δέν αὐτονομεῖται
ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου,
ἀλλά πάντοτε συνθεωρεῖται
μέ ὅλη τήν ἐπί γῆς πορεία Του,
πού σημαίνει
ὅτι δέν θά ὑπῆρχε Ἀνάσταση
ἄν δέν ὑπῆρχε Σταύρωση.
Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
1.
Ὁ μέγας Πατήρ καί οἰκουμενικός Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἰωάννης
Χρυσόστομος, ὁ κατεξοχήν ἑρμηνευτής καί κήρυκας τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
ἀναφέρεται συχνά πυκνά στό ὑπερφυές γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ
Ἀνάσταση προβάλλεται ἀπό τόν ἱερό Πατέρα κατά τόν τρόπο πού προβάλλεται
καί ἐξαγγέλλεται ἀπό τόν ἴδιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: ἀπό τά Εὐαγγέλια, ἀπό
τόν κατεξοχήν ἀγαπημένο του ἀπόστολο Παῦλο, ἀπό τούς λοιπούς ἀποστόλους,
συνεπῶς ὄχι ὡς ἕνα συμβάν στήν ὅλη ζωή τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ ὡς ἐκεῖνο μέ τό
ὁποῖο «κατελύθη ὁ Ἅδης καί ὁ θάνατος τέθνηκε καί ζωῆς ἠξιώθημεν»,
ὡς ἐκεῖνο δηλαδή διά τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους.
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τήν ἴδια ἡμέρα πού ἑορτάζουμε τήν λαμπροφόρο ἡμέρα
τῆς Ἀναστάσεως, κατά τή θεία Λειτουργία καί μάλιστα πρό τῆς θείας
Κοινωνίας, τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κείμενο ἐπιλέγει ἡ Ἐκκλησία μας, τόν
γνωστό Κατηχητικό λόγο του, προκειμένου νά τονίσει τή σημασία αὐτῆς: «Εἴς τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί φαιδρᾶς πανηγύρεως…»
Εἶναι
αὐτονόητο συνεπῶς ὅτι γιά τόν ἱερό Πατέρα, ὅπως καί γιά ὅλη τήν
Ἐκκλησία μας, ἡ Ἀνάσταση δέν αὐτονομεῖται ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου, ἀλλά
πάντοτε συνθεωρεῖται μέ ὅλη τήν ἐπί γῆς πορεία Του, πού σημαίνει ὅτι δέν
θά ὑπῆρχε Ἀνάσταση ἄν δέν ὑπῆρχε Σταύρωση, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ζωή καί ἡ
διδασκαλία Του μέ τά θαύματά Του, ἄν δέν ὑπῆρχε προπάντων ἡ ἴδια ἡ
Γέννησή Του. Ἐκεῖνος μέ ἄλλα λόγια πού τόνισε ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου
συνιστᾶ τήν «Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν»,
ὁ ἴδιος τόνισε ὅτι χωρίς τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάστασή Του δέν θά
εὕρισκε αὐτή τό νόημά της, πού σημαίνει ὅτι ἡ Γέννηση μέ τήν προοπτική
τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως κατανοεῖται καί ὑμνολογεῖται τόσο πολύ
στήν Ἐκκλησία μας. Κι ἀκόμη περισσότερο: ὁ ἴδιος ἱερός Πατήρ πού
ἀκριβῶς ἐξυμνεῖ καί ἐξηγεῖ τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, τοῦ «πρώτου Παρακλήτου», ὡς μοναδικά γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τά τοποθετεῖ γιά τήν ὀρθή τους κατανόηση στήν προοπτική τῆς παρουσίας τοῦ «δευτέρου Παρακλήτου»
Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐφεξῆς. Ὁ Κύριος
δηλαδή Ἰησοῦς Χριστός εἶναι μέν ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, σ’ Αὐτόν ἑδράζεται
ὡς θεμέλιο ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά χωρίς τήν παρουσία τοῦ τρίτου προσώπου τῆς
Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν θά ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία. «Εἰ μή Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία. Εἰ δέ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι Πνεῦμα πάρεστι» (Εἰς τήν Πεντηκοστήν).
2.
Ἀλλ’ ἄν ὅλα τά γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας, τοῦ σχεδίου δηλαδή τοῦ
Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀπαρχῆς μέχρι τέλους θεωροῦνται
ἑνοποιημένα – διότι ἕνας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἕνας ὁ Τριαδικός Θεός
μας καί κοινές οἱ ἐνέργειές Του γιά ὅλες τίς ὑποστάσεις Του - ἐκεῖνα
πού κατεξοχήν συνυπάρχουν τόσο πού τό ἕνα συνιστᾶ τήν προϋπόθεση καί τή
φανέρωση τοῦ ἄλλου εἶναι ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Εἴτε
μιλάει ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά τόν Σταυρό εἴτε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ
Κυρίου ἀναφέρεται γιά τά ἴδια ἀγαθά πού ἀπέρρευσαν ἀπό αὐτά. «Ὁ Σταυρός μᾶς προξένησε ἄπειρα ἀγαθά, αὐτός μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτός μᾶς φώτισε ἐνῶ ζούσαμε μέσα στό σκοτάδι, αὐτός μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό, ἐνῶ εἴχαμε γίνει ἐχθροί του, αὐτός μᾶς ἔκανε φίλους του, ἐνῶ εἴχαμε ἀποξενωθεῖ ἀπ’ αὐτόν, αὐτός μᾶς ἔφερε κοντά στόν Θεό, ἐνῶ ἤμαστε μακριά του. Αὐτός ἐξαφάνισε τήν ἔχθρα, αὐτός ἐξασφάλισε τήν εἰρήνη, αὐτός ἔγινε γιά μᾶς θησαυροφυλάκιο ἄπειρων ἀγαθῶν» (Εἰς τόν Σταυρόν καί τόν Ληστήν). «Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη» (Εἰς τό ἅγιον Πάσχα).
3. Οἱ τόσο μεγάλες αὐτές δωρεές πού καταπάτησαν καί κατήργησαν μάλιστα «τόν ἔσχατον ἐχθρόν» τοῦ ἀνθρώπου τόν θάνατο ὥστε ἐφεξῆς «ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέν λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος»
(Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα), ὀφείλονται στό γεγονός ὅτι Αὐτός πού τίς
προσέφερε δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ παντοδύναμος Θεός. Ἡ
Σταύρωση καί μάλιστα ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνουν τή θεότητά Του.
«Ἀφ’ ὅτου ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα). Διότι «δέν θά ἦταν δυνατόν ἐκεῖνος πού παρέχει στούς ἄλλους ζωή διά τοῦ θανάτου, νά παραμένει διαρκῶς στόν θάνατο. Γιατί, ἄν δέν χάνουν αὐτοί πού πιστεύουν στόν Ἐσταυρωμένο, πολύ περισσότερο δέν θά χαθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἐσταυρωμένος. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀπαλλάσσει τούς ἄλλους ἀπό τήν ἀπώλεια, ἔχει ἀπαλλαγεῖ πολύ περισσότερο ὁ ἴδιος ἀπό αὐτήν. Ἐκεῖνος πού παρέχει ζωή στούς ἄλλους, πολύ περισσότερο πηγάζει ζωή γιά τόν ἑαυτό Του» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην).
Γιά
τόν ἅγιο Χρυσόστομο ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ διά τῆς
Ἀναστάσεώς Του ἐπιτείνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο πού συνιστᾶ μεγάλη
παραδοξότητα: τόν «ἀναίτιο» θάνατό Του. Ὁ θάνατος, σημειώνει,
προϋπέθετε τήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, ὁπότε κατά φυσικό τρόπο
εἰσῆλθε ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἁμάρτησε κι ὅμως πέθανε κι αὐτός.
Γι’ αὐτό καί ὁ μέν Χριστός μέ τήν ἀνάστασή Του ἔσπασε τά δεσμά τοῦ
θανάτου, ἐνῶ μέ τήν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου διαλύονται οἱ σωροί τῶν
ἁμαρτιῶν του. «Ὁ Χριστός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας»
(Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα). Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ
φανέρωση καί τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του πρός τά πλάσματά Του. Διότι χωρίς
νά ἔχει ἀνάγκη Ἐκεῖνος τῆς Ἀναστάσεως, πέρασε ἀπό τή διαδικασία τοῦ
θανάτου καί ἀναστήθηκε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Χρωστούσε ὁ Ἀδάμ τόν θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέν χρωστοῦσε ὁ Χριστός οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τόν θάνατό Του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; Εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα).
4.
Γιά τόν ἱερό Πατέρα ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού δέν χρήζει
ἄλλων ἀποδείξεων πέραν αὐτῶν πού ἐπισημαίνουμε μέσα στήν ἴδια τή Γραφή.
Κι οἱ ἀποδείξεις αὐτές εἶναι δύο εἰδῶν: αὐτές πού φέρνουν ἐν τῆ ἀγνοία
τους οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί τοῦ Κυρίου καί αὐτές πού ἔρχονται ἀπό τή
θαυμαστή ζωή τῶν ἀποστόλων. Ἡ λεπτολόγος ἀναφορά τοῦ ἁγίου στά ἴδια τά
κείμενα τῶν Εὐαγγελίων τόν ὁδηγεῖ καταρχάς στήν ἐπισήμανση ὅτι καί ἡ
ἴδια ἡ πλάνη τελικῶς αὐτοαναιρεῖται καί γίνεται συνήγορος τῆς ἀλήθειας.
Τί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος; «Παντοῦ ἡ πλάνη συγκρούεται μέ τόν ἑαυτό της καί ἄθελά της συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀληθείας. Πρόσεξε ὅμως. Ἔπρεπε νά πιστευτεῖ ὅτι πέθανε, ὅτι ἐτάφη κι ὅτι ἀναστήθηκε. Κι ὅλα αὐτά γίνονται ἀπό τούς ἐχθρούς. «Θυμήθηκε», λέγει, «ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε…». Ἄρα πέθανε! Ὅτι μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ. Δῶσε λοιπόν διαταγή νά σφραγιστεῖ ὁ τάφος. Ἄρα ἐτάφη! Μήπως ἔλθουν οἱ μαθητές του καί τόν κλέψουν. Ἄρα, ἄν ὁ τάφος σφραγιστεῖ δέν θά γίνει καμμιά ἀπάτη! Δέν ἔγινε λοιπόν. Ἑπομένως ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως, μέ ὅσα προτείνατε ἐσεῖς, ἔγινε ἀναντίρρητη. Γιατί ἀφοῦ σφραγίστηκε, δέν συνέβη καμμιά ἀπάτη. Ἐάν δέ δέν ἔγινε καμμιά ἀπάτη, βρέθηκε ὅμως κενός ὁ τάφος, εἶναι φανερό ὅτι ἀνέστη σαφῶς καί ἀναντιρρήτως. Εἶδες ὅτι καί χωρίς νά τό θέλουν ὑποστηρίζουν τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας;»
(Εἰς τό κατά Ματθαῖον). Καί δεύτερον, ὅ,τι συνέβη στούς Ἀποστόλους
φανερώνει τό πόσο ἀληθινό γεγονός ὑπῆρξε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Τί
συνέβη; Πρῶτον, ὅτι ἔχουμε ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ πού ἡ
πολλαπλότητά τους συνιστᾶ ἀτράνταχτη ἀπόδειξη ὅτι πράγματι ἀναστήθηκε.
«Ὅποιος θέλει νά κρατήσει λογαριασμό, ἄς προσέχει μήπως κάνουμε λάθος στήν ἀρίθμηση…Ἐμφανίστηκε λοιπόν στίς γυναῖκες πρῶτα, ἔπειτα στόν Πέτρο γιά δεύτερη φορά, ἔπειτα στόν Κλεόπα καί σ’ αὐτόν πού ἦταν μαζί του γιά Τρίτη φορά, ἔπειτα στούς δέκα ὅταν ἦταν κλειστές οἱ πόρτες καί ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς, γιά τέταρτη φορά. Ἔπειτα στους ἕνδεκα ὅταν ἦταν παρών καί ὁ Θωμᾶς. Νά, ἡ Πέμπτη φορά. Ἔπειτα πάλι ἐμφανίζεται σέ παντακόσιους ἀδλεφούς…Νά ἡ ἕκτη φορά. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε στους ἑπτά ἐκείνους πού ψάρευαν στή θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε στόν Ἰάκωβο, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο. Ἔπειτα σ’ ὅλους τούς Ἀποστόλους»
(Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου). Κι ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ θαυμαστή ζωή τους.
Κυρίως τά θαύματα τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἀποτελοῦν γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο
περίτρανη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου: Αὐτός ὡς Θεός ἦταν παρών
στή ζωή τους καί τούς ἐνίσχυε προκειμένου νά κηρύσσουν τό Εὐαγγέλιο καί
νά μεταστρέφουν τούς ἀνθρώπους στήν πίστη Ἐκείνου. «Ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι τά θαύματα τῶν Ἀποστόλων» (Περί μη ἀποσιωπήσεως τῶν κηρυττομένων).
5.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μεταξύ τῶν ἄλλων εἶναι ἐκεῖνος πού ἀναφέρεται καί
στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἀκολουθώντας τίς Γραφές διαπιστώνει ὅτι
τό σῶμα τοῦ Κυρίου εἶναι μέν τό ἴδιο πού εἶχε καί πρό τῆς Ἀναστάσεως,
γιατί τά σημάδια τοῦ Πάθους τά προσάγει πρός ἀπόδειξη τοῦ Θωμᾶ καί τῶν
ἄλλων μαθητῶν, ὅμως ταυτοχρόνως εἶναι καί διαφορετικό, ἄλλης ποιότητος
σῶμα, ἄφθαρτο καί μή ὑποκείμενο πιά στούς νόμους τῆς φύσεως. «Μετά ἀπ’ αὐτά φανερώθηκε στούς μαθητές Του στή λίμνη τῆς Τιβεριάδος….Τί σημαίνει τό «φανέρωσε»; Ἀπ’αὐτό εἶναι φανερό ὅτι δέν ἦταν ὁρατός, ἄν δέν ἔκανε παραχώρηση, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἐπειδή πλέον τό σῶμα Του ἦταν ἄφθαρτο καί δέν ἐπιδεχόταν βλάβη» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην). «Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς σῶμα ἄφθαρτο ἔδειχνε τά ἀποτυπώματα τῶν καρφιῶν καί μποροῦσε νά τό ἀγγίξει χέρι. Ἀλλά μή θορυβηθεῖς, γιατί αὐτό συνέβη κατά συγκατάβαση. Γιατί τό τόσο λεπτό κι ἐλαφρύ σῶμα πού εἰσῆλθε ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, ἦταν ἀπαλλαγμένο ἀπό κάθε ὑλική σύσταση» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην).
6.
Ἐκεῖ πού ἐπικεντρώνει ἰδιαιτέρως τήν προσοχή του ὁ ἅγιος Πατήρ εἶναι ἡ
ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τήν ἀνάσταση καί τῶν
ἀνθρώπων, κάτι πού ἀναφέραμε καί παραπάνω. Ἄν ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ἦταν
γιά νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ὑπερβοῦν τή διάσπαση πού εἶχαν ὑποστεῖ
λόγω τῆς ἁμαρτίας τους, νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο, νά μποροῦν καί πάλι νά
εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεό ἐν Χριστῶ. Ὅ,τι ἡ γνωστή εἰκόνα τῆς εἰς ἅδου
καθόδου τοῦ Κυρίου προβάλλει, αὐτό στήν πραγματικότητα τονίζει μέ ἔμφαση
ὁ ἅγιος Ἰωάννης. «Ἄς γιορτάσουμε τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε κι ἀνέστησε μαζί Του τήν οἰκουμένη» (Εἰς τό ἅγιον Πάσχα). Κι ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω: «Ο Χριστός ἀναστήθηκε ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας».
Ἔτσι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ τόν τονισμό αὐτό διακρίνει δύο εἴδη θανάτου
γιά τόν ἄνθρωπο καί γι’ αὐτό δύο εἴδη ἀναστάσεως. Πέθανε πνευματικά
πρῶτα ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐπανάστασή του κατά τοῦ Δημιουργοῦ του, ἦλθε
ἔπειτα κι ὁ σωματικός θάνατος. «Πεθάναμε διπλό θάνατο, ἑπομένως ἄς περιμένουμε διπλή τήν ἀνάσταση…Στόν Χριστό ἦταν ἕνας ὁ θάνατος, γιατί δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός. Ἀλλά καί αὐτός ὁ ἕνας θάνατος ἔγινε γιά μᾶς, γιατί δέν χρωστοῦσε στόν θάνατο ἐκεῖνος, ἐπειδή δέν ἦταν ὑπόλογος στήν ἁμαρτία, ἑπομένως οὔτε στόν θάνατο. Γι’ αὐτός ἐκεῖνος ἀναστήθηκε μία φορά ἀπό τόν ἕνα θάνατο. Ἐμεῖς ὅμως πού πεθάναμε διπλό θάνατο, ἀνασταινόμαστε μέ διπλή ἀνάσταση…Ἀναστηθήκαμε προηγουμένως μία φορά ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί εἴχαμε ταφεῖ μαζί μέ τόν Χριστό κατά τό βάπτισμα και ἀναστηθήκαμε μαζί του μέ τό βάπτισμα. Ἡ πρώτη αὐτή ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος. Μᾶς ἔδωσε τή μεγαλύτερη, νά περιμένεις καί τή μικρότερη…Γιατί εἶναι πολύ μεγαλύτερο τό νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς ἁμαρτίες, παρά νά δοῦμε νά ἀνασταίνεται τό σῶμα» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).
7.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος δέν ἀφήνει περιθώριο καί ἀπό πλευρᾶς λογικῆς
προκειμένου νά «ἀποδείξει» τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, συνεπῶς καί τήν
ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Κατ’ αὐτόν ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος – γιατί «δέν θά μποροῦσε ν’ ἀναφερθεῖ κυρίως στήν ψυχή ἡ ἀνάσταση, ἀφοῦ ἡ ἀνάσταση ἀνήκει σ’ ἐκεῖνο πού ἔπεσε καί διαλύθηκε, ἡ ψυχή ὅμως δέν διαλύεται, ἀλλά τό σῶμα»
(Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως) - ἀποτελεῖ «ἀναγκαιότητα»: πνευματική,
ἠθική, φυσική. Πνευματική γιά τούς λόγους πού εἴπαμε: ὁ πιστός καί ἐν
μετανοία ἄνθρωπος προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, γιατί ζεῖ ἤδη ἀπό
τώρα τήν πνευματική του ἀνάσταση. Φτάνει μάλιστα στό σημεῖο ὁ ἱερός
Πατήρ νά θεωρεῖ ὅτι ἀκόμη κι ὁ εἰδωλολάτρης, ὁ ὁποῖος ὅμως ζεῖ μία
ἐνάρετη ζωή, κι αὐτός ἀκόμη δέν δυσπιστεῖ πρός τή διδασκαλία τῆς κρίσεως
πού ἀκολουθεῖ τήν ἀνάσταση. «Κανένας ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν ἐνάρετα δέν δυσπιστεῖ πρός τή διδασκαλία τῆς κρίσεως, εἴτε εἶναι εἰδωλολάτρης, εἴτε εἶναι αἰρετικός»
(Εἰς τήν προς Κολασσαεῖς). Ἠθική, γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑφίσταται
ὁ δίκαιος δοκιμασίες καί πειρασμούς στή ζωή αὐτή χωρίς νά ὑπάρχει
ἀνταπόδοση. «Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ζωή μας δέν περιορίζεται μόνο στόν παρόντα κόσμο. Καί τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπό τούς πειρασμούς. Γιατί οὐδέποτε θ’ ἀνεχόταν ὁ Θεός ἐκεῖνοι πού ἔπαθαν τόσο μεγάλα καί πολλά κακά καί περνοῦν ὁλόκληρη τή ζωή τους μέ πειρασμούς κι ἀναρίθμητους κινδύνους νά μη ἀναμειφθοῦν μέ πολύ μεγαλύτερες δωρεές...Ἄν δέν ὑπῆρχε ἄλλη ζωή, δέν θά ἐπέτρεπε πολλούς ἀπό τούς πονηρούς ἀνθρώπους νά ζοῦν εὐχάριστα κατά τόν παρόντα βίο, πολλούς δέ ἀπό τούς δικαίους πάλι νά ζοῦν μέ ἀναρίθμητα κακά»
(Εἰς τούς ἀνδριάντας). Φυσική, γιατί καί ἡ ἴδια ἡ φύση ἀποτελεῖ διαρκή
ἐξαγγελία ὅτι πράγματι αὐτό πού φθείρεται μπορεῖ καί νά ἀναστηθεῖ. «Ἄν τά ἐξετάζουμε μέ τό λογικό, εἶναι ἀπίστευτα. Ἄν ὅμως μέ τήν πίστη, εἶναι πολύ πιστευτά. Νά πῶ κάτι περισσότερο ἀπό αὐτό; Τό σιτάρι μέσα στή γῆ καταστρέφεται καί ἀνίσταται. Πρόσεχε ὅτι τά θαύματα εἶναι ἀντίθετα καί τό ἕνα νικᾶ τό ἄλλο. Εἶναι θαυμαστό τό ὅτι δέν σάπισε, θαυμαστό τό ὅτι φύτρωσε ἐνῶ σάπισε. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού λένε αὐτές τίς ἀνοησίες καί δυσπιστοῦν γιά τήν ἀνάσταση;» (Εἰς τήν προς Κολασσαεῖς).
Γιά
τόν ἅγιο μάλιστα ὁ τρόπος ἀναστάσεως τῶν σωμάτων δηλώθηκε μέ ἔμφαση
ἰδίως κατά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ὅπως ὁ Κύριος κάλεσε τόν Λάζαρο νά
βγεῖ ἔξω ἀπό τόν τάφο, κατά τόν ἴδιο τρόπο θά καλέσει τούς ἀνθρώπους μέ
τά νεκρά καί διαλυμένα σώματά τους κατά τή Δευτέρα Του Παρουσία. «Καί μή μοῦ λέγεις πῶς μπορεῖ νά ἀναστηθεῖ τό σῶμα πάλι καί νά γίνει ἄφθαρτο; Γιατί ὅταν ἐνεργεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό πῶς ἄς μην ὑπάρχει» («Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως»). «Καί πρόσεχε παρακαλῶ τό παράδοξο. Δέν εἶπε: «Λάζαρε, ξαναζῆσε», ἀλλά τι εἶπε; «Λάζαρε, ἔβγα ἔξω», γιά νά διδάξει τούς παρόντες ὅτι Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού καλεῖ αὐτά πού δέν ὑπάρχουν σάν νά ὑπάρχουν, γιά νά δείξει στους παρόντες ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῶν ζωντανῶν κι ὄχι τῶν νεκρῶν, γιά νά δείξει στήν κατάλληλη στιγμή ὅτι τίποτα δέν μπορεῖ νά ἐμποδίσει τήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, καί γιά νά θυμίσει στούς παρόντες ἐκεῖνον πού ἔλεγε: «Νά γίνει τό στερέωμα. Νά συγκεντρωθοῦν τά νερά σ’ ἕνα μέρος. Νά βλαστήσει ἡ γῆ χορτάρι χλωρό. Νά γεμίσουν τά νερά μέ ζωντανά ἑρπετά» (Εἰς τόν τετραήμερον Λάζαρον).
8.
Γιά τόν ἱερό Πατέρα ὅμως ἡ πνευματική ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τῶν ἁμαρτιῶν
διά τῆς μετανοίας εἶναι τό μεῖζον. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος γεύτηκε ἀπό τό
βάπτισμά του, αὐτό καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἐπιβεβαιώνει
καθημερινῶς στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας τῆς
μετανοίας ἀποτελεῖ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια παραμονῆς στήν ἀνάσταση. Γι’
αὐτό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τήν θεωρεῖ μόνο κάτω ἀπό τήν προοπτική
αὐτή. «Εἶδες τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς; Διατήρησε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἄνθρωπε. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζεῖς μέ ἀδιαφορία. Βάλε στόν ἑαυτό σου νόμο μέ κάθε ἀκρίβεια. Ἡ ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί ὅποιος ἀγωνίζεται ἀπέχει ἀπό ὅλα…Κατάστρεψε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα τοῦ κακοῦ, γιά νά καταστρέψεις ὅλη τήν ἀρρώστια…Ἄς ἐξαφανίσουμε παντοῦ τίς ἀρχές τῶν ἁμαρτημάτων» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).
Ἔτσι
ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ
Κυρίου ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν
θά μετάσχει τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, εἴτε πιστός εἴτε ἄπιστος – τό
ζητούμενο γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς
πνευματικῆς ἀναστάσεως ὡς ζωῆς μετανοίας πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
Μόνον οἱ ἐν μετανοία ζῶντες καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή θά
ζήσουν καί τή δόξα τῆς ἀναστάσεως. «Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε, ὁ καθένας ὅμως στό δικό του τάγμα. Τί ὅμως σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι καί ὁ εἰδωλολάτρης καί ὁ Ἰουδαῖος καί ὁ αἱρετικός καί κάθε ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θ’ ἀναστηθεῖ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη…Βέβαια καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνασταίνονται ἄφθαρτα καί ἀθάνατα. Ἡ τιμή ὅμως αὐτή γίνεται σ’ αὐτούς ἀφορμή κόλασης καί τιμωρίας, ἐπειδή ἀνασταίνονται ἄφθαρτα, γιά νά καίονται αἰώνια» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Τήν ἀνάσταση ὅλοι θά ἀπολαύσουν. Δοξασμένοι ὅμως δέν θά εἶναι ὅλοι, ἀλλ’ οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό»
(Εἰς τήν προς Θεσσαλονικεῖς). Γιά τόν ἅγιο θεωρεῖται δεδομένο ἔτσι ὅτι
τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρνοῦνται ὅσοι δέν βαδίζουν πάνω στή μετάνοια,
ἔχοντας ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν».
Καί τοῦτο γιατί δέν συμφέρει σ’ αὐτούς νά πιστεύουν ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ
ἔλεγχο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀθεΐα δηλαδή ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς πονηρίας τῆς
ζωῆς. «Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει ν’ ἀναστηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδώσει λογαριασμό γιά τίς πράξεις του πού ἔκανε ἐδῶ, ἀλλά νομίζοντας ὅτι τά δικά μας σταματοῦν στήν παροῦσα ζωή κι ὅτι δέν ὑπάρχει παραπέρα τίποτε περισσότερο, οὔτε γιά τήν ἀρετή θά φροντίσει» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Ἐκεῖνος πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά τήν ἐδῶ ζωή, αὐτός κατ’ ἀνάγκη θά ὁμολογήσει ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε καί Θεός» (Περί εἱμαρμένης καί πρόνοιας).
9.
Ἡ ἐν μετανοία πορεία τοῦ πιστοῦ πού ἐπιβεβαιώνει καί τήν πνευματική του
ἀνάσταση, γιατί ἀκριβῶς τόν διατηρεῖ ἑνωμένο μέ τόν νικητή τοῦ θανάτου
Κύριο, εἶναι αὐτονόητο ὅτι προϋποθέτει τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά
μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, κατεξοχήν δέ στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος μίλησε προηγουμένως γιά τό βάπτισμα πού
φέρει τήν πνευματική ἀνάσταση, ὁ ἴδιος μιλᾶ καί γιά τή συμμετοχή στή
Θεία Εὐχαριστία ὡς γεγονός συμμετοχῆς στή λογχισμένη πλευρά τοῦ Χριστοῦ,
ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθε αἷμα καί ὕδωρ. «Ὅταν προσίῃς τῶ φρικτῶ ποτηρίῳ, ὡς ἀπ’ αὐτῆς πίνων τῆς πλευρᾶς, οὕτω προσίῃς»
(Ὅταν προσέρχεσαι στό φρικτό ποτήριο, νά προσέρχεσαι σάν νά πίνεις ἀπό
τήν ἴδια τήν πλευρά τοῦ Σωτῆρος). Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ πιστός ζεῖ
ἀναστημένος ἤδη ἀπό τώρα, ὄχι μόνο γιατί βαπτίσθηκε καί ἔγινε μέλος τοῦ
Κυρίου, ἀλλά καί γιατί ἐπιτείνει καί διαρκῶς ἀνανεώνει τήν ἑνωσή του μέ
τόν Κύριο ἀπό τήν ἐν μετανοία τροφοδοσία του ἀπό τό θεωμένο σῶμα καί
αἷμα Αὐτοῦ. Ὁ Κατηχητικός λόγος μάλιστα τοῦ ἁγίου πού μνημονεύσαμε
παραπάνω ἔρχεται μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀμεσότητα νά ἐξαγγείλει τήν
ἀλήθεια αὐτή. «Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἡμῶν…Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως…Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος…».
Λοιπόν ἐν τέλει: «Ἄς ἑορτάσουμε αὐτήν τήν πολύ μεγάλη καί λαμπρή ἑορτή, κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Ἄς τήν ἑορτάσουμε ὅμως μέ χαρά καί θεοσέβεια μαζί, γιατί ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἀνέστησε μαζί Του τήν οἰκουμένη» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου