Ο θάνατος, γεγονός έξόχως
συγκλονιστικό, προξενεί ανέκαθεν στόν άνθρωπο πόνο καί θλίψη. Ή πίστη τού
Χριστού,ή όποία περιβάλλει μέ ιδιαίτερη στοργή τόν άνθρωπο, σεβάσθηκε πάντοτε
τό είδος αύτό τού ανθρώπινου πόνου. ’Από αυτούς μάλιστα τούς χρόνους τής Π. Διαθήκης
μάς παρακίνησε νά παρηγορούμε όσους πενθούν. Ό Παροιμιαστής συμβουλεύει νά
δίνουμε λίγο κρασί σ’ έκείνους πού έχουν κυριευθεί άπό μεγάλη λύπη καί
πένθος,γιά νά μαλακώσει καί άνακουφισθεϊ έτσι ό πόνος τους (Παρ. λα [31] 6). Ό
ίδιος πάλι καλεϊ τόν θεοσεβή άνθρωπο νά έπισκέπτεται όσους πενθούν καί νά τούς
παρηγορεϊ, πράγμα τό όποίο είναι άπό πολλές απόψεις ώφέλιμο καί έν πάση
περιπτώσει πολύ ανώτερο άπό τήν έπίσκεψη σέ σπίτι όπου γίνεται συμπόσιο καί
γλέντι (Έκκλ. ζ' 2). Έξ άλλου ό θείος Παύλος μάς διδάσκει ότι πρέπει νά
συμπονούμε καί νά συμπάσχουμε μαζί μέ έκείνους πού κλαϊνε καί πενθούν (Ρωμ. ιβ'
[12] 15). Ό Μ. Βασίλειος τονίζει ότι πρέπει νά έπισκεπτόμαστε όσους πενθούν καί
νά τούς ώφελοόμε μέ λόγους παρηγορητικούς, νά μή κυριευόμαστε όμως άπό τή θλίψη
ούτε νά μιμούμεθα τούς θρήνους καί τίς φωνές έκείνων πού δέν πενθούν μέ τρόπο
θεάρεστο .
Άλλ’ έάν ό θάνατος
όποίουδήποτε ανθρώπου προξενεί πόνο καί θλίψη, πολύ περισσότερο ό θάνατος
συγγενικού μας προσώπου. Ή θλίψη γιά τόν αποχωρισμό τού άγαπημένου μας συζύγου,
τέκνου, γονέως, έκφράζεται συνήθως μέ άναφυλλητά, έπιτάφιους θρήνους, πολλά δάκρυα καί σπαραγμό
ψυχής. Ωστόσο ή πίστη τού Χριστού δεν έζήτησε από τόν άνθρωπο την άπάθεια ή την
άδιαφορία ένώπιον τού θανάτου των συγγενών του άφού καί αύτός ό Κύριος έδάκρυσε
γιά τόν θάνατο τού προσφιλούς φίλου του Λαζάρου. Καί ενώ βάδιζε πρός τό μνημείο
γιά νά τόν άναστησει, ήταν τόση ή συγκίνηση του, ώστε γιά νά την συγκρατήσει
την έπέπληττε μέσα του καί κατέβαλλε μεγάλη έσωτερική προσπάθεια (βλ. Ίω. ια'
[11] 35, 38).
Ό χωρισμός καί ή στέρηση
τών προσφιλών μας είναι «δυσφορώτατον», δηλαδή δυσβάστακτο βάρος, λόγω τού
συνδέσμου, όπως λέγει ό φωστήρ τής Καισαρείας. Παρατηρεί μάλιστα ότι αύτό
συμβαίνει καί σ' αύτά ακόμη τά άλογα ζώα, καί συμπληρώνει: Έγώ είδα κάποτε ένα
βόδι στό παχνί νά δακρύζει,γιατί είχε ψοφήσει τό ταίρι του στό ζυγό. Ό λογικός όμως άνθρωπος, καί μάλιστα ό
πιστός, πρέπει νά κυριαρχεί στόν έαυτό του καί νά μη λυπείται πέραν τού μέτρου.
Διότι άπό τήν άμετρη λύπη ούτε ό νεκρός ωφελείται ούτε αύτός πού πενθεί ό
δεύτερος μάλιστα κινδυνεύει νά βλαβεί άνεπανόρθωτα (πρβλ. Σ. Σειρ. λη' [38]
1821). Τάϊδια συμβουλεύει καί ό ιερός Χρυσόστομος, διότι, όπως λέγει, τό νά μή
λυπηθεί κανείς γιά τόν θάνατο συγγενούς του δέν είναι άνθρώπινο.
Βέβαια, οί άνθρωποι πού
έχουν άφοσιωθεί έξ ολοκλήρου στόν Θεόν, δηλαδή οί μοναχοί, προπέμπουν τούς
συμμοναστές τους πού έκοιμήθησαν (τό πράγμα ονομάζουν «προπομπήν» καί όχι
εκφορά) μέ ύμνους, μέ εύχαριστία καί δόξα πολλή πρός τόν Θεόν. Μόλις δέ
πληροφορηθούν ότι ό τάδε αδελφός έκοιμήθει, τότε «πολλή ή ευφροσύνη, πολλή ή
ήδονή» Διότι, όπως γράφει ό άγιος
Γρηγόριος ό Θεολόγος, σέ μία μοναστική αδελφότητα, τής όποίας έκοιμήθη ένας
αδελφός, γεγονότα όπως αύτά είναι αφορμή χαράς καί εύφροσύνης γιά όσους
αγωνίζονται νά ζούν σύμφωνα πρός τήν εύαγγελική αλήθεια. Προτρέπει μάλιστα τούς
συμμοναστές τού κοιμηθέντος νά μιμηθούν τό άγιο παράδειγμά του καί όχι νά
σκυθρωπάζουν καί νά λυπούνται
Τό πράγμα όμως διαφέρει,
όταν έκείνος πού έκοιμήθη δεν είναι μοναχός, αλλά ζεί μέσα στον κόσμο, έχει
οικογένεια, έχει παιδιά, έχει συγγενείς. Καί έάν τά άλογα ζώα, όπως εκείνο πού
άνέφερε ό Μ. Βασίλειος, δακρύζουν καί πονούν διότι στερούνται τό ταίρι τους,
πολύ περισσότερο είναι φυσικό νά λυπεϊται τό λογικό δημιούργημα τού Θεού, τό
όποίο δέν έχει άπλώς συνηθίσει, άλλ’ έχει συνδεθεί μέ τήν παρουσία τής συζύγου
ή τού συζύγου, των γονέων ή τού παιδιού του... Όμως επειδή ακριβώς είναι λογικό
πλάσμα, μπορεί καί πρέπει νά ύπερνικήσει τη θλίψη αύτή καί νά μήν τήν αφήσει νά
τόν κυριεύσει, όπως καί ό Θεάνθρωπος στην περίπτωση τού Λαζάρου. Αύτόν καί
έμείς άς μιμηθούμε, συμβουλεύει τό χρυσό στόμα «ως ό Χριστός τόν Λάζαρον
έκλαυσεν, ούτω κλαύσωμεν». Ό Χριστός έδάκρυσε θέλοντας νά δείξει καί σέ μάς
«μέτρα καί όρους», πού δέν πρέπει νά υπερβαίνουμε. Γιατί έδάκρυσε, αφού ύστερα
από λίγο έπρόκειτο νά άναστήσει τόν Λάζαρο; Τό έκαμε γιά νά μάθεις σύ «μέχρι
πόσου» πρέπει νά δακρύζεις. Μέ τόν τρόπο αύτό «καί τό τής (ανθρώπινης) φύσεως
συμπαθές ένδειξώμεθα, καί τήν τών απίστων μίμησιν άποκρουσώμεθα»
Οί μακράν τού Θεού άνθρωποι
έχουν κάθε λόγο νά θρηνούν καί νά όλοφύρωνται οί Χριστιανοί όμως δέν έχουν
καμμία δικαιολογία γι’ αύτά. Διότι, έκτος τής έλπίδος τής αιώνιας ζωής, ή όποία
μάς προσφέρει μεγάλη παρηγοριά, καλούμαστε νά σκεφθούμε καί τούτο: Κλαίμε καί
θρηνούμε, διότι έκείνος πού φεύγει ήταν κακός; Αλλά γι’ αύτό ακριβώς πρέπει νά
εύχαριστούμε τόν Θεόν, παρατηρεί ό θείος Χρυσόστομος, διότι ό θάνατος άνέκοψε
τήν πρόοδό του στήν κακία. Κλαίμε διότι ήταν «χρηστός (ήθικός, τίμιος, αγαθός)
καί έπιεικής;» ’Αλλά καί γι’ αύτό πρέπει πάλι νά χαίρουμε, διότι έκλήθη άπό τόν
Θεόν γρήγορα, προτού τόν προσβάλει ή κακία καί «άλλάξη σύνεσιν αύτού» (Σ. Σολ.
δ' 11). Τώρα πήγε σέ τόπο όπου είναι ασφαλισμένος καί δέν υπάρχει κίνδυνος
μεταβολής τού χαρακτήρα του. Θρηνείς μήπως, ρωτά ό θείος Πατήρ,γιατί ήταν νέος;
’Αλλά «καί διά τούτο δόξασον τόν Θεόν», ό όποιός τόν προσέλαβε καί τόν έκάλεσε νωρίς
πρός την καλύτερη ζωή. Δεν ήταν νέος καί ήταν προχωρημένος στήν ηλικία; «Καί
διά τούτο εύχαρίστησον, καί τόν λαβόντα (Θεόν) δόξασον πάλιν»
’Εάν μέναμε πάντοτε εδώ
στή γη, τότε θά είχαμε κάθε λόγο νά κλαιμε καί νά θρηνούμε γιά εκείνους πού
άποθνήσκουν. Έφ’ όσον όμως όλοι βαδίζουμε πρός τά έκεϊ, ας μήν οδυρόμαστε γι’
αύτούς πού φεύγουν πρίν από μάς. Έξ άλλου δέν βλέπεις, λέγει ό ίδιος Πατήρ, τί
κάνουμε γιά έκείνους πού μάς πρόλαβαν στό δρόμο αυτό; Τούς προπέμπουμε μέ
ψαλμούς καί ύμνους μέ όλα αύτά έκφράζουμε «τήν πρός τόν Δεσπότην ευχαριστίαν».
Τούς ενδύουμε μέ και νούργια ρούχα μέ αύτά φανερώνουμε από τώρα «τό καινόν
ένδυμα τής αφθαρσίας», τό όποίο θά φορέσουμε στήν αιώνια μακαριότητα. «Μύρον
καί έλαιον έπιχέομεν, καί χρίσμα τού βαπτίσματος συμπορευόμενον αύτοίς εις
έφόδιον πιστεύοντες». Τούς συνοδεύουμε μέ ευώδη θυμιάματα καί αναμμένα
κεριά,γιά νά δείξουμε μέ τόν τρόπο αύτό ότι, αφού άπελύθησαν «τού σκοτεινού
βίου, πρός τό φώς τό άληθινόν έπορεύθησαν». Τοποθετούμε τή σορό τους μέ πρόσωπο
στραμμένο πρός άνατολάς, «προσημαίνοντες διά τού σχήματος τήν άνάστασιν»,ή
όποία αναμένει τόν αγαπημένο μας
Άλλ’ οί θεηγόροι Πατέρες
τής Εκκλησίας, οί άγιες καί επομένως κατ’ εξοχήν εύαίσθητες καί συμπαθείς στόν
πόνο ψυχές, οί όποίες αγάπησαν καί συνεπάθησαν τόν άνθρωπο όσο κανείς άλλος από
τούς άνθρώπους, λέγουν πολλά, προκειμένου νά μάς παρηγορήσουν γιά τόν θάνατο
τών προσφιλών μας. Είναι δέ χαρακτηριστικό ότι απαντούν σέ όλα όσα ρωτούν ό
πατέρας ή ή μητέρα, ό σύζυγος ή ή σύζυγος ή τά παιδιά, οί όποίοι έπλήγησαν από
τό πένθος τού αγαπημένου τους. Τούς παρακολουθούμε στή συνέχεια, διότι έχουμε
νά λάβουμε πολλή παρηγοριά καί ειρήνη ψυχής.
Γιά τό πένθος τού συζύγου
ή της συζύγου
Ιδού πώς μάς παρηγορούν
οί φωτισμένοι άπό τό Παράκλητον Πνεύμα θείοι Πατέρες γιά τό πένθος τού συζύγου
ή τής συζύγου. Διότι ή στέρηση τού ένός έκ των δύο συζύγων είναι όμολογουμένως πολύ αισθητή σ’ εκείνον ό
όποιός μένει. Τό πλήγμα άπό τόν θάνατο τής συντρόφου ή τού συντρόφου δημιουργεί
θλίψη βαθύτατη καί μεγάλο ψυχικό τραύμα στό άλλο μέλος τής οικογένειας.
Πολλοί, όταν κλαίνε τόν
προσφιλή τους, λένε καί επαναλαμβάνουν: Τόν συνηθίσαμε τώρα πώς θά ζήσουμε
χωρίς τήν παρουσία του, ή όποία γέμιζε τό σπίτι; χωρίς τη συντροφιά του, χάρη
στήν όποία ό πόνος μας μοιραζόταν καί γινόταν υποφερτός;
Πράγματι ό χωρισμός είναι
κάτι τό δυσκολοβάστακτο, λόγω τής συνήθειας. Τό νά θρηνεί όμως ό άνθρωπος γιά
τόν χωρισμό αύτό είναι παράλογο, λέγει ό Μ. Βασίλειος. Καί συμβουλεύει: Μη
θέλεις νά συμφωνούν οί νόμοι τών ψυχών μέ τίς έπιθυμίες σου. Όσοι έχουν
συνενωθεί κατά τη διάρκεια τής παρούσης ζωής καί έπειτα χωρίζονται μέ τόν
θάνατο, μοιάζουν μέ οδοιπόρους οί όποίοι βαδίζουν ένα δρόμο. ’Επειδή συνήθισαν
νά προχωρούν μαζί, έχουν συνδεθεί στενά έξ αιτίας τής μεταξύ τους
συναναστροφής. Όταν όμως φθάσουν στό σημείο πού πρέπει νά χωρίσουν, καί ό
καθένας είναι αναγκασμένος νά άκολουθήσει τόν δρόμο του, δέν αναχαιτίζονται άπό
τόν σύνδεσμο. Χωρίζονται καί καθένας κατευθύνεται πρός τό δικό του τέρμα. Έτσι
καί τώρα· βαδίζατε μαζί μέ τό αγαπητό σας πρόσωπο τόν σύζυγο,τή μητέρα,τό παιδί ήλθε όμως ή ώρα νά χωρισθείτε. Συνηθίσατε ό
ένας τόν άλλον. Άλλ’ ό Θεός, ό όποιός μάς έπλασε καί μάς έδωσε τήν ψυχή, όρισε
καί γιά τόν καθένα ξεχωριστό τρόπο ζωής καί αναστροφής. Σέ άλλους πάλι έθεσε
διαφορετικούς όρους έξόδου άπό τήν παρούσα ζωή. Γιά άλλον όρισε, μέ τήν αγάπη
καί τήν πανσοφία του, νά παραμείνει εδώ σωματικά περισσότερο χρόνο. Γιά άλλον
άποφάσισε, σύμφωνα μέ τήν άπόρρητη σοφία καί δικαιοσύνη του, νά απελευθερωθεί
άπό τά δεσμά τού σώματος νωρίτερα. Όπως ό καθένας έχει ιδιαίτερη αρχή, έτσι
έχει καί ιδιαίτερο τέλος τής επίγειας ζωής
«Συνήθειαν επιζητείς» καί
γι’ αύτό οδύρεσαι καί θρηνείς; ρωτά ό ιερός Χρυσόστομος. Καί άπαντά, έννοώντας
βέβαια έκείνον πού άποθνήσκει μέ την πίστη στόν Θεόν καί στην ανάσταση τών
νεκρών: Αλλά πώς δεν είναι άτοπο αύτό; Έάν ένύμφευες τήν κόρη σου, καί ό
γαμβρός σου τήν έπαιρνε καί έφευγε σέ μακρινή χώρα καί ζούσαν έκεϊ
εύτυχισμένοι, δεν θά θεωρούσες καθόλου κακό τό γεγονός. Μέ τή φήμη τής εύτυχίας
θά παρηγορούσες τή λύπη σου γιά τό χωρισμό. Έδώ λοιπόν γιατί λυπεϊσαι καί
πονείς καί θρηνείς; Αύτός ό όποιός παρέλαβε τόν προσφιλή σου δέν είναι
συνηθισμένος άνθρωπος ούτε κάποιός σύνδουλός σου είναι ό ίδιος ό Δεσπότης
Χριστός . Δέχομαι άσφαλώς ότι ή συνήθεια τόν έκαμε ποθητό καί άγαπητό. Άλλ’
έάν σκεφθεϊς ωριμότερα καί άναλογισθείς ποιός είναι έκεϊνος ό όποιός προσέλαβε
κοντά του τό άγαπημένο σου πρόσωπο, θά μπορέσεις νά ύπερνικήσεις καί τό κύμα
αύτό τού πόνου, τό όποίο σού προξενεί ό χωρισμός
Ήταν ό προστάτης μου,
λένε άλλοι πού θρηνούν. Έάν όμως ζητείς προστασία, παρατηρεί ό θείος
Χρυσόστομος, «καί διά τούτο θρηνείς τόν άνδρα», πρόσφυγε στόν Θεόν, πού είναι ό
προστάτης καί σωτήρας καί εύεργέτης όλων τών ανθρώπων. Ζήτησε τή συμμαχία του
τήν άκαταμάχητη, «τήν ευκολον βοήθειαν, τήν διαρκή σκέπην, τήν πανταχού
παρούσαν», ή όποία μάς άσφαλίζει άπό παντού
. Χάσαμε τήν προστασία τού προσφιλούς μας, έχουμε όμως τήν κραταιά
συμμαχία τού πανοικτίρμονος καί παντοδυνάμου Θεού.
Θρηνώ καί οδύρομαι, λένε
άλλοι, διότι στό πρόσωπο πού έφυγε στήριζα τίς έλπίδες μου. Ό σύζυγός μου, τό
παιδί μου, μέ παρηγορούσαν καί μέ ένίσχυαν μέ τίς χρηστές έλπίδες πού στήριζα
έπάνω τους. «Διά τούτο ζητώ τόν άνδρα διά τούτο (ζητώ) τόν υιόν διά τούτο
κόπτομαι (κτυπώ τό στήθος καί τήν κεφαλή άπαρηγόρητα) καί θρηνώ». Όχι διότι
άπιστώ στήν άνάσταση, άλλά διότι έμεινα έρημη άπό κάθε βοήθεια διότι έχασα τόν
προστάτη, τόν σύνοικο, τόν παρηγορητή αύτόν μέ τόν όποίο μοιραζόμαστε τή θλίψη.
Άλλά, άπαντά ή χρυσή γλώσσα, έάν πενθείς γι’ αύτά, τότε έπρεπε νά πενθείς σ’
ολόκληρη τη ζωή σου. Έφ’ όσον όμως τό πένθος σου διαρκεϊ μόλις ένα χρόνο καί
κατόπιν τά λησμονείς αύτά,τότε δέν πενθείς γιά εκείνον πού έφυγε, ούτε γιά τήν
προστασία. Λέγεις ότι δέν ύποφέρεις τόν χωρισμό τού άνδρός ή τού παιδιού σου;
Άλλ’ αύτό δέν είναι απόδειξη όλιγοπιστίας; Διότι νομίζεις ότι σέ ασφαλίζουν ό
σύζυγος ή τό παιδί καί όχι ό Θεός. Αυτή
ή όλιγοπιστία παροργίζει τόν Θεόν. Γι’ αύτό παραλαμβάνει συχνά τούς
προστάτες σου αύτούς,γιά νά μήν είσαι τόσο πολύ δεμένη μαζί τους γιά νά μη
στηρίζεις έπάνω τους τίς ελπίδες σου. Επειδή στρεφόμαστε πρός τά κάτω καί
λησμονούμε τόν Θεόν, γι’ αύτό ό στοργικός Θεός καί χωρίς νά θέλουμε μάς σύρει
στόν δικό του πόθο. Μήν άγαπάς τόν άνδρα σου περισσότερο από τόν Θεόν, καί
ούδέποτε θά αισθανθείς τή χηρεία. Ή καλύτερα, καί άν σού συμβεϊ, δέν θά τήν
αισθανθείς. Διότι έχεις προστάτη τόν αθάνατον Θεόν, ό όποιός σέ αγαπά πολύ
περισσότερο από τόν σύζυγο ή τό παιδί σου
Γιά τόν άνθρωπο τού
Χριστού, όπως αναπτύξαμε, καθαυτό θάνατος είναι ή αμαρτία. Λύτην άκριβώς τήν
άλήθεια ύπογραμμίζουν οί θείοι Πατέρες, όταν παρηγορούν όσους πενθούν γιά τόν
θάνατο των προσφιλών τους. Τούτο τονίζει καί ό Θεολόγος Γρηγόριος, προκειμένου
νά παρηγορήσει τήν εύσεβή μητέρα του Νόννα γιά τόν θάνατο τού πατέρα του. Τά
πράγματα τού κόσμου, έλεγε ό Θεολόγος Πατήρ στόν Επιτάφιο λόγο του, τόν όποίο
έξεφώνησε παρουσία τού φίλου του Μ. Βασιλείου, είναι προσωρινά φθίνουν καί
φθείρονται. Μία είναι ή καθαυτό ζωή, νά έχουμε στραμμένα τά βλέμματά μας πρός
τήν άληθινή ζωή. Ούσιαστικά ένας θάνατος ύπάρχει,ή αμαρτία, διότι αύτή είναι ό
όλεθρος τής ψυχής. Όλα τά άλλα, γιά τά όποία μερικοί έχουν μεγάλη ιδέα, είναι
φευγαλέα όνειρα, τά όποία περιπαίζουν αύτά πού έχουν πραγματική ύπόσταση. Είναι
απατηλές φαντασίες τής ψυχής. Έάν, μητέρα μου, σκεπτόμαστε κατ’ αύτόν τόν
τρόπο, ούτε στήν παρούσα ζωή θά δώσουμε μεγαλύτερη αξία από εκείνη πού τής
άξίζει, ούτε γιά τόν θάνατο (τού πατέρα) θά λυπηθούμε ύπερβολικά. ’Έπειτα από
αύτές τίς σκέψεις άς σκεφθούμε τί τό φοβερό λοιπόν πάθαμε, άν έχουμε ήδη
μεταβεί από αύτήν έδώ τή ζωή τήν πρόσκαιρη πρός τήν αληθινή καί αιώνια;
Προέπεμψες τήν σύζυγο,
μητέρα παιδιών; ρωτά ό θείος Χρυσόστομος. Μην κυριευθείς από άμετρη θλίψη καί
απόγνωση. Δοξολόγησε καί εύχαρίστησε τόν Θεόν «άσφαλίσθητι» μέ τόν τρόπο αυτό,
ώστε νά μήν προσκρούσεις στη φιλανθρωπία τού Δεσπότου Κυρίου, «μήπως καί σύ
άπέλθης» . Γιά όλα νά εύχαριστείς τόν
Θεόν, παραγγέλλει στόν σύζυγο ό θείος Πατήρ. Καί άν ακόμη χάσεις τήν καλή δέσποινα
τού σπιτιού σου, καί πάλι «εύχαρίστει» Διότι ϊσως ό Θεός μέ τή στέρηση αύτή
θέλει, εκτός τών άλλων, νά σέ οδηγήσει σέ μεγαλύτερους άθλους καί νά σέ
στεφανώσει μέ λαμπρότερους στεφάνους. ’Ίσως θέλει νά σέ οδηγήσει σέ εγκράτεια,
καί γι’ αύτό σέ ελευθερώνει άπό τόν σύνδεσμο τού γάμου. ’Άν έτσι σκεπτόμαστε
καί φερόμαστε, θά έχουμε καί στίς στιγμές αυτές εσωτερική ειρήνη καί
«εύθυμίαν», θά αξιωθούμε όμως καί τών στεφάνων της μελλούσης βασιλείας.
Άπέθανεν ό σύζυγος καί
έμεινε μόνη ή σύζυγος; Σέ ρωτώ, λέγει εκτός τών άλλων στή χήρα ό ιερός Πατήρ:
Έάν είχες άνδρα πού νά είναι πάντοτε σύμφωνος μέ τή γνώμη σου άνδρα προκομμένο,
ό όποιός νά σέ τιμά παντού άνδρα πού νά επαινείται άπό όλους, συνετό, σοφό, ό
όποιός νά σέ αγαπά καί γι’ αύτό νά σέ μακαρίζουν όλοι έάν είχες ένα τέτοιο
σύζυγο, αποκτούσες μαζί του καί παιδί, τό παιδί όμως άπέθνησκε μικρό, άραγε θά
αισθανόσουν πολύ τό πένθος γιά τήν απώλεια τού παιδιού σου; Καθόλου διότι ή
πολλή αγάπη πού τρέφεις πρός τόν σύζυγο σκεπάζει καί διασκορπίζει τό πένθος τού
παιδιού. Έτσι καί τώρα έάν άγαπάς τόν Θεόν περισσότερο άπό τόν άνδρα σου,
παραλάβει δέ αύτόν ό Θεός, δέν θά αισθανθείς τό πένθος. Λέγεις ότι ό σύζυγός
σου σέ προστάτευε καί ό Θεός δέν ένδιαφέρεται γιά σένα. ’Αλλά τί είναι αύτά τά
τόσο έξοργιστικά πού λέγεις; Όλα τά έλαβες άπό τόν στοργικόν Θεόν ένώ άπό τόν
σύζυγο τί έλαβες; Καί άν ακόμη ό σύζυγος σέ εύεργέτησε σέ κάτι, σέ εύεργέτησε
διότι τόν φρόντιζες. Ένώ ό Θεός μάς εύεργετεί καθ’ όν χρόνον δέν έχει τήν
ανάγκη μας. Μάς ευργετεί άπό άγαθότητα
καί μάς προσφέρει βασιλεία αιώνια, «ζωήν αθάνατον, δόξαν, υιοθεσίαν» καί μάς
καθιστά «συγκληρονόμους τού Μονογενούς» Υιού του. Τί άπ’ όλα αύτά σού χάρισε ό
σύζυγος; Τί έλαβες άπό εκείνον; Ώδινες καί πόνους, πολλές φορές «καί ύβρεις,
καί λοιδορίας καί έπιτιμήσεις καί αγανακτήσεις». Θά μου άντιλέξεις ότι έλαβες καί άλλα αγαθά. Ποιά είναι αύτά; Ότι
σέ στόλισε μέ πολυτελή φορέματα; Ότι σού έβαλε χρυσά περιδέραια ή σκουλαρίκια
καί ότι σέ έκαμε σεβαστή σέ όλους; ’Έχει
όμως καί «ουτος ό βασιλεύς (δηλαδή ό Θεός) ίμάτια», όχι τέτοια αλλά πολύ καλύτερα. Ενδύματα τής
ψυχής πολυτελή καί λαμπρά, τή σεμνότητα καί τήν τίμια χηρεία. Άλλ’ άνησυχεϊς
ποιός θά θρέψει τά παιδιά σου; Ποιός άλλος; Ό Πατέρας τών ορφανών. Λέγεις
ότι χωρίς τόν πατέρα τους δέν είναι
ένδοξα τά παιδιά σου; Γιατί; Έχουν Πατέρα τόν Θεόν καί δέν είναι ένδοξα; Πόσα
ορφανά θέλεις νά σου άναφέρω, πού άνετράφησαν άπό χήρες καί έλαμψαν στόν κόσμο;
Καί πόσα παιδιά, πού είχαν τόν πατέρα τους καί όμως χάθηκαν; Αύτά λοιπόν νά
σκέπτεσαι, συμβουλεύει τή χήρα ή χρυσή γλώσσα, καί τότε τίποτε δέν θά σού είναι
ανυπόφορο. «Άπεσχίσθης τού άνδρός, άλλ’ ήνώθης τώ Θεώ». Δέν έχεις τώρα
«συνόμιλον (σύντροφο) τόν όμόδουλον, άλλ’ έχεις τόν Δεσπότην» Θεόν.
«Διχοτομίαν», δηλαδή
διχοτόμηση ονομάζει καί ό Μ. Βασίλειος τόν χωρισμό τού συζύγου άπό τή σύζυγο έξ
αφορμής τού θανάτου. Λυπήθηκε ό θείος Πατήρ καί στέναξε, όπως ομολογεί στή
σύζυγο τού Βρίσωνος, δταν πληροφορήθηκε τόν θάνατο τού τελευταίου. Έδειξε επί
πλέον καί απόλυτη κατανόηση γιά τό πένθος τής χήρας τού Βρίσωνος, τού όποίου
τόν θάνατο θεώρησε «βαρύ καί δύσφορον συμβάν» γιά τή σύζυγο, τής οποίας ή ψυχή
ήταν έκ φύσεως καλή καί ό χαρακτήρας γλυκύς καί ήμερος. ’Αλλά τήν παρηγορεί μέ
τήν ύπόμνηση ότι ό θάνατος είναι ό
κοινός κλήρος όλων τών ανθρώπων άπό τού Άδάμ καί έξής. Κατόπιν τής υπενθυμίζει
ότι ό σύζυγός της έφυγε στήν ακμή τής
ήλικίας του καί χωρίς νά καταδαπανηθεϊ τό σώμα του άπό αρρώστια. Τής προσθέτει
ότι πρέπει νά παρηγορείται, γιατί
αξιώθηκε νά συζήσει μέ ένα τέτοιον άνδρα, τού όποίου ή άπώλεια έγινε αισθητή σ’
ολόκληρη τήν αύτοκρατορία. Νά ένθυμείται λοιπόν ή σύζυγός του τήν άρετή του καί
μέ αύτή νά παρηγορείται. Νά βλέπει τά παιδιά πού απέκτησε μαζί του ώς «εικόνας
εμψύχους», πού θά τήν παρηγορούν γιά τήν άπουσία τού αγαπημένου της. Τέλος την
συμβουλεύει νά μεριμνά ώστε νά περάσει τόν ύπόλοιπο χρόνο τής ζωής της μέ τρόπο
εύάρεστο στον Κύριον καί νά γίνει σέ όλους καλό παράδειγμα ενάρετου βίου.
Αλλά καί ό ιερός
Χρυσόστομος ανοίγει τά σπλάγχνα τής πλούσιας αγάπης του, γιά νά παρηγορήσει τόν
πόνο νεαρής χήρας γνωστής του οικογένειας. Μέ άπέραντη κατανόηση παρηγορεϊ τή
χήρα τού χρηστού καί επιφανούς στήν εποχή του Θηρασίου καί τής λέγει μεταξύ
άλλων: Έάν πενθείς διότι ήταν πιστός, καλοκάγαθος καί ένάρετος, τότε θά έπρεπε
μάλλον νά χαίρεσαι, διότι άπεδήμησε στήν άλλη ζωή «μετά πολλής τής άσφαλείας
καί τής δόξης» καί τώρα ζεί «έν ειρήνη». Αλλά θέλεις νά άκοός τή φωνή του, νά
απολαμβάνεις τή λαμπρή καί εύγενή παρουσία του καί τήν αγάπη του; Ζήσε λοιπόν
μέ άγνότητα, μείνε πιστή σ’ αύτόν καί τώρα πού έμεινες χήρα, προθυμοποιήσου νά
παρουσιάσεις ζωή αντάξια έκείνου, καί τότε θά άποδημήσεις στόν ίδιο μέ εκείνον
τόπο, γιά νά συγκατοικήσεις μαζί του στόν μακάριο τόπο, όπου ό χορός τών άγιων,
όχι γιά πέντε καί είκοσι καί έκατό καί χίλια καί δυό χιλιάδες καί δέκα χιλιάδες
καί πολλές φορές τόσα χρόνια, άλλά στούς άπέραντους καί ατελεύτητους αιώνες.
Τόν επιθυμείς, διότι θά ανέβαινε σέ μεγάλα άξιώματα καί έτσι θά είχες ασφάλεια;
Άλλά πόσοι από τούς άρχοντες πού τιμώνται μέ άξιώματα τελειώνουν τή ζωή τους μέ
φυσικό θάνατο; Συνήθως επάνω τους επιπίπτουν οί βίαιοι θάνατοι, οί όποίοι
βυθίζουν τίς συζύγους τους σέ βαρύ πένθος. Θέλεις όμως νά είναι άσφαλής ή
περιουσία πού σού άφησε; Δέν έχεις παρά νά άποστείλεις τήν περιουσία αύτή στόν
ούρανό, πλησίον τού συζύγου σου, μέ τίς αγαθοεργίες καί έλεημοσύνες σου. Έτσι
εδώ μέν θά είσαι ασφαλισμένη, εκεί δέ θά βρεις τούς θησαυρούς σου, όταν
πεθάνεις. Καί τελειώνει τήν παράκλησή του ό ιερός Χρυσόστομος: ’Άφησε τούς
θρήνους· συνέχισε τήν ίδια μέ εκείνον ζωή ή μάλλον ακόμη περισσότερο
προσεκτική. ’Έτσι θά μπορέσεις νά συγκατοικήσεις καί νά ενωθείς πάλι μαζί του
στούς αθάνατους αιώνες· όχι βέβαια μέ αύτήν έδώ «τήν τού γάμου συνάφειαν»,άλλά
μέ άλλη πολύ ανώτερη. Έδώ ύπάρχει μόνο σύνδεσμος σωμάτων ένώ τότε θά
πραγματοποιηθεί ένωση «ψυχής πρός ψυχήν»· ένωση τελειότερη, πολύ γλυκύτερη καί
άνώτερη τής έδώ σωματικής καί σαρκικής ένώσεως".
«Νά μή θρηνήσω τό παιδί
μου;»
Εκεί όπου ό πόνος τού
ανθρώπου πού πενθεί είναι κατ’ έξοχήν
βαρύς καί τά παράπονα ακούονται τό ένα κατόπιν
του άλλου, είναι ό θάνατος παιδιού στην οικογένεια. Έάν μάλιστα τό παιδί
είναι μονάκριβο, τότε ό κλαυθμός είναι άπαρηγόρητος, ό σπαραγμός μεγάλος, ό
πόνος βαθύς. Αλλά καί στην περίπτωση αύτή οί θεοφόροι Πατέρες παρουσιάζονται
κατ’ έξοχήν στοργικοί, παρηγορητικοί καί πολύ συμπαθείς πρός τούς γονείς.
’Άς ακούσουμε πώς
παρηγορεί ό θείος Χρυσόστομος τόν πατέρα ό όποιός έχασε τό παιδί του καί ό
όποιός λέγει πληγωμένος από τόν πόνο: Είχα ένα μονάκριβο παιδί, εύγενικό καί
ωραίο. Αύτό ήταν ή διαδοχή τού γένους μου, ό κληρονόμος τής περιουσίας μου, ή
παρηγοριά τής λύπης μου,τό στήριγμα των γηρατειών μου. Ηταν χαρούμενο τό αγόρι
μου, καταδεκτικό, εύπροσήγορο, έπιθυμητό από όλους. Αύτό τό μοναχοπαίδι, τό
τόσο χαριτωμένο, έφυγε ξαφνικά μέσα από τά χέρια μου. «Καταλιπών (αφού
έγκατέλειψε) τόν γεννήσαντα, άπήλθε πρός τόν πλάσαντα (...)· χωρισθείς
σπλάγχνων μητρός κατήλθεν εις μνήμα γής τής πάντων μητρός». Νά μή τό κλάψω; Νά
μή τό θρηνήσω; Νά μή τό άναζητήσω ως κόρην οφθαλμού; Δέν μπορώ όχι, δέν
μπορώ... Όσες διδασκαλίες καί αν μάς κάμεις, συνεχίζει ό πονεμένος πατέρας, καί
άν ακόμη δοκιμάσεις χίλιες φορές νά μάς συμβουλεύσεις νά μή λυπούμεθα, δέν θά
μάς πείσεις... Φυσικός, πολύς καί βαρύς ό πατρικός καί μητρικός πόνος γιά τό
μονάκριβο παιδί τους. Σ’ αύτά όμως άπαντά ό ιερός Πατήρ: ’Άνθρωπέ μου, δέν σου
λέγω τέτοιο πράγμα. Ούτε νομοθετώ ότι δέν πρέπει νά κλαίς γιά τόν θάνατο τού
παιδιού σου. ’Εάν σού πώ κάτι τέτοιο, θά πώ λόγο αδύνατο. Διότι είμαι καί έγώ
άνθρωπος θνητός, γεννήθηκα καί έγώ από μητέρα καί είμαι τής ίδιας φύσεως μέ
σένα.
Καί συνεχίζει ό γνώστης
τής ανθρώπινης ψυχής θείος Χρυσόστομος, μέ πλήρη κατανόηση πρός τόν ανθρώπινο
πόνο: Γνωρίζω τόν όδυρμό των πατέρων, καί τών μητέρων τόν στεναγμό γνωρίζω
«αυτών την θάλασσαν τής άθυμίας» καί «της ταραχής τήν αδημονίαν» (τήν
ύπερβολική θλίψη καί αγωνία). Γνωρίζω πώς μέ τή φαντασία ζωντανεύουν μπροστά
τους τό αγαπημένο παιδί τους, τίς συνήθειες, τίς κινήσεις, τά λόγια του.
Μετά τήν κατανόηση πρός
τούς πενθούντες γονείς καί τή συμπάθεια έρχεται ή παρηγοριά καί ή ενίσχυση, οί
όποίες στηρίζονται στόν αψευδή λόγο τού Θεού. Γράφει ό Μ. Βασίλειος πρός πατέρα
γιά τόν θάνατο τού υιού του, νεαρού καί καλού Χριστιανού φοιτητού. Ό τελευταίος
έφυγε γιά νά σπουδάσει, άλλά τόν έφεραν πίσω στόν πατέρα νεκρό: Θρηνείς
λοιπόν,λέγει ό φωστήρ τής Καισαρείας πρός τόν πατέρα πού πενθεί. Μή λησμονείς
όμως ότι τόν άγαπητό σου δέν τόν κατέκρυψε ή γη, άλλά τόν ύποδέχθηκε ό ουρανός.
Τόν μετέστησε ό Θεός, ό όποιός οικονομεί πάνσοφα τή ζωή μας. Εκείνος ό όποιός
νομοθετεί γιά τόν καθένα «τάς οροθεσίας τών χρόνων». Έχουμε ώς μάθημα γιά τίς
μεγάλες συμφορές τήν περιβόητη εκείνη φωνή τού μεγάλου Ίώβ, ό όποιός είπε «ό
Κύριος έδωκεν, ό Κύριος άφείλατο (άφήρεσε) ώς τω Κυρίω έδοξεν. ούτω καί έγένετο
είη τό όνομα Κυρίου εύλογημένον εις τούς αιώνας» (Ίώβ α 21)
Ό άγιος Ιωάννης ό
Χρυσόστομος θά προσθέσει καί τούτο στόν παρηγορητικό λόγο τού Μ. Βασιλείου: Δέν
παρέλαβε τό παιδί σου άνθρωπος, άλλ’ ό δημιουργός Θεός αυτός ό όποιός φροντίζει
γιά σένα περισσότερο άπό κάθε άλλον. Δέν τό παρέλαβε κανείς εχθρός ή έπίβουλος
άνθρωπος. Σκέψου όμως καί κάτι άλλο πόσα παιδιά πού ζούν δέν έκαμαν «τόν βίον
άβίωτον» ατούς γονείς τους Θά μού άντιλέξεις όμως γιατί βλέπεις τά κακά παιδιά
καί δέν βλέπεις τά καλά καί ύπάκουα; Σού απαντώ. Βλέπω καί αυτά δέν τό
άρνούμαι. Άλλά τό παιδί σου, τό όποίο άπέθανε, είναι περισσότερο άσφαλισμένο
άπό αύτά πού ζούν. Προοδεύουν, δέν λέγω, άλλ’ είναι άδηλο τό τέλος τους. Ένώ
γιά τό παιδί σου,τό όποίο είναι στόν ούρανό, δεν έχεις κανένα λόγο ν’ ανησυχείς
ούτε νά τρέμεις ότι θά πάθει κάτι κακό.
Εκείνο τό όποίο
καταδικάζουν μέ αύστηρή γλώσσα οί άγιοι Πατέρες είναι ό γογγυσμός έναντίον του
Θεού, τό βογγητό καί παράπονο άπό αγανάκτηση καί δυσφορία, πού άκούεται από
ορισμένους γονείς κατά τίς ώρες τής θλίψεως καί ιδιαίτερα του θανάτου τών
παιδιών τους. «Δεινόν γάρ, δεινόν ό γογγυσμός», λέγει ό χρυσούς τήν γλώσσαν
Πατήρ. Είναι όμοιος πρός τήν βλασφημία ό γογγυσμός. Διότι «άχαριστία τό πράγμά
έστιν. Ό γογγύζων άχαριστεϊ τώ Θεώ ό δέ άχαριστών τώ Θεώ, άρα βλάσφημος». Ό
δίκαιος Ίώβ, ύπενθυμίζει ό θείος Χρυσόστομος, δέν έγόγγυσε έναντίον τού Θεού,
όταν έχασε ξαφνικά καί διά μιάς έπτά υιούς καί τρεις θυγατέρες. Καί όλα αύτά
πότε συνέβησαν; Κατά τούς χρόνους τής Π. Διαθήκης. «Πρό τής χάριτος, πρίν ή
περί άναστάσεώς τι λεχθήναι». Ένώ έμείς, οί όποίοι άκούμε τό κήρυγμα «τών
προφητών καί αποστόλων καί εύαγγελιστών», έμείς οί όποίοι είδαμε τόσα πολλά
παραδείγματα δικαίων άνδρών καί οί όποίοι μάθαμε «τούς περί άναστάσεώς λόγους»,
έξακολουθούμε νά άδημονούμε, νά στενοχωρούμαστε καί νά θρηνούμε, παρ’ όλον ότι
κανένας μας δέν έπαθε τόσες πολλές συμφορές όσες ό Ίώβ .
Άλλ’ έπειδή τό παράδειγμα
τού δικαίου, πολυτέκνου καί πολυάθλου Ίώβ είναι χαρακτηριστικό καί έξόχως
διδακτικό, γι’ αύτό οί θεοφόροι Πατέρες έπανέρχονται σ’ αύτό συχνότατα.
Ό ιερός Χρυσόστομος,
καθώς προσπαθεί νά παρηγορήσει τούς γονείς πού έχασαν τό παιδί τους, άνατρέχει
συχνά στόν πολύαθλο Ίώβ. Καί μέ τή φωτισμένη άπό τό Παράκλητον Πνεύμα διάνοιά
του, τήν αγία ψυχή του καί τήν απαράμιλλη δύναμη του ρητορικού του ταλάντου
ζωγραφίζει τήν οδύνη καί τόν απερίγραπτο πόνο τού δικαίου Ίώβ άπό τά
αλλεπάλληλα πλήγματα τού θανάτου στά άγαπημένα του παιδιά, καί ύπογραμμίζει τή
θερμή καί σταθερή πίστη του. ’Άς τόν παρακολουθήσουμε, καί ιδιαίτερα οί
πονεμένοι γονείς, γιά νά λάβουμε πολλή παράκληση. Μ’ αύτόν τόν τρόπο αντί
γογγυσμών θά προσφέρουμε εύχαριστία καί δοξολογία πρός τόν αγαθό Κύριό μας.
Πληροφορήθηκε ό Ίώβ
ότι οί έπτά υιοί του καί οί τρεις
θυγατέρες του, ένώ έτρωγαν καί έπιναν στό σπίτι τού μεγαλύτερου αδελφού τους,
καταπλακώθηκαν άπό τό σπίτι,τό όποίο κατέρρευσε από σφοδρό καί βίαιο άνεμο (Ίώβ
α1819). Έτσι έγινε «ό οίκος τάφος» των δέκα παιδιών «καί ή τράπεζα συμφοράς
σκάφος». Καί όμως ό Ίώβ δέν τά έχασε. Δέν κατέπεσε. Οί γονείς, παρατηρεί ό
θείος Χρυσόστομος, δταν έχουν άγόρι τό όποίο βρίσκεται στά πρόθυρα τού θανάτου,
κάθονται δίπλα του, άκούνε τά τελευταία του λόγια ή λέξεις, χαϊδεύουν τά χέρια
του, τό φιλούν μέ «τά τελευταία των πατέρων φιλήματα». Καί δταν ξεψυχήσει
πλέον, μέσα σέ θρήνους σταυρώνουν τά χέρια τού παιδιού, κλείνουν τά μάτια του,
διορθώνουν τή θέση τής κεφαλής, κατόπιν τό λούζουν καί τό ντύνουν μέ αντάξια
πρός τό παιδί τους έντάφια. Αλλά μέ τόν Ίώβ δέν συνέβη τίποτε τέτοιο. Εκείνος
πήγε στό σπίτι τού πρεσβύτερου υιού του, τό σπίτι πού έγινε τήν «μίαν καί τήν
αύτήν ώραν οίκος καί τάφος, συμπόσιον καί χώμα, εορτή καί πένθος». Καί τί
έκαμε; Έσκαβε έδώ καί έκεί καί ζητούσε «των τέκνων τά μέλη, καί ηύρισκεν οίνον
καί αίμα», ψωμί καί χέρι, μάτι καί σκόνη. Καί άλλοτε μέν «έλάμβανε χείρα»,
άλλοτε «πόδα», άλλοτε άνέσυρε κάτω άπό πέτρες καί ξύλα κεφαλή γεμάτη χώματα.
Καθόταν «ό ουρανομήκης εκείνος άγωνιστής» καί έβλεπε κατακομματιασμένα τά μέλη
τών παιδιών του καί προσπαθούσε νά τά συναρμολογήσει ’Έβαζε τό χέρι κοντά στόν
βραχίονα, τήν κεφαλή δίπλα άπό τό λαιμό καί τό στήθος, τά γόνατα κοντά στούς
μηρούς. Καθόταν ό Ίώβ, «ό αληθώς καρτερικός άδάμας», καί ξεχώριζε τά μέλη τών
υιών του άπό έκείνα τών θυγατέρων. Καί στην τραγική εκείνη κατάσταση δέν άφησε
ούτε ένα αναστεναγμό πικρίας εναντίον τού Θεού «ούδέν ήμαρτεν Ίώβ έναντίον τού
Κυρίου» Αντίθετα άνέπεμπε εύχαριστία στόν Θεόν καί έλεγε «είη (είθε νά είναι)
τό όνομα Κυρίου εύλογημένον εις τούς αιώνας» (Ίώβ θ'21,22)
Καί ό Μ. Βασίλειος
καταδικάζει τό «φιλοπενθές καί πολύδακρυ», τόσο τών γυναικών όσο καί τών
άνδρών, καί φέρει ώς άριστο παράδειγμα πρός
μίμηση στους γονείς πού πενθούν τόν δίκαιο Ίώβ. Γράφει: Μήπως ήταν
«αδαμάντινος» ό Ίώβ στήν καρδιά; Μήπως τά σπλάγχνα του ήσαν πέτρινα;
Έφονεύθησαν σέ μία καί μόνο στιγμή δέκα παιδιά του, ένώ βρίσκονταν στον τόπο
τής χαράς συνετρίβησαν όλα μέ ένα κτύπημα κατά τή διάρκεια τής άπολαύσεως, όταν
ό διάβολος έγκρέμισε τό σπίτι. Είδε ό Ίώβ τό τραπέζι ανακατεμένο μέ αίματα.
Είδε τά παιδιά του, πού γεννήθηκαν σέ διαφορετικούς χρόνους, νά έχουν κοινό
«τού βίου τό τέλος». Καί όμως ούτε φώναξε ούτε έβγαλε τίς τρίχες τής κεφαλής
του ούτε άφησε άπρεπή φωνή, αλλά είπε τήν αλησμόνητη έκείνη εύχαριστία, τήν οποία
όλοι θαυμάζουμε: «Ό Κύριος τά έδωσε, ό Κύριος τά άφήρεσε. Όπως έφάνη καλό στόν
Κύριο, έτσι καί έγινε. ’Άς είναι τό όνομα τού Κυρίου δοξασμένο καί ευλογημένο
πάντοτε καί στούς ατελεύτητους αιώνες» (Ίώβ ά 21). Σύ όμως, συνεχίζει ό Μ.
Βασίλειος, θρηνείς περισσότερο από τό κανονικό μέ πένθιμα άσματα, καί λειώνεις
τήν ψυχή σου μέ γοερά μέλη .
Αλλά καί ό αδελφός τού Μ.
Βασιλείου, ό άγιος Γρηγόριος, προβάλλει τόν μέγα Ίώβ ώς παράδειγμα. Γράφει: Ό
άνθρωπος εκείνος, πού τόν καλοτύχιζαν γιά τά καλά παιδιά του, όταν
πληροφορήθηκε τόν τραγικό θάνατο τών δέκα παιδιών του, δέν έκαμε τίποτε τό
ταπεινό καί μικρόψυχο ούτε πλήγωσε τά μάγουλά του, ούτε τραβούσε τά μαλλιά του,
ούτε κτυπούσε τά στήθη του, ούτε κάλεσε θρηνωδούς καί «μοιρολογίστρες». Άλλ’
άμέσως άρχισε νά φιλοσοφεί περί τών πραγμάτων τού κόσμου αύτού καί έλεγε από
πού προήλθε ό κόσμος, ποιός τόν έδημιούργησε καί ποιός επιστατεί στά πράγματα
καί τά λογικά όντα τού κόσμου. Έλεγε ότι ή δημιουργία τών ανθρώπων είναι έργο
τού Θεού («ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος άφείλατο») καί πρός αυτόν πάλι έπιστρέφουν
τά λογικά πλάσματα. Εκείνος πού δίνει τά παιδιά, εκείνος έχει καί τήν έξουσία
νά μάς τά άφαιρέσει. Καί επειδή είναι αγαθός, είναι καί οί βουλές του άγαθέςκαί
επειδή είναι σοφός, κάνει πάντοτε εκείνο πού είναι πρός τό συμφέρον μας. «Ώς τώ
Κυρίω έδοξεν (έδοξε δέ πάντως καλώς), ούτως καί έποίησεν. Είη τό όνομα Κυρίου
εύλογημένον». Καί έπιλέγει ό άγιος: Βλέπεις πόσο ψηλά φθάνει ή μεγαλοφυία τού
άθλητού; Τον καιρό τής θλίψεως τόν μετέτρεψε σέ ανάλυση τής φιλοσοφίας των
όντων.
Φέρνουν όμως καί άλλα
παραδείγματα οί θεοφόροι Πατέρες άπό την Αγία Γραφή.
Ό βασιλιάς καί προφήτης
Δαβίδ, όταν άρρώστησε τό παιδί του καί κινδύνευε νά πεθάνει, νήστευσε,
κλείσθηκε στό δωμάτιό του, φόρεσε πένθιμο φόρεμα καί προσηύχετο συνεχώς. Όταν
όμως τό παιδί του πέθανε, άμέσως σηκώθηκε άπό τό χώμα, λούσθηκε, άλειψε τό σώμα
του μέ μύρο, φόρεσε έορταστικά ρούχα «καί είσήλθεν εις τόν οίκον τού Θεού καί
προσεκυνησεν αύτώ». Κατόπιν γύρισε στό σπίτι του καί ζήτησε φαγητό. Οί δούλοι
του, οί όποίοι είχαν έκπλαγεί γιά τή συμπεριφορά του, τόν ρώτησαν: Τί είναι
αύτό πού κάνεις; ’Ενόσω ζούσε τό παιδί σου, έκλαιες, νήστευες, άγρυπνούσες,
προσευχόσουν, ήσουν βυθισμένος σέ πένθος βαρύ. Τώρα πού πέθανε σηκώθηκες,
λούσθηκες, άλειψες τό σώμα σου μέ μόρα, έφαγες καί ήπιες; Καί ό Δαβίδ,
άπάντησε: Όταν ζούσε τό παιδί μου, παρακαλούσα τόν Θεόν νά τό θεραπεύσει καί νά
μού τό χαρίσει υγιές. Τώρα πέθανε. ’Έτσι θέλησε ό Κύριος. Γιατί λοιπόν νά πενθώ
μέ προσευχές καί νηστείες; Μήπως θά μπορέσω νά τό άναστήσω; Έγώ θά πεθάνω καί
θά μεταβώ κοντά του, ένώ έκεϊνο δέν πρόκειται νά έπιστρέψει κοντά μου (Β' Βασ.
ιβ' [12] 1523).
’Ιδού καί τό παράδειγμα
τού πατριάρχου Αβραάμ. Ό δίκαιος ένα παιδί άπέκτησε καί τούτο σέ γεροντική
ηλικία. Καί όμως διατάσσεται άπό τόν Θεό νά τό σφάξει μέ τά χέρια του καί νά τό
θυσιάσει Γνωρίζετε, λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, όσοι είσθε πατέρες καί
μητέρες καί έχετε παιδιά καί έχετε διδαχθεί εκ φύσεως τή στοργή πρός τά παιδιά,
πώς ήταν φυσικό νά διατεθεί ό ’Αβραάμ στήν έντολή τού Θεού, εάν άπέβλεπε μόνο
σ’ αύτή τή ζωή, έάν ήταν «δούλος τής φύσεως» καί έάν θεωρούσε «γλυκειά» αύτή τή
ζωή. Έδειξε όμως ύπακοή στήν εντολή, διότι είχε πίστη καί έβλεπε μέ πίστη
εκείνα τά όποία σέ μάς είναι άθέατα. Διότι γνώριζε ότι τό τέλος τής ύλικής αύτής ζωής είναι ή άρχή
«θειοτέρου βίου». Αύτός πού άποθνήσκει «καταλείπει σκιάς (καί) καταλαμβάνει
άλήθειαν»· άφήνει «άπάτας καί πλάνας καί θορύβους καί ευρίσκει έκείνα τά
άγαθά»,τά όποία είναι «υπέρ οφθαλμόν τε καί άκοήν καί καρδίαν». Γι’ αύτό
θυσιάζει τό μονάκριβο παιδί του στον Θεόν.
Αλλά γιά τόν βράχο έκείνο
τής πίστεως γράφει καί ό ιερός Χρυσόστομος. Ό Αβραάμ,λέγει, δέν είδε νεκρό τόν
μονογενή του ’Ισαάκ, άλλ’ έζησε κάτι άσυγκρίτως πικρότερο καί
συγκλονιστικότερο. Είχε διαταχθεί άπό τόν Θεόν νά κατασφάξει ό ίδιος, μέ τά
χέρια του, τό παιδί του Καί δταν έλαβε τήν έντολή, δέν άντέλεξε ούτε
δυσανασχέτησε λέγοντας πρός τόν Θεόν «διά τούτό με πατέρα έποίησας, ί'να
παιδοκτόνον έργάση;» Ήταν προτιμότερο νά μή μού δώσεις παιδί, παρά νά μού
δώσεις καί νά μού τό ζητείς τώρα μέ αύτό τόν τρόπο. Θέλεις νά παραλάβεις τόν
’Ισαάκ; Τότε γιατί διατάσσεις εμένα νά τόν σφάξω καί νά μολύνω μέ τέτοιο φόνο
τά χέρια μου; Σύ δέν μού ύποσχέθηκες ότι άπό τό παιδί αύτό θά γεμίσει ή γή
απογόνους μου; Πώς δίνεις τούς καρπούς, άφού ξερριζώνεις τό δένδρο; Ποιός είδε,
ποιός ακούσε τέτοια πράγματα;... Ό δίκαιος όμως έκεϊνος άνδρας τής Π. Διαθήκης
δέν είπε τίποτε άπό αύτά. Προχώρησε καί θυσίασε τόν υιό του διότι ούσιαστικά τόν έσφαξε, αφού ή πρόθεσή
του αύτή ήταν. Καί μήν άντιλέξει κανείς ότι ό ’Αβραάμ δέν ύπέφερε, όταν ακούε
τό παιδί του νά τόν ρωτά «πατέρα, πού είναι τό ζώο πού θά θυσιάσουμε στόν
Θεόν;»· όταν έδενε τόν ’Ισαάκ έπάνω στά ξύλα· όταν σήκωνε τό μαχαίρι γιά νά τόν
σφάξει. Ή εύσεβής ψυχή του δοκίμαζε θλίψη καί πόνο «πάσης τιμωρίας
χαλεπώτερον». Παρά ταύτα δέν παρήκουσε στήν έντολή, ούτε βλασφήμησε τόν Θεόν.
Και επιλέγει ό ιερός Χρυσόστομος άπευθυνόμενος πρός τούς γονείς: Όταν χάσεις τό
παιδί σου, «μή ούτως άσχημόνως θρήνει καί κόπτε σεαυτόν», άλλ’ ένθυμήσου καί
σκέψου ότι «ό Αβραάμ κατέσφαξε τόν υιόν τόν εαυτού, καί ούτε έδάκρυσεν, ούτε
πικρόν ρήμα εξέβαλε»
Πόσο μακριά βρισκόμαστε
οί πιστοί τών χρόνων τής Κ. Διαθήκης άπό τούς μακαρίους έκείνους άνδρες τής Π.
Διαθήκης Πώς θά αντιμετώπιζαν άραγε τόν θάνατο τών παιδιών τους έκείνοι, έάν
άκουαν καί έβλεπαν όσα εμείς είδαμε καί άκούσαμε περί άναστάσεως καί αιώνιας
ζωής;
Απέθανε τό παιδί σου;
«Εύχαρίστησε τόν Θεόν»
Οί θείοι Πατέρες δεν
προσπαθούν μόνο νά παρηγορήσουν . τούς γονείς γιά τόν θάνατο τού παιδιού τους.
Προχωρούν ακόμη περισσότερο τούς συμβουλεύουν νά ύπερνικήσουν τό πένθος καί νά
δοξάσουν γιά τό γεγονός αύτό τόν Θεόν Φαίνεται παράδοξο τούτο καί όμως, αύτό
συνιστούν οί άγιοι εκείνοι άνθρωποι. ’Άς τούς παρακολουθήσουμε καί στό σημείο
αύτό, τό τόσο σπουδαίο, καί ιδιαίτερα οί πονεμένοι καί πληγωμένοι γονείς.
Έρωτά τόν πατέρα ό ιερός
Χρυσόστομος: Θρηνείς, διότι μέ τόν θάνατο τού υιού σου δέν έχεις κληρονόμο τών
αγαθών σου; Αλλά τί ήθελες περισσότερο; Νά γίνει ό υιός σου κληρονόμος τής
περιουσίας σου ή τών ούρανών; Νά αποκτήσει τά προσωρινά άγαθά τής γής ή νά κληρονομήσει
τά σταθερά καί αιώνια; Τώρα δέν τόν έχεις βέβαια κληρονόμο, αντί γιά σένα όμως
τόν έκαμε κληρονόμο ό Θεός. Δέν έγινε συγκληρονόμος της πατρικής περιουσίας μέ
τούς αδελφούς του, έγινε όμως συγκληρονόμος τού Χριστού. Άλλ’ έπιθυμείς νά δεις
τό παιδί σου; Τότε ζήσε μέ εύσέβεια, καί γρήγορα θά απολαύσεις «τήν ίεράν
εκείνην όψιν». Φέρε στό νού σου ότι ό Υιός τού Θεού άπέθανε. Καί εκείνος μέν
άπέθανε γιά σένα, ένώ σύ αποθνήσκεις γιά τόν εαυτό σου. Δέν άπέφυγε τόν θάνατο,
έστω καί άν ώς άνθρωπος τό ζήτησε άπό τόν ούράνιο Πατέρα του έστω καί άν πρίν
άπό τόν σταυρικό του θάνατο κατελήφθη άπό αγωνία μεγάλη (βλ. Ματθ. χζ' [26]
39). Σκέψου ότι ό Κύριος Ιησούς σταυρώθηκε καί πέθανε μέ θάνατο φρικτό, άφού
προηγουμένως ύβρίσθηκε, χλευάσθηκε καί μαστιγώθηκε. Ό θάνατος όμως καί ή
Ανάστασή του σέ γεμίζουν μέ πολλές καί χρηστές έλπίδες. Μήπως θλίβεσαι, γιατί
τό παιδί σου δέν θά επιστρέφει πλέον στό σπίτι; Σκέψου όμως ότι τά πράγματα τής
ζωής αύτής είναι ασταθή καί ρέοντα. Ακόμη ότι καί σύ ό ίδιος θά μεταβείς ύστερα
άπό λίγο κοντά του. Έάν τό άγαποόσες,τώρα πρέπει νά χαίρεσαι, γιατί έχει
άπαλλαγεϊ άπό τά κύματα τής παρούσης ζωής. Έπί πλέον σκέψου ότι δέν έγέννησες
άνθρωπο άθάνατο άλλά θνητό. Έάν δέν άπέθνησκε τώρα, θά ύπέκυπτε στό θάνατο
ύστερα άπό λίγο. Λέγεις ότι δέν τόν άπήλαυσες καί δέν τόν έχόρτασες; Θά τόν
άπολαύσεις όμως οπωσδήποτε εκεί. ’Άλλωστε, λόγω τής άστάθειας τών πραγμάτων τού
κόσμου αύτού καί τής αμαρτίας, έάν δεν άπέθνησκε, πιθανόν νά ήταν ένάρετος,
ϊσως όμως καί νά γινόταν κακός. ’Ή δέν βλέπεις πόσοι γονείς άποκηρύττουν τά
παιδιά τους; Σκεπτόμενοι λοιπόν όλα αύτά άς φιλοσοφούμε γύρω άπό τά όσα μάς
συμβαίνουν στην παρούσα ζωή.
Συνήθως οί γονείς πού
έχασαν τό παιδί τους παραπονούνται, διότι πέθανε σέ νεανική ήλικία «τουλάχιστον
νά ζούσε μερικά χρόνια, γιά νά χαρεί τή ζωή...», λέγουν. «Καί τί διαφέρει άν
διαμοιράσουμε τή ζωή μας σέ περισσότερες ή λιγότερες ήμερες;» ρωτά ό Μ. Φώτιος
τόν άδελφό του Ταράσιο τόν πατρίκιο, ό όποιός έχασε τή θυγατέρα του καί
πενθούσε. Τί διαφέρει άν φύγει κανείς άπό έδώ γιά τήν άλλη ζωή ένωρίτερα ή
άργότερα, συμπληρώνει ό ιερός Πατήρ, «όταν καί τό περισσότερον καί τό
όλιγώτερον μάς διαβιβάζουν ούσιαστικώς εις τίς ίδιες πύλες τού θανάτου» καί επομένως στό ίδιο τέλος;
Σέ άλλη περίσταση έλεγε ό
ιερός Χρυσόστομος στόν πατέρα πού έχασε τό παιδί του: Θνητό ήταν τό παιδί σου
καί γι’ αυτό ό Θεός τό κάλεσε κοντά του. Μή λησμονείς ότι «άνθρωπος έγεννήθης
καί θνητός»· γιατί λοιπόν αγανακτείς, «ότι τό κατά φύσιν έγένετο;» Μήπως
δυσφορείς, όταν τρώγεις; ή μήπως θέλεις νά ζείς χωρίς τροφή; Τό ίδιο «έπί τού
θανάτου μή ζήτει τέως άθανασίαν θνητός γεγονώς (μή ζητάς άθανασίαν όσο καιρό
είσαι θνητός)· άπαξ γάρ τούτο ώρίσθη» καί έχει νομοθετηθεί. Έξ άλλου, όταν ό
Θεός καλεϊ τό παιδί σου ή όποίονδήποτε άλλον, καί όταν ό Θεός ζητεί νά λάβει
κάτι άπό μάς, λαμβάνει αύτό τό όποίο τού άνήκει. Είτε τό σώμα λάβει είτε τήν
ψυχή, τά δικά του έλαβε. Καί άν παραλάβει τόν υιό σου, δέν παρέλαβε τόν υιό
σου, αλλά τόν δικό του δούλο. Μέ τό νά παραλάβει όμως ό Θεός τό παιδί σου δέν
τό έχασες μάλλον τό έκαμες κτήμα σου καί τό κρατείς τώρα άσφαλέστερο. Τώρα δέν
είσαι πατέρας θνητού υιού αλλά αθανάτου. Τώρα βέβαια βλέπεις κλειστό τό στόμα
του, κλειστά καί τά μάτια του, καί τό σώμα του ακίνητο. Μή σκέπτεσαι όμως ότι
έπαυσε πλέον νά όμιλεί, νά βλέπει καί νά κινείται. Μάλλον νά σκέπτεσαι ότι
τούτο μέν τό στόμα χρησιμότερα, άνώτερα θά όμιλεί καί «οί οφθαλμοί μείζονα
όψονται, καί οί πόδες έπί νεφελών άρθήσονται, καί τό διαφθειρόμενον τούτο σώμα
άθανασίαν ένδύσεται», καί ότι μία ήμερα θά δεις τόν υίό σου ένδοξότερο. Έάν
λοιπόν ζητείς τό παιδί σου, μή λέγεις ότι δέν γνωρίζω πού πήγε. Διότι, έάν
πιστεύουμε ότι ό Ιησούς άπέθανε καί άναστήθηκε, έτσι πρέπει νά πιστεύουμε ότι ό
Θεός όσους άπέθαναν καί ήσαν ενωμένοι διά τής πίστεως μέ τόν Ίησούν θά τούς
οδηγήσει ένδοξα στην αιώνια ζωή μαζί μέ αυτόν (βλ. Α' Θεσ. δ' 14). Επομένως,
έάν ζητείς τόν υίό σου, έκεί ζήτησέ τον όπου βρίσκεται ό Βασιλιάς, όπου
βρίσκεται τό στρατόπεδο τών αγγέλων όχι στόν τάφο ούτε στή γή.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης
γιά νά παρηγορήσει τούς γονείς πού πενθούν γιά τόν θάνατο τού παιδιού τους,
ύπενθυμίζει τόν λόγο τού Κυρίου πρός τούς Μαθητάς του: «Άφετε τά παιδία καί μή
κωλύετε αυτά έλθεϊν πρός με· τών γάρ τοιούτων έστίν ή βασιλεία τών ουρανών»
(Ματθ. ιθ' [18] 14). Λέγει: Λοιπόν εφυγε μέν άπό κοντά σου τό παιδί, πήγε όμως
πρός τόν Δεσπότη Χριστό. Σέ σένα έκλεισε τό μάτι του,τό άνοιξε όμως στό αιώνιο
φως· έφυγε άπό τό τραπέζι σου, προσετέθη όμως στό τραπέζι τών αγγέλων άπό έδώ
ξερριζώθηκε τό φυτό, φυτεύθηκε όμως στόν Παράδεισο· από την έπίγεια βασιλεία
μετετέθη στην ούράνια βασιλεία. Βλέπεις ποιά πράγματα μέ ποιά άλλα τά
άντήλλαξε; Σέ λυπεί πού δέν φαίνεται πλέον τό κάλλος τού προσώπου του; Αλλά
αύτό συμβαίνει, διότι δέν βλέπεις τό αληθινό κάλλος τής ψυχής, μέ τό όποίο
άγάλλεται στην πανηγύρι τών ούρανών. Πόσο ώραίο είναι τό μάτι έκείνο πού βλέπει
τόν Θεόν Πόσο γλυκύ είναι τό στόμα έκείνο πού στολίζεται μέ θείες ύμνωδίες Σέ
λυπεί μήπως τό ότι δέν έζησε ώστε νά
φθάσει σέ γήρας; Αλλά τί καλό βλέπεις στή γεροντική ήλικία; Είναι μήπως καλό νά
έρεθίζονται τά μάτια καί νά σού προκαλούν φαγούρα, νά γεμίζει ρυτίδες τό
πρόσωπο , νά πέφτουν τά δόντια τό ένα μετά τό άλλο καί νά ψευδίζει ή γλώσσα, νά
τρέμουν τά χέρια, νά καμπουριάζεις, νά κουτσαίνουν τά πόδια, νά έχεις ανάγκη
άπό οδηγούς;... Γι’ αυτό λοιπόν αγανακτούμε , διότι τό παιδί πέθανε μικρό καί
δέν έγνώρισε τήν πικρή καί οδυνηρή πείρα όλων αύτών; ’Άλλωστε, συνεχίζει ό
θεόσοφος Πατήρ, ας σού πώ καί τά... καλά τής ζωής. Λοιπόν άκουσέ τα· λύπες καί
ήδονές, θυμοί καί φόβοι, ελπίδες καί επιθυμίες. Αύτά «καί τά τοιαύτα» είναι τά
γεγονότα καί πράγματα μέ τά όποία είμαστε «συμπεπλεγμένοι» στην παρούσα ζωή. Τί
κακό λοιπόν έπαθε τό παιδί πού πέθανε νέο καί άπηλλάγη από τούς πολλούς καί
τόσο ισχυρούς τυράννους; Ώς κατακλείδα
τών παρηγορητικών λόγων των θεοφόρων Πατέρων παραθέτουμε μία ώραία αποστροφή
τού θείου Χρυσοστόμου πρός τόν πατέρα ό όποιός πενθεί: Άπέθανε τό παιδί σου; Τό
έδωσες στόν Θεόν; Τότε «εύχαρίστησον, ύμνησον, προσκύνησον τόν λαβόντα», πού
έλαβε αύτό πού σού παρέθεσε «δόξασον τόν έκλεξάμενον δν έπλασε, καί
προσδεξάμενον τόν καρπόν τής κοιλίας σου άφθορον δόξασον τόν σώζοντα τών σών
σπλάγχνων τόν έγγονον (απόγονο)» προσκύνησε τόν Θεόν, όπως ό μεγαλόψυχος
Ίώβ«εύχαρίστησον, ότι δλως προσήγαγες τώ
Δεσπότη άμωμον θυσίαν, αγνόν θύμα, καθαράν προσφοράν, νέον Ισαάκ», όπως κάποτε
ό Αβραάμ. «Χριστός έλαβε, προσκυνήσωμεν ό πλάσας άνέπλασε, μή γογγύζωμεν ό
κτίστης τό κτίσμα έζήτησε», άς μήν άντιδικούμεάλλωστε δέν μπορούμε νά τά
βάλουμε μέ τόν Θεόν
Ό θάνατος τών νηπίων
είναι μακάριος
Υπάρχει πάντοτε ένα
παράπονο στήν ψυχή τών γονέων, τών όποιων τά παιδιά θερίζονται άπό τό δρεπάνι
τού θανάτου σέ νηπιακή ήλικία: Γιατί ό φιλάνθρωπος Θεός καλεί τόσο νωρίς τά πλάσματα αύτά; Καί πώς πρέπει νά
αντιμετωπίζουμε τήν έκδημία τών τρυφερών σπλάγχνων μας; Πράγματι ό πόνος καί ή
οδύνη τών γονέων γιά τόν θάνατο νηπίου έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Ή
άγουρη νηπιακή δψη καί τό άκακο τού βρέφους πού έφυγε άπό τή μητρική αγκάλη,
προσδίδουν τόνο κατ’ έξοχήν πένθιμο στήν οικογένεια καί τραυματίζουν τήν ψυχή
τού πατέρα καί τής μητέρας. Είναι άξιο προσοχής ότι ή αγία μας ’Εκκλησία ώς μητέρα φιλόστοργος, ή
όποία συγκαταβαίνει πρός κάθε ανθρώπινη θλίψη, έχει ειδικούς υμνους γιά τήν
έκδημία τών νηπίων, έ κ ε ί ν ω ν βεβαίως τά όποία έχουν ήδη βαπτισθεί
Η ομάδα τών ύμνων αύτών
ονομάζεται «Κανών αναπαύσιμος εις νήπια τελευτήσαντα». Σέ δύο λοιπόν τροπάρια
(Οίκους) μετά τήν ζ' Ώδή τού ανωτέρω Κανόνος γράφεται: Τίποτε δέν είναι
συμπαθέστερο άπό τη μητέρα, τίποτε δέν είναι πιό οίκτρό άπό τόν πατέρα, διότι
όταν προπέμπουν τά νήπιά τους, «τά σπλάγχνα αύτών συνταράττονται». Είναι μεγάλη
ή οδύνη πού δοκιμάζει ή καρδιά τους γιά τά παιδιά, ιδιαίτερα έάν αύτά είναι
γλυκύλαλα. Γιατί οί γονείς ένθυμούνται τά όμορφα λόγια τών νηπίων τους «μετ’
ωδής». Καί τό άμέσως έπόμενο τροπάριο λέγει: Συχνά οί γονείς μπροστά στό μνήμα
τού νηπίου κτυπούν τά στήθη τους καί λέγουν: «Ώ υιέ μου καί τέκνον γλυκύτατον»,
δέν άκούς τή μητέρα σου τί λέγει; Γιατί δέν μάς μιλάς, όπως μάς μιλούσες μέχρι
τώρα, άλλά σιωπάς;
Σέ άλλα τροπάρια πού ψάλλονται
στούς Αίνους τής ίδιας ακολουθίας, οί γονείς άπευθύνονται πρός τό νεκρό νήπιο
καί λέγουν: ’Ώ, ποιός δέν θά θρηνήσει, παιδί μου, τήν τωρινή καί γεμάτη πένθος
μετάστασή σου άπό τή ζωή; Διότι «βρέφος άωρον» πέταξες γρήγορα άπό τίς μητρικές
άγκάλες, όπως τό σπουργιτάκι, «καί πρός τόν κτίστην πάντων κατέφυγες». Παιδάκι
μου, ποιός δέν θά θρηνήσει τώρα, καθώς βλέπει τό φωτεινό πρόσωπό σου μαραμένο;
τό πρόσωπο πού ήταν πρίν σάν δροσερό καί τερπνό τριαντάφυλλο; Είναι τόση ή
στοργή τής Εκκλησίας τού Χριστού, ό όποιός είπε άφήστε τά παιδιά νά έρχονται
κοντά μου καί μήν τά έμποδίζετε (Μάρκ. ι 14), ώστε συμπονεί μέ τά μητρικά καί
πατρικά σπλάγχνα καί άπευθυνόμενη πρός τό νεκρό νήπιο έπαναλαμβάνει μέ τούς
γονείς: «’Ώ τίς μή στενάξει, τέκνον μου», καί δέν θά μιλήσει μέ κλαυθμό γιά
«τήν πολλήν σου εύπρέπειαν καί τήν ώραιότητα τής αγνής πολιτείας σου;». Διότι
έδυσες καί χάθηκες από τά μάτια μας τόσο γρήγορα, όπως βυθίζεται καί τό πλοίο,
χωρίς νά αφήνει ίχνος. Ελάτε, φίλοι, συγγενείς καί γείτονες, νά άσπασθούμε τό
παιδί μας, καθώς τό προπέμπουμε στόν τάφο
Ό θάνατος τών νηπίων μάς
προξενεί τήν εύλογη απορία: Γιατί τό λογικό τούτο πλάσμα φεύγει σέ τόσο τρυφερή
ήλικία; Αλλά ή ψυχή πού πιστεύει, δέν θεωρεί τό γεγονός άξιο άπορίας. Διότι
γνωρίζει ότι όλα τά ζητήματά μας κατευθύνονται άπό τήν άγαθή πρόνοια τού Θεού.
Γιατί, ρωτά ό Γρηγόριος Νύσσης, άλλων ή ζωή παρατείνεται καί φθάνουν «εις γήρας
μακρόν», καί άλλος ζεί έλάχιστα, τόσο ώστε μόλις γεννηθεί καί αρχίσει νά
αναπνέει, εύθύς τελειώνει τή ζωή; Καί άπαντά ό ίδιος: Έάν κανένα άπό τά
γεγονότα τού κόσμου δέν γίνεται χωρίς τή θεία βούληση καί όλα έξαρτώνται άπό τή
θεία θέληση, τό δέ θειον είναι «σοφόν καί προνοητικόν», τότε θά ύπάρχει
οπωσδήποτε καί γιά τό γεγονός αύτό κάποιός λόγος· λόγος ό όποιός φέρει τά
γνωρίσματα τής σοφίας τού Θεού καί τής προσκυνητής φροντίδος του. Επειδή αύτό
πού γίνεται μάταια καί χωρίς λόγο δέν μπορεί νά είναι έργο τού Θεού. Διότι,
όπως λέγει ή Αγία Γραφή, ιδιαίτερο γνώρισμα τού Θεού είναι «τό πάντα έν σοφία
ποιείν»
Ή χριστιανική ψυχή δέν
προχωρεί όμως περισσότερο. Πιστεύει άπόλυτα, όπως γράφει ό Μ. Βασίλειος, ότι ό
πάνσοφος καί φιλάνθρωπος Θεός γνωρίζει πώς ακριβώς οίκονομεί τό συμφέρον σέ
καθένα καί γιατί είναι άνισα τά όρια τής ζωής μας. Διότι ύπάρχει πράγματι
κάποια «αιτία ακατάληπτος» στούς ανθρώπους, δυνάμει τής όποίας άλλοι
παραλαμβάνονται άπό εδώ ένωρίτερα, καί άλλοι αφήνονται νά ταλαιπωρούνται στήν
οδυνηρή αύτή ζωή
Σέ μάς ό θάνατος τού
νηπίου φαίνεται παράκαιρος. Αλλά δέν έχουμε δίκαιο. Διότι, όπως λέγει ό ίδιος
Πατήρ, ποιά ή απόδειξη ότι ό καιρός αύτός δέν ήταν ό κατάλληλος; Σέ μάς είναι
άγνωστα τά γεγονότα αύτά, διότι δέν γνωρίζουμε νά προτιμήσουμε ποιά συμφέρουν
στίς ψυχές μας καί έπομένως νά καθορίσουμε όρια καί προθεσμίες στην ανθρώπινη
ζωή. Ό Θεός όμως, ό όποιός κυβερνά τά
πάντα κατά την άρρητη καί ακατανόητη σέ μάς σοφία του ό Θεός, ό όποιός μάς
δημιούργησε καί μάς χάρισε τήν άθάνατη ψυχή, καθόρισε γιά κάθε άνθρωπο
ιδιαίτερο τρόπο ζωής καί έθεσε στόν καθένα διαφορετικό χρόνο εξόδου άπό τήν
παρούσα ζωή. Έτσι γιά άλλον όρισε, κατά τήν άγαθή πρόνοια καί οικονομία του, νά
ζήσει στή γή περισσότερο χρόνο, γιά άλλον έταξε, σύμφωνα μέ τήν άνερμήνευτη
σοφία καί δικαιοσύνη του, νά άπελευθερωθεί πολύ σύντομα άπό τά δεσμά τού
σώματος.
Ό Μ. Φώτιος σέ
παρηγορητική επιστολή πρός τόν άδελφό του πατρίκιο Ταράσιο, τού όποίου ή κόρη
πέθανε σέ νεαρή ηλικία, γράφει γιά τόν πρόωρο θάνατο: «Πρό ώρας» Καί πώς, όταν
έγεννάτο, δέν έλεγες ότι γεννήθηκε πρόωρα; Όταν γεννήθηκε, έλεγες ότι αύτό
συνέβη μέ τό θέλημα τού Θεού καί στόν κατάλληλο καιρό. ’Ενώ όταν πρόκειται νά
άπέλθουμε πρός τόν Πλάστη, γινόμαστε εμείς οί όροθέτες τής ζωής μας. 'Ώστε ό
Δημιουργός μάς φέρνει στή ζωή τήν κατάλληλη ώρα, μάς καλεϊ δέ κοντά του
παράκαιρα; Ένώ ή σύλληψη, ή γέννηση, ή αύξησή μας γίνονται «καθ’ ώραν», όταν
πρόκειται νά μάς καλέσει στήν άθάνατη ζωή, τό κάνει όχι «καθ’ ώραν»; Τόσο πολύ
άποκρούει τόν χαρακτηρισμό τού θανάτου ώς δήθεν προώρου ό θείος Φώτιος, ώστε
λέγει ότι εκείνος πού εκφράζεται έτσι δυσφημεί τόν Θεόν είναι άφρων έχει
κυριευθεί άπό «μοχθηρίαν λογισμών». Αντί μάλιστα νά πενθούμε τό νήπιο, τού
όποίου ή ψυχή έφυγε άπό τό θνητό σώμα, πρέπει νά πενθούμε αύτόν ό όποιός
κατήντησε νά είναι νεκρός κατά τόν «άθάνατον νούν» δηλαδή τόν άνθρωπο, πού δέν σκέπτεται
καθόλου λογικά καί βλασφημεί.
Οί θεοφόροι Πατέρες δέν
θεωρούν τόν θάνατο τού νηπίου στέρηση. Δέν έχάσαμε τό παιδί, γράφει ό Μ.
Βασίλειος πρός τόν εύσεβή φίλο του Νεκτάριο τό έπιστρέψαμε στόν Θεόν, ό όποιός
μάς τό δάνεισε. Δέν σκέπασε ή γή τόν προσφιλή μας, άλλά τόν ύπεδέχθη ό
ούρανός.
Ό σοφός Σολομών,
φωτιζόμενος άπό τό Παράκλητον Πνεύμα, διδάσκει ότι ό Θεός καλεϊ κάποιον πλησίον
του σε άωρη ή νεανική ηλικία, διότι θέλει νά τόν προφυλάξει άπό τήν αμαρτία·
«ήρπάγη», γράφει, «μη κακία άλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος άπατήση ψυχήν αυτού»
(Σ. Σολ. δ' 11). Γι’ αύτό καί ή Εκκλησία ψάλλει: «Άπέστειλας έξ ύψους,
παμβασιλεύ», καί άφού παρέλαβες «τό μακάριον νήπιον»,τό έσωσες διατηρώντας το
καθαρό άπό πολλές καί ποικίλες παγίδες, καί ασφάλισες τό πνεύμα του στίς
έπουράνιες φωλιές καί τό ένωσες μέ τά πνεύματα τών δικαίων,γιά νά απολαμβάνει
μέ ιδιαίτερη, άπερίγραπτη χαρά την ούράνια Βασιλεία σου.
Ό Μ. ’Αθανάσιος στό
έρώτημα «γιατί άποθνήσκουν τά νήπια, ένώ άλλοι φθάνουν σέ βαθύτατο γήρας»
άπαντά: Ό λόγος γιά τόν όποίο γίνεται αύτό είναι βαθύς καί ακατάληπτος στήν
ανθρώπινη διάνοια. Όμως, άπό όσα μάς διδάσκουν οί 'Άγιες Γραφές,
άντιλαμβανόμαστε ότι τά νήπια τών πιστών δέν άποθνήσκουν λόγω τών αμαρτιών,
αλλά συχνά άποθνήσκουν γιά τόν «σωφρονισμόν τών γονέων» τους. Μέ τόν τρόπο αύτό
ό Θεός έργάζεται δύο άγαθά: 'Ένα μέν ότι, αφού φύγουν τά νήπια άπό έδώ καθαρά,
θά λάβουν έκεϊ στήν αιωνιότητα τή σωτηρία. ’Ίσως ό Θεός τά κάλεσε κοντά του
νωρίτερα κατ’ οικονομίαν, έπειδή έπρόκειτο νά ζήσουν πολύ αμαρτωλό βίο.
Δεύτερον δέ, γιά νά γίνουν οί γονείς τους σωφρονέστεροι. Πιθανόν καί διότι τά
χρήματα πού έπρόκειτο νά δώσουν στά παιδιά τους μέ διαθήκη, τά δαπανήσουν τώρα
(άφού δέν έχουν παιδιά) στούς πτωχούς. «Πάντως δέ», συμπληρώνει, καί σύμφωνα μέ
κάποια άλλη κρίση καί απόφαση τού Θεού, ή όποία όμως δέν μάς έχει άποκαλυφθεί
Έν πάση περιπτώσει ό θάνατος
τών άκάκων νηπίων είναι πράγματι μακάριος. Λέγει ό θειος Χρυσόστομος: «’Ιδού
τρυφάς (περνάς βίο τρυφηλό) πεντήκοντα έτη ή έκατόν, καί πλουτεϊς» καί άποκτάς
παιδιά, τά προικίζεις, νυμφεύεις υιούς καί υπανδρεύεις θυγατέρες, «καί άρχεις
καί βασιλεύεις εθνών καί λαών». Καί κατόπιν όλων αύτών έρχεται ό θάνατος, «καί
μετά θάνατον κρίσις, τέλος ούκ έχουσα ούδέ μετάνοιαν (...). Διά τούτο μάλιστα
μακαρίζομεν» όσους άποθνήσκουν νήπια. Γιά αύτό όλοι λέμε: Είθε νά άποθνήσκαμε
όταν ήμαστε νήπια Γιατί σέ μάς
τούς μεγάλους κατά τήν ηλικία τό ποτήριο τού θανάτου είναι επικίνδυνο λόγω τών
αμαρτιών μας, ένώ στά νήπια είναι σωτήριο. Καί αύτό τό όποίο «ημείς εχομεν ώς
αρχήν τής έκεί τιμωρίας», γι’ αύτά είναι «αρχή σωτηρίας». Διότι γιά ποιά
πράγματα θά δώσουν λόγο τά νήπια, τά όποία δεν έχουν καμμία πείρα αμαρτίας; Γιά
ποιό πράγμα θά τιμωρηθούν αύτά, τά όποία δεν έλαβαν γνώση «καλού ή κακού»; Καί
άναφωνεϊ ό χρυσούς τήν γλώσσαν Πατήρ: «Ώ μακαρίων νηπίων μακαρία καί ή κοίμησις
Ώ θάνατος αφθόρων, αρχή τής όντως ζωής αιωνίου ύπαρχούσης Ώ τέλος, αρχή
άτελευτήτου χαράς»
Αύτήν άκριβώς τήν
εύλογημένη άθωότητα καί μακαρία κοίμηση προβάλλουν ώς σπουδαιότατο λόγο
παρηγοριάς οί θειοι Πατέρες. Καί γιά νά παρηγορήσουν τούς γονείς, παρουσιάζουν
τά νήπια νά άπευθύνονται πρός αυτούς καί νά τούς λέγουν: Μήν κλαϊτε γιά μάς,
πατέρες. Μέ τά δάκρυα καί τούς θρήνους δέν μάς ώφελείτε σέ τίποτε. Σείς θέλατε
νά μάς έχετε κοντά σας στόν φθαρτό κόσμο, όπου όλα είναι γεμάτα θλίψη καί πόνο
όπου όλα είναι άστατα καί αβέβαια. Άλλ’ ό Δεσπότης καί Θεός μας, έπειδή μάς
άγάπησε, κυριολεκτικά μάς άρπαξε άπό τή μάταιη αυτή ζωή σάν άπό στόμα
λιονταριού. Ό Ποιμένας ό καλός μάς έχώρισε άπό σάς «ώς άρνία φίλτατα» καί μάς
έφερε άπό τό σκοτάδι στό φώς τής βασιλείας του. Τώρα είμαστε στήν «χώραν τών
ζώντων (...). Ημείς μετά άγγέλων ύμνούμεν, μετά τών άγιων χορεύομεν».
Πρεσβεύουμε όμως καί γιά σάς, τούς γονείς μας, οί όποίοι ζείτε ακόμη στήν
αμαρτία. Γι’ αύτό, άγαπητοί μας γονείς,
«μή μεριμνάτε ύπέρ ημών, άλλά μάλλον έαυτούς θρηνείτε» καί προσέχετε νά έχετε
καλή άπολογία ένώπιον τού φοβερού βήματος τού Κριτού.
Ό Μ. Φώτιος,γιά νά
παρηγορήσει τόν πατρίκιο Ταράσιο, παρουσιάζει τήν άποθανούσα θυγατέρα τού
τελευταίου νά εμφανίζεται μπροστά του, νά βάζει τό χέρι της στό χέρι τού πατέρα
της καί μέ πρόσωπο ιλαρό καί χαρούμενο νά τόν καταφιλεί καί νά τού λέγει:
«Πατέρα μου, γιατί θρηνείς σάν νά πήγα σέ τόπο κακών; ’Εγώ βρίσκομαι σέ παράδεισο. Τό θέαμα πού άντικρύζω είναι
γλυκύ, κι ακόμα γλυκύτερο όταν τό απολαμβάνω ή πείρα πού αποκτώ έδώ ύπερβαίνει
κάθε πίστη. Στόν παράδεισο αύτόν δεν ύπάρχει ό πονηρός καί δόλιος όφις, ό
διάβολος, γιά νά μάς δελεάσει με τούς ψευδείς ψιθύρους του. Έδώ είμαστε όλοι
σοφοί κατά «την θείαν καί ούράνιον σοφίαν». Όλη ή ζωή μας είναι αδιάκοπη έορτή
καί πανήγυρις. Θά έλθεις κάποτε καί σύ, πατέρα, πρός τά έδώ μέ την άγαπημένη
μου μητέρα»
Στόν βίο «τού οσίου
Ανδρονίκου καί Αθανασίας τής συμβίου αυτού» άναφέρεται καί αύτό: Ή Αθανασία,
όταν έχασε την ίδια ήμέρα καί τά δύο παιδιά της, βυθίσθηκε σέ πένθος
απαρηγόρητο, ένώ ό σύζυγός της έδειξε ιώβεια αρετή. Ένα βράδυ όμως
παρουσιάσθηκε στήν ’Αθανασία ό μάρτυρας Ίουλιανός καί τής είπε: Μήν κλαίς γιά
τά παιδιά σου. Διότι σου λέγω ότι, όπως ή ανθρώπινη φύση ζητεί τό φαγητό καί
δέν μπορεί κανείς νά τής τό άρνηθεί, έτσι άκριβώς καί τά νήπια ζητούν από τόν
Θεόν κατά τήν ήμέρα έκείνη τής παγκοσμίου Κρίσεως «τά μέλλοντα αγαθά» καί τού
λέγουν: «Δικαιοκρίτα, άντί τών επιγείων, τά όποία στερηθήκαμε, μή μάς στερήσεις
τά έπουράνια». Μόλις ή όσια άκουσε τά λόγια τού Μάρτυρος, συγκινήθηκε βαθιά
«καί μετέβαλε τό πένθος εις χαράν, λέγουσα άρα ζώσι τά τέκνα μου έν ούρανοϊς τί
κλαίω;» Ή βεβαιότητα λοιπόν ότι τά
νήπια ζούν καί μάλιστα ζητούν δικαιωματικά άπό τόν Θεόν «τά μέλλοντα αγαθά» μέ
τόση παρρησία, πρέπει νά προσφέρει στούς γονείς πολλή παρηγοριά.
Αλλά καί ή ύμνολογία τής
Εκκλησίας μας δέν παραλείπει νά ψάλλει τήν ίδια αλήθεια: «Επ’ εμέ μή θρηνείτε»,
διότι δέν έκαμα τίποτε άξιο θρήνου. Μάλλον τούς έαυτούς σας νά πενθήσετε,
συγγενείς καί φίλοι, φωνάζει τό βρέφος πού πέθανε. Καί τούτο, γιά νά μή λάβετε
πείρα τής φρικτής κολάσεως. «Τί μέ πενθείτε;», κράζει άοράτως τό νήπιο πού
άπέθανε. Δέν είμαι άξιο δακρύων. Διότι σέ μάς τά νήπια έχει όρισθεί «ή τών
δικαίων πάντων χαρά», άφού δέν έπράξαμε έργα άξια δακρύων. Τά νήπια ζούν σέ
ούράνιους θαλάμους, είναι μέτοχα τής ίερωτάτης χορείας τών αγίων». Γι’ αύτό ας
μην κλαίμε τά νήπια, αλλά τούς έαυτούς μας, πού αμαρτάνουμε καθημερινά,γιά νά
λυτρωθούμε άπό τη γέεννα.
Άλλ’ έάν είναι μακάριο τό
νήπιο, πού φεύγει άφθορο καί άκακο γιά τήν αιώνια πατρίδα μας, είναι έξϊσου
μακάριοι καί οί γονείς του. Γι’ αύτό γράφει ό 'ιερός Χρυσόστομος: Παρέλαβε ό
Κύριος τό νήπιό σου; Εύχαρίστησέ τον,γιατί κάποτε έγινε γιά σένα νήπιος καί
τοποθετήθηκε σέ φάτνη. ’Άλλωστε μή
λησμονούμε ότι οί χαριτωμένες καί άθώες ψυχές τών νηπίων είναι καί οί πλέον
ισχυροί πρεσβευταί γιά τούς γονείς τους στόν θρόνο τού παμβασιλέως Χριστού.
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου