Τρίτη 26 Μαΐου 2020

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ (π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ)


Η ανθρώπινη ύπαρξη, όταν χωρίζεται από το Θεό, καταλαμβάνεται από ταραχή, χάνει τον ειρμό της, τρόπον τινά, αποσυντίθεται. Η ίδια η δομή του ανθρώπου χάνει την σταθερότητά της. Η ενότητα της ψυχής και του σώματος γίνεται επισφαλής. Η ψυχή χάνει τη ζωτική της δύναμη, δεν είναι πια ικανή να ζωογονήσει το σώμα. Το σώμα μεταβάλλεται σε τάφο ή φυλακή της ψυχής. Και ο φυσικός θάνατος γίνεται αναπότρεπτος. Το σώμα και η ψυχή δεν αλληλοασφαλίζονται, τρόπον τινά, δεν προσαρμόζονται μεταξύ τους.
Η παράβαση της εντολής, λέγει ο άγ. Αθανάσιος, «επανέφερε τον άνθρωπο στην κατάσταση της φύσεως» («είς το κατά φύσιν επέστρεφεν») «ώστε όπως αυτός πλάστηκε από το μηδέν, έτσι και στην ίδια του την ύπαρξη, όταν έφτανε ο κατάλληλος καιρός, διαλυόταν (πάθαινε φθορά), σύμφωνα με κάθε έννοια δικαιοσύνης». Γιατί το δημιούργημα, δημιουργημένο από το μηδέν, βρίσκεται επίσης πάνω από την άβυσσο του μηδενός, έτοιμο πάντοτε να πέσει μέσα της. 
Η δημιουργημένη φύση, λέγει ο άγ. Αθανάσιος, είναι θνητή και ασταθής, «ρέουσα και υποκείμενη σε διάλυση» («φύσις ρευστή και διαλυομένη»). Και σώζεται από αυτή τη «φυσική φθορά» μόνο με τη δύναμη της ουράνιας Χάρης, «με την ενοίκηση του Λόγου». Ετσι ο χωρισμός από το Θεό οδηγεί το δημιούργημα σε αποσύνθεση και φθορά. «Γιατί εμείς αναπόφευκτα θα πεθάνουμε και είμαστε σαν το νερό που χύθηκε πάνω στη γή, που δεν μπορεί να μαζευτεί και πάλι» (Βασιλειών Β’ ιδ’,14).

Στην Χριστιανική εμπειρία ο θάνατος παρουσιάζεται κατ’ αρχήν ως μεγάλη τραγωδία, ως οδυνηρή μεταφυσική καταστροφή, ως μυστηριώδης αποτυχία του ανθρώπινου προορισμού. Γιατί ο θάνατος δεν είναι η φυσική κατάληξη της ανθρώπινης υπάρξεως. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Ο θάνατος του ανθρώπου είναι αφύσικος, είναι μια αποτυχία. Ο Θεός δε δημιούργησε το θάνατο, δημιούργησε τον άνθρωπο για την αφθαρσία και την αληθινή ζωή, «εις το είναι» (πρβλ.Σοφία Σολομ. Στ’,18 και β’,23). Ο θάνατος του ανθρώπου είναι «τα οψώνια της αμαρτίας» (Ρωμ.στ’,23). Είναι απώλεια και φθορά. Και από την πτώση (το προπατορικό αμάρτημα) και εξής το μυστήριο της ζωής εκτοπίζεται από το μυστήριο του θανάτου.
Τι σημαίνει για τον άνθρωπο ότι πεθαίνει; Εκείνο που στην πραγματικότητα πεθαίνει είναι προφανώς το σώμα, γιατί το σώμα μόνο είναι θνητό, ενώ μιλούμε για την «αθάνατη» ψυχή. Στις τρέχουσες φιλοσοφίες των ημερών μας, η «αθανασία της ψυχής» τονίζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η «θνητότητα του ανθρώπου» σχεδόν παραγνωρίζεται. Με το θάνατο αυτή η εξωτερική, ορατή και γήινη σωματική ύπαρξη παύει να υπάρχει. Κι όμως, παρακινούμενοι από κάποιο προφητικό ένστικτο, λέμε ότι είναι «ο άνθρωπος» που πεθαίνει.
Γιατί ο θάνατος ασφαλώς διαλύει την ανθρώπινη ύπαρξη, αν και, ομολογουμένως, η ανθρώπινη ψυχή είναι «αθάνατη» και η προσωπικότητα δεν μπορεί να καταστραφεί. Ετσι το πρόβλημα του θανάτου είναι καταρχήν το πρόβλημα του ανθρώπινου σώματος, της σωματικότητας του ανθρώπου. Και ο Χριστιανισμός δε διακηρύσσει μόνο τη μεταθανάτια ζωή της αθάνατης ψυχής, αλλά και την ανάσταση του σώματος.
Ο άνθρωπος έγινε θνητός κατά την Πτώση, και πραγματικά πεθαίνει. Και ο θάνατος του ανθρώπου γίνεται μια κοσμική καταστροφή. Γιατί στο θνήσκοντα άνθρωπο, η φύση χάνει το αθάνατο κέντρο της, και η ίδια, τρόπον τινά, πεθαίνει «εν τω ανθρώπω». Ο άνθρωπος «ελήφθη» από τη φύση, πλάστηκε από «τον χούν» της γής. Αλλά κατά κάποιο τρόπο «ελήφθη» έξω από τη φύση, γιατί ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής».
Ο άγ. Γρηγόριος ο Νύσσης κάνει το εξής σχόλιο πάνω στη διήγηση της Γενέσεως. «Γιατί ο Θεός, λέγει, παίρνοντας χώμα από τη γή, έπλασε τον άνθρωπο και με την πνοή Του φύτεψε τη ζωή μέσα στο δημιούργημα που έπλασε, για να μπορεί το γήινο στοιχείο να υψωθεί από την ένωση με το Θεό, και έτσι να μπορέσει η θεία χάρις με μια παρόμοια κίνηση να επεκταθεί παντού σ’ όλη τη δημιουργία, «της κάτω φύσεως προς την υπερκόσμιον συγκερναμένης». 
Ο άνθρωπος είναι ένα είδος «μικροκόσμου», κάθε είδος ζωής συνδυάζεται μέσα του, και μόνο μέσα του ολόκληρος ο κόσμος έρχεται σε επαφή με το Θεό. Συνεπώς η αποστασία του ανθρώπου αποξενώνει ολόκληρη την κτίση από το Θεό, την ερημώνει, και, τρόπον τινά, της αποστερεί το Θεό. Η πτώση του ανθρώπου καταστρέφει την αρμονία του κόσμου. Η αμαρτία είναι αταξία, δυσαρμονία, ανομία. Κατά κυριολεξία μόνο ο άνθρωπος πεθαίνει. Ο θάνατος είναι πράγματι νόμος της φύσεως, νόμος της οργανικής ζωής.
Αλλά ο θάνατος του ανθρώπου σημαίνει ακριβώς την πτώση του ή την εμπλοκή του μέσα σ’ αυτή την κυκλική κίνηση της φύσεως, αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να είχε συμβεί καθόλου. Όπως λέγει ο άγ. Γρηγόριος, «από τη φύση των αλόγων ζώων η θνητότητα μεταβιβάζεται σε μια φύση που πλάστηκε για την αθανασία». Μόνο για τον άνθρωπο είναι ο θάνατος αφύσικος και η θνητότητα κακό. Μόνο ο άνθρωπος τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται από το θάνατο. Στη ζωή του γένους των αλόγων ζώων, ο θάνατος είναι μάλλον μια φυσική κίνηση στην ανάπτυξη του είδους, είναι η έκφραση μάλλον της γενετικής δυνάμεως της ζωής παρά της αδυναμίας.
Και όμως, με την πτώση του ανθρώπου, η θνητότητα, ακόμα και μέσα στη φύση, παίρνει μια κακή και τραγική σημασία. Η ίδια η φύση, τρόπον τινά, δηλητηριάζεται από το θανατηφόρο φαρμάκι της ανθρώπινης παρακμής. Στα άλογα ζώα, ο θάνατος είναι το σταμάτημα μόνο της ατομικής υπάρξεως. Στον κόσμο των ανθρώπων, ο θάνατος καταστρέφει την προσωπικότητα, και η προσωπικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από την απλή ατομικότητα. Εκείνο που γίνεται φθαρτό και υπόκειται στο θάνατο με την αμαρτία είναι το σώμα. Μόνο το σώμα μπορεί να αποσυντεθεί. Κι όμως δεν είναι το σώμα που πεθαίνει, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος. Γιατί ο άνθρωπος αποτελείται οργανικά από σώμα και ψυχή. Ούτε η ψυχή μόνη της ούτε το σώμα μόνο του αντιπροσωπεύουν τον άνθρωπο. Ένα σώμα χωρίς ψυχή δεν είναι παρά ένα πτώμα, και μια ψυχή χωρίς σώμα είναι ένα πνεύμα. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα άσαρκο πνεύμα, και ένα πτώμα δεν είναι ένα μέρος του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν είναι ένας «ασώματος δαίμων», που απλώς κλείστηκε μέσα στη φυλακή του σώματος. Οσο ακατανόητη κι αν είναι πράγματι η ένωση της ψυχής και του σώματος, η άμεση συνείδηση του ανθρώπου μαρτυρεί την οργανική ολότητα της ψυχο-σωματικής του δομής.
Αυτή η οργανική ολότητα της ανθρώπινης συστάσεως τονίστηκε με δύναμη από την αρχή απϳ όλους τους Χριστιανούς δασκάλους. Γι’ αυτό ο χωρισμός της ψυχής και του σώματος είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου, το σταμάτημα της υπάρξεώς του, της ολότητας, δηλαδή της υπάρξεώς του ως ανθρώπου. Συνεπώς ο θάνατος και η φθορά του σώματος είναι ένα είδος αμαυρώσεως της «εικόνας του Θεού» στον άνθρωπο. Ο αγ.Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σ’ ένα από τα περίφημα τροπάριά του της Νεκρώσιμης Ακολουθίας λέγει πάνω σ’ αυτό: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοίς τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος».
Ο άγ. Ιωάννης δε μιλά για το σώμα του ανθρώπου, αλλά για αυτόν τον άνθρωπο. Η «κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσα ωραιότης» δεν είναι το σώμα, αλλά ο άνθρωπος. Αυτός είναι πράγματι «εικών αρρήτου δόξης», ακόμα και πληγωμένος από την αμαρτία. Και στο θάνατο αποκαλύπτεται ότι ο άνθρωπος, αυτό «το λογικό άγαλμα» που πλάστηκε από το Θεό, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του αγ. Μεθοδίου, δεν είναι παρά ένα πτώμα. «Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ξερά οστά, δυσωδία, και η τροφή των σκωλήκων». Αυτός είναι ο γρίφος και το μυστήριο του θανάτου. «Ο θάνατος είναι όντως μυστήριο: γιατί η ψυχή χωρίζεται βιαίως από το σώμα, αποχωρίζεται, με τη θεία βουλή, από τη φυσική σύνδεση και σύνθεση.. ‘Ω του θαύματος! Πώς παραδοθήκαμε στη φθορά και συζευχθήκαμε με το θάνατο»;
Στο φόβο του θανάτου, που συχνά είναι τόσο μηδαμινός και αδύνατος, αποκαλύπτεται ένας βαθύς μεταφυσικός πανικός, όχι μόνο μια εφάμαρτη προσκόλληση στη γήινη σάρκα. Στο φόβο του θανάτου φανερώνεται το πάθος για την ανθρώπινη ολότητα. Οι Πατέρες συνήθιζαν να βλέπουν στην ενότητα ψυχής και σώματος μέσα στον άνθρωπο μια αναλογία της αδιαίρετης ενότητας των δυό φύσεων μέσα στη μια υπόσταση του Χριστού. Η αναλογία μπορεί να μας παραπλανήσει. Αλλά πάλι αναλογικά μπορεί κανείς να πεί για τον άνθρωπο ότι είναι απλώς «μια υπόσταση σε δυό φύσεις», και όχι μόνο από δυό φύσεις, αλλά ακριβώς σε δυό φύσεις. Και κατά το θάνατο αυτή μια ανθρώπινη υπόσταση διαλύεται. Γι’ αυτό δικαιολογείται ο θρήνος και ο κλαυθμός. Ο τρόμος του θανάτου αντιμετωπίζεται μόνο με την ελπίδα της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής.
Εν τούτοις, ο θάνατος δεν είναι μόνο η αυτό-αποκάλυψη της αμαρτίας. Ο ίδιος ο θάνατος είναι, τρόπον τινά, ήδη η προσδοκία της αναστάσεως. Με το θάνατο ο Θεός δεν τιμωρεί μόνο αλλά και θεραπεύει την πεσμένη και συντριμμένη ανθρώπινη φύση. Και τούτο όχι απλώς με την έννοια ότι συντομεύει με το θάνατο την αμαρτωλή ζωή και έτσι προλαβαίνει τη διάδοση της αμαρτίας και του κακού. Ο Θεός μετατρέπει την ίδια την θνητότητα του ανθρώπου σ’ ένα μέσο θεραπείας. Στο θάνατο η ανθρώπινη φύση αποκαθαίρεται, προ-ανασταίνεται τρόπον τινά. Τέτοια ήταν η κοινή γνώμη των Πατέρων.
Αυτή η αντίληψη διατυπώθηκε με μεγαλύτερη έμφαση από τον άγ.Γρηγόριο τον Νύσσης. «Η θεία Πρόνοια εισήγαγε το θάνατο μέσα στην ανθρώπινη φύση μ’ ένα ειδικό σκοπό», λέγει, «ούτως ώστε με το χωρισμό του σώματος και της ψυχής το κακό να μπορέσει να αποβληθεί και ο άνθρωπος να μπορέσει να αναπλασθεί και πάλι δια της αναστάσεως, υγιής, ελεύθερος από τα πάθη, καθαρός, και χωρίς καμιά πρόσμιξη του κακού».
Αυτή η θεραπεία είναι ιδιαιτέρως μια θεραπεία του σώματος. Κατά τη γνώμη του άγ.Γρηγορίου, το ταξίδι του ανθρώπου πέραν του τάφου είναι ένα μέσο καθάρσεως. Η σωματική δομή του ανθρώπου καθαρίζεται και ανανεώνεται. Στο θάνατο, τρόπον τινά, ο Θεός καθαρίζει το δοχείο του σώματός μας σαν μέσα σ’ ένα κλίβανο. Με την ελεύθερη άσκηση της αμαρτωλής θελήσεώς του ο άνθρωπος ήρθε σε κοινωνία με το κακό, και η δομή μας συγκεράστηκε με το δηλητήριο του κακού. Στο θάνατο ο άνθρωπος γίνεται κομμάτια, όπως ένα πήλινο δοχείο, και το σώμα του αποσυντίθεται και πάλι μέσα στη γή, ούτως ώστε αυτός, καθαρισμένος από το ρύπο που προσκολλήθηκε επάνω του, να μπορέσει να αποκατασταθεί στην κανονική του μορφή, δια μέσου της αναστάσεως. Κατά συνέπεια ο θάνατος δεν είναι ένα κακό, αλλά μια ευεργεσία. Ο θάνατος είναι ο καρπός της αμαρτίας, όμως ταυτόχρονα είναι και μια θεραπευτική μέθοδος, ένα φάρμακο, ένα είδος αποκαταστάσεως, δια του πυρός, της ελαττωματικής δομής του ανθρώπου.
Η γή είναι, τρόπον τινά, σπαρμένη με ανθρώπινα λείψανα (ashes) , που θα βλαστήσουν την έσχατη ημέρα, με τη δύναμη του Θεού, αυτή ήταν η αναλογία που έφερε ο Παύλος. Τα θνητά λείψανα εναποτίθενται στη γή μέχρι της αναστάσεως. Ο θάνατος ενέχει μέσα του μια δυνατότητα αναστάσεως. Ο προορισμός του ανθρώπου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα στην ανάσταση, και μέσα στη γενική ανάσταση. Αλλά μόνο η Ανάσταση του Κυρίου μας αναζωογονεί την ανθρώπινη φύση και καθιστά δυνατή τη γενική ανάσταση. Η δυνατότητα της αναστάσεως, που είναι εγγενής μέσα σε κάθε θάνατο, έγινε πραγματικότητα μόνο εν Χριστώ, που είναι η «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α’ Κορ. ιε’, 20).
Η λύτρωση πάνω απ’ όλα είναι απαλλαγή από το θάνατο και τη φθορά, η απελευθέρωση του ανθρώπου από τη «δουλεία της φθοράς» (Ρωμ. Ή,, 21), η αποκατάσταση της αρχικής ολότητας και σταθερότητας της ανθρώπινης φύσεως. Η ολοκλήρωση της λυτρώσεως είναι «εν τη αναστάσει». Η λύτρωση θα ολοκληρωθεί στη γενική ανάσταση οπότε «έσχατος εχθρός καταργείται, ο θάνατος» (Α’ Κρο.ιε’,26). Αλλά η αποκατάσταση της ενότητας μέσα στην ανθρώπινη φύση είναι δυνατή μόνο ύστερα από μια αποκατάσταση της ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό. Η ανάσταση είναι δυνατή μόνο εν τω Θεώ. Ο Χριστός είναι η Ανάσταση και η Ζωή. «Αν ο άνθρωπος δεν είχε ενωθεί με το Θεό, δε θα μπορούσε ποτέ να είχε γίνει μέτοχος της αφθαρσίας», λέγει ο άγ.Ειρηναίος. Η οδός και η ελπίδα της αναστάσεως αποκαλύπτεται μόνο δια της Σαρκώσεως του Λόγου.
Ο άγ. Αθανάσιος εκφράζει αυτή την άποψη με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση. Το έλεος του Θεού δε θα επέτρεπε «ώστε τα δημιουργήματα που κάποτε είχαν πλασθεί λογικά, και είχαν μεθέξει του λόγου, να καταστρέφονταν και να ξαναγύριζαν στην ανυπαρξία εξ αιτίας της φθοράς». Η παράβαση του νόμου και η απείθεια δεν κατάργησαν την αρχική πρόθεση του Θεού. Η κατάργηση εκείνης της προθέσεως θα είχε θίξει την αλήθεια του Θεού. Αλλά η ανθρώπινη μετάνοια ήταν ανεπαρκής. «Η μετάνοια δεν απαλλάσσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της φύσεως (μέσα στην οποία ξανακύλλησε με την αμαρτία), διακόπτει μονάχα την αμαρτία». Γιατί ο άνθρωπος δεν αμάρτησε μόνο, αλλά και έπεσε στη φθορά.
Κατά συνέπεια, ο Λόγος του Θεού κατέβηκε και έγινε άνθρωπος, προσέλαβε το σώμα μας, «για να επιστρέψει πάλι στην αφθαρσία τους ανθρώπους, που στρέφονταν προς τη φθορά, και να τους ζωοποιήσει από το θάνατο με την ιδιοποίηση του σώματός του και τη χάρη της Αναστάσεως «εξαφανίζων τον θάνατον απ’ αυτών ως καλάμην από πυρός». Ο θάνατος εκκεντρίστηκε στο σώμα, γι’ αυτό η ζωή πρέπει να εκκεντρισθεί ξανά στο σώμα, για να μπορέσει το σώμα να αποβάλει τη φθορά και να ντυθεί τη ζωή. Αλλιώς το σώμα δε θα αναστηθεί. «Αν ο θάνατος κρατιόταν μακρυά από το σώμα με μια απλή μόνο προσταγή, αυτό θα εξακολουθούσε και πάλι να παραμένει θνητό και φθαρτό, σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων μας. Αλλά για να μη γίνει τούτο, το σώμα ντύθηκε τον ασώματο Λόγο του Θεού, κι έτσι δε φοβάται πια ούτε το θάνατο ούτε τη φθορά, γιατί έχει ως ένδυμα τη ζωή, και η φθορά αφανίστηκε μέσα του». Ετσι, κατά τον άγ. Αθανάσιο, ο Λόγος έγινε σάρκα, για να καταργήσει τη φθορά, στην ανθρώπινη φύση.
Εν τούτοις, ο θάνατος νικήθηκε, όχι με την εμφάνιση της Ζωής μέσα στο θνητό σώμα, αλλά μάλλον με τον εκούσιο θάνατο της Σαρκωμένης Ζωής. Ο Λόγος σαρκώθηκε για να πεθάνει, τονίζει με έμφαση ο άγ. Αθανάσιος. «Για να δεχθεί το θάνατο Αυτός είχε ένα σώμα», και μόνο με το θάνατό Του ήταν δυνατή η ανάσταση.
Ο έσχατος λόγος για το θάνατο του Χριστού πρέπει να αναζητηθεί στη θνητότητα του ανθρώπου. Ο Χριστός θανατώθηκε, αλλά πέρασε ανάμεσα από το θάνατο και νίκησε τη θνητότητα και τη φθορά. Προκάλεσε τον ίδιο το θάνατο. Με το θάνατό Του καταργεί τη δύναμη του θανάτου.
«Το βασίλειο του θανάτου καταργείται με το θάνατό Σου, Δυνατέ». Και ο τάφος γίνεται η ζωοδότρα «πηγή της αναστάσεώς μας». Κάθε τάφος γίνεται μάλλον ένα «κρεββάτι ελπίδας» για τους πιστούς. Στο θάνατο του Χριστού, ο ίδιος ο θάνατος απέκτησε μια καινούρια σημασία και σπουδαιότητα. «Με το θάνατο ο Χριστός πάτησε το θάνατο
Ο έσχατος λόγος για το θάνατο του Χριστού πρέπει να αναζητηθεί στη θνητότητα του ανθρώπου. Ο Χριστός θανατώθηκε, αλλά πέρασε ανάμεσα από το θάνατο και νίκησε τη θνητότητα και τη φθορά. Προκάλεσε τον ίδιο το θάνατο. Με το θάνατό Του καταργεί τη δύναμη του θανάτου.
«Το βασίλειο του θανάτου καταργείται με το θάνατό Σου, Δυνατέ». Και ο τάφος γίνεται η ζωοδότρα «πηγή της αναστάσεώς μας». Κάθε τάφος γίνεται μάλλον ένα «κρεββάτι ελπίδας» για τους πιστούς. Στο θάνατο του Χριστού, ο ίδιος ο θάνατος απέκτησε μια καινούρια σημασία και σπουδαιότητα. «Με το θάνατο ο Χριστός πάτησε το θάνατο.

Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης: Απόδοση της εορτής του Πάσχα – Τι εορτάζουμε και πως νηστεύουμε την Τετάρτη προ της Αναλήψεως


Η Ανάσταση συνεχίζεται! Αυτό δείχνει και η γιορτή της Αποδόσεως του Πάσχα. Τα ιδία γράμματα της νύχτας της Αναστάσεως, ακούγονται και κατά την Απόδοση του Πάσχα. Τελείται μια μέρα πριν απ’ τη γιορτή της Αναλήψεως.

Η Ανάσταση συνεχίζεται! Αυτό δείχνει και η γιορτή της Αποδόσεως του Πάσχα. Τα ιδία γράμματα της νύχτας της Αναστάσεως, ακούγονται και κατά την Απόδοση της εορτής του Πάσχα . Τελείται μια μέρα πριν απ’ τη γιορτή της Αναλήψεως.
Κάθε μεγάλη γιορτή στην Ορθόδοξη λατρεία έχει την «απόδοσή» της. Κάθε γιορτή είναι ζωντανό γεγονός, που επαναλαμβάνεται στη ζωή της Εκκλησίας, στη ζωή του πιστού.
Αλλά και για άλλο λόγο γίνεται ο επανεορτασμός μιας εορτής, δηλαδή η απόδοσή της. Για ν’ απολαύσουμε ακόμα μια φορά την ομορφιά της γιορτής.
Όταν ένα θέαμα είναι ωραίο, ποθούμε να το ξαναδούμε. Όταν ένα φαγητό είναι νόστιμο, θέλουμε να το ξαναγευτούμε. Ο εορτασμός κάποιου γεγονότος της ζωής του Χριστού ή της Θεοτόκου, προξενεί γλυκύτητα στη ψυχή, που θέλει να το ξαναγιορτάσει.
Τη γλυκύτητα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός, την αισθανόμαστε για τη γιορτή του Πάσχα. Γιορτή ευφροσύνης. «Πανήγυρις έστι πανη­γύρεων». Ποτέ άλλοτε δεν σκιρτά η ψυχή τόσο πολύ, όσο τη νύχτα της Αναστάσεως. Χαιρόμαστε για το θρίαμβο του Αναστάντος Κυρίου.
Θρίαμβος της ζωής κατά του θανάτου. Του Χριστού κατά του Άδη. Της χαράς κατά της λύπης. Της αλήθειας κατά του ψεύδους. Αυτή η ευφροσύνη για την Ανάσταση του Χριστού είναι καθολική και αιώνια. Ουρανός και γη συγχορεύουν. Όχι μια φορά. Πάντοτε, αιώνια. «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω· εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος. Χριστός γαρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώ­νιος» (κανόνας Πάσχα).
Η Ανάσταση συνεχίζεται.Κάθε φορά, που τελούμε τη θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία ξαναζωντανεύει μπροστά μας όλα τα στάδια της ζωής του Χριστού. «Οδεύωμεν διά πασών των ηλικιών του Χριστού», όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος.
Ο Χριστός γεννάται, στην «πρόθεση», που τελείται στην αριστερή κόγχη του ιερού που μοιάζει με φάτνη. Ο Χριστός βγαίνει στο κόσμο για να κηρύξει το Ευαγγέλιό Του, κατά τη μικρή είσοδο, που ο ιερέας βγαίνει με υψωμένο το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα για να θυσιαστεί, κατά τη μεγάλη είσοδο. Ο Χριστός υψώνεται πάνω στο Σταυρό και θυσιάζεται, κατά την προσφορά και τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, που γίνεται με την προσφώνηση: «Τα σα εκ των σων…». Ο Χριστός ανασταίνεται, κατά τη μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων, που πλημμυρίζει τη καρδιά από αναστάσιμη χαρά. Γι’ αυτό και ο λειτουργός, όταν κοινωνεί, ευθύς αμέσως λέει το «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι…».
Κάθε θεία Λειτουργία είναι μια ανάμνηση του Σταυρού και της Αναστάσεως. Είναι το σταυρώσιμο και αναστάσιμο Πάσχα. Ιδιαίτερα η Λειτουργία της Κυριακής έχει αναστάσιμο χαρακτήρα. Είναι η Λειτουργία της «μιας των σαββάτων». Την Κυριακή είναι όλα αναστάσιμα. Τα απολυτίκια των οκτώ ήχων, όλα αναστάσιμα. Αλλά και τα τροπάρια του όρθρου της Κυριακής. Κατεξοχήν αναστάσιμη είναι η περίοδος του Πάσχα, του Πεντηκοσταρίου, που αρχίζει τη νύχτα της Αναστάσεως και τελειώνει τη Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Η Ανάσταση συνεχίζεται! Επαναλαμβάνεται κάθε φορά, που οι πιστοί έχουν Πάσχα. Οι κοσμικοί συνάνθρωποί μας μια φορά το χρόνο έχουν Πάσχα. Και ούτε αυτό αντιλαμβάνονται. Δεν το απολαμβάνουν. Νομίζουν, πως Πάσχα είναι το σουβλιστό αρνί, τα κόκκινα αυγά, το γλέντι και το ξεφάντωμα! Οι πιστοί γιορτάζουν το αληθινό Πάσχα, μάλιστα πολλές φορές στη ζωή τους. Όταν με πίστη ζουν το μυστήριο του Χρίστου, το μυστήριο του Σταύρου και της Αναστάσεως. Ζουν το νέο Πάσχα. Όταν κατορθώνουν και κάνουν μεγάλα περάσματα. Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε, για να μας περάσει απ’ την ενοχή της αμαρτίας στη δικαίωση. Απ’ τα έργα του σκότους στην αγιότητα. Απ’ τη φθορά στην αφθαρσία.
Κάθε φορά, που ξεπερνάμε τα γήινα, που υπερπηδάμε τα προβλήματα, που υπερνικάμε τις θλίψεις, που περνάμε το ορμητικό ποτάμι της ζωής ή τη φουρτούνα της θάλασσας των πειρασμών, κάνουμε θαυμαστή διάβαση. Πάσχα γιορτάζουμε! Όταν αξιωνόμαστε να κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού. Με τη Θεία Κοινωνία κάνουμε όχι απλώς διάβαση, αλλά υπέρβαση. Ξεπερνάμε τα μέτρα μας. Αποκτάμε θεϊκές διαστάσεις. Αποσπόμαστε απ’ τη γη. Ξεκολλάμε απ’ τη λάσπη. Ανερχόμαστε προς τον ουρανό. Γινόμαστε κοινωνοί του Χριστού. Κοινωνοί των παθημάτων Του και της Αναστάσεώς Του. Γινόμαστε κοινωνοί θείας φύσεως (Β’ Πέτρ. α’ 4). Γινόμαστε χριστοφόροι, θεοφόροι.
Η Ανάσταση συνεχίζεται! Επαναλαμβάνεται στη ζωή των αγίων. Οι άγιοι είναι αμαρτωλοί, που αναστήθηκαν. Σ’ ένα τροπάριο παρακαλούμε· «Ανάστησον ημάς πεσόντας τη αμαρτία». Η αμαρτία είναι θάνατος. Η μετάνοια είναι ανάσταση. Νύχτα σκοτεινή η αμαρτία, μέρα λαμπρή η ζωή της μετανοίας. Κάθε χριστιανός, που μετανοεί, είναι ένας αναστημένος. Κάθε άγιος αποτελεί ζωντανή απόδειξη της δυνάμεως της Αναστάσεως. Η φωτεινή ζωή του αποτελεί ανταύγεια του αναστάσιμου φωτός.
Ο ιερός Χρυσόστομος στην ομιλία του « Εις το Άγιον Πάσχα», αναφερόμενος στους νεοφώτιστους χριστιανούς, για κείνους, δηλαδή, που βαπτίζονταν ομαδικά κατά τη νύχτα του Μεγ. Σαββάτου, λέει: Θέλω ν’ απευθύνω το λόγο σ’ αυτούς, που τη φωτόλουστη αυτή μέρα αξιώθηκαν το θείο βάπτισμα. Οι νεοφώτιστοι είναι τα καλά δενδρύλλια της Εκκλησίας, τα λουλούδια τα πνευματικά, οι νέοι στρατιώτες του Χριστού. Πριν από χτες ο Κύριος μας βρισκόταν στο Σταυρό. Έτσι κι αυτοί, πριν από χτες βρίσκονταν στην κυριαρχία της αμαρτίας. Αλλά τώρα συναναστήθηκαν μαζί με το Χριστό. Ο Χριστός σωματικά πέθανε κι αναστήθηκε. Αυτοί ήσαν πεθαμένοι στο λάκκο της αμαρτίας. Κι απ’ την αμαρτία αναστήθηκαν. Η γη τώρα την άνοιξη τριαντάφυλλα και γιασεμιά κι άλλα λουλούδια μας χαρίζει. Το βαπτιστήριο με τ’ αγιασμένα νερά μας χάρισε σήμερα ανθόκηπο πιο όμορφο απ’ της γης.
Η αλλαγή του ανθρώπου αποτελεί την τρανότερη απόδειξη της Αναστάσεως. Απ’ τον τάφο της αμαρτίας ανασταίνεται ο άνθρωπος με τη δύναμη της μετανοίας.
Ποιό είναι δυσκολότερο; Το ν’ αναστηθεί ένας αμαρτωλός απ’ το μνήμα της ακολασίας ή το να αναστηθεί το σώμα του ανθρώπου απ’ τον τάφο της φθοράς; Φαίνεται το δεύτερο δυσκολότερο. Κι όμως, το πρώτο είναι. Για την ανάσταση των σωμάτων καμιά αντίσταση δεν προβάλλεται. Για την αλλαγή της ψυχής υπάρχει η αντίστασης της θελήσεως, του παλαιού άνθρωπου.
Πολύ δύσκολη η πνευματική ανάσταση. Το να γίνει: Ο θυμώδης, πράος. Ο χαρτοπαίκτης και φιλάργυρος, ελεήμων. Ο μέθυσος, εγκρατής. Ο σαρκολάτρης, σώφρων. Ο εγκληματίας, ήσυχος. Ο άγριος, άγιος. Αυτό το τόσο δύσκολο είναι γεγονός. Το βλέπουμε στο χώρο της χάριτος, στη ζωή της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία έχει τη δύναμη της μεταμορφώσεως, της αλλαγής του ανθρώπου. Είναι η Εκκλησία της Αναστάσεως. Ο Χριστός, η κεφαλή της Εκκλησίας, είναι όχι μόνο ο αναστάς εκ νεκρών, αλλά και ο εγείρων τους νεκρούς. Είναι νεκρεγέρτης ο Ιησούς Χριστός. Αφού, λοιπόν, γίνεται το δύσκολο, η ανάσταση τόσων αμαρτωλών, δεν μπορεί να γίνει το εύκολο, η ανάσταση των σωμάτων κατά την κοινή ανάσταση;
Κατά την απόδοση της Εορτής του Πάσχα  καταλύεται ψάρι.
Αρχιμ.Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Πάσχα Κυρίου»

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Η ανάσταση των νεκρών Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι Θάνατος


Είναι αλήθεια πως το σώμα μας, μετά την ανάσταση των νεκρών, θα είναι διαφορετικό από το σώμα που έχουμε τώρα;
Οπωσδήποτε, ναι! Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής και κατηγορηματικός. Ο Ιησούς Χριστός, μας λέει, «θα μεταμορφώσει το φθαρτό μας σώμα και θα το κάνει όμοιο με το δικό Του ένδοξο σώμα, με τη δύναμη και την εξουσία που έχει να υποτάξει στον εαυτό Του τα πάντα» (Φιλιπ. 3:21).
Το φθαρτό σώμα είναι αυτό που φοράμε τώρα, αυτό που αποτελείται από σάρκα και κόκαλα, αυτό που, όταν χωριστεί από την ψυχή, θάβεται στη γη και γίνεται χώμα. Ο Χριστός, λοιπόν, που έχει τη δύναμη και την εξουσία να υποτάσσει στον εαυτό Του τα πάντα, θα μεταμορφώσει το φθαρτό τούτο σώμα και θα το κάνει όμοιο με το δικό Του ένδοξο σώμα.
Για το ανθρώπινο σώμα γράφει και αλλού ο ίδιος απόστολος: «Πρέπει, αλήθεια, αυτό που είναι φθαρτό να μεταμορφωθεί σε άφθαρτο, και αυτό που είναι θνητό να γίνει αθάνατο. Όταν αυτό το φθαρτό μεταμορφωθεί σε άφθαρτο και αυτό το θνητό μεταμορφωθεί σε αθάνατο, τότε θα πραγματοποιηθεί ο λόγος της Γραφής: Ο θάνατος αφανίστηκε, νικήθηκε τελειωτικά!» (Α’ Κορ. 15:53-54).
Πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών;
Όταν μιλάμε για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση όχι ολόκληρης της ψυχοσωματικής φύσεως των ανθρώπων αφού οι ψυχές, ως ουσίες πνευματικές και άυλες, δεν πεθαίνουν, επομένως δεν έχουν ανάγκη αναστάσεως, αλλά μόνο των σωμάτων, που πέθαναν και διαλύθηκαν στα μνήματα. Αυτά θα αναστηθούν, όταν θα έρθει πάλι ο Χριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, και θα δώσουν λόγο μαζί με τις ψυχές για ό,τι καλό ή κακό έκαναν στη ζωή αυτή. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «θα ‘ρθει καιρός που όλοι οι νεκροί θ’ ακούσουν τη φωνή Του· και όσοι έχουν πράξει δίκαια έργα στη ζωή τους, θ’ αναστηθούν για να λάβουν μέρος στη νέα ζωή, ενώ όσοι έπραξαν φαύλα έργα, θ’ αναστηθούν για ν’ αντιμετωπίσουν την καταδίκη» (Ιω. 5:28-29).
Τα σώματά μας, όταν αναστηθούμε, θα είναι τα ίδια που έχουμε τώρα, αλλά πνευματοποιημένα, δηλαδή απαλλαγμένα από το βάρος της ύλης και από κάθε φυσική ανάγκη, και άφθαρτα, όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Πρέπει αυτό που είναι φθαρτό να μεταμορφωθεί σε άφθαρτο, κι αυτό που είναι θνητό να γίνει αθάνατο» (Α’ Κορ, 15:53).
Μετά την ανάσταση των σωμάτων, κάθε ψυχή θα επιστρέψει στο σώμα της. Ψυχή και σώμα μαζί θα λάβουν την ανταμοιβή των επίγειων έργων τους και είτε θα αξιωθούν να απολαύσουν την αιώνια μακαριότητα είτε θα καταδικαστούν στην αιώνια κόλαση.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής και ορισμένες παρερμηνείες στην Παράδοση της Εκκλησίας Συγγραφέας: kantonopou


 Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα, το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής. Για την ιστορία και μόνο ας γνωρίζουμε ότι η καθιέρωση του Σαββάτου προ των Απόκρεω ως Ψυχοσαββάτου, έγινε μαλλον και αυτό κατ᾿ απομίμησιν του Σαββάτου προ της Πεντηκοστής, που ήταν και το μόνο που υπήρχε αρχικά.

Αυτές τις μέρες η Ορθόδοξη Εκκλησία τελεί την από κοινού µνηµόνευση όλων των απ’ αιώνος κεκοιµηµένων. Το Σάββατο πρό της Πεντηκοστής όμως έχει µία ειδική σηµασία για τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, µε τον αναµνηστικό της χαρακτήρα, επειδή ειναι σε στενό δεσµό µε την εορτή της καθόδου του Αγίου Πνεύµατος, αφού και οι κεκοιµηµένοι αισθάνονται την ανάγκη της κοινωνίας µε το Χριστό και µε ολόκληρη την Εκκλησία. Αυτό βέβαια µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε τη βοήθεια του Αγίου Πνεύµατος, που κάνει το Χριστό παρόντα στην Εκκλησία.
Το Σάββατο επιλέχτηκε ως εβδοµαδιαία ηµέρα της µνηµόνευσης των κεκοιµηµένων ακόµη από την χριστιανική αρχαιότητα. Αυτή την ηµέρα η Εκκλησία ενθυµείται και τιµά τους µάρτυρες, τους οµολογητές, µνηµονευοντας «τους αγίους, ενδόξους και πανευφήµους αποστόλους, τους αγίους, ενδόξους και καλλινίκους µάρτυρες, τους οσίους και θεοφόρους πατέρες ηµων», αλλά και τους «εν ορθή τη πίστη κεκοιµηµένους».

Αργότερα µε το ίδιο σκεπτικό, δηλαδή ως σηµείο σεβασµού προς την ηµέρα της ανάπαυσης και γνωστό όντως ότι οι κεκοιµηµένοι αναπαύονται σε σχέση µε όλα τα επίγεια πράγµατα, οι Άγιοι Πατέρες όρισαν το Σάββατο ως ηµέρα µνηµόνευσης αυτών που ολοκλήρωσαν την επίγεια ζωή τους:
«Ἐν Σαββάτῳ δὲ ἀεὶ τὴν των ψυχών µνείαν ποιούµεθα, ὅτι τὸ Σάββατον, κατάπαυσιν σηµαίνει Ἑβραϊστί καὶ των τεθνεώτων τοίνυν ως των βιωτικων καὶ των λοιπών ἁπάντων καταπαυσαµένων κἂν τῇ καταπαυσίµῳ των ἡµερών, τὰς υπὲρ αυτών δεήσεις ποιούµεθα, ὃ δὴ καὶ ἐπὶ πᾶν κεκράτηται γίνεσθαι Σάββατον». (Συναξάριο Ψυχοσαββάτου Απόκρεω)
Παρότι κάθε Σάββατο τελούνται ακολουθίες για τους κεκοιµηµένους, η Εκκλησία κανόνισε ειδικές μέρες του εκκλησιαστικού έτους στις οποίες τελείται ειδικά η µνηµόνευση των απ’ αιώνος κεκοιµηµένων και τις τοποθέτησε στο πλαίσιο του κινητού λειτουργικού κύκλου. Αυτές οι ηµέρες είναι το Ψυχοσάββατο της Απόκρεω, την περίοδο του Τριωδίου, και το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής, την περίοδο του Πεντηκοσταρίου, έχοντας τα δύο Σάββατα ένα στενό δεσµό µεταξύ τους.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Η Αγάπη και η Ελευθερία στην Ανάσταση Του Χριστού. Δύο μεγέθη διαρκούς παιδαγωγίας.






Ο Χριστός με την ανάστασή Του κάνει μια τομή στην ανθρώπινη ιστορία. Με όλη Του τη βιοτή, τη διδασκαλία,την ζωντανή έκφραση της αγάπης σε κάθε στιγμή της παρουσίας Του στη γη, την υπέρτατη θυσία για τον άνθρωπο, νοηματοδοτεί μια σχέση με όλο τον κτιστό κόσμο και τον άνθρωπο. Μια σχέση αγάπης που είναι όμως η πληρότητα της ελευθερίας!
Η αιτιώδης αρχή της ελευθερίας είναι η αγάπη γι αυτό και είναι τριαδική. Αγαπητική αλληλοπεριχώρηση των τριων υποστάσεων που αναφέρονται όχι ως ονόματα ατομικής έκφρασης αλλά ως ονόματα που ορίζουν την ύπαρξη ως αγαπητική σχέση: Πατήρ,Υιος και Άγιο Πνεύμα. Και ο Χριστός από άγαπη σαρκώνεται  και ανασταίνεται για να γίνει ο άνθρωπος Θεος. Και ελεύθερα σε καλεί να αποδεχτείς το γεγονός. Να το βάλεις στην καρδιά σου και να ζήσεις την ανάσταση από τώρα! Και από εκει και πέρα η πορεία η χρονική  του κάθε ανθρώπου γίνεται συνοδοιπορία! Πορεύεσαι  στη ζωη σου όχι μόνος σου άλλα με τον δωρεοδότη Κύριο και την εκκλησία Του σε προοπτική Ανάστασης. Και όπως υπάρχουμε επειδή η Αγάπη μας κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη ετσι αποδεχόμαστε ελεύθερα την Ανάσταση Του ως γεγόνος που μας βγάζει από τη φθόρα και μας ογηγεί στην αιωνιότητα. Και κάπως έτσι αναφωνούμε: Και που εστίν η γέενα η δυναμένη  λυπήσαι ημάς; Πού εστιν η κόλασις η εκφοβούσα ημάς πολυμερως; Τι εστιν η γέενα προς την χάριν της αναστάσεως αυτού, όταν εγείρη ημάς και ποιήση το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι την αφθαρσίαν; Και αυτό επειδή ζώντας την εν Χριστώ ζωή μόνο σαν ένα συστημα αξιών  χωρίς την οσμή της ελπίδας που προσφέρει η ανάστασή Του, δίνεται στον άνθρωπο αγωνία και θλίψη, καρδικό κενό, φθορά από τα πάθη και τελικά πνευματικός θάνατος  όπως μας ορίζουν οι άγιοι πατέρες.
"Αδελφέ, ζήσε την Aνάσταση και θα καταλάβεις την πραγματική Aγάπη σε όλες  τις εκφράσεις της!" Με  αυτήν τη φράση στο νου μας  και πορευόμενοι στο μέσο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής εύχομαι ολόψυχα σε όλους σας: Καλό Πάσχα! Κάλη Ανάσταση!

 

                                                           Ταμπουρέας Νικόλαος, Δάσκαλος

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

"Αληθώς Ανέστη...." του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.



"...Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;
Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιαν ανταπόδοση; Ποιαν αμοιβή;...
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί εσκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος;
Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαι­ναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα· γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.
Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.
Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».
Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο;
Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;
Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν.
Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.
Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.
Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τι θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεωρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.
Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.
Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα· αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;
Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.
Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2
Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;
Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επικράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.
Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα3. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.
Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μέγιστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ· Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.
Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.
Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του.
Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.
Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος· μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.
Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:
Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Λόγος για το πάθος του Σωτήρα (Όσιος Εφραίμ ο Σύρος)


Φοβούμαι να μιλήσω και να αγγίξω με τη γλώσσα μου τη φοβερή αυτή διήγηση που αναφέρεται στον Σωτήρα· διότι πραγματικά είναι φοβερό να διηγηθώ γι’ αυτή. Ο Κύριός μας παραδόθηκε σήμερα στα χέρια των αμαρτωλών! Για ποιο λόγο λοιπόν παραδόθηκε, αν και ήταν άγιος και αναμάρτητος Δεσπότης; Διότι χωρίς να διαπράξει καμιά αμαρτία παραδόθηκε σήμερα.

Ελάτε, ας προσέξουμε γιατί παραδόθηκε ο Χριστός ο Σωτήρας μας· για μας τους ασεβείς παραδόθηκε ο Δεσπότης. Ποιος λοιπόν δε θα τον θαυμάσει; Ποιος λοιπόν δε θα τον δοξάσει; Αν και αμάρτησαν οι δούλοι, παραδόθηκε ο Δεσπότης, για να ελευθερώσει με τον δικό του θάνατο τους δούλους που αμάρτησαν. Οι γιοι της απώλειας και τα παιδιά του σκότους βγήκαν, μέσα στο σκοτάδι, να συλλάβουν τον ήλιο που έχει τη δύναμη να κάψει με τη φλόγα του όλους σε μια στιγμή.

Γνωρίζοντας λοιπόν ο Δεσπότης τη θρασύτητά τους και την ορμή της οργής τους, παρέδωσε τον εαυτό του στα χέρια των ασεβών με πραότητα και με δική του απόφαση. Και αφού έδεσαν οι άνομοι τον άχραντο Δεσπότη, περιγέλασαν αυτόν που έδεσε τον ισχυρό (τον διάβολο) με άλυτα δεσμά και έλυσε εμάς από τα δεσμά της αμαρτίας. Έπλεξαν επίσης στεφάνι από τα δικά τους αγκάθια, αυτά που καρποφόρησε το αμπέλι των Ιουδαίων. Περιγελώντας τον, τον αποκαλούσαν βασιλιά. Έφτυσαν οι άνομοι στο πρόσωπο του άχραντου, που από το βλέμμα του τρομάζουν συγχρόνως όλες οι δυνάμεις των ουρανών και οι τάξεις των Αγγέλων.

Να, πάλι διακατέχουν την καρδιά μου η λύπη και τα δάκρυα, βλέποντας τον Δεσπότη να ανέχεται τόσο πολύ τον χλευασμό και τις προσβολές, τη μαστίγωση, τους εμπτυσμούς από τους δούλους, τα ραπίσματα. Ελάτε, προσέξτε το μέγεθος της ευσπλαχνίας, την ανεκτικότητα και το έλεος του γλυκού Δεσπότη. Είχε έναν χρήσιμο δούλο στον παράδεισο της τρυφής, και όταν αυτός αμάρτησε, παραδόθηκε στους βασανιστές. Όταν τον είδε λοιπόν ο αγαθός Δεσπότης να λιποψυχά, σπλαχνίσθηκε τον δούλο, και τον ελέησε, και πρόσφερε τον εαυτό του να μαστιγωθεί για χάρη του.

Λόγος στη Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία (Άγιος Επιφάνιος Κύπρου)



Α΄. Τι ’ναι τούτο; Σιωπή βαθειά σήμερα στη γη. Σιωπή βαθειά και ησυχία βαθειά. Σιωπή βαθειά, γιατί ο Βασιλιάς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε κι εκείνους που αιώνες κοιμόνταν ανέστησε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και ο άδης τρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε κι αυτούς που βρίσκονταν στον άδη ξύπνησε.

Β΄. Πού είναι τώρα πια, παράνομοι, οι πριν από λίγο ταραχές και οι φωνές και οι θόρυβοι ενάντια στο Χριστό; Πού είναι οι στρατιώτες και τ’ αποσπάσματα και οι φάλαγγες και τα όπλα και τα δόρατα; Πού είναι οι βασιλείς κι οι ιερείς κι οι δικαστές οι καταδικασμένοι; Πού είναι οι δαυλοί και τα μαχαίρια και τ’ ανάκατα ξεφωνητά; Πού είναι οι όχλοι και η λύσσα και η άξεστη φρουρά; Στ’ αλήθεια, ναι, (χάθηκαν). Γιατί, ναι, στ’ αλήθεια οι όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα[1] και μάταια· ανόητα, οπωσδήποτε όμως και μάταια. Έπεσαν με ορμή πάνω στ’ αγκωνάρι, το Χριστό,[2] μα οι ίδιοι συντρίφτηκαν. Ρίχτηκαν με μανία πάνω στη στέρεη πέτρα, μα τα κύματά τους διαλύθηκαν σ’ αφρούς. Χτύπησαν πάνω στ’ ανίκητο αμόνι, κι ο ίδιοι κατατσακίστηκαν. Ύψωσαν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) την πέτρα της ζωής, κι αυτή κύλησε και τους θανάτωσε. Έδεσαν τον πανίσχυρο Σαμψών, τον Ήλιο Θεό, Αυτός όμως λύνοντας τα πανάρχαια δεσμά, τους εχθρούς και τους παράνομους εξόντωσε.[3] Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος Χριστός, κάτω απ’ τη γη και τύλιξε τους Ιουδαίους με πηχτό σκοτάδι.

Ο αναστάς Ιησούς η ελπίδα μας († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)


theologia
Την αγία και λαμπρά νύκτα της Αναστάσεως, στον Όρθρο και στη Θεία Λειτουργία όλα αστράπτουν και λάμπουν στο φως του Αναστάντος Κυρίου μας. Το φως αυτό φωτίζει και χαροποιεί τους Χριστιανούς και όλη την κτίσι, ορατή και αόρατο, «ουρανόν τε και γην και τα καταχθόνια». Ο Αναστάς Κύριος έρχεται εν μέσω του λαού Του και εκπληρώνει την υπόσχεσί Του: «η λύπη ημών εις χαράν γενήσεται… και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιω. 16:20, 22). Η χαρά της Αναστάσεως είναι αναφαίρετος. Είναι η μόνη αληθινή χαρά. Ο μεγάλος θεολόγος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας εξηγεί ότι ο Κύριος έγινε άνθρωπος «ίνα γένηται της αναστάσεως και της αιωνίου ζωής αρχηγός και πίστωσις, λύσας την απόγνωσιν· ίνα υιός ανθρώπου γενόμενος και της θνητότητος μεταλαβών υιούς Θεού τους ανθρώπους απεργάσηται, κοινωνούς ποιήσας της θείας αθανασίας».
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι λοιπόν ο αρχηγός και η βεβαίωσις της αναστάσεως και της αιωνιότητός μας. Έγινε άνθρωπος και συμμερίστηκε την θνητότητά μας, ώστε να μας κάνη υιούς Θεού κοινωνούς της θείας αθανασίας. Έτσι έλυσε την απόγνωσι.
Πράγματι, ό,τι και να κάνη ο αλύτρωτος από τον θάνατο άνθρωπος, στο τέλος τον περιμένει η απόγνωσις γιατί όλα «θάνατος διαδέχεται». Όλα εκμηδενίζονται και αφανίζονται.
Ο ενωμένος όμως με τον Αναστάντα Ιησού άνθρωπος όσα βάσανα, δοκιμασίες, αρρώστιες, κατατρεγμούς, θανάτους και εάν περάση, στο βάθος έχει χαρά, γιατί γνωρίζει ότι συμμετέχων στον Σταυρό του Κυρίου του συμμετέχει στην Ανάστασι και την αιώνιο ζωή Του.
Τώρα εμείς οι χριστιανοί μπορούμε να αγωνιζόμαστε, να χαιρόμαστε, να εορτάζουμε, να ελπίζουμε. Ο Κύριος μας έλυσε την απόγνωσι.
Χωρίς τον Αναστάντα Ιησού, οι εορτές των ανθρώπων είναι πένθιμες και γι’ αυτό κατ’ ουσίαν δεν είναι εορτές. Είναι προσπάθειες φυγής από την μονοτονία, την πλήξι, την μοναξιά. Είναι θορυβώδεις εκδηλώσεις για να μη ακούεται ο τρομακτικός απόηχος του μηδενός.
Ο Ιησούς Χριστός, που λύει την απόγνωσι, είναι η Εορτή μας, γιατί είναι το Πάσχα μας, η διάβασις από το θάνατο στην ζωή.