Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Η συνάντηση με τον Αναστάντα, του π. Ανδρέα Αγαθοκλέους,


Η συνάντηση με τον Αναστάντα
του π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Το 44ο γράμμα από τον πνευματικό πατέρα.
«Εγώ, αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά και δεν βάλω το δάκτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δε θα πιστέψω» (Ιω. 20,25).
Η απαίτηση του Αποστόλου Θωμά για απτές αποδείξεις θα παραμένει πάντα η πρόκληση και η επιθυμία του καθενός που θέλει να πιστέψει στο Θεό. Και γιατί όχι; Πού βρίσκεται το λάθος του Αποστόλου που θα καλείτο, όπως οι άλλοι που τον είδαν, να κηρύξει για την Ανάστασή Του, αφού δεν τον έχει δει; Και γιατί είναι μεμπτό και ίσως αμαρτία να θέλει κάποιος να δει το Θεό για να Τον πιστέψει;
Το «πίστευε και μη ερεύνα» είναι μια παρεξηγημένη φράση, που κανένας Πατέρας της Εκκλησίας δεν δίδαξε και ούτε η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται. Άλλωστε, τι να ερευνήσει, αφού ο Θεός δεν είναι αντικείμενο αλλά πρόσωπο - και μάλιστα τρία πρόσωπα «ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενωμένα;».
Το πρόβλημα δεν συνίσταται στο ότι θέλουμε να έχουμε «αποδείξεις περί Θεού», αλλά στον τρόπο με τον οποίο τις θέλουμε. Το λάθος του Αποστόλου Θωμά δεν ήταν που ήθελε να γνωρίσει τον Αναστάντα, αλλά το ότι ήθελε να Τον δει, να Τον αγγίξει, να Τον ακούσει, με τον τρόπο που Τον έβλεπε, Τον άγγιζε και Τον άκουε πριν την Ανάσταση.
Η Ανάσταση του Χριστού δεν ήταν η ίδια με την ανάσταση του Λαζάρου. Ξέρουμε ότι ο Λάζαρος πάλι πέθανε, αφού έζησε όπως πριν το θάνατο και ανάστασή του. Ο Χριστός αναστήθηκε άφθαρτος, γι’ αυτό δεν περιοριζόταν από τον χρόνο και το χώρο – έκφραση φθοράς - ούτε πέθανε ξανά. Νίκησε το θάνατο, νίκησε τη φθορά. Πώς μπορούσε ο Θωμάς να σχετίζεται μαζί Του ως να μην ήταν άφθαρτος;
Όσο θα μένουμε προσκολλημένοι στις απαιτήσεις του λογικού που γνωρίζει ό,τι οι αισθήσεις του υπαγορεύουν, θα παραδέρνουμε υπαρξιακά και θ ’αναζητούμε αυτόν που δεν υπάρχει, θα περιμένουμε αυτόν που δεν θα έλθει. Βέβαια, το Πνεύμα το Άγιο «όπου θέλει πνει», γι αυτό και δεν περιορίζεται από οποιουσδήποτε νόμους- φυσικούς η πνευματικούς. Το θαύμα εξακολουθεί να λειτουργεί στη ζωή μας, αλλά τα τόσα θαύματα του Χριστού δεν έπεισαν τους Φαρισαίους.....
Η γνώση του Αναστάντος Κυρίου γίνεται με τον ερχομό Του και την αποκάλυψή Του. Η όποια προσπάθεια ανακάλυψής Του, στηριγμένη στο λογικό, θα οδηγεί σε φανταστικό Θεό, σε Θεό των φιλοσόφων ή του συναισθήματος. «Ο Θεός των πατέρων ημών» είναι Αυτός που ως πρόσωπο αποκαλύπτεται, διαλέγεται, σέβεται και αναμένει την καρδιακή πρόσκληση.
Η προσωπική επιθυμία για συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστό, αν ενεργοποιείται με την προσευχή και την τήρηση των εντολών, θα δώσει καρπούς πολλούς. Ο χώρος όμως της Εκκλησίας και η Θεία Λειτουργία ως σύναξη της Εκκλησίας, θα καταθέτουν ενώπιον του Κυρίου αυτή την προσωπική επιθυμία ως ταπείνωση και ο άνθρωπος θα βεβαιώνει ότι «ανέστη ο Κύριος όντως». Ο Θωμάς στη σύναξη των μαθητών συνάντησε τον Χριστό και βεβαιώθηκε προσωπικά για την Ανάσταση.
Πίσω από την πάλη για αναζήτηση, που εκφράζει ζωντάνια, κρύβεται η ετοιμότητα του Κυρίου Ιησού να συναντηθεί με αυτόν που Τον αναζητεί και να γευτεί, όπως ο Θωμάς, την ευχάριστη έκπληξη ομολογώντας «ο Κύριος μου και ο Θεός μου!».

H Έγερση του Λαζάρου και ο Θάνατος των Αγαπημένων Γράφει ο π. Ανδρέας Αγαθοκλέους


Ο θάνατος του Λαζάρου, του φίλου του Χριστού, μας παραπέμπει στο θάνατο αγαπημένων προσώπων.
Αυτό το «εδάκρυσεν ο Ιησούς» (Ιω.11.35) δείχνει τον πόνο Του για το χωρισμό, την τέλεια ανθρώπινή Του φύση, καθώς και το οδυνηρό τού θανάτου ως αταίριαστο για τον άνθρωπο.
Μπροστά στον τάφο του τετραήμερου ξεδιπλώνεται το εσωτερικό του Ιησού, που χαρακτηρίζεται από αγάπη και στοργή για το πρόσωπο με την ιδιαίτερη και μοναδική σχέση της φιλίας. Γι’αυτό δεν κρύβει τη λύπη και την ταραχή Του. «Ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν» (Ιω.11,33). Στο μεγάλο πόνο αποκαλύπτουμε το βαθύτερο εαυτό μας, χωρίς μάσκα και χωρίς κοινωνικά καλουπώματα.
Η διήγηση του Ευαγγελίου για την έγερση του Λαζάρου είναι πέρα για πέρα αληθινή, όπως οποιοσδήποτε θάνατος αγαπημένου προσώπου. Εκεί φαίνεται το γεγονός του θανάτου, τα αισθήματα των ζώντων, οι εσωτερικές τους καταστάσεις. Φαίνεται όμως και η υπέρβασή του, καθότι ο Ιησούς Χριστός, ο φίλος του Λαζάρου, δεν είναι απλά ένας σπουδαίος δάσκαλος, ένας καλός φίλος ή ακόμη και ένας με το χάρισμα της θαυματουργίας. Είναι « η ανάστασις και η ζωή» , καθώς το αποκαλύπτει στη Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου. Γι’ αυτό «όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, κι αν πεθάνει, θα ζήσει».
Η ανάσταση του Λαζάρου, μια βδομάδα πριν την ανάσταση του Κυρίου, βεβαιώνει την κοινή ανάσταση όλων των κεκοιμημένων, που θα συμβεί στη Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τότε ο θάνατος των αγαπημένων θα σχίζει την καρδιά, ο πόνος θα συντρίβει την ύπαρξη και η ανάγκη για επικοινωνία θα γίνεται αφόρητη. Ποιος είπε ότι το κλάμα για τον κεκοιμημένο μας είναι αμαρτία; Αμάρτησε δηλαδή κι ο Χριστός έξω από τον τάφο τού φίλου Του; Δεν είναι απάνθρωπο να καταπιέζουμε τα αισθήματά μας, βιώνοντας το μεγάλο πόνο;
Κι από την άλλη: Δεν προσδοκούμε ανάσταση νεκρών; Δεν είναι ο Κύριος και Θεός μας νικητής του θανάτου; Ζούμε ως άθεοι, μη έχοντες ελπίδα; Η έγερση του Λαζάρου τοποθετεί το θάνατο αγαπημένων μας προσώπων στη σωστή του βάση: έκφραση των οδυνηρών βιωμάτων μας κατά τον τρόπο που ο καθένας μας εκφράζεται και θέλει, αλλά και βεβαίωση ότι ο αγαπημένος μας «μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν», σε νέα διάσταση ζωής όπου «δεν υπάρχει ούτε πόνος ούτε λύπη ούτε στεναγμός».
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω και τη φιλία του Χριστού με το Λάζαρο ως γεγονός που δείχνει την ανθρώπινη αυτή ανάγκη. Είναι θλιβερό να περνά η ζωή χωρίς φιλία, χωρίς σχέση. Αυτό είναι ένας άλλος τρόπος θανάτου που επιλέγουμε ελεύθερα, γι’ αυτό και χωρίς ελπίδα ζωής. Γιατί χωρίς φίλο, όταν θα βιώνεις εμπειρίες ψυχικού θανάτου – απογοήτευση, απόρριψη, μοναξιά – θα μείνεις στο θάνατο. Ο φίλος όμως – αν είναι όντως φίλος – θα σε αναστήσει ερχόμενος κοντά σου, πονώντας και κλαίοντας μαζί σου κι άρα παίρνοντας το δικό σου θάνατο και χαρίζοντάς σου την κοινωνία, τη σχέση, την ελπίδα. Άρα την όντως ζωή.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τα γιατί της Ανάστασης


Έπρεπε ν’ αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν, όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφόσον έφραξαν με το βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως, μολονότι δεν έγινε κλοπή, ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο πως ο Χριστός αναστήθηκε. Είδες πώς, και μη θέλοντας, στηρίζουν την αλήθεια; […]
Ας ξαναρωτήσουμε τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν, ανόητοι, το σώμα του Χριστού οι μαθητές; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το εβραϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν; Πέστε μου! Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί, οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους και άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πώς, με όσα κάνουν οι Εβραίοι, πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψέματα, οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ’ την άγρυπνη προσοχή της κι απ’ την άγρυπνη προσοχή της κι απ’ τα ξίφη της). Κι έπειτα, γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς, αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν υπήρχε ακόμα φρουρά στον τάφο, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλαδή την πρώτη νύχτα – γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί. Και, βέβαια, δεν τους έμελε που τα έκαναν αυτά σε μέρα Σαββάτου, παρά την απαγόρευση του μωσαϊκού νόμου. Βλέπετε, μόνο ένα πράγμα είχαν στο νου τους, το πώς με κάθε πανουργία θα πετύχουν το σκοπό τους. Αυτό όμως ήταν δείγμα τόσο έσχατης μωρίας όσο και συνταρακτικού φόβου. Γιατί, άραγε, τον φοβούνταν νεκρό εκείνοι, που Τον έπιασαν ζωντανό; Αλλά η πέτρα και η σφραγίδα και η φρουρά, που δεν μπόρεσαν να Τον κρατήσουν, τοποθετήθηκαν, για να μάθουν οι Εβραίοι ότι με τη θέλησή Του έπαθε όσα έπαθε. Με όλα αυτά ένα μόνο επιτυγχάνεται, κι έτσι να πιστέψουν οι άνθρωποι στην Ανάσταση. […]
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί, μόλις αναστήθηκε, να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τούς ελκύσει στην πίστη, δεν θ’ αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Το ότι δεν υπήρχε όμως τέτοια ελπίδα, το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Ωστόσο, όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά κι εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού τόσο, που ήθελαν να σκοτώσουν και Αυτόν και το Λάζαρο.
Αφού λοιπόν, όταν ανέστησε άλλον, όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον Του, αν τους φανερωνόταν όταν αναστήθηκε ο ίδιος, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο, τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν’ αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές Του, κι έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάστηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλαδή σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα, που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ’ τα καρφιά και το τραύμα απ’ τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή Του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε κι ήπιε; Γιατί η ίδια η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ

AgiosNikodimos

Λέγεται ότι,οι άνθρωποι συνηθίζουν να διώκουν, να κατηγορούν και να συκοφαντούν τους Αγίους, όταν αυτοί βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Μόλις όμως φύγουν από την ζωή, τότε αρχίζουν να τους τιμούν, να τους αγιάζουν και να προστρέχουν σ’ αυτούς.
Πράγματι είναι πολύ γνώριμο και συνηθισμένο το φαινόμενο αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, και συνέβει όχι μόνον σε πάρα πολλούς Αγίους, όπως: Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Θεόδωρος Στουδίτης, Μάξιμος Ομολογητής, Νεκτάριος Πενταπόλεως και πολλούς άλλους, αλλά συνέβει ακόμη και σ’ Αυτόν τον ίδιο τον Κύριό μας, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.
Το ίδιο ακριβώς, έπαθε και ο σύγχρονος, σπουδαίος  και πολυγραφώτατος Άγιος,  ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος και αναγκάστηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, να γράψει αυτή την καταπληκτική απολογία, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είναι κακόδοξος και αιρετικός. Τι να πει κανείς!
Τα λόγια περιττεύουν σε τέτοιες περιπτώσεις...
Ας διαβάσουμε λοιπόν, ένα μέρος απ’ αυτήν την σπουδαία απολογία του και πιστεύω ότι θα ωφεληθούμε τα μέγιστα.
π. Μάξιμος

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΔΗΛΑΔΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΗ
Κατά τῶν, ὅσοι ἀμαθῶς καί κακοβούλως ἐτόλμησαν παρεξηγεῖν καί διαβάλλειν Παραδόσεις τινάς τῆς Ἁγίας Ἐκκλησσίας καί ἄλλα τινά τῶν περί Πίστεως ὑγιῆ καί ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ ἀοιδήμου Διδασκάλου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
(Α΄ Μέρος)
AgiosNikodimos 2

Φοβερό πράγμα είναι ο φθόνος, αγαπητοί μου, και ανήσυχο διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση και ποτέ δεν παύει να ενεργοποιεί την φυσική του ιδιότητα. Αυτή συνίσταται στο να προσάπτει μομφή στους άμεμπτους, να κατηγορεί τους ακατηγόρητους και να διαβάλλει ως δήθεν κακόδοξους και ασεβείς ακόμη και αυτούς πού τυχαίνει να είναι οι πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι.
Για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέω, αρκεί να αναφερθούν τα παραδείγματα των μεγάλων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας∙και εννοώ τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο, τον Χρυσόστομο και τους υπολοίπους, οι οποίοι ενώ ήσαν οι πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι, εν τούτοις διαβάλλονταν από τους εχθρούς τους ως δήθεν ασεβείς και κακόδοξοι.
Κι αν, όπως συνέβη, οι τέτοιας λογής και τόσου μεγέθους άγιοι της Εκκλησίας δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από τον φθόνο και τίς διαβολές, πώς ήταν δυνατό να μείνουμε ακατηγόρητοι εμείς και να φανούμε ανώτεροι από αυτούς, εμείς που δεν είμαστε άξιοι ούτε να σταθούμε κοντά τους; Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο πού κι εμείς κατηγορούμαστε και διαβαλλόμαστε με δυσφημιστικά και κακόδοξα ονόματα, από κάποιους αδελφούς που κινούνται από φθόνο και πείσμα ή και από μίσος.
Υπάρχουν εξάλλου και μερικοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν καθόλου τι σημαίνει η λέξη «Κολλυβάς» και δεν καταλαβαίνουν την αιτία για την οποία κατηγορούμαστε και δυσφημιζόμαστε. Αυτοί, μόνο και μόνο επειδή ακούνε τους άλλους να μας αποκαλούν Κολλυβάδες και αιρετικούς και κακόδοξους, και με άλλους παρόμοιους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αμέσως τους ακολουθούν στο να εκτοξεύουν εναντίον μας τις ίδιες δυσφημιστικές ονομασίες.

Μοιάζουν λοιπόν μ’ εκείνους τους ανόητους Αθηναίους, οι όποιοι ενώ ήσαν άξεστοι και αγροίκοι, κατηγόρησαν τον δίκαιο Αριστείδη και έγραψαν εναντίον του επάνω στο όστρακο ότι είναι άξιος να εξοστρακισθεί και να εξοριστεί από την Αθήνα. Και το έκαναν αυτό, παρόλο που δεν τον γνώριζαν καθόλου από πριν τους έφτανε μόνο που άκουγαν από τους άλλους ότι είναι άξιος εξοστρακισμού και εξορίας, σύμφωνα με την εξιστόρηση που γίνεται για αυτόν στα «Παράλληλα» του Πλουτάρχου. Παραλείπουμε βέβαια, επειδή είναι κακόφημη, την ταιριαστή σε τέτοιες περιπτώσεις δημώδη και λαϊκή εκείνη παροιμία πού λέγει: «μόλις γαβγίζει ένας σκύλος αμέσως γαβγίζει κι άλλος».
Για να κάνουμε λοιπόν γνωστή την αλήθεια, αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε εδώ την παρούσα ιδιόχειρη ομολογία της Πίστεως μας και να απολογηθούμε με συντομία τι φρονούμε για εκείνα (τα θέματα) για τα οποία αδίκως μας κατηγορούν γιατί ακούμε τον κορυφαίο (απόστολο) Πέτρο που μας παραγγέλλει: «Να είστε πάντοτε έτοιμοι να απολογηθείτε σε καθένα που σας ζητάει λόγο... (για την πίστη σας)» (Α’ Πέτρ. γ’, 15). Και τούτο, αφενός, για να κλείσουν τα στόματα τους με το να φοβηθούν τον Θεό και την μέλλουσα ανταπόδοση εκείνοι που με εμπάθεια εκτοξεύουν εναντίον μας αυτές τίς κατηγορίες και αφετέρου, οι αδελφοί πού αγνοώντας (την αλήθεια) σκανδαλίζονται και ψυχραίνονται από όσα λέγονται εναντίον μας, να πάψουν να σκανδαλίζονται, βλέποντας ήδη να φανερώνονται και προφορικά και γραπτά και έντυπα τα φρονήματα πού έχουμε στην καρδιά μας επειδή σύμφωνα με τον απόστολο (Παύλο) «Με την καρδιά πιστεύει κανείς εκείνο, που οδηγεί στη δικαίωσή του, ενώ με το στόμα ομολογεί εκείνο που οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ, Γ, 10).
Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, ομολογούμε και κηρύττουμε και αποδεχόμαστε τα δώδεκα άρθρα πού Βρίσκονται στο κοινό Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή αυτά πού περιέχονται στο «Πιστεύω εις ένα Θεόν», τα οποία καθημερινά τα διαβάζουμε και ο καθένας μόνος του και από κοινού, και στα κελλιά μας και στις άγιες εκκλησίες του Θεού, στις όποιες θα τύχει να παρευρεθούμε. Διότι ακούμε τον θείο Χρυσόστομο να λέγει: «Είναι δόγματα που κατέβηκαν από τον Ουρανό οι φρικτοί κανόνες πού βρίσκονται στο Σύμβολο» (στην Μ’ Ομιλία, στην Α’ προς Κορινθίους).
Δεύτερο, ομολογούμε και ενστερνιζόμαστε όλα τα αλλά δόγματα, όσα η Καθολική και Ανατολική Αγία Εκκλησία του Χριστού ομολογεί και κηρύττει. Τόσο αυτά που αφορούν την υψηλή και Τριαδική θεολογία, δηλαδή τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, των οποίων η Θεότητα είναι μία, σύμφωνα με τον Ε’ Κανόνα της δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, όσο και αυτά που έχουν σχέση με την βαθιά και ένσαρκη Οικονομία του Θεού Λόγου. Και για να πω αυτό που λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Πιστεύουμε σύμφωνα με όσα ομολογήσαμε στο βάπτισμα μας και φρονούμε σύμφωνα με όσα έχουμε πιστεύσει». (στον Α’ Ασκητικό Λόγο).
Τρίτο, ομολογούμε και αποδεχόμαστε με ευσεβές φρόνημα τα επτά θεία και ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία είναι: Το άγιο Βάπτισμα, το άγιο Μύρο, η θεία Ευχαριστία, η Ιεροσύνη, ο νόμιμος Γάμος, η Μετάνοια και το Ευχέλαιο. Και αυτά τα τιμούμε και τα σεβόμαστε με κάθε πίστη και ευλάβεια, ως αναγκαιους συντελεστές στη σωτηρία της ψυχής μας και αποδεχόμαστε την χάρη και τον αγιασμό αυτών των Μυστηρίων, σύμφωνα με το (ιεροτελεστικό) τυπικό που τηρείται και διαφυλάσσεται στην Ανατολική (Ορθόδοξη) του Χριστού Εκκλησία.
Τέταρτο, κρατάμε τις αποστολικές παραδόσεις, που διδαχθήκαμε είτε προφορικά είτε με Επιστολή των θείων και ιερών Αποστόλων και μένουμε (σταθεροί) σ’ αυτά που μάθαμε και επιβεβαιώσαμε, όπως ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει σ’ εμάς και σ’ όλους τους χριστιανούς και στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή και στην Β’ προς Θεσσαλονικείς και στην Β’ προς Τιμόθεο.

Πέμπτο, μαζί με τις παραδόσεις των αποστόλων κρατούμε και αποδεχόμαστε και τις παραδόσεις της Εκκλησίας, δηλαδή αυτές που ορίσθηκαν από τους διαδόχους των αποστόλων -ήταν φρόνημα του κακόδοξου Μοντανού, ο όποιος άκμασε κατά τον δεύτερο αιώνα, το να αθετεί τις παραδόσεις και τις συνήθειες της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, βιβλίο Ε’, κεφ. ΙΕ’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας-, γιατί τα δόγματα και οι παραδόσεις της Εκκλησίας δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους, μη γένοιτο κάτι τέτοιο! Αλλά μάλλον το ένα είναι συστατικό του άλλου. Γιατί, αφενός τα δόγματα της Πίστεως συνιστούν (συγκροτούν) τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αφετέρου οι παραδόσεις της Εκκλησίας θεμελιώνονται επάνω στα δόγματα της Πίστεως. Έτσι και τα δύο μαζί έχουν την ίδια σπουδαιότητα για την ευσέβεια (των πιστών). Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος είπε ότι «αυτά τα δύο έχουν την ίδια ισχύ για την ευσέβεια» (Κανόνας 91ος). Γιατί, όπως οι μεγάλες πέτρες στέκονται με τις μικρές, και οι δύο μαζί συγκροτούν την οικοδομή -επειδή αν θελήσει κανείς να γκρεμίσει τις μικρές, γκρεμίζει ταυτόχρονα και τις μεγάλες-, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα δόγματα της Πίστεως στέκονται μαζί με τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αν θελήσει κανείς να αθετήσει τις παραδόσεις της Εκκλησίας, αθετεί μαζί και τα δόγματα της Πίστεως. Για αυτό είπε πάλι ο Μέγας Βασίλειος: «Γιατί αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε τις άγραφες συνήθειες, επειδή τάχα δεν έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, χωρίς να το είχαμε αντιληφθεί θα ζημιώναμε στα πιο σημαντικά σημεία το Ευαγγέλιο και μάλλον θα καταντούσαμε το κήρυγμα (του Ευαγγελίου) απλό όνομα». (Κανόνας 91ος).
Έκτο, κρατούμε και αποδεχόμαστε όλους τους ιερούς Κανόνες των πανευφήμων Αποστόλων, των επτά Οικουμενικών Συνόδων, των τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων και θεοφόρων Πατέρων, που επικυρώθηκαν από την Έκτη Οικουμενική Σύνοδο στον Β΄ Κανόνα της και από την Έβδομη στον Α’ Κανόνα της. Και μαζί με τους Κανόνες αποδεχόμαστε και τα πρακτικά των ίδιων αγίων Συνόδων, γιατί και τα δύο αυτά έχουν την ίδια εγκυρότητα.
Έβδομο, και για να ολοκληρώσουμε, όλα όσα αποδέχεται και ομολογεί η Αγία, Καθολική, Αποστολική και Ανατολική Εκκλησία του Χριστού, η κοινή και πνευματική μας μητέρα, αυτά και εμείς αποδεχόμαστε και ομολογούμε μαζί της. Και όσα αυτή αποστρέφεται και αποκηρύττει, αυτά παρόμοια κι’ εμείς τα αποκηρύττουμε και τα αποστρεφόμαστε μαζί της σαν παιδιά της και ειλικρινή και γνήσια.
Μετά από αυτά που ομολογήσαμε προηγουμένως, ερχόμαστε τώρα να απολογηθούμε με συντομία για όσα μας κατηγορούν. Άλλα πριν από την απολογία μας, κρίναμε ότι είναι αναγκαίο να πληροφορήσουμε τους αναγνώστες σχετικά με τη σημασία της λέξεως κόλλυβα. Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεουπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει». Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α’ επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο που εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.
Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά που προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά που προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος που έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς. Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και ή φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.
Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια, επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα οποία έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα οποία συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. Γι΄ αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο που ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.
Μετά από την παραπάνω προδιασάφηση για την σημασία των κολλύβων, απολογούμαστε πρώτα για εκείνο το ζήτημα, που πολλοί αδελφοί, χωρίς φόβο Θεού κατηγορώντας μας αποκαλούν «Κολλυβάδες». Και λέμε ότι την ονομασία αυτή ψεύτικα και συκοφαντικά μας την προσάπτουν οι καλοί αδελφοί, διότι εμείς τηρούμε την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, η οποία ανέκαθεν και από την αρχή παρέλαβε ήμερα Σάββατο να τελεί τα μνημόσυνα των εν Χριστώ κεκοιμημένων και όχι ήμερα Κυριακή (μνημόσυνα, βέβαια, ονομάζουμε αυτά που τελούνται με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο, όχι αυτά στα όποια γίνεται απλή μνημόνευση ονομάτων κατά την τέλεση της Ιερής Λειτουργίας, γιατί αυτά έχουν άλλη έννοια, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω) και αυτό θα γίνει φανερό από όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Η Εκκλησία, λοιπόν, όχι μόνο την γενική ενθύμηση των ψυχών πάντοτε ημέρα Σάββατο την τελεί (ψυχοσάββατο) και ουδέποτε ήμερα Κυριακή -όπως φαίνεται και από το ιερό Τριώδιο και από το ιερό Πεντηκοσταρίου- αλλά και κάθε Σάββατο κάθε εβδομάδας αυτό το ίδιο κάνει, μνημονεύει δηλαδή τους κεκοιμημένους, όπως φαίνεται από το ιερό βιβλίο της Παρακλητικής.
Για ποιους όμως λόγους, η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, πάντοτε ημέρα Σάββατο;
Πρώτο, επειδή την ήμερα του Σαββάτου ο Κύριος βρισκόταν με την ψυχή στον Άδη
 για να του πάρει τα λάφυρα και να λύσει από τα δεσμά τις εκεί ευρισκόμενες φυλακισμένες ψυχές, όπως το βεβαιώνει αυτό ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αυτός γράφοντας προς τον Κομητά για το θέμα των αγίων νηστειών, να πως λέγει αυτολεξεί,
«με τον ίδιο τρόπο και εδώ το Πνεύμα το Άγιο δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας ολοήμερη μέχρι την εσπέρα νηστεία για τις πέντε ημέρες της εβδομάδας (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), για το Σάββατο και την Κυριακή δεν όρισε ολοήμερη νηστεία, αλλά την αποχή μόνο από κάποιες τροφές. Και τούτο επειδή τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο και από τη νηστεία επικρατεί η Ανάσταση, που γνωρίζουμε ότι έγινε ημέρα Κυριακή. Όπως και τα Σάββατα της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο από τη νηστεία επικρατεί η λειτουργική προσφορά πού γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων άγιων (δηλαδή των Ορθόδοξων Χριστιανών, εκλαμβάνοντας πλατύτερα τη λέξη άγιος), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο, εξαιτίας του πριν από το Πάσχα Σαββάτου (να ο λόγος, για τον οποίο το Σάββατο τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων) τότε που ο Χριστός έδεσε τον ισχυρό (Διάβολο) και άρπαξε όλα τα σκεύη του αυτό είναι και το μοναδικό Σάββατο (το Μέγα Σάββατο) κατά το όποιο πρέπει να νηστεύουν εκείνοι που εορτάζουν τη χαρά της Αναστάσεως» (στον Α’ τόμο).
Από αυτά τα λόγια, λοιπόν, του θείου Δαμάσκηνου βγάζουμε τούτο το καλό συμπέρασμα, ότι αυτοί που δεν τελούν το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αλλά την Κυριακή, αθετούν αφενός τα λόγια αυτά του θείου πατέρα, και αφετέρου συγχέουν (μπερδεύουν) τα χαρακτηριστικά που έχει το Σάββατο με τα χαρακτηριστικά που έχει η Κυριακή. Και τούτο, διότι κατά το Σάββατο ήταν στον Άδη η θεοϋπόστατη ψυχή του Σωτήρα Χριστού, για να λυτρώσει τις ψυχές που ήσαν εκεί ενώ κατά την Κυριακή ήταν έξω από τον Άδη η ψυχή Του, ενωμένη με το ζωοποιημένο και αναστημένο απ’ αυτήν σώμα και με την ενωμένη υποστατικά μ’ αυτήν Θεότητα.
Ο Μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης διακηρύττει την αναμφισβήτητη γενική αύτη αρχή, ότι δεν πρέπει να συγχέουν κάποιοι τα ιερά σύμβολα, γιατί συγχέουν (μπερδεύουν) ταυτόχρονα και τις αιτίες και τις δυνάμεις και τις τάξεις αυτών των οποίων είναι σύμβολα, αλλά πρέπει να τα διατηρούν ασύγχυτα και αντίστοιχα με τα αίτια τους. Και να πώς το λέγει αυτολεξεί:
«Δεν πρέπει να συγχέουμε όπως τύχει τα ιερά σύμβολα, αλλά να τα εξηγούμε ταιριαστά με τις αιτίες ή τις υποστάσεις ή τις δυνάμεις ή τις τάξεις ή τις αξίες, των οποίων και είναι αποκαλυπτικά σύμβολα» (στην Επιστολή προς τον Τίτο).
Έχοντας την ίδια γνώμη με τον θείο Δαμασκηνό και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης είπε στην ερμηνεία της επιγραφής του 92ου ψαλμού:
«Ποιος απ’ αυτούς που δέχθηκαν την ευσεβή διδασκαλία (του Ευαγγελίου) δεν γνωρίζει ότι την ήμερα του Σαββάτου πραγματοποιήθηκε το μυστήριο του θανάτου; ότι, σύμφωνα με την ακρίβεια του (μωσαϊκού) νόμου, έμεινε ακίνητο μέσα στον τάφο το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου την ημέρα εκείνη;».
Δεύτερος λόγος για τον όποιο η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα το Σάββατο είναι, γιατί η λέξη Σάββατο στα ελληνικά σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Επειδή, λοιπόν, οι ψυχές των κεκοιμημένων κατάπαυσαν (σταμάτησαν) απ’ όλα τα βιοτικά πράγματα, γι’ αυτό ανάλογα και κατάλληλα τελείται και η μνήμη τους την καταπαύσιμη ημέρα του Σαββάτου. Και αυτό το βεβαιώνει το συναξάρι του ιερού Τριωδίου, που είναι γραμμένο για το Σάββατο της Απόκρεω, με τα παρακάτω λόγια:
«Σάββατο πάντοτε (σημείωσε αυτό το πάντοτε) τελούμε τη μνήμη των ψυχών, διότι η εβραϊκή λέξη Σάββατο σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Και αφού λοιπόν οι πεθαμένοι κατάπαυσαν (σταμάτησαν)από τίς βιοτικές φροντίδες και από όλα τα υπόλοιπα πράγματα, γι’ αυτό στην καταπαύσιμη ημέρα κάνουμε τις δεήσεις για χάρη τους∙ το μερικό βέβαια έχει επικρατήσει να γίνεται και κάθε Σάββατο (καθώς αυτό γίνεται φανερό από την ιερή Παρακλητική, όπως είπαμε πιο πάνω). Στο σημερινό όμως ψυχοσάββατο (της Απόκρεω) κάνουμε γενική μνημόνευση και προσευχόμαστε για όλους τους ευσεβείς».

Σημείωσε αυτό που λέγει εδώ ο σοφός Νικηφόρος ο Κάλλιστος, αυτός που συνέγραψε τα Συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Γιατί λέγοντας ότι: «Αύτη την ήμερα (του ψυχοσάββατου) μνημονεύουμε γενικώς και προσευχόμαστε για κάθε ευσεβή άνθρωπο», έδειξε ότι σε άλλα Σάββατα μνημονεύουμε και μερικώς (ονομαστικώς) τους κεκοιμημένους πατέρες μας και αδελφούς διότι αντιδιαστέλλεται το γενικώς με το μερικώς. Και αυτό γίνεται φανερό και από τον παρακάτω ορισμό του καθολικού Τυπικού, το οποίο λέγει ότι τα μερικά τριήμερα και τα εννιάμερα μνημόσυνα του αδελφού που κοιμήθηκε κατά την περίοδο της μεγάλης Τεσσαρακοστής, πρέπει να γίνονται το Σάββατο. Αλλ’ αυτό βέβαια, σαφέστερα και ισχυρότερα, φαίνεται και από τα προηγούμενα λόγια του θείου Δαμασκηνού, που λέγει:
«δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας το Πνεύμα το Άγιο... όρισε την λειτουργική προσφορά που γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων αγίων (δηλαδή χριστιανών), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο».
Άρα, είναι ανίσχυρα και μάταια αυτά που προβάλλονται σοφιστικά (παραπλανητικά) από μερικούς, ότι δηλαδή τα γενικά μνημόσυνα (ψυχοσάββατα) γίνονται μόνο το Σάββατο, ενώ τα μερικά μνημόσυνα (για συγκεκριμένους κεκοιμημένους) γίνονται και την Κυριακή. Σημείωσε ακόμα και τούτο, σαν συμπέρασμα που βγαίνει από τα προηγούμενα, ότι αυτοί που τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων την Κυριακή ανατρέπουν τον λόγο του ιερού Τριωδίου που αναφέρθηκε παράπονο). Και τούτο επειδή η Κυριακή δεν είναι καταπαύσιμη ημέρα, όπως είναι το Σάββατο, για να γίνονται και σ’ αυτήν τα μνημόσυνα, αλλά είναι «απαρχή της αιωνίου βιωτής», αρχή της αιώνιας ζωής, όπως ψάλλει η αγία Εκκλησία του Χριστού μαζί με τον θείο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.
Εμείς λοιπόν που τηρούμε την παραπάνω παράδοση της Εκκλησίας, η οποία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο∙ και εμείς που τηρούμε τους αναφερθέντες λόγους του θείου Δαμασκηνού και του ιερού Τριωδίου εμείς, λέγω, κατηγορούμαστε και ονομαζόμαστε «Κολλυβάδες». Από ποιους από εκείνους που παραβαίνουν αυτήν εδώ την παράδοση της Εκκλησίας και κάνουν μνημόσυνα την Κυριακή.
Ω γη και ήλιε και της δικαιοσύνης οφθαλμοί που βλέπετε! Και είναι δίκαιο πράγμα αυτό, όταν μάλιστα εμάς πρέπει να μας επαινούν γι’ αυτή τη στάση μας και να μας εγκωμιάζουν ως φύλακες της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως;
Να κρίνετε χωρίς πάθος, σας παρακαλούμε, να κρίνετε εσείς πού έχετε διάκριση και φόβο Θεού στην ψυχή σας.
Ότι βέβαια είναι αρχαία συνήθεια και παράδοση της Εκκλησίας το να τελεί το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αυτά που γίνονται με κόλλυβα και νεκρώσιμο Τρισάγιο και εκτενή ευχή και ακολουθία, αυτό επιβεβαιώνεται από πολλούς. Το βεβαιώνει αυτό πρώτο, η ίδια η πράξη των Ιερών και ευαγών Μοναστηριών του Αγίου Όρους, των οποίων οι εφημέριοι την εσπέρα κάθε Παρασκευής μεταβαίνουν στο κοιμητήριο μαζί με τα κόλλυβα και εκεί τα μνημονεύουν. Όμοια και το πρωί κάθε Σαββάτου λειτουργούν στο ίδιο κοιμητήριο μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους.
Αλλά και αν κάποιος από αυτούς που είναι αντίθετοι με την εκκλησιαστική παράδοση των μνημόσυνων επρόκειτο να πει ότι «εσείς, φίλοι μου, σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προβάλλετε διδάσκετε ότι μόνο το Σάββατο πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και όχι άλλη μέρα της εβδομάδας∙ επειδή όμως τις άλλες ημέρες της εβδομάδας δεν είναι απαγορευμένο να τελούμε τα μνημόσυνα τους, άρα λοιπόν, κατά παρόμοιο τρόπο δεν είναι απαγορευμένο να τα τελούμε και την Κυριακή».
Προς αυτόν εμείς απαντούμε ότι σοφιστικά (παραπλανητικά) αποκρίνεσαι, αγαπητέ, όποιος κι αν τυχαίνει να είσαι, γιατί μαζί μ’ αυτό πού ζητάς στην αρχή να αποδείξεις, αρπάζεις και το ζητούμενο, σύμφωνα με όσα λέγουν αυτοί που καταγίνονται με τα σοφίσματα»
Εμείς αδελφέ δεν διαφωνούμε για την τέλεση των μνημόσυνων τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας άλλα για μόνη την Κυριακή. Γιατί αυτήν βλέποντας την να ξεχωρίζει από τις άλλες ημέρες, και από το ίδιο το Σάββατο, και εξαιτίας των προνομίων που μας δόθηκαν λόγω της Αναστάσεως του Κυρίου, η οποία έγινε την ημέρα αυτή, και λόγω της αναστάσεως όλων των πιστών πού προτυπώνεται ότι θα γίνει την ημέρα αυτή, αλλά επίσης και για την χαρά αυτής της Αναστάσεως∙ για όλους αυτούς τους λόγους, ακολουθούμε τα ιερά Τυπικά που ορίζουν να μη γίνονται αυτή την ήμερα μνημόσυνα των κεκοιμημένων. Όσο για το Σάββατο ακολουθούμε τα παραπάνω λόγια και του θείου Δαμάσκηνου και του ιερού Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου και λέμε ότι τότε πρέπει να γίνονται κυρίως και κατ’ εξοχήν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και μάλιστα για τους λόγους ότι αφενός το Σάββατο είναι ήμερα καταπαύσιμη, και αφετέρου ότι το Σάββατο ο Κύριος βρισκόταν στον τάφο σωματικά και στον Άδη με την ψυχή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Όσο για (την τέλεση μνημοσυνών) τις άλλες ημέρες δεν λογομαχούμε ούτε διαφωνούμε, επειδή ούτε τα ιερά Τυπικά ή τα βιβλία της Εκκλησίας βλέπουμε να ορίζουν κάτι διαφορετικό γι’ αυτές. Κάθε φορά, λοιπόν, που στις υπόλοιπες (καθημερινές) ημέρες της εβδομάδας γίνεται τέλεια Λειτουργία, τότε κι εμείς τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, χωρίς να ορίζουμε τίποτε για θέματα που δεν έχουν οριστεί εκτός μόνο αν συμπέσουν σ’ αυτές τις ημέρες Δεσποτικές ή Θεομητορικές εορτές. Γιατί τότε δεν ψάλλονται αυτά (τα μνημόσυνα), που είναι πένθιμα, σε αυτές τις εορτές, που είναι χαρμόσυνες, επειδή σύμφωνα με τις Ιερές Διαταγές των Αποστόλων «δεν πρέπει να πενθούμε σε ημέρα εορτής». Βλέπουμε εξάλλου και τα Τυπικά, που απαγορεύουν την τέλεση των μνημοσυνών κατά τις εορτές αυτές, όπως θα πούμε λίγο πιο ύστερα.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια και να ισχυρισθεί ότι δεν είναι πένθιμα τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων για το λόγο ότι αυτά προξενούν λύπη. Και προξενούν λύπη,
πρώτο, επειδή οι κεκοιμημένοι αδελφοί θεωρούνται από την Εκκλησία ως αμαρτωλοί και όχι ως δίκαιοι και η αμαρτία, βέβαια, είναι ρίζα και αιτία λύπης και πένθους, επειδή χωρίζει (τον άνθρωπο) από τον Θεό.
Δεύτερο, προξενούν λύπη τα μνημόσυνα, επειδή οι ψυχές των κεκοιμημένων θεωρούνται ότι βρίσκονται σε τόπο σκοτεινό, σε τόπο που επικρατεί η θλίψη και με απλά λόγια, σε τόπο που είναι η φυλακή του αδη, ο όποιος αληθινά είναι αίτιος λύπης και σκυθρωπότητας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία με τα μνημόσυνα παρακαλεί να ελευθερωθούν οι ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών από αυτόν τον τόσο άθλιο τόπο και να τοποθετηθούν «σε τόπο φωτεινό, σε τόπο χλοερό (καταπράσινο), σε τόπο αναψύξεως δροσισμού και αναπαύσεως, όπου εξαφανίστηκε η λύπη και ο στεναγμός». Γι’ αυτό το λόγο και όλοι οι χριστιανοί που παρίστανται στα μνημόσυνα των πεθαμένων, με πένθιμο παρουσιαστικό, με μάτια σκυθρωπά και δακρυσμένα και με λυπημένη φωνή, παρακαλούν και προσεύχονται στον Άγιο Θεό για χάρη του κεκοιμημένου λέγοντας: «Κύριε, ελέησε (ευσπλαχνίσου) Κύριε, ανάπαυσε την ψυχή του δούλου σου».
Τρίτο και τελευταίο, είναι πένθιμα τα μνημόσυνα, εξαιτίας του θανάτου που αναφέρεται σ’ αυτά, του θανάτου που είναι πρωταίτιος και πρωτεργάτης κάθε λύπης και πένθους. Και αν, βέβαια (μας αναφέρεις ότι), ο Παύλος λέγει να μη λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους, αλλά σ’ εκείνο το σημείο κεκοιμημένους εννοεί όχι τους αμαρτωλούς -τέτοιοι που θεωρούνται οι δικοί μας κεκοιμημένοι-, αλλά τους Δικαίους και τους Αγίους, καθώς αυτό γίνεται φανερό από τα παρακάτω λόγια του (στην Α’ Θεσσαλονικείς δ’, 13), έτσι όπως τα ερμηνεύουν και ο Χρυσορρήμων (Χρυσόστομος) και ο Θεοφύλακτος...
Τρίτο, την παράδοση τελέσεως των μνημόσυνων το Σάββατο, την βεβαιώνουν τα Τυπικά πολλών Μοναστηριών και μάλιστα της Μεγίστης Λαύρας του Άθω και της Μονής Δοχειαρείου, τα όποια ορίζουν ότι όταν τα μνημόσυνα των κτητόρων τους τύχουν ημέρα Κυριακή, τότε να μνημονεύονται τα κόλλυβα μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας του Σαββάτου και αφού τα μνημονεύσουν και τα μοιράσουν στους αδελφούς, τότε να αρχίζει ό εσπερινός της Κυριακής (αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις των Τυπικών τους γράφονται στο μπροστινό μέρος). Αυτό το βεβαιώνουν (επίσης) τα «βραβία», δηλαδή οι σύντομοι κώδικες που περιέχουν τα ονόματα των κτητόρων των Μοναστηριών και διαβάζονται στον νάρθηκα (λιτή) του Ναού, τα όποια δεν διαβάζονται στον εσπερινό του Σαββάτου. Άλλα και αν πρόκειται να γίνει αγρυπνία το Σάββατο βράδυ προς Κυριακή, ορίζουν να γίνεται, βέβαια, η ακολουθία της λιτής, να μη μνημονεύονται όμως σ’ αυτήν οι κεκοιμημένοι.
Τέταρτο, την παράδοση τελέσεως των μνημοσυνών το Σάββατο, την βεβαιώνει και το Τυπικό του ονομαστού Ναού του Πρωτάτου που βρίσκεται στον Άθωνα. Και όταν λέμε Τυπικό του Πρωτάτου, συμπεριλαμβάνουμε όλα τα ιδιαίτερα Τυπικά των ιερών Μοναστηριών του Άθωνα, γιατί το Πρωτάτο είναι η πρώτη επίσημη καθέδρα, κάτω από την οποία βρίσκονταν όλα τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτό λοιπόν το Τυπικό στο κεφάλαιο Ι16 καθορίζει για τα μνημόσυνα τα έξης:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αναχωρήσει προς τον Κύριο κάποιος αδελφός την περίοδο των αγίων τούτων ημερών (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δηλαδή), τότε ενδιάμεσα της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής τότε τελείται η παννυχίδα του και το πρωί του Σαββάτου τελείται η Λειτουργία (με κόλλυβο και νεκρώσιμο τρισάγιο δηλαδή), ενώ το επόμενο Σάββατο γίνονται τα εννιάμερα του, είτε συμπίπτουν στις ημέρες τους είτε όχι. Όσο για το σαραντάημερο μνημόσυνο του, τούτο γίνεται με την συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα ήμερων από την έκδημία του».
Αυτή η διάταξη για τα μνημόσυνα, τριήμερα, εννιάμερα και τεσσαρακοστά, του κοιμηθέντος μέσα στην Μ. Τεσσαρακοστή αδελφοί είναι κατά λέξη δανεισμένη από το καθολικό Τυπικό του αγίου Σάββα και Χαρίτωνος και Κυριάκου και Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Και επειδή το καθολικό Τυπικό που αναφέραμε, σχετικά με τα τριήμερα του κεκοιμημένου λέγει ότι πρέπει να γίνονται αυτά το Σάββατο,  -απ’ όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτά δεν γίνονται την Κυριακή, καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος την Παρασκευή και τα τριήμερα του να συμπίπτουν την Κυριακή, η διάταξη όμως του Τυπικού λέγει κατηγορηματικά ότι τα τριήμερα του κεκοιμημένου (κατά την Μ. Τεσσαρακοστή) γίνονται το Σάββατο (και όχι δηλαδή την Κυριακή)-,  όμοια και για τα εννιάμερα του λέγει με ακριβή ορισμό ότι πρέπει να γίνονται το ερχόμενο Σάββατο, είτε συμβεί να συμπέσουν αυτά τότε, είτε δεν συμπέσουν (και όχι δηλαδή την Κυριακή) . Όσο για το σαρανταήμερο του κεκοιμημένου, επειδή το καθολικό εκκλησιαστικό Τυπικό αναφέρει αόριστα ότι τούτο να γίνεται όταν συμπληρωθεί ο αριθμός των ημερών (από την ήμερα του θανάτου) -και δεν εξαίρεσε τίς ημέρες στις όποιες δεν επιτρέπεται-, για τον λόγο αυτό οί θεοφόροι πατέρες του αγιώνυμου Όρους, οι όποιοι καθόλου δεν διαφέρουν στην αγιότητα από τον άγιο Σάββα και τον άγιο Χαρίτωνα και από τους άλλους -«ερμηνεύοντας τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέτρα», σύμφωνα με τον Απόστολο- προσδιόρισαν το αόριστο και διεύρυναν το περιορισμένο και εξήγησαν το δυσνόητο αυτό μέρος του καθολικού Τυπικού και γι’ αυτό επισυνάπτουν στη συνέχεια τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, λέγοντας:
«Αυτό, βέβαια, είναι φανερό (ότι το μνημόσυνο θα γίνει στις σαράντα ημέρες), εάν δεν συμπέσει (το σαραντάημερο μνημόσυνο δηλαδή) την αγία και Μεγάλη Εβδομάδα ή τη Διακαινήσιμο γιατί εάν συμπέσει μέσα σε αυτές τις εβδομάδες δεν τελείται το μνημόσυνο του δηλαδή, παρά μόνο αφού περάσει η Κυριακή του Θωμά. Επειδή ακριβώς είναι παράδοση των Άγιων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που έχουν εκδημήσει από κοντά μας από αυτή δηλαδή την πρώτη μέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή μέρα, οι Λειτουργίες αυτού του είδους που γίνονται για αυτούς αρχίζουν από την Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η Τεσσαρακοστή μέρα. Τούτο δεν γίνεται μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες μέρες. Δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δεύτερα του Άγιου Πνεύματος».
Και βλέπε, φίλτατε αναγνώστη, πόση ακρίβεια τηρούν εδώ, σ’ αυτά που λένε, οι θεοφόροι Πατέρες του Αγίου Όρους. Γιατί αυτοί οι ίδιοι που είπαν παραπάνω ότι είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά οι κεκοιμημένοι αδελφοί και αυτοί οι ίδιοι που, ως φιλάδελφη που είναι, τόσο αγωνίζονται και υπερμαχούν για να μνημονεύονται καθημερινά όσοι τελευτούν αυτοί, λοιπόν, εξαιρούν (από την μνημόνευση αυτή, που γίνεται με κόλλυβο) με τρόπο κατηγορηματικό τις Κυριακές και τις αναφερθείσες εορτάσιμες ημέρες και με μεγάλη ακριβολογία και σαφή υπόδειξη λέγουν να μη γίνονται τις ημέρες αυτές τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων αδελφών. Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο φανερό και ξεκάθαρο απ’ αυτή την αλήθεια; Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο σαφές απ’ αυτή την διάταξη; Ή ποιος άλλος μπορεί να βρεθεί περισσότερο φιλάδελφος από τους φιλάδελφους αυτούς Πατέρες; Αρκετή ήταν από μόνη της η παραπάνω μαρτυρία του Τυπικού του Πρωτάτου, ως το πλέον αποδεκτό που είναι, να πληροφορήσει τον καθένα.
Για περισσότερη, όμως, επιβεβαίωση των αναγνωστών, παρουσιάζουμε εδώ και άλλες μαρτυρίες από Τυπικά μερικών Μοναστηριών του, Αγίου Όρους. Λέμε, λοιπόν, ότι την παραπάνω διάταξη του Τυπικού του Πρωτάτου, αυτή που αναφέρει για το «τι πρέπει να γίνει, εάν συμβεί κάποιος αδελφός να αποδημήσει προς τον Κύριον μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή», την ίδια, απαράλλακτα και με τις ίδιες λέξεις, αναφέρει και το Τυπικό της Ιεράς Μονής του Διονυσίου, που τώρα είναι κοινόβιο. Γιατί και εκεί κατά τον ίδιο τρόπο γράφεται:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αποδημήσει κάποιος αδελφός προς τον Κύριον αυτές τις άγιες ημέρες, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής επειδή τότε τελείται η παννυχίδα του, και το Σάββατο πρωί τελείται η Λειτουργία» και τα υπόλοιπα. Έπειτα προσθέτει και τα ακόλουθα: «Και επειδή είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που αναχωρούν από κοντά μας, από την πρώτη δηλαδή ημέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή, οι Λειτουργίες αυτού του είδους [με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο] που γίνονται γι αυτούς αρχίζουν από τη Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η τεσσαρακοστή ημέρα. Μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες ημέρες δεν γίνεται αυτό, δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν από την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος»...

ΠΗΓΗ: (ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΦΙΛΟΙ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ».
ΤΕΥΧΗ 2004-2005)

Mnimosina

ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Φοβερό πράγμα εἶναι ὁ φθόνος, ἀγαπητοί, καί ἀνήσυχο, πού πάντοτε κινεῖται καί πότε δέν παύει νά ἐνεργῆ τό φυσικό του γνώρισμα. αὐτό εἶναι τό νά προσάπτη μῶμο στούς ἀμωμήτους, νά κατηγορῆ τούς ἀκατηγόρητους, καί αὐτούς τούς εὐσεβεστάτους καί ὀρθοδοξότατους νά τούς διαβάλλη ὡς κακοδόξους καί δυσσεβεῖς. Γιά ἐπιβεβαίωσι αὐτοῦ εἶναι ἀρκετά τά παραδείγματα τῶν μεγάλων διδασκάλων καί Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας μας, ἐννοῶ τοῦ Ἀθανασίου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ὑπολοίπων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἦσαν εὐσεβέστατοι καί ὀρθοδοξότατοι, διαβάλλονται ἀπό τούς ἀντίπαλούς τους ὡς δυσσεβεῖς καί κακόδοξοι. Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ τόσο μεγάλοι καί σπουδαῖοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν μπόρεσαν νά γλυτώσουν ἀπό τόν φθόνο καί τίς συκοφαντίες, πῶς ἦταν δυνατό νά μείνουμε ἐμεῖς ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἴμαστε ἄξιοι οὔτε νά πλύνουμε τά πόδια τους;
Δέν εἶναι λοιπόν καθόλου παράξενο, ἄν καί ἐμεῖς, ἀπό τόν φθόνο καί τό πεῖσμα καποίων ἀδελφῶν ἤ καί ἀπό μισός ἀκόμη παρακινούμενοι, κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε καί μέ δυσφημια καί κακόδοξα ὀνόματα. Ὑπάρχουν ἀκόμη καί μερικοί, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά γνωρίζουν καθόλου τί θά πῆ Κολυβας καί χωρίς νά γνωρίζουν τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἐμεῖς κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε, μόνον ἐπειδή ἀκοῦν νά μᾶς ἀποκαλοῦν οἱ ἄλλοι Κολυβαδες καί αἱρετικούς καί κακοδόξους καί ἀλλά παρόμοια συκοφαντικά, ἀμέσως καί αὐτοί ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες συκοφαντίες.
Ἔτσι μοιάζουν μέ ἐκείνους τούς ἀνόητους Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἀγροῖκοι ὄντες, κατηγόρησαν τόν δίκαιο Ἀριστείδη καί ἔγραψαν ἐνατιον τοῦ στό ὀστρακοοτι ἀξίζει νά ἐξοστρακισθῆ καί νά ἐξορισθῆ ἀπό τήν Ἀθηνᾶ. Καί μολονότι δέν τόν γνώριζαν καθόλου προηγουμένως, ἄκουγαν ὅμως μόνο ἀπό τούς ἄλλους ὅτι εἶναι ἄξιος ἐξοστρακισμοῦ καί ἐξορίας, ὅπως ἀναφέρεται γι’ αὐτόν στά Παράλληλα του Πλουτάρχου. καί δέν ἀναφερόμαστε, λόγω τοῦ δυσφήμου, σ’ ἐκείνην τήν χυδαία καί λαϊκή παροιμία πού ἁρμόζει σ’ αὐτήν τήν κατάστασι, πού λέει: «ὅταν γαυγίζη ἕνας, ἀμέσως γαυγίζη καί ἄλλος σκύλος».
Γιά τόν λόγο αὐτό, γιά νά γίνη γνωστή ἡ ἀλήθεια, ἀναγκαζόμαστε νά ἐκθέσουμε ἐδῶ τήν παροῦσα ἰδιόχειρη Ὁμολογία τῆς Πίστεώς μας καί νά ἀπολογηθοῦμε μέ λίγα λόγια, τί πιστεύουμε γιά ὅσα κατηγορούμαστε ἄδικα. Διότι ἀκοῦμε ἀπό τόν κορυφαῖο Πέτρο νά παραγγέλη: «Νά εἰσθε πάντοτε ἕτοιμοι γιά ἀπολογία σέ ὁποιονδήποτε σᾶς ζητά λόγο» (Ἀ’ Πέτρ. 3,15), ὥστε ὅσοι μέ πάθος διαδίδουν αὐτά ἐναντίον μας, νά κλείσουν τά στοματά τους, φοβούμενοι τόν Θεό καί τήν μελλοντική ἀνταπόδοσι καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, πού σκανδαλίζονται ἀπό ἄγνοια καί ψυχραίνονται ἀπό ὅσα λέγονται ἐναντίον μας, νά σταματήσουν νά σκανδαλίζωνται, βλέποντας πλέον νά ἀποκαλύπτωνται καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν γραφή τά φρονήματα πού ὑπάρχουν στήν καρδία μας. Διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο «μέ τήν καρδία ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν δικαίωσι, μέ τό στόμα δέ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν σωτηρία» (Ρώμ. 10,10).
Πρώτον. Ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε καί παραδεχόμαστε τά δώδεκα Ἄρθρα πού ὑπάρχουν στό κοινό σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδή ἐκεῖνα πού περιέχονται στό «Πιστεύω εἰς ἔνα Θεόν», τά ὁποία τά διαβάζουμε καθημερινά καί μόνοι μας καί ἀπό κοινοῦ καί στά κελλιά μᾶς καί στούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά τύχη νά βρεθοῦμε. Διότι ἀκοῦμε τόν ἱερό Χρυσόστομο νά λέη: «Οἱ φρικτοί κανόνες πού ὑπάρχουν στό σύμβολο, εἶναι δόγματα πού κατῆλθαν ἀπό τόν Οὐρανό» (Ὁμιλία μ’ εἰς τῆς πρός Ἀ’ Κορινθιους).
Δεύτερον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλα τά ἀλλά δόγματα, ὅσα ὁμολογεῖ (παραδέχεται) καί κηρύττει ἡ ἅγια του Χριστοῦ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τόσα ὅσα ἀναφέρονται στήν ὑψηλή καί Τριαδική Θεολογία, δηλαδή περί Πατρός , Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ὁποίων μιά εἶναι ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τόν 5ο κανόνα τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ, ὅσο καί τά δόγματα πού ἀφοροῦν τήν βαθεία καί ἐνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἀναφέρω τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. «Πιστευομεν, ὡς ἐβαπτισθημεν καί δοξαζομεν ὡς πεπιστευκαμεν» (Λόγος ἅ΄ Ἀσκητικός).
Τρίτον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε μέ εὐσεβῆ λογισμό τά ἑπτά θειά καί ἱερά μυστήρια της Ἐκκλησίας μας, τά ὁποία εἶναι: Τό ἅγιο Βάπτισμα, Τό ἅγιο Μύρο, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσυνη, ὁ νόμιμος Γάμος, ἡ ΜΕτανοια καί τό Εὐχέλαιο. Καί αὐτά τά τιμοῦμε καί τά ἐπιβραβεύουμε μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν εὐλάβεια, ἐπειδή βοηθοῦν ἀπαραίτητα στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ἔρχεται ἀπό αὐτά, σύμφωνα μέ τήν τάξι πού ἐνεργεῖται καί φυλάσσεται στήν ἀνατολική του Χριστοῦ Ἐκκλησιά.
Τέταρτον. Διατηροῦμε τίς Ἀποστολικές παραδόσεις τίς ὁποῖες διδαχθήκαμε εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ ἐπιστολή τῶν θειῶν καί ἱερῶν Ἀποστολῶν, καί μένουμε πιστοί σέ ὅσα μάθαμε καί βεβαιωθήκαμε, ὅπως παραγγελει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ’ ἐμᾶς καί σέ ὅλους τους χριστιανούς καί στήν Ἅ΄πρός Κορινθιους καί στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεις καί στήν Β΄ πρός Τιμόθεον.
Πέμπτον. Μαζί μέ τίς παραδόσεις τῶν Ἀποστολῶν κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε τίς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή αὐτές πού καθωρισθηκαν ἀπό τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων. Δηλαδή τοῦ κακοδόξου Μοντανου, πού ἄκμασε κατά τόν 2ον αἰώνα καί τό φρόνημα τοῦ ἦταν τό νά ἀθετῆ τίς παραδόσεις καί τά ἤθη τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τόν Εὐσέβιο (Βιβλ. Ἔ΄ κέφ. ἴε΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Διότι τά δόγματα καί οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, κάθε ἄλλο, μᾶλλον τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Διότι τά δόγματα τῆς Πίστεως ἀποτελοῦν τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ Παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας στηρίζονται πάνω στά δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλά καί τά δυό μαζί ἔχουν τήν μιά καί τήν ἴδια δύναμι στό θέμα τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι «καί τά δυό αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ στό θέμα τῆς πίστεως» (κανών 91). Διότι, ὅπως οἱ μεγάλες πέτρες στέκονται μαζί μέ τίς μικρές καί οἱ δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν οἰκοδομή, διότι ἄν θελήση κάποιος νά γκρεμίση τίς μικρές, συγχρόνως γκρεμίζει καί τίς μεγάλες, ἔτσι καί τά δόγματα τῆς Πίστεως παραμένουν μαζί μέ τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄν θελήση κάποιος νά ἀθετήση τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀθετεῖ μαζί μέ αὐτές καί τά δόγματα τῆς Πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε πάλι ὁ μέγας Βασίλειος: «Ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά ἀθετήσουμε τά ἄγραφα ἀπό τά ἔθιμα, ἐπειδή τάχα δέν ἔχουν μεγάλη δύναμι, κατά λάθος θά προξενούσαμε μεγάλη ζημία στό Εὐαγγέλιο. Μᾶλλον θά μετατρέπαμε τό κυρηγμα σέ ἕνα ψιλό ὄνομα» (κάν. 91).
Ἕκτον. Κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλους τους ἱερούς κανόνες τῶν πανευφημων Ἀποστόλων, τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν, τῶν Τοπικῶν καί τῶν Ἅγιων καί θεοφορων Πατέρων, πού ἔζησαν σέ κάθε τόπο (κατε μέρος), τῶν κανόνων πού περιέχονται στόν 2ο κανόνα τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ καί τούς Κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν στόν ἅ΄ κανόνα τῆς Ἕβδομης. Μαζί μέ τούς Κανόνες παραδεχόμαστε καί τά Πρακτικά τῶν ἴδιων Συνοδῶν, διότι ἔχουν τήν ἴδια δύναμι καί τα δυό.
Ἕβδομο. Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά. Ὅλα ὅσα ὅσα ἡ Ἅγια Καθολική, Ἀποστολική καί Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἡ κοινή καί πνευματική μας Μητέρα, παραδέχεται καί ὁμολογεῖ, αὐτά καί ἐμεῖς μαζί μέ αὐτήν παραδεχόμαστε καί ὁμολογοῦμε. Ὅσα πάλι αὕτη ἀποστρέφεται καί ἀποκηρύττει, παρόμοια καί ἐμεῖς αὐτά τά ἀποκηρύττουμε καί τά ἀποστρεφόμαστε μαζί μέ αὐτήν ὡς εἰλικρινῆ καί γνήσια τέκνα της...

"Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής είναι από τις μεγάλες μέρες της Εκκλησίας μας, για να θυμόμαστε "τους κεκοιμημένους πατέρας και αδελφούς ημών".





"Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής είναι από τις μεγάλες μέρες της Εκκλησίας μας, για να θυμόμαστε "τους κεκοιμημένους πατέρας και αδελφούς ημών".Για το χωριό είναι ημέρα μνήμης και όλοι κάτι προσφέρουν. Κόλλυβα, πρόσφορα, γλυκίσματα, σταφίδες, κουλούρια, παξιμάδια. Τα φέρνουν στο Ναό για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι τους. Οι λειτουργιές, το κρασί, το κερί, το θυμίαμα είναι μέρος της προσφοράς. Φτιάχνουν ακόμη χειροκέρια, ψυχοκέρια και κλικάρια με αγνό κερί. Δίνουν και χρήματα, για να πιάσει, οπως λένε, κατάλοιπο της ελεημοσύνης υπέρ των νεκρών. Μετα τον Εσπερινό ψάλλεται η παννυχίδα, το μεγάλο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους, με τους ψαλμούς, τα ευλογητάρια, τον κανόνα, τις αιτήσεις για τις ψυχές των νεκρών και το "αιωνία αυτών η μνήμη". Το πρωί τελείται η Θεία Λειτουργία και μνημονεύονται όλα τα ονόματα στην προσκομιδή. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, τελείται "τρισάγιο" νεκρώσιμο επι των κολλύβων.
Παλιότερα το Ψυχοσάββατο μοίραζαν για σχώριο έξω απο την Εκκλησία φαγητό, συνήθως φασόλια στεγνά, τσιγαρισμένα με σάλτσα. Άλλοι μοίραζαν πίτες, τραχανόπιτες ή τυρόπιτες και οι κτηνοτρόφοι τυρί με ψωμί. Έτσι έξω απο την Έκκλησία μαζεύονταν εκτός από τα παιδιά που τους αρέσουν τα κόλλυβα και οι μοναχικοί γέροι και γριές που έφερναν μαζι και το πιάτο τους για να πάρουν λίγο φαγητό.
Ευχή να γυρίσουμε στα παλιά και ας κουραζόμαστε και λίγο. Αιωνία η μνήμη των παππούδων μας....
Μετά τη Θεία λειτουργία οι ευλαβείς ενόρίτισσες επι το έργον της ευπρέπειας του Οίκου του Θεού. Ξημέρωνει η μεγάλη ημέρα των Γενεθλίων της Εκκλησίας".

Απο το βιβλίο " Απο τον Σεπτέμβριο ως τον Αυγουστο - Εορτές και πανηγύρεις στο Γομάτι" - Ιερομόναχος Αναστάσιος.

Χρήση των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης στη Νεκρώσιμη Ακολουθία Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Ευθυμίου, Θεολόγος-Νομικός





Εισαγωγή
Ο Απόστολος Παύλος γράφοντας στους Κορινθίους (Β’ Κορ. ς’ 19) αναφέρει: «Το σώμα ημών ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος εστίν». Κατόπιν τούτου οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι μετά θάνατον το σώμα μας είναι προωρισμένο να αναστηθή κατά τη Β’ Παρουσία του Κυρίου, ένδοξο και άφθαρτο (όντας χαριτωμένο), και να ενωθή με την αθάνατη ψυχή. Γι’ αυτό, όχι μόνον δεν έκαιαν το σώμα, όπως οι ειδωλολάτρες, αλλ’ αντίθετα το φρόντιζαν, το έλουαν, το μύρωναν, το έντυναν με καθαρά ενδύματα και το περιτύλισσαν με λευκό σινδόνι. Το τοποθετούσαν σε κλίνη ή φέρετρο) ανοικτό, ώστε να φαίνεται το πρόσωπό του. Το λείψανο τοποθετείται για κάποιο χρόνο εντός της οικίας του. Και στην ωρισμένη ώρα μεταφέρεται στο ναό για την «εξόδιον ακολουθίαν».
Κατά την μεταφορά προς το ναό εψάλλοντο διάφορα «εξόδια άσματα», τα οποία κατά τους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας ήσαν κατάλληλοι ψαλμικοί στίχοι (από το βιβλίο Ψαλμοί, της Παλαιάς Διαθήκης).
Στο βιβλίο «Αποστολικές Διαταγές» (ς’ 30) αναφέρεται: «Εν ταις εξόδοις των κεκοιμημένων ψάλλοντες προπέμπετε αυτούς, εάν ώσι πιστοί εν Κυρίω: «Τίμιος γαρ εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού». Και πάλιν:»Επίστρεψον, ω ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, ότι ο Κύριος ευηργέτησέ σε». Και εν άλλοις: «Μνήμη δικαίων μετ’ εγκωμίων». Και: «Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού»».
Ο ιερός Χρυσόστομος εις την Δ’ Ομιλία εις την προς Εβραίους επιστολήν, γράφει: «Εννόησον τι ψάλλεις κατά τον καιρόν εκείνον: «Επίστρεψον, ω ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε». Και πάλιν: «Ου φοβήσομαι κακά, ότι Συ μετ’ εμού ει. Και πάλιν: «Συ μου ει καταφυγή από θλίψεως, της περιεχούσης με»».
Όταν ο νεκρός ετοποθετείτο εντός του ναού, τότε εψάλλετο η νεκρώσιμη ακολουθία, όπως τότε ευρίσκετο εις τα σπάργανά της, αλλ’ όπως θα δούμε εις την συνέχειαν, περιείχεν αγιογραφικά Αναγνώσματα, Ψαλμικά λόγια και ωδές (κατάλληλα για την περίσταση), καθώς και ειδικές δεήσεις και ευχές από τον λειτουργόν, όπως Κύριος ο Θεός συγχωρήση τις αμαρτίες του κεκοιμημένου και κατατάξη αυτόν «εν τόπω ου απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός».
Πληροφορίες σχετικές αντλούμε από τον Ψευδο-Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην (τέλη 5ου και αρχές 6ου μ.Χ. αιώνος), όπου, εκτός των άλλων γίνεται λόγος και για τον «τελευταίον ασπασμόν». Ήδη ο σκελετός της Νεκρώσιμης Ακολουθίας είναι έτοιμος και εν χρήσει.
Με την πάροδον του χρόνου η Ακολουθία συμπληρώνεται με υμ- νους διαφόρων συνθετών, ιδιαίτερα όμως από τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, ο οποίος συνθέτει το οκτώ τροπάρια εις τους οκτώ ήχους (π.χ. «Ποία του βίου τρυφή, διαμένει λύπης αμέτοχος…», «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα… κλπ.).
Εκτός από τη συνηθισμένη Ακολουθία εις Κεκοιμημένους, έχουν διαμορφωθεί α’ ειδική ακολουθία διά Νήπια (μέχρις επτά ετών), Εξόδιος Ακολουθία εις Μοναχούς, και γ’ Ακολουθία εις κεκοιμημένους κατά την Διακαινήσιμον εβδομάδα. Ειδικά δε, διά τους Κληρικούς ισχύει η ιδία, πλην όμως συμπληρώνεται διά ειδικών ύμνων και ευχών.
Το περιεχόμενον της Ακολουθίας εις Κεκοιμημένους
Η Νεκρώσιμη Ακολουθία, όπως τελείται σήμερα, ακολουθεί τρόπον τίνα, την ακολουθίαν του λειτουργικού Όρθρου.
Αρχίζει με μία σύντομη ακολουθία, που τελείται εις τον χώρον που ευρίσκεται, προτού μεταφερθεί εις τον ναόν. Περιλαμβάνει το «Τρισάγιον» και δέησιν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου.
Καθ’ οδόν προς τον ναόν ψάλλεται ο «Τρισάγιος Ύμνος» «Άγιος ο Θεός…», ίσως προς ομολογίαν της πίστεως του κεκοιμημένου. Ή κατ’ άλλους, προς ένδειξιν ότι ο κεκοιμημένος ευρίσκεται μαζί με τους αγγέλους, ψάλλοντας τον Τρισάγιον Ύμνον εις την Αγίαν Τριάδα.
Η εντός του ναού ακολουθία άρχεται διά του: «Ευλογητός ο Θεός ημών…». Εις την συνέχειαν ο Χορός ψάλλει στίχους από τον Ψαλμό 118, τον «Άμωμον». Λέγεται δε έτσι από την εναρκτήριον λέξιν: «Άμωμοι…». Οι στίχοι ψάλλονται εις τρεις στάσεις:
Στάσις Πρώτη.
Ήχος πλ. β’
1. Άμωμοι εν οδώ, αλληλούϊα.
12. Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. Αλληλούια.
20. Επεπόθησεν η ψυχή μου του επιθυμήσαι τα κρίματά σου εν πανντί καιρώ. Αλληλούϊα.
28. Ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας, βεβαίωσόν με εν τοις λόγοις σου.
Αλληλούϊα.
38. Κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύριά σου, και μη εις πλεονεξίαν. Αλληλούϊα.
53. Αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών, των εγκαταλιμπανόντων τον νόμον σου.
Αλληλούϊα.
63. Μέτοχος εγώ ειμί πάντων των φοβούμενων σε, και των φυλασσόντων τας εντολάς σου. Αλληλούϊα.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αλληλούϊα.
Στάσις Δευτέρα.
Ήχος πλ. α’
73. Αι χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με, συνέτισόν με και μαθήσομαι τας εντολάς σου. Ελέησόν με, Κύριε.
83. Ότι εγενήθην ως ασκός εν πάχνη, τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην, Ελέησόν με, Κύριε.
94. Σος ειμί εγώ, σώσόν με, ότι τα δικαιώματά σου εξεζήτησα. Ελέησόν με, Κύριε.
102. Από των κριμάτων σου ουκ εξέκλινα, ότι συ ενομοθέτησάς με. Ελέησόν με, Κύριε.
112. Έκλινα την καρδίαν μου, του ποιήσαι τα δικαιώματά σου εις τον αιώνα δι’ αντάμειψιν. Ελέησόν με, Κύριε.
126. Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω, διεσκέδασαν τον νόμον σου. Ελέησόν με, Κύριε. Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ελέησόν με, Κύριε, Κύριε.
Στάσις Τρίτη.
Ήχος πλ. δ’
Και ελέησόν με. Αλληλούϊα.
132. Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με, κατά το κρίμα των αγαπώντων το όνομά σου. Αλληλούϊα.
141. Νεώτερος εγώ ειμί, και εξουδενωμένος, τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην. Αλληλούϊα.
149. Της φωνής μου άκουσον, Κύριε, κατά το έλεός σου, κατά το κρίμα σου ζήσον με. Αλληλούϊα.
161. Άρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, και από των λόγων σου εδειλίασεν η καρδία μου. Αλληλούϊα.
175. Ζήσεται η ψυχή μου και αινέσει σε, και τα κρίματά σου βοηθήσει μοι.
176. Επλανήθην ως πρόβατον απολωλός, ζήτησον τον δούλον σου, ότι τας εντολάς σου ουκ επελαθόμην.
Μετά από κάθε Στάση, ο ιερέας αναπέμπει δέησιν: Ελέησον ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου, δεόμεθά σου, επάκουσον και ελέησον.
Έτι δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου του Θεού…
Όπως Κύριος ο Θεός, τάξη την ψυχήν αυτού ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται, τα ελέη του Θεού, την βασιλείαν των ουρανών, και άφεσιν των αυτού αμαρτιών…
Και κατακλείει: Ότι συ ε! η ανάστασις, η ζωή, και η ανάπαυσις του κεκοιμημένου δούλου σου…
Ακολουθούν τα Ευλογητάρια (των κεκοιμημένων) εις Ήχον πλ α’:
Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου.
Των Αγίων ο χορός, εύρε πηγήν της ζωής και θύραν Παραδείσου, εύρω καγώ, την οδόν διά της μετανοίας, το απολωλός πρόβατον εγώ ειμί ανακάλεσαί με, Σωτήρ, και σώσόν με.
Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου.
Ο πάλαι μεν, εκ μη όντως πλάσας με, και εικόνι σου θεία τιμήσας, παραβάσει εντολής δε πάλιν με επιστρέψας εις γην εξ ης ελήφθην, εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε, το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι.
Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου.
Εικών ειμί, της άρρητου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων, οικτείρησον το σον πλάσμα, Δέσποτα, και καθάρισον ση ευσπλαγχνία, και την ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με.
Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου.
Ανάπαυσον, ο Θεός τον δούλον σου, και κατάταξον αυτόν εν Παραδείσω, όπου χοροί των Αγίων, Κύριε, και οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες, τον κεκοιμημένον δούλόν σου ανάπαυσον, παρορών αυτού πάντα τα εγκλήματα.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Το τριλαμπές της μιας Θεότητος, ευσεβώς υμνήσωμεν βοώντες· Άγιος ει, ο Πατήρ ο άναρχος, ο συνάναρχος Υιός και θείον Πνεύμα φώτισον ημάς πίστει σοι λατρεύοντας, και του αιωνίου πυρός εξάρπασον.
Και νυν…
Χαίρε σεμνή, η Θεόν σαρκί εκούσα, εις πάντων σωτηρίαν, δι’ ης γένος των ανθρώπων εύρατο την σωτηρίαν, διά σου εύροιμεν Παράδεισον, Θεοτόκε, αγνή ευλογημένη.
Αλληλούϊα, αλληλούϊα, αλληλούϊα. Δόξα σοι ο Θεός.
Ο Κανόνας δεν ψάλλεται. Μόνον το Κοντάκιον λέγεται εις Ήχον πλ. δ’:
Μετά των Αγίων ανάπαυσον, Χριστέ, την ψυχήν του δούλου σου, ένθα ουκ εστί πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.
Ακλουθούν τα οκτώ ιδιόμελα τροπάρια του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού μετά του: Δόξα Πατρί… Ο θάνατος σου, Κύριε,… Και νυν… Αγνή Παρθένε του Λόγου Πύλη,…
Οι Μακαρισμοί συνήθως παραλείπονται. Ψάλλεται εις Ήχον γ’ το Προκείμενον του αποστολικού αναγνώσματος.Μακαρία η οδός, η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως. Και ακολουθούν το αποστολικό (Α’ Θεσ. δ’ 13-17) και ευαγγελικό (Ιωαν. ε 24- 30) ανάγνωσμα.
Ο ιερέας αναπέμπει και πάλιν δέησιν: Ελέησόν ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου,… και αναγινώσκει Συγχωρητικήν Ευχήν.
Τέλος ποιεί Απόλυσιν: Δόξα σοι ο Θεός, η ελπίς ήμών δόξα σοι. Ο και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχων ως αθάνατος Βασιλεύς, και αναστάς εκ νεκρών, Χριστός ο αληθινός Θεός ημών, ταις πρεσβείαις… των αγίων ενδόξων Προπατόρων Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, …και πάντων των αγίων, την ψυχήν του εξ ήμών μεταστάντος δούλου αυτού, εν σκηνοίς δικαίων τάξω, εν κόλποις Αβραάμ αναπαύσαι, και μετά δικαίων συναριθμήσαι, ημάς δε ελεήσαι και σώσαι ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός.
Εύχεται: Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ήμών Και καθ’ ον χρόνον ο Χορός ψάλλει εις Ήχον β τα τροπάριο των Αίνων (Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι…) δίδεται ο τελευταίος ασπασμός.
Μετά το «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών…» γίνεται η έξοδος και πορεία προς το Κοιμητήριον, ψαλλομένου του Τρισάγιου Ύμνου.
Το λείψανον τοποθετείται εντός του τάφου. Ο ιερέας χύνει πάνω σ’ αυτό έλαιον (σταυροειδώς), λέγων: «Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλύνεις με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». «Προσχωμεν. Αλληλούϊα (3)». Και χύνει χώμα σταυροειδώς λέγων: «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αύτη. Γη ει και εις γην απελεύσει».
Γίνεται σύντομη δέησις «Τρισάγιον» επί του τάφου, και ανάπτεται επί του τάφου κανδήλα.

Παρατηρήσεις επι των εκ του Ψαλτηρίου της Παλαιάς Διαθήκης  χωρίων της Ακολουθίας εις τους Κεκοιμημένους
Εκ των ανωτέρω μπορούμε να συμπεράνομεν ότι εις την Νεκρώσιμον Ακολουθίαν γίνεται ικανή χρήση στοιχείων της Παλαιάς Διαθήκης Εκτός του 118ου Ψαλμού, από τον όποιον ο συνθέτης αυτής επίλέγει στίχους, στοιχεία αντλεί και από άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, είτε κατά λέξιν, είτε κατά το περιεχόμενον.
Από τους Ψαλμούς:
  1.  Ψαλμός 118:
Α’ Στάση.
Στίχοι 1, 12, 20, 28, 38, 53, 63.
Β’ Στάση.
Στίχοι 73, 83, 94, 102, 112, 126.
Γ’ Στάση.
Στίχοι 132, 141, 149, 161, 175, 176.
  1.  (Ψαλμ. ν’ 7)
Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλύνεις με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.
  1.  (Ψαλμ. Κγ’ 1)
Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αύτη.
Εις την «Ακολουθίαν Νεκρώσιμον του Εξοδιαστικού των Μοναχών», εκτός των ανωτέρω, περιλαμβάνονται και οι Ψαλμοί: 90ος «Ο κατοίκων εν βοηθεία του Υψίστου,…», 64, 101. «Μακάριος ον εξελέξω και προσελάβου, Κύριε. Αλληλούϊα. Και το μνημόσυνόν αυτού εις γενεάν και γενεάν. Αλληλούϊα. Η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται», και ολόκληρος ο 118ος «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι…», στίχοι του οποίου, ως ανωτέρω αναφέρεται, χρησιμοποιούνται εις την κοινήν νεκρώσιμον ακολουθίαν.
Πηγή: «Ορθόδοξη Μαρτυρία», Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους», Αριθμός 103, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2014.

Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη


Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη
Οσίου Παϊσίου
«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση». Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο…
Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση.
Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.
Η μετά θάνατον ζωή – Οι υπόδικοι νεκροί
– Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
– Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
– Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;
– Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
– Και οι Άγιοι και ο ληστής;
– Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους
– Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
– Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του;
Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή.
Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
– Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
– Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
– Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
– Άμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
– Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
– Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
– Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
– Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
– Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
– Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν».
Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό.
Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.
Άγιος  Παΐσιος

Από το βιβλίο: «Οι δοκιμασίες στη ζωή μας» Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002

Προσευχή για τους κεκοιμημένους – Ευχή των Αποστολικών Διαταγών


Κύριε ο Θεός μας, Σύ που έχεις εκ φύσεως αθάνατη και χωρίς τέλος ζωή, καί δημιούργησες τα λογικά πλάσματα, καί όσα είναι αθάνατα καί όσα υπόκεινται στο θάνατο Σύ


Ευχή των Αποστολικών Διαταγών
Κύριε ο Θεός μας, Σύ που έχεις εκ φύσεως αθάνατη και χωρίς τέλος ζωή, καί δημιούργησες τα λογικά πλάσματα, καί όσα είναι αθάνατα καί όσα υπόκεινται στο θάνατο Σύ που έπλασες εξαρχής θνητή τη λογική αυτή ύπαρξη, τον άνθρωπο, τον πολίτη του κόσμου, καί υποσχέθηκες σ’ αυτόν την ανάσταση, καί δέν άφησες να δοκιμάσουν τον θάνατο ο δίκαιος Ενώχ και ο προφήτης Ηλίας,
Σύ που ονομάζεσαι ” Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ “, σα να μην είναι νεκροί, αλλά να έχουν κοντά σου ζωή μακαρία-επειδή οι ψυχές όλων ζούν πλησίον σου και βρίσκονται κάτω απο την προστασία σου τα πνεύματα των δικαίων, τους οποίους δεν θα αγγίξει ποτέ τιμωρία ή θλίψη, διότι όλοι όσοι αγιάστηκαν είναι κάτω απο την πατρική εξουσία σου –
Σύ, ο Θεός μας, ρίξε και τώρα από ψηλά το βλέμμα σου στους κοιμηθέντες δούλους σου, τους οποίους εξέλεξες και παρέλαβες κοντά σου, για να καταλήξουν σε άλλη ζωή, ευφρόσυνη.
Συγχώρησέ τους όσα τυχόν αμαρτήματα διέπραξαν ακουσίως ή εκουσίως, καί δώσε να παραστέκουν πλησίον τους άγγελοι αγαθοί. Καί κατάταξέ τους στις αγκάλες των Πατριαρχών και των Προφητών και των Αποστόλων και όλων των Αγίων, όσοι απο τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα έζησαν σύμφωνα με το θέλημά σου και ευαρέστησαν ενώπιόν σου. Κατάταξέ τους εκεί όπου δεν υπάρχει λύπη και πόνος και στεναγμός αλλά κατοικία ετοιμασμένη για τους ευσεβείς και διαμονή προορισμένη για όσους είναι ευθείς στην καρδιά και για όλους εκείνους πού μέσα σ’ αυτή βλέπουν τη δόξα του Χριστού σου. Στον Υιό σου και στο Άγιο Πνεύμα και σ’ Εσένα ανήκει δόξα, τιμή, λατρεία ευχαριστία και προσκύνηση είς τους αιώνας. Αμήν.
http://athonikoigerontes.blogspot.gr

Η προσευχή για τους κεκοιμημένους ~ Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση




Η προσευχή για τους κεκοιμημένους 
Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση


Ήταν στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου ένα γεροντάκι ονόματι Κωνστάντιος από την Κεφαλλονιά· ήταν κι ένα άλλο Γεροντάκι, Κεφαλλονίτης κι αυτός, από το Πυργί, που λεγόταν Δημήτριος και η μητέρα του Μαρία. Κάποτε έλαβε ένα γράμμα ότι η μητέρα του εκοιμήθη. Δεν είχαν τηλέφωνα τότε.
Πάει λοιπόν στον π. Κωνστάντιο και του λέει:
Γερο-Κωνστάντιε, σε θερμοπαρακαλώ, κάνε ένα κομποσχοινάκι, ένα σαραντάρι (προσευχή για σαράντα μέρες) για την μητέρα μου.
 Θα κάνω, λέει αυτός, νά ’ναι ευλογημένο!
Αυτός ήταν αγωνιστής, όλη νύχτα τραβούσε κομποσχοίνι. Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, εκεί που καθόταν και έκανε κομποσχοίνι λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον την δούλη Σου Μαρία», βλέπει μια γυναίκα να μπαίνει μέσα στο κελί του (ήταν η κεκοιμημένη Μαρία) και του λέει με ευγένεια πολλή:
 Ευλογείτε, Γέροντα!...
–  Ο Κύριος!... Πού βρέθηκες εσύ εδώ πέρα;…
 Μη ταράζεσαι, Γέροντα, γιατί ο Θεός μ’ έστειλε να ’ρθώ.
 Και, τι θέλεις;…
 Δεν θέλω τίποτε· αλλά ήρθα μόνο να σ’ ευχαριστήσω, διότι αυτά τα κομποσχοίνια που μου έκανες, πολύ με ωφέλησαν και βρήκε ανάπαυση η ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ, Γέροντά μου, σ’ ευχαριστώ!...
Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε.
Η προσευχή για τους κεκοιμημένους
«Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση»,
μέρος 2ο («Περιστατικά»), κεφ. Κε΄, σελ. 356–357, 
Άγιον Όρος 2011.
π. Δαμιανός