Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Το μυστήριο του θανάτου κατά την Ορθόδοξη πίστη


Δημήτριος Τσιρόγλου

συγγραφέας

 

Ο θάνατος ως φαινόμενο

Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο είναι ο θάνατος. Περισσότερο από την ύπαρξη της ζωής, από την γέννηση και από τα άλλα υπαρξιακά προβλήματα ο θάνατος προκαλεί το ενδιαφέρον του ανθρώπου, ίσως επειδή αναφέρεται στο μέλλον και όχι στο παρόν ή στο παρελθόν. Είναι καθολικό φαινόμενο για όλη την φύση, αλλά μόνον τον άνθρωπο απασχολεί και όχι τα άλογα όντα. Επειδή, όπως λένε οι πατέρες, από την στιγμή που γεννιόμαστε είμαστε μελλοθάνατοι και ο θάνατος προκαλεί και φόβο, πιστεύω ότι είναι φρονιμότερο να τον μελετήσουμε, ώστε να τον κατανοήσουμε.

Ο πρώτος που συνειδητοποίησε τον θάνατο, είναι αυτόν που τον προκάλεσε, δηλαδή ο Κάιν, ο οποίος σκότωσε τον αδελφό του Άβελ. Ο πρώτος θάνατος ήταν δολοφονία και μάλιστα αδελφοκτονία.

  1. Αντιλήψεις των άλλων θρησκειών και της φιλοσοφίας

Οι αντιλήψεις των ανατολικών θρησκειών αλλά και της φιλοσοφίας, επειδή στερούνται της αλήθειας της Θείας Αποκαλύψεως είναι τελείως παράλογες και υποβαθμίζουν τον ίδιο τον άνθρωπο από την θέση που έχει στο Θείο σχέδιο: Ο ινδουισμός και ο βουδισμός πιστεύουν ότι ο θάνατος μας βυθίζει στο μηδέν. Οι Βαβυλώνιοι πίστευαν ότι οι νεκροί καταδικάζονται σε ακινησία. Αλλά και οι Αιγύπτιοι με τους μάταιους ογκώδεις τάφους και τις ασαφείς αντιλήψεις τους δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις στο πρόβλημα του θανάτου. Επίσης ένα πλήθος φιλοσόφων αρχαίων Ελλήνων κυρίως, αλλά και ξένων διατύπωσαν θεωρίες για το φαινόμενο του θανάτου, πράγμα το οποίο δείχνει πόσο ο θάνατος απασχολεί την ανήσυχη ανθρώπινη ψυχή. Οι θεωρίες βέβαια αυτές μόνο μελαγχολία, αγωνία και αβεβαιότητα προσθέτουν στον άνθρωπο.

tsir1Εικόνα 1. Πολλές φορές η στρατευομένη Εκκλησία αναπαρίσταται με ένα καράβι έχων Κυβερνήτη τον Κύριο Ιησού Χριστό (Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος, λήψη Δ. Τσιρόγλου).

  1. Ο θάνατος κατά την Θεία Αποκάλυψη

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο άνθρωπος πλάστηκε διφυής, ψυχή και σώμα. Ο Αδάμ ζούσε στον Παράδεισο της τρυφής, χωρίς πόνο, λύπη, μέριμνες, σε μια ατέλειωτη μακαριότητα. Απαθής, έχοντας προφητικό χάρισμα, συνομιλώντας με τον Θεό, γνήσιο τέκνο του Δημιουργού του, απολάμβανε την ξεχωριστή εκείνη χαρά που ετοίμασε γι’ αυτόν η αγάπη του Θεού. Εννοείται ότι ο θάνατος ήταν άγνωστος στον άνθρωπο, αφού ο Αδάμ είχε εξουσία όμοια με αυτήν των αγγέλων και όπως γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «οι άγγελοι έτρεμον και τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ ουδέ αντιβλέψαι ετόλμων, αυτός (ενν. ο Αδάμ) ωσανεί φίλος προς φίλον διελέγετο με τον Θεόν».

tsir2

Εικόνα 2. Βυζαντινή διακοσμητική ταινία (Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας, λήψη Δ. Τσιρόγλου)

Βέβαια η αθανασία της ψυχής δεν είναι ιδιότητά της, αλλά δωρεά της Χάριτος του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν ο άνθρωπος είχε γνώρισμα την αθανασία, θα έπρεπε να είναι άπτωτος. Διότι, αν θα έπιπτε στην αμαρτία, το κακό θα διαρκούσε αιώνια, θα γινόταν κι αυτό αθάνατο. Αν πάλι δημιουργούσε τον άνθρωπο αθάνατο και άπτωτο, θα περιόριζε την ελευθερία του. Δηλαδή η αθανασία δόθηκε ως δυνατότητα. Οι πρωτόπλαστοι κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας, γνωρίζοντας την εντολή «θανάτω αποθανείσθε» έγιναν η αιτία της εισόδου του θανάτου στον κόσμο.

  1. Ψυχικός και σωματικός θάνατος

Είδαμε ότι ο ψυχικός θάνατος είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, διά της αμαρτίας-παρακοής. Ο δε ψυχικός θάνατος είναι η αιτία του σωματικού θανάτου, του αποχωρισμού της ψυχής από το σώμα. Γενικά αιτία της εισόδου του θανάτου στον κόσμο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αλλά τι είναι ο θάνατος; Είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, κατά τον οποίο η ψυχή συνεχίζει να υπάρχει το δε σώμα διαλύεται και φθείρεται. Έτσι, δεν πρέπει να μιλάμε για θάνατο, αλλά για κοίμηση. Έτσι όμως ο θάνατος αποτέλεσε για τον άνθρωπο αφορμή σωτηρίας, δρώντας ως φάρμακο για την εξάλειψη των παθών και του εγωισμού. Κυρίως όμως αφορμή σωτηρίας υπήρξε ο εκούσιος θάνατος του Σωτήρος Χριστού. Ήταν καίριο πλήγμα κατά της αμαρτίας και του θανάτου διά του σταυρικού θανάτου και της καθόδου στον Άδη και φυσικά διά της Αναστάσεως του Χριστού.

tsir3

Εικόνα 3. Αυτά που παίρνει ο πιστός κατά την κοίμησή του είναι οι αρετές, η πίστη, η αγάπη και η ελπίδα της Αναστάσεως (Κύμη Ευβοίας, λήψη Δ. Τσιρόγλου).

  1. Ο χρόνος του θανάτου

Είναι άγνωστη η ώρα του θανάτου μας. Μόνο ο Θεός γνωρίζει πότε θα πεθάνουμε και το καθορίζει φυσικά ο Ίδιος σύμφωνα με τις ψυχικές ανάγκες του καθενός. Δεν μάς αποκαλύπτει τον χρόνο πάλι χάριν του συμφέροντός μας. Γι’ αυτό πρέπει να ζούμε την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία, με άσκηση και αρετή, χωρίς να φοβόμαστε τον θάνατο, παρά να φοβόμαστε τον θάνατο της ψυχής. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο, διότι έχουμε την ελπίδα της αναστάσεως και της σωτηρίας. Πρέπει να σημειώσουμε τα λόγια του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου: «Ει δε θρηνείν, του διαβόλου δει θρηνείν. Εκείνος κοπτέσθω, εκείνος οδυρέσθω, ότι προς τα μείζονα οδεύομεν αγαθά». Πάνω από όλα ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει μία ζωή προσευχής, νηστείας με κύριο στόχο την κατάκτηση της αρετής σύμφωνα με την διδασκαλία τού Ευαγγελίου και να έχει ζωηρή την μνήμη του θανάτου.

  1. Η στιγμή του θανάτου

Είναι αλήθεια ότι την ώρα του θανάτου η ψυχή εκτός από την αγωνία και τον φόβο που αισθάνεται βλέπει και νιώθει φαινόμενα που εμείς δεν τα βλέπουμε. Η μάχη μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων για την ψυχή του ψυχοραγούντος αρχίζει από εκείνην την ώρα. Πράγματι ο τελωνισμός των ψυχών ακολουθεί τον θάνατο του χριστιανού. Ο τελωνισμός γίνεται αντιληπτός από όσα αποκαλύπτουν συνήθως οι μελλοθάνατοι του επιθανάτιου ρόγχου. Στον τελωνισμό αναφέρεται η ευχή του Αποδείπνου στο σημείο «και εν τω καιρώ της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα».

tsir4

Εικόνα 4. Η ουρανοδρόμος κλίμαξ των αρετών, το όραμα που είδε ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο επονομαζόμενος και Άγιος Ιωάννης ο (συγγραφέας) της Κλίμακος (Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βεροίας, λήψη Δ. Τσιρόγλου).

  1. Μετά θάνατον

Μετά τον θάνατο οι ψυχές καταλήγουν σ’ ένα τόπο με πνευματική έννοια και όχι υλική. Σ’ έναν νοητό τόπο θα λέγαμε. Εκεί περιμένουν να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την τελική κρίση. Αυτή την κατάσταση οι πατέρες την ονομάζουν μέση κατάσταση, επειδή ακριβώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά κατάσταση αναμονής. Βέβαια σ’ αυτήν την κατάσταση οι ψυχές, θα λέγαμε ότι, προγεύονται των αγαθών που θα απολαύσουν ή των τιμωριών που θα υποστούν, ανάλογα με τον βαθμό της μετάνοιας που έχουν δείξει όσο ζούσαν και σωματικώς.

Βέβαια οι ψυχές των ενάρετων της θριαμβεύουσας Εκκλησίας όπως λέγονται, προσεύχονται για μας που είμαστε ακόμη στρατευμένοι. Αυτό αποκαλύπτεται και στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Πρεσβεύουν κι αυτές στον Ένα Μεσίτη υπέρ ημών. Κατά αυτόν τον τρόπο πρέπει να δεόμεθα κι εμείς υπέρ των κεκοιμημένων. Γι’ αυτό και η Εκκλησία καθιέρωσε ειδικές ευχές γι’ αυτές τις ψυχές και ώρισε ημέρες ως μνημόσυνα υπέρ αυτών.

  1. Τα μνημόσυνα

Έτσι έχουμε σύμφωνα με τους Πατέρες τα «τρίατα» (τριήμερα) εις ανάμνησιν της εις τριήμερον ανάστασιν του Κυρίου ή της Αγίας Τριάδος, «τα ένατα» εις ανάμνησιν των 9 ταγμάτων, τα «τεσσαρακοστά» διά την Ανάληψιν του Σωτήρος. Τέλος ακολουθούν τα «τρίμηνα», τα «εξάμηνα», «εννεάμηνα» εις δόξαν του Τριαδικού Θεού, και τα «ετήσια». Επίσης, η Εκκλησία καθιέρωσε κοινά μνημόσυνα το Σάββατο προ της Απόκρεω και το Σάββατο προ της εορτής της Πεντηκοστής. Τα μνημόσυνα ωφελούν πάρα πολύ τους κεκοιμημένους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη παρηγοριά απ’ αυτά. Φυσικά όσοι πέθαναν σε κατάσταση μετανοίας ή με πόθο μετανοίας. Άλλωστε «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα μνημόσυνα σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να γίνονται. Πάντοτε πρέπει να γίνονται, όπως ακριβώς καθιερώθηκαν. Ανάλογα με τα μνημόσυνα είναι και οι ελεημοσύνες υπέρ των κεκοιμημένων.

  1. Το σώμα μετά την ανάσταση

Σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, το σώμα θα είναι όπως ήταν πριν την πτώση. Δηλαδή θα είναι όπως το σώμα που είχε ως άνθρωπος, αλλά με νέες ιδιότητες. Θα ενδυθεί την αφθαρσία και την αθανασία, λυτρωμένο από τις αδυναμίες του φθαρτού. Θα επέλθει η ανάσταση, για άλλους ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως.

  1. Κόλαση

Κριτής θα είναι ο Χριστός ο οποίος θα απαγγείλει το «δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός...». Το ερώτημα βέβαια είναι αν υπάρχει κόλαση. Πολλοί σήμερα δεν δέχονται αυτές τις απόψεις, ως προκαταλήψεις. Αυτό συμφέρει τον εχθρό του ανθρώπου τον διάβολο. Η μεγαλύτερη ίσως πλάνη, όπως διατυπώνουν οι Πατέρες, είναι αυτή: να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι δεν υπάρχει ο ίδιος, ούτε και η κόλαση. Έτσι ο πατέρας του ψεύδους δρα ανενόχλητος.

Η κόλαση φυσικά είναι αιώνια, πνευματική και ψυχική κατάσταση και όποια άλλη ερμηνεία υπάρχει δίδεται ανθρωποπαθώς, ώστε να μπορεί να καταλάβει και ο πιο απλός άνθρωπος περί τίνος πρόκειται. Έτσι όπως δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος: «απελεύσονται εις κόλασιν αιώνιον», «εις το πυρ το αιώνιον», «και το πυρ ου σβέννυται». Η κόλαση «όλεθρος», «θλίψις μεγάλη», «ζόφος σκότους» κλπ. Πρέπει να δούμε λοιπόν τον θάνατο με το πρίσμα της διδασκαλίας του Κυρίου και των Πατέρων της Εκκλησίας, διότι όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος «Μη φοβόμεθα θάνατον, αλλά φοβόμεθα αμαρτίαν μόνον και δι’ εκείνην αλγώμεν», και ο Μέγας Βασίλειος «Πρόσταγμα Θεού εστί το μη λυπείσθαι επί τοις κεκοιμημένοις, τους εις Χριστόν πεπιστευκότας διά την ελπίδα της Αναστάσεως».

tsir5

Εικόνα 5. Τοιχογραφία με παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας (Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Σερρών, λήψη Δ. Τσιρόγλου)

Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε όλες αυτές τις πληροφορίες περί θανάτου που έκανε γνωστές ο Θεός στον άνθρωπο, κινούμενος από αγάπη προς το πλάσμα Του και αναλογιζόμενοι τον στόχο μας σ’ αυτήν την ζωή (ζητείτε πρώτον την βασιλεία του Θεού), να αγωνιστούμε κατά των παθών και των αμαρτιών, ώστε να κερδίσουμε την ετοιμασμένη βασιλεία των ουρανών, όχι με αγωνιώδη, αλλά με την ευλογημένη καλή ανησυχία.

 

________________________________________________

Ο Δημήτριος Τσιρόγλου γεννήθηκε το 1964 στην Νεράιδα Κοζάνης και είναι κάτοικος Θεσσαλονίκης. Διδάχτηκε βυζαντινή αγιογραφία και ψηφιδογραφία από τον αγιογράφο Χρήστο Μπακόλα. Εκπαιδεύτηκε στην συντήρηση παλαιών εικόνων στο εργαστήριο Γ. Ψαράκη. Εργάστηκε ως καθηγητής αγιογραφίας στο τμήμα αγιογραφίας σε δημόσιο Ι.Ε.Κ. του Ο.Α.Ε.Δ. Υπήρξε διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Επτάριθμοι» του Κυρίλλειου Πνευματικού κέντρου και γενικός γραμματέας του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Ν. Θεσσαλονίκης.

Συνέγραψε το «Λεξικό Αρχαϊστικών Φράσεων της νέας ελληνικής γλώσσας» (α’ έκδ.: Σαββάλας, γ’ έκδ. Κέδρος) την ιστορική μονογραφία «Ο Λευκός Πύργος» (α’ έκδ.: Σαββάλας) και μία ιστορική μονογραφία με ψευδώνυμο. Συνέγραψε πλήθος άρθρων στο περιοδικό «Επτάριθμοι» και στην Ιστοσελίδα Επτάριθμοι. Υπήρξε βιβλιοκριτικός με τίτλο σελίδας βιβλιοεπισκόπηση και κριτικός ιστοσελίδων με τίτλο σελίδας διαδικτυακό περισκόπιο.

Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων Βορείου Ελλάδος, τακτικό μέλος τής Ένωσης Δημοσιογράφων Περιοδικού Ηλεκτρονικού Τύπου (Ε.ΔΗ.Π.Η.Τ.) Μακεδονίας-Θράκης και μέλος του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ).

Το σύντομο αυτό άρθρο γράφτηκε αποκλειστικά για να πρωτοδημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του Ιερού Ναού Αγίων Ταξιαρχών Ιστιαίας. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με τους εξής όρους:

  1. Να αναφέρεται ως πηγή ο Ιερός Ναός Αγίων Ταξιαρχών Ιστιαίας
  2. Να μην γίνει καμμία απολύτως αλλαγή στο κείμενο ούτε κατά μία κεραία, είτε πρόσθεση, είτε αφαίρεση.

Περί Θανάτου: Η Ανάσταση ως το κέντρο της ζωής της Εκκλησίας μας




Ο θάνατος, για την ανθρώπινη εμπειρία, σημαίνει καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας˙ «είναι η “φυσική” εξέλιξις της βιολογικής υποστάσεως, η παραχώρησις “χώρου” και “χρόνου” εις άλλας ατομικάς υποστάσεις, η επισφράγισις της υποστάσεως ως ατομικότητος. Ταυτόχρονα είναι και η πλέον τραγική αυτοαναίρεσις της ιδίας της υποστάσεως, (διάλυσις και εξαφάνισις του σώματος και της ατομικότητος), η οποία εις την επιδίωξιν της να αυτοβεβαιωθεί ως υπόστασις ανακαλύπτει ότι τελικά η “φύσις” της την ωδήγησεν εις εσφαλμένον δρόμον, εις τον θάνατον». Η πραγματικότητα του θανάτου καταργεί και συνθλίβει την ανθρώπινη ύπαρξη. Εδώ, ακριβώς, εντοπίζεται το πρόβλημα. Η ατομικότητα και η λανθασμένη πορεία του ανθρώπου, για καταξίωση της δικής του προσωπικής οντότητας, αυτόνομα και εγωιστικά, μακριά από τον άλλο-που τον αισθάνεται σαν την κόλασή του- δρα καταλυτικά και οδηγεί στην αποσύνθεση και τη διάσπαση της ατομικής του ύπαρξης.

Η περιχαράκωση του ατόμου στα όρια της θνητής του κτιστότητας δεν διαρρηγνύεται εύκολα, αφού η φύση τείνει να επιβληθεί στο πρόσωπο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι με το φυσικό θάνατο καταλύεται μια για πάντα και η ύπαρξη του ανθρώπινου προσώπου. Όσο επώδυνο και τρομακτικό κι αν είναι το πέρασμα από τη φύση στο πρόσωπο (που θα πει αυτοπαράδωση στο Χριστό, μετοχή στο θάνατο και την ανάστασή Του) χωρίς αυτό – το πέρασμα- δεν υπερβαίνεται πραγματικά ο θάνατος.

Έτσι, ο Χρήστος Γιανναράς σχολιάζοντας την ευαγγελική περιγραφή και αφήγηση της θαβώριας εμπειρίας των μαθητών, σημειώνει χαρακτηριστικά: «η γλωσσική σημαντική του ευαγγελικού κειμένου, υποδηλώνει… ότι το χάρισμα της πληρωτικής σχέσης με τον Θεό υπερβαίνει τους υπαρκτικούς όρους της κτιστής ανθρώπινης φύσης, βιώνεται από τον φυσικό άνθρωπο και ως απειλή της υπαρκτικής αυτάρκειας- αυτοτέλειας της φύσης του. Γι’ αυτό και “ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἕπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα”. Ακόμα και όταν αρχικά ο Πέτρος απευθυνόταν στον “ἐν δόξει” Χριστό, ήταν έκφοβος. Αντίθετα, ο Μωυσής και ο Ηλίας, ελεύθεροι, με τη μεσολάβηση του θανάτου, από τους περιορισμούς υπαρκτικής αυτονομίας της φύσης, εμφανίζονται και ελεύθεροι στη σχέση από κάθε φόβο».

Η τραγική μοίρα του θανάτου κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή την υπαρκτική σχέση του ανθρώπου και παραμορφώνει την υπόστασή του μην αφήνοντας περιθώριο σωτηρίας. Ο θάνατος έρχεται και ο άνθρωπος αφανίζεται. «Γιατί πράγματι ο θάνατος για όλους στοχεύει στον αφανισμό μας. Αν δεν είχε αυτό το στόχο πάντοτε και για όλους», παρατηρεί ο μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, «δεν θα ήταν ανάγκη να παρακαλούμε το Θεό να κρατήσει στη μνήμη του αιώνια τους νεκρούς μας. Το να κρατηθεί κανείς στη μνήμη του Θεού είναι θέμα επιβιώσεως, όχι μακαριότητος και “αναπαύσεως” μόνον. Αν ο θάνατος δεν στόχευε στον αφανισμό του κτιστού, δεν θα ήταν ανάγκη να συμμετέχουμε στην θ. Ευχαριστία που δεν είναι απλώς “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”, αλλά και “εἰς ζωὴν αἰώνιον”, “φάρμακον ἀθανασίας”».

Το γεγονός του θανάτου στην Ορθόδοξη Θεολογία Νίκη Νικολάου, Θεολόγος


Η μελέτη της κας Νίκης Νικολάου για τη σχέση της θεολογικής ανθρωπολογίας με τη Βιοηθική (προηγούμενη δημοσίευση: www.pemptousia.gr/?p=84841), εξετάζει ένα ακόμη θεμελιώδες βιοηθικό ζήτημα, αυτό της θέσης του θανάτου στην ανθρώπινη ζωή.
1.13. Η θεολογική θεώρηση του γεγονότος του θανάτου
      Το ερώτημα τι είναι θάνατος, θα μένει πάντοτε αναπάντητο ακόμη και για την Εκκλησία. Ο θάνατος παραμένει ένα απρόσιτο μυστήριο με την έννοια ότι «κατά την ώρα του θανάτου και μετά γίνονται μυστήρια πράγματα, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβη η λογική του ανθρώπου από τώρα»[147]. Η Εκκλησία, θεωρεί το γεγονός του θανάτου ως το χωρισμό ή την έξοδο της ψυχής από το σώμα και τη μετάβαση από τον φθαρτό υλικό κόσμο στην αιώνια ζωή.  Ο θάνατος, δηλαδή, σηματοδοτεί το τέλος της βιολογικής ζωής του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γνωρίζει ότι το μόνο σίγουρο στη ζωή του από τη στιγμή που γεννήθηκε, είναι ότι θα πεθάνει. Η ώρα του θανάτου του, όμως, είναι άγνωστη για το λόγο ότι εάν ο άνθρωπος γνώριζε πότε θα πεθάνει, «δεν θα σταματούσε να αμαρτάνει και να μην αδιαφορεί για την αρετή»[148].
Πηγή: commons.wikimedia.org
Πηγή: commons.wikimedia.org
      Για τον Χριστιανισμό δύο είδη θανάτου πρυτανεύουν στην ανθρώπινη ύπαρξη: ο σωματικός και ο πνευματικός. Τρεις είναι οι τρόποι του σωματικού θανάτου: ο φυσικός, ο αιφνίδιος και ο αναμενόμενος. Κατά τον πρώτο τρόπο, ο θάνατος έρχεται με τα βαθιά γεράματα, ενώ κατά το δεύτερο έρχεται μετά από ένα ξαφνικό φόνο ή δυστύχημα. Υπό το πρίσμα του τρίτου τρόπου, όταν δεν μπορεί να θεραπευθεί μια ασθένεια ενός ανθρώπου, τότε ο ασθενής χαρακτηρίζεται ως θνήσκων και καταβάλλονται προσπάθειες ώστε να έχει ένα «καλό» θάνατο, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό.
      Το δεύτερο είδος θανάτου, είναι ο πνευματικός. Πρόκειται για το χωρισμό της ψυχής από το Άγιο Πνεύμα, την πηγή κάθε χάριτος. Ο άνθρωπος επιλέγει να βλασφημήσει εναντίον του Αγίου Πνεύματος. Η βλασφημία είναι η προσβολή και η ύβρις του Θεού και των θείων γενικότερα, αλλά και το αντίθετο του αίνου και της δοξολογίας του Θεού και παντός δημιουργήματός Του[149]. Θεωρείται ως βαρύτατο αμάρτημα. Ως αποτέλεσμα, το Άγιο Πνεύμα εγκαταλείπει τον άνθρωπο και αυτός οδηγείται στην αιώνια κόλαση. Αυτού του είδους αμαρτία, συνιστά οντολογικό γεγονός της διακοπής της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον Θεό, τον συνάνθρωπό του και την κτίση. Εντούτοις, ο άνθρωπος, εφόσον παραμένει ζωντανός σωματικά, μπορεί να μετανοήσει και να επανέλθει σε κοινωνία με το Άγιο Πνεύμα. Κατά τον Δαμασκηνό «μετάνοιά ἐστιν ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν»[150]. Με τη μετάνοια, ο άνθρωπος αποκαθιστά τις σχέσεις του με τον Δημιουργό του, τον συνάνθρωπό του και την κτίση. Να σημειωθεί ότι ο διαχωρισμός των ειδών του θανάτου είναι μια σχολαστική ερμηνεία των Ορθόδοξων θεολόγων και τόσο ο φυσικός όσο και ο σωματικός θάνατος δεν νοούνται ξεχωριστά[151].
      Μετά το χωρισμό των δύο συστατικών στοιχείων του ανθρώπου, το σώμα τοποθετείται στη γη και εκεί διαλύεται. Διασπάται γιατί είναι σύνθετο, δηλαδή αποτελείται από πολλά στοιχεία. Αντίθετα, η ψυχή δεν διασπάται, αλλά αλλάζει τρόπο ύπαρξης. Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει προς τούτο ότι η ψυχή δεν μπορεί να διασπαστεί, γιατί η διάλυση αποτελεί τη φθορά του σύνθετου όντος, κάτι που θα σήμαινε ότι η ψυχή είναι σύνθετο στοιχείο[152]. Επομένως, εάν η ψυχή διασπόταν, θα είχε τα ίδια συστατικά με το σώμα και κατά συνέπεια δεν θα ήταν αθάνατη.  Η ψυχή, λοιπόν, είναι απλή και ασύνθετη, δεν αποτελείται από διάφορα στοιχεία. Κατά την Ανάσταση, αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο στην ψυχή για να βρει τα στοιχεία του σώματος. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ενότητα, η ψυχή ζωοποιεί το σώμα, του δίνει κίνηση, ενέργεια και ζωή και για αυτό όταν η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα, το σώμα πεθαίνει και διαλύεται.
      Ο θάνατος δεν προέρχεται από τη θεία βούληση, γιατί είναι αδύνατο να προέλθει κάτι κακό από τον αγαθό Θεό. Ο Θεός, μάλιστα, προσπάθησε να εμποδίσει την έλευση του θανάτου στον κόσμο, για αυτό πριν την πτώση φανέρωσε το θέλημά του, το οποίο οδηγούσε στην αθανασία. «Όταν δημιούργησε τον άνθρωπο δεν τον δημιούργησε για να πεθάνει»[153]. Αιτία της έλευσης του θανάτου στην ανθρώπινη φύση και η επέκτασή του σε όλη την κτίση, είναι η κακή χρήση του αυτεξουσίου του ανθρώπου. Η παράβαση των πρωτοπλάστων, είχε ως τίμημα τη στέρηση της ζωής και τον ερχομό του θανάτου στη ζωή του ανθρώπου. Ο Θεός, όμως, προσπάθησε να παρατείνει τη λύπη που προκαλεί ο θάνατος, αυξάνοντας το ανθρώπινο γένος με πολλούς απογόνους και προετοιμάζοντας τον ερχομό του άνθους της αφθαρσίας Ζωοδότη Χριστού. Ο θάνατος είναι κάτι αφύσικο και εχθρός του ανθρώπου και καθήκον του κάθε χριστιανού είναι να τον νικήσει δια του Χριστού. Μετά την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, ο θάνατος ονομάζεται κοίμηση και καθίσταται μια γέφυρα προς την αιώνια ζωή.
[Συνεχίζεται]
 
[147] Ιερόθεος, Σ. Βλάχος, Η ζωή μετά τον θάνατο, (http://img.pathfinder.gr/clubs/files/34350/9.html),  ημερομηνία ανάκτησης 18/05/2013
[148] Αρχιμανδρίτης Εφραίμ, Ο αιφνίδιος θάνατος από θεολογικής απόψεως, (https://www.pemptousia.gr/2013/06/%CE%BF-%CE%B1%CE%B9%CF%86%CE%BD%CE%AF% CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF %CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE% B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B1%CF%80/), ημερομηνία ανάκτησης 21/06/2013
[149] Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 4ος, (Αθήνα: Αθ. Μαρτίνος, 1964), σ. 932
[150] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, ό.π., σ. 202
[151] Στο ίδιο, σ. 474
[152] «Ἡ οὖν ψυχὴ μετὰ τοῦτο ποῦ ἔσται; Εἰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς στοιχείοις εἶναί τις λέγοι, τὴν αὐτὴν εἶναι τούτοις κατ᾿ ἀνάγκην συνθήσεται. Οὐ γὰρ ἂν γένοιτό τις τοῦ ἑτεροφυοῦς πρὸς τὸ ἀλλότριον μίξις, καὶ, εἰ ταῦτα  εἴη, ποικίλη τις πάντως ἀναφανήσεται ἡ πρὸς τὰς ἐναντίας μεμιγμένη ποιότητας, τὸ δὲ ποικίλον ἁπλοῦν οὐκ ἔστιν, ἀλλ᾿ ἐν συνθέσει θεωρεῖται πάντως. Πᾶν δὲ τὸ σύνθετον καὶ διαλυτὸν ἐξ ἀνάγκης· ἡ δὲ διάλυσις φθορὰ τοῦ συνεστῶτός ἐστι» Γρηγόριος Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως ο λόγος, ό.π.
[153] Αρχιμανδρίτης Εφραίμ, Ο αιφνίδιος θάνατος από θεολογικής απόψεως, ό.π.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ Του μακαριστού Γέροντος Κλεόπα Ηλιέ




«Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. 25,13)
«Εδώ, βασιλεύ, είναι το σκήπτρο σου, εδώ ηγεμόνες του κόσμου είναι τα πα­λάτια σας, εδώ δικαστή είναι το κρεββάτι σου, εδώ, αρχιερεύ του Χριστού είναι η μίτρα σου, εδώ φιλόσοφε, είναι η ακαδημία σου, εδώ διδάσκαλε, είναι το σχολείο σου, εδώ ρήτορ είναι ο άμβων σου, εδώ μοναχέ, είναι η άσκησί σου, εδώ θνητέ άνθρωπε, είναι η κατοικία σου...».

Πατέρες και αδελφοί,
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας ομιλεί συχνά για την τελευταία ώρα και το λεπτό της παρούσης ζωής μας, από την οποία κρίνονται όλες οι ημέρες της ζωής μας. Αλλά γιατί τόσο ενδιαφέρον και προσοχή σ’ αυτή την ε­σχάτη στιγμή της παρούσης ζωής μας;
Η τελευταία αυτή ώρα είναι ανώτερη από όλη την ζωή μας, όσο μακροχρόνια και να ήταν αυτή. Για να κα­ταλάβουμε αυτό πρέπει να σκεφθούμε ότι γι’ αυτό το τε­λευταίο λεπτό ο Επουράνιος Πατήρ μας έστειλε στον κό­σμο τον Μονογενή Του Υιό. Γι’ αυτό το λεπτό ο Χριστός γεννήθηκε ως βρέφος στην σπηλιά, σπαργανώθηκε στην φάτνη, έκλαυσε μέσα στα άχυρα και υπέμεινε τα πάντα από το αχάριστο γένος των ανθρώπων μέχρι του οδυνη­ρού και σταυρικού Του θανάτου. Γι’ αυτό το λεπτό γρά­φθηκαν τα τέσσερα ευαγγέλια για να μας ελευθερώσουν από την πλάνη, να μας διδάξουν για τον ουράνιο σκοπό μας και να μας προετοιμάσουν για την τελευταία στιγμή της ζωής μας. Γι’ αυτό το λεπτό δόθηκαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα επτά Μυστήρια, ως μέσα αγιασμού μας, οι Δέκα Εντολές και τελευταία η κλήσις για την μοναχική ζωή μας. Γι’ αυτό το λεπτό τόσοι άγιοι έφυ­γαν από τον κόσμο για τις ερήμους, τις σπηλιές και τις τρώγλες της γης και αγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου για την εσχάτη καλή απολογία ενώπιον του Δικαίου Κριτού. Γι’ αυτό το λεπτό τόσα εκατομμύρια μάρτυρες υπέφεραν τα βάσανα και εθυσίαζαν την παρούσα ζωή για να κερδίσουν την αιώνια.
Αδελφοί μου, ας μη ξεχνάμε ότι ο εχθρός της σωτη­ρίας μας γνωρίζει καλλίτερα από εμάς πόση μεγάλη ση­μασία έχει αυτό το τελευταίο λεπτό της ζωής μας. Γι’ αυτό τότε μας προκαλεί μεγάλους και φοβερούς πειρα­σμούς, για να θανατώση την ψυχή μας και να μας απομακρύνη έστω την εσχάτη εκείνη στιγμή από τον Θεό και Σωτήρα μας.
Και τώρα να σας κάνω την ερώτηση: Αραγε γνωρίζε­τε ποιοί είναι οι πειρασμοί τους όποιους παρουσιάζει ο διάβολος στην ώρα της εξόδου μας απ’ αυτή την ζωή;
Κατά τους Αγίους Πατέρας τέσσερεις είναι οι επιθέ­σεις του διαβόλου εναντίον των δούλων του Θεού στις ε­πιθανάτιες στιγμές.
Ο πρώτος πειρασμός του διαβόλου γίνεται εναντίον της πίστεώς μας. Βλέποντας ο διάβολος ότι ο άνθρωπος αδυνάτισε, αρχίζει να του σπέρνη στον νου λογισμούς απιστίας και αμφιβολίας για την ορθόδοξο πίστι μας. Ο ά­γιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σ’ αυτή την περίπτωσι μας συμβουλεύει τα εξής: «Όταν ιδούμε ότι μας φέρνει λογι­σμούς απελπισίας και απιστίας κατά την ώρα του θανά­του μας, ν’ απομακρύνουμε αυτούς από την σκέψι μας λέγοντας: «Πήγαινε οπίσω μου, σατανά, πατέρα του ψεύ­δους, διότι δεν θέλω ούτε να σε ακούω. Μου είναι αρκετό να πιστεύω σ’ αυτά που πιστεύει η Εκκλησία μου». Δεν πρέπει να δίνουμε καθόλου σημασία στους λογισμούς της απιστίας, όπως μας διδάσκει και η Αγία Γραφή: «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής», (Εκκλησ. 10,4). Ενώ, εάν ο πονηρός όφις σε ερωτήση: «Και τί πιστεύει η Εκκλησία»; Μη του δώσης προ­σοχή και μη του απαντήσης καθόλου. Εάν είσαι δυνατός στην πίστι και θέλεις να τον εντροπιάσης, απάντησέ του νοερά: «Η Αγία μου Εκκλησία πιστεύει στην αλήθεια». Εάν σε ερωτήση πάλι: «ποιά αλήθεια;» να του απαντήσης: «Αυτή την οποία πιστεύει η Εκκλησία». Κράτησε τον νου σου δυνατά και σταθερά στον Σταυρωθέντα Κύ­ριο, λέγοντας Του: «Θεέ μου Πλάστη μου και Δημιουργέ μου, βοήθησέ με γρήγορα για να μη απομακρυνθώ από την αλήθειά Σου και την πίστι Σου. Καθώς με την Χάρι Σου με ανεγέννησες έτσι μέχρι τέλους της παρούσης ζω­ής μου να με φυλάξης προς δόξα του Ονόματος Σου».
Ο δεύτερος πειρασμός στην ώρα του θανάτου μας είναι της απελπισίας. Προσπαθεί δηλαδή ο διάβολος να μας προκαλέση φόβο ενθυμίζοντας τις αμαρτίες μας για να μας ρίξη έτσι στον βυθό της απελπισίας. Αλλά εσύ, α­δελφέ μου, στάσου γενναίος σ’ αυτό τον κίνδυνο και να γνωρίζης εκ των προτέρων δύο πράγματα: Εάν η ενθύμησις των αμαρτιών σου σε ταπεινώνη και σου προκαλή πό­νο στην καρδιά σου, διότι ελύπησες τον Θεό με τις αμαρτίες σου, και αυτός ο πόνος σου φέρνει στην ψυχή ειρή­νη, αγάπη για τον Θεό και πραότητα, τότε να ξέρης ότι αυτή η ενθύμησις είναι από την Χάρι του Θεού, ενώ όταν σού προκαλεί οργή στην καρδιά, αδημονία και ταραχή, να γνωρίζης ότι είναι έργο του δαίμονος, ο όποιος θέλει να σε ρίξη στον λάκκο της απελπισίας πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει για εσένα σωτηρία και ότι θα κολασθής. Τό­τε να ταπεινώνεσαι περισσότερο και να έχης την ελπίδα σου στον Θεό και όχι στα έργα σου. Μόνο έτσι με γλυτώσης από τους νοητούς εχθρούς, θα σύντριψης τα άρματα τους και θα δοξάσης τον Θεό. Κατόπιν, εάν σου φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεός σου λέγει πώς δεν είσαι από τα πρόβατά Του, να μη χάσης την ελπίδα σου που έχεις προς Αυτόν, αλλά με ταπείνωσι να Του είπης: «Πράγματι έχεις δί­καιο, Θεέ μου, αν με αρνηθής λόγω των αμαρτιών μου, αλλά εγώ έχω μεγάλη ελπίδα στο έλεός Σου ότι  θα με συγχωρέσης. Ζητώ την σωτηρία για την παναθλία μου ψυχή, η οποία για την κακία της είναι άξια τιμωρίας, αλλά που γι’ αυτήν έχυσες το πάντιμο Αίμα Σου. Θέλω να σωθώ, Λυτρωτά μου, για την δόξα Σου έχοντας ελπίδα στο άπειρο έλεός Σου, γι’ αυτό και αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια Σου. Κάνε για μένα αυτό που θέλει η ευσπλα­χνία Σου, διότι για μένα μόνο εσύ είσαι ο Δεσπότης μου, και αν ακόμη αποθάνης, εγώ πάλι σε Εσένα θα έχω την ελπίδα μου».
Ο τρίτος πειρασμός του διαβόλου στην ώρα του θα­νάτου μας είναι της κενοδοξίας και της εμπιστοσύνης στα έργα μας που εκάναμε. Γι’ αυτό ουδέποτε, μα προ­παντός στην τελευταία στιγμή της ζωής μας, να μη αφήσουμε τον νου μας να αισθανθή ικανοποίησι για τα έργα που έκανε, έστω και να επέτυχε όλες τις αρετές των ά­γιων. Το στήριγμά μας σε εκείνη κυρίως την ώρα να είναι μόνο η ελπίδα μας στον Θεό, στο έλεός Του, στο Τίμιο Αίμα Του που έχυσε από αγάπη για εμάς και την σωτηρία μας. Πάντοτε, μα προπαντός εκείνη την ώρα, να κατηγο­ρούμε τον εαυτό μας, να τον καταδικάζουμε ως άξιο τι­μωρίας, χωρίς να χάνουμε την ελπίδα μας στο άπειρο έ­λεος του Θεού, και εάν μας παρουσιάση ο πειρασμός κά­ποιο καλό έργο μας, εμείς να λέγωμεν τότε, ότι ο Θεός το έκανε και όχι εμείς. Επί πλέον να μη περιμένουμε τον δί­καιο δήθεν μισθό για τα έργα μας, για τους αγώνες μας και τις νίκες μας κατά του διαβόλου και της αμαρτίας. Να παραμένουμε συνεχώς μέσα σε ένα άγιο φόβο, σκε­πτόμενοι ότι όλοι οι κόποι και οι αγώνες μας θα ήταν μά­ταιοι και ανεκτέλεστοι, εάν ο Θεός δεν μας είχε υπό την σκέπη Του και την βοήθειά Του. Όταν σκεπτώμεθα όλα αυτά, οι δαίμονες δεν θα μπορέσουν τότε να σπάσουν τον δεσμό μας με τον Επουράνιο Πατέρα μας και θα περά­σουμε με το έλεός Του χαρούμενοι από αυτή την γη της ε­ξορίας στην άνω Ιερουσαλήμ, την περιπόθητη πατρίδα μας.
Ο τέταρτος δαιμονικός πειρασμός στις τελευταίες μας στιγμές είναι οι φαντασίες και οι διάφορες μορφές και παραστάσεις.
Σ’ ολόκληρη την ζωή μας ο πονηρός εχθρός δεν μας πολεμά με φαντασίες τόσο όσο στο τέλος της ζωής μας, θέλοντας να μας πλανήση με τις ψευδοαπάτες, δήθεν θε­ωρίες και τους μετασχηματισμούς του σε άγγελο φωτός.
«Σ’ όλα αυτά, αδελφέ μου, να παραμένης σταθερά στην συναίσθησι της μηδαμινότητος και αμαρτωλότητός σου. Όταν έλθη με φαντασίες ο διάβολος να σε προσβάλη, με θάρρος και τολμηρή καρδιά να του ειπής: «Χάσου, άθλιε, στο σκοτάδι σου, διότι δεν μου χρειάζονται οι φαν­τασίες σου. Δεν έχω ανάγκη από άλλο τίποτε, παρά από την ευσπλαχνία του Ιησού μου και τις πρεσβείες της Αειπαρθένου, Μητρός Του και των άλλων Αγίων. Εάν και μετά από πολλές αποδείξεις και εμφανίσεις καταλάβης ότι είναι αληθινά σημεία από τον Θεό και πάλι διώξε τα και όσο μπορείς να τα απομακρύνης από κοντά σου. Δεν θα λυπηθή ο Θεός γι’ αυτή την στάσι σου, έστω και να προέρχωνται οι θεωρίες απ’ Αυτόν. Γνωρίζει Εκείνος να σε πείση, εάν τα σημεία είναι απ’ Αυτόν, ώστε να τα δεχθής».
Αυτές είναι οι σπουδαιότερες επιθέσεις με τις όποιες συνηθίζουν οι νοητοί εχθροί μας να μας προσβάλλουν στα τελευταία λεπτά της ζωής μας....
Από τους παλαιοτέρους καιρούς οι εκλεκτοί άνθρω­ποι του Θεού ώπλίζοντο δυνατά κατά της αμαρτίας με την συνεχή ενθύμησι του θανάτου. Ως πρώτος διδάσκα­λος της μνήμης του θανάτου θεωρείται ο Νώε, ο όποιος προ του χωρισμού των παιδιών του, τα εκάλεσε και τους εμοίρασε τα οστά του προπάτορος Αδάμ, τα όποια δια­τηρούσε στην Κιβωτό ως κληρονομιά από τους παλαιοτέ­ρους πατριάρχας. Όταν τα εμοίρασε στα παιδιά του, εκείνα τον ερώτησαν: «Σε τί θα μας ωφελήσουν αυτά τα οστά του Αδάμ, πάτερ;» και εκείνος τους είπε: «Παιδιά μου, μεγάλη ωφέλεια θα σας προξενούν αυτά, εάν πάντο­τε τα αντικρύζετε. Από πολλές κακίες θα σάς εμποδί­ζουν και σε πολλά καλά έργα θα σάς προτρέπουν. Βλέ­ποντας αυτά θα ενθυμήσθε τις ψυχές των προπατόρων μας, οι όποιες τώρα βασανίζονται στις φοβερές φυλακές του άδου, διότι κατεπάτησαν την εντολή του Θεού φαγόντες από τον απαγορευμένο καρπό. Μη ξεχνάτε ότι και ε­σείς μετά από ολίγο καιρό θα αποθάνετε και εάν εδώ κα­ταπατήσετε τις εντολές του Θεού, θα βασανίζεσθε εκεί αιωνίως, όπως οι προπάτορες  Αδάμ και Εύα. Να γιατί πρέπει να μνημονεύετε τον θάνατο, βλέποντας τα οστά αυτά, ώστε να φυλάγετε εδώ τις εντολές του Θεού» (Α­πό το βιβλίο «Θύρα της Μετανοίας»).
Αλλά και ο κανών της υπομονής ο δίκαιος Ιώβ θέλοντας να δείξη πόση ωφέλεια έχει η θεωρία των τάφων και οστών των νεκρών, γι’ αυτούς που θέλουν στην ζωή των να διορθωθούν, λέγει: «και αυτός εις τάφους απηνέχθη και επί σωρών ηγρύπνησεν» (Ιώβ 21,32). Πράγματι, τίποτε δεν ξυπνά τον άνθρωπο από την χαύνωσι και αναισθησία και τίποτε δεν τον εμποδίζει τόσο από την διάπραξι της αμαρτίας, όσο η σκέψις του θανάτου. Το ίδιο τονίζει και η Αγία Γραφή, όταν λέγη: «Υιέ μου, μνήσθητι των εσχάτων σου και ουδέποτε αμαρτήσει».
Εμείς οι θνητοί, αφ’ ότου γεννώμεθα, αρχίζουμε ολο­ταχώς να τρέχουμε προς τον τάφο. Μεταξύ αυτών των δύο άκρων και ορίων, της γεννήσεως και του θανάτου, προσδιορίζεται η απόστασις της παρούσης ζωής, η οποία είναι όπως ο αντίλαλος μιάς φωνής που ακούγεται και γρήγορα χάνεται. Η Αγία Γραφή λέγει στο βιβλίο του Ιώβ (7,6): «ο δε βίος μου ελαφρότερος λαλιάς». Κανείς από τους φιλοσόφους και ρήτορας αυτού του κόσμου δεν μπορεί να μας ωφελήση περισσότερο, όσο η φωνή του θα­νάτου.
Όταν το σώμα μας διεγείρεται από τις κακές του ε­πιθυμίες, να ερωτάμε τον θάνατο: «Τί λέγεις, ώ θάνατε, να συγκατατεθώ στους αισχρούς λογισμούς και να τελέ­σω την αμαρτία ενώπιον του Θεού η όχι;». Τότε ας ακούσωμε την Γραφή που λέγει: «Το δε φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. 8,6) διότι «ει κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν, ει δε πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. 8,13). Ενώ, όταν η φιλαργυρία μας αιχμαλωτίζει τον νου, ώστε να συγκεντρώσουμε χρήμα­τα, χωρίς να τα προσφέρουμε αυτά ως ελεημοσύνη στους πτωχούς, ας ακούσωμε πάλι τον Κύριο στο κατά Ματ­θαίο Ευαγγέλιο να μας λέγει: «Μη θησαυρίζετε υμίν θη­σαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει» (6, 19). Και ποιό θα είναι το τέλος των άσπλαχνων και φιλάργυρων: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αίώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25,46). Και όταν πάλι ο λογισμός μας συμβουλεύει να τρώγωμε, να πίνουμε και να διασκεδάζουμε σ’ αυτό τον κόσμο, ας ερωτάμε τον θάνατο και αυτός θα μας λέγη: Άνθρωπε, πρόσεχε διότι «ου γάρ έστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. 14,17). Πρόσεχε διότι «ούτε μέθυσοι, ούτε πλεονέκται, ου λοίδοροι βασιλείαν Θεού κληρονομήσουσι» (Α' Κορ. 6,10).
Πατέρες και αδελφοί, γνωρίζουμε σίγουρα ότι όλοι θα αποθάνουμε, αλλά το πιο συγκλονιστικό είναι ότι δεν γνωρίζουμε πώς και πότε θα αποθάνουμε. Μάς περιμένει λοιπόν ο θάνατος, αλλά είμεθα προετοιμασμένοι γι’ αυτόν; Ακούμε συχνά από το Ιερό Ευαγγέλιο ότι Μαρία η Μαγδαληνή καθόταν απέναντι του τάφου του Κυρίου και έκλαιε, ενώ ο δίκαιος Ιώβ μέσα στους πόνους και τους στεναγμούς του έλεγε: «εάν δε υπομείνω, άδης μου ο οί­κος, εν δε γνόφω έστρωταί μου η στρωμνή. Θάνατον επεκαλεσάμην πατέρα μου είναι, μητέρα δε μου και αδελφήν σαπρίαν» (17,13-14). Να σκεπτώμεθα, αδελφοί μου, ότι το μνήμα είναι η πατρίς όλων των καλών έργων και ο τό­πος κάθε χριστιανικής φιλοσοφίας. Να πηγαίνουμε και ε­μείς συχνά στους τάφους και στο Κοιμητήριο και εκεί θα διδασκώμεθα όσα δεν μπορούν να μας προσφέρουν όλες οι ανθρώπινες φιλοσοφίες. Και εάν με τον νου μας εισέλ­θουμε μέσα στον τάφο, θα ακούσωμε τις φωνές των κεκοιμημένων να λέγουν προς εμάς: «Εδώ, βασιλεύ, είναι το σκήπτρο σου, εδώ ηγεμόνες του κόσμου είναι τα πα­λάτια σας, εδώ δικαστή είναι το κρεββάτι σου, εδώ, αρχιερεύ του Χριστού είναι η μίτρα σου, εδώ φιλόσοφε, είναι η ακαδημία σου, εδώ διδάσκαλε, είναι το σχολείο σου, εδώ ρήτορ είναι ο άμβων σου, εδώ μοναχέ, είναι η άσκησί σου, εδώ θνητέ άνθρωπε, είναι η κατοικία σου...».
Την παροδικότητα της ζωής μας την περιγράφει σε πολλά σημεία της η Αγία Γραφή: Ο άνθρωπος είναι χόρ­τος και άνθος χόρτου (Ψαλμ. 89,5-6), είναι σκιά, η οποία αναχωρεί γρήγορα και εξαφανίζεται (Α΄ Παραλειπ. 29,15) είναι καπνός: «ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. 101,4). Η ζωή μας ομοιάζει με το πέταγμα του αετού (Ιώβ 9,26), είναι τόσο σύντομη όσο χρειάζεται να γκρεμίση κάποιος μία καλύβα που μόλις έφτιαξε (Ησ. 38,12), τρέχει όπως το νερό επί της γης (Β' Βασιλ. 14,14), όμοιά- ζει με τον ύπνο και την ατμίδα (Ίακωβ. 4,14).
Και εάν, αδελφέ μου, όλα αυτά τα εγνώριζες η τα έ­μαθες από τις Αγίες Γραφές, για ποιά αιτία έδεσες την καρδιά σου με τα μάταια και εφήμερα πράγματα του κό­σμου; Για ποιά αιτία δεν αγωνίσθηκες να βάλης καλή άρχή μετανοίας και καθαράς ζωής ενώπιον του Θεού; Η φωνή των νεκρών ας ήχοι πάντοτε στα αυτιά μας: «Νήφετε και αγρυπνείτε, αδελφοί μου, όσο έχετε καιρό, διότι δεν γνωρίζετε την ακριβή ώρα που θα έλθετε προς εμάς»!
Μετά από όλα αυτά, ας έχουμε την σκέψι μας πάντο­τε στο τελευταίο λεπτό της ζωής μας, όπου τότε θα κριθή η απώλεια της ψυχής μας η σωτηρία της. Απ’ αυτό το λεπτό κρίνεται η αιωνιότης στην κόλασι ή στον παράδει­σο, όπου η κατάστασις παραμένει αμετάβλητος στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
«Πνευματικοί Λόγοι»
Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ






ΠΩΣ ΘΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΤΑ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ;

Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου



Μαρτυρία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στον οποίον ο Θεός αποκάλυψε πώς θα αλλάξουν τα υλικά σώματα και θα αφθαρτοποιηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού.


Μια μέρα, καθώς προσευχόταν (ο Άγιος Συμεών) με καθαρότητα και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε πως ο αέρας άρχισε να φωτίζει το νου του, και ενώ ήταν μέσα στο κελί του, νόμιζε ότι βρισκόταν έξω, σ’ ανοιχτό χώρο. Ήταν νύχτα, που μόλις είχε ξεκινήσει.

Τότε άρχισε να φέγγει από ψηλά όπως το πρωινό ροδοχάραμα- ω των φρικτών οπτασιών του ανδρός!-, και το οίκημα κι όλα τ’ άλλα εξαφανίστηκαν, και νόμιζε ότι δεν ήταν καθόλου σε οίκημα.

Τον συνέπαιρνε ολότελα θεία έκσταση αντιλαμβανόμενος καλά με τον νου του το φως εκείνο που του εμφανιζόταν.

Αυτό μεγάλωνε λίγο –λίγο κι έκανε τον αέρα να φαίνεται πιο λαμπερός κι αισθανόταν τον εαυτό του μ’ ολόκληρο το σώμα του να βρίσκεται έξω από τα γήινα...

Αλλά επειδή εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη περισσότερο εκείνο το φως και του φαινόταν σαν ήλιος που μεσουρανώντας έλαμπε από ψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται στο μέσο του φωτός και ότι ολόκληρος ο εαυτός του μαζί με το σώμα του ήταν γεμάτος από χαρά και δάκρυα λόγω της γλυκύτητας που του προξενούσε η παρουσία του.
Παράλληλα έβλεπε ότι το ίδιο φως κατά τρόπο θαυμαστό ήρθε σε επαφή με το σώμα του και σιγά-σιγά διαπερνούσε τα μέλη του.

Η έκπληξη αυτής της οπτασίας τον απομάκρυνε από την προηγούμενη θεωρία και τον έκανε να αισθάνεται μόνο αυτό το εξαίσιο πράγμα που συνέβαινε μέσα του.
Έβλεπε, λοιπόν, ότι το φως εκείνο σιγά-σιγά εισχωρούσε σ’ ολόκληρο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του και τον έκανε ολόκληρο σαν φωτιά και φως.

Και όπως προηγουμένως το οίκημα, έτσι και τώρα τον έκανε να χάσει την αίσθηση του σχήματος, της θέσεως, του βάρους και την μορφής του σώματος και σταμάτησε κα κλαίει.
Τότε ακούει μια φωνή από το φως να του λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αποφασισμένο ν’ αλλάξουν οι Άγιοι που θα ζουν και θα βρίσκονται ακόμη εδώ κατά την ώρα της έσχατης σάλπιγγας, κι έτσι μεταμορφωμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος».
Για πολλές ώρες όντας ο μακάριος σ’ αυτήν την κατάσταση, ανυμνώντας μυστικά και ακατάπαυστα το Θεό και κατανοώντας τη δόξα που τον περιέβαλλε και την αιώνια μακαριότητα που πρόκειται να δοθεί στου Αγίους, άρχισε να σκέφτεται και να μονολογεί μέσα του: «Άραγε θα ξαναγυρίσω πάλι στην προηγούμενη κατάσταση του σώματος μου ή θα ζήσω έτσι συνέχεια;»
Μόλις έκανε τη σκέψη αυτή, αμέσως αισθάνθηκε να περιφέρει το σώμα του σαν σκιά ή σαν πνεύμα.

Καταλάβαινε ότι είχε γίνει, όπως είπαμε, ολόκληρος με το σώμα του φως χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα και άϋλο. Και το μεν σώμα του το αισθανόταν ότι υπάρχει, πλην όμως χωρίς υλικές διαστάσεις και σαν πνευματικό.
Αισθανόταν δηλαδή να μην έχει καθόλου βάρος ή όγκο κι απορούσε βλέποντας τον εαυτό του που είχε σώμα να είναι σαν ασώματος.

Και το φως που λαλούσε μέσα του, όπως και προηγουμένως, του έλεγε και πάλι: «Τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβλημένοι ασωμάτως με σώματα πνευματικά ή ελαφρότερα και λεπτότερα και πιο αιθέρια ή παχύτερα και βαρύτερα και πιο γεώδη, από τα οποία θα καθορισθεί για τον καθένα η στάση και η τάξη και η οικείωση με το Θεό».


Αυτά όταν άκουσε ο θεοπτικότατος και θεόληπτος Συμεών κι αφού είδε το ανέκφραστο θεϊκό φως κι ευχαρίστησε τον Θεό, που δόξασε το γένος μας και το έκανε μέτοχο της θεότητας και της βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στον εαυτό του και βρέθηκε ξανά μες στο κελί του στην προηγούμενη ανθρώπινη φυσική κατάσταση.
Όμως με όρκους διαβεβαίωνε εκείνους με τους οποίους είχε θάρρος και φανέρωνε τα μυστικά του, ότι «για πολλές ημέρες αισθανόμουν αυτή την ελαφρότητα του σώματος χωρίς να καταλαβαίνω καθόλου ούτε κόπο, ούτε πείνα, ούτε δίψα».
Επειδή, λοιπόν, με αυτά ενωνόταν μόνο με το Πνεύμα κι ήταν γεμάτος από τα θεϊκά χαρίσματά Του- και φυσικά είχε καθαρίσει και ο ίδιος πλήρως το νου του-, έβλεπε οπτασίες και φρικτές αποκαλύψεις του Κυρίου όπως παλαιά οι Προφήτες.
Έτσι, έχοντας αποστολική διάνοια, επειδή την ύπαρξή του κατηύθυνε και κινούσε το θείο Πνεύμα, είχε και το χάρισμα του λόγου που έβγαινε από τα χείλη του και, ενώ ήταν όπως κι εκείνοι αγράμματος, θεολόγησε και με τα θεόπνευστα συγγράμματα του διδάσκει τους πιστούς την ακρίβεια της ευσεβούς ζωής.

Έχοντας ανέλθει σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο, αρχίζει να συγγράφει ασκητικούς λόγους κατά κεφάλαια για τις διάφορες αρετές και τα πάθη που αντίκεινται σ’ αυτές,

Από όσα αυτός έμαθε από την προσωπική του ασκητική ζωή και τη θεία γνώση που του δόθηκε, και περιγράφει με ακρίβεια τη μοναχική ζωή για όσους την ασκούν και έτσι γίνεται για τον ισραηλιτικό λαό των μοναχών ποταμός Θεού γεμάτος πνευματικά νερά.



Το κείμενο λήφθηκε από το βιβλίο: "Άγιος Συμεών Ο Νέος Θεολόγος", ο βίος του Αγίου, από τον Νικήτα Στηθάτο, κριτική έκδοση του Αρχιμ Συμεών Κούτσα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 189-193.

Πηγή ηλεκτρ. κειμένου: oodegr.com

 

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Χρόνος και Εκκλησία Καθηγητής Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


Με την ευκαιρία της σημερινής αρχής του εκκλησιαστικού έτους, αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα επίκαιρο άρθρο του Ομότ. Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Γ. Μαντζαρίδη, για τη βίωση της έννοιας του χρόνου μέσα στην εκκλησιαστική πραγματικότητα. 
Η έλευση του Χριστού έφερε στον κόσμο τη βασιλεία του Θεού. Και ο χώρος, όπου φανερώνεται η βασιλεία του Θεού, είναι η Εκκλησία. Αυτή διατηρεί την αιωνιότητα μέσα στην Ιστορία και προσφέρει στην Ιστορία την προοπτική της αιωνιότητας. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, που υπερβάλλει το χώρο και το χρόνο, συνάπτοντας τους ανθρώπους σε μια υπερχρονική και υπερβατική κοινωνία, όπου τα πάντα είναι παρόντα εν Αγίω Πνεύματι. Στην Εκκλησία σώζεται ο χρόνος και ο κόσμος ολόκληρος. ‘Ο,τι πρόσφερε ο Θεός στον κόσμο, υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και μετά δίδεται στον άνθρωπο για τη σωτηρία και ανακαίνισή του.
Η βασιλεία του Θεού δεν αναμένεται μόνο ως μέλλουσα, αλλά γίνεται αισθητή και ως παρούσα. Και η εν Χριστώ ανάσταση και ανακαίνιση των ανθρώπων δεν αναμένεται μόνο στο μέλλον, αλλά και προσφέρεται ήδη στο παρόν: «Έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται». Η φωνή του Χριστού, που ακούστηκε ήδη και προσκάλεσε τους ανθρώπους από το θάνατο στη ζωή, θα προσκαλέσει και αυτούς που βρίσκονται στα μνήματα και θα τους ζωοποιήσει. Η ώρα που έρχεται, αλλά και που είναι ήδη παρούσα, είναι η ώρα της παρουσίας του Χριστού. Είναι ο ίδιος ο Χριστός. Τα έσχατα υπάρχουν στον έσχατο Αδάμ, τον Χριστό. Τα προσδοκώμενα προσφέρονται ήδη στο πρόσωπό του. Η περίοδος της παρουσίας  του Χριστού και της ‘Εκκλησίας του
είναι η περίοδος των «εσχάτων ημερών» . Είναι η περίοδος κατά την οποία φανερώνεται στην Ιστορία ο Θεός και η βασιλεία του . Είναι η απαρχή της αιώνιας ζωής, που δεν διακόπτεται από το θάνατο .
%audio_13%
Ήδη η Μεταμόρφωση και η Ανάσταση του Χριστού αποτελούν φανερώσεις της βασιλείας του Θεού μέσα στον κόσμο. Και οι καιροί μετά την έλευση του Χριστού είναι οι έσχατοι καιροί. Η φανέρωση της δόξας του Θεού στην Εκκλησία με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όπως και οι προσωπικές φανερώσεις στους αγίους της Εκκλησίας, είναι εσχατολογικά γεγονότα. Και οι εμπειρίες των γεγονότων αυτών είναι εμπειρίες της έσχατης φανερώσεως του Θεού, που επειδή πραγματοποιούνται μέσα στο χώρο και το χρόνο, όπου εξακολουθεί να υπάρχει η φθορά και ο θάνατος, έχουν τον χαρακτήρα του «εκ μέρους» . Έτσι τα έσχατα είναι ταυτόχρονα παρόντα και αναμενόμενα, βιούμενα και προσδοκώμενα.
Με τη σύσταση της Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε η κοινωνία του Θεού με τους ανθρώπους. Ο άκτιστος και αιώνιος Θεός ενώθηκε οντολογικά με τον κτιστό και θνητό άνθρωπο. Η αιώνια ζωή φανερώθηκε μέσα στην πρόσκαιρη. Έτσι ο κτιστός και θνητός άνθρωπος γίνεται κατά χάρη άκτιστος, αιώνιος και αΐδιος, δηλαδή άναρχος, γιατί άκτιστη, αιώνια και άναρχη είναι και η χάρη που ανακαινίζει την ύπαρξή του. Δεν απομένει πλέον τίποτε, που να εμποδίζει τη σύναψη κτιστού και ακτίστου, χρονικού και αιωνίου, παρούσας και μέλλουσας ζωής. Ο καιρός κατά τον οποίο πραγματοποιούνται τα γεγονότα αυτά είναι έσχατος. Η μέρα και η ώρα είναι έσχατη. Τίποτε πια δεν αναμένεται. Ούτε Μεσσίας, ούτε Παράκλητος,  ούτε Αντίχριστος. Όλα είναι παρόντα. Και ο Χριστός και ο Παράκλητος και ο Αντίχριστος. Ο Χριστός είναι παρών με το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Και ο Αντίχριστος είναι παρών ως πονηρό πνεύμα, που πολεμάει την Εκκλησία . Η παρουσία του Αντιχρίστου αποτελεί εσχατολογικό φαινόμενο όχι τόσο καθ’ εαυτήν, όσο σε σχέση, η ακριβέστερα σε αντιπαράθεση προς την εσχατολογική Παρουσία του Χριστού. Όλα όσα συντελούνται με την ένσαρκη φανέρωση του Θεού μέσα στην Ιστορία, με τη σταύρωση και την Ανάστασή του, δημιουργούν τους έσχατους καιρούς, την έσχατη μέρα, την έσχατη ώρα, που υπάρχει έδώ και τώρα.
Τα έσχατα λοιπόν δεν περιορίζονται στο τέλος της Ιστορίας αλλά υπάρχουν ήδη στη ζωή της. Ολόκληρη η περίοδος μετά την έλευση του Χριστού είναι οι έσχατοι χρόνοι. Και ο Χριστός που είναι «το Α και το Ω... ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» , είναι ο Κύριος, η αρχή και το τέλος της Ιστορίας. Όποιος έχει το Χριστό, έχει τη ζωή . Η εμπειρία της ζωής αυτής υπάρχει ήδη μέσα στην Εκκλησία. Η εν Χριστώ ανακαίνιση και θέωση του ανθρώπου, που άναμένεται στον μέλλοντα αιώνα, βιώνεται ήδη από την παρούσα ζωή: «Νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν» .
Η βασιλεία του Θεού, μολονότι εμφανίζεται στον κόσμο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» , δεν παύει να είναι αληθινά παρούσα. Τα σύμβολα με τα οποία προσφέρεται δεν είναι μεταφορικά ή αναλογικά, αλλά πραγματικά. Το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως, της Αναστάσεως, της Πεντηκοστής, όπως και αυτό που βλέπουν οι άγιοι της Εκκλησίας, είναι το φως της βασιλείας του Θεού. Είναι το πραγματικό σύμβολο της παρουσίας του.
Το μεγάλο λάθος, που γίνεται από τη δυτική κυρίως θεολογία στο σημείο αυτό, είναι ότι η συμβολική ή η «εκ μέρους φανέρωση της βασιλείας του Θεού στον κόσμο λαμβάνεται με μεταφορική ή αναλογική έννοια. Αυτό απέκρουσε με ιδιαίτερη έμφαση ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατά τη διαμάχη του με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Το φως της Μεταμορφώσεως, που είναι το ίδιο με το φως το οποίο βλέπουν οι άγιοι της Εκκλησίας, δεν είναι κτιστό σύμβολο της βασιλείας του Θεού, αλλά φυσικό σύμβολό Της. Είναι δηλαδή το ίδιο το φως της βασιλείας του Θεού, που φανερώνεται εκ «μέρους», για να γίνει προσιτό στον άνθρωπο. Όπως η αυγή που προέρχεται από το φως του ήλιου αποτελεί το φυσικό σύμβολο ή το προοίμιο της φανερώσεώς του, έτσι και το άκτιστο φως που φανερώνεται στην Εκκλησία αποτελεί το φυσικό σύμβολο της βασιλείας του Θεού .
1. Ιω. 5,25. 2. Πρβλ. Πράξ. 2,17. Β΄ Τιμ. 3,1. Εβρ. 1,2. Ιακ. 5,3. Α’ Ιω. 2,18. Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 1,55, ΡG 26,125C. 3. Βλ. Ματθ. 16,28. Μάρ. 9,1. Λουκ. 9,27, 4. Βλ. Σ. Αγουρίδου, «Χρόνος και αιωνιότης (εσχατολογία και μυστικοπάθεια), εν τη θεολογική διδασκαλία Ιωάννου του Θεολόγου», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 156. 5. Α΄ Κορ. 13, 9. 6. «Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν», Α΄ Ιω. 2,18. Πρβλ. και 4,3. Περισσότερα για τον αντίχριστο βλ. στη μελέτη μας, Ορθόδοξη Θεολογία και κοινωνική ζωή, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 126-35. 7. Αποκ. 1,8. 8. Α΄ Ιω. 5, 11. 9. Α΄ Ιω. 3,2. 10. Α΄ Κορ. 13, 12. 11. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,14, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 628. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 5,8,33, Συγγράμματα, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 311.
Ο εσχατολογικός χαρακτήρας της Εκκλησίας αποκαλύπτεται ιδιαίτερα στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η τέλεση του μυστηρίου αυτού είναι η κεντρική και η κατεξοχήν εσχατολογική πράξη της Εκκλησίας. Είναι η Λειτουργία της. Αυτή συγκροτεί την τέλεια κοινωνία, που υπερβάλλει τις διαιρέσεις του χώρου και του χρόνου και φανερώνει στον κόσμο τη βασιλεία του Θεού. Η μετοχή στη Θεία Ευχαριστία είναι κοινωνία με το Χριστό. Είναι μετοχή στην αιώνια ζωή του . Είναι είσοδος στη βασιλεία του. Αυτά δεν παρουσιάζονται μεταφορικά, αλλά συντελούνται πραγματικά και προσφέρονται βιωματικά στα μέλη της Εκκλησίας. Η χριστιανική ζωή έχει εμπειρικό χαρακτήρα. Και το περιεχόμενο της εμπειρίας αυτής είναι η παρουσία της βασιλείας του Θεού. Αυτήν προϋποθέτει, προς αυτήν κατευθύνεται και από αυτήν τρέφεται η ζωή των πιστών μέσα στην Εκκλησία.
Η μετοχή στη βασιλεία του Θεού διενεργεί υπέρβαση του χρόνου. Όπως και η παρουσία της βασιλείας του Θεού στον κόσμο καταργεί τις διαιρέσεις του χρόνου. Η Λειτουργία της Εκκλησίας, η Θεία Ευχαριστία που είναι και ο αρραβώνας της βασιλείας του Θεού, ανατρέπει κάθε έννοια χρονικής ακολουθίας. Είναι το δείπνο, στο οποίο προσφέρει ο Χριστός το σώμα και το αίμα του πριν από τη Σταύρωσή του, και το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί μετά την Ανάστασή του.
Η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι μια συμβατική ή επιμέρους κοινωνική ομάδα, αλλά κοινωνία καθολική. Και είναι καθολική, γιατί εκτείνεται όχι μόνο «πανταχού της οικουμένης» αλλά και «πανταχού των χρόνων» . Ακόμα η Εκκλησία υποδηλώνει μέσα στον κόσμοό την αιωνιότητα και κατευθύνει τον κόσμο προς αυτήν. Οι θεσμοί της Εκκλησίας, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, μεταφέρουν το νου του ανθρώπου «από των παρόντων επί τα μέλλοντα». Έτσι, συνεχίζει ο ίδιος ιεράρχης, με κάθε γονυκλισία και ανόρθωση ο πιστός μαρτυρεί έμπρακτα «ότι διά της αμαρτίας εις ην κατερρύημεν, και δια της φιλανθρωπίας του κτίσαντος ημάς εις ουρανούς ανεκλήθημεν» .
Η απλή και εκφραστική αυτή εκδήλωση της γονυκλισίας δίνει στο Μ. Βασίλειο την αφορμή να μνημονεύσει τις νέες διαστάσεις, μέσα στις οποίες εκδιπλώνεται η ζωή του πιστού. Με την αποδοχή της φιλανθρωπίας του Θεού (ως δυνάμεως που ανυψώνει από τη γη στον ουρανό, διαπιστώνει ο άνθρωπος νέους προσανατολισμούς μέσα στον ευθύγραμμο χρόνο της Ιστορίας. Η αιωνιότητα συνδέεται με τη χρονικότητα. ‘Έτσι κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή στον ευθύγραμμο χρόνο προσλαμβάνει απεριόριστη ευρύτητα και απύθμενο βάρος. Γίνεται δοχείο της αίωνιότητας και προσφέρεται ως δυνατότητα κοινωνίας του πεπερασμένου με το υπερβατικό. Το αιώνιο γίνεται μεθεκτό μέσα στο χρόνο. Και ο χρόνος δεν περιορίζεται σε μια φευγαλέα και μη αντιστρεπτή ροή, αλλά η κάθε στιγμή του παρέχει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ενταχθεί στην άπειρη αγάπη του αιώνιου Θεού.
Η Εκκλησία δεν υποτάσσεται στο χρόνο, αλλά οδηγεί από το χρόνο στην αιωνιότητα. Ως σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως η Εκκλησία εισάγει τον κόσμο στη βασιλεία του Θεού. Αλλά και πάλι ως σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως η Εκκλησία φανερώνει μέσα στον κόσμο τη βασιλεία του Θεού. ‘Ο κόσμος και η βασιλεία του Θεού συνδέονται και συνυφαίνονται, δημιουργώντας έτσι την εσχατολογική περίοδο της παρουσίας της Εκκλησίας. Ο χρόνος της Ιστορίας γίνεται «χώρος» εντάξεως στην αιωνιότητα.
Η υπέρβαση του κόσμου πραγματοποιείται εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος . Η Εκκλησία δεν καταλύεται μαζί με τον κόσμο. Το τέλος του κόσμου, που θα είναι και το τέλος του χρόνου, δεν θ’ αποτελέσει και τέλος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία οδηγεί στη βασιλεία του Θεού. Και όπως η φανέρωση της βασιλείας του Θεού δεν γίνεται δια μιας, αλλά κλιμακώνεται, έτσι και το τέλος του κόσμου δεν έρχεται δια μιας, αλλά παρουσιάζεται ως προανάκρουσμα και ως ολοκλήρωση. Προανάκρουσμα του τέλους ήταν η καταστροφή των Ιεροσολύμων και ολοκλήρωσή του θα είναι η τελική καταστροφή.
Αναφερόμενος ο Χριστός στη συντέλεια του κόσμου συνδέει την καταστροφή των Ιεροσολύμων με την καταστροφή του κόσμου και καταλήγει με τη διαβεβαίωση: «Αμήν λέγω υμίν, ου μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται. Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν» . Η καταστροφή των Ιεροσολύμων πραγματοποιήθηκε, πριν παρέλθει η γενιά προς την όποία μίλησε ο Χριστός. Και η τελική καταστροφή θα πραγματοποιηθεί, πριν παρέλθει η γενιά των Χριστιανών .
Το τέλος του κόσμου, όπως και η αρχή του, δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κάποια χρονική στιγμή. Η αρχή και το τέλος του κόσμου νοούνται από τον άνθρωπο μόνο σε σχέση με τη συμβατική τους θέση μέσα στο χρόνο. Έτσι, χωρίς να συνιστούν υποκειμενικά φαινόμενα, συνδέονται αναπόφευκτα με την υποκειμενική θέση του ανθρώπου μέσα στην Ιστορία και είναι απροσπέλαστα ως θελήματα του Θεού. Σωστότερα λοιπόν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε όχι για το τέλος του κόσμου, αλλά για το μυστήριο του τέλους του κόσμου, που θα είναι και μυστήριο του τέλους του χρόνου, όπως οφείλουμε να μιλούμε και για το μυστήριο της αρχής του κόσμου, που είναι και μυστήριο της αρχής του χρόνου.
Πριν από το χρόνο, όπως και μετά το χρόνο, υπάρχει η υπέρχρονη αιωνιότητα και η αϊδιότητα . Ο χρόνος αποκτά νόημα, γιατί συνδέεται με την αιωνιότητα και την αϊδιότητα. Γίνεται πραγματική Ιστορία, γιατί ενώνεται με την εσχατολογία . Η Ιστορία δεν έχει νόημα χωρίς κάποιο τέλος. Και το τέλος της Ιστορίας μετά την έλευση του Χριστού υπάρχει σε κάθε στιγμή της. Έτσι το νόημα της Ιστορίας για την ‘Εκκλησία βρίσκεται στο απεριόριστο βάθος κάθε στιγμής της και όχι στις εξωτερικές εναλλαγές της χρονικής ροής. Το μήκος του χρόνου και της Ιστορίας αποκτά αξία με την αξιοποίηση του βάθους τους. Και το βάθος του χρόνου και της Ιστορίας προσφέρει τη μόνη ουσιαστική δικαίωση του μήκους τους.
Ο περιορισμός του χρόνου σε μονοδιάστατη κίνηση οδηγεί αναπόφευκτα στη διάψευση και την απογοήτευση. Η Ιστορία των πολιτισμών είναι Ιστορία διαψεύσεων. Και ο λεγόμενος χριστιανικός πολιτισμός, ως ανθρώπινη δημιουργία στον ευθύγραμμο Ιστορικό χρόνο, έχει την ίδια απόληξη. ‘Εκείνο όμως που προσφέρει η ‘Εκκλησία είναι η διέξοδος από το κοσμικό αδιέξοδο. Είναι η μετάβαση από την άσκοπη χρονική ροή και περιδίνηση στην πληρότητα της θείας αγάπης και ζωής.
‘Ο κοσμικός χώρος και ο κοσμικός χρόνος συνδέονται με την απάτη του κόσμου. Μετατρέπονται όμως σε θετικούς παράγοντες, όταν χρησιμοποιούνται ως αφορμές για την ένταξη στην αλήθεια της αιώνιας ζωής. Η παρούσα ζωή, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, είναι στην πραγματικότητα θάνατος. Άλλη είναι η ζωή στην οποία καλεί τον άνθρωπο ο Χριστός . Είναι η ζωή που δεν υπόκειται στην απάτη του κόσμου και τη διάψευση του θανάτου. Είναι η ζωή που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον τοποθετεί πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες και προοπτικές. Είναι η ζωή της βασιλείας του Θεού, που φανερώνεται μέσα στην ‘Εκκλησία του Χριστού και προσφέρεται στον άνθρωπο εδώ και τώρα.
‘Ο Χριστιανός καλείται να χρησιμοποιεί σωστά το χρόνο του και να τον επενδύει στην προοπτική της αιώνιας ζωής . Η σχετικότητα και η ανωμαλία της παρούσας ζωής δεν αποτελούν αρνητικές καταστάσεις η απλά επεισόδια, αλλά δυνατότητες για τη μετάθεση εκ «των δρωμένων και σαλευομένων επί τα εστώτα και μη κινούμενα» . Στην προοπτική αυτή όλα βρίσκουν τη θέση και τη δικαίωσή τους. Τίποτε δεν εγκαταλείπεται. Τίποτε δεν παραθεωρείται. Τίποτε δεν αντιμετωπίζεται ως συμπτωματικό. ‘Ο Θεός είναι ο Κύριος του κόσμου και της Ιστορίας, ο Παντεπόπτης και Παντοκράτωρ. Η χαρά και ο πόνος, η επιτυχία και η αποτυχία, η πρόοδος και η καταστροφή δεν αλληλοαφανίζονται, αλλά προσφέρονται ως μέσα για την ολοκλήρωση του ανθρώπου· για την καθολική καταξίωση της ζωής του, που πραγματοποιείται στην Εκκλησία.
Η Εκκλησία δεν αποστρέφεται το χρόνο, αλλά φανερώνεται μέσα στο χρόνο. Λε λυπάται γι’ αυτό που έφυγε, ούτε αγωνιά γι’ αυτό που έρχεται. Το κλείσιμο της μέρας που περνάει γίνεται απαρχή της μέρας που έρχεται. Κάθε Εσπερινός εισάγει στην καινούργια μέρα. Κι ενώ ο άνθρωπος μπορεί να στενοχωρείται γι’ αυτό που έχασε ή να χαίρεται γι’ αυτό που περιμένει, ενώ μπορεί να λυπάται για το παρελθόν και να φοβάται για το μέλλον, η Εκκλησία τον καλεί σταθερά και αδιατάρακτα σε μια πορεία εμπιστευμένη στα χέρια του Θεού. Αυτού που είναι ο Κύριος του χρόνου και της Ιστορίας, ο ΙΙαντοκράτωρ.
12. Βλ. Ιω. 6, 33-7. 13. Ιω. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις ψαλμόν 144,4, ΡG 469-70. 14.Περί Αγίου Πνεύματος 27,66, ΡG32,192C. 15. Πρβλ. "Ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος ούτος". 16. Ματθ. 24,34-5. 17. Για την ερμηνεία της λέξεως «γενεά» ως γενεάς των Χριστιανών βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Μστθαίον 77, ΡG 58, 502. 18. «Ην τις πρεσβυτέρα της του κόσμου γενέσεως κατάστασις ταις υπερκοσμίοις δυνάμεσι πρέπουσα, η υπερχρόνιος, η αιωνία, η αΐδιος». Μ. Βασιλείου, Εις Εξαήμερον 1,5,ΡG 29,13Α, 19. Πρβλ. O. Clement, Transfigurer le temps. Notes sur letemps a la lumiere de la tradition orthodoxe, Neuchatel 1959, σ. 130. 20. Ομιλία εις Ψαλμόν 33,9,PG 29,373A. 21. Βλ. Εφ. 5,16. Κολ. 4,5. 22. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 7,19,ΡG 35,780Β.