Σένα
Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να
μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή
των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η
μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ.
(…)
Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; μεγάλη σιωπή και πολλή
ηρεμία. Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και
ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και
ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε και αυτούς που κοιμόνταν
αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…).
Σήμερα
σώζονται και αυτοί που ζουν επάνω στη γη και αυτοί που αιώνες τώρα
βρίσκονται κάτω από τη γη. Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και
αόρατος. Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Διπλή
ευσπλαχνία. Διπλή κατάβασις μαζί και συγκατάβασις. Διπλή φιλανθρωπία.
Διπλή επίσκεψις στους ανθρώπους. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα
κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε
όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. (…).
Χτες
εζήσαμε στην υποταγή Του, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φανερώθηκαν τα
σημάδια της ανθρώπινής Του φύσεώς και σήμερα της θεϊκής. Χθες τον
ερράπιζαν και σήμερα με την αστραπή της θεότητος σχίζει το σκοτεινό
κατηκητήριο του Άδου. Χθες τον έδεναν και σήμερα δένει Αυτός τον τύραννο
διάβολο με άλυτα δεσμά (…).
Εκείνος
που χθες, μέσα στην άπειρη συγκατάβασί Του, δεν εκαλούσε να τον
βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, λέγοντας στον Πέτρο, ότι είναι στο
χέρι μου να παρατάξω τώρα αμέσως περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες
Αγγέλων, σήμερα κατέρχεται με τον θάνατο Τον κατά του Άδου και του
θανάτου, του τυράννου, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, επί κεφαλής
των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, όχι με
δώδεκα μόνο λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες
Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, θρόνων, Εξαπτερύγων, Πολυομμάτων, τα
οποία, ως βασιλέα και Κύριο τους, προπέμπουν, δορυφορούν και τιμούν τον
Χριστό (…).
Και
καθώς συμβαίνει όταν παρουσιασθή μια φοβερή, αήτητη και παντοδύναμη
βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί και τρόμος και ταραχή και
οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, το
ίδιο έγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ο Χριστός στα
καταχθόνια του Άδη. Από επάνω μια δυνατή αστραπή ετύφλωνε τα πρόσωπα των
εχθρικών δυνάμεων του Άδη και ταυτόχρονα ακούονταν βροντερές
στρατιωτικές φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας• όχι ανοίξετε, αλλά
ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους.
ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν.
Άρατε
πύλας οι άρχοντες υμών, όχι γιατί δεν μπορεί να τις ανοίξη ο Κύριος
μας, που όταν θέλη, διατάζει και μπαίνει με κλεισμένες τις πόρτες, αλλά
σας διατάζει, σαν δραπέτες δούλους, να σηκώσετε και να μεταφέρετε αυτές
τις προαιώνιες πύλες. Για τούτο και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά
σας που παρουσιάζεσθε σαν αρχηγοί τους: άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών.
Από τώρα και έπειτα δεν θα είσθε πια άρχοντες κανενός, παρ’ όλο που
κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στους μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Ούτε αυτών θα
είσθε πλέον άρχοντες, ούτε άλλων, ούτε των εαυτών σας ακόμη. Άρατε
πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξετε δρόμο σ’ Αυτόν που
έβαλε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη (…).
Και
μόλις οι αγγελικές δυνάμεις εβόησαν, την ίδια στιγμή άνοιξαν οι πύλες!
Την ίδια στιγμή έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν τα κλειδιά και
συγκλονίσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Οι εχθρικές δυνάμεις ετράπησαν
σε άτακτη φυγή, ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, άλλος μπερδευόταν στα πόδια
του άλλου και καθένας φώναζε στο διπλανό του να φεύγη γρήγορα. Έφριξαν,
συγκλονίσθηκαν, τα έχασαν, εταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν,
στάθηκαν και απόρησαν, απόρησαν και τρόμαξαν (…).
Κι
ενώ αυτά διεδραματίζοντο στον Άδη και εσείοντο τα πάντα, ο δε Κύριος
επλησίαζε να φθάση στα πιο έσχατα βάθη, ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και
πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά και βαθύτερα από
όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν στους φυλακισμένους και
αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή.
Στράφηκε τότε προς όλους τους επί αιώνες συγκροτούμενους του και τους
φώναξε: «Ω φίλοι μου! Ακούω να πλησιάζη σ’ εμάς ο ήχος των βημάτων
Κάποιου. Εάν πραγματικά μας αξίωσε να έρθη έως εδώ, τότε είμαστε
ελεύθεροι! Εάν τον ιδούμε ανάμεσά μας, σωθήκαμε από τον Άδη!».
Και
την ώρα που ο Αδάμ έλεγε αυτά προς τους συγκαταδίκους του, εισέρχεται ο
Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις τον αντίκρυσε ο
Αδάμ, χτύπησε το στήθος από την χαρούμενη έκπληξι και φώναξε προς όλους
τους επί αιώνες κεκοιμημένους: «Ο Κύριος μου ας είναι μαζί με όλους»!
Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: «Και μετά του πνεύματός σου».
Ύστερα
τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που
κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς, γιατί σε καταρτίζει ο Χριστός! Εγώ
ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, έχοντας δικούς μου πλέον και
σένα και τους απογόνους σου, με την θεϊκή εξουσία μου δίνω ελευθερία και
λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε.
Σένα
Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να
μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή
των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η
μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ.
Γιατί συ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα! Για σένα ο Κύριος
έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Για δική σου χάρι, εγώ που βρίσκομαι
ψηλότερα από τους ουρανούς, κατέβηκα στη γη και πιο κάτω από τη γη. Για
σένα τον άνθρωπο έγινα σαν ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, βρέθηκα
χωρισμένος κι εγώ από τη ζωή, ανάμεσα σ’ όλους τούς άλλους νεκρούς. Για
σένα που βγήκες μέσα από τον κήπο του παραδείσου, μέσα σε κήπο
παραδόθηκα στους Ιουδαίους και μέσα σε κήπο εσταυρώθηκα.
Κύτταξε
στο πρόσωπο μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα προς χάριν σου, για να σε
αποκαταστήσω στην παλαιά σου δόξα, που σου είχα δώσει με το εμφύσημά
μου. Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα που καταδέχθηκα, για να
επανορθώσω την διεστραμμένη μορφή σου και να την φέρω στην όψι που είχε
σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωσι που καταδέχθηκα, για
να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια
μου, που τα άπλωσα καλώς επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συχωρεθής
συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τα
πόδια μου που καρφώθηκαν και τρυπήθηκαν στον Σταυρό, για να εξαγνισθούν
τα δικά σου πόδια που έτρεξαν κακώς στο δένδρο της αμαρτίας (…).
Η
πληγωμένη πλευρά μου εθεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου
ύπνος θα σε βγάλη από τον ύπνο σου μέσα στον Άδη. Η ρομφαία που χτύπησε
έμενα, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου. Γι’ αυτό
σηκωθήτε, ας φύγουμε από εδώ. Από τον θάνατο στη ζωή. Από την φθορά στην
αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φως. Από την οδύνη στην ελευθερία.
Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ. Από τα δεσμά στην άνεσι. Από
τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό.
Γι’
αυτόν τον σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη, για να γίνη Κύριος και
νεκρών και ζώντων. Σηκωθήτε, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Ο ουράνιος
Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα
πρόβατα των αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ, πότε θα αναστηθή,
πότε θα ανέλθη καί θα επανέλθη προς τον Θεό. Ο Χερουβικός θρόνος είναι
έτοιμος. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο
νυμφικός θάλαμος έχει προετοιμασθή. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι
στρωμένο. Τα θησαυροφυλάκια των αιωνίων αγαθών άνοιξαν. Η Βασιλεία των
Ουρανών έχει ετοιμασθή «από καταβολής κόσμου». Αγαθά που μάτια δεν τα
είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν περιμένουν τον άνθρωπο.
Αυτά
και άλλα παρόμοια είπεν ο Κύριος. Και αμέσως ανασταίνεται μαζί Του ο
ενωμένος σ’ αυτόν Αδάμ και μαζί τους και η Εύα. Ακόμη δε και «πολλά
σώματα δικαίων, που είχαν πεθάνει πριν από αιώνες, αναστήθηκαν»
διακηρύσσοντας την τριήμερο Ανάστασι του Χριστού. Αυτήν ας την
υποδεχθούμε και ας την αγκαλιάσουμε οι πιστοί με πολλή χαρά, χορεύοντες
με τους αγγέλους και εορτάζοντες με τους αρχαγγέλους και δοξάζοντες τον
Χριστό, που μας ανέστησε από την φθορά. Εις Αυτόν αρμόζει η δόξα και η
δύναμις, μαζί με τον αθάνατο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό
και ομοούσιο Πνεύμα, εις όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μετάφραση Αρχιμανδρίτου Ιγνατίου (Ιερά Μονή Παρακλήτου Αττικής)
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ» ΤΕΥΧΟΣ 3