Η ΣΙΩΠΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Αναφέρουν οι βιογράφοι του Γρηγορίου ότι κατά τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής, προ του Πάσχα του 382, ένα χρόνο μετά την αποχώρησή του από τον πατριαρχικό θρόνο της Κων/πόλεως, τήρησε απόλυτη σιωπή. Μαζί με τη νηστεία των τροφών δοκίμασε και τη νηστεία των λόγων.
Κατά τα προηγούμενα χρόνια ο διαπρεπής ρήτορας είχε εκφέρει περίσσεια λόγων και μερικές φορές είχε οδηγηθεί σε εκρήξεις οργής. Τώρα λοιπόν ζητούσε να πάρει ένα ισοζύγιο μεταξύ λόγου και σιωπής και συγχρόνως να περιστείλει τις εκρήξεις του θυμού του. Επίσης επεδίωκε ν’ απολαύσει εντονώτερα των αγαθών της ησυχίας. Ήδη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του στην Κων/πολη είχε δηλώσει ότι θα σιωπούσε η δηκτική και φλύαρη γλώσσα του, που προκαλούσε φθόνο και αντιθέσεις, και θα πολεμούσε από δω και πέρα με το χέρι και το μελάνι. Σίγησε λοιπόν ο Γρηγόριος για μια ολόκληρη Σαρακοστή. Επειδή όμως δημιουργήθηκε, όπως ήταν φυσικό, ολόκληρος θρύλος γύρω απ’ αυτή του τη στάση, αναγκάσθηκε σε 12 επιστολές του (υπ’ αριθμ. 107-119, εκτός την115, Ε.Π.Ε. 7,208-218) να δικαιολογήσει τη στάση του. Ας δούμε τις απόψεις του, αφού πρώτα δούμε διδασκαλία της Γραφής, για το πόσο σοβαρό και σπουδαίο είναι να ελέγχει ο άνθρωπος τη γλώσσα του.
Η σιωπή του Γρηγορίου δεν είναι θέμα ιδιορρυθμίας ή έστω κατά Χριστόν σαλότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους πατέρες της Εκκλησίας. Έχει βιβλική βάση. Αν διαβάσουμε το τρίτο κεφάλαιο της επιστολής του Ιακώβου του αδελφοθέου, θα δούμε να γράφει τα εξής σπουδαία για το θέμα μας. «Ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα». Στο ερώτημα που θέτουν ανά τους αιώνες οι άνθρωποι «ποιος είναι τέλειος;» υπάρχουν πολλές απαντήσεις. «Αυτός που ασκητεύει, που είναι αγνός, που προσεύχεται, που δίνει ελεημοσύνη, που έχει ακτημοσύνη και άλλα πολλά». Ο άγιος Ιάκωβος όμως απαντά· «αυτός που δεν πέφτει σε κανένα σφάλμα λέγοντας διάφορα λόγια». Αυτός μπορεί να χαλιναγωγήσει και όλες του τις επιθυμίες, τις ορέξεις και τα πάθη. Να κατευθύνει το πολύεδρο και πολύπλευρο του ψυχοσωματικού του είναι. Όλα τ’ άλλα -κάποτε- ο άνθρωπος τα πετυχαίνει· το να μη σφάλλει όμως στο λόγο του -ποτέ και πουθενά- απαιτεί φοβερή αυτοκυριαρχία, φοβερή άσκηση και είναι σχεδόν ακατόρθωτο. «Πάσα γαρ φύσις θηρίων τε και πετεινών ερπετών τε και εναλίων δαμάζεται και δεδάμασται τη φύσει τη ανθρωπίνη, την δε γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι· ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου…» (Ιακ.3,7). Όταν όμως κάποιος πετύχει αυτό το ακατόρθωτο, τότε πετυχαίνει φοβερά πράγματα. Ο άγιος Ιάκωβος παραθέτει πολύ χαρακτηριστικά σχετικά παραδείγματα. Λέγει, όταν έχεις στο χέρι σου τη γλώσσα του χαλινού, τότε εξουσιάζεις το τεράστιο και αδάμαστο άλογο. Όταν κρατάς το πηδάλιο του πλοίου, κατευθύνεις αυτό όπου θες. Αντίθετα, αν δεν προσέξεις και δημιουργηθεί μια μικρή γλώσσα φωτιάς, τότε καταστρέφει τα πάντα και κανείς δεν μπορεί να την ελέγξει. Η γλώσσα είναι μεγάλη ευλογία και μεγάλη κατάρα αναλόγως αν υπόκειται στον έλεγχο μας ή όχι. Είναι πηγή που μας ζωοποιεί ή μας δηλητηριάζει. Μας γλυκαίνει ή μας φαρμακώνει. Μας ενθαρρύνει ή μας απελπίζει.
Επειδή λοιπόν είναι πολύ δύσκολο να χαλιναγωγήσουμε τη γλώσσα μας και επειδή πάντα λαλούμε «εκ του περισσεύματος της καρδίας μας», η οποία είναι βρώμικη και δηλητηριασμένη από το προπατορικό αμάρτημα, γι’ αυτό παρουσιαζόμαστε πνευματικά διχασμένοι, διηρημένοι, αλλοπρόσαλλοι. Κυριολεκτικά σχιζοφρενείς. Γι’ αυτό μία είναι η λύση για να διορθωθούμε· ή να μιλούμε πολύ λίγο και μάλιστα με σύνεση και περίσκεψη, όπως επιβάλλουν οι μοναχικοί κανόνες στους μοναχούς, ή να καταργήσουμε τον λόγο εντελώς, για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να καθαρισθεί κάπως η καρδία μας. Το δεύτερο εφάρμοσε ο Γρηγόριος και εξηγεί το γιατί στις 12 επιστολές του.
Γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στις επιστολές προς διαφόρους φίλους του.
Α΄. Όποιος πετυχαίνει την τέλεια σιωπή, νικήσει δηλαδή στο σύνολο, εκείνος μπορεί να πετύχει να μιλά σωστά, δηλαδή να νικήσει και στο επιμέρους.
Β΄. Η γλώσσα εκφράζει το περιεχόμενο της καρδιάς, αλλά και το επηρεάζει. Έτσι, το πάθος του θυμού για παράδειγμα, μόνο η σιωπή το μαραίνει. Μερικές φορές, για να ξεσπάσουμε δήθεν και να ξελαφρώσουμε, αρχίζουμε να βρίζουμε, να κατηγορούμε, να χλευάζουμε, ή αναμασούμε συνεχώς τις αδικίες που κατά τη γνώμη μας υπέστημεν. Και αντί να ηρεμήσουμε, ανάβουμε και ξαναφορτιζόμαστε με μίσος. Έτσι συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος του αναβρασμού, της δήθεν εκτονώσεως και εν τέλει της επιδεινώσεως του πάθους μας. Ο Γρηγόριος, όταν ασκούσε σιωπή, πόσο πικραμένος ήταν από το φθόνο και το μίσος και το διωγμό των αντιπάλων του συνεπισκόπων, που είχε ως αποτέλεσμα να φύγει από την Κων/πολη. Να μιλήσει; Να εκφράσει το πόνο του; Θα πικραινόταν περισσότερο και γι’ αυτό σιωπά.
Γ΄. Διακόπτοντας το λόγο μαθαίνουμε να λέμε όσα πρέπει. Όταν φλυαρούμε είναι αδύνατο να μη λέμε ανοησίες, άσχετα πράγματα, περιττά και ανώφελα. Όταν πολυλογείς δεν μπορείς ν’ αποφύγεις την αμαρτία λένε οι πατέρες.
Δ΄. Σιωπώντας μαθαίνουμε ν’ ακούμε. Δεν έχουμε μόνο στόμα, έχουμε κι αυτιά. Πρέπει κι αυτά να τα χρησιμοποιούμε. Το ν’ ακούς ό,τι πρέπει δεν είναι κατώτερο από το να λες ό,τι πρέπει. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάσχουμε από λογοδιάρροια και μάλιστα ασχολούμαστε κυρίως με σκάνδαλα και κουτσομπολιά κρίνοντας τους πάντας και τα πάντα, ενώ δεν έχουμε καθόλου επιθυμία ν’ ακούμε νουθεσίες και ελέγχους. Ο Γρηγόριος, κάνοντας πράξη τα όσα υποστήριζε, δέχθηκε να συναντηθεί με τον ιερέα Κληδόνιο υπό τον όρο ν’ ακούει μόνο και να μη μιλά. Επίσης ο Γρηγόριος, σε άλλη επιστολή του προς τον Ευλάλιο, λέγει ότι επισκέφθηκε μοναχούς στην Λαμίδα σιωπών.
Ε΄. Σιωπά για να διδάξει εμπράκτως και να εμπνεύσει και άλλους να τον μιμηθούν. Μιλώντας για την σιωπή, λέγει ο Γρηγόριος γράφοντας στο φίλο του Παλλάδιο, δε συγκινούσα κανένα. Τώρα που σιωπώ διδάσκω με την πράξη. Παιδαγωγώ τους ανθρώπους στο αγαθό της σιωπής εφαρμόζοντάς το προσωπικά ο ίδιος. Μιμούμαι το Χριστό, που δεν εξάγνισε το άνθρωπο τόσο με τη νομοθεσία του όσο με την ενσάρκωσή του και τη προσωπική βίωση του νόμου.
Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν είναι εμπνευστής και όχι απλός διδάσκαλος. Ο αείμνηστος και πολύκλαυστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος σε νεκρολογία του για τον επίσης αείμνηστο και επιφανή π. Σπυρίδωνα Σγουρόπουλο και εξυμνώντας τον, γιατί υπήρξε εμπνευστής και όχι διδάσκαλος, λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα. «Ωραίον όντως το διδάσκειν, ωραιότερον όμως και μεγαλειωδέστερον το εμπνέειν. Δια το πρώτον αρκούσιν ολίγαι ξηραί γνώσεις· διά το δεύτερον απαιτείται παράδειγμα ακτινοβόλου αυταπαρνήσεως και γενικώς βίος ολόλαμπρος και πλήρης θυσιών. Και Συ είχες αυτήν την ειδικήν εύνοιαν και ευλογίαν του Κυρίου. Δεν εδίδασκες απλώς, αλλά ενέπνεες! Ανήκες ουχί εις τον μέγα αριθμόν των διδασκόντων, αλλ’ εις τον απελπιστικώς μικρόν αριθμόν των εμπνεόντων» (Άρθρα,μελέται, επιστολαί, τόμος Α΄, Αθήνα 1986, σσ.512-513).
ΣΤ΄. Σιωπά γιατί θέλει να προσφέρει ως θυσία στο Θεό την έκφραση των σκέψεών του. γράφει στον Παλλάδιο· «Νέκρωσα τη γλώσσα μου με τη νέκρωση του Χριστού, όταν νήστευα· την ζωοποίησα με την ανάστασή του. Προσέφερα ως θυσία στον Χριστό την έκφραση των σκέψεών μου, έτσι θα προσφέρω τώρα (ως θυσία) και τον λόγον μου, αλλά πλέον καθαρό και αγνισμένο»!
Πολλές φορές ο Χριστός μας ζητά ως θυσία τα πιο αγαπημένα πρόσωπα, πράγματα ή ιδανικά της ζωής μας. Από τον Αβραάμ π.χ. ζητά να εγκαταλείψει τη πατρίδα του, τους συγγενείς του, το πολιτισμό του, τη γλώσσα του, τις ανέσεις του και τέλος τον Ισαάκ, τον υιό του τον μονογενή, που απέκτησε μετά από αναμονή 25 ετών! Από τον Γρηγόριο, μέσω των φθονερών συνεπισκόπων του, ζήτησε να θυσιάσει το θρόνο του και το ποίμνιο του. Και ο Γρηγόριος προσθέτει σ’ αυτή τη φοβερή και ανεκτίμητη θυσία την ρητορική του δεινότητα, το μεγαλοπρεπές και μνημειώδες ύφος του, τη λογοτεχνική του έκφραση, την καλλιέπεια του κηρύγματος, την ευστροφία των νοημάτων του, την παραστατικότητα και ζωηρότητα και εκπληκτική έκφραση των ιδεών του, την υψίστη ηδονή του λέγειν και διδάσκειν και καθοδηγείν. Πόσο μεγάλη θυσία!!!
Ζ΄. Το λέγειν δεν είναι πάντα δείγμα ικανότητας ή επιδεξιότητας. Στον Κελεύσιο διηγείται το μύθο των χελιδονιών και των κύκνων. Τα χελιδόνια περηφανεύονται ότι κελαϊδούν στους ανθρώπους συνέχεια και ζουν συνεχώς μαζί τους. Ενώ οι κύκνοι ζουν στην ερημιά, δε τραγουδούν, και δε θέλουν τη συντροφιά των ανθρώπων. Και οι κύκνοι αν και σιχαινόταν την πολυλογία των χελιδονιών και απαξιούσαν να τα απαντήσουν, εν τούτοις κάποτε αναγκάσθηκαν να τα πουν: «Εμείς δεν ψάλλουμε όπως-όπως, ούτε ενδιαφερόμαστε να βγάζουμε απλώς κραυγές. Κι όμως χωρίς να μιλήσουμε, όταν απλώνουμε τα φτερά μας στον άνεμο, ακούγεται κάτι γλυκύ και αρμονικό. Εμείς, όταν τραγουδούμε, φροντίζουμε με μέτρο ν’ αποδίδουμε τη μελωδία και δεν αναμιγνύουμε τη μουσική με θορύβους. Εσείς κι όταν σας δέχονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους αγανακτούν κι όταν κελαϊδείτε σας βαριούνται. Κι όπως λέγει μια παροιμία αληθής και σύντομος ‘τότε θα τραγουδήσουν οι κύκνοι όταν σιωπήσουν οι καλιακούδες’».
Η΄. Να μη απολυτοποιούμε μόνο τα χαρίσματά μας. Ο Γρηγόριος απαντώντας στον Ευλάλιο -έναν ερημίτη που ησύχαζε και νήστευε σε απόλυτο βαθμό, ενώ στον Γρηγόριο συνιστούσε διάκριση και μεσότητα στο θέμα της σιωπής- λέγει ότι δεν πρέπει να απολυτοποιούμε μόνο τα χαρίσματά μας και να θέλουμε να μετριάζουμε τα χαρίσματα των άλλων. Χαρίσματα που ίσως μας δυσκολεύουν και δεν μας συγκινούν. Γι’ αυτό προτείνει ν’ ανταλλάξουν τα χαρίσματα τους.
Άλλοι πάλι (Κελεύσιος) ενώ παραβαίνουν το νόμο (δεν νηστεύουν) κατηγορούν τους άλλους για θέματα, που είναι ίσως ιδιόρρυθμα αλλά δεν είναι αμαρτωλά. Εδώ ισχύει το του ευαγγελίου, «βγάλε το δοκάρι από το μάτι σου και μετά να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του άλλου». Αν δε το κάνεις τότε σιώπα και συ.
Γιατί με κρίνεις που σιωπώ ενώ εγώ δε σε κρίνω που μιλάς, λέγει στον ίδιο. Θυμήσου τι λέγει ο Παύλος σε ανάλογη περίπτωση. «Ο εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω. Ο δε μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω» (Ρωμ. 14,3).
Θ΄. «Καιρός παντί πράγματι». Όπως λέγει το βιβλίο του Εκκλησιαστού στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει καιρός για να φυτεύεις και καιρός για να ξεριζώνεις· να γελάσεις και να κλάψεις· να θρηνήσεις και να χορέψεις· να πολεμήσεις και να ειρηνεύσεις. Έτσι υπάρχει «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν». «Σιώπησα για τον εαυτό μου· τώρα θα μιλήσω χάριν των άλλων» γράφει ο Γρηγόριος στον Ευλάλιο. Με την ανάσταση του Λόγου ο άγιος Γρηγόριος ανέστησε και πάλι την υπέροχη διδαχή του. Από το Πάσχα του 382 άφησε και πάλι το θεϊκό του τάλαντο στην υπηρεσία της Εκκλησίας, προς δόξαν Θεού και ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών των αδελφών του.
Τρεις ήταν οι μεγάλες αγάπες του αγίου Γρηγορίου του
Θεολόγου. Τρία τα μεγάλα θέλγητρά του. Τρεις οι βασικοί
πόθοι του και οι φλογερές του επιθυμίες.
Η ειρήνη, η ησυχία και η σιωπή.
Ας επικεντρωθούμε στην τελευταία αγάπη του
Γρηγορίου, τη σιωπή, και ας δούμε πως τη βίωνε και τι
δίδασκε για την αξία της.
Αναφέρουν οι βιογράφοι του Γρηγορίου ότι κατά τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής, προ του Πάσχα του 382, ένα χρόνο μετά την αποχώρησή του από τον πατριαρχικό θρόνο της Κων/πόλεως, τήρησε απόλυτη σιωπή. Μαζί με τη νηστεία των τροφών δοκίμασε και τη νηστεία των λόγων.
Κατά τα προηγούμενα χρόνια ο διαπρεπής ρήτορας είχε εκφέρει περίσσεια λόγων και μερικές φορές είχε οδηγηθεί σε εκρήξεις οργής. Τώρα λοιπόν ζητούσε να πάρει ένα ισοζύγιο μεταξύ λόγου και σιωπής και συγχρόνως να περιστείλει τις εκρήξεις του θυμού του. Επίσης επεδίωκε ν’ απολαύσει εντονώτερα των αγαθών της ησυχίας. Ήδη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του στην Κων/πολη είχε δηλώσει ότι θα σιωπούσε η δηκτική και φλύαρη γλώσσα του, που προκαλούσε φθόνο και αντιθέσεις, και θα πολεμούσε από δω και πέρα με το χέρι και το μελάνι. Σίγησε λοιπόν ο Γρηγόριος για μια ολόκληρη Σαρακοστή. Επειδή όμως δημιουργήθηκε, όπως ήταν φυσικό, ολόκληρος θρύλος γύρω απ’ αυτή του τη στάση, αναγκάσθηκε σε 12 επιστολές του (υπ’ αριθμ. 107-119, εκτός την115, Ε.Π.Ε. 7,208-218) να δικαιολογήσει τη στάση του. Ας δούμε τις απόψεις του, αφού πρώτα δούμε διδασκαλία της Γραφής, για το πόσο σοβαρό και σπουδαίο είναι να ελέγχει ο άνθρωπος τη γλώσσα του.
Η σιωπή του Γρηγορίου δεν είναι θέμα ιδιορρυθμίας ή έστω κατά Χριστόν σαλότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους πατέρες της Εκκλησίας. Έχει βιβλική βάση. Αν διαβάσουμε το τρίτο κεφάλαιο της επιστολής του Ιακώβου του αδελφοθέου, θα δούμε να γράφει τα εξής σπουδαία για το θέμα μας. «Ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα». Στο ερώτημα που θέτουν ανά τους αιώνες οι άνθρωποι «ποιος είναι τέλειος;» υπάρχουν πολλές απαντήσεις. «Αυτός που ασκητεύει, που είναι αγνός, που προσεύχεται, που δίνει ελεημοσύνη, που έχει ακτημοσύνη και άλλα πολλά». Ο άγιος Ιάκωβος όμως απαντά· «αυτός που δεν πέφτει σε κανένα σφάλμα λέγοντας διάφορα λόγια». Αυτός μπορεί να χαλιναγωγήσει και όλες του τις επιθυμίες, τις ορέξεις και τα πάθη. Να κατευθύνει το πολύεδρο και πολύπλευρο του ψυχοσωματικού του είναι. Όλα τ’ άλλα -κάποτε- ο άνθρωπος τα πετυχαίνει· το να μη σφάλλει όμως στο λόγο του -ποτέ και πουθενά- απαιτεί φοβερή αυτοκυριαρχία, φοβερή άσκηση και είναι σχεδόν ακατόρθωτο. «Πάσα γαρ φύσις θηρίων τε και πετεινών ερπετών τε και εναλίων δαμάζεται και δεδάμασται τη φύσει τη ανθρωπίνη, την δε γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι· ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου…» (Ιακ.3,7). Όταν όμως κάποιος πετύχει αυτό το ακατόρθωτο, τότε πετυχαίνει φοβερά πράγματα. Ο άγιος Ιάκωβος παραθέτει πολύ χαρακτηριστικά σχετικά παραδείγματα. Λέγει, όταν έχεις στο χέρι σου τη γλώσσα του χαλινού, τότε εξουσιάζεις το τεράστιο και αδάμαστο άλογο. Όταν κρατάς το πηδάλιο του πλοίου, κατευθύνεις αυτό όπου θες. Αντίθετα, αν δεν προσέξεις και δημιουργηθεί μια μικρή γλώσσα φωτιάς, τότε καταστρέφει τα πάντα και κανείς δεν μπορεί να την ελέγξει. Η γλώσσα είναι μεγάλη ευλογία και μεγάλη κατάρα αναλόγως αν υπόκειται στον έλεγχο μας ή όχι. Είναι πηγή που μας ζωοποιεί ή μας δηλητηριάζει. Μας γλυκαίνει ή μας φαρμακώνει. Μας ενθαρρύνει ή μας απελπίζει.
Επειδή λοιπόν είναι πολύ δύσκολο να χαλιναγωγήσουμε τη γλώσσα μας και επειδή πάντα λαλούμε «εκ του περισσεύματος της καρδίας μας», η οποία είναι βρώμικη και δηλητηριασμένη από το προπατορικό αμάρτημα, γι’ αυτό παρουσιαζόμαστε πνευματικά διχασμένοι, διηρημένοι, αλλοπρόσαλλοι. Κυριολεκτικά σχιζοφρενείς. Γι’ αυτό μία είναι η λύση για να διορθωθούμε· ή να μιλούμε πολύ λίγο και μάλιστα με σύνεση και περίσκεψη, όπως επιβάλλουν οι μοναχικοί κανόνες στους μοναχούς, ή να καταργήσουμε τον λόγο εντελώς, για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να καθαρισθεί κάπως η καρδία μας. Το δεύτερο εφάρμοσε ο Γρηγόριος και εξηγεί το γιατί στις 12 επιστολές του.
Γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στις επιστολές προς διαφόρους φίλους του.
Α΄. Όποιος πετυχαίνει την τέλεια σιωπή, νικήσει δηλαδή στο σύνολο, εκείνος μπορεί να πετύχει να μιλά σωστά, δηλαδή να νικήσει και στο επιμέρους.
Β΄. Η γλώσσα εκφράζει το περιεχόμενο της καρδιάς, αλλά και το επηρεάζει. Έτσι, το πάθος του θυμού για παράδειγμα, μόνο η σιωπή το μαραίνει. Μερικές φορές, για να ξεσπάσουμε δήθεν και να ξελαφρώσουμε, αρχίζουμε να βρίζουμε, να κατηγορούμε, να χλευάζουμε, ή αναμασούμε συνεχώς τις αδικίες που κατά τη γνώμη μας υπέστημεν. Και αντί να ηρεμήσουμε, ανάβουμε και ξαναφορτιζόμαστε με μίσος. Έτσι συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος του αναβρασμού, της δήθεν εκτονώσεως και εν τέλει της επιδεινώσεως του πάθους μας. Ο Γρηγόριος, όταν ασκούσε σιωπή, πόσο πικραμένος ήταν από το φθόνο και το μίσος και το διωγμό των αντιπάλων του συνεπισκόπων, που είχε ως αποτέλεσμα να φύγει από την Κων/πολη. Να μιλήσει; Να εκφράσει το πόνο του; Θα πικραινόταν περισσότερο και γι’ αυτό σιωπά.
Γ΄. Διακόπτοντας το λόγο μαθαίνουμε να λέμε όσα πρέπει. Όταν φλυαρούμε είναι αδύνατο να μη λέμε ανοησίες, άσχετα πράγματα, περιττά και ανώφελα. Όταν πολυλογείς δεν μπορείς ν’ αποφύγεις την αμαρτία λένε οι πατέρες.
Δ΄. Σιωπώντας μαθαίνουμε ν’ ακούμε. Δεν έχουμε μόνο στόμα, έχουμε κι αυτιά. Πρέπει κι αυτά να τα χρησιμοποιούμε. Το ν’ ακούς ό,τι πρέπει δεν είναι κατώτερο από το να λες ό,τι πρέπει. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάσχουμε από λογοδιάρροια και μάλιστα ασχολούμαστε κυρίως με σκάνδαλα και κουτσομπολιά κρίνοντας τους πάντας και τα πάντα, ενώ δεν έχουμε καθόλου επιθυμία ν’ ακούμε νουθεσίες και ελέγχους. Ο Γρηγόριος, κάνοντας πράξη τα όσα υποστήριζε, δέχθηκε να συναντηθεί με τον ιερέα Κληδόνιο υπό τον όρο ν’ ακούει μόνο και να μη μιλά. Επίσης ο Γρηγόριος, σε άλλη επιστολή του προς τον Ευλάλιο, λέγει ότι επισκέφθηκε μοναχούς στην Λαμίδα σιωπών.
Ε΄. Σιωπά για να διδάξει εμπράκτως και να εμπνεύσει και άλλους να τον μιμηθούν. Μιλώντας για την σιωπή, λέγει ο Γρηγόριος γράφοντας στο φίλο του Παλλάδιο, δε συγκινούσα κανένα. Τώρα που σιωπώ διδάσκω με την πράξη. Παιδαγωγώ τους ανθρώπους στο αγαθό της σιωπής εφαρμόζοντάς το προσωπικά ο ίδιος. Μιμούμαι το Χριστό, που δεν εξάγνισε το άνθρωπο τόσο με τη νομοθεσία του όσο με την ενσάρκωσή του και τη προσωπική βίωση του νόμου.
Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν είναι εμπνευστής και όχι απλός διδάσκαλος. Ο αείμνηστος και πολύκλαυστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος σε νεκρολογία του για τον επίσης αείμνηστο και επιφανή π. Σπυρίδωνα Σγουρόπουλο και εξυμνώντας τον, γιατί υπήρξε εμπνευστής και όχι διδάσκαλος, λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα. «Ωραίον όντως το διδάσκειν, ωραιότερον όμως και μεγαλειωδέστερον το εμπνέειν. Δια το πρώτον αρκούσιν ολίγαι ξηραί γνώσεις· διά το δεύτερον απαιτείται παράδειγμα ακτινοβόλου αυταπαρνήσεως και γενικώς βίος ολόλαμπρος και πλήρης θυσιών. Και Συ είχες αυτήν την ειδικήν εύνοιαν και ευλογίαν του Κυρίου. Δεν εδίδασκες απλώς, αλλά ενέπνεες! Ανήκες ουχί εις τον μέγα αριθμόν των διδασκόντων, αλλ’ εις τον απελπιστικώς μικρόν αριθμόν των εμπνεόντων» (Άρθρα,μελέται, επιστολαί, τόμος Α΄, Αθήνα 1986, σσ.512-513).
ΣΤ΄. Σιωπά γιατί θέλει να προσφέρει ως θυσία στο Θεό την έκφραση των σκέψεών του. γράφει στον Παλλάδιο· «Νέκρωσα τη γλώσσα μου με τη νέκρωση του Χριστού, όταν νήστευα· την ζωοποίησα με την ανάστασή του. Προσέφερα ως θυσία στον Χριστό την έκφραση των σκέψεών μου, έτσι θα προσφέρω τώρα (ως θυσία) και τον λόγον μου, αλλά πλέον καθαρό και αγνισμένο»!
Πολλές φορές ο Χριστός μας ζητά ως θυσία τα πιο αγαπημένα πρόσωπα, πράγματα ή ιδανικά της ζωής μας. Από τον Αβραάμ π.χ. ζητά να εγκαταλείψει τη πατρίδα του, τους συγγενείς του, το πολιτισμό του, τη γλώσσα του, τις ανέσεις του και τέλος τον Ισαάκ, τον υιό του τον μονογενή, που απέκτησε μετά από αναμονή 25 ετών! Από τον Γρηγόριο, μέσω των φθονερών συνεπισκόπων του, ζήτησε να θυσιάσει το θρόνο του και το ποίμνιο του. Και ο Γρηγόριος προσθέτει σ’ αυτή τη φοβερή και ανεκτίμητη θυσία την ρητορική του δεινότητα, το μεγαλοπρεπές και μνημειώδες ύφος του, τη λογοτεχνική του έκφραση, την καλλιέπεια του κηρύγματος, την ευστροφία των νοημάτων του, την παραστατικότητα και ζωηρότητα και εκπληκτική έκφραση των ιδεών του, την υψίστη ηδονή του λέγειν και διδάσκειν και καθοδηγείν. Πόσο μεγάλη θυσία!!!
Ζ΄. Το λέγειν δεν είναι πάντα δείγμα ικανότητας ή επιδεξιότητας. Στον Κελεύσιο διηγείται το μύθο των χελιδονιών και των κύκνων. Τα χελιδόνια περηφανεύονται ότι κελαϊδούν στους ανθρώπους συνέχεια και ζουν συνεχώς μαζί τους. Ενώ οι κύκνοι ζουν στην ερημιά, δε τραγουδούν, και δε θέλουν τη συντροφιά των ανθρώπων. Και οι κύκνοι αν και σιχαινόταν την πολυλογία των χελιδονιών και απαξιούσαν να τα απαντήσουν, εν τούτοις κάποτε αναγκάσθηκαν να τα πουν: «Εμείς δεν ψάλλουμε όπως-όπως, ούτε ενδιαφερόμαστε να βγάζουμε απλώς κραυγές. Κι όμως χωρίς να μιλήσουμε, όταν απλώνουμε τα φτερά μας στον άνεμο, ακούγεται κάτι γλυκύ και αρμονικό. Εμείς, όταν τραγουδούμε, φροντίζουμε με μέτρο ν’ αποδίδουμε τη μελωδία και δεν αναμιγνύουμε τη μουσική με θορύβους. Εσείς κι όταν σας δέχονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους αγανακτούν κι όταν κελαϊδείτε σας βαριούνται. Κι όπως λέγει μια παροιμία αληθής και σύντομος ‘τότε θα τραγουδήσουν οι κύκνοι όταν σιωπήσουν οι καλιακούδες’».
Η΄. Να μη απολυτοποιούμε μόνο τα χαρίσματά μας. Ο Γρηγόριος απαντώντας στον Ευλάλιο -έναν ερημίτη που ησύχαζε και νήστευε σε απόλυτο βαθμό, ενώ στον Γρηγόριο συνιστούσε διάκριση και μεσότητα στο θέμα της σιωπής- λέγει ότι δεν πρέπει να απολυτοποιούμε μόνο τα χαρίσματά μας και να θέλουμε να μετριάζουμε τα χαρίσματα των άλλων. Χαρίσματα που ίσως μας δυσκολεύουν και δεν μας συγκινούν. Γι’ αυτό προτείνει ν’ ανταλλάξουν τα χαρίσματα τους.
Άλλοι πάλι (Κελεύσιος) ενώ παραβαίνουν το νόμο (δεν νηστεύουν) κατηγορούν τους άλλους για θέματα, που είναι ίσως ιδιόρρυθμα αλλά δεν είναι αμαρτωλά. Εδώ ισχύει το του ευαγγελίου, «βγάλε το δοκάρι από το μάτι σου και μετά να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του άλλου». Αν δε το κάνεις τότε σιώπα και συ.
Γιατί με κρίνεις που σιωπώ ενώ εγώ δε σε κρίνω που μιλάς, λέγει στον ίδιο. Θυμήσου τι λέγει ο Παύλος σε ανάλογη περίπτωση. «Ο εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω. Ο δε μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω» (Ρωμ. 14,3).
Θ΄. «Καιρός παντί πράγματι». Όπως λέγει το βιβλίο του Εκκλησιαστού στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει καιρός για να φυτεύεις και καιρός για να ξεριζώνεις· να γελάσεις και να κλάψεις· να θρηνήσεις και να χορέψεις· να πολεμήσεις και να ειρηνεύσεις. Έτσι υπάρχει «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν». «Σιώπησα για τον εαυτό μου· τώρα θα μιλήσω χάριν των άλλων» γράφει ο Γρηγόριος στον Ευλάλιο. Με την ανάσταση του Λόγου ο άγιος Γρηγόριος ανέστησε και πάλι την υπέροχη διδαχή του. Από το Πάσχα του 382 άφησε και πάλι το θεϊκό του τάλαντο στην υπηρεσία της Εκκλησίας, προς δόξαν Θεού και ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών των αδελφών του.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου