Λέγεται ότι,οι άνθρωποι συνηθίζουν να
διώκουν, να κατηγορούν και να συκοφαντούν τους Αγίους, όταν αυτοί
βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Μόλις όμως φύγουν από την ζωή, τότε αρχίζουν να
τους τιμούν, να τους αγιάζουν και να προστρέχουν σ’ αυτούς.
Πράγματι είναι πολύ γνώριμο και
συνηθισμένο το φαινόμενο αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, και συνέβει όχι
μόνον σε πάρα πολλούς Αγίους, όπως: Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ιωάννης
Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Θεόδωρος Στουδίτης, Μάξιμος Ομολογητής,
Νεκτάριος Πενταπόλεως και πολλούς άλλους, αλλά συνέβει ακόμη και σ’
Αυτόν τον ίδιο τον Κύριό μας, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.
Το ίδιο ακριβώς, έπαθε και ο σύγχρονος,
σπουδαίος και πολυγραφώτατος Άγιος, ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο
οποίος και αναγκάστηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, να γράψει αυτή την
καταπληκτική απολογία, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είναι κακόδοξος
και αιρετικός. Τι να πει κανείς!
Τα λόγια περιττεύουν σε τέτοιες περιπτώσεις...
Ας διαβάσουμε λοιπόν, ένα μέρος απ’ αυτήν την σπουδαία απολογία του και πιστεύω ότι θα ωφεληθούμε τα μέγιστα.
π. Μάξιμος
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΔΗΛΑΔΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΗ
Κατά τῶν, ὅσοι ἀμαθῶς καί
κακοβούλως ἐτόλμησαν παρεξηγεῖν καί διαβάλλειν Παραδόσεις τινάς τῆς
Ἁγίας Ἐκκλησσίας καί ἄλλα τινά τῶν περί Πίστεως ὑγιῆ καί ὀρθόδοξα
φρονήματα τοῦ ἀοιδήμου Διδασκάλου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
(Α΄ Μέρος)
Φοβερό πράγμα είναι ο φθόνος, αγαπητοί μου, και ανήσυχο διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση και ποτέ δεν παύει να ενεργοποιεί την φυσική του ιδιότητα. Αυτή
συνίσταται στο να προσάπτει μομφή στους άμεμπτους, να κατηγορεί τους
ακατηγόρητους και να διαβάλλει ως δήθεν κακόδοξους και ασεβείς ακόμη και
αυτούς πού τυχαίνει να είναι οι πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι.
Για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέω, αρκεί
να αναφερθούν τα παραδείγματα των μεγάλων διδασκάλων και αγίων της
Εκκλησίας μας∙και εννοώ τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο, τον
Χρυσόστομο και τους υπολοίπους, οι οποίοι ενώ ήσαν οι πλέον ευσεβείς και
Ορθόδοξοι, εν τούτοις διαβάλλονταν από τους εχθρούς τους ως δήθεν
ασεβείς και κακόδοξοι.
Κι αν, όπως συνέβη, οι τέτοιας λογής
και τόσου μεγέθους άγιοι της Εκκλησίας δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από τον
φθόνο και τίς διαβολές, πώς ήταν δυνατό να μείνουμε ακατηγόρητοι εμείς
και να φανούμε ανώτεροι από αυτούς, εμείς που δεν είμαστε άξιοι
ούτε να σταθούμε κοντά τους; Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο πού κι
εμείς κατηγορούμαστε και διαβαλλόμαστε με δυσφημιστικά και κακόδοξα
ονόματα, από κάποιους αδελφούς που κινούνται από φθόνο και πείσμα ή και
από μίσος.
Υπάρχουν εξάλλου και μερικοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν καθόλου τι σημαίνει η λέξη «Κολλυβάς» και
δεν καταλαβαίνουν την αιτία για την οποία κατηγορούμαστε και
δυσφημιζόμαστε. Αυτοί, μόνο και μόνο επειδή ακούνε τους άλλους να μας
αποκαλούν Κολλυβάδες και αιρετικούς και κακόδοξους, και με άλλους
παρόμοιους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αμέσως τους ακολουθούν στο να
εκτοξεύουν εναντίον μας τις ίδιες δυσφημιστικές ονομασίες.
Μοιάζουν λοιπόν μ’ εκείνους τους
ανόητους Αθηναίους, οι όποιοι ενώ ήσαν άξεστοι και αγροίκοι, κατηγόρησαν
τον δίκαιο Αριστείδη και έγραψαν εναντίον του επάνω στο όστρακο ότι
είναι άξιος να εξοστρακισθεί και να εξοριστεί από την Αθήνα. Και το
έκαναν αυτό, παρόλο που δεν τον γνώριζαν καθόλου από πριν τους έφτανε
μόνο που άκουγαν από τους άλλους ότι είναι άξιος εξοστρακισμού και
εξορίας, σύμφωνα με την εξιστόρηση που γίνεται για αυτόν στα «Παράλληλα»
του Πλουτάρχου. Παραλείπουμε βέβαια, επειδή είναι κακόφημη, την
ταιριαστή σε τέτοιες περιπτώσεις δημώδη και λαϊκή εκείνη παροιμία πού
λέγει: «μόλις γαβγίζει ένας σκύλος αμέσως γαβγίζει κι άλλος».
Για να κάνουμε λοιπόν γνωστή την
αλήθεια, αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε εδώ την παρούσα ιδιόχειρη ομολογία
της Πίστεως μας και να απολογηθούμε με συντομία τι φρονούμε για εκείνα
(τα θέματα) για τα οποία αδίκως μας κατηγορούν γιατί ακούμε τον κορυφαίο
(απόστολο) Πέτρο που μας παραγγέλλει: «Να είστε πάντοτε έτοιμοι να
απολογηθείτε σε καθένα που σας ζητάει λόγο... (για την πίστη σας)» (Α’
Πέτρ. γ’, 15). Και τούτο, αφενός, για να κλείσουν τα στόματα τους με το
να φοβηθούν τον Θεό και την μέλλουσα ανταπόδοση εκείνοι που με εμπάθεια
εκτοξεύουν εναντίον μας αυτές τίς κατηγορίες και αφετέρου, οι αδελφοί
πού αγνοώντας (την αλήθεια) σκανδαλίζονται και ψυχραίνονται από όσα
λέγονται εναντίον μας, να πάψουν να σκανδαλίζονται, βλέποντας ήδη να
φανερώνονται και προφορικά και γραπτά και έντυπα τα φρονήματα πού έχουμε
στην καρδιά μας επειδή σύμφωνα με τον απόστολο (Παύλο) «Με την καρδιά
πιστεύει κανείς εκείνο, που οδηγεί στη δικαίωσή του, ενώ με το στόμα
ομολογεί εκείνο που οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ, Γ, 10).
Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, ομολογούμε και κηρύττουμε και αποδεχόμαστε τα δώδεκα άρθρα πού Βρίσκονται στο κοινό Σύμβολο της Πίστεως,
δηλαδή αυτά πού περιέχονται στο «Πιστεύω εις ένα Θεόν», τα οποία
καθημερινά τα διαβάζουμε και ο καθένας μόνος του και από κοινού, και στα
κελλιά μας και στις άγιες εκκλησίες του Θεού, στις όποιες θα τύχει να
παρευρεθούμε. Διότι ακούμε τον θείο Χρυσόστομο να
λέγει: «Είναι δόγματα που κατέβηκαν από τον Ουρανό οι φρικτοί κανόνες
πού βρίσκονται στο Σύμβολο» (στην Μ’ Ομιλία, στην Α’ προς Κορινθίους).
Δεύτερο, ομολογούμε
και ενστερνιζόμαστε όλα τα αλλά δόγματα, όσα η Καθολική και Ανατολική
Αγία Εκκλησία του Χριστού ομολογεί και κηρύττει. Τόσο αυτά που
αφορούν την υψηλή και Τριαδική θεολογία, δηλαδή τον Πατέρα, τον Υιό και
το Άγιο Πνεύμα, των οποίων η Θεότητα είναι μία, σύμφωνα με τον Ε’ Κανόνα
της δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, όσο και αυτά που έχουν σχέση με την
βαθιά και ένσαρκη Οικονομία του Θεού Λόγου. Και για να πω αυτό που
λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Πιστεύουμε σύμφωνα με όσα
ομολογήσαμε στο βάπτισμα μας και φρονούμε σύμφωνα με όσα έχουμε
πιστεύσει». (στον Α’ Ασκητικό Λόγο).
Τρίτο, ομολογούμε και αποδεχόμαστε με ευσεβές φρόνημα τα επτά θεία και ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας,
τα οποία είναι: Το άγιο Βάπτισμα, το άγιο Μύρο, η θεία Ευχαριστία, η
Ιεροσύνη, ο νόμιμος Γάμος, η Μετάνοια και το Ευχέλαιο. Και αυτά τα
τιμούμε και τα σεβόμαστε με κάθε πίστη και ευλάβεια, ως αναγκαιους
συντελεστές στη σωτηρία της ψυχής μας και αποδεχόμαστε την χάρη και τον
αγιασμό αυτών των Μυστηρίων, σύμφωνα με το (ιεροτελεστικό) τυπικό που
τηρείται και διαφυλάσσεται στην Ανατολική (Ορθόδοξη) του Χριστού
Εκκλησία.
Τέταρτο, κρατάμε τις αποστολικές παραδόσεις, που διδαχθήκαμε είτε προφορικά είτε με Επιστολή των
θείων και ιερών Αποστόλων και μένουμε (σταθεροί) σ’ αυτά που μάθαμε και
επιβεβαιώσαμε, όπως ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει σ’ εμάς και σ’ όλους
τους χριστιανούς και στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή και στην Β’ προς
Θεσσαλονικείς και στην Β’ προς Τιμόθεο.
Πέμπτο, μαζί με τις παραδόσεις των αποστόλων κρατούμε και αποδεχόμαστε και τις παραδόσεις της Εκκλησίας,
δηλαδή αυτές που ορίσθηκαν από τους διαδόχους των αποστόλων -ήταν
φρόνημα του κακόδοξου Μοντανού, ο όποιος άκμασε κατά τον δεύτερο αιώνα,
το να αθετεί τις παραδόσεις και τις συνήθειες της Εκκλησίας, σύμφωνα με
τον Ευσέβιο, βιβλίο Ε’, κεφ. ΙΕ’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας-, γιατί τα
δόγματα και οι παραδόσεις της Εκκλησίας δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους,
μη γένοιτο κάτι τέτοιο! Αλλά μάλλον το ένα είναι συστατικό του άλλου.
Γιατί, αφενός τα δόγματα της Πίστεως συνιστούν (συγκροτούν) τις
παραδόσεις της Εκκλησίας και αφετέρου οι παραδόσεις της Εκκλησίας
θεμελιώνονται επάνω στα δόγματα της Πίστεως. Έτσι και τα δύο μαζί έχουν
την ίδια σπουδαιότητα για την ευσέβεια (των πιστών). Γι’ αυτό και ο
Μέγας Βασίλειος είπε ότι «αυτά τα δύο έχουν την ίδια ισχύ για την
ευσέβεια» (Κανόνας 91ος). Γιατί, όπως οι μεγάλες πέτρες στέκονται με τις
μικρές, και οι δύο μαζί συγκροτούν την οικοδομή -επειδή αν θελήσει
κανείς να γκρεμίσει τις μικρές, γκρεμίζει ταυτόχρονα και τις μεγάλες-,
με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα δόγματα της Πίστεως στέκονται μαζί με
τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αν θελήσει κανείς να αθετήσει τις
παραδόσεις της Εκκλησίας, αθετεί μαζί και τα δόγματα της Πίστεως. Για
αυτό είπε πάλι ο Μέγας Βασίλειος: «Γιατί αν
επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε τις άγραφες συνήθειες, επειδή τάχα δεν
έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, χωρίς να το είχαμε αντιληφθεί θα ζημιώναμε
στα πιο σημαντικά σημεία το Ευαγγέλιο και μάλλον θα καταντούσαμε το
κήρυγμα (του Ευαγγελίου) απλό όνομα». (Κανόνας 91ος).
Έκτο, κρατούμε και αποδεχόμαστε
όλους τους ιερούς Κανόνες των πανευφήμων Αποστόλων, των επτά
Οικουμενικών Συνόδων, των τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων και
θεοφόρων Πατέρων, που επικυρώθηκαν από την Έκτη Οικουμενική
Σύνοδο στον Β΄ Κανόνα της και από την Έβδομη στον Α’ Κανόνα της. Και
μαζί με τους Κανόνες αποδεχόμαστε και τα πρακτικά των ίδιων αγίων
Συνόδων, γιατί και τα δύο αυτά έχουν την ίδια εγκυρότητα.
Έβδομο, και για να ολοκληρώσουμε, όλα
όσα αποδέχεται και ομολογεί η Αγία, Καθολική, Αποστολική και Ανατολική
Εκκλησία του Χριστού, η κοινή και πνευματική μας μητέρα, αυτά και εμείς
αποδεχόμαστε και ομολογούμε μαζί της. Και όσα αυτή αποστρέφεται
και αποκηρύττει, αυτά παρόμοια κι’ εμείς τα αποκηρύττουμε και τα
αποστρεφόμαστε μαζί της σαν παιδιά της και ειλικρινή και γνήσια.
Μετά από αυτά που ομολογήσαμε προηγουμένως, ερχόμαστε τώρα να απολογηθούμε με συντομία για όσα μας κατηγορούν.
Άλλα πριν από την απολογία μας, κρίναμε ότι είναι αναγκαίο να
πληροφορήσουμε τους αναγνώστες σχετικά με τη σημασία της λέξεως κόλλυβα.
Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο
του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με
το σιτάρι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεουπόστατο Σώμα
Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του
κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη
γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως
πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει». Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην
προς Κορινθίους Α’ επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο που εσύ σπέρνεις δεν
ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το
νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του
σιταριού.
Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε
την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα,
τόσο αυτά που προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά που
προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως
λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα
με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα
και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα
τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος που έκανε ο Άγιος
Θεόδωρος ο Τήρων, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των
Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και
να το μοιράσει στους Χριστιανούς. Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο
βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και
ή φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα
κόλλυβα.
Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί
ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού,
σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να
βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί,
πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια, επομένως, λέγουν,
είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το
βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε
κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο
σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο
σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και
παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο
οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά
σώματα, τα οποία έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα οποία συναρμόσθηκαν, δεν
μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν,
με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν
και πάρα πολύ μάλιστα. Γι΄ αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση
των νεκρών είναι έργο που ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.
Μετά από την παραπάνω προδιασάφηση για την σημασία των κολλύβων, απολογούμαστε πρώτα για εκείνο το ζήτημα, που πολλοί αδελφοί, χωρίς φόβο Θεού κατηγορώντας μας αποκαλούν «Κολλυβάδες». Και λέμε ότι την ονομασία αυτή ψεύτικα και συκοφαντικά μας την προσάπτουν οι καλοί αδελφοί, διότι
εμείς τηρούμε την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, η οποία ανέκαθεν και
από την αρχή παρέλαβε ήμερα Σάββατο να τελεί τα μνημόσυνα των εν Χριστώ
κεκοιμημένων και όχι ήμερα Κυριακή (μνημόσυνα, βέβαια,
ονομάζουμε αυτά που τελούνται με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο, όχι
αυτά στα όποια γίνεται απλή μνημόνευση ονομάτων κατά την τέλεση της
Ιερής Λειτουργίας, γιατί αυτά έχουν άλλη έννοια, όπως θ’ αναφερθεί
παρακάτω) και αυτό θα γίνει φανερό από όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Η Εκκλησία, λοιπόν, όχι μόνο την γενική
ενθύμηση των ψυχών πάντοτε ημέρα Σάββατο την τελεί (ψυχοσάββατο) και
ουδέποτε ήμερα Κυριακή -όπως φαίνεται και από το ιερό Τριώδιο και από το
ιερό Πεντηκοσταρίου- αλλά και κάθε Σάββατο κάθε εβδομάδας αυτό το ίδιο
κάνει, μνημονεύει δηλαδή τους κεκοιμημένους, όπως φαίνεται από το ιερό
βιβλίο της Παρακλητικής.
Για ποιους όμως λόγους, η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, πάντοτε ημέρα Σάββατο;
Πρώτο, επειδή την ήμερα του Σαββάτου ο Κύριος βρισκόταν με την ψυχή στον Άδη για να του πάρει τα λάφυρα και να λύσει από τα δεσμά τις εκεί ευρισκόμενες φυλακισμένες ψυχές, όπως το βεβαιώνει αυτό ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αυτός γράφοντας προς τον Κομητά για το θέμα των αγίων νηστειών, να πως λέγει αυτολεξεί,
«με τον ίδιο τρόπο και εδώ το Πνεύμα το Άγιο δια μέσου των υπηρετών του
Λόγου νομοθετώντας ολοήμερη μέχρι την εσπέρα νηστεία για τις πέντε
ημέρες της εβδομάδας (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), για το Σάββατο και την
Κυριακή δεν όρισε ολοήμερη νηστεία, αλλά την αποχή μόνο από κάποιες
τροφές. Και τούτο επειδή τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο
και από τη νηστεία επικρατεί η Ανάσταση, που γνωρίζουμε ότι έγινε ημέρα
Κυριακή. Όπως και τα Σάββατα της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο από τη
νηστεία επικρατεί η λειτουργική προσφορά πού γίνεται για χάρη όλων των
προκεκοιμημένων άγιων (δηλαδή των Ορθόδοξων Χριστιανών, εκλαμβάνοντας
πλατύτερα τη λέξη άγιος), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε
Σάββατο, εξαιτίας του πριν από το Πάσχα Σαββάτου (να ο λόγος, για τον
οποίο το Σάββατο τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων) τότε που ο
Χριστός έδεσε τον ισχυρό (Διάβολο) και άρπαξε όλα τα σκεύη του αυτό
είναι και το μοναδικό Σάββατο (το Μέγα Σάββατο) κατά το όποιο πρέπει να
νηστεύουν εκείνοι που εορτάζουν τη χαρά της Αναστάσεως» (στον Α’ τόμο).
Από αυτά τα λόγια, λοιπόν, του θείου
Δαμάσκηνου βγάζουμε τούτο το καλό συμπέρασμα, ότι αυτοί που δεν τελούν
το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αλλά την Κυριακή, αθετούν
αφενός τα λόγια αυτά του θείου πατέρα, και αφετέρου συγχέουν
(μπερδεύουν) τα χαρακτηριστικά που έχει το Σάββατο με τα χαρακτηριστικά
που έχει η Κυριακή. Και τούτο, διότι κατά το Σάββατο ήταν στον Άδη η
θεοϋπόστατη ψυχή του Σωτήρα Χριστού, για να λυτρώσει τις ψυχές που ήσαν
εκεί ενώ κατά την Κυριακή ήταν έξω από τον Άδη η ψυχή Του, ενωμένη με το
ζωοποιημένο και αναστημένο απ’ αυτήν σώμα και με την ενωμένη υποστατικά
μ’ αυτήν Θεότητα.
Ο Μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης διακηρύττει
την αναμφισβήτητη γενική αύτη αρχή, ότι δεν πρέπει να συγχέουν κάποιοι
τα ιερά σύμβολα, γιατί συγχέουν (μπερδεύουν) ταυτόχρονα και τις αιτίες
και τις δυνάμεις και τις τάξεις αυτών των οποίων είναι σύμβολα, αλλά
πρέπει να τα διατηρούν ασύγχυτα και αντίστοιχα με τα αίτια τους. Και να
πώς το λέγει αυτολεξεί:
«Δεν πρέπει να συγχέουμε όπως τύχει τα ιερά
σύμβολα, αλλά να τα εξηγούμε ταιριαστά με τις αιτίες ή τις υποστάσεις ή
τις δυνάμεις ή τις τάξεις ή τις αξίες, των οποίων και είναι
αποκαλυπτικά σύμβολα» (στην Επιστολή προς τον Τίτο).
Έχοντας την ίδια γνώμη με τον θείο Δαμασκηνό και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης είπε στην ερμηνεία της επιγραφής του 92ου ψαλμού:
«Ποιος απ’ αυτούς που δέχθηκαν την ευσεβή διδασκαλία (του Ευαγγελίου)
δεν γνωρίζει ότι την ήμερα του Σαββάτου πραγματοποιήθηκε το μυστήριο του
θανάτου; ότι, σύμφωνα με την ακρίβεια του (μωσαϊκού) νόμου, έμεινε
ακίνητο μέσα στον τάφο το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου την ημέρα εκείνη;».
Δεύτερος λόγος για τον όποιο η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα το Σάββατο είναι, γιατί η λέξη Σάββατο στα ελληνικά σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Επειδή, λοιπόν, οι ψυχές των κεκοιμημένων κατάπαυσαν (σταμάτησαν) απ’ όλα τα βιοτικά πράγματα, γι’ αυτό ανάλογα και κατάλληλα τελείται και η μνήμη τους την καταπαύσιμη ημέρα του Σαββάτου. Και αυτό το βεβαιώνει το συναξάρι του ιερού Τριωδίου, που είναι γραμμένο για το Σάββατο της Απόκρεω, με τα παρακάτω λόγια:
«Σάββατο πάντοτε (σημείωσε αυτό το πάντοτε) τελούμε τη μνήμη των ψυχών,
διότι η εβραϊκή λέξη Σάββατο σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Και αφού
λοιπόν οι πεθαμένοι κατάπαυσαν (σταμάτησαν)από τίς βιοτικές φροντίδες
και από όλα τα υπόλοιπα πράγματα, γι’ αυτό στην καταπαύσιμη ημέρα
κάνουμε τις δεήσεις για χάρη τους∙ το μερικό βέβαια έχει επικρατήσει να
γίνεται και κάθε Σάββατο (καθώς αυτό γίνεται φανερό από την ιερή
Παρακλητική, όπως είπαμε πιο πάνω). Στο σημερινό όμως ψυχοσάββατο (της
Απόκρεω) κάνουμε γενική μνημόνευση και προσευχόμαστε για όλους τους
ευσεβείς».
Σημείωσε αυτό που λέγει εδώ ο σοφός Νικηφόρος ο
Κάλλιστος, αυτός που συνέγραψε τα Συναξάρια του Τριωδίου και του
Πεντηκοσταρίου. Γιατί λέγοντας ότι: «Αύτη την ήμερα (του ψυχοσάββατου)
μνημονεύουμε γενικώς και προσευχόμαστε για κάθε ευσεβή άνθρωπο», έδειξε
ότι σε άλλα Σάββατα μνημονεύουμε και μερικώς (ονομαστικώς) τους
κεκοιμημένους πατέρες μας και αδελφούς διότι αντιδιαστέλλεται το γενικώς
με το μερικώς. Και αυτό γίνεται φανερό και από τον παρακάτω ορισμό του
καθολικού Τυπικού, το οποίο λέγει ότι τα μερικά τριήμερα και τα
εννιάμερα μνημόσυνα του αδελφού που κοιμήθηκε κατά την περίοδο της
μεγάλης Τεσσαρακοστής, πρέπει να γίνονται το Σάββατο. Αλλ’ αυτό βέβαια,
σαφέστερα και ισχυρότερα, φαίνεται και από τα προηγούμενα λόγια του
θείου Δαμασκηνού, που λέγει:
«δια μέσου των υπηρετών του Λόγου
νομοθετώντας το Πνεύμα το Άγιο... όρισε την λειτουργική προσφορά που
γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων αγίων (δηλαδή χριστιανών), την
οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο».
Άρα, είναι ανίσχυρα και μάταια αυτά που προβάλλονται σοφιστικά (παραπλανητικά) από μερικούς, ότι δηλαδή τα γενικά μνημόσυνα (ψυχοσάββατα) γίνονται μόνο το Σάββατο, ενώ τα μερικά μνημόσυνα (για συγκεκριμένους κεκοιμημένους) γίνονται και την Κυριακή. Σημείωσε
ακόμα και τούτο, σαν συμπέρασμα που βγαίνει από τα προηγούμενα, ότι
αυτοί που τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων την Κυριακή ανατρέπουν
τον λόγο του ιερού Τριωδίου που αναφέρθηκε παράπονο). Και τούτο επειδή η
Κυριακή δεν είναι καταπαύσιμη ημέρα, όπως είναι το Σάββατο, για να
γίνονται και σ’ αυτήν τα μνημόσυνα, αλλά είναι «απαρχή της αιωνίου
βιωτής», αρχή της αιώνιας ζωής, όπως ψάλλει η αγία Εκκλησία του Χριστού μαζί με τον θείο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.
Εμείς λοιπόν που τηρούμε την παραπάνω παράδοση της Εκκλησίας, η
οποία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο∙ και εμείς που
τηρούμε τους αναφερθέντες λόγους του θείου Δαμασκηνού και του ιερού
Τριωδίου εμείς, λέγω, κατηγορούμαστε και ονομαζόμαστε
«Κολλυβάδες». Από ποιους από εκείνους που παραβαίνουν αυτήν εδώ την
παράδοση της Εκκλησίας και κάνουν μνημόσυνα την Κυριακή.
Ω γη και
ήλιε και της δικαιοσύνης οφθαλμοί που βλέπετε! Και είναι δίκαιο πράγμα
αυτό, όταν μάλιστα εμάς πρέπει να μας επαινούν γι’ αυτή τη στάση μας και
να μας εγκωμιάζουν ως φύλακες της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως; Να κρίνετε χωρίς πάθος, σας παρακαλούμε, να κρίνετε εσείς πού έχετε διάκριση και φόβο Θεού στην ψυχή σας.
Ότι βέβαια είναι αρχαία συνήθεια και παράδοση της Εκκλησίας το να τελεί το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων,
αυτά που γίνονται με κόλλυβα και νεκρώσιμο Τρισάγιο και εκτενή ευχή και
ακολουθία, αυτό επιβεβαιώνεται από πολλούς. Το βεβαιώνει αυτό πρώτο, η
ίδια η πράξη των Ιερών και ευαγών Μοναστηριών του Αγίου Όρους, των
οποίων οι εφημέριοι την εσπέρα κάθε Παρασκευής μεταβαίνουν στο
κοιμητήριο μαζί με τα κόλλυβα και εκεί τα μνημονεύουν. Όμοια και το πρωί
κάθε Σαββάτου λειτουργούν στο ίδιο κοιμητήριο μνημονεύοντας τους
κεκοιμημένους.
Αλλά και αν κάποιος από αυτούς που είναι
αντίθετοι με την εκκλησιαστική παράδοση των μνημόσυνων επρόκειτο να πει
ότι «εσείς, φίλοι μου, σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προβάλλετε
διδάσκετε ότι μόνο το Σάββατο πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα των
κεκοιμημένων και όχι άλλη μέρα της εβδομάδας∙ επειδή όμως τις άλλες
ημέρες της εβδομάδας δεν είναι απαγορευμένο να τελούμε τα μνημόσυνα
τους, άρα λοιπόν, κατά παρόμοιο τρόπο δεν είναι απαγορευμένο να τα
τελούμε και την Κυριακή».
Προς αυτόν εμείς απαντούμε ότι σοφιστικά (παραπλανητικά) αποκρίνεσαι,
αγαπητέ, όποιος κι αν τυχαίνει να είσαι, γιατί μαζί μ’ αυτό πού ζητάς
στην αρχή να αποδείξεις, αρπάζεις και το ζητούμενο, σύμφωνα με όσα
λέγουν αυτοί που καταγίνονται με τα σοφίσματα»
Εμείς αδελφέ δεν διαφωνούμε για την τέλεση των μνημόσυνων τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας άλλα για μόνη την Κυριακή.
Γιατί αυτήν βλέποντας την να ξεχωρίζει από τις άλλες ημέρες, και από το
ίδιο το Σάββατο, και εξαιτίας των προνομίων που μας δόθηκαν λόγω της
Αναστάσεως του Κυρίου, η οποία έγινε την ημέρα αυτή, και λόγω της
αναστάσεως όλων των πιστών πού προτυπώνεται ότι θα γίνει την ημέρα αυτή,
αλλά επίσης και για την χαρά αυτής της Αναστάσεως∙ για όλους αυτούς
τους λόγους, ακολουθούμε τα ιερά Τυπικά που ορίζουν να μη γίνονται αυτή
την ήμερα μνημόσυνα των κεκοιμημένων. Όσο για το Σάββατο ακολουθούμε τα
παραπάνω λόγια και του θείου Δαμάσκηνου και του ιερού Τριωδίου και του
Πεντηκοσταρίου και λέμε ότι τότε πρέπει να γίνονται κυρίως και κατ’
εξοχήν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και μάλιστα για τους λόγους ότι
αφενός το Σάββατο είναι ήμερα καταπαύσιμη, και αφετέρου ότι το Σάββατο ο
Κύριος βρισκόταν στον τάφο σωματικά και στον Άδη με την ψυχή, όπως
αναφέρθηκε πιο πάνω.
Όσο για (την τέλεση μνημοσυνών) τις άλλες ημέρες δεν λογομαχούμε ούτε διαφωνούμε, επειδή
ούτε τα ιερά Τυπικά ή τα βιβλία της Εκκλησίας βλέπουμε να ορίζουν κάτι
διαφορετικό γι’ αυτές. Κάθε φορά, λοιπόν, που στις υπόλοιπες
(καθημερινές) ημέρες της εβδομάδας γίνεται τέλεια Λειτουργία, τότε κι
εμείς τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, χωρίς να ορίζουμε τίποτε
για θέματα που δεν έχουν οριστεί εκτός μόνο αν συμπέσουν σ’ αυτές τις
ημέρες Δεσποτικές ή Θεομητορικές εορτές. Γιατί τότε δεν ψάλλονται αυτά
(τα μνημόσυνα), που είναι πένθιμα, σε αυτές τις εορτές, που είναι
χαρμόσυνες, επειδή σύμφωνα με τις Ιερές Διαταγές των Αποστόλων «δεν
πρέπει να πενθούμε σε ημέρα εορτής». Βλέπουμε εξάλλου και τα Τυπικά, που
απαγορεύουν την τέλεση των μνημοσυνών κατά τις εορτές αυτές, όπως θα
πούμε λίγο πιο ύστερα.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια και να ισχυρισθεί ότι δεν είναι πένθιμα τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων για το λόγο ότι αυτά προξενούν λύπη. Και προξενούν λύπη,
πρώτο,
επειδή οι κεκοιμημένοι αδελφοί θεωρούνται από την Εκκλησία ως αμαρτωλοί
και όχι ως δίκαιοι και η αμαρτία, βέβαια, είναι ρίζα και αιτία λύπης
και πένθους, επειδή χωρίζει (τον άνθρωπο) από τον Θεό.
Δεύτερο,
προξενούν λύπη τα μνημόσυνα, επειδή οι ψυχές των κεκοιμημένων
θεωρούνται ότι βρίσκονται σε τόπο σκοτεινό, σε τόπο που επικρατεί η
θλίψη και με απλά λόγια, σε τόπο που είναι η φυλακή του αδη, ο όποιος
αληθινά είναι αίτιος λύπης και σκυθρωπότητας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία με
τα μνημόσυνα παρακαλεί να ελευθερωθούν οι ψυχές των κεκοιμημένων
αδελφών από αυτόν τον τόσο άθλιο τόπο και να τοποθετηθούν «σε τόπο
φωτεινό, σε τόπο χλοερό (καταπράσινο), σε τόπο αναψύξεως δροσισμού και
αναπαύσεως, όπου εξαφανίστηκε η λύπη και ο στεναγμός». Γι’ αυτό το λόγο
και όλοι οι χριστιανοί που παρίστανται στα μνημόσυνα των πεθαμένων, με
πένθιμο παρουσιαστικό, με μάτια σκυθρωπά και δακρυσμένα και με λυπημένη
φωνή, παρακαλούν και προσεύχονται στον Άγιο Θεό για χάρη του
κεκοιμημένου λέγοντας: «Κύριε, ελέησε (ευσπλαχνίσου) Κύριε, ανάπαυσε την
ψυχή του δούλου σου».
Τρίτο και τελευταίο, είναι
πένθιμα τα μνημόσυνα, εξαιτίας του θανάτου που αναφέρεται σ’ αυτά, του
θανάτου που είναι πρωταίτιος και πρωτεργάτης κάθε λύπης και πένθους. Και
αν, βέβαια (μας αναφέρεις ότι), ο Παύλος λέγει να μη λυπούμαστε για
τους κεκοιμημένους, αλλά σ’ εκείνο το σημείο κεκοιμημένους εννοεί όχι
τους αμαρτωλούς -τέτοιοι που θεωρούνται οι δικοί μας κεκοιμημένοι-, αλλά
τους Δικαίους και τους Αγίους, καθώς αυτό γίνεται φανερό από τα
παρακάτω λόγια του (στην Α’ Θεσσαλονικείς δ’, 13), έτσι όπως τα
ερμηνεύουν και ο Χρυσορρήμων (Χρυσόστομος) και ο Θεοφύλακτος...
Τρίτο, την
παράδοση τελέσεως των μνημόσυνων το Σάββατο, την βεβαιώνουν τα Τυπικά
πολλών Μοναστηριών και μάλιστα της Μεγίστης Λαύρας του Άθω και της Μονής
Δοχειαρείου, τα όποια ορίζουν ότι όταν τα μνημόσυνα των
κτητόρων τους τύχουν ημέρα Κυριακή, τότε να μνημονεύονται τα κόλλυβα
μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας του Σαββάτου και αφού τα μνημονεύσουν
και τα μοιράσουν στους αδελφούς, τότε να αρχίζει ό εσπερινός της
Κυριακής (αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις των Τυπικών τους γράφονται στο
μπροστινό μέρος). Αυτό το βεβαιώνουν (επίσης) τα «βραβία», δηλαδή οι
σύντομοι κώδικες που περιέχουν τα ονόματα των κτητόρων των Μοναστηριών
και διαβάζονται στον νάρθηκα (λιτή) του Ναού, τα όποια δεν διαβάζονται
στον εσπερινό του Σαββάτου. Άλλα και αν πρόκειται να γίνει αγρυπνία το
Σάββατο βράδυ προς Κυριακή, ορίζουν να γίνεται, βέβαια, η ακολουθία της
λιτής, να μη μνημονεύονται όμως σ’ αυτήν οι κεκοιμημένοι.
Τέταρτο, την παράδοση τελέσεως των μνημοσυνών το Σάββατο, την βεβαιώνει και το Τυπικό του ονομαστού Ναού του Πρωτάτου που βρίσκεται στον Άθωνα.
Και όταν λέμε Τυπικό του Πρωτάτου, συμπεριλαμβάνουμε όλα τα ιδιαίτερα
Τυπικά των ιερών Μοναστηριών του Άθωνα, γιατί το Πρωτάτο είναι η πρώτη
επίσημη καθέδρα, κάτω από την οποία βρίσκονταν όλα τα Μοναστήρια του
Αγίου Όρους. Αυτό λοιπόν το Τυπικό στο κεφάλαιο Ι16 καθορίζει για τα
μνημόσυνα τα έξης:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να
αναχωρήσει προς τον Κύριο κάποιος αδελφός την περίοδο των αγίων τούτων
ημερών (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δηλαδή), τότε ενδιάμεσα της εβδομάδας
δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του
μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής τότε τελείται η παννυχίδα του και το
πρωί του Σαββάτου τελείται η Λειτουργία (με κόλλυβο και νεκρώσιμο
τρισάγιο δηλαδή), ενώ το επόμενο Σάββατο γίνονται τα εννιάμερα του, είτε
συμπίπτουν στις ημέρες τους είτε όχι. Όσο για το σαραντάημερο μνημόσυνο
του, τούτο γίνεται με την συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα ήμερων από
την έκδημία του».
Αυτή η διάταξη για τα μνημόσυνα,
τριήμερα, εννιάμερα και τεσσαρακοστά, του κοιμηθέντος μέσα στην Μ.
Τεσσαρακοστή αδελφοί είναι κατά λέξη δανεισμένη από το καθολικό Τυπικό του αγίου Σάββα και Χαρίτωνος και Κυριάκου και Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Και επειδή το καθολικό Τυπικό που αναφέραμε, σχετικά με τα τριήμερα του κεκοιμημένου λέγει ότι πρέπει να γίνονται αυτά το Σάββατο,
-απ’ όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτά δεν γίνονται την Κυριακή,
καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος την Παρασκευή και τα
τριήμερα του να συμπίπτουν την Κυριακή, η διάταξη όμως του Τυπικού λέγει
κατηγορηματικά ότι τα τριήμερα του κεκοιμημένου (κατά την Μ.
Τεσσαρακοστή) γίνονται το Σάββατο (και όχι δηλαδή την Κυριακή)-, όμοια
και για τα εννιάμερα του λέγει με ακριβή ορισμό ότι πρέπει να γίνονται το ερχόμενο Σάββατο,
είτε συμβεί να συμπέσουν αυτά τότε, είτε δεν συμπέσουν (και όχι δηλαδή
την Κυριακή) . Όσο για το σαρανταήμερο του κεκοιμημένου, επειδή το
καθολικό εκκλησιαστικό Τυπικό αναφέρει αόριστα ότι τούτο να γίνεται όταν
συμπληρωθεί ο αριθμός των ημερών (από την ήμερα του θανάτου) -και δεν
εξαίρεσε τίς ημέρες στις όποιες δεν επιτρέπεται-, για τον λόγο αυτό οί
θεοφόροι πατέρες του αγιώνυμου Όρους, οι όποιοι καθόλου δεν διαφέρουν
στην αγιότητα από τον άγιο Σάββα και τον άγιο Χαρίτωνα και από τους
άλλους -«ερμηνεύοντας τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέτρα»,
σύμφωνα με τον Απόστολο- προσδιόρισαν το αόριστο και διεύρυναν το
περιορισμένο και εξήγησαν το δυσνόητο αυτό μέρος του καθολικού Τυπικού
και γι’ αυτό επισυνάπτουν στη συνέχεια τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις,
λέγοντας:
«Αυτό, βέβαια, είναι φανερό (ότι το
μνημόσυνο θα γίνει στις σαράντα ημέρες), εάν δεν συμπέσει (το
σαραντάημερο μνημόσυνο δηλαδή) την αγία και Μεγάλη Εβδομάδα ή τη
Διακαινήσιμο γιατί εάν συμπέσει μέσα σε αυτές τις εβδομάδες δεν τελείται
το μνημόσυνο του δηλαδή, παρά μόνο αφού περάσει η Κυριακή του
Θωμά. Επειδή ακριβώς είναι παράδοση των Άγιων να μνημονεύονται
καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που έχουν εκδημήσει από κοντά μας από
αυτή δηλαδή την πρώτη μέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή
μέρα, οι Λειτουργίες αυτού του είδους που γίνονται για αυτούς αρχίζουν
από την Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η Τεσσαρακοστή μέρα. Τούτο
δεν γίνεται μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες μέρες.
Δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν την Ανάληψη,
την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δεύτερα του Άγιου Πνεύματος».
Και βλέπε, φίλτατε αναγνώστη, πόση
ακρίβεια τηρούν εδώ, σ’ αυτά που λένε, οι θεοφόροι Πατέρες του Αγίου
Όρους. Γιατί αυτοί οι ίδιοι που είπαν παραπάνω ότι είναι παράδοση των
Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά οι κεκοιμημένοι αδελφοί και αυτοί οι
ίδιοι που, ως φιλάδελφη που είναι, τόσο αγωνίζονται και υπερμαχούν για
να μνημονεύονται καθημερινά όσοι τελευτούν αυτοί, λοιπόν, εξαιρούν (από
την μνημόνευση αυτή, που γίνεται με κόλλυβο) με τρόπο κατηγορηματικό τις
Κυριακές και τις αναφερθείσες εορτάσιμες ημέρες και με μεγάλη
ακριβολογία και σαφή υπόδειξη λέγουν να μη γίνονται τις ημέρες αυτές τα
μνημόσυνα των κεκοιμημένων αδελφών. Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο
φανερό και ξεκάθαρο απ’ αυτή την αλήθεια; Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει
πιο σαφές απ’ αυτή την διάταξη; Ή ποιος άλλος μπορεί να βρεθεί
περισσότερο φιλάδελφος από τους φιλάδελφους αυτούς Πατέρες; Αρκετή ήταν
από μόνη της η παραπάνω μαρτυρία του Τυπικού του Πρωτάτου, ως το πλέον
αποδεκτό που είναι, να πληροφορήσει τον καθένα.
Για περισσότερη, όμως, επιβεβαίωση των αναγνωστών, παρουσιάζουμε εδώ και άλλες μαρτυρίες από Τυπικά μερικών Μοναστηριών του, Αγίου Όρους.
Λέμε, λοιπόν, ότι την παραπάνω διάταξη του Τυπικού του Πρωτάτου, αυτή
που αναφέρει για το «τι πρέπει να γίνει, εάν συμβεί κάποιος αδελφός να
αποδημήσει προς τον Κύριον μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή», την ίδια,
απαράλλακτα και με τις ίδιες λέξεις, αναφέρει και το Τυπικό της Ιεράς Μονής του Διονυσίου, που τώρα είναι κοινόβιο. Γιατί και εκεί κατά τον ίδιο τρόπο γράφεται:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να
αποδημήσει κάποιος αδελφός προς τον Κύριον αυτές τις άγιες ημέρες, κατά
τη διάρκεια της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία
μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής επειδή
τότε τελείται η παννυχίδα του, και το Σάββατο πρωί τελείται η
Λειτουργία» και τα υπόλοιπα. Έπειτα προσθέτει και τα ακόλουθα: «Και
επειδή είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά με
Λειτουργίες αυτοί που αναχωρούν από κοντά μας, από την πρώτη δηλαδή
ημέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή, οι Λειτουργίες αυτού
του είδους [με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο] που γίνονται γι αυτούς
αρχίζουν από τη Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η τεσσαρακοστή
ημέρα. Μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες ημέρες δεν γίνεται
αυτό, δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν από την
Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δευτέρα του Αγίου
Πνεύματος»...
ΠΗΓΗ: (ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΦΙΛΟΙ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ».
ΤΕΥΧΗ 2004-2005)
ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Φοβερό πράγμα εἶναι ὁ φθόνος, ἀγαπητοί,
καί ἀνήσυχο, πού πάντοτε κινεῖται καί πότε δέν παύει νά ἐνεργῆ τό φυσικό
του γνώρισμα. αὐτό εἶναι τό νά προσάπτη μῶμο στούς ἀμωμήτους, νά
κατηγορῆ τούς ἀκατηγόρητους, καί αὐτούς τούς εὐσεβεστάτους καί
ὀρθοδοξότατους νά τούς διαβάλλη ὡς κακοδόξους καί δυσσεβεῖς. Γιά
ἐπιβεβαίωσι αὐτοῦ εἶναι ἀρκετά τά παραδείγματα τῶν μεγάλων διδασκάλων
καί Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας μας, ἐννοῶ τοῦ Ἀθανασίου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ
Χρυσοστόμου καί τῶν ὑπολοίπων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἦσαν εὐσεβέστατοι καί
ὀρθοδοξότατοι, διαβάλλονται ἀπό τούς ἀντίπαλούς τους ὡς δυσσεβεῖς καί
κακόδοξοι. Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ τόσο μεγάλοι καί σπουδαῖοι Ἅγιοι τῆς
Ἐκκλησίας μας δέν μπόρεσαν νά γλυτώσουν ἀπό τόν φθόνο καί τίς
συκοφαντίες, πῶς ἦταν δυνατό νά μείνουμε ἐμεῖς ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς, οἱ
ὁποῖοι δέν εἴμαστε ἄξιοι οὔτε νά πλύνουμε τά πόδια τους;
Δέν εἶναι λοιπόν καθόλου παράξενο, ἄν
καί ἐμεῖς, ἀπό τόν φθόνο καί τό πεῖσμα καποίων ἀδελφῶν ἤ καί ἀπό μισός
ἀκόμη παρακινούμενοι, κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε καί μέ δυσφημια
καί κακόδοξα ὀνόματα. Ὑπάρχουν ἀκόμη καί μερικοί, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά
γνωρίζουν καθόλου τί θά πῆ Κολυβας καί χωρίς νά γνωρίζουν τήν αἰτία γιά
τήν ὁποία ἐμεῖς κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε, μόνον ἐπειδή ἀκοῦν
νά μᾶς ἀποκαλοῦν οἱ ἄλλοι Κολυβαδες καί αἱρετικούς καί κακοδόξους καί
ἀλλά παρόμοια συκοφαντικά, ἀμέσως καί αὐτοί ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες
συκοφαντίες.
Ἔτσι μοιάζουν μέ ἐκείνους τούς ἀνόητους
Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἀγροῖκοι ὄντες, κατηγόρησαν τόν δίκαιο Ἀριστείδη
καί ἔγραψαν ἐνατιον τοῦ στό ὀστρακοοτι ἀξίζει νά ἐξοστρακισθῆ καί νά
ἐξορισθῆ ἀπό τήν Ἀθηνᾶ. Καί μολονότι δέν τόν γνώριζαν καθόλου
προηγουμένως, ἄκουγαν ὅμως μόνο ἀπό τούς ἄλλους ὅτι εἶναι ἄξιος
ἐξοστρακισμοῦ καί ἐξορίας, ὅπως ἀναφέρεται γι’ αὐτόν στά Παράλληλα του
Πλουτάρχου. καί δέν ἀναφερόμαστε, λόγω τοῦ δυσφήμου, σ’ ἐκείνην τήν
χυδαία καί λαϊκή παροιμία πού ἁρμόζει σ’ αὐτήν τήν κατάστασι, πού λέει:
«ὅταν γαυγίζη ἕνας, ἀμέσως γαυγίζη καί ἄλλος σκύλος».
Γιά τόν λόγο αὐτό, γιά νά γίνη γνωστή ἡ
ἀλήθεια, ἀναγκαζόμαστε νά ἐκθέσουμε ἐδῶ τήν παροῦσα ἰδιόχειρη Ὁμολογία
τῆς Πίστεώς μας καί νά ἀπολογηθοῦμε μέ λίγα λόγια, τί πιστεύουμε γιά ὅσα
κατηγορούμαστε ἄδικα. Διότι ἀκοῦμε ἀπό τόν κορυφαῖο Πέτρο νά παραγγέλη:
«Νά εἰσθε πάντοτε ἕτοιμοι γιά ἀπολογία σέ ὁποιονδήποτε σᾶς ζητά λόγο»
(Ἀ’ Πέτρ. 3,15), ὥστε ὅσοι μέ πάθος διαδίδουν αὐτά ἐναντίον μας, νά
κλείσουν τά στοματά τους, φοβούμενοι τόν Θεό καί τήν μελλοντική
ἀνταπόδοσι καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, πού σκανδαλίζονται ἀπό ἄγνοια καί
ψυχραίνονται ἀπό ὅσα λέγονται ἐναντίον μας, νά σταματήσουν νά
σκανδαλίζωνται, βλέποντας πλέον νά ἀποκαλύπτωνται καί μέ τόν λόγο καί μέ
τήν γραφή τά φρονήματα πού ὑπάρχουν στήν καρδία μας. Διότι σύμφωνα μέ
τόν Ἀπόστολο «μέ τήν καρδία ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν
δικαίωσι, μέ τό στόμα δέ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν σωτηρία» (Ρώμ.
10,10).
Πρώτον. Ὁμολογοῦμε καί
κηρύττουμε καί παραδεχόμαστε τά δώδεκα Ἄρθρα πού ὑπάρχουν στό κοινό
σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδή ἐκεῖνα πού περιέχονται στό «Πιστεύω εἰς ἔνα
Θεόν», τά ὁποία τά διαβάζουμε καθημερινά καί μόνοι μας καί ἀπό κοινοῦ
καί στά κελλιά μᾶς καί στούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά τύχη νά
βρεθοῦμε. Διότι ἀκοῦμε τόν ἱερό Χρυσόστομο νά λέη: «Οἱ φρικτοί κανόνες
πού ὑπάρχουν στό σύμβολο, εἶναι δόγματα πού κατῆλθαν ἀπό τόν Οὐρανό»
(Ὁμιλία μ’ εἰς τῆς πρός Ἀ’ Κορινθιους).
Δεύτερον. Ὁμολογοῦμε
καί παραδεχόμαστε ὅλα τά ἀλλά δόγματα, ὅσα ὁμολογεῖ (παραδέχεται) καί
κηρύττει ἡ ἅγια του Χριστοῦ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τόσα ὅσα
ἀναφέρονται στήν ὑψηλή καί Τριαδική Θεολογία, δηλαδή περί Πατρός , Υἱοῦ
καί Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ὁποίων μιά εἶναι ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τόν 5ο
κανόνα τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ, ὅσο καί τά δόγματα πού ἀφοροῦν
τήν βαθεία καί ἐνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἀναφέρω
τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. «Πιστευομεν,
ὡς ἐβαπτισθημεν καί δοξαζομεν ὡς πεπιστευκαμεν» (Λόγος ἅ΄ Ἀσκητικός).
Τρίτον. Ὁμολογοῦμε καί
παραδεχόμαστε μέ εὐσεβῆ λογισμό τά ἑπτά θειά καί ἱερά μυστήρια της
Ἐκκλησίας μας, τά ὁποία εἶναι: Τό ἅγιο Βάπτισμα, Τό ἅγιο Μύρο, ἡ Θεία
Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσυνη, ὁ νόμιμος Γάμος, ἡ ΜΕτανοια καί τό Εὐχέλαιο. Καί
αὐτά τά τιμοῦμε καί τά ἐπιβραβεύουμε μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν εὐλάβεια,
ἐπειδή βοηθοῦν ἀπαραίτητα στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ἔρχεται ἀπό
αὐτά, σύμφωνα μέ τήν τάξι πού ἐνεργεῖται καί φυλάσσεται στήν ἀνατολική
του Χριστοῦ Ἐκκλησιά.
Τέταρτον. Διατηροῦμε
τίς Ἀποστολικές παραδόσεις τίς ὁποῖες διδαχθήκαμε εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ
ἐπιστολή τῶν θειῶν καί ἱερῶν Ἀποστολῶν, καί μένουμε πιστοί σέ ὅσα μάθαμε
καί βεβαιωθήκαμε, ὅπως παραγγελει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ’ ἐμᾶς καί σέ
ὅλους τους χριστιανούς καί στήν Ἅ΄πρός Κορινθιους καί στήν Β΄ πρός
Θεσσαλονικεις καί στήν Β΄ πρός Τιμόθεον.
Πέμπτον. Μαζί μέ τίς
παραδόσεις τῶν Ἀποστολῶν κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε τίς Παραδόσεις τῆς
Ἐκκλησίας, δηλαδή αὐτές πού καθωρισθηκαν ἀπό τούς διαδόχους τῶν
Ἀποστόλων. Δηλαδή τοῦ κακοδόξου Μοντανου, πού ἄκμασε κατά τόν 2ον αἰώνα
καί τό φρόνημα τοῦ ἦταν τό νά ἀθετῆ τίς παραδόσεις καί τά ἤθη τῆς
Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τόν Εὐσέβιο (Βιβλ. Ἔ΄ κέφ. ἴε΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
Ἱστορίας). Διότι τά δόγματα καί οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι
ἀντίθετα μεταξύ τους, κάθε ἄλλο, μᾶλλον τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο.
Διότι τά δόγματα τῆς Πίστεως ἀποτελοῦν τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ
οἱ Παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας στηρίζονται πάνω στά δόγματα τῆς πίστεως,
ἀλλά καί τά δυό μαζί ἔχουν τήν μιά καί τήν ἴδια δύναμι στό θέμα τῆς
πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι «καί τά δυό αὐτά ἔχουν
τήν ἴδια ἰσχύ στό θέμα τῆς πίστεως» (κανών 91). Διότι, ὅπως οἱ μεγάλες
πέτρες στέκονται μαζί μέ τίς μικρές καί οἱ δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν
οἰκοδομή, διότι ἄν θελήση κάποιος νά γκρεμίση τίς μικρές, συγχρόνως
γκρεμίζει καί τίς μεγάλες, ἔτσι καί τά δόγματα τῆς Πίστεως παραμένουν
μαζί μέ τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄν θελήση κάποιος νά ἀθετήση
τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀθετεῖ μαζί μέ αὐτές καί τά δόγματα τῆς
Πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε πάλι ὁ μέγας Βασίλειος: «Ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά
ἀθετήσουμε τά ἄγραφα ἀπό τά ἔθιμα, ἐπειδή τάχα δέν ἔχουν μεγάλη δύναμι,
κατά λάθος θά προξενούσαμε μεγάλη ζημία στό Εὐαγγέλιο. Μᾶλλον θά
μετατρέπαμε τό κυρηγμα σέ ἕνα ψιλό ὄνομα» (κάν. 91).
Ἕκτον. Κρατοῦμε καί
παραδεχόμαστε ὅλους τους ἱερούς κανόνες τῶν πανευφημων Ἀποστόλων, τῶν
Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν, τῶν Τοπικῶν καί τῶν Ἅγιων καί θεοφορων
Πατέρων, πού ἔζησαν σέ κάθε τόπο (κατε μέρος), τῶν κανόνων πού
περιέχονται στόν 2ο κανόνα τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ καί τούς
Κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν στόν ἅ΄ κανόνα τῆς Ἕβδομης. Μαζί μέ τούς
Κανόνες παραδεχόμαστε καί τά Πρακτικά τῶν ἴδιων Συνοδῶν, διότι ἔχουν τήν
ἴδια δύναμι καί τα δυό.
Ἕβδομο. Καί γιά νά
μιλήσουμε γενικά. Ὅλα ὅσα ὅσα ἡ Ἅγια Καθολική, Ἀποστολική καί Ἀνατολική
Ἐκκλησία, ἡ κοινή καί πνευματική μας Μητέρα, παραδέχεται καί ὁμολογεῖ,
αὐτά καί ἐμεῖς μαζί μέ αὐτήν παραδεχόμαστε καί ὁμολογοῦμε. Ὅσα πάλι αὕτη
ἀποστρέφεται καί ἀποκηρύττει, παρόμοια καί ἐμεῖς αὐτά τά ἀποκηρύττουμε
καί τά ἀποστρεφόμαστε μαζί μέ αὐτήν ὡς εἰλικρινῆ καί γνήσια τέκνα της...