Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: Η μέλλουσα ζωή



Κυριακή, 26 Αὐγούστου 2018: Ἡ μέλλουσα ζωή
ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018
Στό δωδέκατο (12ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», πού εἶναι καί τό τελευταῖο ἄρθρο, ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στόν μέλλοντα αἰώνα. Ὁμολογοῦμε: «Καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, Ἀμήν», δηλαδή προσδοκοῦμε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁμολογοῦμε ὅτι ἀναμένουμε τήν ἡμέρα πού θά ἀναστηθοῦν τά σώματά μας, θά δοῦμε τόν Χριστό, θά γίνη ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων καί θά ἀρχίση ἡ μέλλουσα ζωή.
Εἶναι μεγαλειῶδες νά ἀπαγγέλλουμε στό «Σύμβολον τῆς Πίστεως» τήν πίστη μας στήν μέλλουσα ζωή ἐνῶ ἀκόμη ζοῦμε. Ὅταν αὐτό τό πιστεύουμε ἐνσυνειδήτως, τότε στήν πραγματικότητα ὑπερβαίνουμε τήν παροῦσα ζωή, ὑπερβαίνουμε τόν θάνατο, ἔχουμε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα στόν Χριστό, ἐπιθυμοῦμε νά Τόν συναντήσουμε καί θέλουμε νά συμμετάσχουμε στήν αἰώνια ζωή μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά δείχνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος, δέν εἶναι ἕνα φιλανθρωπικό σωματεῖο, δέν εἶναι μιά κοινωνική ὀργάνωση καί μιά Φιλοσοφική Σχολή, ἀλλά εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἑτοιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά τήν μέλλουσα ζωή, καί ταυτόχρονα τόν κάνει ἀπό τώρα νά προγεύεται τῆς δόξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πίστη στόν μέλλοντα αἰώνα φανερώνει ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαντλεῖται σέ αὐτήν τήν ζωή. Ἐπίσης φανερώνει ὅτι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, μέ τόν σωματικό θάνατο, δέν ἐξαφανίζεται. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά εἶναι ἀθάνατος. Βέβαια, αὐτή ἡ ἀθανασία εἶναι κατά Χάρη καί δέν εἶναι κατά φύση, ἀφοῦ ἀθάνατος κατά φύση εἶναι μόνον ὁ Θεός, ἐνῶ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά Χάρη ἀθάνατη. Ἐπίσης, αὐτό δείχνει ὅτι στόν μέλλοντα αἰώνα θά συμμετάσχη καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε δέν ἰσχύει ἡ ἄποψη τῆς φιλοσοφίας ὅτι τό σῶμα εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Καί οὔτε ἰσχύει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή ἐξέρχεται ἀπό τό σῶμα, ἐπανέρχεται δῆθεν στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, καί τό σῶμα ἐξαφανίζεται.
Ἡ μέλλουσα ζωή ἔχει δύο τρόπους μετοχῆς. Εἶναι ἡ ζωή μέ τήν μέθεξη τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ, πού θά ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι, καί εἶναι ἡ ζωή μέ τήν μέθεξη τοῦ πυρός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα κρίσιμο θέμα, τό ὁποῖο ἀναπτύσσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό εἴδαμε στήν ἀνάλυση ἑνός ἄλλου ἄρθρου τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως».
Αὐτό τό βλέπουμε στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν μέλλουσα κρίση. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, θά ἔλθη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, θά συγκεντρωθοῦν ἐνώπιόν Του ὅλα τά ἔθνη, θά χωρισθοῦν μεταξύ τους, ὅλοι θά Τόν δοῦν καί θά συνομιλήσουν μαζί Του, ἀλλά οἱ δίκαιοι θά ζήσουν τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί θά καταδικασθοῦν. «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι (ἁμαρτωλοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον (Ματθ, κε΄, 46).
Τήν διδασκαλία αὐτήν τήν παρουσιάζει μέ θαυμαστό τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἁγιογραφία αὐτή ὁ Χριστός βρίσκεται στόν θρόνο, ἀπό τόν ὁποῖο ἐξέρχεται τό Φῶς πού φωτίζει τούς δικαίους, καί αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος, καί ἀπό τόν ἴδιο θρόνο τοῦ Θεοῦ ἐξέρχεται ὁ πύρινος ποταμός, μέσα στόν ὁποῖο εἶναι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, πού εἶναι ἡ κόλαση.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: Η Ανάσταση των νεκρών



Κυριακή, 19 Αὐγούστου 2018: Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν
ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018
Τό ἑνδέκατο (11ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» ἀναφέρεται στό μεγάλο θέμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», δηλαδή ἀναμένουμε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐννοεῖται ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀφοῦ προηγήθηκε ὁ θάνατος, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως στήν Παλαιά Διαθήκη περιγράφονται τά γεγονότα τά σχετικά μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Μετά τήν ἁμαρτία πού διέπραξαν, ἐπῆλθε ὁ πνευματικός θάνατος, ἡ ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί ὕστερα ἀπό χρόνια ἀκολούθησε καί ὁ σωματικός θάνατος. Στήν πραγματικότητα ἀμέσως μέ τήν ἁμαρτία εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο ὁ θάνατος, δηλαδή, ἡ φθαρτότητα, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα, πού εἶναι οἱ λεγόμενοι «δερμάτινοι χιτῶνες», μέ τούς ὁποίους τούς ἐνέδυσε ὁ Θεός. Αὐτοί οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες» εἶναι, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μίξη, ἡ σύλληψη, ὁ τόκος, ὁ ρύπος, ἡ κατ’ ὀλίγον πρός τό τέλειον αὔξηση, ἡ ἀκμή, τό γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος.
Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀμέσως μέ τήν σύλληψή του ἔχει μέσα του τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἦταν συνδεδεμένη καί τό σῶμα στερεῖται τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς, καί γι’ αὐτό πεθαίνει.
Στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη γίνεται συνεχής λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅτι, δηλαδή, οἱ ψυχές θά εἰσέλθουν πάλι στά νεκρά σώματα καί θά ἀναστηθοῦν. Αὐτό γράφεται ἀπό τούς Προφῆτες, ὅπως τόν Προφήτη Ἡσαΐα καί τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ. Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας γράφει: «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Ἡσ. κστ΄, 19), ἐνῶ ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ καταγράφει ἕνα ὅραμα γιά τό πῶς τά νεκρά ὀστᾱ ἀπέκτησαν νεῦρα καί σάρκες καί εἰσῆλθε σέ αὐτά πνεῦμα καί αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ (Ἰεζ. λζ', 1-14).
Τά τρία θαύματα ἀναστάσεων πού ἔκανε ὁ Χριστός, δηλαδή ἡ ἀνάσταση τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου, ἡ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἦταν προοίμια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Πάνω ἀπό αὐτά, μεγάλη σημασία ἔχει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε μέ τήν θεότητά Του.
Ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων εἶναι τό νέο τό ὁποῖο ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, πού εἶναι σαφέστατα ἀντίθετο μέ ὅλη τήν φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιά ἐκ φύσεως ἀθάνατη ψυχή καί ἐκ φύσεως θνητό σῶμα. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμίλησε στόν Ἄρειο Πάγο γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τόν διέκοψαν, τόν ἐχλεύασαν καί τοῦ εἶπαν ὅτι θά τόν ἀκούσουν κάποια ἄλλη φορά (Πρ. ιζ΄, 31-33). Τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἡ νέα διδασκαλία πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Η σημασία και η αξία τών μνημοσύνων και η μέση κατάσταση τών ψυχών σε αιώνια πρόοδο π. Ιωάννη Ρωμανίδη




Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Οι Χριστιανοί προσεύχονται για όλους τους κεκοιμημένους, αλλά προσεύχονται κατά διαφορετικό τρόπο για καθένα. Προσεύχονται στους Αγίους, για τους οποίους γνωρίζουν, από το λείψανό τους και τα θαύματα που επιτελούν, ότι είναι φίλοι του Θεού και γι' αυτό ζητούν τις πρεσβείες τους. Και προσεύχονται στον Θεό για τους άλλους, να βρουν έλεος παρά Κυρίου.
«Η προσευχή είναι η προσευχή του Σώματος του Χριστού, είναι η προσευχή της Εκκλησίας. Και όταν γινόμαστε μέλη της Εκκλησίας προσευχόμαστε ως ένα μέλος της Εκκλησίας. Γι' αυτόν τον λόγο, όταν είναι ο παπάς παρών, ο παπάς θα προσεύχεται. Δεν θα πούμε στην κυρα-Mαρίκα να πει την προσευχή, θα την πει ο παπα-Kώστας, θα την πει ο Δεσπότης, ο οποίος είναι παρών. Γιατί; Διότι προσευχόμαστε όλοι μαζί. Ως τι; Ως ένα σώμα, γιατί είμαστε ένα Σώμα του Χριστού κλπ. Γι' αυτόν τον λόγο η προσευχή έχει κατ' εξοχήν συλλογική σημασία.
Γι' αυτόν τον λόγο κάθε Σάββατο αφιερώνεται στις ψυχές των κεκοιμημένων και η ακολουθία του Σαββάτου είναι για τους κεκοιμημένους. Τότε γινόντουσαν τα μνημόσυνα και γι' αυτό έγινε και ολόκληρη διαμάχη αν πρέπει να γίνεται το μνημόσυνο την Κυριακή. Και, βέβαια, δεν πρέπει να γίνεται την Κυριακή, γιατί η μέρα των μνημοσύνων είναι το Σάββατο. Εφ' όσον η Εκκλησία ως συλλογικό όργανο προσεύχεται για τους πεθαμένους, προσεύχεται για όλο το Σώμα του Χριστού, που είναι το σώμα των κεκοιμημένων. Σε αυτό το μέρος του Σώματος του Χριστού συμπεριλαμβάνονται και οι κεκοιμημένοι που λέγονται και Άγιοι της Εκκλησίας και ακόμα και η Παναγία.
Οπότε, για τον καθένα έχουμε και την ανάλογη προσευχή. Η προσευχή, βέβαια, είναι μια εκδήλωση αγάπης για όλα τα μέλη του σώματος, επειδή η Εκκλησία δεν διακρίνει μεταξύ της Εκκλησίας μετά τον θάνατο και της Εκκλησίας προ του θανάτου, και όλα αυτά μαζί -και οι πέραν του τάφου και οι εντεύθεν του τάφου- είναι μία Εκκλησία. Δεν υπάρχουν δύο Εκκλησίες. Δεν είναι μία αόρατη Εκκλησία και μία ορατή Εκκλησία· είναι μία Εκκλησία, ένα Σώμα του Χριστού είναι αυτό το πράγμα.
Επομένως, εφ' όσον η προσευχή είναι συλλογική και προσευχόμαστε δι' αλλήλους, προσευχόμαστε ο καθένας για τον άλλο, γι' αυτόν τον λόγο πιστεύουμε ότι και οι πέραν του τάφου προσεύχονται για μας και εμείς προσευχόμαστε για τους πέραν του τάφου, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός και ανάλογα με την κατάσταση την πνευματική στην οποία βρίσκεται ο καθένας. Και έτσι είναι ταξινομημένες όλες οι ακολουθίες της Εκκλησίας.
Λοιπόν, εκείνο που προέχει, εκτός από αυτό, είναι το θέμα της τελειότητος, ότι η τελειότητα είναι μία ατελεύτητη κίνηση προς τα πάνω, είναι ατελεύτητη κίνηση και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία».
Γι' αυτόν τον λόγο τελούμε τα ιερά μνημόσυνα.
«Το μνημόσυνο είναι έκφραση αγάπης των ζώντων που προσεύχονται για τους κεκοιμημένους. Ναι, η Εκκλησία προσεύχεται για να σωθούν όλα τα μέλη της, Αυτό λέμε "ανάπαυσον εν χώρα ζώντων" κλπ. Με τις προσευχές προσευχόμαστε αυτός να φθάσει να γίνει άγιος, δηλαδή αυτό λέμε "Μετά των Αγίων ανάπαυσον". Τι σημαίνει αυτό;  να γίνει άγιος, αυτό προσευχόμαστε. Αλλά αυτό, αν γίνει αυτήν την στιγμή, αν γίνει έπειτα από πενήντα χρόνια ή σε έναν αιώνα, είναι άλλο θέμα αυτό».
Μνημόσυνα κάνουμε για όλους τους κεκοιμημένους, Αγίους και αμαρτωλούς και προσφέρουμε κόλλυβα για όλους. Όμως, διαφορετική είναι η προσευχή που κάνουμε για τον καθένα. Για τους Αγίους ζητάμε τις πρεσβείες τους και προσευχόμαστε να αποκτήσουν περισσότερη δόξα και για τους αμαρτωλούς να ολοκληρωθεί η μετάνοιά τους.
«Έχουμε κόλλυβα για όλον τον κόσμο· έχουμε κόλλυβα στα μνημόσυνα και για τους πεθαμένους: φίλους, συγγενείς, γνωστούς κ.ο.κ., αλλά υπάρχουν κόλλυβα και για τους Αγίους, υπάρχουν κόλλυβα και για την Παναγία· και σχετικές ευχές υπάρχουν. Τα κόλλυβα δεν είναι μόνον για τους μη Αγίους, είναι και για τους Αγίους.
Βέβαια, δεν λέμε την ίδια προσευχή. Γιατί δεν λέμε την ίδια προσευχή; Και σ’ αυτό θα πρέπει να πάρετε του Συμεών του Νέου Θεολόγου τα περί προσευχής, κάτι ωραίες ομιλίες που έχει και λέει το εξής: Δεν μπορεί κανείς στα κουτουρού να προσεύχεται. Όταν προσεύχεται κανείς, πρέπει να προσεύχεται με επιστημονική ακρίβεια· η προσευχή δεν είναι πεταμένες λέξεις τις οποίες πετάμε στο κενό, ελπίζοντας μήπως επιτύχουμε κάτι».
Η προσευχή για τους κεκοιμημένους είναι απαραίτητη, γιατί υπάρχει κάποια πρόοδος και προκοπή στην μέση κατάσταση των ψυχών, γι' αυτούς που ήδη έχουν εισέλθει τουλάχιστον στο στάδιο της μετάνοιας.
«Μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά μετά τον θάνατο όμως υπάρχει τελειοποίηση της μετάνοιας. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Εδώ αρχίζει η μετάνοια και τελειώνει εκεί. Και συνεχίζει μέχρι την θέωση. Έτσι είναι. Αυτά είναι εμπειρία τών Αγίων».
«Στους Πατέρες της Εκκλησίας, επειδή υπάρχει αυτή η διδασκαλία περί αιώνιας προόδου, θα βρείτε επίσης κατεσπαρμένες αναφορές στους Πατέρες ότι μετά τον θάνατον ο άνθρωπος προοδεύει, δεν σταματάει την πρόοδό του. Επομένως, άλλο είναι η μετάνοια και άλλο είναι η συνεχιζομένη πρόοδος· άλλο το ένα άλλο το άλλο.
Κατά τους Πατέρες, για τους αμετανόητους, αφ’ ότου δεν μετανοήσουν στην ζωή αυτή, δεν υπάρχει μετάνοια μετά τον θάνατο. Επομένως, εδώ είναι η μετάνοια, αλλά αφού εδώ μετανοήσει ο άνθρωπος, δεν σημαίνει ότι από την μετάνοια πηδάει κατ’ ευθείαν στην τελειότητα· δεν κάνει πήδημα, δεν πηδάει στην τελειότητα, αλλά υπάρχει προκοπή».
«Πάντως, προέκυψε στην Ορθόδοξη δογματική μια μέση κατάσταση των ψυχών. Η μέση κατάσταση είναι: περιμένουν την κρίση και εκείνος που είναι κολασμένος ξέρει ότι θα καταδικασθεί και εκείνος που θα σωθεί, έχει την παρηγοριά. Υπάρχει αυτή η μέση κατάσταση. 
Τώρα, έπρεπε να γίνει μια έρευνα για να δούμε από πού προέρχεται αυτή η μέση κατάσταση σε ορισμένους Πατέρες της Εκκλησίας κλπ., και υπάρχει και στην εμπειρία της Εκκλησίας. Έχουμε και τον θάνατο των νηπίων και μερικές φορές οι άνθρωποι βλέπουν στα όνειρά τους τα παιδιά αυτά να μαθητεύουν, ας πούμε, σε ένα μέρος και να ετοιμάζονται, ας πούμε, για τον Παράδεισο κλπ. Υπάρχει σχολείο, δηλαδή, γι' αυτούς που έχουν ανάγκη από σχολείο.
Πάντως, εκείνο που φαίνεται είναι ότι μετά τον θάνατο υπάρχει κάποια προκοπή. Βέβαια, μεταξύ των Αγίων, πηγαίνουν συνέχεια από δόξης εις δόξαν και αιωνίως υπάρχει προκοπή. Σε αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία, διότι η τελειότητα είναι ατελεύτητη· ατελευτήτως υπάρχει τελειότητα.
Ακόμα και στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, αν τον διαβάσουμε προσεκτικά, θα δούμε εκεί ότι και οι άγγελοι τελειοποιούνται συνεχώς. Και εκεί, Θρόνοι, Κυριότητες, οι άγγελοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ. Πάντως, οι άγγελοι τελειοποιούνται. Και υπάρχει, βέβαια, δυνατή παράδοση ότι η Θεοτόκος ακόμα τελειοποιείται, οπότε οι θεούμενοι τελειοποιούνται.
Αυτοί που δεν έχουν φθάσει στην θέωση τι γίνονται, εκτός από τους κολασμένους για τους όποιους ουκ εστί μετάνοια μετά θάνατον; Φαίνεται ότι για τους μεν πεπωρωμένους δεν υπάρχει μετάνοια μετά τον θάνατον, διότι είναι πεπωρωμένοι. Για τους άλλους, όμως, φαίνεται επειδή βρίσκονταν σε κατάσταση μετάνοιας όταν πέθαναν, θα καταταχθούν και αυτοί, όχι αμέσως όπως προσευχόμαστε, διότι εδώ προσευχόμαστε να γίνει αμέσως. Ας πούμε, λέμε "κατάταξον", δηλαδή, δεν λέμε "εν καιρώ κατάταξον", "στην Δευτέρα Παρουσία κατάταξον" κλπ. Εμείς λέμε τώρα "κατάταξον". Λοιπόν, από ’κει φαίνεται η διδασκαλία, σαφώς, που είπαμε στην αρχή από όλη την ακολουθία της κηδείας. Και, πάντως, υπάρχει η άποψη ότι υπάρχει προκοπή μετά τον θάνατο». 
Είναι δυνατόν ακόμη και ο μη Χριστιανός να γνωρίσει τον Χριστό μετά θάνατον.
«Και ένας ο οποίος είναι εκτός της παραδόσεως, εάν είναι ισχυρή η θετική του ανταπόκριση προς την ενέργεια του Θεού, είναι δυνατόν να ξεπεράσει και την κατάσταση της αρετής και να φθάσει σε κάτι υψηλότερο. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί μετά τον θάνατο να διδαχθή τον Χριστιανισμό, εφ' όσον βλέπει πλέον την άκτιστη ενέργεια του Θεού, και εφ' όσον είναι επιδεκτικός. Αντί να μείνει πεπωρωμένος στην καρδιά του, να είναι επιδεκτικός προόδου και να γίνει οπαδός του Χριστού μετά τον θάνατο, όπως έγινε στην εις Άδου Κάθοδον του Χριστού και πίστευσαν όσοι ήσαν προετοιμασμένοι και τώρα συγκαταλέγονται μεταξύ των Αγίων».
Αυτήν την πατερική διδασκαλία περί τελειώσεως της μετάνοιας μετά θάνατον, με την προσευχή της Εκκλησίας, οι Δυτικοί, χωρίς να την ερμηνεύσουν σωστά, την έκαναν αιρετική διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός, ότι δηλαδή οι αμαρτωλοί πρέπει να τιμωρηθούν με το κτιστόν πυρ και έπειτα να σωθούν. Για τους Αγίους Πατέρες μας, η κάθαρση τελειούται με την άκτιστη Χάρη του Θεού, η οποία καθαρίζει τον άνθρωπο με την προσευχή της Εκκλησίας.
«Παίρνουν, τώρα, οι Φράγκοι τα πατερικά κείμενα και διαβάζουν εκεί περί προόδου μετά τον θάνατο και αυτήν την μετά τον θάνατο πρόοδο την εκλαμβάνουν ως καθαρτήριον πυρ. Γιατί; Διότι οι Πατέρες λένε ότι ο άνθρωπος συνεχίζει την κάθαρση και τον φωτισμό, για να φθάσει στην θέωση και μετά τον θάνατο.
Οπότε, εκεί που ο Θεός είναι Φως, είναι και φωτιά· ως φωτιά καθαρίζει τον άνθρωπο, όπως καθαρίζει η φωτιά τον χρυσό και τον λιώνει τον χρυσό, για να καθαρισθεί από τις ακαθαρσίες και να λάμπει και να είναι ωραίος και καθαρός κλπ. Λοιπόν, υπάρχουν κάτι παρομοιώσεις τέτοιες μεταξύ χρυσού, μεταξύ διαφόρων υλικών κλπ., και με την κάθαρση που επιτελείται στον άνθρωπο και μετά τον θάνατο. Οπότε, αφού εδώ μετανοεί ο άνθρωπος, δεν σημαίνει ότι ως μετανοημένος έχει περάσει το στάδιο της καθάρσεως, διότι, για να το περάσει το στάδιο της καθάρσεως, πρέπει να είναι κάθαρση του νοός».
«Οι Φράγκοι πήραν τα πατερικά κείμενα και δεν μπόρεσαν να διακρίνουν σωστά τα πράγματα και το άκτιστο πυρ το έκαναν κτιστό και την προκοπή την μετέφρασαν ότι είναι τιμωρία από τον Θεό. Για να πληρώσουν τα αμαρτήματα τους. Ήσαν επιχειρηματίες Χριστιανοί και κατάλαβαν τον Χριστιανισμό σαν μια επιχείρηση, δηλαδή, και κάθε τι που κάνεις, παίρνεις και ένα βραβείο».