτημάτων τους, καὶ ζητοῦμε νὰ λάβουν κάποια συγγνώμη οἱ κοιμηθέντες ἐν ἁμαρτίᾳ».

Πηγή: Ἐγκόλπιον Ἑορτολόγιον τοῦ ἔτους 2011, ἔκδ. Ἱερὰ Μητρόπολις Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας, σελ. 204-217

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Για τις πέντε πληγές του Χριστού (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)


grunewaldcrucifixion
Η Σταύρωση του Χριστού (πίνακας του Matthias Grunewald)
Αγίου Νικόλαου Βελιμίροβιτς
Μου γράφεις οτι ακουσες από ηλικιωμένες γυναίκες κάποιο παραμύθι για τις πέντε πληγές του Ιησού, και ρωτάς που βρέθηκε αυτό το παραμύθι;

Διαβάστε την Καινή Διαθήκη! Μην ντροπιάζεστε μπροστά στον ουρανό και τη γη με τη άγνοια της πίστης σας! Αφήστε στην άκρη όλες τις άλλες σπουδές και αναγνώσματα μέχρι να μάθετε πρώτα αυτό που είναι το πιο σημαντικό και πιο σωτήριο. Πρώτα έρχεται η επιστήμη περί πίστεως και κατόπιν οι υπόλοιπες σπουδές…
Οι πέντε πληγές του Ιησού δεν είναι λόγια αλλά φοβερή πραγματικότητα. Γι αυτό είναι καλύτερα να τις γνωρίζουμε και από τα λόγια. Δυο πληγές στα χέρια, δυο πληγές στα πόδια και μία στα πλευρά. Όλες από μαύρο σίδερο και ακόμα περισσότερο από την κατάμαυρη ανθρώπινη αμαρτία. Τρυπημένα τα χέρια που ευλόγησαν. Τρυπημένα τα χέρια που περπάτησαν και οδήγησαν στη μόνη ορθή οδό. Τρυπημένο στο στήθος, από το οποίο ξεχυνόταν πύρινη ουράνια αγάπη στα παγωμένα ανθρώπινα στήθη.
Επέτρεψε ο Υιός του Θεού, να Του τρυπήσουν τα χέρια εξαιτίας των αμαρτιών πολλών χεριών – δάση χεριών – τα οποία φόνευσαν, έκλεψαν, έκαψαν, άρπαξαν, παγίδευσαν, βιαιοπράγησαν. Και να του τρυπήσουν τα πόδια για τις αμαρτίες πολλών ποδιών – δάση ποδιών – που περπάτησαν στο κακό, σύλησαν την αθωότητα, καταπάτησαν το δίκαιο, μόλυναν τα ιερά και πάτησαν την καλοσύνη. Και του τρύπησαν το στήθος εξαιτίας πολλών πετρωμένων καρδιών – νταμάρια καρδιών – στις οποίες γεννήθηκε κάθε μοχθηρία και κάθε ασέβεια και οι ιερόσυλοι λογισμοί και οι κτηνώδεις επιθυμίες και στις οποίες μέσα από όλους τους αιώνες σφυρηλατήθηκαν κολασμένα σχέδια αδελφού εναντίον αδελφού, γείτονα εναντίον γείτονα, ανθρώπου εναντίον του Θεού.
Τα χέρια του Ιησού τρυπήθηκαν για να θεραπευθούν του καθενός τα χέρια από τα αμαρτωλά έργα. Τα πόδια του Ιησού τρυπήθηκαν για να επιστρέψουν καθενός τα πόδια από τους αμαρτωλούς δρόμους. Το στήθος του Ιησού τρυπήθηκε για να πλυθεί κάθε καρδιά από τις αμαρτωλές επιθυμίες και σκέψεις.
Όταν ο απαίσιος Κρόμβελ, δικτάτορας της Αγγλίας, άρχισε να αρπάζει την περιουσία των μονών και έκλεινε τα μοναστήρια, έγινε σε ολόκληρη την αγγλική χώρα μία θορυβώδης λιτανεία από μερικές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές σε ένδειξη της λαϊκής αποδοκιμασίας. Μπροστά πήγαιναν σημαιοφόροι με την επιγραφή στις σημαίες : «Οι πέντε πληγές του Ιησού» και έψελναν ύμνους εκκλησιαστικούς και τελούσαν λειτουργίες πρός τον Θεό στούς αγρούς. Φοβήθηκε ο απαίσιος δικτάτορας πολύ και περισσότερο φοβήθηκε εκείνες τις σημαίες παρά ότιδήποτε άλλο και μείωσε τη βιαιοπραγία του.
Οι πέντε πληγές του Ιησού ας σου μάθουν, να φροντίζεις τις πέντε αισθήσεις σου για τον ζώντα Θεό.
Οι πέντε πληγές του Ιησού είναι πέντε πηγές πεντακάθαρου αίματος, με το οποίο πλύθηκε το ανθρώπινο γένος και αγιάσθηκε η γη. Απ’ αυτές τις πέντε πληγές χύθηκε όλο το αίμα του Δίκαιου, όλο μέχρι την τελευταία σταγόνα. Ο Θαυματουργός Κύριος, που ήξερε να πολλαπλασιάσει τους άρτους και με πέντε άρτους να χορτάσει πέντε χιλιάδες πεινασμένους, πολλαπλασιάζει εκείνο το πεντακάθαρο αίμα Του και μ’ αυτό τρέφει και ενώνει σε χιλιάδες ναούς πολλά εκατομμύρια πιστών. Αυτό είναι η Θεία Κοινωνία.
Τη Μ. Παρασκευή πλησίασε ψυχικά μαζί με την Παναγία Θεομήτορα κάτω από το Σταυρό για να σε πλύνει εκείνο το ζωοποιό αίμα από τις πέντε πληγέ του Ιησού. Για να μπορείς με την καθαρισμένη και αναζωογονημένη ψυχή να φωνάξεις την Κυριακή μαζί με τις Μυροφόρες: Χριστός Ανέστη!
( Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Εκδ. Εν πλω, σ.76-78).

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου



        1. «Θα σταματήσω εις τον φυλάκιόν μου», λέγει ο θαυμάσιος Αββακούμ (Αββακ. 2, 1). Και εγώ θα σταματήσω μαζί του σήμερα επάνω εις την εξουσίαν και την διορατικήν ικανότητα την οποίαν μου έχει δώσει το Πνεύμα, και θα κατοπτεύσω και θα αναγνωρίσω ό,τι θα μου φανερωθή και ό,τι θα λεχθή προς εμέ. Και εσταμάτησα και κατόπτευσα. Και να άνδρας ο οποίος κάθεται επάνω εις τα νέφη και ο οποίος είναι πανύψηλος. Η όψις του είναι ομοία προς την όψιν αγγέλου και η στολή του ωσάν λάμψις αστραπής η οποία σχίζει τον ουρανόν (πρβλ. Ναούμ 2, 5). Και εσήκωσε την χείρα του προς την ανατολήν και εφώναξε με δυνατήν φωνήν (η φωνή του ήταν ωσάν φωνή σάλπιγγος και γύρω του υπήρχε πλήθος από μίαν ουρανίαν στρατιάν) και είπε: «Σήμερα ήλθεν η σωτηρία εις τον κόσμον, τον ορατόν και τον αόρατον. Ο Χριστός ανεστήθη από τους νεκρούς, αναστηθήτε μαζί του. Ο Χριστός επανήλθεν εις την θέσιν του, επανέλθετε και σεις. Ο Χριστός ηλευθερώθη από τα δεσμά του τάφου, ελευθερωθήτε και σεις από τα δεσμά της αμαρτίας. Αι πύλαι του άδου ανοίγονται, ο θάνατος καταλύεται, ο παλαιός Αδάμ απομακρύνεται και ο νέος συμπληρώνεται. Εάν υπάρχη κάποια νέα δημιουργία εις τον Χριστόν, ανανεωθήτε και σεις». Αυτά έλεγεν αυτός και οι άλλοι ανυμνούσαν, όπως είχε γίνει και προηγουμένως, όταν εφανερώθη εις ημάς ο Χριστός με την επίγειον γέννησίν του, με το «δόξα εις τον Θεόν, ο οποίος βρίσκεται εις τους ουρανούς, και ειρήνη επάνω εις την γην, συμφώνως προς την υπόσχεσίν Του προς τους ανθρώπους» (Λουκ. 1, 14). Μαζί με αυτούς λέγω και εγώ τα ίδια προς σάς. Μακάρι δε να αποκτούσα και φωνήν ισάξιαν προς την φωνήν των αγγέλων, η οποία να αντηχούσε απ άκρου εις άκρον της γης.
2. Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλιν θα είπω Πάσχα προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Αυτή είναι δι ημάς η εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων, η οποία τόσον πολύ ξεπερνά όχι μόνον τας ανθρωπίνας και τας προερχομένας από την γην, αλλά ακόμη και εκείνας του ιδίου του Χριστού και όσας τελούνται προς τιμήν Του, όσον ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρας. Είναι μεν καλή και η χθεσινή μας λαμπροφορία και η φωταψία, την οποίαν εκάμαμεν και ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί από κοινού, και κατά την οποίαν κάθε άνθρωπος και σχεδόν κάθε τι το οποίον έχει αξίαν κατεφωτίσαμεν με πλήθος πυρσών την νύκτα, πράγμα το οποίον αποτελεί σύμβολον του μεγάλου φωτός, όπως και ο ουρανός φωτίζει από επάνω, καταυγάζων όλον τον κόσμον με την ωραιότητά του, όπως αι υπερουράνιοι φύσεις και οι άγγελοι, η πρώτη φωτεινή φύσις μετά την πρώτην, επειδή από εκείνην προέρχεται, και όπως η Τριάς από την οποίαν έχει δημιουργηθή όλον το φως, αλλά είναι ακόμη ωραιοτέρα και πιο επίσημος η σημερινή. Καθόσον χθές μεν το φως ήτο προάγγελος του μεγάλου Φωτός, το οποίον ανασταίνεται, και κατά κάποιον τρόπον μία προεόρτιος χαρά, σήμερα δε εορτάζομεν την ιδίαν την Ανάστασιν, η οποία δεν αποτελεί πλέον αντικείμενον ελπίδος, αλλά έχει ήδη γίνει πραγματικότης και έχει συγκεντρώσει γύρω της όλον τον κόσμον. Ο καθένας μεν λοιπόν με τον τρόπον του ας προσφέρη τον καρπόν του και τον χρόνον αυτόν και ας προσφέρη δώρον εορταστικόν από τα πνευματικά τα οποία αγαπά ο Θεός, μικρόν η μεγαλύτερον αναλόγως προς τας δυνάμεις του. Διότι το να προσφέρη κανείς δώρον αντάξιον προς την εορτήν θα ημπορούσαν ίσως μόλις και μετά βίας να το επιτύχουν οι άγγελοι, οι πρώτοι πνευματικοί και καθαροί και θεαταί και μάρτυρες της ουρανίου δόξης, έστω και αν είναι προσιτόν εις αυτούς κάθε είδος εξύμνησις. Ημείς δε θα προσφέρωμεν τον λόγον, το πιο ωραίον και πολύτιμον από τα μέσα τα οποία διαθέτομεν, υμνούντες και κατ άλλον τρόπον τον Λόγον δια τας ευεργεσίας Του προς τους ανθρώπους. Θα αρχίσω δε από το σημείον αυτό. Διότι δεν ανέχομαι, ενώ προσφέρω ως θυσίαν τους λόγους μου περί του μεγάλου Θύματος και της πιο μεγάλης από τας ημέρας, να μην ανατρέξω εις τον Θεόν και να κάμω από εκεί την αρχήν. Καθαρίσατε προς χάριν μου και τον νουν και την ακοήν και την διάνοιαν, όσοι εντρυφάτε εις αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται εις τον Θεόν και είναι θείος), δια να αναχωρήσετε αφού θα έχετε εντρυφήσει πραγματικά εις εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά και συνάμα πολύ σύντομος, εις τρόπον ώστε, ούτε να σάς λυπήση με τας ελλείψεις του, ούτε και να γίνη ανιαρός εξ αιτίας του κορεσμού, τον οποίον τυχόν θα σάς έφερε.
3. Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε, και υπάρχει, και θα υπάρχη, η, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το "υπήρχε" και "θα υπάρχη", είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως ‘'ο υπάρχων'' εκφράζει το αιώνιον, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται εις τον Μωϋσή επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 14). Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλην την ''ύπαρξιν'', η οποία ούτε άρχισε ποτέ ούτε και θα λήξη ποτέ, ωσάν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοιαν και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος ημπορεί να σκιαγραφηθή κάπως μόνον με τον νουν. Και από αυτόν πάλιν μόνον πολύ αμυδρά και περιωρισμένα, όχι από την ουσίαν του αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, δια να σχηματισθή από την συγκέντρωσιν των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αληθείας η οποία χάνεται προτού προλάβωμεν να την κρατήσωμεν, και εξαφανίζεται προτού ημπορέσωμεν να την συλλάβωμεν με τον νουν. Η εικόνα δε αυτή λάμπει εις τον νουν μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή η οποία διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μία μεριά μεν δια να προσελκύη με εκείνο το οποίον ημπορεί να γίνη κατανοητόν (διότι το τελείως ακατανόητον απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεσιν προσεγγίσεως), από την άλλην δε δια να προκαλή τον θαυμασμόν με το ακατανόητον.με τον θαυμασμόν να δημιουργή περισσότερον πόθον, με τον πόθον να καθαρίζη και με την κάθαρσιν να κάνη τον νουν μας θεόμορφον. Αφού γίνωμεν δε τέτοιοι, τολμώ να το είπω, να συναναστρεφώμεθα με το Θείον ωσάν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπη να Τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσον πολύ, όσον γνωρίζει κι όλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρον το θείον και δυσκολονόητον. Το μόνον δε το οποίον είναι κατανοητόν απ αυτό είναι το ότι είναι άπειρον, έστω και αν θα νομίζη κάποιος ότι είναι απλής φύσεως η καθ ολοκληρίαν ακατανόητον, η τελείως κατανοητόν. Διότι πως θα επιθυμήσωμεν κάποιον ο οποίος είναι απλός από την φύσιν του; Η απλότης λοιπόν δεν αποτελεί την φύσιν του, όπως και εις τα σύνθετα την φύσιν των δεν αποτελεί μόνον το ότι είναι σύνθετα.
4. Επειδή δε το άπειρον εξετάζεται από δύο πλευράς, από την αρχήν δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ αυτά είναι άπειρον), όταν μεν στραφή ο νους προς το ουράνιον βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθή δια να στηρίξη τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται τον Θεόν, ονομάζει το άπειρον και το αδιέξοδον το οποίον προκύπτει από αυτά άναρχον. Όταν δε στραφή προς τα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατον και άφθαρτον. Όταν δε εξετάση τα πάντα, το ονομάζει αιώνιον. Διότι αιών δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετράται). Αλλά ό,τι είναι δι ημάς ο χρόνος, ο οποίος μετράται με την περιφοράν του ηλίου, αυτό είναι δια τα αιώνια ο αιών, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, ωσάν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Εις αυτά λοιπόν ας αρκεσθή η τωρινή μου φιλοσοφική ενασχόλησις με τον Θεόν. Διότι δεν υπάρχει χρόνος δι αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχομεν να εξετάσωμεν είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε είπω Θεόν, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και η θεότης ούτε διαχέεται πέρα απ αυτά, δια να μην παραδεχθώμεν πολλούς θεούς, ούτε περιορίζωνται εις ένα απ αυτά, δια να μην κατηγορηθώμεν ότι δεχόμεθα πτωχήν θεότητα, και να μην μας είπουν είτε ιουδαίζοντας εξ αιτίας της μονοθείας, είτε ελληνίζοντας εξ αιτίας της πολυθείας. Διότι και εις τα δύο υπάρχει το ίδιον κακόν, έστω και αν ευρίσκεται μέσα εις αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε εις τα ίδια τα Σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον Τρισάγιον ύμνον (βλ. Ησ. 6, 2 ε.), συγκεντρώνονται εις μίαν αρχήν και μίαν Θεότητα, πράγμα το οποίον έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστον και υψηλόν και κάποιος άλλος από τους πριν από ημάς.
5. Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα, το να κινήται μόνον με την σκέψιν της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθή το αγαθόν και να εξαπλωθή, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίας δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον, το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσωμεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ, κατά κάποιον τρόπον, άϋλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλην φύσιν, η οποία να ταιριάζη όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να είπω ότι δεν ημπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν ημπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ Αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του (βλ. Ησ. 14, 12) και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξ αιτίας της υπερηφάνειάς του, και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάλησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.
6. Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη υπ Αυτού ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να ημπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρών με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήσαν καλά (Γεν. κεφ. 1) δι Αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν ( αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξυ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται απ΄ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν ένα αρμονικόν σύνολον), δια να αποδείξη ότι ημπορεί να φέρη εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν ομοίαν προς Αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από Αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά απ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα.
7. Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθησις, τα οποία διεχωρίσθησαν κατ αυτόν τον τρόπον το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα εις την φύσιν των και έφεραν εντός των το μεγαλείον του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιασταί και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμα κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δείγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξη, και να παρουσιάση ένα ον από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον. Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοήν του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν άλλον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μεγάλον μέσα εις την μικρότητά του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικρόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον Ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος.τον ίδιον πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα προς χάριν του, και σάρκα δια να ημπορή να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζη και να δοξάζη τον Ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρη, να ενθυμήται και να διαπαιδαγωγήται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθή προς το μεγαλείον. Ον το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς Αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μετρία λάμψις της αληθείας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι ανταξία προς Εκείνον ο Οποίος μας συνέθεσε, και ο Οποίος θα μας διαλύση και θα μας συνθέση πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.
8. Και τον ετοποθέτησεν εις τον Παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο Παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκη το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξη όχι ολιγώτερον από όσον εις Εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκαμε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίαν ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίδει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήτο η εντολή από ποία φυτά ημπορούσε να φάγη και ποία δεν θα έπρεπε να αγγίξη. Εις αυτά δε ανήκε το δένδρον της γνώσεως, το οποίον ούτε εφυτεύθη από την αρχήν με κακόν σκοπόν, ούτε απηγορεύθη από φθόνον (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί αι γλώσσαι των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν!), αλλ ήτο μεν καλόν εάν το εδοκίμαζε κανείς εις τον κατάλληλον καιρόν (διότι το δένδρον, κατά την άποψίν μου, ήτο η θέα του Θεού, την οποίαν ημπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθή με την άσκησιν), αλλά δεν ήτο καλόν δια τους αδοκιμάστους ακόμη και τους πιο λαιμάργους ως προς την επιθυμίαν, όπως η σκληρά τροφή δεν είναι ωφέλιμος δι εκείνους οι οποίοι είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκην από γάλα. Αφού δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναικός, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρεκίνησε και αυτόν σαν η πιο κατάλληλη δι αυτό (αλλοίμονον εις την αδυναμίαν μου! διότι η αδυναμία του προπάτορος είναι και ιδική μου), ελησμόνησε μεν την εντολήν, η οποία του είχε δοθή. Ενικήθη από την προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν και έτσι εξεδιώχθη αυτομάτως από το δένδρον της ζωής, από τον Παράδεισον και από τον Θεόν εξ αιτίας της κακίας του, και ενεδύθη με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρειά σάρκα, την φθαρτήν και αντίθετον). Και ωσάν πρώτον αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνην του και κρύπτεται από τον Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι απ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία δια να μην γίνη αθάνατον το κακόν, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
9. Αφού δε ετιμωρήθη προηγουμένως δια τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία εφύτρωσεν η ρίζα της κακίας) από διαφόρους αιτίας και κατά διαφόρους χρόνους, με τον λόγον, τον νόμον, τους προφήτας, τας ευεργεσίας, τας απειλάς, τας τιμωρίας, τας πλημμύρας, τας πυρκαϊάς, τους πολέμους, τας νίκας, τας ήττας, τα σημεία από τον ουρανόν , τα σημεία από τον αέρα, την γην και την θάλασσαν, με τας ανελπίστους μεταβολάς ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν εις το να εξαφανισθή η κακία, έχει ανάγκην τελικά από κάποιο ισχυρότερον φάρμακον δια τας φοβερωτέρας ασθενείας, τας αδελφοκτονίας δηλαδή, τας μοιχείας, τας επιορκίας, τας ανωμάλους επιθυμίας και το χειρότερον και μεγαλύτερον από όλα τα κακά, την ειδωλολατρείαν και την μετατόπισιν της προσκυνήσεως από τον δημιουργόν εις τα δημιουργήματα. Επειδή δε είχεν ανάγκην από μεγαλυτέραν βοήθειαν, του δίδεται και τέτοια: Ήτο δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθή, ο ασώματος, η Αρχή η προερχομένη από την Αρχήν, το Φως το προερχόμενον εκ του Φωτός, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφον του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτος σφραγίς, η απαράλλακτος εικών, ο όρος και ο Λόγος του Πατρός. Αυτός εισέρχεται εις την ιδίαν την εικόνα Του, ενδύεται με σάρκα προς χάριν της σαρκός και με ψυχήν πνευματικήν προς χάριν της ψυχής μου, καθαρίζων έτσι το όμοιον με το όμοιόν Του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτίαν, τέλειος άνθρωπος (Εβρ. 4, 15). Γεννηθείς μεν από την Παρθένον, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθή προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθή η γέννησις, αλλά και να προτιμηθή η παρθενία), παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψιν της ανθρωπίνης φύσεως. Γενόμενος εν από τα δύο αντίθετα, από την σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκαμε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω πόσον αξιοθαύμαστος είναι η νέα ένωσις! Ω πόσον παράδοξος είναι η σύνθεσις! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται δια μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει εις την Θεότητα και δια μέσου της υλικής φύσεως της σαρκός. Εκείνος ο οποίος δίδει τον πλούτον, γίνεται πτωχός.διότι γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει την σάρκα μου δια να γίνω εγώ πλούσιος με την θεότητά Του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει.διότι αδειάζει από την δόξαν Του δι ολίγον καιρόν, δια να γευθώ εγώ την πληρότητά Του. Ποίος είναι ο πλούτος της αγαθότητος; Ποίον είναι το μυστήριον το οποίον με περιβάλλει; Έλαβα την θείαν εικόνα και δεν την εφύλαξα. Παίρνει την σάρκα μου, και δια να διατηρήση την εικόνα, αλλά και δια να κάμη αθάνατον την σάρκα. Έρχεται εις δευτέραν συνάφειαν πολύ πιο παράδοξον από την πρώτην, καθόσον, τότε μεν έδωσε το καλύτερον, τώρα δε παίρνει το χειρότερον. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστόν εις τον Θεόν, αυτό είναι, δι όσους διαθέτουν κρίσιν, ακόμη πιο υψηλόν.
10. «Αλλά τι μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα ημπορούσε να είπη κάποιος από τους πολύ φιλεόρτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε το πουλάρι, δια να φθάσωμεν εις το τέρμα». «Μίλησέ μας δια την εορτήν και δι εκείνα δια τα οποία έχομεν συγκεντρωθή σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάμω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλότερα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρεν η ρύμη του λόγου. Δεν θα ήτο δε ίσως άσχημον δια τους φιλομαθείς και φιλοκάλους να εξετάσωμεν δι ολίγων τα σχετικά με την ιδίαν την ονομασίαν του Πάσχα. Κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε άσχημον εμπειρίαν δια την ακοήν μας. Το Πάσχα αυτό, το μέγα και αξιοσέβαστον, αποκαλείται από τους Εβραίους Φάσκα σύμφωνα με την γλώσσαν των. Η ονομασία δε αυτή σημαίνει το πέρασμα, ιστορικώς με την φυγήν από την Αίγυπτον και την μετανάστευσιν εις την γην Χαναάν, πνευματικώς δε την ανάβασιν και την πρόοδον εκ των κάτω προς τα άνω και προς την γην της επαγγελίας. Εκείνο δε το οποίον έχομεν ίδει να συμβαίνη εις πολλά σημεία της Γραφής, το να μεταπλάθωνται δηλαδή ωρισμένα ονόματα από μίαν κάπως ασαφή έννοιαν εις κάποιαν σαφεστέραν, η από μίαν κάπως τραχείαν εις κάποιαν πιο ευπρεπή, το βλέπομεν να συμβαίνη και εδώ. Διότι, επειδή ωρισμένοι ενόμισαν ότι το «φάσκα» αποτελούσε την ονομασίαν του σωτηρίου πάθους, αφού εξελλήνισαν εν συνεχεία την ονομασίαν, συμφώνως προς την μεταβολήν του φί εις πί και του κάππα εις χί, απεκάλεσαν την ημέραν Πάσχα. Αφού δε παρέλαβεν η συνήθεια την ονομασίαν, την ισχυροποίησεν ακόμη περισσότερον, επειδή η ακοή των πολλών αποδέχεται με περισσοτέραν ευχαρίστησιν την ονομασίαν αυτήν ως πιο ευσεβή.
11. Ο θείος μεν λοιπόν Απόστολος απεφάνθη πριν από ημάς ότι ολόκληρος ο νόμος είναι σκιά των μελλόντων (Κολ. 2, 17) και εκείνων τα οποία γίνονται αντιληπτά από την ψυχήν και την διάνοιαν. Επίσης και ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος πριν από τον Απόστολον είχεν εμφανισθή εις τον Μωϋσή όταν έδιδε τον νόμον γύρω απ αυτά τα πράγματα. Διότι λέγει: «Φρόντισε να κάνης τα πάντα συμφώνως προς τον τύπον ο οποίος σου υπεδείχθη εις το όρος», εμφανίζων έτσι εκείνα τα οποία έβλεπεν ο Μωϋσής ωσάν σκιαγράφησιν, τρόπον τινά, και προτύπωσιν εκείνων τα οποία δεν εφαίνοντο. Και πιστεύω ότι τίποτε δεν έχει διαταχθή εις την τύχην, ούτε χωρίς λογικήν αιτίαν , ούτε κατά τρόπον ταπεινόν, ούτε κατά τρόπον ανάξιον προς την νομοθεσίαν του Θεού και την υπηρεσίαν του Μωϋσέως, έστω και αν είναι δύσκολον να ευρεθή το πνευματικόν στοιχείον το οποίον αντιστοιχεί εις κάθε μίαν από τας σκιάς όταν τας εξετάσωμεν λεπτομερώς, δηλαδή τα όσα έχουν νομοθετηθή σχετικά με την ιδίαν την σκηνήν, τας διαστάσεις της, τα υλικά κατασκευής της, τους Λευίτας και λειτουργούς, οι οποίοι τα βαστάζουν, και τα σχετικά με τας θυσίας, με τους καθαρισμούς και με τας προσφοράς. Γίνονται δε αυτά κατανοητά μόνον από εκείνους οι οποίοι ομοιάζουν ως προς την αρετήν εις τον Μωϋσή, η από εκείνους που έχουν παραπλησίαν προς αυτόν μόρφωσιν. Επειδή και εις το ίδιο το όρος ο Θεός εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, αφ ενός μεν καταβαίνων ο ίδιος από την υψηλήν του θέσιν, αφ ετέρου δε ανυψώνων ημάς από την γηίνην ταπείνωσιν, δια να εισέλθη κάπως και όσον είναι ασφαλές Εκείνος ο οποίος δεν ημπορεί να περιορισθή εις την θνητήν ανθρωπίνην φύσιν. Διότι δεν θα ήτο δυνατόν κατ άλλον τρόπον να κατανοήση τον Θεόν το υλικόν σώμα και ο δέσμιος εις την ύλην νους, εάν δεν βοηθηθή. Τότε λοιπόν δεν φαίνεται ότι όλοι έχουν αξιωθή να ευρίσκωνται εις την ιδίαν τάξιν και στάσιν, αλλά άλλος μεν είναι άξιος δια την μίαν άλλος δε δια την άλλην, αναλόγως, όπως νομίζω, προς την καθαρότητά του ο καθένας. Άλλοι δε, όσοι είναι όμοιοι με τα θηρία ως προς την συμπεριφοράν και ανάξιοι δια τα θεία μυστήρια, έχουν απομακρυνθή ολότελα και το μόνον το οποίον τους επιτρέπεται είναι να ακούουν την φωνήν του Θεού.
12. Ημείς όμως, ακολουθούντες την μέσην οδόν μεταξύ εκείνων οι οποίοι έχουν ολότελα υλικήν διάνοιαν και εκείνων οι οποίοι είναι πολύ θεωρητικοί και προηγμένοι εις τα πνευματικά, δια να μην μένωμεν ούτε εντελώς άπρακτοι και ακίνητοι, δια να μην γίνωμεν ανάξιοι και ξένοι δι εκείνα τα οποία μας προσφέρονται (διότι το μεν πρώτον είναι κατά κάποιον τρόπον Ιουδαϊκόν και ανάξιον, το δε άλλο ίδιον εκείνων οι οποίοι μαντεύουν από τα όνειρα, και τα δύο δε εξ ίσου κατακριτέα), έτσι ας ομιλήσωμεν δια τα πράγματα αυτά, κατά τρόπον δηλαδή προσιτόν προς ημάς και όχι πολύ παράδοξον και καταγέλαστον εις τους πολλούς. Διότι νομίζομεν ότι, επειδή επέσαμεν απ αρχής εξ αιτίας της αμαρτίας και παρεσύρθημεν από την ηδονήν και εφθάσαμεν μέχρι του να γίνωμεν ειδωλολάτραι και να κάνωμεν αισχράς θυσίας, έπρεπε να συνέλθωμεν πάλιν και να επιστρέψωμεν εις την πρώτην κατάστασιν δια της ευσπλαγχνίας του Θεού και Πατρός ημών, ο οποίος δεν ανείχετο να ζημιωθή τόσον το έργον της χειρός Του, ο άνθρωπος. Πως λοιπόν πρέπει να αναπλασθώμεν και τι να γίνωμεν; Πρέπει μεν να αποδοκιμασθή η αυστηρά θεραπεία, επειδή δεν ημπορεί ούτε να πείση ούτε να κτυπήση το κακόν, το οποίον έχει γίνει δευτέρα φύσις από την συνήθειαν, να χρησιμοποιηθή δε η επιεικής και φιλάνθρωπος μέθοδος της θεραπείας, δια να επιτευχθή η διόρθωσις. Διότι ούτε βλαστός ο οποίος έχει κυρτώσει δεν ημπορεί να αντέξη την απότομον ευθυγράμμισιν και την βίαν της χειρός η οποία προσπαθεί να τον ευθυγραμμίση (ευκολώτερα μεν λοιπόν θα ημπορούσε να σπάση παρά να διορθωθή), ούτε και ευέξαπτον και ηλικιωμένον άλογον, θα ημπορούσε να ανεχθή την εξουσίαν του χαλινού, χωρίς κάποιο καλόπιασμα και χαϊδευτικόν κάλεσμα. Δια τούτο μας έχει δοθή ως βοηθός ο νόμος, σαν ένα περιτείχισμα μεταξύ του Θεού και των ειδώλων, αφ ενός μεν δια να μας επαναφέρη εις τον Θεόν. Και συγχωρεί ωρισμένα πράγματα εις την αρχήν, δια να επιτύχη το πιο σπουδαίον. Συγχωρεί κατ αρχήν τας θυσίας, δια να εγκαταστήση μέσα μας τον Θεόν. Έπειτα όμως, όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, θα καταργήση και τας θυσίας, θα μας αλλάξη κατά τρόπον σοφόν με τμηματικάς μεταβολάς και θα μας οδηγήση εις το Ευαγγέλιον, αφού θα είμεθα ήδη προετοιμασμένοι να το ακολουθήσωμεν πειθήνια.
13. Έτσι μεν λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν μας εδόθη ο γραπτός νόμος, ο οποίος μας οδηγεί εις τον Χριστόν, και αυτός είναι ο λόγος των θυσιών, όπως πιστεύω εγώ. Δια να μην αγνοής δε το βάθος της σοφίας και τον πλούτον των ανεξιχνίαστων κριμάτων του Θεού, δεν άφησεν ούτε αυτάς τας θυσίας τελείως ανιέρους και ατελεσφόρους ούτε να έχουν μόνον την σημασίαν του απλού αίματος, αλλά εις τας νομικάς θυσίας έχει αναμιχθη το αθυσίαστον, όσον αφορά εις την πρώτην φύσιν του, σφάγιον , δια να το είπω έτσι, το οποίον δεν καθαρίζει μόνον μικρόν μέρος της οικουμένης ούτε δι ολίγον μόνον χρόνον, αλλά καθαρίζει ολόκληρον τον κόσμον και μάλιστα εις τους αιώνας. Δια τον λόγον αυτόν λαμβάνεται ως σφάγιον αφ ενός μεν πρόβατον (Εξ. 12, 3 ε.), λόγω της αθωότητός του και του ότι αποτελούσε το ένδυμα της αρχαίας γυμνότητος (διότι τέτοιο ήτο το σφάγιον το οποίον εθυσιάσθη προς χάριν μας, το οποίον και είναι και ονομάζεται ένδυμα αφθαρσίας), αφ ετέρου δε αρτιμελές, όχι μόνον λόγω της Θεότητος, από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε τελειότερον, αλλά και λόγω της ανθρωπότητος, η οποία προσελήφθη και εχρίσθη από την Θεότητα και η οποία έγινεν ομοία με εκείνο το οποίον την είχε χρίσει, και τολμώ να το είπω, ομοία με τον Θεόν. Λαμβάνεται δε πρόβατον άρρεν επειδή προσφέρεται υπέρ του Αδάμ, η καλύτερα, επειδή το πιο σταθερόν προσφέρεται υπέρ του σταθερού, εκείνου ο οποίος υπέκυψε πρώτος εις την αμαρτίαν, η τέλος, επειδή δεν φέρει επάνω του κανένα θηλυκόν και αδύνατον χαρακτηριστικόν και επειδή απεσπάσθη βιαίως από τους παρθενικούς και μητρικούς δεσμούς και εγεννήθη άρρεν από την προφήτιδα, όπως υπόσχεται ο Ησαίας (Ησ. 8, 3). Ενός έτους δε ωσάν ήλιον δικαιοσύνης η προερχόμενον απ αυτόν η περιοριζόμενον από εκείνο το οποίον φαίνεται και επανερχόμενον εις τον εαυτόν του, το οποίον ευλογείται ως στέφανος αγαθότητος (Ψαλμ. 64, 12) και είναι από όλας τας πλευράς ίσον και όμοιον προς τον εαυτόν του, όχι μόνον δε δια τον λόγον αυτόν, αλλά και επειδή δίδει ζωήν εις τον κύκλον των αρετών, αι οποίαι αναμιγνύονται και αλληλοσυμπληρώνονται συμφώνως προς τον νόμον της φιλίας και της αρμονίας. Καθαρόν δε και γνήσιον, επειδή θεραπεύει από τας κατηγορίας και από τα ελαττώματα και τους μολυσμούς της κακίας. Διότι αν και εσήκωσε τας αμαρτίας μας και εβάστασε τας ασθενείας μας (Ησ. 53, 4), ο Ίδιος δεν έπαθε τίποτε από εκείνα τα οποία έχουν ανάγκην θεραπείας. Διότι εδοκιμάσθη καθ όλα όπως και ημείς, αλλά παρέμεινεν αναμάρτητος (Εβρ. 4, 15), επειδή εκείνος ο οποίος κατεδίωξε το φως το οποίον φωτίζει εις το σκότος (Ιω. 1, 5), δεν κατώρθωσε να τον νικήση.
14. Τι ακόμη; Εισάγεται μεν ο πρώτος μήνας, η, καλύτερα, η αρχή των μηνών (Εξ. 12, 2), είτε επειδή ήταν τέτοιος από την αρχήν δια τους Ιουδαίους είτε επειδή έγινε κατόπιν δια τον λόγον αυτόν και έλαβεν από το μυστήριον το να είναι πρώτος. Ακόμη δε η δεκάτη του μηνός, επειδή το δέκα είναι ο πιο πλήρης απ όλους τους αριθμούς, η πρώτη τελεία μονάς η οποία αποτελείται από μονάδας και η οποία δημιουργεί τελειότητα. Διατηρείται δε εις την πέμπτην ημέραν, ίσως επειδή το θύμα δια το οποίον ομιλώ καθαρίζει τας αισθήσεις από τας οποίας προήλθε το παράπτωμα και γύρω από τας οποίας διεξάγεται ο πόλεμος, επειδή αυταί δέχονται το κεντρί της αμαρτίας. Εκλέγεται δε όχι μόνον από τα αρνία (Εξ. 12, 5) αλλά και από το χειρότερον είδος και από την αριστεράν χείρα των εριφίων (Ματθ. 25, 33), επειδή δεν θυσιάζεται μόνον δια τους δικαίους αλλά και δια τους αμαρτωλούς. Μάλιστα δε προ παντός δι αυτούς, καθόσον ημείς έχομεν ανάγκην μεγαλυτέρας φιλανθρωπίας. Δεν είναι δε παράδοξον εάν το πρόβατον αναζητήται μεν κατ αρχήν εις κάθε οικίαν και εάν δεν ευρεθή τότε ανευρίσκεται κατόπιν εράνου, λόγω της πτωχείας η οποία επικρατεί, από τους οίκους των μεγάλων οικογενειών, επειδή το καλύτερον μεν είναι να έχη την ικανότητα ο καθένας να τελειωθή προσωπικά και να προσφέρη ζωντανήν και αγίαν θυσίαν εις τον Θεόν ο οποίος τον καλεί, καθαγιαζόμενος πάντοτε και με κάθε μέσον. Αν δε αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε ας χρησιμοποιήσωμεν και συνεργούς εις αυτό εκείνους οι οποίοι είναι συγγενείς με ημάς ως προς την αρετήν και άνθρωποι του ιδίου ήθους. Διότι αυτό νομίζω ότι θέλει να δείξη το παράδειγμα, το να ερχόμεθα εις επαφήν με εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται πολύ κοντά εις το σφάγιον, εάν αυτό ήθελε χρειασθή.
15. Απ εδώ προέρχεται η «ιερά νύξ», η αντίθετος της νυκτός η οποία είναι διασκορπισμένη εις τον παρόντα βίον, κατά την οποίαν διαλύεται το πρωτόγονον σκότος και τα πάντα έρχονται εις το φως, τακτοποιούνται και αποκτούν μορφήν και έτσι αποκτά ωραιότητα η προηγουμένη ασχήμια. Από εδώ απομακρυνόμεθα από την Αίγυπτον, την σκυθρωπήν αμαρτίαν η οποία μας καταδιώκει, από τον Φαραώ τον αόρατον τύραννον και από τους σκληρούς εργοδότας, και μεταφερόμεθα εις τον ουράνιον κόσμον. Και απελευθερωνόμεθα από τον πηλόν και την κατασκευήν πλίνθων, από την αχυρένια και εύθραυστον κατασκευήν του σώματος, η οποία εις τους πολλούς δεν έχει ούτε καν την αντοχήν αχυρένιων λογισμών. Από εδώ θυσιάζεται ο αμνός και σφραγίζονται με το τίμιον αίμα η πράξις και ο λόγος, δηλαδή η συνήθεια και η ενέργεια, αι οποίαι στέκονται εις τας θύρας μας - λέγω δε θύρας τα κινήματα και τα δόγματα του νού, τα οποία ανοίγουν και κλείονται καλώς από την θεωρίαν - επειδή κατά κάποιον τρόπον η θεωρία αποτελεί το μέτρον της πνευματικής ικανότητάς μας. Από εδώ δίδεται η τελευταία και πιο βαρεία πληγή εις τους διώκτας και η οποία αξίζει πραγματικά εις τους διώκτας, και η Αίγυπτος θρηνεί τα πρωτότοκα των λογισμών και των πράξεών της (το οποίον ονομάζεται και εξυψώνεται ως σπέρμα Χαλδαϊκόν από την Γραφήν (Ιουδίθ 5, 6) και νήπια της Βαβυλώνος τα οποία ρίπτονται με δύναμιν επάνω εις την πέτραν και διαλύονται (Ψαλμ. 136, 8-9), και τα πάντα είναι γεμάτα από την βοήν και την κραυγήν των Αιγυπτίων, ενώ από ημάς θα απομακρυνθή εξ αιτίας της θυσίας του αρνίου ο εξολοθρευτής άγγελος, από σεβασμόν και φόβον δια το χρίσιμον της θύρας. Από εδώ προέρχεται και το επταήμερον φούσκωμα της ζύμης (Εξ. 12, 19) (διότι το επτά είναι ο πιο μυστικός από τους αριθμούς, ο οποίος αντιστοιχεί προς τον κόσμον αυτόν), της παλαιάς και ξυνής κακίας (διότι δεν προέρχεται από εκείνην η οποία δημιουργεί το ψωμί και ζωογονεί), δια να μην διατρεφώμεθα με το Αιγυπτιακόν προζύμι και το λείψανον της φαρισαϊκής διδασκαλίας (Ματθ. 16, 6).
16. Και αυτοί μεν ας θρηνούν, από ημάς δε θα φαγωθή το αρνί. Θα φαγωθή δε κατά την εσπέραν (Εξ. 12, 18), επειδή το πάθος του Χριστού έγινε δια το τέλος των αιώνων, και επειδή παρέδωσε το Μυστήριον εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν, διαλύων την σκοτοδίνην της αμαρτίας. Δεν μαγειρεύεται δε αλλά προσφέρεται ψητόν, δια να μην έχη ο λόγος μας τίποτε το ρευστόν και ευκολοδιάλυτον, αλλά να είναι καλοστημένος και σταθερός και δοκιμασμένος από το πυρ το οποίον καθαρίζει, και ελεύθερος από κάθε τι το γήϊνον και απέριττος, και να βοηθούμεθα από τα καλά κάρβουνα, τα οποία ανάπτονται από Εκείνον ο οποίος ήλθε να βάλη φωτιάν εις την γην (Λουκά 12, 49), την φωτιάν εκείνην η οποία κατακαίει τας πονηράς συνηθείας και η οποία επιταχύνει το άναμμα. Όσον μεν λοιπόν μέρος του λόγου είναι σαρκώδες και φαγώσιμον, θα φαγωθή και θα καταναλωθή (Εξ. 12, 8 ε.) μαζί με τα εντόσθια και τα κρυφά μέρη του νού και θα παραδοθή εις πνευματικήν χώνευσιν μέχρι το κεφάλι και μέχρι τα πόδια, μέχρι δηλαδή τας πρώτας ενατενίσεις της θεότητος και τας τελευταίας σκέψεις περί της σαρκώσεως. Δεν θα βγάλωμεν δε τίποτε έξω από την οικίαν, ούτε και θα κρατήσωμεν τίποτε δια την επομένην ημέραν (Εξ. 12, 10), επειδή τα περισσότερα από τα Μυστήριά μας δεν πρέπει να παρουσιάζωνται εις τους εκτός της πίστεως, επειδή δεν υπάρχει κάθαρσις η οποία να ξεπερνά αυτήν την νύκτα και επειδή δι εκείνους οι οποίοι έχουν γίνει κοινωνοί του Λόγου δεν είναι πράγμα αξιέπαινον η αναβολή. Διότι, όπως είναι καλόν και αγαπητόν εις τον Θεόν, να μη διατηρήται η οργή μέχρι να τελειώση η ημέρα, αλλά να εξαφανίζεται πριν από την δύσιν του ηλίου (Εφ. 4, 26), όπως και να το εκλάβης αυτό, είτε από χρονικήν είτε και από πνευματικήν άποψιν (διότι δεν είναι δι ημάς ασφαλές το να δύη η ήλιος ενώ διατηρούμεν ακόμη την οργήν μας), έτσι δεν πρέπει και το φαγητόν αυτό να διατηρήται καθ όλην την διάρκειαν της νυκτός, ούτε να φυλάσσεται δια την επομένην. Όσον δε μέρος έχει κόκκαλα και δεν ημπορεί να φαγωθή ούτε να γίνη από ημάς κατανοητόν, δεν πρέπει να θραυσθή (Εξ. 12, 46), διαμοιραζόμενον και κατανοούμενον κατά τρόπον εσφαλμένον (διότι θα παραλείψω να είπω ότι και από τον Ιησούν, συμφώνως προς την ιστορίαν, δεν εθραύσθη τίποτε (Ιω. 19, 36), αν και οι σταυρωταί ήθελαν να επισπεύσουν τον θάνατόν Του εξ αιτίας του Σαββάτου), ούτε να απορριφθή και να συρθή εδώ και εκεί δια να μην δοθούν τα άγια εις τους σκύλους, εις τους κακούς κατασπαρακτάς του Λόγου, όπως δεν πρέπει επίσης να δοθή εις τους χοίρους η λαμπρότης και το μαργαριτάρι του Λόγου (Ματθ. 7, 6), αλλά θα πρέπει να καταναλωθή από την φωτιάν η οποία κατακαίει και τα ολοκαυτώματα, να εκλεπτυνθή και να διατηρηθή από το Πνεύμα το οποίον ερευνά και γνωρίζει τα πάντα, και να μην χαθή μέσα εις τα ύδατα, ούτε να διασπαρή, όπως συνέβη με την κεφαλήν του μόσχου την οποίαν εσχεδίασεν ο Μωϋσής δια τον Ισραηλιτικόν λαόν δια να κατακρίνη την σκληρότητά του (Εξ. 32, 19 ε.).
17. Αξίζει δε να μην παραβλέψωμεν ούτε τον τρόπον κατά τον οποίον ετρώγετο το αρνί, επειδή αυτό δεν το έκαμεν ούτε ο νόμος, ο οποίος αρέσκεται να κρύβη την θεωρίαν (το πνεύμα) με το γράμμα του. Διότι θα καταναλώσωμεν το σφάγιον με ζήλον και θα φάγωμεν άζυμα μαζί με πικρά χόρτα και θα σφίξωμεν με ζώνην την μέσην μας και θα δέσωμεν τα υποδήματά μας και θα κρατήσωμεν μπαστούνι (Εξ. 12, 8 ε) όπως οι γέροντες. Θα τα κάμωμεν δε αυτά με ζήλον δια να μην πάθωμεν εκείνο το οποίον έπαθεν ο Λωτ, ο οποίος είχε δεχθή την απαγορευτικήν εντολήν. Ας μην κυττάξωμεν γύρω και ας μην σταματήσωμεν εις όλα τα περίχωρα. Ας φθάσωμεν εις το όρος, δια να μην καταστραφώμεν από το παράδοξον πυρ το οποίον κατέφαγε τα Σόδομα και δια να μην γίνωμεν στήλη άλατος (Γεν. 19, 12 ε.) από την επιστροφήν εις τα χειρότερα πράγματα, πράγμα το οποίον προκαλεί η αργοπορία. Ας το φάγωμεν δε με πικρά χόρτα (Εξ. 12, 8), επειδή η σύμφωνος με το θέλημα του Θεού ζωή είναι δύσκολη και ανηφορική, προ παντός δι εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη εις την αρχήν, και απέχει πάρα πολύ από την ηδονήν. Διότι, αν και είναι καλός ο νέος ζυγός και το φορτίον ελαφρόν (Ματθ. 11, 30), όπως ακούεις, τούτο συμβαίνει λόγω της ελπίδος και της ανταμοιβής, η οποία είναι πολύ πιο πλουσιοπάροχη από την κακοπάθησιν εις την γην, επειδή, αλλοιώς, ποίος δεν θα έλεγε ότι το Ευαγγέλιον είναι πολύ πιο κοπιαστικόν και δύσκολον; Διότι, ενώ ο νόμος απαγορεύει την διάπραξιν των αμαρτημάτων, εμείς κατηγορούμεθα και δια τα αίτια των αμαρτημάτων, ωσάν να τα είχαμεν σχεδόν διαπράξει. Ο νόμος λέγει: «Μη μοιχεύσης» (Εξ. 20, 13), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην αποκτήσης ούτε επιθυμίαν (Ματθ. 5, 28), δια να μην δώσης ευκαιρίαν με το περίεργον και πονηρόν βλέμμα να ανάψη το πάθος. Εκείνος λέγει: «μη φονεύσεις» (Εξ. 20, 15), ενώ συ παίρνεις την εντολήν όχι μόνον να μην ανταποδώσης το κτύπημα, αλλά και να αφήσης τον εαυτόν σου εις την διάθεσιν εκείνου ο οποίος σε εκτύπησε (Ματθ. 5, 39). Πόσον πιο φιλοσοφημένα είναι αυτά από εκείνα! Ο νόμος λέγει: «μη παραβής τον όρκον σου» (Εξ. 20, 7), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην ορκισθής καθόλου (Ματθ. 5, 34), ούτε μικρόν ούτε μεγαλύτερον όρκον, επειδή ο όρκος γεννά την επιορκίαν. Εκείνος λέγει να μην προσαρτίσης άλλην οικίαν εις την οικίαν σου και άλλον αγρόν εις τον αγρόν σου (Ησ. 5, 8) καταπιέζων τον πτωχόν, ενώ συ παίρνεις την εντολήν να αποχωρισθής με προθυμίαν και εκείνα τα οποία απέκτησες δικαίως και να γυμνωθής προς χάριν των πτωχών, δια να σηκώνης με ευκολίαν τον σταυρόν και να γίνης πλούσιος από αγαθά τα οποία δεν φαίνονται (Ματθ. 19, 21).
18. Η μέση δε εις τα άλογα μεν ας μένη χαλαρή και χωρίς περίδεσιν (πρβλ. Εξ. 12, 11), επειδή δεν διαθέτουν την λογικήν η οποία χαλιναγωγεί τας ηδονάς (δεν θα ισχυρισθώ ότι και εκείνα γνωρίζουν περιορισμόν της φυσικής των ορμής), ενώ συ πρέπει να χαλιναγωγής με ζώνην και με την σύνεσιν τας επιθυμίας και την διάθεσιν δια χρεμέτισμα (Ιερεμ. 5,8) (όπως λέγει η Γραφή, η οποία διασύρει με τον τρόπον αυτόν την αισχρότητα του πάθους), δια να τρώγης καθαρός το Πάσχα, αφού νεκρώσης τα γήϊνα μέλη σου (Κολ. 3,5) και αφού μιμηθής την ζώνην του Ιωάννου (Ματθ. 3, 4) του ερημίτου, του Προδρόμου και μεγάλου Κήρυκος της αληθείας. Γνωρίζω και άλλην ζώνην - εννοώ την στρατιωτικήν και ανδρικήν - από την οποίαν ονομάζονται ωρισμένοι Σύροι εύζωνοι η μονόζωνοι (Δ' Βασ. 5, 2), και λόγω της οποίας ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Ιώβ λέγει: «δέσε με ζώνην ως άνδρας την μέσην σου και δος μου απάντησιν ανδρικήν» (Ιώβ 38, 3). Αυτήν υπερηφανεύεται και ο θείος Δαυίδ ότι έχει περιζωσθή ως δύναμιν εκ Θεού (Ψαλμ. 17, 33) και παρουσιάζει τον Θεόν ως ενδεδυμένον και περιζωσμένον με δύναμιν (Ψαλμ. 92, 1), ωπλισμένον δηλαδή κατά των ασεβών, εκτός αν προτιμά κάποιος την δύναμιν, η οποία τον κυκλώνει και σχηματίζει τρόπον τινά ζώνην, να την παρομοιάζη με ιμάτιον, επειδή ο Θεός ενδύεται το φως (Ψαλμ. 103, 2). Διότι ποίος θα υποστηρίξη ότι η δύναμις και το φως Του είναι άσχετα μεταξύ των; Αναζητώ κάτι κοινόν μεταξύ της μέσης του σώματος και της αληθείας; Πως πρέπει να εννοήσωμεν εκείνο το οποίον λέγει ο άγιος Παύλος: «σταθήτε λοιπόν με θάρρος αφού ζωσθήτε εις την μέσην σας την ζώνην της αληθείας» (Εφ. 6, 14); Μήπως τυχόν επειδή το πνευματικόν στοιχείον περισφίγγει το επιθυμητικόν και δεν το αφήνει να παρασυρθή εις άλλα πράγματα; Διότι δεν θέλει, εκείνο το οποίον αγαπά κάτι, να έχη την ιδίαν δύναμιν και προς τας άλλας ηδονάς.
19. Τα υποδήματά του δε, εκείνος μεν ο οποίος πρόκειται να εγγίση την αγίαν και θεοβάδιστον γην, ας τα λύη, όπως έκαμε και ο Μωϋσής εκείνος επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 5), δια να μην φέρη επάνω του τίποτε το νεκρόν, ούτε τίποτε το οποίον να παρεμβάλλεται μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Όπως επίσης και αν αποστέλλεται κάποιος μαθητής δια να κηρύξη το Ευαγγέλιον, στέλλεται κατά τρόπον ασκητικόν και απλόν (Λουκ. 10, 3 ε. ). Οφείλει, εκτός από το να μην έχη επάνω του νομίσματα, ούτε ράβδον και εκτός από το να διαθέτη μόνον ένα χιτώνα, να κυκλοφορή ανυπόδητος, δια να φανούν πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων οι οποίοι κηρύττουν την ειρήνην (Ησ. 52, 7), και κάθε άλλο αγαθόν. Εκείνος δε ο οποίος απομακρύνεται από την Αίγυπτον και από τα σχετικά με την Αίγυπτον, ας φορέση υποδήματα (Εξ. 12, 11), δια να είναι ασφαλής από τα άλλα πράγματα και επιπροσθέτως από τους σκορπιούς και τα φίδια, από τα οποία έχει αφθονίαν η Αίγυπτος, δια να μην βλάπτεται από εκείνους οι οποίοι κεντούν την πτέρναν και τους οποίους έχομεν εντολήν να συντρίβωμεν με τα πόδια μας (Λουκά 10, 19). Δια το μπαστούνι (Εξ. 12, 11) δε και δια τον σχετικόν με αυτό συμβολισμόν η άποψίς μου είναι η ακόλουθος: Από την μίαν πλευράν το θεωρώ σαν υποστήριγμα και από την άλλην ως καθοδηγητικόν και διδασκαλικόν, το οποίον επαναφέρει εις την ορθήν πίστιν τα λογικά πρόβατα. Αλλά δια σε τώρα παραγγέλλει ο νόμος εκείνο το οποίον χρησιμοποιείται σαν υποστήριγμα, δια να μην γονατίση κάπου ο λογισμός σου ακούων δι αίμα και πάθος και θάνατον Θεού, και δια να μην περιπέσης τυχόν εις αθείαν από την πρόθεσιν σου να υπερασπισθής τάχα τον Θεόν. Αλλά χωρίς εντροπήν και χωρίς ενδοιασμούς φάγε το Σώμα και πίε το Αίμα, εάν επιθυμής να ζήσης, χωρίς να απιστής εις τους λόγους τους σχετικούς με την σάρκα, και χωρίς να σε ενοχλούν οι λόγοι οι σχετικοί με το πάθος. Να στέκεσαι γερά στηριγμένος, σταθερός και ακλόνητος, χωρίς να ημπορή να σε μετακινήση κανείς από τους αντιπάλους, και χωρίς να παρασύρεσαι από λόγους οι οποίοι φαίνονται πειστικοί. Σταμάτησε εις το ύψος σου, στήσε τα πόδια σου εις τας αυλάς της Ιερουσαλήμ (Ψαλμ. 121, 2) και στηρίξου εις την πέτραν, δια να μην ημπορή να κλονισθή η πορεία σου προς τον Θεόν.
20. Τι λέγεις; Έτσι τυχαίως εθεωρήθη καλόν να εξέλθης από την Αίγυπτον, από το σιδερένιο αυτό καμίνι (Δευτ. 4, 20), να εγκαταλείψης την πολυθείαν η οποία επικρατούσε εκεί, να οδηγηθής από τον Μωϋσή και από την νομοθεσίαν και την στρατηγικήν του καθοδήγησιν; Θα σου παρουσιάσω μίαν ερμηνείαν όχι ιδικήν μου, η καλύτερα, πολύ ιδικήν μου, αν εξετάσης το θέμα πνευματικώς. Δανείσου από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά και ασημένια (Εξ. 11, 2), και πάρε τα μαζί σου εις την πορείαν. Πάρε ως εφόδια τα ξένα πράγματα, η καλύτερα, τα ιδικά σου, επειδή σου οφείλεται μισθός δια την εργασίαν και την κατασκευήν των πλίνθων. Χρησιμοποίησε τέχνασμα δια να ικανοποιήσης την απαίτησίν σου και αφαίρεσέ τα, όπως είναι δίκαιον. Έστω, έχεις ταλαιπωρηθή εδώ, αγωνιζόμενος με τον πηλόν, το πονηρόν αυτό και ακάθαρτον σώμα, και οικοδομών πόλεις ξένας και επισφαλείς, των οποίων η ανάμνησις θα εξαφανισθή με κρότον. Τι λοιπόν; Φεύγεις αφού εδούλεψες δωρεάν και χωρίς να πάρης μισθόν; Τι λοιπόν; θα αφήσης εις τους Αιγυπτίους και εις τας αντιπάλους δυνάμεις εκείνα τα οποία απέκτησαν άδικα και τα οποία θα καταναλώσουν κατά τρόπον ακόμη χειρότερον; Δεν είναι ιδικά των. Τα έκλεψαν και τα άρπαξαν από εκείνον ο οποίος είπεν: «ιδικόν μου είναι το ασήμι και ιδικόν μου είναι το χρυσάφι» (Αγγ. 2, 8) και θα το δώσω εις όποιον θέλω (Δαν. 4, 17). Χθές ανήκεν εις εκείνους, επειδή αυτός το είχεν επιτρέψει. Σήμερα το φέρει ο Κύριος και το δίνει εις σε, ο οποίος θα το χρησιμοποιήσης σωστά δια να σωθής. Ας αποκτήσωμεν φίλους από τα άδικα πλούτη μας, δια να μας ανταποδώσουν τας ευεργεσίας μας όταν αποθάνωμεν, κατά την μέλλουσαν κρίσιν (Λουκ. 16, 9).
21. Εάν μεν είσαι κάποιος όμοιος με την Ραχήλ η την Λείαν, ψυχή δηλαδή ομοία με εκείνας των προπατόρων της Παλ. Διαθήκης και μεγάλη, κλέψε και τα είδωλα τα οποία θα εύρης από τον πατέρα σου, όχι δια να τα διαφυλάξης, αλλά δια να τα καταστρέψης (Γεν. 31, 19). Εάν δε είσαι σοφός Ισραηλίτης, μετάφερέ τα εις την γην της επαγγελίας, δια να στενοχωρηθή δι αυτά εκείνος ο οποίος σε καταδιώκει και να σκεφθή και να κατανοήση ότι άδικα κατεδυνάστευε και μετεχειρίζετο ως δούλους ανθρώπους καλυτέρους απ αυτόν. Αν πράξης κατ αυτόν τον τρόπον και φύγης έτσι από την Αίγυπτον, γνωρίζω καλά ότι θα σε οδηγήση στήλη από φωτιάν και από σύννεφον κατά την νύκτα και κατά την ημέραν (Εξ. 13, 21 ε.), η έρημος θα ημερώση, η θάλασσα θα χωρισθή προς χάριν σου, ο Φαραώ θα πνιγή μέσα εις αυτήν, ο άρτος θα πέση ως βροχή από τον ουρανόν, ο βράχος θα αναβλύση νερό, οι Αμαληκίται θα κατανικηθούν (όχι με όπλα μόνον αλλά και με τας εχθρικάς δια τους αντιπάλους χείρας των δικαίων, αι οποίαι συμβολίζουν ταυτοχρόνως δέησιν και το ανίκητον τρόπαιον του Σταυρού), ο ποταμός θα ανακόψη τον ρούν του (Ιησ. Ναυή 3, 15), ο ήλιος θα σταματήση, η σελήνη θα αναχαιτισθή (Ιησ. Ναυή 10, 12), τα τείχη θα κατακρημνισθούν χωρίς την χρήσιν κανενός πολεμικού μηχανήματος, πλήθη (αγγέλων) θα τρέξουν μπροστά δια να ανοίξουν δρόμον εις τους Ισραηλίτας και να εμποδίσουν τους αλλοφύλους, και θα σου δοθούν και όλα τα άλλα, τα οποία αναφέρει η Γραφή ότι συνέβησαν μαζί και μετά απ αυτά, δια να μην μακρύνω ακόμη περισσότερον τον λόγον. Τέτοιαν εορτήν εορτάζεις σήμερα. Με τέτοια πράγματα σε φιλοδωρεί η γέννησις Εκείνου ο οποίος εγεννήθη προς χάριν σου και ο επιτάφιος Εκείνου ο οποίος έπαθεν. Τέτοιο είναι δια σε το μυστήριον του Πάσχα. Αυτά εσκιαγράφησεν ο νόμος και τα ωλοκλήρωσεν ο Χριστός, ο Οποίος κατέλυσε το γράμμα και ωλοκλήρωσε το πνεύμα, και ο Οποίος, ενώ με εκείνα τα οποία έπαθεν εδίδαξε το πάθος, με εκείνα με τα οποία εδοξάσθη μας χαρίζει την δυνατότητα να δοξασθώμεν μαζί Του.
22. Ημπορούμεν λοιπόν να εξετάσωμεν το πράγμα και το δόγμα, το οποίον από τους περισσοτέρους μεν παραβλέπεται, αλλά από εμέ εξετάζεται εκτενέστατα. Διότι, εις ποίον εδόθη το αίμα το οποίον εχύθη προς χάριν μας και δια ποίον πράγμα εχύθη το μεγάλο και περιβόητον Αίμα του Θεού και αρχιερέως και θύματος ταυτοχρόνως; Διότι ευρισκόμεθα μεν υπό την εξουσίαν του πονηρού εις τον οποίον είχαμεν πωληθή από την αμαρτίαν με αντίτιμον την απόλαυσιν της κακίας. Εάν δε το λύτρον δεν ανήκει εις κανένα άλλον παρά εις τον κάτοχον του δούλου, ερωτώ να μάθω εις ποίον προσεφέρθη τούτο και δια ποίον λόγον. Εάν μεν προσεφέρθη εις τον πονηρόν, μακρυά από εμέ τέτοια βλασφημία! (εάν όχι μόνον από τον Θεόν, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν παίρνη ως λύτρον ο ληστής, και παίρνη τόσον υψηλόν μισθόν δια την δουλείαν των ανθρώπων το θέλημά του, γεγονός δια το οποίον θα ήτο δίκαιον να λυπηθή και να αφήση ελευθέρους και ημάς). Εάν δε εις τον Πατέρα, κατ αρχήν πως έγινεν αυτό; Διότι δεν εκρατούμεθα αιχμάλωτοι από εκείνον. Κατά δεύτερον δε λόγον, διατί τάχα θα ευχαριστούσε το Αίμα του Μονογενούς τον Πατέρα, ο Οποίος δεν εδέχθη ούτε τον Ισαάκ, όταν του είχε προσφερθή ως θυσία από τον Πατέρα του, αλλά άλλαξε την θυσίαν και ετοποθέτησε κριάρι εις την θέσιν του λογικού θύματος (Γεν. 22, 13); Είναι επομένως φανερόν ότι το λαμβάνει μεν ο Πατήρ, αλλά δια να εκπληρωθή το σχέδιον της σωτηρίας και επειδή έπρεπε να αγιασθή ο άνθρωπος από την ανθρωπίνην φύσιν του Θεού, δια να μας ελευθερώση ο Ίδιος, αφού κατενίκησε με την βίαν τον τύραννον, και δια να μας επαναφέρη κοντά Του με την μεσιτείαν του Υιού, ο Οποίος έδωσε το Αίμα Του δια να μας σώση προς τιμήν του Πατρός, εις τον Οποίον φαίνεται ότι παραχωρεί τα πάντα. Αυτά μεν λοιπόν τα σχετικά με τον Χριστόν καθώς και όλα τα άλλα ας τα τιμώμεν με σιωπήν. Ο δε χάλκινος όφις κρεμάται μεν εναντίον των όφεων οι οποίοι δαγκώνουν, αλλά σαν αντίθετος εικών και όχι σαν εικών Εκείνου ο οποίος έπαθε προς χάριν μας, διότι ο όφις σώζει εκείνους οι οποίοι τον βλέπουν, όχι επειδή τυχόν πιστεύουν ότι είναι ζωντανός, αλλά επειδή είναι νεκρός και νεκρώνει μαζί του τας δυνάμεις αι οποίαι ευρίσκονται υπό την εξουσίαν του, αφού έχει καταργηθή και ο ίδιος, όπως του άξιζε (πρβλ. Αριθμ. 21, 8-9). Ποίον λοιπόν επιτάφιον λόγον αρμόζει να του απαγγείλωμεν; «Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Οσ. 13, 14, Κορ. 15, 55). Έχεις πληγωθή από τον Σταυρόν και έχεις θανατωθή από Εκείνον ο οποίος δίδει ζωήν. Είσαι χωρίς πνοήν, νεκρός, ακίνητος, χωρίς ενέργειαν, έστω και αν διατηρής την μορφήν του όφεως, καθώς έχεις τοποθετηθή υψηλά δια να στιγματισθής.
23. Θα γίνωμεν δε μέτοχοι του Πάσχα, τώρα μεν τυπικά ακόμη και, αν αυτό είναι το παλαιόν, ακόμη πιο ανεπίσημα (διότι το Πάσχα του νόμου, τολμώ να το είπω, ήτο ακόμη πιο αμυδρός τύπος του τύπου), ύστερα δε από λίγο πολύ τελειότερα και καθαρώτερα, όταν θα το πίνη μαζί μας νέον ο Λόγος εις την βασιλείαν του Πατρός (Ματθ. 26, 29) και θα μας αποκαλύπτη και θα μας διδάσκη εκείνα τα οποία μας έχει δείξει τώρα όχι τόσον καθαρά. Διότι είναι πάντοτε νέον εκείνο το οποίον γνωρίζομεν τώρα. Ποία δε είναι η πόσις και η απόλαυσις, εμείς μεν πρέπει να το μάθωμεν, Εκείνος δε να το διδάξη και να ανακοινώση εις τους μαθητάς Του τον λόγον. Διότι η διδασκαλία είναι τροφή και δι εκείνον ο οποίος τρέφει. Αλλά εμπρός ας γίνωμεν και ημείς μέτοχοι του νόμου, κατά τρόπον όμως πνευματικόν και όχι κατά γράμμα, κατά τρόπον τέλειον και όχι ατελή, αιωνίως και όχι προσωρινώς. Ας κάμωμεν πρωτεύουσάν μας όχι την κάτω Ιερουσαλήμ, αλλά την ουράνιον μητρόπολιν.Όχι εκείνην η οποία καταπατείται τώρα από στρατεύματα, αλλά εκείνη η οποία δοξάζεται από τους Αγγέλους. Ας θυσιάσωμεν όχι νοερά μοσχάρια, ούτε αρνία «τα οποία έχουν κέρατα και νύχια» (Ψαλμ. 68, 32), το μεγαλύτερον μέρος των οποίων είναι νεκρόν και δεν αισθάνεται τίποτε, αλλά «ας προσφέρωμεν εις τον Θεόν ευχαριστήριον θυσίαν» (Ψαλμ. 49, 14) εις το ουράνιον θυσιαστήριον μαζί με τους χορούς των αγγέλων. Ας διασχίσωμεν το πρώτον χώρισμα (της σκηνής του μαρτυρίου), ας προχωρήσωμεν εις το δεύτερον και ας πλησιάσωμεν με σεβασμόν εις τα Άγια των Αγίων. Θα είπω το μεγαλύτερον, ας προσφέρωμεν τους εαυτούς μας θυσίαν εις τον Θεόν, η καλύτερα, ας Του προσφέρωμεν θυσίαν κάθε ημέραν και με κάθε κίνησίν μας. Ας δεχώμεθα τα πάντα χάριν του Λόγου, ας μιμούμεθα με τα πάθη μας το πάθος Του, ας τιμώμεν το αίμά Του με το αίμά μας και ας ανερχώμεθα με προθυμίαν εις τον σταυρόν. Τα καρφιά είναι γλυκά, έστω και αν προκαλούν φοβερούς πόνους. Διότι το να υποφέρη κανείς μαζί με τον Χριστόν και χάριν του Χριστού είναι προτιμώτερον από το να ζη ζωήν απολαύσεων κοντά σε άλλους.
24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τον Σταυρόν και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθής μαζί Του ως ληστής (Λουκ. 23, 40 ε.), δείξε καλήν προαίρεσιν και γνώρισε τον Θεόν. Εάν Εκείνος ετοποθετήθη μεταξύ των παρανόμων εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της αμαρτίας σου, συ να γίνης προς χάριν Του πιστός εις τον νόμον Του. Προσκύνησε Εκείνον ο οποίος υψώθη προς χάριν σου εις τον Σταυρόν, ακόμη και αν έχης υψωθή και συ. Κέρδισε κάτι και από την κακίαν. Εξαγόρασε με τον θάνατον την σωτηρίαν. Είσελθε εις τον Παράδεισον μαζί με τον Ιησούν, δια να μάθης από ποία αγαθά έχεις απομακρυνθή. Παρατήρησε τα κάλλη τα οποία υπάρχουν εκεί. Τον ληστήν ο οποίος διαμαρτύρεται και υβρίζει, άφησέ τον να αποθάνη έξω μαζί με την βλασφημίαν του. Και αν είσαι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε το Σώμα από εκείνον ο οποίος τον σταυρώνει. Ας γίνη ιδικόν σου το Σώμα εκείνο το οποίον καθαρίζει τον κόσμον. Και αν είσαι ο Νικόδημος, ο θεοσεβής εκείνος ο οποίος Τον επεσκέφθη την νύκτα (Ιω. 19, 39), ενταφίασέ Τον με μύρα. Και αν είσαι κάποια Μαρία, η η άλλη Μαρία, η η Σαλώμη, η η Ιωάννα, πήγαινε πρωί-πρωί να Τον θρηνήσης (Μάρκ. 16,1). Δές πρώτη κυλισμένον τον λίθον, ενδεχομένως και τους αγγέλους και τον ίδιον τον Ιησούν. Πές Του κάτι και άκουσε την φωνήν Του. Αν ακούσης «μη με εγγίζης» (Ιω. 20, 17), σταμάτησε μακρυά, δείξε σεβασμόν προς τον Λόγον, αλλά μη λυπηθής. Διότι γνωρίζει εις ποίους θα εμφανισθή πρώτα. Βοήθησε την Εύαν, η οποία έπεσε πρώτη, να χαιρετήση και πρώτη τον Χριστόν και να το ανακοινώση εις τους μαθητάς (Ιω. 20, 14 και 18). Γίνε Πέτρος η Ιωάννης και σπεύσε εις τον τάφον, τρέχων μαζί η προπορευόμενος (Ιω. 20, 4) και συναγωνιζόμενος εις τον καλόν συναγωνισμόν. Και αν σε προλάβη εις την ταχύτητα, νίκησέ τον με την συστηματικότητά σου και μην αρκεσθής μόνον να πλησιάσης το μνημείον, αλλά να εισέλθης και μέσα (Ιω. 20, 5-6). Και αν λείψης, όπως ο Θωμάς, από την συγκέντρωσιν των μαθητών εις τους οποίους εμφανίζεται ο Ιησούς, όταν Τον ίδης, ας μην απιστήσης (Ιω. 20, 24 ε.). Και αν απιστήσης, πίστευσε εις εκείνους οι οποίοι σου το λέγουν. Εάν δε δεν τους πιστεύσης ούτε αυτούς, ας πεισθής από τα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνη εις τον Άδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποίον είναι το σωτηριώδες σχέδιον της διπλής καταβάσεως και ποίος ο λόγος της: Σώζει με την εμφάνισίν Του εκεί τους πάντας, η και εκεί σώζει μόνον εκείνους οι οποίοι Τον πιστεύουν;
25. Και αν ανεβαίνη εις τους ουρανούς, ανέβα μαζί Του. Εντάξου εις τους αγγέλους οι οποίοι Τον προπέμπουν η εις εκείνους οι οποίοι Τον υποδέχονται. Πρόσταξε να σηκωθούν αι πύλαι και να γίνουν υψηλότεραι (Ψαλμ. 23, 7), δια να υποδεχθούν πιο μεγαλόπρεπα Εκείνον ο οποίος επιστρέφει από το πάθος. Απάντησε εις εκείνους οι οποίοι απορούν δια το σώμα και τα σύμβολα του Πάθους, με τα οποία ανέρχεται, ενώ δεν τα είχε μαζί Του όταν είχε κατέβει, και οι οποίοι δια τον λόγον αυτόν ερωτούν να μάθουν «ποίος είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης;», ότι είναι «Κύριος κραταιός και δυνατός» (Ψαλμ. 23, 7-8) με όλα όσα ανέκαθεν έχει κάνει και με όσα κάνει και με τον τωρινόν πόλεμον και την περίλαμπρον νίκην Του προς χάριν της ανθρωπότητος, και δώσε εις την διπλήν ερώτησιν διπλήν την απάντησιν. Και αν απορούν λέγοντες, συμφώνως προς την δραματικήν προφητείαν του Ησαίου, «ποίος είναι αυτός ο οποίος έχει έλθει από την Εδώμ (Ησ. 63, 1) και από τα γήϊνα πράγματα;», η «διατί είναι κόκκινα τα ενδύματα εκείνου ο οποίος δεν έχει ούτε αίμα ούτε σώμα, ωσάν να έχη έλθει από πατητήρι και να έχη πατήσει ολόκληρον πατητήρι γεμάτον από σταφύλια;»(Ησ. 63, 2),να τους εκθειάσης την ωραιότητα της στολής του σώματος το οποίον έχει πάθη και το οποίον έχει καλλωπισθή από το Πάθος και έχει αποκτήσει από την Θεότητα την λαμπρότητα εκείνην από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε πιο επιθυμητόν και πιο ωραίον.
26. Τι θα μας είπουν δι αυτά οι συκοφάνται, οι πικρόχολοι ελεγκταί της Θεότητος, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς την σοφίαν, εκείνοι χάριν των οποίων απέθανεν ο Χριστός χωρίς να ζητήση αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς τον Θεόν δια την ευεργεσίαν Του; Δια τούτο είναι μικρός, επειδή εταπεινώθη προς χάριν σου; Επειδή ο καλός Ποιμήν, ο Οποίος δίνει και την ψυχήν Του δια τα πρόβατα (Ιω. 10, 11), ήλθε προς το πρόβατον το οποίον είχε χαθή (βλ. Λουκ. 15, 4-10), επάνω εις τους λόφους και τα βουνά εις τα οποία εθυσίαζες (πρβλ. Ωσ. 4, 13), και αφού το εύρε το εσήκωσεν επάνω εις τους ώμους Του, επάνω εις τους οποίους εσήκωσε και τον Σταυρόν, και το επανέφερεν εις την ουρανίαν ζωήν και αφού το ανύψωσεν εκεί το έβαλεν εις την ιδίαν θέσιν με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί;
Τον κατηγορείς επειδή ήναψε λύχνον, την ιδίαν την σάρκα Του, και εσκούπισε την οικίαν (καθαρίζων τον κόσμον από την αμαρτίαν) και ανεζήτησε την δραχμήν, την εικόνα δηλαδή του Θεού η οποία είχε καταχωνιασθή από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει δια την εύρεσιν της δραχμής τας φιλικάς προς Αυτόν δυνάμεις, τας οποίας είχε μυήσει και εις το μυστήριον της σωτηρίας, και τας κάνει μετόχους εις την χαράν Του; Τον κατηγορείς επειδή τον λύχνον, ο οποίος ετοιμάζει τον δρόμον, και ο οποίος ετοιμάζει εις τον Κύριον λαόν εκλεκτόν και καθαρίζει και προετοιμάζει δια το Πνεύμα με το ύδωρ, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρον Φως, την φωνήν την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγόν του νυμφίου ο Νυμφίος; Δι αυτό κατηγορείς τον Θεόν; Δι αυτά Τον θεωρείς κατώτερον, επειδή βάζει εις την μέσην Του την ποδιάν και πλύνει τα πόδια των μαθητών Του (Ιω. 13, 4) και δείχνει τον καλύτερον τρόπον να υψωθή κανείς, δηλαδή την ταπείνωσιν; Επειδή ταπεινώνεται χάριν της ψυχής, η οποία έχει κυρτώσει προς τα κάτω δια να ανυψώση μαζί του εκείνο το οποίον κλίνει προς τα κάτω από την αμαρτίαν; Πως δε δεν τον κατηγορείς δια το ότι γευματίζει μαζί με τους τελώνας (Λουκά 5, 27 ε.) και εις τας οικίας τελωνών, και ότι κάνει μαθητάς Του τελώνας δια να κερδίση και Αυτός κάτι; Τι δηλαδή; Την σωτηρίαν των αμαρτωλών. Ωσάν να ημπορούσε κανείς να κατηγορήση τον ιατρόν, ότι σκύβει με κατανόησιν επάνω εις τας πληγάς και ανέχεται την δυσωδίαν, δια να δώση την υγείαν εις τους ασθενείς, η εκείνον ο οποίος σκύβει από ευσπλαγχνίαν επάνω από τον βόθρον δια να βγάλη από εκεί το ζώον το οποίον έχει πέσει μέσα (πρβλ. Δευτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), όπως λέγει ο νόμος.
27. Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήτο διπλούς την φύσιν), επειδή και ένιωσε κούρασιν και επείνασε και εδίψασε και εδάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τι σε ενοχλεί αυτό; Την θέλησιν του Πατρός, από τον Οποίον προέρχεται, και τον Οποίον τιμά ως αρχήν άχρονον, να την θεωρής ως αποστολήν, και να μη πιστεύης ότι είναι κάτι το αταίριαστον δια τον Θεόν. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθή, αλλά έχει γραφή επίσης ότι έχει παραδώσει τον Εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθή από τον Πατέρα και έχει αναληφθή, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον Εαυτόν του και ότι θα έλθη πάλιν. Εκείνα προέρχονται από την θέλησιν του Πατρός, αυτά από την δύναμίν του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με την θέλησίν Του, δεν το αναφέρεις. Τι παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από τον Θεόν. Εναντίον ποίων να οργισθή περισσότερον; Η, καλύτερα, ποίους να συγχωρήση; Εκείνους οι οποίοι ενώνουν λανθασμένα, η εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και τούτοι να ενώνουν. οι μεν με τον αριθμόν, οι δε με την Θεότητα. Εμποδίζεσαι από την σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν Τον ονομάζεις και Σαμαρείτην; Την συνέχειαν όμως δεν θα την αναφέρω (πρβλ. Ιω. 8, 48). Δεν πιστεύεις εις την Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονας. Δύστυχε, πόσον πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονας, και πόσον πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασίαν του Υιού την εθεώρησαν ως έκφρασιν ισοτιμίας (πρβλ. Ιω. 8, 19), διότι δεν εγνώριζαν ακόμη τον Θεόν ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι επίστευαν μόνον αφού επάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις την Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα δια σε να είσαι περιτετμημένος και να ευρίσκεσαι υπό την επήρειαν του δαίμονος, δια να εκφρασθώ κατά τρόπον αστείον, παρά να κατέχεσαι από πονηρίαν και αθείαν, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος. Αλλ όμως ο πόλεμος εναντίον τούτων η ας σταματήση, εάν βεβαίως θα ήθελαν να συνετισθούν έστω και την τελευταίαν στιγμήν, η ας αναβληθή, εάν δεν θέλουν να συνετισθούν και παραμένουν όπως έχουν. Πάντως εμείς δεν θα φοβηθούμεν τίποτε ενώ θα αγωνιζώμεθα δια την Τριάδα, με σύμμαχόν μας την ιδίαν την Τριάδα.
28. Τώρα δε είμεθα πλέον αναγκασμένοι να ανακεφαλαιώσωμεν ως εξής τον λόγον. Έχομεν δημιουργηθή δια να ευεργετηθούμεν. Έχομεν ευεργετηθή επειδή έχομεν δημιουργηθή. Μας παρεδόθη ο Παράδεισος δια να ευτυχήσωμεν. Ελάβαμεν την εντολήν, δια να δοξασθώμεν αφού την φυλάξωμεν, όχι επειδή τυχόν αγνοούσε ο Θεός εκείνο τον οποίον θα εγίνετο, αλλά επειδή ήθελε να μας παραχωρήση το αυτεξούσιον. Έχομεν εξαπατηθή, επειδή μας εφθόνησαν. Έχομεν πέσει, επειδή έχομεν παραβή την εντολήν, έχομεν αναγκασθή εις νηστείαν επειδή δεν ενηστεύσαμεν και μας κατανίκησεν η επιθυμία της γεύσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως. Διότι η εντολή ήτο παλαιά και σύγχρονος με ημάς, ένα μέσον διαπαιδαγωγήσεως της ψυχής και σωφρονισμού από τας απολαύσεις. Την ελάβαμεν δε ευλόγως δια να απολαύσωμεν, αφού την τηρήσωμεν, εκείνο το οποίο εχάσαμεν επειδή δεν την ετηρήσαμεν. Είχαμεν ανάγκην από Θεόν ο Οποίος εσαρκώθη και απέθανε, δια να ζήσωμεν. Έχομεν αποθάνει μαζί Του δια να καθαρισθώμεν. Έχομεν αναστηθή μαζί Του επειδή έχομεν συναποθάνει και έχομεν δοξασθή επειδή έχομεν συναναστηθή.
29. Πολλά μεν λοιπόν είναι τα θαύματα εκείνης της εποχής. Ο Θεός σταυρώνεται, ο ήλιος σκεπάζεται από σκότος και κατόπιν ανατέλλει πάλιν (διότι έπρεπε και τα δημιουργήματα να συμπάσχουν με τον Δημιουργόν), το καταπέτασμα του ναού σχίζεται (Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αίμα και ύδωρ χύνεται από την πλευράν (Ιω. 19, 34) (το μεν επειδή ήτο άνθρωπος, το δε επειδή ήτο ανώτερος από τον άνθρωπον), η γη συγκλονίζεται, αι πέτραι σχίζονται προς χάριν της Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Α' Κορ. 10, 4), οι νεκροί ανασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ως απόδειξις δια την τελευταίαν και κοινήν Ανάστασιν. Τα σημεία δε τα οποία έγιναν εις τον τάφον και τα μετά την ταφήν (Ματθ. 28, 1 ε., Μάρκ. 16, 1 ε., Λουκ. 24, 1 ε. και Ιω. 20, 1 ε.), ποίος θα ημπορούσε να τα εξυμνήση επαξίως; Τίποτε δε δεν είναι ισάξιον με το θαύμα της σωτηρίας μου. Ολίγαι σταγόνες αίματος αι οποίαι αναδημιουργούν ολόκληρον τον κόσμον και γίνονται ωσάν χυμός γάλακτος δι όλους τους ανθρώπους και μας συνδέουν και μας συγκεντρώνουν εις ένα σύνολον.
30. Αλλά, ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν, το οποίον καθαρίζεις ολόκληρον τον κόσμον! Διότι θα σου ομιλήσω ωσάν να ήσουν έμψυχον. Ω Λόγε του Θεού και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις! Διότι χαίρομαι με όλα Σου τα ονόματα. Ω γέννημα και κίνησις και σφραγίς του μεγάλου νού! Ω Λόγε, ο οποίος κατανοείσαι και, άνθρωπε, ο οποίος φαίνεσαι, και ο οποίος φέρεις τα πάντα συγκεντρωμένα εις τον λόγον της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθής τον λόγον αυτόν όχι ως τον πρώτον και καλύτερον καρπόν της καρποφορίας μας, αλλά ως συμπλήρωμά της ίσως, ευχαριστήριον αλλά και συγχρόνως παρακλητικόν, δια να μην υποφέρωμεν δια τας εντολάς Σου τίποτε περισσότερον εκτός από τα αναγκαία και τους ιερούς κόπους και πόνους, με τους οποίους έχομεν ζήσει μέχρι σήμερον. Και ας σταματήσης την τυραννίαν του σώματος εναντίον μας (βλέπεις πόσον μεγάλη είναι, Κύριε, και πόσον μας γονατίζει!), η την κρίσιν Σου, εάν πρόκειται να καθαρισθώμεν απ αυτό. Εάν δε φθάσωμεν επαξίως εις το ποθούμενον τέρμα και γίνωμεν δεκτοί εις τας ουρανίους σκηνάς, θα Σου προσφέρωμεν με προθυμίαν θυσίας δεκτάς εις το άγιόν Σου θυσιαστήριον, ω Πάτερ και Λόγε και Άγιον Πνεύμα, επειδή εις Σε οφείλεται κάθε δόξα, τιμή και εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Λόγος με´ εἰς τὸ Πάσχα (ἀπόσπασμα) Μετάφραση: Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δορμπαράκης.


Ἐκ τοῦ βιβλίου: «Μιλάει ὁ Γρηγόριος Θεολόγος»,
Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1991.
Ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας στὴν κονίστρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν εἴσοδό μας στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μαζὶ καλούμεθα νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος φόρεσε σάρκα καὶ ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Ἐγκαταλείποντες τὰ ἐγκόσμια, καλούμεθα νὰ ταξιδέψουμε νοερὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ ζήσουμε τὸ θεῖο δράμα ποὺ ἐκτυλίσσεται ἐνώπιον μας καὶ νὰ ἑορτάσουμε ὅλοι μαζὶ τὴν ζωηφόρο Ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε ἀκένωτη πηγὴ ζωῆς καὶ χαρᾶς γιὰ μᾶς. Ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς προσκαλεῖ καὶ πάλι στὸ θεῖο θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδοποιὸς διαφορά τοῦ δόγματός μας καὶ τοῦ τρόπου μας εἶναι ἡ ἐμμονὴ στὴν Ἀνάσταση. Ἐνῷ διάφορες ὁμολογίες παρακολουθοῦν καὶ τιμοῦν τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου, τὰ ἑρμηνεύουν καθαρὰ μέσα στὰ στενὰ πλαίσια τῆς ἰκανοποίησης τῆς θείας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἐκκλησίες τους μένουν βουβὲς μετὰ τὴν Μεγάλη Παρασκευή. Στὴν Ὀρθοδοξία, προσκυνοῦμε μὲν τὰ Πάθη τὰ σεπτά, ἀλλ᾿ ὡς φῶτα σωστικά, διότι ξέρουμε πὼς μετὰ τὸν Σταυρὸ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση! Αὐτὸ ἦταν καὶ αὐτὸ παραμένει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν κόσμο. Ἂς γιορτάσουμε ὅλοι μαζὶ λοιπὸν τὸ Ἅγιον Πάσχα ἐν εἰρήνῃ καὶ ἱερᾷ κατανύξει, συμψάλλοντας μὲ τὸν ὑμνωδὸ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεὸς, κρῖνον τὴν γῆν», τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς» καὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη»!

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς προετοιμάζει μὲ μοναδικὸ τρόπο, λέγοντάς μας τὰ ἐξῆς:

[...] 24. Ἂν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος, σήκωσε τὸ σταυρὸ καὶ ἀκολούθησέ Τον. Ἂν σταυρωθεῖς μαζί Του ὡς λῃστής, γνώρισε τὸ Θεὸ σὰν εὐγνώμων δοῦλος. Ἂν κι᾿ Ἑκεῖνος λογιάσθηκε μὲ τοὺς ἀνόμους γιὰ χάρη σου καὶ τὴν ἁμαρτία σου, γίνε σὺ ἔννομος γιὰ χάρη Ἐκείνου. Προσκύνησε αὐτὸν ποὺ κρεμάσθηκε στὸ σταυρὸ γιὰ σένα, ἔστω κι ἂν κρέμεσαι κι ἐσύ. Κέρδισε κάτι κι ἀπ᾿ τὴν κακία. Ἀγόρασε τὴ σωτηρία μὲ τὸ θάνατο. Μπὲς μὲ τὸν Ἰησοῦ στὸν Παράδεισο, ὥστε νὰ μάθεις ἀπὸ τί ἔχεις ξεπέσει. Δὲς τὶς ἐκεῖ ὀμορφιές. Ἄσε τὸ λῃστὴ ποὺ γογγύζει, νὰ πεθάνει ἔξω μαζὶ μὲ τὴ βλασφημία του. Κι ἂν εἶσαι Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ζήτησε τὸ σῶμα ἀπ᾿ τὸ σταυρωτή. Ἂς γίνει δικό σου αὐτὸ ποὺ καθάρισε τὸν κόσμο. Κι ἂν εἶσαι Νικόδημος, ὁ νυκτερινὸς θεοσεβής, ἐνταφίασέ τον μὲ μύρα. Κι ἂν εἶσαι κάποια Μαρία, ἢ ἡ ἄλλη Μαρία, ἢ ἡ Σαλώμη, ἢ ἡ Ἰωάννα, δάκρυσε πρωῒ-πρωΐ. Δὲς πρώτη τὴν πέτρα σηκωμένη, ἴσως δὲ καὶ τοὺς ἀγγέλους κι αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ. Πὲς κάτι, ἄκουσε τὴ φωνή. Ἂν ἀκούσεις «Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου τὸ Λόγο, ἀλλὰ μὴ λυπηθεῖς. Διότι ξέρει σὲ ποιοὺς θὰ φανερωθεῖ πρῶτα. Καθιέρωσε τὴν Ἀνάσταση. Βοήθησε τὴν Εὔα, πού ῾πεσε πρώτη, καὶ πρώτη νὰ χαιρετήσει τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸ ἀνακοινώσει στοὺς μαθητές. Γίνε Πέτρος ἢ Ἰωάννης. Σπεῦσε στὸν τάφο, τρέχοντας μαζὶ ἢ προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τὸν καλὸ συναγωνισμό. Κι ἂν σὲ προλάβει στὴν ταχύτητα, νίκησε μὲ τὸ ζῆλο σου, ὄχι παρασκύβοντας στὸ μνημεῖο, ἀλλὰ μπαίνοντας μέσα. Κι ἂν σὰν Θωμᾶς χωρισθεῖς ἀπ᾿ τοὺς συγκεντρωμένους μαθητές, στοὺς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, ὅταν τὸν δεῖς, μὴν ἀπιστήσεις. Κι ἂν ἀπιστήσεις, πίστεψε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ λένε. Κι ἂν οὔτε καὶ σ᾿ αὐτοὺς πιστέψεις, δεῖξε ἐμπιστοσύνη στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν. Ἂν κατεβαίνει στὸν Ἅδη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ποιὸ εἶναι τὸ σχέδιο τῆς διπλῆς καταβάσεως, ποιὸς εἶναι ὁ λόγος της: ἁπλῶς σῴζει τοὺς πάντες μὲ τὴν ἐμφάνισή Του, ἣ κι ἐκεῖ ἀκόμα αὐτοὺς ποὺ τὸν πιστεύουν; [...]

28. Τώρα δὲ εἴμαστε ἀναγκασμένοι ν᾿ ἀνακεφαλαιώσουμε τὸ λόγο ὡς ἑξῆς: Δημιουργηθήκαμε, γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦμε. Εὐεργετηθήκαμε, ἐπειδὴ δημιουργηθήκαμε. Μᾶς δόθηκε ὁ Παράδεισος, γιὰ νὰ εὐτυχήσουμε. Λάβαμε ἐντολή, γιὰ νὰ εὐδοκιμήσουμε μὲ τὴ διαφύλαξή της, ὄχι γιατί ὁ Θεὸς ἀγνοοῦσε αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν, ἀλλὰ γιατί νομοθετοῦσε τὸ αὐτεξούσιο. Ἀπατηθήκαμε, γιατὶ μᾶς φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε τὴν ἐντολή. Εἴμαστε ἀναγκασμένοι σὲ νηστεία, γιατὶ δὲ νηστεύσαμε, καθὼς ἐξουσιασθήκαμε ἀπ᾿ τὸ δένδρο τῆς γνώσης. Γιατὶ ἦταν παλιὰ ἡ ἐντολὴ καὶ σύγχρονη μέ μᾶς, σὰν κάποια διαπαιδαγώγηση τῆς ψυχῆς καὶ σωφρονισμὸ ἀπ᾿ τὶς ἀπολαύσεις. Τὴν ἐλάβαμε εὔλογα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μὲ τὴν τήρησή της αὐτὸ ποὺ χάσαμε μὲ τὴ μὴ διαφύλαξή της. Χρειασθήκαμε Θεὸ ποὺ σαρκώθηκε καὶ πέθανε, γιὰ νὰ ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε. Ἀναστηθήκαμε μαζί Του, ἐπειδὴ μαζί Του καὶ νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, ἐπειδὴ συναναστηθήκαμε.

29. Εἶναι πολλὰ μὲν λοιπὸν τὰ θαύματα τῆς τότε ἐποχῆς: Θεὸς ποὺ σταυρώνεται, ἥλιος ποὺ σκοτίζεται καὶ πάλι ἀνατέλλει (γιατὶ ἔπρεπε καὶ τὰ κτίσματα νὰ συμπάσχουν μὲ τὸν Κτίστη). Καταπέτασμα ποὺ σχίζεται, αἷμα καὶ νερὸ ποὺ χύνεται ἀπ᾿ τὴν πλευρὰ (τὸ μὲν αἷμα, γιατί ἦταν ἄνθρωπος, τὸ δὲ νερὸ γιατὶ ἦταν πάνω ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο). Γῆ, ποὺ σείεται, πέτρες ποὺ σχίζονται γιὰ χάρη τῆς πέτρας (ποὺ εἶναι ὁ Χριστός), νεκροὶ ποὺ ἀνασταίνονται, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς τελευταίας καὶ κοινῆς ἀναστάσεως. Τὰ σημεῖα δὲ στὸν τάφο, τὰ μετὰ τὸν τάφο, ποιὸς θὰ μποροῦσε ἐπάξια νὰ τὰ ὑμνήσει; Τίποτε ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει σὰν τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αἵματος ἀναπλάθουν τὸν κόσμο ὅλο καὶ γίνονται σὰν χυμὸς γάλακτος γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συνδέουν καὶ συνάγουν ἐμᾶς σὲ μία ἑνότητα.

30. Ἀλλ᾿ ὦ Πάσχα, τὸ μέγα καὶ ἱερό, ποὺ καθαρίζεις τὸν κόσμο ὅλο! Γιατὶ θὰ σοῦ μιλήσω σὰν κάτι ἔμψυχο. Ὦ Λόγε Θεοῦ καὶ φῶς καὶ ζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμη! Γιατὶ χαίρομαι μ᾿ ὅλα σου τὰ ὀνόματα! Ὢ γέννημα κι ὁρμὴ καὶ σφραγῖδα τοῦ μεγάλου νοῦ! Ὦ Λόγε ποὺ νοεῖσαι κι ἄνθρωπε ποὺ φαίνεσαι, ὁ ὁποῖος φέρεις τὰ πάντα προσδεδεμένα στὸ λόγο τῆς δυνάμεώς σου! Τώρα μὲν ἂς δεχθεῖς τὸ λόγο αὐτό, ὄχι ὡς ἀπαρχή, ἀλλ᾿ ὡς συμπλήρωση ἴσως τῆς δικῆς μας καρποφορίας, εὐχαριστία τὸ ἴδιο κι ἱκεσία, γιὰ νὰ μὴν κακοπάθουμε ἐμεῖς τίποτε περισσότερο πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἀναγκαίους κόπους κι ἱεροὺς πόνους γιὰ τὶς ἐντολές σου, μὲ τοὺς ὁποίους ζήσαμε μέχρι τώρα. Κι ἂς σταματήσεις τὴν ἐναντίον μας τυραννία τοῦ σώματος (βλέπεις. Κύριε, πόσο μεγάλη εἶναι καὶ πόσο μᾶς λυγίζει), ἢ τὴν κρίση σου, ἂν θέλαμε νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ σένα. Ἂν δὲ τερματίσουμε ἄξια μὲ τὸν πόθο μας καὶ γίνουμε δεκτοὶ στὶς οὐράνιες σκηνές, ἀμέσως κι ἐδῶ θὰ σοῦ προσφέρουμε θυσίες δεκτὲς στὸ ἅγιό σου θυσιαστήριο. Πατέρα καὶ Λόγε καὶ Πνεῦμα ἅγιο. Γιατὶ σὲ σένα ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.