Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Ωριγένης ο πατέρας της Θεολογίας


Ο Ωριγένης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Εκκλησιαστικούς Πατέρες και είναι γνωστός όχι τόσο για το κολοσσιαίο του έργο, όσο για τη διδασκαλία του για τη Μετενσάρκωση ή προΰπαρξη των ψυχών.

Πληροφορίες για τον Ωριγένη αντλούμε από τον Ευσέβιο Καισαρείας (265-340 μ.Χ), τον Γρηγόριο τον θαυματουργό (213-270 μ.Χ.) που ήταν και μαθητής του για πέντε χρόνια (233-238 μ.Χ), καθώς και από τα συγγράμματα του ιδίου.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ωριγένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 185 μ.Χ, πρώτο από επτά παιδιά Ελλήνων Χριστιανών γονέων, και πέθανε στην Τύρο περίπου το 254 μ.Χ. Τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα και την Αγία Γραφή, διδάχθηκε από τον πατέρα του Λεωνίδη και στη συνέχεια μαθήτευσε στην Κατηχητική Σχολή κοντά στον Πάνταινο ( -200) και τον Κλήμη (150-215). Κατά τον διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202, συνελήφθη ο πατέρας του, φυλακίστηκε, μαρτύρησε και δημεύτηκε η περιουσία του. Ενώ ο πατέρας του εκρατείτο στη φυλακή, ήθελε να συμμεριστεί την τύχη του και γι αυτό η μητέρα του έκρυψε το μοναδικό του ρούχο. Τότε του έστειλε ενθαρρυντική επιστολή εξορκίζοντάς τον να προτιμήσει τον μαρτυρικό θάνατο παρά να αρνηθεί τον Χριστό, επισημαίνοντάς του "πρόσεξε μην αλλάξεις γνώμη για χάρη μας".

Τη δεινή οικονομική κατάσταση της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα του, αντιμετώπισε ο Ωριγένης σαν οικογενειάρχης πλέον, με τη βοήθεια πλούσιας και ευγενικής κυρίας που τον θαύμαζε για τα χαρίσματά του και επίσης διδάσκοντας Αγία Γραφή, γραμματική και ρητορική, διότι είχε κλείσει εν τω μεταξύ η Σχολή λόγω των διωγμών. Όσοι από τους μαθητές του συνελήφθηκαν και μαρτύρησαν, τους συνόδευε και τους στήριζε ψυχικά στο μαρτύριό τους.

Λόγω των διωγμών ο διδάσκαλος και διευθυντής της Κατηχητικής Σχολής Κλήμης, αναγκάστηκε να φύγει από την Αλεξάνδρεια στην Καισάρεια Παλαιστίνης και με τη λήξη των διωγμών τη θέση του κλήθηκε, από τον επίσκοπο Δημήτριο (189-232), να αναλάβει ο δεκαοκταετής τότε αλλά αριστούχος μαθητής Ωριγένης. Στη θέση αυτή παρέμεινε για περίπου τριάντα χρόνια (203-232). Υπήρξε ο εξοχώτερος από κάθε άποψη των προκατόχων του Πάνταινου και Κλήμη, ο μέγιστος των χριστιανών θεολόγων, ιδρυτής και πατέρας της θεολογικής επιστήμης και προπάντων της δογματικής και παραμένει ο θρύλος και το φως του χριστιανισμού μετά τον Παύλο (10-67). Εικοσιπέντε χρονών μαθήτευσε κοντά στον Αμμώνιο Σακκά (175-242) που ήταν ο ιδρυτής της Νέας Πλατωνιάδος, της εκλεκτικής φιλοσοφικής σχολής, προκειμένου να σπουδάσει κλασσική φιλοσοφία. Συμμαθητές του είχε τον Πλωτίνο (203-269), τον Λογγίνο (213-273) και τον Ηρακλά ( -248), ενώ παράλληλα σπούδαζε την Εβραϊκή γλώσσα.

Απέκτησε μέγιστη φήμη και προσέλκυε κοντά του πλήθος μαθητών, όχι μόνο Χριστιανούς αλλά και Εθνικούς και Ιουδαίους, πολλοί από τους οποίους ελκυόμενοι από τη σοφία και την αρετή του γίνονταν χριστιανοί. Όπως αναφέρει ο Ευσέβιος, "οίον τε τον λόγον τοιόνδε τον τρόπον και οίον τον τρόπον τοιόνδε και τον λόγον επεδείκνυτο". Δεν ήθελε αμοιβή από τους μαθητές του και για να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες αντέγραφε αρχαίους συγγραφείς αμειβόμενος με τέσσερεις οβολούς ημερησίως, εσιτίζετο μόνο για επιβίωση, κοιμόταν στο έδαφος και κυκλοφορούσε ξυπόλυτος και πολύ απλά ντυμένος. Παρόλο που έβλεπε κάποιο αλληγορικό νόημα πίσω από κάθε εδάφιο των Γραφών, εν τούτοις αφενός παίρνοντας κατά λέξη τα λόγια του Ιησού (Ματθ. 19,12) ότι, "υπάρχουν ευνούχοι που ευνουχίστηκαν προκειμένου να μπουν στη βασιλεία των ουρανών" και αφετέρου θέλοντας να είναι ηθικά άμεμπτος στους μαθητές του που ήταν και των δύο φύλων, προχώρησε στον αυτοευνουχισμό, πράξη για την οποία εκδήλωσε αργότερα τη λύπη του.

Ένεκα του πλήθους των μαθητών, αναγκάστηκε να χωρίσει τη σχολή σε δύο τάξεις, των αρχαρίων τη διδασκαλία των οποίων ανάθεσε στον Ηρακλά και των προχωρημένων που κράτησε ο ίδιος.

Το 212 πήγε για λίγο στη Ρώμη με επιθυμία του, όπου συναντήθηκε και συζήτησε με τον Ιππόλυτο (180-250). Το 215 πήγε στην Αραβία προσκεκλημένος του άρχοντα της χώρας Φιλίππου, ο οποίος μαγεμένος από τη φήμη του ήθελε να τον γνωρίσει και να συζητήσει μαζί του για θρησκευτικά θέματα. Την εποχή αυτή, τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του ώστε ζητιόταν με επιμονή η γνώμη του για οποιοδήποτε εκκλησιαστικό θέμα. Το 216 έφυγε στην Καισάρεια Παλαιστίνης διότι ο Καρακάλας μαθαίνοντας ότι τον χλεύαζαν οι Αλεξανδρινοί, έστειλε εναντίον τους τις λεγεώνες.

Παρόλο που δεν ήταν κληρικός, κήρυττε στους ναούς με την προτροπή, την άδεια και την παρουσία επισκόπων όπως ο Αλέξανδρος Ιεροσολύμων -συμμαθητής του στη σχολή - και ο Θεόκτιστος Καισαρείας Παλαιστίνης που ήταν πιστοί φίλοι και ένθερμοι οπαδοί του. Μαθαίνοντάς το ο Αλεξανδρείας Δημήτριος, έστειλε οργισμένο γράμμα στους παραπάνω επισκόπους, οι οποίοι αντέταξαν παρόμοια παραδείγματα και ο Ωριγένης υποχρεώθηκε να επιστρέψει αμέσως στην Αλεξάνδρεια. Περίπου το 218 έλαβε επίσημη πρόσκληση από την Ιουλία Μαμαία μητέρα του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου, προκειμένου να τη μυήσει στο χριστιανισμό και μετέβη στην Αντιόχεια με επίσημη στρατιωτική συνοδεία, όπου του αποδόθηκαν μεγάλες τιμές.

Καθοδόν προς την Ελλάδα, όπου στάλθηκε το 231 από τον Δημήτριο για διευθέτηση θεολογικών διαφωνιών, πέρασε από την Καισάρεια Παλαιστίνης όπου και χειροτονήθηκε ιερέας από τους φίλους του επισκόπους Θεόκτιστο και Αλέξανδρο. Όταν το έμαθε ο Αλεξανδρείας Δημήτριος, κατέκρινε αυστηρά τους επισκόπους διότι χειροτόνησαν άτομο της δικής του περιφέρειας χωρίς την έγκρισή του, συγκάλεσε σύνοδο που τον σχόλασε από την Κατηχητική Σχολή και απαγόρευσε την επιστροφή του. Με δεύτερη δε σύνοδο το 232 τον καθαίρεσε από την ιεροσύνη. Τυπικά ο λόγος καθαίρεσης ήταν ο αυτοευνουχισμός, πράξη που ο ίδιος είχε επαινέσει όταν έγινε, αλλά ουσιαστικός λόγος ήταν ο φθόνος για την καθολική ανά τον γνωστό κόσμο φήμη του Ωριγένη. Η άδικη τοπική συνοδική απόφαση στάλθηκε για επικύρωση σε όλες τις εκκλησίες, αλλά αν και αποδοκιμάστηκε από όλους εντούτοις επικυρώθηκε, με εξαίρεση τις εκκλησίες της Παλαιστίνης, της Αραβίας, της Φοινίκης και της Ελλάδας, περιοχές στις οποίες ο Ωριγένης έχαιρε μέγιστης φήμης και εκτίμησης.

Ο Ωριγένης δεν επέστρεψε, όπως ήταν επόμενο, στην Αλεξάνδρεια, ανάθεσε τη Σχολή στον Ηρακλά και εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια Παλαιστίνης όπου άνοιξε νέα σχολή η οποία λειτούργησε δεκαεπτά χρόνια, μέχρι τον διωγμό του Δέκιου το 249 / 250. Στη σχολή αυτή "πολλοί προσήεσαν ου μόνον των επιχωρίων αλλά και της αλλοδαπής μύριοι φοιτηταί, της πατρίδος απολιπόντες". Σύμφωνα με τον τότε μαθητή του Γρηγόριο Νεοκαισάρειας, ο Ωριγένης δίδασκε στη νέα σχολή φυσιολογία, γεωμετρία, αστρονομία, ηθική, φιλοσοφία και θεολογία. Μεταξύ των μαθητών του ήταν και οι επίσκοποι Θεόκτιστος και Αλέξανδρος, ο επίσκοπος Καισάρειας Καππαδοκίας Φιρμιλιανός καθώς και πολλοί κληρικοί.

Με τον θάνατο του Δημητρίου Αλεξανδρείας και τον Ηρακλά στον επισκοπικό θρόνο, το 233, ο Ωριγένης πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει στη γενέτειρά του, αλλά τόσο ο Ηρακλάς όσο και ο διάδοχός του Διονύσιος του το απαγόρεψαν.

Κατά τον διωγμό Μαξιμίνου του Θρακός (235-237) κατέφυγε στον φίλο του επίσκοπο Φιρμιλιανό, όπου παρέμεινε κρυμμένος στο σπίτι γυναίκας με το όνομα Ιουλιανή. Το 239 περίπου πήγε στη Νικομήδεια και στη συνέχεια στην Αθήνα όπου παρέμεινε αρκετά συγγράφοντας. Το 244 πήγε δυο φορές στην Αραβία για διευθέτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και έριδων, τόσο στον επίσκοπο Βόστρων Βήρυλλο όσο και σε άλλες ομάδες.

Κατά τον διωγμό του Δέκιου το 249/250, συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίστηκε πολύ σκληρά και τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε το 254 περίπου στην Τύρο της Φοινίκης καταβεβλημένος από τα ανείπωτα βασανιστήρια που υπέστη στη φυλακή. Ο τάφος του, πίσω από το ιερό της Μητρόπολης, ήταν τόπος προσκυνήματος για πάρα πολλά χρόνια.

Συγγραφικό έργο

Ο Ωριγένης είναι από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της παγκόσμιας φιλολογίας. Σύμφωνα με πίνακες έργων του που αναφέρεται ότι συνέταξε ο Ευσέβιος, αλλά οι οποίοι δεν διασώθηκαν, τα συγγράμματα ανέρχονται στα 2000 περίπου. Κατά τον Επιφάνιο (315-403) σε 6000 βίβλους, ενώ ο Ιερώνυμος (342-420) αναφέρει πίνακα με 800 περίπου συγγράμματα. Ο αριθμός εξαρτάται από τον τρόπο αρίθμησης του κάθε μελετητή, ο οποίος δεν μας είναι γνωστός. Εάν δηλαδή μια επιστολή ή σύνολο σχετικών επιστολών, μια προφορική παράδοση ή ομιλία καταγραμμένη από ταχυγράφο μαθητή, ή σύνολο σχετικών ομιλιών αποτελούν ένα ή πολλά έργα. Στο πρωτότυπο έχει διασωθεί πολύ μικρό μέρος, από το οποίο το μεγαλύτερο μέρος σε Λατινική μετάφραση του Ιερώνυμου και του Ρουφίνου ( -410). Οι μεταφράσεις του Ρουφίνου δεν κρίνονται αρκετά πιστές, έχουν πολλές παραλλαγές, συντμήσεις και ελεύθερες αποδόσεις.

Κατά τον Ιερώνυμο δεν αρκεί ο βίος του ανθρώπου για ανάγνωση όσων έγραψε ο Ωριγένης. Ονομάστηκε χαλκέντερος για την ακατάβλητη εργατικότητα και αντοχή του, και αδαμάντινος για την αρετή του. Η προσωνυμία "Αδαμάντιος" συνοδεύει στους αιώνες το όνομά του. Πρόκειται για τον μέγιστο με συστηματικό φιλοσοφικό στοχασμό χριστιανό όλων των εποχών. Στα έργα του Ωριγένη, η χριστιανική σκέψη έφτασε για πρώτη φορά το υψηλό φιλοσοφικό και φιλολογικό επίπεδο του μη χριστιανικού πολιτισμού εκείνης της εποχής. Υπαγόρευε συγχρόνως σε επτά τουλάχιστον ταχυγράφους, υπήρχαν άλλοι τόσοι ασχολούμενοι με τη βιβλιογραφία και αρκετές κοπέλες με ειδικές σπουδές στην καλλιγραφία. Όλα τα έξοδα για την έκδοση των συγγραμμάτων του Ωριγένη, είχε αναλάβει ο πλούσιος μαθητής του Αμβρόσιος, ο οποίος τον παρότρυνε πολύ πιεστικά για συγγραφή.

Τα συγγράμματα του Ωριγένη μπορούν να κατανεμηθούν σε πέντε ενότητες.

1. Ερμηνευτικά: Στις κριτικές εργασίες του στα κείμενα της Βίβλου, ο Ωριγένης εμφανίστηκε τόσο σαν κληρονόμος της Αλεξανδρινής φιλολογικής παράδοσης, όσο και σαν θεμελιωτής της ερμηνευτικής εργασίας. Χρησιμοποίησε ευρέως την προσφιλή του μέθοδο της αλληγορίας προκειμένου να ερμηνεύσει καθαρά κατάφορες αντιλογίες ή αντινομίες.

1α. Κριτική κειμένου. (Έργο "Εξαπλά". Κριτική έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης με έξι στήλες, κάθε στήλη και διαφορετική απόδοση: ι) κείμενο με εβραϊκή γραφή, ιι) το ίδιο κείμενο με ελληνική γραφή, ιιι) μετάφραση του Ακύλα, ιυ) μετάφραση του Συμμάχου, υ) μετάφραση των 70 θεωρώντας την θεόπνευστη και υι) μετάφραση του Θεοδοτίωνα. Παραλληλισμός κειμένων, κριτική. Διασώθηκαν ελάχιστα τμήματα ). 1β. Καθαρά ερμηνευτικά (σε όλα τα βιβλία της παλαιάς και της καινής διαθήκης. Η ερμηνεία δίνονταν με έναν από τους εξής τρόπους : ι) Σχόλια σε λέξεις και φράσεις του κειμένου. Διασώθηκαν λίγα αποσπάσματα. ιι) Ομιλίες ηθικού περιεχόμενου πάνω σε εδάφια. Διασώθηκαν είκοσι ομιλίες στον Ιερεμία και λίγα αποσπάσματα, στα Ελληνικά. Επίσης 200 ομιλίες στα Λατινικά. Μερικές ομιλίες υπαγορεύονταν, άλλες καταγράφονταν από ακροατές και άλλες συντάχθηκαν περιληπτικά μετά τον θάνατό του. ιιι) Τόμοι. Δηλαδή πολύ εκτεταμένες ερμηνευτικές εργασίες, με φυσικοθεολογικές εμβαθύνσεις. Διασώθηκαν στα Ελληνικά αρκετά τμήματα που αναφέρονται στα κατά Ματθαίο και Ιωάννη Ευαγγέλια, καθώς και αποσπάσματα εργασιών σε διάφορα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στα Ελληνικά και Λατινικά).

Μερικά βιβλία των Γραφών, όπως Ψαλμοί, Ησαΐας, Ευαγγέλιο Ματθαίου, επιστολή στους Γαλάτες, ερμηνεύονται και με τους τρεις παραπάνω τρόπους.

2. Απολογητικά: Διασώθηκε μόνο ένα σύγγραμμα, το "Κατά Κέλσου", που είναι ανασκευή των θέσεων που διατυπώνονται στο σύγγραμμα του Επικούρειου φιλόσοφου Κέλσου (2ος αιώνας) με τίτλο "Αληθής Λόγος" εναντίον του Χριστιανισμού, με το οποίο προσπαθεί να νουθετήσει τους χριστιανούς να επανέλθουν στη λατρεία των Ολυμπίων Θεών, αναπτύσσοντας και τα δύο ρεύματα πίστης. Στην ίδια κατηγορία έργων είναι και το "Κατά Ιουδαίων και αιρέσεων", καθώς και το "Προς τους αιρετικούς".

3. Δογματικά: Διασώθηκε μόνο ένα σύγγραμμα, το "Περί Αρχών", σε ελεύθερη λατινική απόδοση του Ρουφίνου και σκόπιμη, όπως ομολογεί ο ίδιος ο μεταφραστής, παράληψη ή παραλλαγή ορισμένων παραγράφων. Λίγα πρωτότυπα αποσπάσματα από το "Περί Αρχών" διασώθηκαν στο έργο "Φιλοκαλία" που αποτελεί ανθολογία των έργων του Ωριγένη και συντάχθηκε από τον Μέγα Βασίλειο (330-379) και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό (329-390). Διασώθηκαν επίσης λίγα αποσπάσματα από τον Ιερώνυμο. Το έργο αποτελείται από τέσσερεις ενότητες : Περί Θεού, περί κόσμου, περί ελευθερίας της βούλησης και περί αλληγορικής ερμηνείας των Γραφών. Αποτελεί την πρώτη απόπειρα συγγραφής πλήρους συστήματος χριστιανικής δογματικής.

4. Ηθικά: εποικοδομητικά ή πρακτικά. Διασώθηκαν δύο συγγράμματα : Το "Περί ευχής" αναφερόμενο στην προσευχή και το "Εις μαρτύριον προτρεπτικός" ή ενθαρρυντικός για όσους είναι υπό διωγμό για την πίστη τους.

5. Επιστολές: Διασώθηκαν μόνο δύο : "Προς Ιούλιον Αφρικανόν" και "Προς Γρηγόριον θαυματουργόν", από τις υπερεκατό που υπήρχαν στη συλλογή του Ευσέβιου.

Διδασκαλικό έργο

Η Αλεξάνδρεια υπήρξε για πολλούς αιώνες το λίκνο, το σταυροδρόμι και το χωνευτήρι όπου συναντιόταν και αναμειγνύονταν όλα τα πνευματικά, τα φιλοσοφικά και τα επιστημονικά ρεύματα της εποχής απ' όλα τα σημεία της γνωστής τότε οικουμένης.

Πολύ ενωρίς επομένως, κατανοήθηκε η ανάγκη φιλοσοφικής παιδείας των ηγετών της Αλεξανδρινής χριστιανικής κοινότητας, προκειμένου να εδραιωθεί η διασειόμενη πίστη, να προσελκυστούν περισσότεροι οπαδοί, να υπάρξει συμβιβασμός με την Ελληνική φιλοσοφία, να επιτευχθεί σύνδεση της χριστιανικής πίστης και του ορθού λόγου, της αποκάλυψης και της φιλοσοφίας. Αυτό το μέγα έργο που προϋπόθετε πολυμάθεια και τόλμη, οξύτητα πνεύματος και δαιμόνια διάνοια, έφεραν σε πέρας ο Κλήμης και κυρίως ο Ωριγένης από τους Αλεξανδρινούς θεολόγους. Η Ελληνική φιλοσοφία έγινε η θεραπαινίδα του χριστιανισμού, η προπαίδεια της θεολογίας που παιδαγωγούσε τους Έλληνες ώστε να δεχτούν τον χριστιανισμό, λόγω πολλών κοινών σημείων όπως η διδασκαλία για τον Ένα και συγχρόνως Τριαδικό Θεό ως δημιουργό του κόσμου εκ του μηδενός προσωπικό και συγχρόνως υπερβατικό, για την ανθρώπινη ψυχή, για την αρχή και την αιτία του κακού, για την προσωπική ευθύνη λόγω του ελευθέριου της βούλησης, για τη σχέση του ανθρώπου προς τον Θεό κ.α.

Για τη μελέτη των απόψεων του Ωριγένη βοηθούν τα συγγράμματά του και κυρίως τα: Περί Αρχών, Κατά Κέλσου, Σχόλια στο κατά Ιωάννην και Σχόλια στην προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου.

Σε μια εποχή όπου η θεολογία και η δογματική, οι αρχές της χριστιανικής θρησκείας δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί και διατυπωθεί με συνοδικές αποφάσεις, ο Ωριγένης ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε και έδωσε απαντήσεις σε οποιοδήποτε θέμα, πρόβλημα, διαφωνία ή δίλημμα εμφανίζονταν, τόσο στον ίδιο όσο και σε οποιοδήποτε άτομο της ιεραρχίας ή κοινότητα της χριστιανοσύνης, χρησιμοποιώντας συχνά στοιχεία πολιτισμού του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, όχι μόνο για κατανοητή, πλήρη και καθαρή έκφραση της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά και ως προσπάθεια γεφύρωσης και σύνδεσης των ρευμάτων πίστης.

Ήταν απόλυτα πεπεισμένος για τη θεοπνευστία των Γραφών, τα νοήματα των οποίων έχουν τριπλή έννοια και ερμηνεία, που αντιστοιχεί στα τρία συστατικά του ανθρώπου : τη σωματική ή κατά γράμμα ερμηνεία, την ψυχική ή ηθική και την πνευματική ή μυστική ή προφητική ερμηνεία.

Μερικά σημεία της διδασκαλίας του, από τα διασωθέντα τμήματα των συγγραμμάτων του, είναι και τα αναφερόμενα στη συνέχεια.

Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας χαρακτηρίζονται από απόλυτη έλλειψη υλικότητας, παντογνωσία και ουσιαστική ιερότητα. Είναι αδιαίρετα στην ύπαρξη, την παρουσία και τη δράση τους.

Ο Θεός είναι πνεύμα, φως, θέληση, άπειρο και απόλυτο Ον, αυτοσυνείδητος Νους, αμετάβλητος, το αίτιο η πηγή η αρχή και το τέλος των όντων, με υπέρτατη αγαθότητα και υπέρτατη παντοδυναμία. Είναι υποκείμενο δηλαδή ανεξάρτητο πρόσωπο, και όχι υπόσταση δηλαδή πραγματική ύπαρξη. Είναι δυνατό να ειδωθεί μόνο με την ψυχή και τη διάνοια, όχι άμεσα αλλά δια του Λόγου. Αποκαλύπτεται αιώνια μέσω των δημιουργημάτων Του, όντας αεί δημιουργών, συνέχων και κυβερνών τον κόσμο. Η δημιουργική ενέργεια ανήκει μόνο στον Θεό. Επειδή είναι αμετάβλητος και η δημιουργική Του ενέργεια αιώνια, ο κόσμος είναι προαιώνιος. Όπως το φως είναι ταυτόσημο με τον Ήλιο, έτσι δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον Θεό χωρίς κόσμο.

Ο Λόγος ή Υιός είναι η Σοφία του Πατέρα και γεννάται συνεχώς από Αυτόν. Είναι η πρωταρχική και υπέρτατη αιτία των πάντων που σαν ιδέα ισχύς και ψυχή του κόσμου, υπήρχε εσαεί στον Θεό όντας της ίδιας υπόστασης με τον Πατέρα, ομοούσιος αλλά και υποτελής. "Ο πατήρ μείζων εμού εστί" όπως αναφέρεται στο κατά Ιωάννην (14,28). Είναι η αρχέτυπη εικόνα των ιδεών ή εικόνων του κόσμου στον Θεό, όπως η βούληση προέρχεται από το νου και η ακτινοβολία από το φως.

Τα πάντα δημιουργήθηκαν από τον Υιό Λόγο με εντολή του Πατέρα, συνέχονται και κυβερνώνται από τον Πατέρα μέσω του Λόγου. Ο Λόγος στέκεται ανάμεσα στο ανεκδήλωτο και τη δημιουργία, στο ένα και τα πολλά, μετέχοντας της φύσης και των δύο.

Δια του Υιού δημιούργησε ο Θεός ορισμένο αριθμό όμοιων μεταξύ τους πνευματικά όντα. Αχώριστο γνώρισμά τους, τους δόθηκε το αυτεξούσιο ή η ελευθερία εκλογής μεταξύ καλού και κακού. Το κακό είναι ανύπαρκτο και έχει την αιτία της ύπαρξής του στην ελεύθερη βούληση των λογικών όντων. Κακό επομένως θεωρείται η απομάκρυνση από το αγαθό. Μέσω του αυτεξούσιου θα μπορούσαν τα λογικά όντα να γίνουν από μόνα τους αγαθά. Όσα παρέμειναν σταθερά εστιασμένα στο αγαθό, υψώθηκαν σε ανώτερη κατάσταση. Άλλα επαναστάτησαν και έγιναν δαίμονες, άλλα δε ψυχράθηκαν διότι έχασαν το δικαίωμα να μετέχουν στο Θείο πυρ όπως ο άνθρωπος που αρχικά ήταν νους.

Σύμφωνα με την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν τα όντα από τη χρήση του αυτεξούσιου, τους δόθηκε από τον Θεό η ανάλογη υλική σωματικότητα. Σύμφωνα με την αξία ενός εκάστου, άλλα όντα με ροπή προς το αγαθό μπήκαν σε σώματα ελαφρά και αιθέρια, όπως τα σώματα των θεών, αυτά των θρόνων και των δυνάμεων και τα λαμπρά σώματα των αστέρων που είναι ζώντες οργανισμοί, άλλα δε με σαφή ροπή προς το κακό μπήκαν σε σώματα ταπεινά, δύσμορφα και σκοτεινά όπως τα σώματα των δαιμόνων που επαναστάτησαν και έπεσαν στον πυθμένα.

Ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες βρίσκεται η σωματικότητα της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος που ήταν αρχικά νους, ψύχθηκε και έγινε ψυχή λόγω της αποστασίας και της επακόλουθης απομάκρυνσής του από το Θείο πυρ. Τα φυσικά σώματα των ανθρώπων είναι οι δερμάτινοι χιτώνες των πρωτοπλάστων της Γένεσης, στους οποίους φυλακίστηκαν για τιμωρία και κάθαρση οι ψυχές που αμάρτησαν.

Η υλικότητα έχει άμεση σχέση με την πνευματικότητα. Όταν προορίζεται για τα πλέον ατελή πνεύματα γίνεται πηκτή και σχηματίζει τα σώματα του ορατού κόσμου. Εάν εξυπηρετεί υψηλότερες διάνοιες λάμπει με τη λάμψη των ουρανίων σωμάτων και γίνεται ο χιτώνας των αγγέλων του Θεού και των αναστημένων τέκνων.

Η προϋπάρχουσα ψυχή την οποία έλαβε ο Λόγος για να ενσαρκωθεί, πλάστηκε όπως οι άλλες ψυχές αλλά βρισκόταν σε άρρηκτη αγάπη με το Λόγο, παρέμεινε αναλλοίωτη αγνή και καθαρή χωρίς να μετάσχει στην αποστασία των άλλων ψυχών. Αυτή η ψυχή ενώθηκε με την καθαρή και άγια σάρκα και έγινε δυνατό να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος.  

Ο Χριστός πρόσφερε το σώμα του ως εξιλαστήρια θυσία, προκειμένου ο Θεός να συγχωρήσει τον αμαρτήσαντα άνθρωπο και να συμφιλιωθεί μαζί του. Αυτή η συμφιλίωση εκτείνεται και πέραν των ανθρώπων στον κόσμο των πεσόντων αγγέλων μέσω καθαρτηρίων παθών στον ουρανό προς τελική αποκατάσταση των πάντων.

Το Άγιο Πνεύμα είναι "τιμιώτερον πάντων των υπό του Πατρός δια Χριστού γεγενημένων". Είναι υποδεέστερο του Υιού, περιορίζεται μόνο στις ψυχές των αγίων και ασκεί αγιάζουσα επίδραση σε όλα τα λογικά όντα. Μετέχει της υπόστασης και της θεότητας του Υιού μολονότι δεν περικλείει όπως ο Υιός ολόκληρη τη θεία θέληση. Το Άγιο Πνεύμα γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε από τον Υιό. Ο Πατέρας δημιουργεί τα πάντα, ο Υιός δίνει στα όντα το λογικό και το Πνεύμα δίνει τα πνευματικά χαρίσματα σε όσους κερδίστηκαν από τον Υιό. Ακίνητη και αγέννητη Αρχή είναι μόνο ο Θεός.

Όπως η ψυχή κατοικεί στο σώμα έτσι και ο Λόγος στην Εκκλησία, η οποία είναι το άλας της Γης. Οι κοινότητες και τα μέλη της εκκλησίας, από τους απλούς πιστούς μέχρι τους ιεράρχες, υπάρχουν και λειτουργούν όπως τα όργανα και τα μέλη του σώματος. Οι εκτός της χριστιανικής πίστης και εκκλησίας όντας αιρετικοί, είναι αδύνατο να σωθούν.

Συγχώρεση των αμαρτιών επιτυγχάνεται με το βάπτισμα, του οποίου προηγείται μετάνοια και ηθικός βίος, καθώς επίσης και με την αγάπη, την ελεημοσύνη, τη συγγνώμη. Ότι αμάρτημα επαναλαμβάνεται δεν συγχωρείται και δεν μένει ατιμώρητο. Ο Θεός είναι θεατής των πράξεων του ανθρώπου. Ο καθένας ανάλογα με τα έργα του είναι τροφή, άρτος και οίνος, για τους υπόλοιπους. Σκοπός της ηθικής τελείωσης είναι η αγιοσύνη ή εξαγνισμός, δηλαδή η απομάκρυνση από τα επίγεια αγαθά. Δίνεται ιδιαίτερη αξία στην παρθενία, κατακρίνεται ο γάμος, συνιστάται η αποχή από πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα και αποφυγή επιπλέον των νομίμων κερδών.

Με την έλευση του φυσικού θανάτου, οι δίκαιοι που είχαν βαπτιστεί "εν ύδατι και πνεύματι" ντύνονται με λεπτή ψυχική πνευματικότητα και μπαίνουν αμέσως στον Παράδεισο, που βρίσκεται κάπου στη Γη και περιβάλλεται από πύρινο ποτάμι. Οι ατελέστερες ψυχές οδηγούνται από τις τελειότερες σε κάποιο σημείο μεταξύ ουρανού και γης, περνώντας από τα αστέρια και αναγνωρίζοντας όλα τα όντα του κόσμου. Στο τέλος εφόσον δεν εμποδίζονται από τις αισθήσεις ανέρχονται στον αόρατο κόσμο και μπαίνουν στα μυστικά του, κατακτώντας τη Θέωση.

Επειδή ποτέ δεν παύει να υπάρχει το αυτεξούσιο και η επενέργεια του πνεύματος στην ψυχή, εξακολουθεί και μετά θάνατον η τελειοποίηση, αυξανόμενη σταδιακά. Συνεχής τελειοποίηση σημαίνει άνοδο από μια κατώτερη σε μια ανώτερη βαθμίδα ηθικής τελειότητας, έως ότου η ψυχή απαλλαχθεί από κάθε τι υλικό, οπότε θεωρεί τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο ως καθαρό πλέον Πνεύμα.

Όσον αφορά τις ψυχές των άθεων, αυτές θα μπουν στο πυρ της κρίσεως, του οποίου η ουσία δεν είναι πραγματικό πυρ αλλά οι τύψεις της συνείδησης. Ακολουθεί διαδικασία σειράς καθάρσεων και άνοδος από σφαίρα σε σφαίρα προς τη θεότητα, λόγω της αυξανόμενης γνώσης τους. Όπως τονίζεται, "γίνεται νεκρών ανάστασις και γίνεται κόλασις αλ' ουκ απέραντος. Κολαζομένου γαρ του σώματος κατά μικρόν καθαίρεται η ψυχή και ούτω αποκαθίσταται εις την αρχαίαν τάξιν".

Στο τέλος διαλύεται από τον Λόγο κάθε αντίσταση και εκμηδενίζεται οτιδήποτε κακό υπάρχει στις ψυχές. Τότε θα ανατείλει η ημέρα της επανόδου του Χριστού που θα σημειώσει το τέλος αυτού του κόσμου. Οι ψυχές θα αναστηθούν και θα αποκτήσουν αστραφτερή πνευματική σωματικότητα. "Το σώμα τούτο" λεει, "εστίν ουχί του προτέρου αφανιζομένου καν επί το ενδοξότερον γένηται η τροπή αυτού".

Τότε ο Θεός είναι "τα πάντα εν πάσι", τα δημιουργήματά Του ζουν σε μακάρια ενατένιση της θεότητας και γνωρίζουν το "Αιώνιο Ευαγγέλιο".

Επειδή όμως είναι παράλογο να φανταστούμε τη φύση του Θεού αδρανή ή την καλοσύνη Του χωρίς αποτέλεσμα ή τη δημιουργία Του χωρίς αντικείμενα και δεδομένου ότι κατέχει την απόλυτη ελευθερία βούλησης, μετά το τέλος αυτού του κόσμου, δηλαδή την αποκατάσταση των πάντων, θα δημιουργήσει έναν καινούριο υλικό κόσμο πρόσκαιρο και αυτόν, για τιμωρία και σωφρονισμό των νέων πνευματικών όντων, τα οποία λόγω του θείου δώρου του αυτεξούσιου, είναι δυνατόν να επαναστατήσουν, δηλαδή να υποπέσουν στην αμαρτία. Θα επακολουθήσει νέα σωτηρία από τον παντοδύναμο Λόγο κ.ο.κ.

Ο κόσμος όπως υπάρχει προαιώνια θα παραμείνει χωρίς τέλος στην αιωνιότητα.

Ωριγενιστικές έριδες.

Τονίστηκαν σκόπιμα ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του Ωριγένη τα οποία αποτέλεσαν θέμα πολλών συζητήσεων, ακαδημαϊκών στην αρχή, ανάμεσα στους ιεράρχες. Στη συνέχεια όμως προέκυψαν οι γνωστές Ωριγενιστικές έριδες, όχι μόνο μεταξύ των ιεραρχών αλλά και μεταξύ των μοναστικών κοινοτήτων κυρίως της Παλαιστίνης, με αποτέλεσμα τον χωρισμό σε δύο παρατάξεις. Οι έριδες δεν ήταν μόνο σε δογματικό επίπεδο, αλλά και φραστικές με προσωπικές κατηγορίες εκατέρωθεν που επεκτείνονταν σε προπηλακισμούς, χειροδικίες, καταλήψεις μονών, αποπομπές μοναχών κλπ. Αποτέλεσμα φθόνου, φανατισμού και άγνοιας με υποκινητές και πρωταγωνιστές τους αντιωριγενιστές ιεράρχες, οι έριδες αυτές είχαν τις περισσότερες φορές αφετηρία το προσωπικό ή το εκκλησιαστικό συμφέρον. Χαρακτηριστική είναι η διπλοπροσωπία, ανάλογα με τις περιστάσεις, του Θεόφιλου Αλεξανδρείας (385-412).

Κατά τον Ευσέβιο, η διδασκαλία του Ωριγένη ενόσω ζούσε, ουδέποτε έγινε αντικείμενο καταδίκης. Διδασκαλίες του Ωριγένη αναπτύχθηκαν συστηματικότερα από οπαδούς του, με συνέπεια να του αποδίδονται δοξασίες ξένες προς αυτόν. Νοθεύσεις, παραποιήσεις, επεξεργασίες, λαθεμένες αντιγραφές ή μεταφράσεις, σκόπιμα ή όχι, συνετέλεσαν στην αύξηση των ενοχοποιητικών και καταδικαστικών στοιχείων σε βάρος του.

Όπως καταφαίνεται από αποσπάσματα επιστολής του Ωριγένη, της περιόδου γύρω στο 235, απευθυνόμενης στον επίσκοπο Ρώμης, στους Αλεξανδρινούς φίλους του και άλλες εκκλησίες, τα οποία διασώθηκαν από τους Ρουφίνο και Ιερώνυμο, ο ίδιος παραπονείται για νοθεύσεις των συγγραμμάτων του, με αποτέλεσμα να εγείρονται αμφιβολίες για την ορθοδοξία του. Παράδειγμα το εξής απόσπασμα από το "Περί Αρχών" : "Πάντων ασεβών ανθρώπων και προς γε δαιμόνων η κόλασις πέρας έχει. Και αποκατασταθήσονται ασεβείς τε και δαίμονες εις την προτέραν αυτών τάξιν". Στην προαναφερθείσα επιστολή, ο Ωριγένης αποκρούει τη συκοφαντία ότι και ο διάβολος είναι δυνατόν να σωθεί και παραπονείται για νοθεύσεις της διδασκαλίας του.

Ο Ωριγένης, παρόλη την απόλυτη πεποίθησή του για τη θεοπνευστία της Γραφής και τη φλογερή του επιθυμία να μην απομακρύνεται από την εκκλησιαστική παράδοση, δεν μπόρεσε να αποφύγει επιδράσεις που κρίθηκαν μετέπειτα δογματικές αποπλανήσεις, κατακρίθηκαν και σαν αιρετικές διδασκαλίες καταδικάστηκαν και αναθεματίστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους. Να μην ξεχνάμε ότι, όπως υποστηρίζεται από καθαρά ιστορικές πηγές, ο Ωριγένης, ο Συνέσιος (370-415), ακόμα και ο Κλήμης είχαν μυηθεί στα Μυστήρια και ότι στο σύστημα του Ωριγένη υπερέχει η Πλατωνική, η Νεοπλατωνική και η Στωική φιλοσοφία.

Παρεκκλίσεις ή δογματικές πλάνες κρίθηκαν οι εξής δοξασίες του Ωριγένη:

Η διδασκαλία για την προαιώνια δημιουργία ή την αιωνιότητα του κόσμου.

Η διδασκαλία για την προΰπαρξη της ψυχής του Κυρίου, την προΰπαρξη των ψυχών, την πτώση και τον εγκλεισμό τους σε σώματα με σκοπό την τιμωρία.

Η διδασκαλία ότι τα ουράνια σώματα είναι πνευματικές οντότητες.

Η διδασκαλία της μετενσάρκωσης.

Η άρνηση της ανάστασης των σωμάτων.

Η άρνηση της ύπαρξης πραγματικού παράδεισου και κόλασης ως αιώνια αμοιβή ή καταδίκη

Η διδασκαλία για την αποκατάσταση των πάντων.

Εκτός από τη γενική κατά περιόδους αναταραχή σε όλο τον εκκλησιαστικό κόσμο από τις Ωριγενιστικές έριδες, σημαντικά γεγονότα είναι και τα εξής, τα οποία προηγήθηκαν των Συνόδων του 543 και 553 :

1. Η σύνοδος που συγκάλεσε το 399 ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας, καθώς και εκείνη που συγκάλεσε το 400

ο Επιφάνιος Κύπρου, οι οποίες καταδίκασαν το πρόσωπο και τα συγγράμματα του Ωριγένη.

2. Οι Πασχάλιες επιστολές εναντίον των Ωριγενιστών του Θεόφιλου Αλεξανδρείας, των ετών 401, 402, 404.

3. Η ανάγνωση, το 541, στη μονή της Μεγάλης Λαύρας Παλαιστίνης του συγγράμματος "Αντίρρησις" του Αντιπάτρου Βόστρων κατά του Ωριγένη, με θλιβερά επεισόδια στη μοναστική κοινότητα.

4. Η σύνοδος που συγκάλεσε το 542 ο Εφραίμ Αντιοχείας και καταδίκασε τον Ωριγένη.

5. Ο Λίβελος κατά των Ωριγενιστών που συντάχθηκε το 542 από τον ηγούμενο της μονής Μεγάλης Λαύρας Παλαιστίνης Γελάσιο και τον ηγούμενο της μονής Αγίου Θεοδοσίου Σωφρόνιο.

Το 542 επίσης ο πολέμιος του Ωριγενισμού Πέτρος Ιεροσολύμων, ενημέρωσε τον Ιουστινιανό (527-565) με μακροσκελή επιστολή για τα τεκταινόμενα στις μοναστικές κοινότητες, επισυνάπτοντας το Λίβελο των Γελάσιου και Σωφρόνιου, υποστηριζόμενος από τον Πατριάρχη Κων/λεως Μηνά και τον παπικό εκπρόσωπο Πελάγιο.

Ο Ιουστινιανός, αφού μελέτησε το θέμα εξέδωσε Διάταγμα το οποίο κατέθεσε στην Ενδημούσα Σύνοδο της Κων/πολης το 543 επί Πατριάρχου Μηνά. Στο διάταγμα αυτό "κατά Ωριγένους του δυσεβούς και των ανοσίων αυτού δογμάτων", υπήρχε κατάσταση με δέκα (10) αναθεματισμούς κατά του Ωριγένη και επίσης προτροπή για αποστολή των αποφάσεων σε όλες τις εκκλησίες και μονές και ενυπόγραφη δέσμευση των υπεύθυνων ιεραρχών για μη χειροτονία εφεξής επισκόπου ή ηγουμένου, εάν πρώτα δεν αναθεματίζονταν από τον υποψήφιο ο Ωριγένης και όλοι οι αιρετικοί. Το διάταγμα δεν υπογράφηκε από τον Αλέξανδρο Αβίλης ο οποίος και καθαιρέθηκε και από τους Ωριγενιστές μοναχούς της μονής Νέας Λαύρας Παλαιστίνης οι οποίοι εκδιώχθηκαν.

Έτσι, επικράτησε στο εξής στην Ανατολική Εκκλησία ο ακραίος συντηρητισμός, εφόσον καταδικάστηκε μέσω του Ωριγένη η θεολογική μέθοδος που τόσους εξαίρετους καρπούς είχε δώσει τους προηγούμενους αιώνες.

Όμως, παρά την καταδίκη των Ωριγένειων δογμάτων, οι έριδες και οι αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και το 552 στάλθηκε στον Ιουστινιανό και τους Πατριάρχες της Ανατολικής Εκκλησίας νέος Λίβελος με δώδεκα (12) αναθεματισμούς, συνταγμένος από τον Θεόδωρο Σκυθουπόλεως. Ίσως την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ένα σύγγραμμα του αββά Βαρσανούφριου κατά του Ωριγένη με τίτλο "Διδασκαλία περί των Ωριγένους, Ευαγρίου και Διδύμου φρονημάτων".

Σε κατάλληλη ευκαιρία συγκάλεσε ο Ιουστινιανός την Πέμπτη (Ε') Οικουμενική Σύνοδο από 5 Μαΐου μέχρι 21 Ιουνίου του 553 επί Πατριάρχη Κων/λεως Ευτυχίου και με συνέδρους 165 πατέρες. Η σύνοδος ασχολήθηκε, σύμφωνα με τα διασωθέντα στοιχεία, με το θέμα των "Τριών Κεφαλαίων" και με τον Ωριγενισμό.

Στην επιστολή του Ιουστινιανού προς την Ε' Οικουμενική Σύνοδο, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής : "…επί τοίνυν διέγνωται ημίν, ως τινές εν Ιεροσολύμοις εισί μοναχοί δήπουθεν, Πυθαγόρα και Πλάτωνι και Ωριγένει τω Αδαμαντίω και τη τούτων δυσεβεία και πλάνη κατακολουθούντες και διδάσκοντες….και αναθεματίσαι μετά του δυσεβούς Ωριγένους και πάντων των κατά τοιαύτα φρονούντων ή φρονησάντων εις τέλος".

Η μεγάλη σημασία των αναθεματισμών έγκειται στο ότι δεν κατευθύνονται μόνο εναντίον του Ωριγένη και παντός άλλου ο οποίος εκθέτει αυτές τις απόψεις με τη φαύλα, βδελυρή και πονηρή δοξασία, αλλά επίσης και εναντίον οποιουδήποτε ο οποίος σκέφτηκε ή σκέφτεται έτσι ή υπερασπίζεται αυτές τις απόψεις ή με οποιοδήποτε τρόπο αποτολμήσει μελλοντικά να τις υπερασπιστεί.

Η Ε' οικουμενική σύνοδος ενέκρινε και κοινοποίησε δεκαπέντε (15) αναθεματισμούς κατά του προσώπου και της διδασκαλίας του Ωριγένη, παρόμοιους με αυτούς της ενδημούσας συνόδου του 543, οι οποίοι δεν αναφέρονται στα διασωθέντα πρακτικά αλλά από εκκλησιαστικούς συγγραφείς της εποχής.

Η σύνοδος ενέκρινε και 14 αναθεματισμούς των "Τριών Κεφαλαίων" εκ των οποίων ο 11ος αναθεματισμός αναφέρεται στον Ωριγένη και άλλους. Παρόμοιο κείμενο, όπως αυτό του 11ου των Τριών Κεφαλαίων, επαναλήφθηκε από την Έκτη, την Πενθέκτη και την Έβδομη Οικουμενικές Συνόδους.

Έτσι έληξαν οριστικά οι Ωριγενιστικές έριδες.

Επίλογος

Παρόλα τα διαδραματισθέντα, τα οποία αναφέρθηκαν προηγούμενα πολύ περιληπτικά, λάμπει εκτυφλωτικά η φιλοσοφική σκέψη, η πολυμέρεια και η βαθιά κριτική του πνεύματος του Ωριγένη, που τον ανέδειξαν ως τον κορυφαίο θεολόγο της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας. Οι αιώνες δεν παύουν να τον θαυμάζουν και να τον τιμούν ως μία από τις ενδοξότερες φυσιογνωμίες του Χριστιανικού κόσμου. Όχι μόνο οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας θαύμαζαν και μορφώνονταν θεολογικά από τα συγγράμματά του, το δήλωναν δημόσια και δίδασκαν τα Ωριγένεια δόγματα, αλλά τον ίδιο θαυμασμό δείχνουν και πλήθος διακεκριμένοι νεώτεροι θεολόγοι.

Χαρακτηριστικά είναι τα εγκωμιαστικά λόγια του μαθητή του Γρηγόριου Νεοκαισαρείας του θαυματουργού στο λόγο της αποφοίτησής του από τη Σχολή:

"…Δώρον το μέγιστον ούτος τούτο θεόθεν έχει λαβών και μοίραν παγκάλην ουρανόθεν, ερμηνεύς είναι των του Θεού λόγων προς ανθρώπους, συνιέναι τα Θεού ως Θεού λαλούντος, και διηγείσθαι ανθρώποις ως ακούουσιν άνθρωποι.."

Και επίσης τα διθυραμβικά λόγια του μοναχού Βικέντιου εκ Λειρίνου (Ε' αιώνας) :

"Τις ποτέ υπήρξεν ευτυχέστερος του Ωριγένους; Αναρίθμητοι εκ της σχολής αυτού εξήλθον διδάσκαλοι, αναρίθμητοι ιερείς, ομολογηταί και μάρτυρες. Αλλά πόσον μέγας ο παρ' άπασι δεικνυόμενος προς αυτόν θαυμασμός, πόσον μεγάλη η δόξα αυτού, πόσον μεγάλη η χάρις αυτού, τις δύναται να περιγράψει ταύτα; Ποίος έχων έρωτα προς την θρησκείαν δεν έσπευδε προς αυτόν εκ των εσχατιών της γης; Ποίος χριστιανός δεν εσέβετο αυτόν σχεδόν ως προφήτην; Ποίος φιλόσοφος δεν εσέβετο αυτόν ως διδάσκαλον; Ο Ωριγένης εξετιμήθη ου μόνον υπό ιδιωτών, αλλά και υπό αυτοκρατορικών προσώπων, ως λ.χ. υπό της μητρός του αυτοκράτορος της Ρώμης Αλεξάνδρου Σεβήρου, της Ιουλίας Μαμαίας…Τίνες θα επεθύμουν άνδρα τηλικούτου πνεύματος, τηλικαύτης χάριτος, μετά κουφότητος ν' απαρνηθώσι και ουχί μάλλον θα επαναλάμβανον το απόφθεγμα εκείνο: Προτιμότερον ηθέλομεν να πλανώμεθα μετά του Ωριγένους ή μετ' άλλων να λέγομεν την αλήθειαν".

Βιβλιογραφία:

Δ. Μπαλάνος, Πατρολογία, Αθήνα 1930

Α. Γερομιχαλός, Ωριγένης ο πατήρ της θεολογίας, Αθήνα 1951

Β. Σταυρίδης, Αι Ωριγενιστικαί έριδες, Αθήνα 1958 (στη μελέτη αυτή υπάρχουν όλα τα κείμενα των αναθεματισμών)

The Catholic Encyclopedia, λήμμα Origen and Origenism, 1911 (μέσω Internet)

The Internet Encyclopedia of Philosophy, λήμμα Origen

Reincarnation, An East-West Anthology, Illinois 1990 (pp. 39-42, 321-325)

Εγκυκλοπαίδειες: Πάπυρος Λαρούς, Δρανδάκη, Χάρη Πάτση, Σοβιετική.

Ν. Μαργιωρής, Μεταθανάτια Ζωή (σ. 94-98), Αθήνα 1982

Ν. Μαργιωρής, Μεταφυσική Εγκυκλοπαίδεια (Β' τόμος σ. 360-363), Αθήνα 1985

Ν. Μαργιωρής, Πατάπιος (σ. 22-29), Αθήνα 1970

Σημείωση: Τα διασωθέντα συγγράμματα και αποσπάσματα των έργων του Ωριγένη υπάρχουν, α) στην "Πατρολογία", έκδοση της Αποστολικής Διακονίας σε πρωτότυπο κείμενο, τόμοι 9-17 και β) στην "Ελληνική Πατρολογία" του J.P.Migne, έκδοση του Κέντρου Πατερικών Εκδόσεων, Αθήνα 1999, τόμοι 11-17 (ανάτυπο της πρώτης έκδοσης, Παρίσι 1857-1866).

Ωριγένης, ο πατέρας της Θεολογίας

 Ευτύχης Τερεζάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου