Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Αιφνίδιος θάνατος


Η Εκκλησία, παρ' ότι γνωρίζει ότι ο Θεός «παίρνει» τον άνθρωπο στην καλύτερή του ώρα, απεύχεται τον αιφνίδιο θάνατο καί δέεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι ημάς από λοιμού, λιμού, σεισμού... καί αιφνιδίου θανάτου». Δηλ. εύχεται να μας φυλάξει ο Θεός από αιφνίδιο θάνατο, επειδή συνήθως είμαστε απροετοίμαστοι γι' αυτόν.
Ο Γέροντας Πορφύριος με αφορμή ένα τέτοιο αιφνίδιο θάνατο ενός αγίου ανθρώπου είχε πει: Για τρεις λόγους ο Θεός μπορεί να επιτρέψει ένα αιφνίδιο θάνατο (καρδιακή προσβολή, τροχαίο ατύχημα κ.λπ.):...

α. Όταν ο άνθρωπος είναι άγιος, δηλ. ζει μία υψηλή πνευματική ζωή καί θέλει ο Θεός, για λόγους πού ο ίδιος γνωρίζει, να τον πάρει κοντά Του, ώστε να συνεχίσει να ζει αιωνίως τη μακαρία αυτή ζωή, (περίπτωση σπάνια).
β. Όταν ο άνθρωπος έχει μερικά καλά, αλλά ο Θεός βλέπει ότι πρόκειται να περιπέσει σε βαριά αμαρτία εξαιτίας της οποίας θα χάσει τον Παράδεισο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις επιτρέπει, δηλ. δεν εμποδίζει τον αιφνίδιο θάνατο, οπότε καί αυτός ο άνθρωπος για τα λίγα καλά του (καί φυσικά με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες των δικών του, όπως σημειώσαμε παραπάνω), αποφεύγει την κόλαση καί «εξασφαλίζει» τον Παράδεισο (πολύ συνηθισμένη περίπτωση).
γ. Όταν ο άνθρωπος είναι αμετανόητος καί δεν ενδιαφέρεται για την ψυχή του. Σ' αυτές τις περιπτώσεις υφίσταται αιφνίδιο θάνατο σαν συνέπεια των πράξεων του καί ο Θεός δεν τον εμποδίζει, γνωρίζοντας την αμετανοησία του. (Είναι η τρίτη περίπτωση, χωρίς να μπορούμε εμείς να προσδιορίσουμε ποιος υπάγεται σ' αυτήν. Διότι δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει στις ψυχές των ανθρώπων τις τελευταίες ώρες ή καί τα τελευταία λεπτά της ώρας, πρίν παραδώσουν την ψυχή τους).
Από το βιβλίο: «Λατρευτικό εγχειρίδιο» του πρεσβυτέρου Γεωργίου Σ. Κουγιουμτζόγλου – Εκδ. ΣΥΝΑΞΑΡΙ

Άγιος Λουκάς Κριμαίας: Περί της ώρας του θανάτου


Πριν γίνει ο προφήτης Δαβίδ βασιλιάς του Ισραήλ υπηρετούσε τον βασιλιά Σαούλ. Ο Σαούλ, επειδή γνώριζε ότι ο Δαβίδ θα πάρει το θρόνο, τον καταδίωκε, προσπαθώντας να τον θανατώσει. Μια φορά όταν η ζωή του κινδύνευε, ο προφήτης Δαβίδ είπε σ' αυτούς που ήταν τότε μαζί του· «Ένα βήμα με χωρίζει από τον θάνατο» (Α' Βασ. 20, 3).
Θυμήθηκα τώρα αυτά τα λόγια γιατί πριν μία εβδομάδα έπρεπε να τα πω και εγώ. Ένα μόνο βήμα με χώριζε από το θάνατο. Για ένα διάστημα ήμουν σχεδόν πεθαμένος, σχεδόν καθόλου δεν είχα σφυγμό και η καρδιά μου παρά λίγο να σταματήσει να χτυπά. Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε. Και τώρα ακόμα είμαι αδύναμος και μόνο καθισμένος μπορώ να μιλάω με σας.

Θέλω να σας πω κάτι πολύ σημαντικό, θέλω να σας πω για την μνήμη του θανάτου, διότι ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά στον καθένα μας, όπως ήταν τόσο κοντά σε μένα το προηγούμενο Σάββατο. Ο καθένας από μας μπορεί να πεθάνει ξαφνικά, τότε που δεν περιμένει. Γνωρίζετε ότι η ζωή πολλών ανθρώπων τελειώνει ξαφνικά και απρόοπτα.
Να θυμάστε πάντα, χαράξτε στην καρδιά σας τον λόγο αυτό του Χριστού· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λκ. 12, 35). Να θυμάστε πάντα τον λόγο αυτό και ποτέ να μην τον λησμονήσετε. Όταν οι άνθρωποι ετοιμάζονται να περπατήσουν ένα μακρύ δρόμο ή να κάνουν μία δύσκολη εργασία δένουν στη μέση τους το ζωνάρι. Και όταν περπατάνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας έχουν μαζί τους λυχνάρια και είναι σημαντικό γι' αυτούς τα λυχνάρια αυτά να είναι πάντα αναμμένα.

Το ίδιο και στην πνευματική μας ζωή, η μέση μας πρέπει να είναι ζωσμένη και τα λυχνάρια μας αναμμένα. Πρέπει να είμαστε ακούραστοι εργάτες του Θεού και να αγωνιζόμαστε πάντα κατά του διαβόλου, ο οποίος σε κάθε μας βήμα προσπαθεί να μας αποτρέψει από τον Χριστό και να μας θανατώσει με τους πειρασμούς. Γι' αυτό ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας έδωσε αυτή την εντολή· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι». Ποτέ να μην λησμονείτε ότι η επίγεια ζωή μάς δόθηκε για να προετοιμαστούμε για την ζωή την αιώνια και η τύχη μας στην αιώνια ζωή θα κριθεί απ' αυτό, πώς ζήσαμε εδώ.
Να είστε πιστοί στον Χριστό, πιστοί με τον τρόπο που ο ίδιος έδειξε στην Αποκάλυψη του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου. Εκεί Αυτός λέει· «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Απ. 2, 10).

Πρέπει να είμαστε πιστοί στον Θεό, πρέπει ακούραστα κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή να υπηρετούμε τον Θεό. Η ζωή μας είναι σύντομη, δεν μπορούμε να σπαταλάμε άσκοπα αυτές τις λίγες ώρες και ημέρες της ζωής μας, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε την ώρα του θανάτου.
Όλοι οι άγιοι ασκητές είχαν πάντα στο νου τους την μνήμη του θανάτου. Μέσα στα κελλιά τους είχαν κρανίο για να το βλέπουν και να θυμούνται το θάνατο. Με δάκρυα το κοιτούσαν, σκεφτόμενοι ότι και αυτοί θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Υπηρετούσαν ακούραστα τον Θεό και δούλευαν εις τον Κύριον, όπως το έκανε ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ. Εκείνοι, όπως και εσείς, άκουγαν κάθε μέρα στον εσπερινό τα λόγια του 33ου ψαλμού· «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψαλ. 33, 22). Όπως και εσείς, άκουγαν και αυτοί· «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των όσιων αυτού» (Ψαλ. 115, 6). Φοβερό θάνατο έχουν οι αμαρτωλοί. Και έχω δει πολλά παραδείγματα. Όμως ένα γεγονός που έχω δει πρίν 40 χρόνια τόσο βαθιά αποτυπώθηκε στη μνήμη μου που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Θάνατος: Ποια είναι η σωστή στάση απέναντι του – Τι λέει η Ορθοδοξία


Ηλιοβασίλεμα
Ο θάνατος απασχολεί όλους τους ανθρώπους, για τους Ορθόδοξους πρέπει να γίνει κατανοητό πως δεν πρέπει να ξεχνούν οτι η ζωή οδηγεί στην αιώνια χαρά.

Κυριολεκτικά μαθήματα ζωής παραδίδει το κείμενο του Πρωτ. Ανδρέα Αγαθοκλέους που φιλοξενεί στην πάντα ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα της η Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού.
Ας το διαβάσουμε και ας αναθεωρήσουμε όσα λάθη κάνουμε.
του Πρωτ. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Φαίνεται πως το θέμα του θανάτου θ’ απασχολεί πάντα τον καθένα μας, ως γεγονός που θα έλθει σε μας και στους αγαπημένους μας. Γι’ αυτό και θα συγκλονίζει, θ’ αναστατώνει και θα προβληματίζει. Όμως, παρ’ όλη την πραγματικότητα του γεγονότος, υπάρχουν και αυτοί που το απωθούν, αρνούμενοι να το σκεφτούν, να το φιλοσοφήσουν, να το αποδεχτούν.
Βέβαια, όσο και να είναι στη ζωή μας δεν παύει από το να είναι αφύσικο για την ύπαρξή μας, ξένο στη φύση μας. Αυτό κατανοείται από το ότι δεν το αποδεχόμαστε ευχάριστα ούτε για τον εαυτό μας ούτε για τους άλλους.
Η Ορθόδοξη Θεολογία μάς λέει ότι ο θάνατος ήλθε ως αποτέλεσμα της πτώσης των πρωτοπλάστων. Η ανθρωπότητα «μολύνθηκε» από τον θάνατο και ο θάνατος έγινε συνώνυμος με τη φθορά. Έτσι όλη η κτίση κι όλοι οι άνθρωποι μπήκαν μέσα στη σκλαβιά αυτή. Αν η Ορθοδοξία τονίζει τόσο πολύ την Ανάσταση του Χριστού, ώστε να ονομαστεί «Εκκλησία της Αναστάσεως», είναι γιατί γνωρίζει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Τι σημασία μπορεί να έχει η διδασκαλία του ιδρυτή της, όταν τα μέλη της «στενάζουν και συνωδίνουν» στο γεγονός του θανάτου;
Η ειδοποιός διαφορά των θρησκειών από την Εκκλησία του Χριστού βρίσκεται όχι τόσο στη διδασκαλία – αν και αυτή έχει σημαντική διαφορά σε κάποια σημεία – όσο στο πρόσωπο του Αρχηγού της. Αν οι θρησκείες μπορούν να σταθούν και να υπάρξουν και χωρίς τον ιδρυτή τους παρά μόνο με τη διδασκαλία του, το ίδιο δεν μπορεί να γίνει με την Εκκλησία. Γιατί η Εκκλησία στηρίζεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ως Θεανθρώπου, που έζησε, δίδαξε, θαυματούργησε, απέθανε και ανέστη «ως παντοδύναμος».
Από την ημέρα εκείνη «τὴ μιὰ τῶν Σαββάτων», όπου οι Μυροφόρες γυναίκες «όρθρου βαθέως» άκουσαν από τον άγγελο το χαρούμενο και συγκλονιστικό μήνυμα «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε• ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτὸν»(Μάρκ. 16, 6), ο θάνατος παύει να είναι η φοβερή κατάληξη της ανθρώπινης ύπαρξης. Γίνεται ύπνος, γίνεται μετάβαση από τη γη στον ουρανό, γίνεται νέος τρόπος ζωής.
Για όσους, βέβαια, βλέπουν μόνο αυτά που βλέπουν και τίποτα πέρα από τις αισθήσεις, τα πιο πάνω είναι κούφια λόγια, ανίκανα να τους αποκαλύψουν πίσω από τα φαινόμενα τα γενόμενα. Όπως ο τυφλός δεν μπορεί να απολαύσει την ομορφιά των χρωμάτων και των τοπίων, καθώς και ο κωφός την αρμονία των ήχων, έτσι και αυτός που δεν έχει την πίστη ως έκτη αίσθηση, αδυνατεί να γευτεί την εκκλησιαστική ζωή ως πρόγευση ζωής αιωνίου. Περιορίζει έτσι τον εαυτό του στα στενά όρια του κόσμου τούτου και τον στερεί από τη δυνατότητα της χαράς που πηγάζει από την εμπειρία της άλλης ζωής.
Η Εκκλησία, ως Θεανθρώπινος οργανισμός και ως το υπαρκτό σώμα του Θεανθρώπου, ξέρει να προσφέρει την απόλαυση αυτής της ζωής και να την αγιάζει, όπως και να δείχνει τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Γι’ αυτό δεν την απορρίπτει όπως ο Μονοφυσιτισμός ούτε όμως και την απολυτοποιεί όπως ο Υλισμός. Αυτό φαίνεται τόσο στη διδασκαλία και την πρακτική όσο και στα μυστήρια και τις ακολουθίες της.
Στην ακολουθία της κηδείας, όπου ευρισκόμαστε μπροστά στην πραγματικότητα του θανάτου και του χωρισμού, ακούμε την αλήθεια πως «πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὒχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον». Μας απογυμνώνει έτσι από την ψευδαίσθηση του πλούτου και της δόξας, που μπορεί να διαλύσουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Κι ακόμα πως «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος». Μας δείχνει το σύντομο της ζωής, ώστε να μην τη σπαταλάμε άσκοπα και ανώφελα στις συγκρούσεις και στα πείσματα, νομιζόμενοι ότι οι ευκαιρίες που έχουμε είναι για πάντα.

Ο αιφνίδιος θάνατος... με τα «μάτια»της Ορθοδοξίας


Ο αιφνίδιος θάνατος... με τα «μάτια»της Ορθοδοξίας
Στην σύγχρονη εποχή, που χαρακτηρίζεται από τις ραγδαίες εξελίξεις των επιστημών και της τεχνολογίας, από την σύγκλιση των πολιτισμών και την κρίση των αξιών, ακόμη και η ίδια η λέξη θάνατος αποφεύγεται και ό,τι την ανακαλεί απωθείται και απορρίπτεται.
Ο άνθρωπος από την αρχαιότητα μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες αντιμετώπιζε τον θάνατο με έντονο υπαρξιακό ενδιαφέρον.
Ο σημερινός όμως άνθρωπος που βλέπει σχεδόν καθημερινά πολλούς ομαδικούς ή βιαίους θανάτους από πολέμους, εγκλήματα ή δυστυχήματα με τα τηλεοπτικά μέσα, έχει χάσει αυτήν την υπαρξιακή αντιμετώπιση του θανάτου και τον θεωρεί ως κάτι φυσικό.
Ο χριστιανός όταν ομιλεί για τον θάνατο δεν το κάνει από πεσσιμισμό, δεν συμβιβάζεται μοιρολατρικά μαζί του, δεν τον θεωρεί φυσικό, τον βλέπει κυρίως ως εχθρό που πρέπει να τον νικήσει διά του Χριστού. «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ. 15, 26) «Ο Λόγος σαρξ, εγένετο» (Ιω. 1, 14) «ίνα καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου τουτ’ έστιν τον διάβολον» (Εβρ. 2, 14).
Η ενανθρώπηση του Θεού έγινε για να καταργηθεί ο θάνατος, η αμαρτία και να νικηθεί ο διάβολος.
Ο Χριστός προσέλαβε θνητό και παθητό σώμα, για να νικήσει τον θάνατο στο ίδιο Του το σώμα. Διά της σταυρώσεώς Του και της αναστάσεώς Του νίκησε τον θάνατο και έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα, αφού ενωθεί μαζί Του, να νικήσει και αυτός τον θάνατο στην προσωπική του ζωή.
Έτσι πλέον μετά την σάρκωση του Θεού Λόγου ο θάνατος αλλάζει για τους χριστιανούς όνομα και προσανατολισμό, δεν ονομάζεται θάνατος, αλλά κοίμηση και γίνεται μία γέφυρα προς την αιώνια ζωή. Ο πιστός μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν»(Ιω. 5, 24).
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μάς συμβουλεύει να μην ξεχνούμε ότι «ο θάνατος είναι τόσον αιφνίδιος κλέπτης, εις τρόπον οπού δεν ηξεύρεις πότε έρχεται εις του λόγου σου. Ενδέχεται να έλθη τούτην την ημέραν, τούτην την ώραν, τούτην την στιγμήν, και συ οπού εξημερώθης καλά, να μη φθάσης να ιδής την εσπέραν και συ οπού έφθασες την εσπέραν, να μη φθάσης να εξημερωθής…
Συμπέραινε, λοιπόν, αδελφέ μου, από τούτα, και ειπέ έτσι εις τον εαυτόν σου· «αν εγώ έχω να αποθάνω, και ίσως με έναν αιφνίδιον θάνατον, τί έχω να γίνω ο ταλαίπωρος; τί θέλει με ωφελήσει τότε, αν απολαύσω όλας του κόσμου τας ηδονάς;…ύπαγε οπίσω μου Σατανά, και κακέ λογισμέ, δεν θέλω σου ακούσω εις το να αμαρτήσω»».
Σύμφωνα με τους Πατέρες και την εμπειρία της Εκκλησίας μας πολύ ωφελούν τους κεκοιμημένους αδελφούς μας και ειδικά τους αιφνιδίως αποθανόντας- τα μνημόσυνα, τα σαρανταλείτουργα, οι προσευχές, οι ελεημοσύνες και η δική μας χριστιανική ζωή που αντανακλά ως φως και στις δικές τους ψυχές.
Είναι μέσα στα ανεξερεύνητα κρίματα του Θεού, αν τελικά εμείς προσωπικά θα πεθάνουμε με αιφνίδιο θάνατο, όμως πρέπει να έχει γίνει πεποίθησή μας, να αφομοιωθεί από όλο το είναι μας ότι διά του αναστάντος Χριστού «ο θάνατος ούκετι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9), ενώ «το χάρισμα του Θεού είναι ζωή αιώνιος» (Ρωμ. 6, 23).
Αρχιμ. Εφραίμ Βατοπαιδινού,
Καθηγουμένου Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου,
«Αθωνικός Λόγος», σ. 207-215)
Μονής Βατοπαιδίου, Γέροντας Εφραίμ-πηγη Πενταπόσπαγμα

Το γεγονός του θανάτου στην Ορθόδοξη Θεολογία Νίκη Νικολάου, Θεολόγος


18 Δεκεμβρίου 2014
Η μελέτη της κας Νίκης Νικολάου για τη σχέση της θεολογικής ανθρωπολογίας με τη Βιοηθική (προηγούμενη δημοσίευση: www.pemptousia.gr/?p=84841), εξετάζει ένα ακόμη θεμελιώδες βιοηθικό ζήτημα, αυτό της θέσης του θανάτου στην ανθρώπινη ζωή.
1.13. Η θεολογική θεώρηση του γεγονότος του θανάτου
      Το ερώτημα τι είναι θάνατος, θα μένει πάντοτε αναπάντητο ακόμη και για την Εκκλησία. Ο θάνατος παραμένει ένα απρόσιτο μυστήριο με την έννοια ότι «κατά την ώρα του θανάτου και μετά γίνονται μυστήρια πράγματα, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβη η λογική του ανθρώπου από τώρα»[147]. Η Εκκλησία, θεωρεί το γεγονός του θανάτου ως το χωρισμό ή την έξοδο της ψυχής από το σώμα και τη μετάβαση από τον φθαρτό υλικό κόσμο στην αιώνια ζωή.  Ο θάνατος, δηλαδή, σηματοδοτεί το τέλος της βιολογικής ζωής του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γνωρίζει ότι το μόνο σίγουρο στη ζωή του από τη στιγμή που γεννήθηκε, είναι ότι θα πεθάνει. Η ώρα του θανάτου του, όμως, είναι άγνωστη για το λόγο ότι εάν ο άνθρωπος γνώριζε πότε θα πεθάνει, «δεν θα σταματούσε να αμαρτάνει και να μην αδιαφορεί για την αρετή»[148].
Πηγή: commons.wikimedia.org
Πηγή: commons.wikimedia.org
      Για τον Χριστιανισμό δύο είδη θανάτου πρυτανεύουν στην ανθρώπινη ύπαρξη: ο σωματικός και ο πνευματικός. Τρεις είναι οι τρόποι του σωματικού θανάτου: ο φυσικός, ο αιφνίδιος και ο αναμενόμενος. Κατά τον πρώτο τρόπο, ο θάνατος έρχεται με τα βαθιά γεράματα, ενώ κατά το δεύτερο έρχεται μετά από ένα ξαφνικό φόνο ή δυστύχημα. Υπό το πρίσμα του τρίτου τρόπου, όταν δεν μπορεί να θεραπευθεί μια ασθένεια ενός ανθρώπου, τότε ο ασθενής χαρακτηρίζεται ως θνήσκων και καταβάλλονται προσπάθειες ώστε να έχει ένα «καλό» θάνατο, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό.
      Το δεύτερο είδος θανάτου, είναι ο πνευματικός. Πρόκειται για το χωρισμό της ψυχής από το Άγιο Πνεύμα, την πηγή κάθε χάριτος. Ο άνθρωπος επιλέγει να βλασφημήσει εναντίον του Αγίου Πνεύματος. Η βλασφημία είναι η προσβολή και η ύβρις του Θεού και των θείων γενικότερα, αλλά και το αντίθετο του αίνου και της δοξολογίας του Θεού και παντός δημιουργήματός Του[149]. Θεωρείται ως βαρύτατο αμάρτημα. Ως αποτέλεσμα, το Άγιο Πνεύμα εγκαταλείπει τον άνθρωπο και αυτός οδηγείται στην αιώνια κόλαση. Αυτού του είδους αμαρτία, συνιστά οντολογικό γεγονός της διακοπής της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον Θεό, τον συνάνθρωπό του και την κτίση. Εντούτοις, ο άνθρωπος, εφόσον παραμένει ζωντανός σωματικά, μπορεί να μετανοήσει και να επανέλθει σε κοινωνία με το Άγιο Πνεύμα. Κατά τον Δαμασκηνό «μετάνοιά ἐστιν ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν»[150]. Με τη μετάνοια, ο άνθρωπος αποκαθιστά τις σχέσεις του με τον Δημιουργό του, τον συνάνθρωπό του και την κτίση. Να σημειωθεί ότι ο διαχωρισμός των ειδών του θανάτου είναι μια σχολαστική ερμηνεία των Ορθόδοξων θεολόγων και τόσο ο φυσικός όσο και ο σωματικός θάνατος δεν νοούνται ξεχωριστά[151].