Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

††† Αγία Γραφή καὶ Ιεροί Κανόνες

Γράφει ὁ π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος

«Δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλ΄ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, διδακτικόν, ἀνεξίκακον».
(Β΄ Τίμ. 2. 24)

Πρὶν ξεκινήσουμε τὸ νέο μας θέμα: «Ἁγία Γραφὴ καὶ Ἱεροὶ Κανόνες», αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ τονίσουμε πὼς τὰ ὅσα ἤδη ἀναφέραμε καὶ στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε, σὲ καμμία τῶν περιπτώσεων, σκοπὸ ἔχουν τὸ νὰ θίξουν τὴν προσωπικότητα ἢ τὸ νὰ προσβάλλουν ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι προφανῶς, μὲ καλὴ πάντοτε πιστεύουμε προαίρεση, ἀντικρίζουν καὶ ἀντιμετωπίζουν τὰ πράγματα διαφορετικά.


Ὄχι, οὐδέποτε αὐτὸ τὸ ἐφαρμόσαμε ἢ θὰ τὸ ἐφαρμόσουμε. Ἁπλῶς, συνειδησιακὴ ἀνάγκη καὶ παράκλησις ἀδελφῶν, μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ διατυπώσουμε τὶς ἀπόψεις μας, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σὲ καταστάσεις διαμορφωμένες καὶ παγιωμένες, ποὺ ὑφίστανται στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ καλὴ πίστη καὶ ἡ εἰλικρινὴς διάθεση, εἶναι κάτι τὸ δεδομένο, καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ἑξαιτούμεθα τὶς εὐχὲς καὶ τὶς προσευχές σας.

Καὶ μετὰ ἀπ΄ αὐτὲς τὶς ἀναγκαῖες διευκρινήσεις, νὰ περάσουμε στὸ θέμα μας.

Δὲν εἶναι ἀνάγκη ἀδελφοί μου σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο νὰ τονίσουμε τὴν ὑπεραξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτὸ ἤδη τὸ ἔχουμε κηρύξει ἐπανειλημμένως. Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὁ κανόνας τόσο τῶν 49 βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καὶ τῶν 27 τῆς Καινῆς, ἀποτελοῦν ὅ,τι πολυτιμότερο σὲ συνδυασμὸ βεβαίως καὶ μὲ τὴν... Ἱερὰ Ἀποστολικὴ Παράδοση.

Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι δεδομένη καὶ ἀποτελεῖ δογματικὴ καὶ ἀμετάβλητη θέση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖο ἐπιβάλλεται νὰ τονίζεται σὲ κάθε εὐκαιρία, εἶναι, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή, δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἀπὸ μόνη της. Εἶναι κείμενα θεόπνευστα, τὰ ὁποία τὰ ἐπέλεξε μέσα ἀπὸ πολλὰ ἄλλα κείμενα ἡ Ἐκκλησία μας. Μέσω τῶν Ἁγίων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπαρτίστηκε ὁ κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ ἀπερρίφθησαν ὅσα νόθα ἢ μὴ θεόπνευστα κείμενα, διεκδικοῦσαν τὴν θεοπνευστία καὶ τὴν καταξίωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ αὐθεντία.

Ὥστε λοιπόν, τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τοῦ ἀνωτάτου αὐτῆς ὀργάνου, τὶς Συνόδους καὶ μάλιστα τὶς Οἰκουμενικές, ξεκαθαρίζει τὰ Βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν διασφαλίζει καὶ στὴ συνέχεια αὐθεντικῶς τὴν ἑρμηνεύει, διὰ τῶν Φωτισμένων καὶ Θεουμένων Ἁγίων. Ἔτσι, διὰ τῆς «συμφωνίας τῶν Πατέρων» (consesus Patrum), τὰ κείμενα ἑρμηνεύονται καὶ οἱ πιστοὶ καθοδηγοῦνται μέσω τῆς ὑπεύθυνης ποιμαντικῆς διακονίας.

Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος κατὰ τὸν ὁποῖον, ὅταν ἡ Ἁγία Γραφὴ τίθεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ «ἑρμηνεύεται» ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται ἐκτός τῆς «Κιβωτοῦ τῆς Σωτηρίας», νομοτελειακῶς ἔρχονται ὡς ἀποτελέσματα ἡ παρερμηνεία, ἡ διαστροφὴ τῶν νοημάτων, ἡ πλάνη, ἡ αἵρεση καὶ τέλος αὐτὴ ἡ ἀποκοπή.

Θὰ ἀναφέρουμε στὴ συνέχεια ἕνα παράδειγμα ἐκ τοῦ φυσικοῦ κόσμου γιὰ νὰ γίνει ἡ ἀλήθεια αὐτὴ περισσότερο κατανοητή. Ὅπως τὸ ψάρι εἶναι φύσει ἀδύνατον νὰ ζήσει ἐκτός του νεροῦ, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ Βίβλος εἶναι ἀδύνατον νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὀρθὰ ἔξω ἀπὸ τὸν φυσικό της χῶρο, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας.

Τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, τὸ ἐπισημαίνει καὶ τὸ τονίζει ὁ ἴδιος ὁ Ἄπ. Παῦλος, ὅταν ἀπευθύνεται στὸν μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο «Ἐὰν δὲ βραδύνω, ἴνα εἰδῆς πὼς δεῖ ἐν οἴκω Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἤτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3. 15). Μάλιστα, ἡ Ἁγία Γραφὴ περιέχει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μία βάση γιὰ νὰ στηρίζεται.

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ βάση καὶ αὐτὸ τὸ θεμέλιο ποὺ ὑποβαστάζει τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Ὅσοι δὲ κατὰ καιροὺς προσπάθησαν νὰ ἀλλοιώσουν ἢ νὰ περιφρονήσουν τὸν πνευματικὸ αὐτὸ νόμο, ἔπεσαν ἔξω καὶ τελικώς «ἐναυάγησαν περὶ τὴν πίστιν» (Α΄ Τιμ. 1. 19).

Οἱ τόσες ἑκατοντάδες τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου μὰ καὶ οἱ τόσες ἄλλες πολυπληθεῖς αἱρέσεις ποὺ δῆθεν στηρίζουν τὴν διδασκαλία τους στὴν Γραφή, ἐπιβεβαιώνουν κατὰ τὸν πλέον τραγικὸ τρόπο τὴν ἀλήθεια ποὺ κηρύσσει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ποὺ εἴδαμε παρὰ πάνω.

Ἐπίσης, ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ ἑνοποιητικὸ θεόπνευστο στοιχεῖο ποὺ καθίσταται ἐντός του χώρου τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῆς ἀποκοπῆς της ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τῆς παρερμηνείας καὶ τῆς θεολογικῆς διαστροφῆς, καταντᾶ στοιχεῖο διασπάσεως καὶ διαιρέσεως, ἀφοῦ τὰ ἴδια ἀκριβῶς κείμενα, τὰ ἑρμηνεύει ὁ καθένας κατὰ τὸ δοκοῦν.

Τονίζουμε δέ, ὅτι γι΄ αὐτὸ δὲν εὐθύνεται ἡ Γραφή, ἀλλ΄ ὁ ὑποκειμενισμὸς καὶ ἡ ἔλλειψη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ποὺ ζωογονεῖ καὶ ἑρμηνεύει τὸ γράμμα τῶν Ἱερῶν Κειμένων.

Καὶ ἐπειδὴ ἡ διδασκαλία καὶ ἑρμηνεία τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, δὲν εἶναι κάτι τὸ νεφελῶδες καὶ τὸ ἀόριστο, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι οἱ Φωτισμένοι καὶ οἱ Θεούμενοι, εἶναι αὐτοὶ ποὺ αὐθεντικῶς κατανοοῦν καὶ ἑρμηνεύουν τὰ κείμενα καὶ μεταφέρουν τὴν ζῶσα παράδοση μέσω τῆς ἀδιάσπαστης, χρονικά, ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων. Τὰ ἑρμηνεύουν, τὰ ἀποσαφηνίζουν καὶ μᾶς τὰ μεταφέρουν, εἴτε μέσω τοῦ γραπτοῦ, εἴτε μέσω τοῦ προφορικοῦ ζωντανοῦ λόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Φυσικὰ ἡ ἀπόλυτη καὶ ἀδιαφιλονίκητη ἑρμηνεία καταγράφεται στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καὶ ὑφίσταται μὲν ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ ὅτι «ἡ Γραφὴ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Γραφῆς», ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἀναγκαία προϋπόθεση, ὅτι αὐτὸ συμβαίνει ὅταν τὰ Ἱερά της Βίβλου Κείμενα, βρίσκονται στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὰ χέρια τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὸν Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τοῦ καθ΄ ἑνός, ἀκόμα κι ἂν βρίσκεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ μόνος του τὸ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. «Οὐ παντὸς τὸ περὶ Θεοῦ φιλοσοφεῖν» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος), ἀφοῦ σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος γνωρίζει τὴν Γραφὴ καὶ μάλιστα διὰ τῆς Γραφῆς ἐπεχείρησε τρεῖς φορὲς νὰ πειράξει τὸν Κύριο στὴν ἔρημο, μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς Θεοφανείας, κατὰ τὴν Βάπτισή Του. Τὸ ὅτι γνωρίζει λοιπὸν ὁ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων τὴν Γραφή, τοῦτο δὲν τὸν σώζει. Ἀντιθέτως μάλιστα, τὸν καταβαραθρώνει. Καὶ αὐτό, ἂς τὸ προσέξουν ἰδιαιτέρως ὅσοι ἐκ τῶν πιστῶν, δὲν ἔχουν ἀκόμα ἑδραιωθεῖ στὰ τῆς Πίστεως, καὶ ἐντυπωσιάζονται ὅταν βλέπουν καὶ ἀκούουν κάποιους αἱρετικοὺς νὰ ἀπαγγέλλουν στίχους ἢ καὶ ὁλόκληρα τμήματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.

Βεβαίως, λίγο ἕως πολύ, ὅλοι σχεδὸν οἱ πιστοὶ γνωρίζουν τὶς ἀλήθειες ποὺ προαναφέραμε. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖο ἐπιβάλλεται ἄμεσα νὰ καταστεῖ κατανοητὸ εἶναι ὅτι, τὰ ὅσα ἰσχύουν γιὰ τὴν Ἁγία Γραφή, τὰ ἴδια καὶ ἀκόμα περισσότερα ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅπως δηλ. ἡ Βίβλος εἶναι ἀδύνατον νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὀρθὰ ἐκτός τοῦ Σώματος, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, τὸ βιβλίο ποὺ τοὺς περιλαμβάνει, τὸ «Ἱερὸν Πηδάλιον», εἶναι ἀδύνατον νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἑρμηνευθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ἐκτός της Λειτουργικῆς Κοινωνίας τοῦ Σώματος.

Οἱ ἐπιπτώσεις τώρα τῆς ἀποκοπῆς τῶν Βιβλικῶν κειμένων καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπὸ τὴν Λειτουργικὴ σύναξη ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, ἀποβαίνουν ἄκρως ἀρνητικὲς καὶ ἐπιζήμιες.

Ὅπως δὲ ὅλες οἱ αἱρέσεις, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κείμενο, τὸ κατανοοῦν καὶ τὸ ἑρμηνεύουν, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔτσι καὶ ὅσοι ἔχουν περάσει ἢ δρασκελίζουν στοὺς χώρους τῶν ποικίλων σχισμάτων, τοὺς ἴδιους ἀκριβῶς ἐπικαλοῦνται Κανόνες, τόσο γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἑκούσια ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τὶς μεταξύ τους σφοδρὲς ἀντιπαραθέσεις ποὺ φθάνουν ἕως «καθαιρέσεων καὶ ἀλληλοαφορισμῶν».

Καὶ πάλι ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῶν αἱρέσεων, αἰτία δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Βίβλος, ἔτσι καὶ στὸν ταλαίπωρο χῶρο τῶν ποικίλων σχισμάτων, γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ μερισμοῦ καὶ τῆς ἀποκοπῆς, οὐδόλως εὐθύνονται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ὅσο κι ἂν ὁρισμένοι θέλουν νὰ τοὺς ἐπικαλοῦνται γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν τακτική τους.

Ἀλλ' ἂς ἀναφερθοῦμε καὶ πάλι στὸ θέμα μας μέσω ἑνὸς παραδείγματος. Ὅπως ἕνας ἰδιώτης καὶ ἄσχετος μὲ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, δὲν μπορεῖ, ἀφοῦ ἁπλῶς φυλλομέτρησε τὴν βίβλο τῆς χειρουργικῆς εἰδικότητας, νὰ ξεκινήσει νὰ ἐγχειρίζει ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ ἕνας ποὺ δὲν γνωρίζει Κανονικὸ Δίκαιο, ποὺ ἔχει ἔλλειψη ἀκόμα καὶ γενικοτέρων, πόσο μᾶλλον εἰδικῶν γνώσεων σὲ θέματα θεολογίας, ἐγκληματεῖ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὅταν μὲ τὸ Ι. Πηδάλιο στὰ χέρια, νομίζει ὅτι ἑρμηνεύει τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Καὶ ἐννοεῖται ὅτι αὐτὸ ἰσχύει περισσότερο γιὰ ἕναν ποὺ ἀπέκοψε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν Μυστηριακὴ ἐπικοινωνία τῆς Ἐκκλησίας μας. Φθάνει μάλιστα τὸ ἀποτέλεσμα νὰ καταντᾶ τραγικό, ὅταν συμπαρασύρει καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλες, καλοπροαίρετες κατὰ βάση ψυχές, ἀλλὰ μὲ ἄγνοια στὰ βασικὰ αὐτὰ θέματα, ὁδηγώντας αὐτὲς σὲ δική του φατρία ἢ σὲ σχίσμα. Φυσικά, ἡ κατάσταση αὐτή, οὐδόλως ἀποδεικνύει γνώση Κανονικοῦ Δικαίου, οὔτε πάλι γνώση αὐθεντικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Αὐτὸ εἶναι ὑποκειμενισμὸς καὶ ὄχι μόνο, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἕναν «καθαρὸ προτεσταντισμό», δηλ. διάσπαση καὶ κατακερματισμό, ὄχι βεβαίως μέσω τῆς «Βίβλου» ὅπως συμβαίνει στοὺς Προτεστάντες, ἀλλὰ μέσω τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς συγχύσεως στὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ἐξ' οὐ καὶ οἱ τόσες παρατάξεις, οἱ τόσες «Ἱεραρχίες», οἱ τόσες «Αὐτόνομες Ἐκκλησίες», καὶ ὅλα αὐτὰ βάσει δῆθεν τῶν «Ἱερῶν Κανόνων», καὶ ἔτσι, «οὐκ ἔσται παύλα τῶν δεινῶν»...

Τὸ ἐπιχείρημα δὲ ὁρισμένων ὅτι, παρὰ τὶς τόσες «Ἱεραρχίες», τὰ σχίσματα, τοὺς ἀλληλοαφορισμούς, ὑφίσταται ἡ ἑνότητα (ἐὰν εἶναι δυνατόν), βάσει τοῦ «ἀντιοικουμενιστικοῦ τους ἀγώνα», τοῦτο εἶναι ὄντως πρωτάκουστο καὶ ἐξωπραγματικό. Ὁμολογουμένως ἡ θεωρία αὐτή, ὅτι ὑφίσταται ἡ «ἑνότητα τῆς πίστεως», παρὰ τὶς τόσες ἀκοινώνητες μεταξύ τους «Ἱεραρχίες» στὸν χῶρο τῶν σχισμάτων, ξεπερνᾶ καὶ τὸ πλέον ἀκραῖο Προτεσταντισμὸ καὶ τὸ πλέον οἰκουμενιστικὸ μόρφωμα. Διότι, ἐπιτέλους, οἱ ταλαίπωροι οἰκουμενιστές, ποθοῦν τὴν ἑνότητα καὶ τὸ «κοινὸν ποτήριον». Ἄλλο ἐὰν δὲν γνωρίζουν ἢ μᾶλλον δὲν θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸν τῆς μετανοίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, στὴν ἀλήθεια καὶ στὴν ἑνότητα. Ἀντιθέτως, οἱ ἀγαθοὶ ζηλωτές, δὲν αἰσθάνονται οὔτε τὴν μεταξύ τους, τουλάχιστον, ἀνάγκη ἑνότητος, ἀλλὰ παραμένουν «ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι» στὶς ὑπὲρ τὶς δέκα «Συνόδους» τους (στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο), νομίζοντας πὼς τὸ σημεῖο ἑνότητός τους εἶναι δῆθεν ὁ «ἀγώνας κατὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ», ποὺ τελικῶς φέρει σὺν τοῖς ἄλλοις τὴν ἐσωτερική τους διάσπαση καὶ τὸν φοβερὸ ἀλληλοσπαραγμό.

Ἀλλ' ἂς περάσουμε τώρα νὰ δοῦμε καὶ μία ἄλλη παράμετρο τοῦ ὅλου θέματος. Ὅσοι ἀπέκοψαν διὰ τῆς αἱρέσεως τὸν ἑαυτόν τους ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία μας, αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη τοῦ στηριγμοῦ τῶν «Γραφικῶν» τους θέσεων, σὲ ἄλλους, ἐξωβιβλικοὺς παράγοντες, παρὰ τὸ ὅτι τονίζουν πὼς μόνο τὴν Γραφὴ ἀποδέχονται. Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐκδίδουν βιβλία, μεταφέροντας σ΄ αὐτά, διάφορες ἀπόψεις ἀνθρώπων, πρὸς ὑποστήριξη τῶν ἑρμηνειῶν τους. Αὐτὸ τώρα τὸ ἀλλοπρόσαλλο τῶν θέσεών τους, ἑρμηνεύεται καὶ ὡς ψυχολογικὴ ἀνάγκη. Καὶ τοῦτο, διότι στὴν πράξη κατανοοῦν πὼς ἀπὸ μόνη της, ἀδυνατεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ Γραφή.

Αὐτὸ ὅμως τὸ βλέπουμε νὰ συμβαίνει καὶ μὲ ὅσους ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Λειτουργικὴ καὶ Μυστηριακὴ κοινωνία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχοντας ὡς προμετωπίδα δῆθεν τοὺς Ἱεροὺς κανόνες.

Αἰσθάνονται δηλ. τὴν ἀδήριτη ἀνάγκη νὰ θεμελιώσουν τὴν κίνησή τους, ὄχι ἁπλὰ στὸ γράμμα τοῦ Κανόνα, ἀλλὰ σὲ δῆθεν παράλληλες πράξεις τῶν Ἁγίων, μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία καὶ ἀπὸ τὰ Ι. Συναξάρια.

Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, φίλοι μου, βρίσκεται τὸ καίριο καὶ ἐπίμαχο ζήτημα. Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔκαναν ποτὲ σχίσματα; Ἀπέκοπταν ἑαυτούς, τὰ πνευματικά τους τέκνα καὶ γενικώτερα ὁμάδες πιστῶν ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ;

Πόσοι, ἀλήθεια, ἀδελφοί, ἀπέκοψαν τὸν ἑαυτόν τους, προβάλλοντας πρὸς ὑποστήριξη τῆς πράξεώς τους τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου, ἀλλὰ καὶ τὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, παρερμηνεύοντας, τόσο τὸν Κανόνα, ὅσο καὶ τὸν Ἅγιο;

Ἄνευ ἀντιρρήσεως, ἀδελφοί μου, κανένας ἴσως ἄλλος ἐκ τῶν Ι. Κανόνων, στὴν ἐκκλησιολογικὴ ἔκφραση, ἑρμηνεία καὶ τακτική, δὲν ἔχει παραποιηθεῖ τὰ τελευταία ἔτη τόσο, ὅσο ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, καὶ οὐδεὶς ἐκ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἔχει παρερμηνευθεῖ τόσο, ὅσο ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Φυσικά, δὲν θὰ περάσουμε τώρα στὴν διαδικασία νὰ ἑρμηνεύσουμε καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογή του, δυνητικοῦ καὶ ὄχι ἀπολύτου χαρακτῆρος, ἐπίμαχου αὐτοῦ Ἱεροῦ Κανόνα. Αὐτό, δόξα τῷ Θεῶ, τὸ ἔχει ἀπὸ ἐτῶν πράξει, ὁ ὄντως ὅσιος Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Κανονολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὄχι μόνο, τῶν τελευταίων ἐτῶν. Ἀναλύει καὶ ἑρμηνεύει κατὰ τρόπο ἄριστο (στὸ βιβλίο τοῦ «Τὰ δύο ἄκρα» ¨Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός¨ Ἀθήνα 1986), τὸν Ἱερὸ αὐτὸν Κανόνα, καὶ στὴν αὐθεντικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία λύονται ὅλες οἱ ἀπορίες καὶ οἱ τυχὸν ἐνστάσεις ἐπὶ τοῦ κειμένου, ἀλλὰ καὶ τῆς πρακτικῆς του ἐφαρμογῆς.

Στὸ θέμα αὐτὸ τοῦ Κανόνος, ποὺ τόσο παρερμηνεύεται καὶ κακοποιεῖται, θὰ ἐπισημάνουμε ὅτι, γιὰ τὴν σωστὴ ἐφαρμογὴ καὶ ἀντικειμενική του λειτουργία, ἀπαιτοῦνται τρεῖς βασικὲς προϋποθέσεις ἐκ μέρους τοῦ λειτουργοῦ, ποὺ ὡς ἐσχάτη διαμαρτυρία, θὰ φθάσει νὰ τὸν ἐφαρμόσει, μὲ τὸν δυνητικό του, τονίζουμε, χαρακτήρα.

Α) Ἡ προϊσταμένη του ἀρχή, νὰ κηρύσσει «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ αἵρεσιν τινὰ παρὰ τῶν Συνόδων καὶ Πατέρων κατεγνωσμένη».

Β) Τὸ ἀκώλυτόν της Ἱερωσύνης (νὰ μὴν εἶναι δηλαδὴ καθηρημένος)

Γ) Τὸ ὅτι δὲν θὰ παύσει, μετὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Κανόνος, νὰ ἔχει Κοινωνία μὲ ὅσους ἐν Χριστῷ Λειτουργοὺς δὲν ἐπέλεξαν (λόγω τοῦ δυνητικοῦ χαρακτῆρος), τὴν παύση τοῦ μνημοσύνου.

Δηλ. νὰ συνεχίσει νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, στὴν Λειτουργικὴ ἔκφραση τοῦ Κοινοῦ Ποτηρίου.

Αὐτὸ ἀκριβῶς δηλ. ποῦ ἔπραξαν οἱ τρεῖς μητροπολίτες α) Φλωρίνης Αὐγουστίνος β) Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καὶ γ) Παραμυθίας Παῦλος, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἔχουμε προαναφέρει.

Ἄραγε, ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἐφαρμόζουν τὸν παραπάνω Κανόνα, πληροῦν τὶς τρεῖς ἀναγκαῖες αὐτὲς προϋποθέσεις; Ἐὰν ὄχι, τότε ἤδη ἔχουν δημιουργήσει σχίσμα ἢ δρασκελίζουν στὸ χῶρο τοῦ σχίσματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ ἂν ἀντιδροῦν στὴν ἀλήθεια αὐτή.

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη καίριο ἐπιβάλλεται νὰ ἐπισημανθεῖ. Οὐδεὶς Ἱερὸς Κανόνας ἢ Ἅγιος Πατήρ, εἶχε ποτὲ ἐπιβάλλει τὴν διακοπὴ τῆς Κοινωνίας, σὲ ὅσους ἐμνημόνευαν αὐτοὺς ποὺ ἐκήρυτταν κάποια αἵρεση, πρὸ τῆς Συνοδικῆς κρίσεως.

Οὐδεὶς κληρικὸς ἔχει ποτὲ τιμωρηθεῖ πρίν, σὲ ἀντίθεση βέβαια μὲ ὅσους συνέχιζαν νὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς ποιμένες τους, κατόπιν τῆς Συνοδικῆς αὐτῶν καταδίκης. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀνέκαθεν τακτικὴ καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας, τί ἀποδεικνύει περιτράνως; Τὸ ὅτι ὁ κανόνας εἶναι ὄχι ὑποχρεωτικοῦ ἀλλὰ καθαρῶς δυνητικοῦ χαρακτῆρος.

Στὸ θέμα τώρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (παρενθετικὰ νὰ τονίσουμε), καὶ ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ 826 ἐνῶ ἡ ΑΒ΄ Σύνοδος ἐπὶ Μ. Φωτίου συνεκλίθη τὸ 861 ἤτοι 35 ἔτη μετὰ τὴν κοίμησή του, χρειάζεται πολὺ μεγάλη προσοχή, διότι ἀλλοιώνεται ἡ ὅλη τακτική τοῦ Ὁσίου.

Τὸ θέμα στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ὅπως καὶ στὴν Ἁγία Γραφή, φυσικὰ καὶ στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, δὲν εἶναι νὰ ἀπομονώνουμε χωρία καὶ ἐδάφια, φράσεις καὶ μεμονωμένες ἐνέργειες τῶν Πατέρων. Τὸ θέμα εἶναι νὰ τοὺς βλέπουμε στὸ σύνολό τους καὶ μέσα στὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησαν.

Πόσο δίκαιο εἶχε ἕνας Ἐπίσκοπος ὅταν ἔλεγε: «τὰ μεγαλύτερα ψεύδη μποροῦν νὰ ὑποστηριχθοῦν μὲ συρραφὴ Ἁγιογραφικῶν χωρίων καὶ μὲ ψηφιδωτὸ πατερικῶν ἀποσπασμάτων»!

Γι' αὐτὸ καὶ ὁ φωτισμένος Γέροντας Παΐσιος, ποὺ εἶχε ἐπισημάνει αὐτὴ τὴν παρεξήγηση ποὺ συνέβαινε ἐκ μέρους τῶν ζηλωτῶν, ὡς πρὸς τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, σὲ ἐπιστήμονα καθηγητὴ τῆς θεολογίας, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ἀνακοίνωσε πὼς θὰ ἀσχοληθεῖ στὴν διατριβή του μὲ τὸν συγκεκριμένο Ἅγιο, ὁ Γέροντας τοῦ ἐτόνισε: «γράψε ὅ,τι θέλεις, μὴν βγάλεις ὅμως τὸν Ἅγιο Θεόδωρο σχισματικό, ὅπως οἱ Εὐρωπαῖοι». Καὶ σημειώνει ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής: «ὅταν ἡ ἔρευνά μας προχώρησε ἀρκετά, τότε μόνο ἔγινε κατανοητὸ πὼς πραγματικὰ ὁ ἅγιος Γέροντας εἶχε δίκαιο» (Βασ. Τσίγγου «Ἐκκλησιολογικὲς θέσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐκδόσεις ''Ὀρθοδόξου Κυψέλης'').

Ὄχι λοιπόν, δὲν ἔχουν τὰ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου ἔτσι ὅπως τὸν παρουσιάζουν οἱ Δυτικοί, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πέρασε καὶ στὸ δικό μας χῶρο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προσάπτουν στὸν Ἅγιο καταστάσεις ἀνεπίτρεπτες ποὺ ἐκμεταλλεύονται τὰ ποικίλα σχίσματα.

Ἡ σκέψη τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καὶ ἡ μοναχική του συνείδηση, ἀκόμα καὶ ὅταν κατηχοῦσε τοὺς μοναχούς του, ἦταν ἀπολύτως Ἐκκλησιολογικῆ. Οὐδέποτε ὑπῆρξε ἀτομική, ἰδιωτικὴ καὶ ἐξωεκκλησιαστικὴ ὑπόθεση, κατὰ τὰ προτεσταντικὰ καὶ τὰ διάφορα σχισματικὰ πρότυπα.

Ἄλλωστε, ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι καὶ ὁ Ἅγιος Ταράσιος, μὲ τὸν ὁποῖο διαφώνησε προσωρινῶς ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, ἀποτελεῖ μεγίστη Πατερικὴ μορφὴ τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Κυρίως δὲ ἂς ἐπισημανθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, οὐδέποτε καθηρέθη, οὐδέποτε ἐφτίαξε δική του Ἱεραρχία καὶ οὐδέποτε συλλειτούργησε μὲ ἄλλους καθηρημένους λειτουργοὺς καὶ ἐπισκόπους.

Οἱ τελευταῖες του δὲ ἐπιστολές, καὶ μὲ τὴν ὅλη ἐμπειρία ποὺ εἶχε ἀποκομίσει λόγω τῶν ἐξοριῶν καὶ τοῦ ἐν γένει ὁμολογιακοῦ του ἀγώνα, λειτουργοῦν ἀπολύτως καταλυτικὰ γιὰ ὅσους προβάλλουν τὴν μορφή του ὡς δεκανίκι τῆς ἀποχωρήσεώς τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ καὶ τῆς δημιουργίας σχισμάτων. Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος, ποὺ ὅσοι μελετοῦν, ὄχι ἀποσπασματικά, ἀλλὰ στὸ σύνολό του καὶ σὲ βάθος τὸν βίο καὶ τὰ συγγράμματα τοῦ Ἱεροῦ Πατρός, ἀναθεωροῦν τελικῶς πολλὲς ἐκ τῶν ἀντιλήψεών τους, περὶ δῆθεν «σχίσματος τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου».

Θὰ κλείσουμε ἀδελφοί μου τὸ ἄρθρο μας, μὲ αὐτὸ ποὺ τελικῶς ἀποτελεῖ καὶ τὴν οὐσία τοῦ θέματος. Δηλ. τὸ ποιὲς εἶναι οἱ πνευματικὲς καταβολὲς καὶ προδιαγραφὲς ὅλων τῶν προσώπων ποὺ κινοῦνται δυναμικὰ στὸν Ἐκκλησιαστικὸ χῶρο ἀλλὰ καὶ γενικώτερα.

Εἶναι αὐτὸ ποῦ τόνιζε ὁ Γέροντας, τὸν ὁποῖο εἴχαμε προαναφέρει στὸ ἄρθρο «Ἁπλὰ ζῆλος ἢ ἐν ἐπιγνώσει;», ὅταν ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Σὲ περιπτώσεις ποὺ βλέπετε κάποιες περίεργες ἕως καὶ ἀπαράδεκτες συμπεριφορές, στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ψάξτε νὰ βρεῖτε ποιοὶ ἦταν ἢ καὶ συνεχίζουν νὰ εἶναι οἱ πνευματικοὶ καθοδηγητὲς τῶν προσώπων αὐτῶν. Κοιτάξτε ποιοὶ εἶναι οἱ Γεροντάδες καὶ οἱ πνευματικοὶ Πατέρες, πλησίον τῶν ὁποίων ἀνδρώθηκαν καὶ θέλοντας καὶ μὴ βαδίζουν στὰ χνάρια τους. Ὠφέλησαν τὴν Ἐκκλησία ἢ ἐπάνω στὸν ζῆλο τους ἔβλαψαν τοὺς πιστούς; Ἡ παρουσία τους, ἀπ΄ ὅπου πέρασαν καὶ ὅπου ἔζησαν ἦταν εἰρηνικὴ καὶ ἐποικοδομητικὴ ἢ ἔσπειραν τὴν ταραχὴ καὶ τὰ σκάνδαλα; Ἀποτελοῦν παράδειγμα πρὸς μίμησιν ἢ πρὸς ἀποφυγήν; Συνέχισαν ἕως τέλους νὰ ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωὴ καθηρημένοι; Ἡ «ἔκβασις τῆς ἀναστροφῆς» τους, ἐπιτρέπει τὸ «μιμεῖσθε αὐτῶν τὴν πίστιν»; (Ἑβρ. ΙΓ΄ 7). Δεῖτε τί εἴδους κληρονομιὰ πνευματική τους ἄφησαν καὶ οἱ ἴδιοι ἀπεκόμισαν καὶ τώρα μεταλαμπαδεύουν. Προσέξτε τὰ ὅλα αὐτά. Ἔτσι θὰ μπορεῖτε ἐν πολλοῖς, νὰ ἑρμηνεύετε τὶς συμπεριφορὲς ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως σᾶς προβληματίζουν».

(Καὶ ἐπειδὴ ἴσως ὁρισμένοι ἐκ τῶν ἀδελφῶν νὰ παρεξήγησαν τὸν προηγούμενο λόγο του, ὅτι ὁ ὅρος «ἀποτείχιση» εἶναι ἀδόκιμος, νὰ διευκρινίσουμε ὅτι μὲ αὐτὸ φυσικὰ ὁ Γέροντας, δὲν ἀναφερόταν στὶς λέξεις τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος, (ποὺ τοὺς γνωρίζει ἄριστα καὶ τοὺς Κανόνες), καὶ ποὺ εἴδαμε πῶς ἑρμηνεύεται καὶ μὲ ποιὲς προϋποθέσεις ἐφαρμόζεται, ἀλλὰ στὴν ὅλη τακτική τῆς παρερμηνείας τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ τελικῶς θέτουν τοὺς πιστοὺς «ἐκτὸς τῶν τειχῶν», ἐκτὸς δηλ. τῆς Ἐκκλησίας).

Ὄντως καὶ πάλι ὁ λόγος τοῦ Γέροντος ἀποκαλύπτει τὸ ἀπόσταγμα τῆς ἐμπειρίας του στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀσκήσεως.

Μεγάλο πράγμα λοιπὸν οἱ καταβολὲς καὶ τὸ «πνευματικό DNA» ποὺ φέρει ὁ κάθε ἁπλὸς πιστὸς καὶ ὁ κάθε ἡγέτης ἢ ὁ κάθε «ἡγέτης».

Καίτοι, ὁ θυμόσοφος λαὸς μᾶς λέγει: «ἀπ' τὸ ρόδο βγαίνει ἀγκάθι καὶ ἀπὸ τὸ ἀγκάθι ρόδο», πλὴν ὅμως, ἡ ἄποψη αὐτὴ περὶ τῶν «πνευματικῶν καταβολῶν» περιέχει μεγάλη ἀλήθεια. Καὶ τοῦτο τὸ βλέπουμε καὶ πάλι στὴν χαρακτηριστικὴ περίπτωση τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε πέρασε στοὺς χώρους τῶν ποικίλων σχισμάτων, ὅπως βεβαίως τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἔπραξαν καὶ ὁ Ὅσιος Πορφύριος, ἀλλὰ καὶ τόσοι σύγχρονοι Θεοφόροι Πατέρες, ὅπως ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος. Ἀλλά...''ἐπιλείψει μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος'' τὰ ὀνόματα τῶν Ὁσίων Γερόντων οἱ ὁποῖοι ἔμειναν «ἐντὸς τῶν τειχῶν», ἀγωνιζόμενοι καὶ ἐξαγιαζόμενοι.

Εἶναι δὲ χαρακτηριστικό, ὅτι ὅσοι Μοναχοὶ καὶ Ἱερομόναχοι, τόσο ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅσο καὶ ἐκτός, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι κληρικοὶ καὶ ἁπλοὶ πιστοί, σκανδαλισμένοι ἀπὸ κάποιες οἰκουμενιστικὲς κινήσεις, ζητοῦσαν τὴν γνώμη τῶν Γερόντων ἢ καὶ τὴν εὐλογία τους γιὰ νὰ «φύγουν ἐκτὸς τῶν τειχῶν», εἴτε εἰσχωρώντας σὲ σχισματικὲς ὁμάδες ποὺ μνημόνευαν κάποιον «ἐπίσκοπο», εἴτε ἁπλῶς νὰ παύσουν νὰ μνημονεύουν, δίχως νὰ ἀναφέρουν ἄλλο ὄνομα «ἐπισκόπου», οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Γεροντάδες, ποὺ γνώριζαν βιωματικὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, τὸ ἀπέκλειαν.

Ὁ Γέροντας λοιπὸν Παΐσιος, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὴ περίπτωση αὐτῶν τῶν Πνευματικῶν καταβολῶν, ἔχοντας λάβει τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ (κατὰ τὴν βάπτισή του), τόσο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς χώρας Καππαδοκίας καὶ τῆς καθ΄ ἠμᾶς Ἀνατολῆς, ὅσο καὶ τὶς εὐλογίες καὶ τὴν Χάρι τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ τοῦ Ἄθω, Γέροντος Τύχωνος τοῦ Ρώσσου.

Τώρα, στὴν ἔνσταση ὁρισμένων ἀδελφῶν, ποὺ διέκοψαν τὴν κοινωνία τους μὲ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ τί θὰ ἔπραττε σήμερα, ἐὰν ζοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι Γεροντάδες, προσπαθώντας διὰ τῆς ἐρωτήσεως αὐτῆς, πλαγίως νὰ προσάψουν τὴν δική τους ὑποκειμενικὴ ἑρμηνεία καὶ συμπεριφορά, στοὺς Πατέρες, θὰ πρέπει νὰ γίνει κατανοητό, ὅτι ἡ ἔνσταση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ. Καὶ τοῦτο διότι οὔτε ὑποκειμενικὴ δεοντολογία ἐφαρμόζουμε στοὺς Ἁγίους καὶ στοὺς κεκοιμημένους Πατέρες, ἀλλὰ οὔτε μὲ τὴ δική μας φαντασία ἐπιτρέπεται νὰ τοὺς τοποθετοῦμε στοὺς χώρους τῶν σχισμάτων καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, τὰ ὅσα γίνονται σήμερα στὸν χῶρο τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τὰ ἴδια, περίπου, ἐλάμβαναν χώρα καὶ πρὶν εἴκοσι μόλις ἔτη, ποὺ ζοῦσαν οἱ συγκεκριμένοι. Τὸ βέβαιο εἶναι πὼς ὅσο ζοῦσαν, οὐδέποτε ἔφυγαν ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ Ἐκκλησιολογικὴ παρακαταθήκη ποὺ μᾶς ἄφησαν, ἦταν: «οὐδέποτε νὰ ἐξέλθουμε τῆς Ἐκκλησίας». Και ἐννοοῦσαν, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ὅσοι ἔφυγαν, τώρα τὴν κατηγοροῦν. Αλλά τὸ χειρότερο γιὰ ὅσους ἀλλοιώνουν τὴν τακτικὴ καὶ τὴν εὐλογημένη συμπεριφορὰ τῶν χαρισματούχων Πατέρων, εἶναι τοῦτο. Ὅτι δηλ. ἀντὶ οἱ ἴδιοι, νὰ καθοδηγοῦνται ἀπὸ Αὐτοὺς (ποὺ αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ζητούμενο στὴν Ὀρθόδοξη πορεία μας), διὰ τῆς πλανεύτρας φαντασίας, «καθοδηγοῦν αὐτοὶ τοὺς Πατέρες», στὴ δική τους συμπεριφορά, στὸν δικό τους ὑποκειμενισμὸ καὶ στὸν φανταστικό τους κόσμο.

Ἐὰν δὲ τώρα, στὸ πλαίσιο αὐτὸ τοῦ ὑποκειμενισμοῦ, τῆς παρερμηνείας τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς κατ΄ ἐπιλογὴν συρραφῆς Πατερικῶν ἀποσπασμάτων, φθάσει κανείς, «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ» νὰ κηρύσσει λόγον περὶ δῆθεν «μολυσμένων Μυστηρίων» τῆς Ἐκκλησίας μας, τότε ἡ κατάστασις καταντᾶ αὐτόχρημα τραγικὴ μὲ ἀπρόβλεπτες καὶ ὀλέθριες τὶς συνέπειες.

Ἀδελφοί μου, τὸ ὅλο θέμα δὲν εἶναι θέμα λέξεων καὶ σχολαστικισμοῦ στὴν Ἁγία Γραφή, στοὺς Ι. Κανόνες καὶ στὰ Πατερικά μας κείμενα. Ἀλλὰ θέμα προσφυγῆς στὴν ἐμπειρία τῶν Φωτισμένων καὶ Θεουμένων Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι πρόσεχαν ὡς «κόρην ὀφθαλμοῦ» καὶ ἔτι πλέον, τὴν ἀρραγῆ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἔχει ταλαιπωρηθεῖ καὶ συνεχίζει δυστυχῶς νὰ δοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς «ἐκ δεξιῶν πειρασμούς», καὶ ἀπὸ τὶς νοθευμένες «ἐμπειρίες», οἱ ὁποῖες τελικῶς ἐπιφέρουν τὴν διάσπαση καὶ τὴ σύγχυση ἀκόμα καὶ σὲ καλοπροαίρετες ψυχές.

Ἂς μὴ λησμονοῦμε δὲ ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία μας, δὲν ὑφίσταται μόνο ἡ «χρονικὴ Ἀποστολικὴ Διαδοχή», ἀλλὰ καὶ ἡ ἄμεση διαδοχὴ καὶ ἐμπειρία καὶ τὸ βίωμα, ὅπου μεταλαμπαδεύεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τῆς κάθε ἐποχῆς στοὺς Ἁγίους τῆς μετέπειτα ἐποχῆς. Καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, πρῶτο τους μέλημα ἔχουν τὴν ἑνότητα τοῦ ὅλου Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ὀρθοδοξία ναί, ποὺ ὅμως ἐκφράζεται διὰ τῆς Ὀρθοπραξίας, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς δίδαξαν καὶ μᾶς διδάσκουν διαχρονικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Εἴθε οἱ εὐχὲς τῶν Ἁγίων, παλαιοτέρων καὶ νεοτέρων, νὰ μᾶς συνοδεύουν στὸν ἀγώνα τῆς προσωπικῆς μας ταπεινώσεως καὶ στὸν ἁγιασμὸ τῶν ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (Ρωμ. ΙΔ΄15).

Εὐχὴ καὶ προσευχὴ μας εἶναι ἡ ἀρραγὴς ἑνότητα ὅλων τῶν δυνάμεων, καὶ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν θεοεικέλων καὶ αὐθεντικῶν Πατέρων καὶ Ποιμένων, νὰ σταθοῦμε δυναμικὰ ἔναντι τῆς λαίλαπας τοῦ ἀθεϊσμοῦ καὶ τοῦ πολύχρωμου συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ.


Ὁ Κύριος μεθ΄ ἠμῶν.
Ἀμήν.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου