Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος
Τρίτη εκατοντάδα γνωστικών κεφαλαίων περί αγάπης και τελειώσεως του βίου
1. Ο Θεός είναι νους απαθής, πάνω από κάθε
νου και κάθε απάθεια. Είναι φως και πηγή φωτος αγαθού, σοφία, λόγος και
γνώση, όπως επίσης και χορηγός της σοφίας, του λόγου και της γνώσεως.
Και σε όσους δόθηκαν αυτα για την καθαρότητα τους και τα βλέπομε σ’
αυτους πλούσια, σ’ αυτους ανακτηθηκε το «κατ’ εικόνα» και διατηρήθηκε,
ώστε να είναι από εδώ υιοί Θεού, που καθοδηγούνται από το Πνεύμα,
σύμφωνα με το ρητό: «Όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί
είναι υιοί Θεού»(Ρωμ. 8, 14).
2. Όσοι με τους κόπους της ασκήσεως έκαναν
τους εαυτους των καθαρούς από κάθε μολυσμό σαρκικό και πνευματικό(Β΄
Κορ. 7, 1), έγιναν δοχεία της αθάνατης φύσεως μεσω των χαρισμάτων του
Πνεύματος. Αυτοί που έφτασαν σ’ αυτη την κατασταση, είναι γεμάτοι από
αγαθό φως, και καθώς αυτό πλημμυρίζει την καρδιά τους με γαλήνη και
ειρήνη, λαλούν λόγια αγαθά και η σοφία του Θεού κυλάει από τα χείλη τους
με τη γνώση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Και ο λόγος τους
είναι διαυγής και εξηγεί τα βάθη του Πνεύματος. Γι’ αυτούς τους
ανθρώπους δεν ισχύει νόμος(Γαλ. 5, 23), αφού μιά για πάντα ενώθηκαν με
το Θεό και δέχθηκαν την καλή αλλοίωση.
3. Εκείνος που φιλόπονα κατευθύνεται προς
το Θεό με ολοπρόθυμο ζήλο, γίνεται εκμαγείο της εικόνας Του με τις
αρετές της ψυχής και του σώματος. Και αυτος αναπαύεται στο Θεό, και ο
Θεός σ’ αυτόν, με την αμοιβαία ένωση· ώστε αυτός να είναι και να
φαίνεται από εδώ εικόνα της θείας μακαριότητας και θέσει θεός, με τον
πλούτο των χαρισμάτων του Πνεύματος, και ο Θεός τελεσιουργός της
τελειότητάς του.
4. Ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού όχι
από την οργανική κατασκευή του σώματος, όπως θα έλεγε κανείς από άγνοια,
αλλά από τη νοερή φύση του νου, η οποία δεν περιορίζεται από το βαρύ
σώμα που κλίνει προς τα κάτω. Όπως δηλαδή η θεία φύση, επειδή είναι έξω
από κάθε κτίση και παχύτητα, δεν περιορίζεται από τίποτε, αλλά είναι
αόριστη, ασώματη, πάνω από κάθε ουσία και αιτία, χωρίς ιδιότητες, μη
υποκείμενη στην αφή, άποση, αόρατη, αθάνατη, ακατάληπτη, μη εννοούμενη
διόλου από μας, έτσι και η νοερή φύση που Αυτή μάς έδωσε, δηλαδή ο νους,
είναι απεριόριστη, ξένη προς την παχύτητα του σώματος, ασώματη, αόρατη,
αψηλάφητη, ακατάληπτη και εικόνα της αθάνατης και αιώνιας δόξας Του.
5. Ο Θεός είναι ο πρώτος Νους, ως Βασιλεύς
του παντός, και έχει τον Λόγο ομοούσιο με τον εαυτό Του και συναιώνιο με
το Πνεύμα. Δε χωρίζεται ποτέ από τον Λόγο και το Πνεύμα, γιατί η θεία
φύση είναι αδιαίρετη· μήτε συγχέεται, γιατί οι τρεις Υποστάσεις της
θεότητας είναι ασύγχυτες. Έτσι, ενώ γεννά φυσικώς τον Λόγο από την ουσία
Του, δε χωρίζεται από Αυτόν, γιατί είναι αχώριστος από τον εαυτό Του. Ο
δε συναιώνιος Λόγος έχει το σύμφυτο και συναναρχο με Αυτόν Πνεύμα που
εκπορεύεται προαιώνια από τον Πατέρα, και δεν αποκόπτεται από τον
γεννήσαντα Πατέρα. Γιατί των δύο η φύση είναι μία και αχώριστη, αν και
με τη διαφορά των υποστάσεων διαιρείται σε πρόσωπα και ανυμνούνται
τριαδικά ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, χωρίς ποτέ να χωρίζονται
από τη συναιώνια ουσία και φύση, αφού αποτελούν μία φύση και ένα Θεό.
Αυτής λοιπόν της τρισυπόστατης και ενιαίας φύσεως, να θεωρείς εικόνα τον
πλασμένο από Αυτήν άνθρωπο, κατά το νοητό στοιχείο του βέβαια και όχι
κατά το ορατό· κατά το αθάνατο και παντοτινά αναλλοίωτο και όχι κατά το
θνητό και φθαρτό.
6. Ο Θεός, που είναι Νους και απείρως πέρα
από τα κτίσματά Του, τα οποία με σοφία δημιούργησε, γεννά χωρίς μεταβολή
Του τον Λόγο για τη συντήρηση των κτισμάτων, και στέλνει για την
ενδυνάμωσή τους, όπως έχει γραφεί(Ιω. 14, 26), το Πανάγιο Πνεύμα· ο
Ίδιος όμως είναι και έξω και μέσα στο σύμπαν. Το ίδιο και ο άνθρωπος που
είναι μέτοχος της θείας Του φύσεως και είναι εικόνα Του κατά το νοητό
στοιχείο του, δηλαδή τη νοερή και ασώματη και αθάνατη ψυχή, έχοντας το
νου που γεννά φυσικώς το λόγο από την ουσία του, κι από τα οποία
συντηρείται όλη η δύναμη του σώματος, είναι και έξω και μέσα στην ύλη
και στα ορατά. Και όπως ο Πλάστης του είναι αχώριστος από τις Υποστάσεις
Του, δηλαδή από το Λόγο και το Πνεύμα, έτσι και ο άνθρωπος, κατά την
ψυχή, είναι αχώριστος από το νου και το λόγο, αφού αποτελούν μιά φύση
και ουσία, που δεν περιορίζεται από το σώμα.
7. Όπως το θείο είναι τρισυπόστατο,
προσκυνούμενο ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα, έτσι και η πλασμένη από
Αυτό εικόνα, ο άνθρωπος, διακρίνεται σε τρία μέρη, προσκυνώντας με ψυχή,
νου και λόγο το Θεό, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν. Όπως
λοιπόν οι Υποστάσεις στο Θεό είναι κατά φύση συναιώνιες και ομοούσιες,
έτσι και αυτά τα τρία μέρη στην εικόνα Του είναι σύμφυτα και ομοούσια.
Από αυτά γίνεται έκδηλο σ’ εμάς το «κατ’ εικόνα», και μέσω αυτών είμαι
εικόνα του Θεού, αν και είμαι ζυμωμένος και με τον πηλό και με την
εικόνα.
8. Άλλο εικόνα Θεού και άλλο τα ιδιώματα
της εικόνας. Εικόνα του Θεού είναι η νοερή ψυχή, ο νους και ο λόγος, η
μία και αδιαίρετη φύση. Ιδιώματα της εικόνας είναι το αρχικό, το
βασιλικό και το αυτεξούσιο. Επίσης, άλλο είναι δόξα του νου, άλλο αξία,
άλλο το «κατ’ εικόνα» και άλλο το «καθ’ ομοίωσιν». Δόξα του νου είναι το
ανοδικό, η αεικινησία προς τα άνω, η ταχύτητα, η καθαρότητα, η σύνεση, η
σοφία, η αθανασία. Αξία του νου είναι το λογικό, το αρχικό, το βασιλικό
και το αυτεξούσιο. Το «κατ’ εικόνα Θεού», είναι το αυθυπόστατο,
ομοούσιο, αδιαίρετο και αχώριστο της ψυχής, του νου και του λόγου. Γιατί
στην ασώματη και αθάνατη και θεία και νοερή ψυχή ανήκουν ο νους και ο
λόγος, τα οποία είναι και ομοούσια και συναιώνια, δίχως να χωρίζονται
ποτέ το ένα από το άλλο, αλλ’ ούτε και να μπορούν να χωριστούν. Το «καθ’
ομοίωσιν», είναι η δικαιοσύνη, η αλήθεια, η ευσπλαχνία, η συμπάθεια και
η φιλανθρωπία. Σ’ όποιους λοιπόν αυτά ενεργούνται και παραμένουν, σ’
αυτούς φαίνεται καθαρά το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν»· αυτοί δηλαδή
ενεργούν κατά φύση, είναι όμως ανώτεροι από τους άλλους κατά την αξία.
9. Η λογική ψυχή μερίζεται σε τρία και
διακρίνεται κατά τη θεωρία σε δύο, το λογικό και το παθητικό. Το λογικό
της μέρος, καθώς είναι κατ’ εικόνα του Πλάστη της, είναι ανεμπόδιστο,
αόρατο και απεριόριστο από τις αισθήσεις, γιατί είναι και έξω και μέσα
απ΄ αυτές. Με αυτό η ψυχή επικοινωνεί με τις νοερές και θείες δυναμεις,
και με την ιερή γνώση των όντων ανατρέχει κατά φύση στο Θεό σαν σε
Πρωτότυπο, και απολαμβάνει τη θεϊκή Του φύση. Το παθητικό μέρος της
κατακερματίζεται στις αισθήσεις και υπόκειται στα πάθη και στις ανέσεις.
Με αυτό η ψυχή συγκοινωνεί με την αισθητική, θρεπτική και αυξητική
φύση, αισθάνεται τον αέρα, το κρύο και τη ζέστη και τις τροφές για
συντήρηση, ζωή, αύξηση και υγεία. Γι’ αυτό και τούτο μεταβάλλεται μαζί
μ’ αυτά και άλλοτε επιθυμεί άλογες επιθυμίες, βγαίνοντας από τη φυσική
του κίνηση, ενώ άλλοτε παροξύνεται και παρασύρεται από άλογο θυμό· ακόμη
προκαλεί πείνα, δίψα, λύπη, πόνο και διάχυση, καθώς ευχαριστείται στις
ανέσεις, ενώ στις θλίψεις μαζεύεται. Γι’ αυτό και εύλογα λέγεται
παθητικό μέρος, γιατί υποφέρει από τα πάθη. Όταν λοιπόν το θνητό τούτο
καταποθεί από τη ζωή(Β΄ Κορ. 5, 14) του λόγου, αφού δηλαδή κυριαρχήσει
το ανώτερο μέρος, τότε και η ζωή του Ιησού φανερώνεται στη θνητή μας
σάρκα(Β΄ Κορ. 4, 11), ενεργώντας μέσα μας τη ζωοποιό νέκρωση, δηλαδή την
απάθεια, και παρέχοντάς μας την αφθαρσία της αθανασίας, όπως επιθυμεί
το πνεύμα.
10. Όπως ο Δημιουργός του παντός, πριν
ακόμη δημιουργήσει τα πάντα από το μηδέν, είχε μέσα Του, ως Βασιλεύς των
αιώνων και προγνώστης, τη γνώση, τις φύσεις και τους λόγους όλων των
όντων, έτσι και τον άνθρωπο που τον έπλασε κατ’ εικόνα Του για βασιλιά
της κτίσεως, τον έκανε να έχει μέσα του όλων των όντων τους λόγους, τις
φύσεις και τη γνώση. Έτσι, την ξηρότητα και ψυχρότητα του ζωικού χυμού
τις έχει από τη γη, απ΄ όπου πλάστηκε. Τη θερμότητα και υγρότητα του
αίματος από τον αέρα και τη φωτιά. την υγρότητα και ψυχρότητα του
φλέγματος από το νερό. Από τα φυτέ, έχει την ικανότητα για αύξηση· από
τα ζωόφυτα έχει την ικανότητα για θρέψη· από τα άλογα ζώα έχει το
παθητικό· από τους Αγγέλους έχει το νοερό και λογικό. Από το Θεό, τέλος,
έχει την άυλη πνοή, δηλαδή την ασώματη και αθάνατη ψυχή, η οποία
διακρίνεται σε νου και λόγο και δέχεται τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος,
για να υπάρχει και να ζει.
11. Είμαστε «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού που
μας έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του, ως προς την αρετή και τη σύνεση.
Γιατί λέει η Γραφή: «Η αρετή Του κάλυψε τους ουρανούς, κι από τη σύνεσή
Του είναι γεμάτη η γη»(Αββ. 3, 3). Αρετή του Θεού είναι η δικαιοσύνη, η
οσιότητα και η αλήθεια, όπως λέει ο Δαβίδ: «Δίκαιος είσαι, Κύριε, και η
αλήθεια Σου σε περιβάλλει από παντού»(Ψαλμ. 88, 9), και πάλι: «Δίκαιος
και όσιος ο Κύριος»(Ψαλμ. 144, 17). Επίσης είμαστε «καθ’ ομοίωσιν» του
Θεού ως προς την ευθύτητα και τη χρηστότητα, γιατί λέει η Γραφή:
«Χρηστός και ευθύς ο Κύριος»(Ψαλμ. 24, 8). Ακόμη, ως προς το λόγο της
σοφίας και το λόγο της γνώσεως, γιατί αυτά υπάρχουν μέσα Του και
ονομάζεται Σοφία και Λόγος. Επίσης, ως προς την αγιοσύνη και την
τελειότητα, όπως λέει ο Ίδιος: «Να γίνεστε τέλειοι, γιατί ο ουράνιος
Πατέρας σας είναι τέλειος»(Ματθ. 5, 48) και: «Να γίνεστε άγιοι, γιατί
εγώ είμαι άγιος»(Λευϊτ. 20, 26). Τέλος, ως προς την ταπείνωση και την
πραότητα, γιατί λέει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην
καρδιά, και οι ψυχές σας θα βρουν ανάπαυση».
12. Ο νους μας, όντας εικόνα του Θεού,
βρίσκεται στην οικεία του κατάσταση όταν μένει στην περιοχή του και δεν
κινείται πέρα από την αξία και τη φύση του. Γι’ αυτό κι αγαπά να ερευνά
όσο γίνεται τα σχετικά με το Θεό και ζητεί να ενώνεται με Αυτόν, από τον
οποίο έλαβε την αρχή και έχει την κίνηση και προς τον οποίο ανατρέχει
με τις φυσικές ιδιότητες, και Αυτόν ποθεί να μιμείται στη φιλανθρωπία
και την απλότητα. Γι’ αυτό και ο νους, γεννώντας το λόγο, αναδημιουργεί,
σαν άλλους ουρανούς, τις ψυχές των ομοφύλων του ανθρώπων και τις κάνει
στερεές με την υπομονή των εμπράκτων αρετών. Και τις ζωογονεί με το
πνεύμα του στόματός του(Ψαλμ. 32, 6), δίνοντάς τους δύναμη κατά των
ολεθρίων παθών. Και έτσι αναδεικνύεται και αυτός δημιουργός της νοητής
κτίσεως και του μεγάλου κόσμου, μιμούμενος όπως πρέπει το Θεό του, και
ακούει καθαρά από τον ουρανό: «Όποιος αναδεικνύει άξιο τον ανάξιο, θα
γίνει σαν στόμα μου»(Ιερ. 15, 19).
13. Εκείνος που εμμένει στις φυσικές
κινήσεις του νου και στην αξία του λόγου, διατηρείται καθαρός από την
ύλη και καταστολίζεται με πραότητα, ταπεινοφροσύνη, αγάπη και συμπάθεια
και καταλαμπρύνεται από τις ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος. Προσβλέποντας
στις υψηλές θεωρίες, αποκτά τη γνώση των κρυμμένων μυστηρίων του Θεού
και από αγαθότητα τα μεταδίδει με λόγο σοφίας σ’ εκείνους που μπορούν να
τα ακούνε. Έτσι, δεν πολλαπλασιάζει το τάλαντό του μόνο για τον εαυτό
του, αλλά κάνει να το απολαύσουν και οι άλλοι.
14. Εκείνος που ξαλάφρωσε πολύ το πνεύμα
του, το ένα μέλος της δυάδας πνεύμα-σάρκα, και απελευθέρωσε την ευγένεια
του πνεύματος από το δεσμό αυτής της δυάδας, αυτός βρήκε άυλο τρόπο
ζωής μεταξύ των αΰλων πνευμάτων κι έγινε κι αυτός πνεύμα νοερό, αν και
φαίνεται να ζει σωματικά ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους.
15. Όποιος υπέταξε τη δουλεία που
προέρχεται από την ένωση πνεύματος και σάρκας στην αξία και στη φύση του
ενός (του πνεύματος), αυτός υπέταξε όλη την κτίση στο Θεό, συνάπτοντας
σε ένα τα χωρισμένα και ειρηνοποιώντας τα πάντα.
16. Μέχρις ότου η φύση των ψυχικών μας
δυνάμεων βρίσκεται σε αταξία με τον εαυτό της και διασκορπίζεται σε
πολλές ετερότητες, δε μετέχομε και στις υπερφυσικές δωρεές του Θεού. Κι
εφόσον δε μετέχομε σ’ αυτές, βρισκόμαστε μακριά και από τη μυστική
ιερουργία του επουράνιου θυσιαστηρίου, η οποία τελείται κατά τη νοερή
εργασία του νου. Όταν όμως, με μεγάλη σπουδή των ιερών αγώνων,
καθαρθούμε από την πρόσυλη κακία και με τη δύναμη του Πνεύματος συνάξομε
σε ένα τις ετερότητές μας, τότε φτάνομε και στη μέθεξη των απορρήτων
αγαθών του Θεού και προσφέρομε αξίως στο Λόγο και Θεό τα θεία μυστήρια
της μυστικής ιερουργίας του νου στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο
του Θεού, ως επόπτες και ιερείς των αθανάτων μυστηρίων Του.
17. Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και
το πνεύμα κατά της σάρκας(Γαλ. 5, 17), κι ένας ακήρυκτος πόλεμος
υπάρχει μεταξύ τους, ποιο από τα δύο θα νικήσει το άλλο και θα κερδίσει
την εξουσία. Αυτό λέγεται εσωτερική ετερότητα και διάσταση και ροπή και
ζυγαριά και αμφίρροπη πάλη, κατά την οποία η ψυχή πηγαίνει όπου ο νους
θα δώσει τη ροπή, σε κάποιο πράγμα δηλαδή σύμφωνα με πάθος ανθρώπινο.
18. Έως ότου μάς διασπούν άστατοι λογισμοί
και ο νόμος της σάρκας ισχύει και τηρείται μέσα μας, διασκορπιζόμαστε σε
πολλά μέρη και απομακρυνόμαστε από τη θεία Μονάδα, γιατί δεν αποκτήσαμε
την ενότητα που Αυτή έχει. Όταν όμως αυτή η θνητότητα καταποθεί από την
ενοποιό δύναμη και από την υπερφυσική αμεριμνία και γίνει ο νους κύριος
του εαυτού του καταυγασμένος από τις σοφοποιές ελλάμψεις και τα
νοήματα, η ψυχή συμπτύσσεται θεοειδώς σε μονάδα και γίνεται ένα αντί
πολλές ετερότητες. Κι αφού συναχθεί στη θεία Μονάδα, ενώνεται με
απλότητα με Αυτήν κατά μίμησή Της. Και αυτό είναι η αποκατάσταση της
ψυχής στην αρχική της κατάσταση και η ανακαίνισή μας προς το καλύτερο.
19. Η άγνοια είναι φοβερό κακό, και
περισσότερο από φοβερό· είναι αυτό το ίδιο το ψηλαφητό σκοτάδι. Και τις
ψυχές που θα καταλάβει, τις ρίχνει στο ζόφο. Διαιρεί το λογιστικό σε
πολλά μέρη και αποκόπτει την ψυχή από την ένωση με το Θεό. Αυτό που
τελικά συνάγομε από αυτήν, είναι η αλογία. Γιατί κάνει άλογο και
αναίσθητο τον άνθρωπο στο σύνολό του. Κι όπως η άγνοια, όταν απλωθεί
παχυλή, γίνεται πελώριος βυθός του άδη για την ψυχή που λυγίζει από το
βάρος της, στον οποίο υπάρχει κάθε τιμωρία και οδύνη και λύπη και
στεναγμός, έτσι και η θεία γνώση που είναι λαμπρή και γεμάτη από άπειρο
φως, κάνει τις ψυχές στις οποίες θα πάει για την καθαρότητά τους,
φωτοειδείς με τρόπο που αρμόζει στο Θεό. Και τις γεμίζει ειρήνη, γαλήνη,
χαρά, σοφία ανέκφραστη και τέλεια αγάπη.
20. Η παρουσία του θείου φωτός, επειδή
είναι απλή και ενιαία, συνάγει προς τον εαυτό της τις μετέχουσες ψυχές
και τις κάνει να στραφούν προς αυτήν. Τις ενώνει με την ενότητά της, τις
τελειοποιεί με την τελειότητά της και, οδηγώντας προς τα βάθη του Θεού
την οπτική δύναμη της διάνοιάς τους, τις κάνει θεωρούς και μύστιδες και
μυσταγωγούς μεγάλων μυστηρίων. Θέλησε λοιπόν με αγώνα να καθαρθείς
τελείως, και θα δεις καθαρά μέσα σου τη θεοφιλή ενέργεια όσων σου λέω.
21. Οι ελλάμψεις του πρώτου Φωτός που
γίνονται με τη γνώση στις καθαρμένες ψυχές, δεν τις κάνουν μόνο αγαθές
και φωτοειδείς, αλλά και τις ανεβάζουν με τη φυσική θεωρία σε νοητούς
ουρανούς. Και δεν στέκεται ως εδώ η θεία ενέργεια σ’ αυτές, αλλά τότε
σταματά, όταν με τη σοφία και τη γνώση των απορρήτων ενωθούν με τον Ένα
και γίνουν μέσα σ’ Αυτόν, ένα αντί πολλά.
22. Πρώτα πρέπει να γίνομε καθαροί και
αθόλωτοι από την πρόσυλη κακία των νοητών με την καθαρτική τάξη, έπειτα
να γίνουν τα νοερά μας μάτια φωτισμένα κι ολόλαμπρα πάντοτε, με μια άλλη
τάξη, τη φωτιστική, η οποία τελείται με τη μυστική και στο Θεό κρυμμένη
σοφία. Και έτσι, αφού ανεβούμε στην επιστήμη των ιερών γνώσεων, η οποία
διακονεί με το λόγο τα νέα και τα παλαιά σ’ εκείνους που είναι
δεκτικοί, θα μεταδίδομε τα απόκρυφα και μυστικά της νοήματα,
μετοχετεύοντάς τα, βέβαια, σε αβέβηλες ακοές και διαστέλλοντάς τα από
τους ατελέστερους, για να μη δοθούν τα άγια στα σκυλιά, ούτε το
μαργαριτάρι του λόγου να πεταχθεί σε χοίρων ψυχές , που θα το
αχρηστέψουν.
23. Όταν κανείς βλέπει τη φλόγα της ψυχής
του να πλατύνεται γύρω από την ενδιάθετη πίστη και την αγάπη του Θεού,
τότε ας γνωρίζει ότι φέρνει μέσα του το Χριστό, ο οποίος ενεργεί την
ανύψωση της ψυχής από τη γη και τα ορατά και ετοιμάζει την κατοικία της
στους ουρανούς. Όταν επίσης βλέπει την καρδιά του να γεμίζει από χαρά
και να επιθυμεί με κατάνυξη τα ανέκφραστα αγαθά του Θεού, τότε ας
γνωρίζει ότι μέσα του ενεργεί το Θείο Πνεύμα. Όταν πάλι αισθανθεί το νου
του να γεμίζει με άρρητο φως και νοήματα της ουράνιας σοφίας, τότε ας
γνωρίζει ότι ήδη είναι και ενεργείται η επιφοίτηση του Παρακλήτου στην
ψυχή του, για να του φανερώσει τους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών
που είναι κρυμμένοι μέσα Του. Και τότε ας φυλάει τον εαυτό του με
επιμέλεια σαν παλάτι του Θεού και κατοικητήριο του Πνεύματος.
24. Η φύλαξη των απόκρυφων θησαυρών του
Πνεύματος είναι η αποχή από τα ανθρώπινα πράγματα, η οποία κυρίως
ονομάζεται ησυχία. Αυτή, από καθαρότητα καρδιάς και ηδονή κατανύξεως,
ανάβει σφοδρότερα τον πόθο της αγάπης του Θεού και λύνει την ψυχή από τα
δεσμά των αισθήσεων και την πείθει να ακολουθεί την ελευθερία των
τρόπων ζωής. Και αφού μεταστρέψει τις δυνάμεις της, τις επαναφέρει στο
κατά φύση και τις αποκαθιστά στην αρχική κατάσταση της δημιουργίας, για
να μην υπάρχει καμιά λαβή κατηγορίας εναντίον του Δημιουργού των καλών
για τη μεταβολή της εικόνας Του και την κίνησή της προς το χειρότερο.
25. Στην ιερή και θεία αυτή τελείωση
ανεβάζει με λαμπρότητα η λογική και επιστημονική ησυχία, όταν βέβαια
ασκείται και γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες. Αν τώρα κανείς που νομίζει
ότι ησυχάζει, δεν έφτασε σε τέτοια ανύψωση και τελείωση, σημαίνει ότι
δεν ησύχασε ακόμη τη νοητή και τέλεια ησυχία. Αλλά και ούτε θα ησυχάσει
από την εσωτερική ταραχή των ανυπότακτων παθών, μέχρις ότου ανεβεί σ’
αυτό το ύψος. Έως τότε μόνο το σώμα θα έχει κλεισμένο στους τοίχους ή σε
τρύπες της γης και σπήλαια, να καταπονείται από ένα νου άτακτο και
περιπλανώμενο.
26. Οι ψυχές που έφτασαν στα άκρα της
καθαρότητας και ανέβηκαν σε μεγάλο ύψος σοφίας και γνώσεως, μοιάζουν
κατά άμεσο σχεδόν τρόπο με τα Χερουβείμ, αφού πλησιάζουν με την επιστήμη
τους την Πηγή των καλών, και δέχονται από εκεί μέσα τους καθαρή την
αποκάλυψη της άμεσης εποπτείας, με την οποία μόνο οι δυνάμεις των
Χερουβείμ – όπως είπε κάποιος – καταφωτίζονται άμεσα, συνήθως, από την
ίδια τη Θεαρχία στις θείες θεωρίες, σε μία υπέρτατη ανάταση.
27. Όπως οι πρώτες αγγελικές δυναμεις,
άλλες είναι θερμότατες και ταχύτατες γύρω από τα θεία και έχουν αδιάκοπη
αεικινησία γύρω από αυτά, ενώ άλλες είναι θεοπτικότατες, γνωστικές και
σοφότατες και η θεία τους έξη είναι αυτή, να κινούνται πάντοτε γύρω από
αυτά, έτσι και οι ψυχές, που είπαμε, είναι θερμότατες γύρω από τα θεία
και ταχύτατες, σοφές, γνωστικές και ικανότατες να ανυψώνονται με τις
μυστικές θεωρίες. Το ιδίωμά τους, κατά τη δύναμη και τη θεία τους έξη,
είναι η αεικινησία γύρω από το Θεό και η ακλόνητη εδραίωση και διαμονή
σ’ Αυτόν. Και μαζί μ’ αυτά, υπάρχει η έξη της δεκτικότητας των
ελλάμψεων, με την οποία γίνονται μέτοχοι του Θεού και μεταδίδουν και σε
άλλους άφθονα με το λόγο τους φωτισμούς και τις χάριτές Του.
28. Ο Θεός είναι Νους και αιτία της
αεικινησίας του παντός, και όλοι οι νόες σ’ αυτόν, ως πρώτο νου, έχουν
μόνιμη τη στάση και ακατάπαυστη την κίνηση. Αυτό συμβαίνει σε όσους δεν
έχουν φιλόυλη και εμπαθή κίνηση, αλλά έχουν αποκτήσει με ιερούς αγώνες
κίνηση καθαρή και αθόλωτη. Και τους συμβαίνει τούτο επειδή, έχοντας θείο
έρωτα, μεταδίδουν ο ένας στον άλλο και στον εαυτό τους τις ελλάμψεις
που ως χορηγός των αγαθών εκπέμπει η Θεαρχία, και μεταδίδουν με αγάπη
και σε άλλους τη σοφία των μυστηρίων του Θεού που κρύβεται μέσα τους,
για να υμνείται ακατάπαυστα η αγάπη του Θεού.
29. Στέκονται και κινούνται γύρω από το Θεό
οι ψυχές εκείνες, όσες ελάφρυναν το λογιστικό τους από την ύλη, και τη
δυάδα που μάχεται με τον εαυτό της (σάρκα-πνεύμα) την έκαναν άρμα
πειθήνιο που τρέχει στους ουρανούς. Και κινούνται αδιάκοπα γύρω από το
Θεό, επειδή Αυτός είναι το κέντρο και η αιτία της κινήσεως του κύκλου.
Στέκονται δε μόνιμα και σταθερά σαν σε κύκλο, χωρίς να μπορούν να
διασκορπιστούν από τη συνοχή τους αυτή και να στραφούν προς την αίσθηση
και την κάτω περιπλάνηση των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αυτό λοιπόν είναι το
ολοκληρωμένο τέλος της ησυχίας και σ’ αυτό οδηγεί τους πραγματικούς
ησυχαστές, ώστε ενώ κινούνται να στέκονται, και ενώ στέκονται σταθερά,
να κινούνται περί τα θεία. και όσο αυτό δε γίνεται, ενώ νομίζομε ότι
ησυχάζομε, είναι αδύνατο να βρεθεί ο νους μας έξω από την ύλη και την
περιπλάνηση.
30. Όταν με την μεγάλη μας επιμέλεια και
σπουδή φτάσομε στο αρχαίο κάλλος του λόγου και ευτυχήσομε να λάβομε με
την επιφοίτηση του Πνεύματος τη σοφία και τη γνώση που μας δίνονται από
τον ουρανό, τότε διαπιστώνομε ότι η πρώτη Πηγή και Αιτία της παραγωγής
των πάντων είναι σοφή και καλή σ’ εμάς που μπορούμε πια να βλέπομε κατά
φύση. Και δεν υπάρχει πια σ’ εμάς τίποτε για να κατηγορηθεί Αυτή για την
κακία που κόλλησε στο πλάσμα Της κατά την παρεκτροπή του στο χειρότερο,
όταν αυτό αποσπάστηκε και κατέπεσε και, χάνοντας το αρχικό κάλλος,
ξέπεσε από τη θέωση, οπότε η κακία εφόρμησε μέσα του και του.έδωσε την
άλογη μορφή της.
31. Πρώτη βάση εκείνων που επεκτείνουν την
πρόοδό τους είναι η γνώση των όντων, την οποία προξενεί σ’ αυτούς η
πρακτική φιλοσοφία. Δεύτερη είναι η επίγνωση των κρυμμένων μυστηρίων του
Θεού, στην οποία μυσταγωγούνται από τη φυσική θεωρία. και τρίτη, η
ένωση και ανάκραση με το Πρώτο Φως, όπου τελειώνει και αναπαύεται κάθε
πρακτική προκοπή και κάθε θεωρία.
32. Όλοι οι νόες, αυτοί καθ’ εαυτούς,
περιστρέφονται κατά ενιαίο τρόπο με τα τρία που αναφέραμε,
κατευθυνόμενοι προς τον εαυτό τους και προς το όντως Ον. Και φωτίζοντας
τους πλησίον, ως πνεύματα που καθαίρονται, τους μυσταγωγούν τα θεία και
τους τελειοποιούν με την ουράνια σοφία, ενοποιώντας τους με τον εαυτό
τους και με τη Μονάδα.
33. Θέωση στη ζωή αυτή είναι η νοερή και
όντως θεία ιερουργία, κατά την οποία ιερουργείται ο λόγος της απόρρητης
σοφίας και μεταδίδεται όσο είναι δυνατό σ’ εκείνους που ετοίμασαν τον
εαυτό τους. Αυτήν ο Θεός με την αγαθότητά Του τη χάρισε από την αρχή στη
λογική φύση για την ενότητα της πίστεως. Όσοι δηλαδή για την καθαρότητά
τους έφτασαν στη μέθεξη αυτής της υψηλής καταστάσεως, μέσω της γνώσεως
των θείων, θα γίνονται όμοιοι με το Θεό, αφού γίνουν ομοιότυπα της
εικόνας του Υιού Του(Ρωμ. 8, 29) με τις υψηλές και νοερές κινήσεις τους
γύρω από τα θεία. Έτσι θα είναι θέσει θεοί για τους άλλους ανθρώπους
πάνω στη γη. Οι άλλοι πάλι θα τελειοποιούνται στην αρετή με την κάθαρση
μέσω του λόγου και της ιερής συναναστροφής των πρώτων και, ανάλογα με
την προκοπή και την κάθαρσή τους, θα μετέχουν και αυτοί στη θέωση των
πρώτων και θα γίνονται κοινωνοί της ενώσεώς τους με το Θεό. Και έτσι,
αφού ενωθούν όλοι και γίνουν ένα με την ενότητα της αγάπης, θα ενωθούν
για πάντα με τον ένα Θεό. Και θα είναι ο φύσει Θεός ανάμεσα στους θέσει
θεούς(Ψαλμ. 81, 1), ο αίτιος των αγαθών έργων, χωρίς να υπάρχει τίποτε
από την κτίση για το οποίο να μπορεί να κατηγορηθεί.
34. Είναι αδύνατο ο αγωνιστής να επιτύχει
την κατά το δυνατό ομοίωσή του με το Θεό, αν πρωτύτερα δεν καθαρίσει με
θερμά δάκρυα την ασχήμια του βούρκου των κακών που τον εμποδίζει και δεν
καταπιαστεί με την ιερουργία των εντολών του Χριστού. Διαφορετικά, δεν
μπορεί να γίνει μέτοχος των απορρήτων αγαθών του Θεού. Γιατί εκείνος που
επιθυμεί να γευθεί νοερά τη θεία γλυκύτητα και ηδονή των νοερών
πραγμάτων, αποδημεί από όλη την αίσθηση του κόσμου και, από επιθυμία των
αγαθών που είναι ετοιμασμένα για τους Αγίους, έχει την ψυχή του να
ασχολείται συνεχώς με τη θεωρία των όντων.
35. Το να διατηρηθεί αναλλοίωτη η ομοίωση
με το Θεό, η οποία προξενείται από την ακρότατη κάθαρση και την πολλή
αγάπη προς Αυτόν, κατορθώνεται μόνο με την αδιάκοπη ανάνευση προς το Θεό
και την ανάταση του θεωρητικότατου νου. Αυτή συνήθως γεννιέται στην
ψυχή από τη μόνιμη ησυχία των αρετών, από την άυλη και απερίσπαστη και
αδιάλειπτη προσευχή, από την καθολική εγκράτεια και από την επιμελημένη
ανάγνωση των Γραφών.
36. Δεν πρέπει να σπεύδομε για να
καταλήξομε μόνο στην ειρήνη των εσωτερικών μας δυνάμεων, αλλά και να
φτάσομε στον πόθο της νοερής αναπαύσεως. Αυτή ξέρει να αναπαύει κάθε
έφεση για το αγαθό με τη γαλήνη των λογισμών, και με τη θεία δροσιά που
κατεβαίνει από τον ουρανό να θεραπεύει την πληγωμένη καρδιά και να τη
δροσίζει από τη φωτιά που έρχεται από ψηλά και που την ανάβει το Πνεύμα.
37. Ψυχή που πληγώθηκε βαθιά από τον έρωτα
του Θεού, αφού γεύθηκε τις νοητές δωρεές της γλυκύτητάς Του, δεν μπορεί
να μένει στον εαυτό της ή στην ίδια κατάσταση και να μην επεκτείνεται
στις ουράνιες αναβάσεις. Γιατί όσο προχωρεί με τη βοήθεια του Πνεύματος
σε διαδοχικές αναβάσεις και όσο εισχωρεί στα βάθη του Θεού, τόσο
πυρπολείται από τη φωτιά της επιθυμίας και τόσο ερευνά το μέγεθος των
ακόμη βαθύτερων μυστηρίων του Θεού και βιάζεται να πλησιάσει το μακάριο
φως όπου σταματά κάθε άπλωμα του νου, για να ολοκληρώσει εκεί την πορεία
της με ευφροσύνη καρδιάς.
38. Όταν γίνει κανείς μέτοχος του Αγίου
Πνεύματος, και γνωρίσει την επιφοίτησή Του με κάποια ανέκφραστη μέσα του
ενέργεια και ευωδία, ώστε η ευωδία να περνά και στην επιφάνεια του
σώματος, τότε δεν υποφέρει στο εξής να μένει στα όρια της φύσεως. αλλά
επειδή έχει υποστεί την καλή αλλοίωση με ενέργεια του Υψίστου(Ψαλμ. 76,
11), λησμονεί την τροφή, τον ύπνο, ξεπερνά τα σωματικά, περιφρονεί τη
σωματική ανάπαυση· όλη την ημέρα, ενώ βρίσκεται σε κόπους και αγώνες
ασκητικούς, δεν αισθάνεται κανένα κόπο ή φυσική ανάγκη, πείνα, δίψα,
ύπνο ή τις άλλες ανάγκες της φύσεως. Γιατί έχει χυθεί αόρατα η αγάπη του
Θεού με ανέκφραστη χαρά μέσα στην καρδιά του(Ρωμ. 5, 5). Και όλη τη
νύχτα, παραμένοντας σε πύρινο φωτισμό, εργάζεται τη νοερή εργασία με
σωματικά γυμνάσματα, και απολαμβάνει το αθάνατο συμπόσιο των αθανάτων
φυτών του νοητού Παραδείσου. Σ’ αυτόν και ο Παύλος αφού υψώθηκε, άκουσε
άρρητα ρήματα, τα οποία δεν επιτρέπεται να τα ακούσει άνθρωπος(Β΄ Κορ.
12, 4) που είναι ακόμη προσκολλημένος εμπαθώς στα ορατά.
39. Το σώμα, όταν μιά φορά πυρωθεί στη
φωτιά της ασκήσεως και βαφεί στο νερό των δακρύων, δεν αμβλύνεται πια
από τους κόπους, γιατί καταπαύει τους πολλούς αγώνες, επειδή έγινε
ανώτερο από την πρακτική άσκηση. Αλλά αφού δεχτεί μέσα του γαλήνη και
σιωπή ειρήνης, γεμίζει μάλλον από μιά άλλη δύναμη, άλλη ευτονία, άλλη
ισχύ του Πνεύματος. Όταν τέτοιο σώμα αποκτήσει συνεργό η ψυχή και δει
την κατάστασή του ότι είναι ανώτερη από τη σωματική άσκηση, αλλάζει τις
φυσικές της κινήσεις και τις στρέφει σε νοητούς αγώνες και, εργαζόμενη
με δύναμη τη νοερή εργασία, φυλάει για τον εαυτό της τους καρπούς των
αθανάτων φυτών μέσα στο νοητό Παράδεισο. Απ’ όπου σαν ποταμοί τρέχουν οι
πηγές των θεοπρεπών νοημάτων και μέσα στον οποίο βρίσκεται το δένδρο
της γνώσεως του Θεού, που παράγει καρπούς σοφίας, χαράς, ειρήνης,
χρηστότητας, αγαθοσύνης, μακροθυμίας και ανέκφραστης αγάπης(Γαλ. 5, 22).
Και καθώς έτσι εργάζεται με σπουδή και έτσι φυλάει(Γεν. 2, 15),
απομακρύνεται από το σώμα και εισδύει στο γνόφο της θεολογίας. Φεύγει με
την έκσταση απ΄ όλα, επειδή δεν την κρατάει τίποτε από τα ορατά, και
αφού ενωθεί με το Θεό, σταματά ν’ αγωνίζεται και να ποθεί.
40. Ποιο από τα δύο στοιχεία μας είναι
ανώτερο – ερωτώνται οι αγωνιστές -, το ορώμενο ή το νοούμενο; Αν είναι
ανώτερο το ορώμενο, άρα τίποτε άλλο δεν πρέπει να προτιμήσομε και να
δεχτούμε εκτός από τα φθαρτά, κι επομένως ούτε η ψυχή είναι ανώτερη από
το σώμα. Αν όμως ανώτερο είναι το νοούμενο, ο Θεός είναι πνεύμα και όσοι
Τον προσκυνούν πρέπει να το κάνουν πνευματικά κι αληθινα(Ιω. 4, 24). Κι
έτσι περιττεύει η σωματική άσκηση όταν είναι ακμαία η νοερή εργασία της
ψυχής, η οποία κάνει ελαφρό το σώμα που κλίνει στα κάτω και το
μετατρέπει όλο σε πνευματικό, ενώνοντάς το με το ανώτερο.
41. Τρεις είναι οι ταξεις εκείνων που
προοδεύουν στις τελειοποιητικές αναβάσεις: η καθαρτική, η φωτιστική και η
μυστική, που είναι και η τελειοποιητική. Η πρώτη είναι των αρχαρίων, η
άλλη των μέσων και η τρίτη των τελείων. Αυτές τις τρεις ταξεις περνώντας
με τη σειρά ο αγωνιστής, προχωρεί στην κατά Χριστόν ηλικία και γίνεται
ώριμος άνδρας, αποκτώντας την τελειότητα που μέτρο της είναι ο
Χριστός(Εφ. 4, 13).
42. Η καθαρτική τάξη είναι για όσους
αρχίζουν τους πνευματικούς αγώνες. Το χαρακτηριστικό της είναι η
απόρριψη της μορφής του χοϊκού ανθρώπου, η απολύτρωση από κάθε πρόσυλη
κακία και η ένδυση του νέου ανθρώπου, που τον ανακαινίζει το Άγιο
Πνεύμα(Κολ. 3, 10). Έργο της είναι το μίσος της ύλης, το λιώσιμο της
σάρκας, η αποφυγή κάθε αιτίας που ωθεί το λογιστικό σε πάθος, η μετανοια
για τα περασμένα αμαρτήματα. Είναι ακόμη να ξεπλύνει με δάκρυα την
αλμύρα της αμαρτίας, να ρυθμίσει τη διαγωγή σύμφωνα με την χρηστότητα
του πνεύματος και να καθαρίσει με την κατάνυξη το εσωτερικό του
ποτηριού(Ματθ. 23, 26), δηλαδή το νου, από κάθε σαρκικό και πνευματικό
μολυσμό(Β΄ Κορ. 7, 1). Κι έτσι να βάλει μέσα του το κρασί του λόγου, το
οποίο ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου(Ψαλμ. 103, 15) που καθαίρεται,
και να το προσφέρει στον Βασιλιά των πνευμάτων για να το γευθεί. Σκοπός
της τάξεως αυτής είναι να πυρακτωθεί ο άνθρωπος στην πράξη με τη φωτιά
της ασκήσεως και με τους σωματικούς κόπους ώστε να αποβάλει κάθε σκουριά
της αμαρτίας, να χαλυβδωθεί, και αφού βουτηχθεί στο νερό της
κατανύξεως, να γίνει ξίφος κοφτερό και δυνατό εναντίον των παθών και των
δαιμόνων. Εκείνος που έφτασε σ’ αυτό το σημείο με πολλούς κόπους
ασκήσεως, έσβησε τη δύναμη του έμφυτου πυρός, έφραξε τα στόματα των
λεόντων, των άγριων παθών, δυνάμωσε το αδύνατο πνεύμα του, έγινε
ισχυρός(Εβρ. 11, 33-34), και σαν άλλος Ιώβ έστησε τρόπαιο υπομονής, αφού
νίκησε το διάβολο που τον πείραζε.
43. Η φωτιστική είναι η τάξη εκείνων οι
οποίοι από τους ιερούς αγώνες προχώρησαν στην πρώτη απάθεια.
Χαρακτηριστικό της είναι η γνώση των όντων, η θεωρία των λόγων της
κτίσεως και η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος. Έργο της είναι η κάθαρση του
νου, που γίνεται με τη θεϊκή φωτιά, η νοερή αποκάλυψη των οφθαλμών της
καρδιάς και η γέννηση του λόγου μαζί με υψηλά νοήματα της γνώσεως.
Σκοπός της είναι ο λόγος της σοφίας που σαφηνίζει τις φύσεις των όντων, η
επίγνωση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων και η φανέρωση των
μυστηρίων της βασιλείας των ουρανών. Όποιος έφτασε σ’ αυτό το σημείο με
την πνευματική εργασία του νου, κάθεται σαν άλλος Ηλίας Θεσβίτης(Δ΄ Βασ.
2, 11) πάνω σε πύρινο άρμα που έχει για άλογα τις τέσσερις γενικές
αρετές και, ενώ ζει ακόμη, ανυψώνεται στον νοητό αέρα και περιοδεύει στα
ουράνια, αφού ξεπέρασε την ταπεινότητα του σώματος.
44. Η μυστική και τελειοποιητική τάξη είναι
εκείνων που τα πέρασαν όλα και έφτασαν στην πλήρη ωριμότητα του
Χριστού(Εφ. 4, 13). Χαρακτηριστικό τους είναι να διασχίσουν τον αέρα και
να υπερβούν τα πάντα και να φτάσουν όπου οι άνω τάξεις των ουρανών να
πλησιάσουν το Πρώτο Φως και να ερευνήσουν με το πνεύμα τα βάθη του Θεού.
Έργο της τάξεως αυτής είναι να γεμίσει το νου που είναι θεατής όλων
αυτών, με τους λόγους για την πρόνοια, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια του
Θεού και τους λόγους για τη λύση αινιγμάτων και παραβολών και σκοτεινών
λόγων της θείας Γραφής. Και σκοπός της, να μυσταγωγήσει αυτόν που
τελειοποιήθηκε έτσι, τα απόκρυφα μυστήρια του Θεού, να τον γεμίσει
ανείπωτη σοφία με τη συνάφεια με το Πνεύμα και να τον αναδείξει σοφό
θεολόγο μέσα στη μεγάλη Εκκλησία του Θεού, να φωτίζει τους ανθρώπους με
το λόγο της θεολογίας. Εκείνος που έφτασε σ’ αυτό το σημείο με βαθύτατη
ταπεινοφροσύνη και κατάνυξη, ανέβηκε στον τρίτο ουρανό της θεολογίας σαν
άλλος Παύλος και άκουσε άρρητα ρήματα(Β΄ Κορ. 12, 4), τα οποία δεν
επιτρέπεται να τα ακούσει άνθρωπος κυριαρχούμενος από την αίσθηση, και
γεύθηκε τα απόρρητα αγαθά που δεν τα είδαν μάτια και αυτιά δεν τα
άκουσαν(Α΄ Κορ. 2, 9). Ακόμη, έγινε διάκονος των μυστηρίων του Θεού,
επειδή έγινε στόμα Θεού και μεταδίδει όλα αυτά στους ανθρώπους με το
λόγο, ζώντας, τέλειος μέσα στον τέλειο Θεό, την μακάρια ανάπαυση,
ενωμένος με τους θεολόγους στις υπέρτατες δυνάμεις των Χερουβείμ και των
Σεραφείμ, οι οποίες έχουν ως ιδίωμα τη σοφία και τη γνώση.
45. Ο βίος των ανθρώπων διαιρείται σε δύο
τρόπους, ενώ οι στόχοι του σε τρεις τάξεις. Ο ένας τρόπος είναι ο
κοινωνικός και εγκόσμιος. Ο άλλος είναι έξω από την κοινωνία των
ανθρώπων και υπερκόσμιος. Ο κοινωνικός διαιρείται σε σωφροσύνη και σε
απληστία. Ο ακοινώνητος διαιρείται σε φιλοσοφία, σε φυσική γνώση και σε
υπερφυσική ενέργεια. Ο πρώτος τώρα, ή συνάπτεται στο δίκαιο, οπότε
έρχεται στην κατά φύση κατάσταση, ή στην αδικία, οπότε φτάνει στην
αδικία, χάνοντας τη φυσική του κίνηση. Ο άλλος πάλι, αν βαδίσει προς τον
επιδιωκόμενο σκοπό στοιχώντας στον κανόνα, καταλήγει στην άπειρη Φύση,
με τελειότητα πάνω από τη φύση· αν όμως η άσκησή του γίνεται από
φιλοδοξία, αποτυγχάνει το σκοπό του και καταντά σε αδόκιμο νου(Ρωμ. 1,
28), οπότε ως ατελής, εύλογα απορρίπτεται από την τάξη του τελείου.
46. Φως και ζωή και ειρήνη είναι το Άγιο
Πνεύμα. Εκείνος λοιπόν που φωτίζεται από το θείο Πνεύμα, ειρηνεύει και
περνά τη ζωή του με γαλήνη. Από τούτο πηγάζει σ’ αυτόν η γνώση των όντων
και η σοφία του λόγου και αποκτά το νου του Χριστού. Αυτός γνωρίζει τα
μυστήρια της Βασιλείας, εισχωρεί στα βάθη του Θεού και μέρα με τη μέρα
προφέρει αγαθούς λόγους ζωής από ακύμαντη και φωτισμένη καρδιά στους
ανθρώπους, επειδή είναι αγαθός, έχοντας μέσα του τον Αγαθό να λαλεί
«καινά και παλαιά»(Ματθ. 13, 52).
47. Ο Θεός είναι σοφία, κι εκείνους που
βαδίζουν με λόγο και σοφία, αφού τους θεοποιήσει με τη γνώση των όντων,
τους ενώνει με φως με τον εαυτό Του και τους αναδεικνύει θέσει θεούς. Κι
όπως ο Θεός, αφού κατασκεύασε τα πάντα με σοφία από το μηδέν, με σοφία
κυβερνά και κατευθύνει τα εγκόσμια, και με σοφία επίσης εργάζεται
πάντοτε τη σωτηρία όλων εκείνων που Τον πλησιάζουν με τη μετάνοια, έτσι
κι εκείνος που αξιώθηκε να γίνει μέτοχος της ανώτατης σοφίας λόγω
καθαρότητας, πάντοτε και αυτός, ως εικόνα του Θεού, με σοφία εκτελεί και
εργάζεται το θέλημα του Θεού. Συναγει δηλαδή τον εαυτό του από τα
εξωτερικά και πολυσχιδή, και μέρα με τη μέρα υψώνει και εκτείνει το
λογιστικό του με τη γνώση των απορρήτων, προς αγγελικούς πράγματι
τρόπους ζωής. Και κάνοντας, όσο είναι εφικτό, ενοειδή τη ζωή του, ενώνει
τον εαυτό του με τις άνω δυνάμεις, οι οποίες κινούνται ενιαία γύρω από
το Θεό· και με αυτές, σαν καλούς οδηγούς, ανυψώνεται προς την πρώτη αρχή
και Αιτία.
48. Εκείνος που με την ανώτερη σοφία ένωσε
τον εαυτό του με τις αγγελικές δυνάμεις και γι’ αυτό ενώθηκε με το Θεό,
επειδή έγινε καθ’ ομοίωση του Θεού, πλησιάζει τους πάντες με εμφιλόσοφο
λόγο και συναναστροφή, και με θεία δύναμη αποδεσμεύει όσους θέλουν από
τα εξωτερικά και πολυσχιδή, συνάγοντάς τους πνευματικά προς την ενοειδή
ζωή ως μιμητής του Θεού, όπως ήδη έκανε με τον εαυτό του. Και τους
ανυψώνει προς τη θεωρία της δόξας του ενός και πρώτου Φωτός, με τη
σοφία, τη γνώση και την έλλaμψη των αποκρύφων. Και αφού τους ενώσει με
τις γύρω από το Θεό αγγελικές ουσίες και τάξεις, τους οδηγεί στην
ενότητα με το Θεό, αφού έχουν γίνει ολόλαμπροι από το φωτισμό του
Πνεύματος.
49. Την τετράδα των γενικών αρετών
συνακολουθούν οκτώ φυσικές αρετές, συνοδεύοντας δύο την κάθε μία, ώστε η
κάθε μία από τις γενικές να σχηματίζει τριάδα. Τη φρόνηση λοιπόν
συνοδεύουν η γνώση και η σοφή θεωρία. Τη δικαιοσύνη, η διάκριση και η
σπλαχνική διάθεση. Την ανδρεία, η υπομονή και η σταθερότητα. Τη
σωφροσύνη, η αγνεία και η παρθενία. Ως Κτίστης και Μυσταγωγός αυτής της
τριαδικής δωδεκάδας των αρετών, κάθεται με σοφία ο Θεός στο θρόνο του
νου, στέλνοντας το Λόγο για τη δημιουργία των αρετών. Ο Λόγος,
παίρνοντας από κάθε μία από τις αρχικές αρετές που είπαμε, δημιουργεί
στην ψυχή το νοητό κόσμο της ευσέβειας. Και σαν ουρανό αυτού του κόσμου
απλώνει τη φρόνηση, γεμάτη αστέρια για να καταλάμπει τη ζωή, όπου σαν
δύο μεγάλους φωστήρες βάζει τη θεία γνώση και τη φυσική θεωρία να
λάμπουν και να τον καταφωτίζουν. σαν γη, θεμελιώνει τη δικαιοσύνη, για
αδάπανη πανδαισία. Σαν αέρα απλώνει τη σωφροσύνη, ξεκούρασμα και δροσιά
γνησιότατης ζωής. Σαν θάλασσα βάζει την ανδρεία γύρω από την ασθένεια
της φύσεως, για να εξουδετερώνει τα οχυρώματα και τα υψώματα του
σατανά(Β΄ Κορ. 10, 4). Οικοδομώντας λοιπόν έτσι αυτόν τον κόσμο ο Λόγος,
βάζει μέσα του σαν δύναμη το Πνεύμα για κίνηση νοητή και αέναη και για
συνοχή αδιάσπαστη και διαρκή, σύμφωνα με το λόγο του Δαβίδ: «Με το λόγο
του Κυρίου στερεώθηκαν οι ουρανοί, και με το πνεύμα του στόματός Του
είναι σ’ αυτούς όλη η δύναμή τους»(Ψαλμ. 32, 6).
50. Με τις μεταβάσεις των αξίων από τη μια
πνευματική ηλικία στην άλλη, μεγαλώνει μαζί και ο Κύριός μας Ιησούς
Χριστός. Και όταν είναι ακόμη νήπιοι και έχουν ανάγκη από γάλα(Εβρ. 5,
12), λέγεται ότι θηλάζει το γάλα των εισαγωγικών αρετών της ασκήσεως του
σώματος, το οποίο λίγο είναι ωφέλιμο(Α΄ Τιμ. 4, 8) σ’ εκείνους που
αυξάνουν στην αρετή και αποβάλλουν λίγο-λίγο τη νηπιότητα. Όταν φτασουν
στη νεανική ηλικία και τρέφονται με τη στερεά τροφή της θεωρίας των
όντων, έχοντας γυμνασμένα τα αισθητήρια της ψυχής(Εβρ. 5, 14), τότε ο
Χριστός λέγεται ότι προοδεύει στην ηλικία και στη θεία χάρη(Λουκ. 2, 52)
και κάθεται μεταξύ των πρεσβυτέρων(Λουκ. 2, 46) και τους φανερώνει τα
βαθιά και σκοτεινά. Όταν γίνουν ώριμοι άνδρες και φτάσουν στην
τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13), τότε λέγεται ότι
κηρύττει σε όλους το λόγο της μετάνοιας και διδάσκει τους λαούς για τη
βασιλεία των ουρανών(Ματθ. 4, 17) και ότι ανυπομονεί να σταυρωθεί. Γιατί
αυτό είναι το τέλος καθενός που έγινε τέλειος στις αρετές· αφού περάσει
όλες τις ηλικίες του Χριστού, να καταλήξει να υποστεί το πάθος των
πειρασμών, όπως έπαθε και ο Κύριος.
51. Έως ότου είμαστε στα όρια της σωματικής
ασκήσεως, αποφεύγοντας να τρώμε διάφορα φαγητά ή να χρησιμοποιούμε την
αφή ή να ατενίζομε ομορφιές ή να ακούμε μελωδίες ή να οσφραινόμαστε
αρώματα, είμαστε κάτω από την κηδεμονία επιτρόπων και κηδεμόνων ως
νήπιοι ακόμη, αν και είμαστε κληρονόμοι και κύριοι όλων όσα έχει ο
Πατέρας. Όταν όμως έρθει για την άσκηση το πλήρωμα του χρόνου και
ολοκληρωθεί με την απάθεια, τότε γεννιέται μέσα μας ο Λόγος από καθαρή
διάνοια και μπαίνει κάτω από το νόμο του Πνεύματος, για να εξαγοράσει
εμάς που είμαστε κάτω από το νόμο του σαρκικού φρονήματος και να μας
αποδώσει την υιοθεσία(Γαλ. 4, 2-5). Όταν γίνει αυτό, το Πνεύμα κράζει
μέσα στις καρδιές μας: «Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6), δείχνοντας και
γνωρίζοντάς μας την υιική ιδιότητα μας και την παρρησία προς το Θεό και
Πατέρα. Και μένει πλέον μαζί μ’ εμάς ως υιούς του Θεού και κληρονόμους
Του μέσω του Χριστού και συνομιλεί, αφού δεν κρατούμαστε πιά από τη
δουλεία των αισθήσεων.
52. Σ’ εκείνους που προόδεψαν στην πίστη
όμως ο Πέτρος, και επανήλθαν στην ελπίδα σαν τον Ιάκωβο και έγιναν
τέλειοι στην αγάπη όπως ο Ιωάννης, μεταμορφώνεται ο Κύριος(Ματθ. 17,
1-5) αφού ανεβεί σε υψηλό όρος θεολογίας. Και λάμπει σ’ αυτούς με τη
φανέρωση και το χαρακτήρα του καθαρού λόγου όπως ο ήλιος, και με τα
νοήματα της απόρρητης σοφίας γίνεται λαμπρός όπως το φως. Και
παρουσιάζεται σ’ αυτούς ο Λόγος, να στέκεται μεταξύ νόμου και
προφητείας. Από τη μία δηλαδή νομοθετεί και διδάσκει, ενώ από την άλλη
φανερώνει από τους βαθείς και κρυφούς θησαυρούς της σοφίας· ενίοτε
προβλέπει και προλέγει. Αυτούς τους επισκιάζει σαν νεφέλη φωτεινή το
Πνεύμα, απ΄ όπου έρχεται σ’ αυτούς φωνή μυστικής θεολογίας και τους μυεί
στο μυστήριο της τρισυπόστατης θεότητας, λέγοντας τα εξής: «Αυτός είναι
ο αγαπητός μου όρος της τελειώσεως που με ικανοποιεί, να γίνεστε τέλεια
τέκνα μου με το τέλειο Πνεύμα».
53. Η ψυχή που καταφρόνησε όλα τα χαμαίζηλα
και πληγώθηκε ολοκληρωτικά από τον έρωτα του Θεού, παθαίνει μιά
παράδοξη και θεϊκή έκσταση. Αφού δηλαδή δει καθαρά τις φύσεις και τους
λόγους των όντων και κατανοήσει τα τέλη των ανθρωπίνων πραγμάτων, δεν
ανέχεται πλέον να βρίσκεται μέσα στο σύμπαν και να περιορίζεται από το
σώμα που την περιέχει. Αλλά αφού βγει έξω από τα όριά της και αφού
κυριαρχήσει πάνω στην αίσθηση και ξεπεράσει τις φύσεις όλων των όντων,
εισέρχεται με ανέκφραστη σιγή στο γνόφο της θεολογίας και αντικρύζει το
κάλλος του Όντος μέσα σε φως νοημάτων ανείπωτης σοφίας, όσο της δοθεί
τότε από τη χάρη. Με τρόπο που αρμόζει στο Θεό, εμβαθύνει με τα νοήματα
στη θεωρία Του και εντρυφά με φόβο αγάπης στους καρπούς των αθανάτων
φυτών, εννοώ στα νοήματα των θείων εννοιών, των οποίων τη μεγαλοπρέπεια
και τη δόξα ποτέ δεν μπορεί να εκφράσει πλήρως όταν επιστρέψει από την
έκσταση στον εαυτό της. Αλλά καθώς υφίσταται την παράδοξη ενέργεια του
Πνεύματος, βιώνει το επαινετό αυτό πάθος με μιαν ανείπωτη χαρά και σιγή·
τον τρόπο όμως της θείας αυτής ενέργειας, ή ποιο είναι εκείνο που την
κινεί και φαίνεται και λέει σ’ αυτήν μυστικώς τα απόρρητα, δεν μπορεί να
εξηγήσει.
54. Εκείνος που σπέρνει δάκρυα κατανύξεως
για την αρετή, θα τρυγήσει σαν καρπό ζωής, χαρά ανέκφραστη. Εκείνος που
ζητεί με ζήλο και αναμένει με υπομονή τον Κύριο μέχρις ότου καρπίσουν τα
γεννήματα της αρετής του, αυτός θα θερίσει μεστωμένα τα στάχυα της
γνώσεως του Θεού. Και θα φωτίσει τον εαυτό του με το φως της σοφίας και
θα γίνει λυχνία αιωνίου φωτός, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους. και
δε θα φθονήσει τον εαυτό του και τους πλησίον ώστε να κρύψει κάτω από το
μόδιο(Ματθ. 5, 15) του φθόνου το φως της σοφίας που του δόθηκε, αλλά
μέσα στην Εκκλησία των πιστών θα πει αγαθά λόγια για ωφέλεια πολλών και
θα αναπτύξει παλαιά αινίγματα, σύμφωνα με όσα άκουσε από τον ουρανό να
του υπαγορεύει το θείο Πνεύμα και όσα έμαθε σχολάζοντας στη θεωρία των
όντων και όσα οι πατέρες του του διηγήθηκαν(Ψαλμ. 77, 2-3).
55. Θα συμβεί σε κάθε αγωνιστή, κατά την
ημέρα της τελειώσεώς του στην αρετή, να του σταλάξουν τα όρη της
εργασίας των θείων εντολών γλυκύτητα ευφροσύνης, καθώς θα βασιλεύει στη
Σιών, στην καθαρή διάνοια. και από τα βουνά, τους λόγους δηλαδή των
αρετών, θα ρεύσει γάλα, προσφέροντάς του την τροφή ενώ θα αναπαύεται
πάνω στην κλίνη της απάθειας. Και όλες οι πηγές του Ιούδα, εννοώ της
πίστεως και της γνώσεώς του, θα αναβλύσουν νερά, δόγματα δηλαδή και
παραβολές και αινίγματα θείων πραγμάτων. Από την καρδιά του, σαν από τον
οίκο Κυρίου, θα βγει πηγή ανέκφραστης σοφίας και θα ποτίσει τον
χείμαρρο των σχοίνων(Ιωήλ. 4, 18), δηλαδή τους ανθρώπους που ξεράθηκαν
από την ξηρασία και τον καύσωνα των παθών. Και τότε θα διαπιστώσει στον
εαυτό του την πραγματοποίηση των λόγων του Κυρίου: «Από τα βάθη όποιου
πιστεύει σ’ εμένα, θα ρεύσουν ποτάμια ζωντανό νερό»(Ιω. 7, 38).
56. «Θα ανατείλει, λέει ο Θεός, σ’ εκείνους
που με φοβούνται, ήλιος δικαιοσύνης, και οι πράξεις τους θα οδηγήσουν
στην ίαση. Θα βγουν από τη φυλακή των παθών και θα χοροπηδήσουν σαν
μοσχαράκια ελευθερωμένα από δεσμά αμαρτίας. και θα καταπατήσουν τους
άνομους και τους δαίμονες κάτω από τα πόδια τους σαν στάχτη, κατά την
ημέρα της αποκαταστάσεώς τους, την οποία επιφέρω εγώ, λέει ο Κύριος, ο
Παντοκράτωρ»(Μαλ. 4, 2-30. Αυτό βέβαια θα γίνει όταν ανυψωθούν μέσω όλων
των αρετών και τελειοποιηθούν με τη σοφία και τη γνώση από τη μέθεξη
του Πνεύματος.
57. Αν στο πεδινό όρος του κόσμου τούτου
και της Εκκλησίας του Χριστού, σηκώσεις ψηλά τη σημαία της καινούργιας
γνώσεως και υψώσεις, σύμφωνα με τον Προφήτη(Ησ. 13, 2), τη φωνή της
σοφίας που σου έδωσε ο Θεός, στηρίζοντας με το λόγο σου και διδάσκοντας
τους αδελφούς σου και αποκαλύπτοντάς τους το νόημα της θείας Γραφής ώστε
να κατανοούν τις θαυμαστές δωρεές του Θεού, και οδηγώντας τους στην
εργασία των εντολών Του, τότε μη φοβηθείς από εκείνους που φθονούν τη
δύναμη των λόγων σου και διαστρεβλώνουν κάθε θεία Γραφή, γιατί αυτοί
είναι άδειοι, σαρωμένοι και έτοιμοι για κατοικία του διαβόλου(Ματθ. 12,
44). Γιατί ο Θεός καταγράφει τα λόγια σου στο βιβλίο των ζώντων και δε
θα πάθεις βλάβη από αυτούς, όπως ούτε ο Πέτρος από τον Σίμωνα τον μάγο.
Θα πεις μάλλον και συ εκείνη την ημέρα μαζί με τον Προφήτη(Ησ. 12, 2 και
4), όταν βλέπεις τους ανθρώπους αυτούς να κατασκευάζουν εναντίον σου
παγίδες στο δρόμο σου: «Ιδού, ο Θεός μου και Κύριος είναι σωτήρας μου·
θα έχω την πεποίθησή μου σ’ Αυτόν, θα με σώσει και δε θα φοβηθώ. Γιατί η
δόξα μου και η ύμνησή μου είναι ο Κύριος, και Αυτός έγινε σωτήρας μου.
Δε θα πάψω να αναγγέλλω τα ένδοξα έργα Του σε όλη τη γη».
58. Αν κατάλαβες ότι η ορμή των παθών είναι
μέσα σου άπρακτη και ότι η κατάνυξη και η ταπεινοφροσύνη αναβλύζουν από
τα μάτια σου, τότε να γνωρίζεις ότι ήρθε σ’ εσένα η βασιλεία του Θεού
και εγκυμονείς το Άγιο Πνεύμα. Αν επιπλέον νιώθεις το Πνεύμα να ενεργεί,
να κινείται και να λαλεί στα έγκατά σου και να σε παρακινεί να λες σε
μεγάλη συνάθροιση της Εκκλησίας την σωτηριώδη αλήθεια του Θεού, μην
εμποδίσεις τα χείλη σου φοβούμενος τον φθόνο των ιουδαιοφρόνων. Αλλά
κάθισε και γράψε σε πινακίδα, όπως λέει ο Ησαΐας(Ησ. 30, 8), εκείνα που
σου υπαγορεύει το Πνεύμα, γιατί αυτά θα παραμείνουν για πολύ καιρό, για
πάντα. Εκείνοι που κοιλοπονούν τον φθόνο είναι λαός απειθής, παιδιά
νόθα, που δεν έχουν πίστη και δε θέλουν να ακούσουν ότι το Ευαγγέλιο
ενεργεί και σήμερα, δημιουργώντας φίλους του Θεού και προφήτες. Αλλά
λένε στους προφήτες και στους διδασκάλους της Εκκλησίας: «Μην
αναγγέλλετε σ’ εμάς τη σοφία του Θεού», και σ’ εκείνους που βλέπουν τα
οράματα της φυσικής θεωρίας, λένε: «Μη μας λέτε τέτοια, να μας λέτε και
να μας αναγγέλλετε άλλα, τα λόγια της πλάνης που αγαπά ο κόσμος· πάρετε
από μας το λόγο του Ισραήλ»(Ησ. 30, 9-11). Μην προσέξεις λοιπόν το φθόνο
και τα λόγια τους. Γιατί εκείνα που σου υπαγορεύονται από ψηλά για την
ωφέλεια πολλών, θα τα ακούσουν όσοι είναι ολότελα κωφοί, και εκείνοι που
βρίσκονται στο σκοτάδι του βίου και τα μάτια των τυφλών που βρίσκονται
στην ομίχλη της αμαρτίας, θα δουν το φως των λόγων σου, και θα νιώσουν
αγαλλίαση γι’ αυτούς οι πνευματικά φτωχοί. Οι απελπισμένοι άνθρωποι θα
γεμίσουν ευφροσύνη· οι πλανεμένοι θα αντιληφθούν τη σύνεση που έχουν τα
λόγια σου· όσοι γογγύζουν εναντίον σου, θα μάθουν να υπακούουν στα λόγια
του Πνεύματος· και οι γλώσσες που τραυλίζουν, θα μάθουν να λαλούν
ειρηνικά(Ησ. 29, 18-19 και 24).
59. Λέει ο Ησαΐας(Ησ. 31, 9· 32, 2-6 και
8): Είναι μακάριος εκείνος που έχει στη Σιών, δηλαδή στην Εκκλησία του
Θεού, τέκνα της διδασκαλίας των λόγων του και υιούς δικούς του
πνευματικούς στην άνω Ιερουσαλήμ των πρωτοτόκων. Γιατί, λέει, ο άνθρωπος
εκείνος θα κρύβει τα λόγια του για τον κατάλληλο καιρό και θα κρυφτεί
σαν να προφυλάγεται από ορμητικά νερά. Και τέλος θα φανεί στη Σιών, στην
Εκκλησία των πιστών, σαν ένδοξος ποταμός που τρέχει μεγαλόπρεπα σε
διψασμένη γη, με τα νάματα της σοφίας του. Και όσοι παρασύρονται από
τους φθονερούς, θα πάψουν να έχουν πεποίθηση σ’ αυτούς, αλλά θα τείνουν
τ’ αυτιά τους ν’ ακούσουν τα λόγια του ανθρώπου εκείνου, και η καρδιά
όσων ασθενούν στην ψυχή θ’ ακούσει προσεκτικά. Δε θα του πουν πλέον οι
υπηρέτες του φθόνου «σώπασε»· επειδή, όντας ευσεβής, σκέφθηκε συνετά και
δεν είπε μωρίες όπως οι μωροί σοφοί του κόσμου. Ούτε η καρδιά του
σκέφθηκε μάταια να πράττει άνομα και να λέει για το Θεό λόγια πλάνης,
ώστε να διασκορπίσει ψυχές που πεινούν, και αυτές που διψούν να τις
αφήσει ανικανοποίητες. Γι’ αυτό οι λόγοι του θα παραμείνουν προς ωφέλεια
πολλών, κι ας μην αρέσει αυτό στους φθονερούς.
60. Σ’ αυτόν που κατοικεί σε υψηλό σπήλαιο
ισχυρού βράχου, θα δοθεί χορταστικά ο άρτος της γνώσεως, και το
οινοδοχείο της σοφίας μέχρι να μεθύσει· παρόμοια θα είναι άφθονο και το
νερό που θα πίνει. Θα δει τον Βασιλιά με τη δόξα Του, και τα μάτια του
θα αντικρύσουν από μακριά γη(Ησ. 33, 16-17). Η ψυχή του θα μελετήσει
σοφία και θα μιλήσει σ’ όλους για τον αιώνιο τόπο(Ησ. 33, 14), έξω από
τα όρια του οποίου δεν υπάρχει τίποτε.
61. Aφού λοιπόν η παιδαγωγία του Κυρίου
είναι που ανοίγει τα αυτιά καθενός που έχει το φόβο Του, και του παρέχει
αυτί για ν’ ακούει, και του δίνει γλώσσα παιδαγωγημενη για να γνωρίζει
πότε πρέπει να μιλήσει(Ησ. 50, 4-5), τότε ποιος άλλος είναι που
αποδιώχνει άπρακτους τους φρόνιμους και σοφούς του κόσμου και
αποδεικνύει μωρή τη σοφία τους, ενώ βεβαιώνει μόνο τα λόγια των δούλων
Του(Ησ. 44, 25-26); δεν είναι άλλος από Αυτόν που πραγματοποιεί
πρωτοφανή και παράδοξα έργα προς δόξαν Του, που ανοίγει στην έρημο και
κατάξερη καρδιά οδό ταπεινώσεως και πραότητας, και στην ξερή και άνυδρη
διάνοια ποταμούς ανείπωτης σοφίας, για να ξεδιψάσει το εκλεκτό γένος
Του, τον λαό που διάλεξε για να διηγείται τις αρετές Του(Ησ. 43, 19-21).
Αυτός πορεύεται μπροστά από αυτούς που Τον αγαπούν και Τον φοβούνται,
και για χάρη τους ισοπεδώνει τα βουνά των παθών και συντρίβει τις
χάλκινες θύρες της άγνοιας, ενώ τους ανοίγει τις θύρες της δικής Του
γνώσεως και τους φανερώνει τους θησαυρούς της που είναι σκοτεινοί,
απόκρυφοι και αόρατοι. Και όλα αυτά, για να μάθουν ότι Αυτός είναι ο
Κύριος, ο Θεός, που τους έδωσε το όνομα Ισραήλ(Ησ. 45, 2-3).
62. Ποιος είναι που ταράζει τη θάλασσα των
παθών και καταπαύει τα κύματά της; Είναι ο Κύριος Σαβαώθ, ο οποίος σώζει
όσους Τον αγαπούν από τον κίνδυνο της αμαρτίας και γαληνεύει την
τρικυμία των λογισμών τους, ο οποίος θέτει τα λόγια Του στο στόμα τους
και τους σκεπάζει κάτω από τη σκιά των χεριών Του, με τα οποία έστησε
τον ουρανό και θεμελίωσε τη γη(Ησ. 51, 15-16). Αυτός δίνει σ’ όσους
έχουν το φόβο Του γλώσσα παιδαγωγημενη και ακοή συνετή για να ακούν από
ψηλά τη φωνή Του και να απαγγέλλουν τα προστάγματά Του στον οίκο του
Ιακώβ, δηλαδή στην Εκκλησία των πιστών. Σ’ εκείνους όμως που δεν έχουν
μάτια να βλέπουν τις ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης και αυτιά ν’
ακούνε τα ένδοξα του Θεού, το σκοτάδι είναι ο κλήρος της άγνοιάς τους
και η ελπίδα τους μάταιη, καθώς και τα λόγια τους. Κανείς από αυτούς δε
μιλά σύμφωνα με το δίκαιο, ούτε μπορεί να κρίνει σύμφωνα με την αλήθεια·
στηρίζονται στα μάταια και λένε λόγια χωρίς περιεχόμενο· κυοφορούν
φθόνο και γεννούν κακολογία(Ησ. 59, 4). Γιατί τ’ αυτιά τους είναι
απερίτμητα και δεν μπορούν ν’ ακούνε, και γι’ αυτό ονειδίζουν το λόγο
της γνώσεως του Θεού και δεν πρόκειται να θελήσουν να τον ακούσουν.
63. Ποιά σοφία υπάρχει σ’ αυτούς που
κοιλοπονούν τον φθόνο κατά του πλησίον; Πώς δηλαδή θα πουν οι φθονεροί,
λέει ο Ιερεμίας(Ιερ. 8, 8-9), ότι «εμείς είμαστε σοφοί και ο Νόμος του
Κυρίου είναι μαζί μας», όταν λιώνουν από ζήλεια προς όσους έλαβαν τη
χάρη του Πνεύματος μέσω της σοφίας και της γνώσεως του Θεού; Αλλά
αποδείχθηκε μάταιη η ψεύτικη γνώση στους γραμματείς και σοφούς του
κόσμου, αφού αστόχησαν την αληθινή γνώση. Γι’ αυτό και ντροπιάστηκαν οι
σοφοί που κρίθηκαν ανάξιοι για τη σοφία του Παρακλήτου, βλέποντάς την να
πληθύνεται σε ψαράδες, και φοβήθηκαν τη δύναμη των λόγων τους· και
πιάστηκαν στα δίχτυα των νοημάτων τους, επειδή αποδοκίμασαν την αληθινή
σοφία και τη γνώση του Κυρίου.
64. Αφού οι φθονεροί εγκατέλειψαν την πηγή
της σοφίας του Θεού, γιατί λιώνουν από ζήλεια προς όσους δέχτηκαν
πλούσια τη χάρη του Πνεύματος και έλαβαν πύρινη γλώσσα σαν γραφίδα
ταχογράφου γραφέα(Ψαλμ. 44, 2); Αν είχαν ακολουθήσει κι αυτοί το δρόμο
του Θεού, θα είχαν κατοικήσει για πάντα στην ειρήνη της απάθειας· θα
είχαν μάθει που βρίσκεται η φρόνηση, που βρίσκεται η ισχύς, που
βρίσκεται η σύνεση και η γνώση των όντων, που βρίσκεται μακροβιότητα και
ζωή, που βρίσκεται φως των ματιών και σοφία με ειρήνη· θα είχαν μάθει
ποιος βρίσκει τον τόπο της σοφίας και ποιος εισέρχεται στους θησαυρούς
της(Βαρ. 3, 12-15). Θα έβλεπαν τι προσταζει ο Θεός μέσω του Προφήτη
στους μύστες του λόγου, λέγοντας: «Ο Προφήτης που είδε αποκαλυπτικό
όνειρο, ας διηγηθεί την οπτασία του, και όποιος δέχθηκε λόγο δικό μου,
ας διηγηθεί το λόγο μου αληθινά»(Ιερ. 23, 28), και πάλι: «Γράψε όλους
τους λόγους που σου είπα σε βιβλίο»(Ιερ. 37, 2). και έτσι ποτέ δε θα
έλιωναν από φθόνο για τους ανθρώπους αυτούς.
65. Αν αλλάξει ο αιθίοπας το δέρμα
του και η λεοπάρδαλη τα στολίσματά της, τότε και οι φθονεροί θα
μπορέσουν να σκεφτούν και να πουν κάτι καλό, που είναι μαθημένοι στη
μελέτη των κακών(Ιερ. 13, 23). Γιατί δίνουν ύπουλα ισχυρό κτύπημα στους
πλησίον τους, όντας δόλιοι και υποκριτικοί προς τους φίλους τους. Δε
λένε την αλήθεια, γιατί έμαθε η γλώσσα τους στα μάταια και ψεύτικα
λόγια(Ιερ. 9, 4-5). Κατάλαβέ το, λοιπόν, εσύ που για τη γνώση του Θεού
και το λόγο φθονείσαι· και εμπαίζεσαι από αυτούς, και κάνε, όμοια με τον
Ιερεμία, εκτενή δέηση, λέγοντας: «Θυμήσου με, Κύριε, και έλα κοντά μου
και απάλλαξέ με από τους φθονερούς που με καταδιώκουν. Μη μακροθυμήσεις,
θέλοντας να με δοκιμάσεις περισσότερο. Γνώρισε ότι με εμπαίζουν αυτοί
που απορρίπτουν τη γνώση Σου. Δώσε τέλος στη ζήλεια τους. Και τότε ο
λόγος της γνώσεώς Σου θα είναι αφορμή ευφροσύνης και χαράς της καρδίας
μου. Γιατί ποτέ δεν κάθισα μαζί με αυτούς που χλευάζουν τη γνώση Σου,
αλλά ένιωθα φόβο για την παρουσία της δυνάμεώς Σου, και έμενα μόνος μου,
καθώς πικράθηκα πολύ από το φθόνο τους»(Ιερ. 15, 15-17). Και θ’
ακούσεις: «Τα ξέρω καλά αυτά. Αν όμως επιστρέψεις κάποιον πλανεμένο από
την πλάνη του, θα σε συναριθμήσω με τους φίλους μου και θα σταθείς
μπροστά μου· και αν μετατρέψεις κάποιον ανάξιο σε άξιο, θα είσαι σαν
στόμα μου. Θα σε λυτρώσω από τα χέρια των φθονερών κακούργων, λέει ο
Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ»(Ιερ. 15, 19 και 21).
66. Ας ακούσουν την κατακλείδα του λόγου οι
φθονεροί σοφοί: Οι Ναζιραίοι του Θεού, έγιναν με τους κόπους τους πιο
καθαροί από το χιόνι· λαμπρύνθηκαν στη ζωή τους πιο πολύ από το γάλα· η
ομορφιά της σοφίας τους είναι ανώτερη από το ζαφείρι(Θρ. Ιερ. 4, 7-8),
και ο χαρακτήρας των λόγων τους από το καθαρό μαργαριτάρι. Αντίθετα,
αυτοί που έτρωγαν με απόλαυση την κοσμική γνώση, πέθαναν από πείνα
μπροστά στις πηγές του Πνεύματος· αυτοί που ανατρέφονταν μέσα στην
πορφύρα της σοφίας των Ελλήνων, ντύθηκαν την κόπρο της άγνοιας(Θρ. Ιερ.
4, 5), και έβαλαν πάνω τους δεσμά και τους έδεσαν. Γιατί η γλώσσα τους
κόλλησε στο λάρυγγά τους και έχασαν την ακοή τους, αφού αποδοκίμασαν την
αληθινή σοφία και τη γνώση του θείου Πνεύματος και δε θέλησαν να τη
λάβουν με κόπους.
67. Ο Θεός που ταπεινώνει το υψηλό δένδρο
και υψώνει το ταπεινό, που ξεραίνει το χλωρό δένδρο και ξανακάνει θαλερό
το ξερό(Ιεζ. 17, 24), Αυτος είναι που δίνει στους δούλους Του στόμα
ανοιχτό(Ιεζ. 29, 21) ενώπιον μεγάλης συνάξεως, και λόγο να ευαγγελιστούν
την αλήθεια Του με πολλή δύναμη(Ψαλμ. 67, 12). Γιατί σ’ Αυτόν ανήκει η
σοφία, η σύνεση και η ισχύς, και όπως μεταβάλλει χρόνους και καιρούς,
έτσι αλλοιώνει τις ψυχές που Τον ζητούν και Τον ποθούν και δίνει σ’
αυτές τη βασιλεία κατά των παθών και τις ανεβάζει από ζωή σε ζωή. Αυτός
δίνει σοφία στους πνευματικά σοφούς και φρόνηση στους συνετούς, και
αποκαλύπτει τα βαθιά και απόκρυφα σ’ όσους ερευνούν τα βάθη του Θεού,
δίνοντάς τους τη γνώση των σκοτεινών αινιγμάτων. Γιατί Αυτός έχει το
φως(Δαν. 2, 20-22) της σοφίας και της γνώσεως, και το δίνει όπου θέλει.
68. Σε καθέναν που εργάζεται με υπομονή τις
εντολές εξωτερικά και εσωτερικά, αποβλέποντας μόνο στη δόξα του Θεού,
δίνεται τιμή ουράνιας γνώσεως, ειρήνη ψυχής και αφθαρσία, επειδή είναι
τηρητής και όχι απλός ακροατής του νόμου(Ρωμ. 2, 13) της χάρης. Αυτού τη
γνώση, που μαρτυρείται από τα έργα, δεν την περιφρονεί ο Θεός, αλλά τη
δοξάζει μαζί με τους λόγους της γνώσεως εκείνων που έλαμψαν με τη θεία
σοφία στην Εκκλησία των πιστών γιατί στο Θεό δεν υπάρχει
προσωποληψία(Ρωμ. 2, 11). Σ’ εκείνον όμως που αγωνίζεται από εγωισμό και
απειθεί στα λόγια αυτών που καθοδηγούνται από το Πνεύμα, ενώ πείθεται
στη δική του σύνεση και στα απατηλά λόγια αυτών που έχουν εξωτερικό μόνο
σχήμα ευσέβειας και ενεργούν από φιλοδοξία και φιληδονία, δίνεται θλίψη
και στενοχώρια. Και ο φθόνος, ο θυμός και η οργή(Ρωμ. 2, 8-9) θα είναι
για το παρόν η αμοιβή της πλάνης του, ενώ για το μέλλον θα είναι προς
κατηγορία των λογισμών του, όταν θα αλληλοκατηγορούνται ή και θα
απολογούνται, κατά την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά των
ανθρώπων(Ρωμ. 2, 15-16) και θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα
του(Ρωμ. 2, 6).
69. Δεν είναι Ιουδαίος, όπως λέει ο
Απόστολος, αυτός που έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα, ούτε η περιτομή
ταυτίζεται μ’ ένα σωματικό σημάδι· Ιουδαίος αληθινός είναι αυτός που
έχει τα εσωτερικά γνωρίσματα, που έχει περτμηθεί στην καρδιά από το
Πνεύμα, και όχι σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου(Ρωμ. 2, 28-29). Έτσι, δεν
είναι τέλειος στη γνώση και στη σοφία αυτός που είναι λαμπρός στον
φανερό και εξεζητημένο λόγο, ούτε είναι άκρος αγωνιστής όποιος
επιδίδεται στην εξωτερική σωματική άσκηση των κόπων αλλά αγωνιστής είναι
αυτός που επιδίδεται στην εσωτερική νοερή εργασία, και τέλειος στη
σοφία και στη γνώση είναι αυτός που τα λόγια του βγαίνουν από καθαρή και
αγαθή καρδιά με το φωτισμό του Πνεύματος του Θεού, και όχι από βιβλία.
Αυτός έχει τον έπαινο όχι από τους ανθρώπους, αλλά από το Θεό(Ρωμ. 2,
29)· γιατί οι άνθρωποι τον αγνοούν ή και τον φθονούν, και μόνον ο Θεός
και αυτοί που κινούνται από το ίδιο Πνεύμα τον αγαπούν και τον
γνωρίζουν.
70. Αν από τα έργα του Νόμου δε θα
δικαιωθεί κανένας άνθρωπος ενώπιον του Θεού(Γαλ. 2, 16), κατά τον
Απόστολο, τότε ποιος θα τελειωθεί ενώπιον του Θεού μόνον με τους αγώνες
και τους κόπους της ασκήσεως; Με την πράξη παίρνομε τα στοιχεία για την
έξη της αρετής και σταματούμε την ενέργεια των παθών, δεν αποκτούμε
όμως, μόνο με αυτή, την τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Ποιο
είναι λοιπόν εκείνο που μας ανεβάζει στην τελειότητα; Είναι η συνειδητή
πίστη στο Θεό, η οποία κάνει χειροπιαστά αυτά που ελπίζομε(Εβρ. 11, 1).
Με τέτοια πίστη πρόσφερε ο Άβελ καλύτερη θυσία στο Θεό και του δόθηκε η
μαρτυρία ότι είναι δίκαιος(Εβρ. 11, 4), και ο Αβραάμ υπάκουσε στην κλήση
του Θεού και έφυγε από τη χώρα του για να ζήσει σαν ξένος στη γη της
επαγγελίας(Εβρ. 11, 8). Αυτή ανυψώνει, εκείνους που το θέλουν αληθινά,
στις μεγάλες ελπίδες των υψηλών δωρεών του Θεού, και από εκεί, στη γνώση
των όντων, και γεμίζει την καρδιά τους με ανεξάντλητους θησαυρούς του
Πνεύματος, ώστε να βγάζουν από εκεί καινούργια και παλαιά(Ματθ. 13, 52)
μυστήρια του Θεού και να δίνουν σ’ όσους έχουν ανάγκη. Εκείνος λοιπόν
που αξιώθηκε να έχει τέτοια πίστη, ανέβηκε με την αγάπη και έγινε
τέλειος στη γνώση του Θεού, και πέρασε στον τόπο αναπαύσεως που δίνει ο
Θεός, όπου αναπαύθηκε και αυτός απ΄ όλα τα έργα του, όπως από τα δικά
Του ο Θεός(Εβρ. 4, 10).
71. Αν τα παλιά χρόνια ο Θεός ορκίστηκε ότι
δε θ’ άφηνε να μπουν στη γη της αναπαύσεως όσοι απείθησαν, και πράγματι
για την απιστία τους δεν μπόρεσαν να μπουν , πώς είναι δυνατον μερικοί
με μόνη τη σωματική άσκηση, χωρίς πίστη, να μπορέσουν να φτάσουν στην
ανάπαυση της απάθειας και στην τελειότητα της γνώσεως; Γι’ αυτό και
βλέπομε πολλούς που δεν μπόρεσαν να φτάσουν και να αναπαυθούν απ΄ όλους
τους κόπους τους. Πρέπει λοιπόν ο καθένας να προσέχει μήπως έχει σκληρή
και άπιστη καρδιά(Εβρ. 3, 12), και γι’ αυτό, παρά τους πολλούς κόπους,
δεν πετυχαίνει την ανάπαυση και τελείωσή του. Γι’ αυτό και ταλαιπωρείται
πάντοτε στα έργα της πρακτικής και τρώει το ψωμί της οδύνης(Ψαλμ. 126,
2). Αφού λοιπόν τον αναμένει «σαββατισμός»(Εβρ. 4, 9) (ημέρα
αναπαύσεως), ας αγωνιστεί να φτάσει με την πίστη στην ανάπαυση της
απάθειας και στην τελειότητα της γνώσεως, για να μην πέσει στο παλιό
παράδειγμα της απείθειας και πάθει τα ίδια με τους τότε απειθείς(Εβρ. 4,
11).
72. Αφού έχομε αισθήσεις, λόγο και νόηση,
οφείλομε κι εμείς να προσφέρομε από τον εαυτό μας κάποιο φόρο στο Θεό.
Ως όντα με αισθήσεις, να αισθανόμαστε σωστά τα αισθητά πράγματα και μέσω
του κάλλους τους να ανατρέχομε στο Δημιουργό και να οδηγούμε σ’ Αυτόν
την ορθή γνώση μας γι’ αυτά. Ως λογικοί, να μιλάμε ορθά για τα θεία και
ανθρώπινα πράγματα. Και ως έχοντες νόηση, να νοούμε χωρίς σφάλμα για το
Θεό, για την αιώνια ζωή, για τη βασιλεία των ουρανών και για τα μυστήρια
του Πνεύματος που είναι κρυμμένα σ’ αυτήν. Και τούτο, για να
αποδεικνύεται ότι και η αίσθηση και ο λόγος και η νόηση είναι υγιή και
ανένοχα έναντι του Θεού. Αυτό είναι όντως αληθινό και θείο μετρο και
ιερή προσφορά στο Θεό.
73. Εισφορά της δεκάτης στο Θεό είναι
κυρίως το ψυχικό πάσχα, δηλαδή το ξεπέρασμα κάθε εμπαθούς έξεως και κάθε
άλογης αισθήσεως. Στο πάσχα αυτό θυσιάζεται ο Λόγος με τη θεωρία των
όντων, τρώγεται με τον άρτο της γνώσεως, και το τίμιο αίμα Του πίνεται
μέσα στο οινοδοχείο της απόρρητης σοφίας. Όποιος λοιπόν έφαγε και
γιόρτασε αυτό το πάσχα, θυσίασε στον εαυτό του τον αμνό που σηκώνει την
αμαρτία του κόσμου(Ιω. 1, 29), και δε θα πεθάνει πλέον, αλλά θα ζήσει
αιώνια(Ιω. 6, 58).
74. Εκείνος που σηκώθηκε από την πτώση στα
νεκρά έργα, αναστήθηκε μαζί με το Χριστό. Κι αν αναστήθηκε μαζί με το
Χριστό μέσω της γνώσεως, και ο Χριστός δεν πεθαίνει πλέον, τότε ούτε
αυτόν θα τον κυριεύσει ο θάνατος της άγνοιας. Γιατί όταν πέθανε τότε από
την αμαρτία, βγαίνοντας από την κατά φύση κίνηση, πέθανε μιά φορά, ενώ
αυτό που τώρα ζει, το ζει κοντά στο Θεό(Ρωμ. 6, 9-10) με την ελευθερία
του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τον ανέστησε από τα νεκρά έργα της
αμαρτίας. Ωστε δε ζει πλέον αυτός για τη σάρκα και τον κόσμο, γιατί
νεκρώθηκε για το σώμα του και τα πράγματα του κόσμου, αλλά ζει μέσα του ο
Χριστος(Γαλ. 2, 20), επειδή υποτάχθηκε πλέον στη χάρη του Αγίου
Πνεύματος και δεν είναι πια κάτω από το νόμο της σάρκας, αφού τα μέλη
του τα έδωσε στο Θεό και Πατέρα για να είναι όπλα της αρετής(Ρωμ. 6,
13).
75. Εκείνος που ελευθέρωσε τα μέλη του από
τη δουλεία των παθών και τα υποδούλωσε στην αρετη(Ρωμ. 6, 19), αυτός
πλησίασε τον αγιασμό του Αγίου Πνεύματος, αφού ανέβηκε πάνω από το νόμο
της σάρκας. Και δε θα τον κυριεύσει πλέον η αμαρτία, γιατί σχολάζει μέσα
στην ελευθερία και στο νόμο του Πνεύματος. Γιατί τα αποτελέσματα της
δουλείας στα πάθη δεν είναι όμοια με τα αποτελέσματα της δουλείας στην
αρετή. Εκείνα συνήθως καταλήγουν σε νοητό όλεθρο της ψυχής, ενώ αυτά σε
ζωή αιώνια, η οποία είναι κρυμμένη στον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας.
76. Όσο ο άνθρωπος ζει σαρκικά, ο νόμος της
σάρκας τον εξουσιάζει· όταν όμως πεθάνει και νεκρωθεί για τον κόσμο,
ελευθερώνεται από το νόμο αυτό(Ρωμ. 7, 1-2). Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να
νεκρωθούμε για τον κόσμο, παρά να νεκρώσομε τα μέλη του σώματος. Και τα
μέλη του σώματος νεκρώνονται, όταν γίνομε μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος.
Και τότε αναγνωριζόμαστε ότι είμαστε μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος, όταν
προσφέρομε στο Θεό καρπούς άξιους του Πνεύματος(Γαλ. 5, 22-23), δηλαδή
αγάπη στο Θεό από όλη την ψυχή μας και προς τον πλησίον από ειλικρινή
διάθεση, χαρά της καρδίας που προέρχεται από την καθαρή συνείδηση,
ειρήνη ψυχής από την απάθεια και την ταπείνωση, αγαθοσύνη των λογισμών
του νου, μακροθυμία στις θλίψεις και τους πειρασμούς, χρηστότητα από την
τακτοποίηση των ηθών, πίστη στο Θεό συνειδητή και χωρίς τον παραμικρό
δισταγμό, πραότητα από την ταπεινοφροσύνη και την κατάνυξη, και γενική
εγκράτεια των αισθήσεων. Όταν προσφέρομε τέτοιους καρπούς στο Θεό,
διατελούμε έξω από το νόμο της σάρκας. Και δεν υπάρχει νόμος να μας
τιμωρεί για τους καρπούς τους οποίους καρποφορήσαμε για το θάνατο, όταν
ακόμη ζούσαμε σαρκικά. Γιατί ελευθερωθήκαμε από το νόμο της σάρκας(Ρωμ.
7, 4-6), αφού αναστηθήκαμε από τα νεκρά έργα μαζί με το Χριστό, με την
ελευθερία του πνεύματος.
77. Εκείνοι που έλαβαν την απαρχή του
Πνεύματος μέσω της αναγεννήσεως του βαπτίσματος και τη φύλαξαν άσβηστη,
αυτοί, καθώς πιέζονται από το βάρος της σάρκας, στενάζουν από τα βάθη
της καρδίας τους, περιμένοντας την υιοθεσία με την πλήρωσή τους από τον
Παράκλητο, για να δουν την απολύτρωση του σώματός τους από την
υποδούλωση στη φθορά(Ρωμ. 8, 23). Γιατί το Πνεύμα βοηθεί την αδύνατη
φύση τους και μεσιτεύει για χάρη τους με αλάλητους στεναγμούς(Β΄ Κορ. 4,
10), επειδή το φρόνημά τους είναι κατά Θεόν και με ελπίδα περιμένουν να
δουν στο θνητό σώμα τους την αποκάλυψη των υιών του Θεού, η οποία είναι
η ζωοποιός νέκρωση του Ιησού. Ώστε κι αυτοί να γίνουν υιοί του Θεού, ως
οδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα και ελευθερωμένοι από την δουλεία της
σάρκας να φτάσουν στην ένδοξη ελευθερία των τέκνων του Θεού(Ρωμ. 8, 21)·
σ’ αυτούς, επειδή αγαπούν το Θεό, όλα συνεργούν στο καλό τους(Ρωμ. 8,
28).
78. Επειδή η θεία Γραφή εξηγείται
πνευματικά και οι θησαυροί της φανερώνονται από το Άγιο Πνεύμα σε
πνευματικούς ανθρώπους, γι’ αυτό ο ψυχικός άνθρωπος (που δεν έχει δηλαδή
το Πνεύμα), δεν μπορεί να δεχθεί τη φανέρωσή τους(Α΄ Κορ. 2, 13-14),
γιατί δεν καταδέχεται να νοήσει ή να ακούσει να λέγεται από άλλον, κάτι
έξω από τα πλαίσια των δικών του λογισμών. Δεν έχει μέσα του το Πνεύμα
του Θεού, το οποίο ερευνά τα βάθη του Θεού και γνωρίζει τα του Θεού,
αλλά έχει το πνεύμα του κόσμου(Α΄ Κορ. 2, 10-12) το υλικό, το γεμάτο
ζηλοτυπία και φθόνο, φιλονεικία και διχοστασία, και γι’ αυτό του
φαίνεται μωρία να ερευνά την έννοια και να ανιχνεύει το νόημα της
Γραφής. Επειδή δεν μπορεί δηλαδή να καταλάβει ότι όλη η θεία Γραφή
κατανοείται πνευματικά, περιγελά εκείνους που εξηγούν πνευματικά τα θεία
και ανθρώπινα πράγματα, και τους ονομάζει όχι πνευματικούς, ούτε
καθοδηγούμενους από το θείο πνεύμα, αλλά αλληγορικούς, και όσο μπορεί
διαστρέφει και ανατρέπει, όπως ο Δημάς εκείνος(Β΄ Τιμ. 4, 10), τους
λόγους και τα θεία νοήματά τους. Ο πνευματικός άνθρωπος όμως δεν είναι
έτσι, αλλά όλα τα εξετάζει κινούμενος από το θείο πνεύμα, ενώ ο ίδιος
δεν είναι καταληπτός από κανένα(Α΄ Κορ. 2, 15). Και τούτο γιατί έχει το
νου του Χριστού, στον οποίο κανείς δε θα μπορέσει να γίνει σύμβουλος(Α΄
Κορ. 2, 16).
79. Η τελευταία ημέρα της Κρίσεως θα
φανερωθεί με τρόπο πύρινο, και με φωτιά θα δοκιμαστούν, όπως λέει ο
Παύλος(Α΄ Κορ. 3, 13-15), τα έργα του καθενός. Αν δηλαδή κάποιου τα
έργα, με τα οποία οικοδόμησε τον εαυτό του, είναι από άφθαρτη ουσία, θα
μείνουν άφθαρτα μέσα στη φωτιά· κι όχι μόνο δε θα κατακαούν, αλλά και θα
λαμπρυνθούν, καθώς θα καθαριστούν ολότελα από καμιά τυχόν μικρή κηλίδα.
Αν όμως κάποιου τα έργα, με τα οποία φόρτωσε βαριά τον εαυτό του, είναι
από φθαρτή ύλη, θα καούν και θα καταστραφούν και θα τον αφήσουν με
άδεια χέρια μέσα στη φωτιά. Τα άφθαρτα έργα που παραμένουν είναι τα
δάκρυα της μετανοίας, η ελεημοσύνη, η συμπάθεια, η προσευχή, η
ταπείνωση, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη και ο,τιδήποτε άλλο πράττεται για
την ευσέβεια. Αυτά όλα, και όσο ζει ο άνθρωπος συνοικοδομούνται σε άγιο
ναό του Θεού, και όταν φύγει πηγαίνουν μαζί του και διαμένουν άφθαρτα
στους αιώνες. Τα έργα που τα καταστρέφει εκείνη η φωτιά είναι φανερά σε
όλους: φιληδονία, φιλοδοξία, φιλαργυρία, μίσος, φθόνος, κλοπή, μέθη,
κακολογία, κατάκριση και κάθε τί φαύλο που ενεργείται με το σώμα από
επιθυμία ή θυμό. Αυτά, και όσο ζει ο άνθρωπος φθείρονται μαζί του, καθώς
αυτός φλογίζεται από τη φωτιά της επιθυμίας, αλλά και όταν χωρίζεται
από το σώμα τον ακολουθούν, μα δε μένουν για πάντα μαζί του· αφού
κατακαούν, αφήνουν τον άνθρωπο που τα έπραττε, μέσα στη φωτιά να
κολάζεται αθάνατα στους αιώνες των αιώνων.
80. Η γνώση του Θεού σημαίνει ότι, αυτός
που οικοδομήθηκε σ’ αυτήν με την ταπεινοφροσύνη και την προσευχή, έχει
γνωριστεί από το Θεό κι έχει λάβει πλούσια από Αυτόν την αψευδή γνώση
των υπερφυσικών Του μυστηρίων. Αν όμως παρατηρείται σ’ αυτόν οίηση, τότε
δεν έχει οικοδομηθεί στη γνώση μ’ αυτές τις δύο αρετές, αλλά τον
κυβερνά το υλικό πνεύμα αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό κι ένας τέτοιος
άνθρωπος, νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, ενώ δε γνωρίζει τίποτε από τα θεία
πράγματα όπως πρέπει να γνωρίζει(Α΄ Κορ. 8, 2). Ενώ όποιος αγαπά το Θεό
και δεν προτιμά τίποτε άλλο από την αγάπη του Θεού και του πλησίον,
αυτός έμαθε τα βάθη του Θεού και τα μυστήρια της βασιλείας Του, όπως
πρέπει να τα γνωρίζει εκείνος που κινείται από το θείο πνεύμα, και έχει
γνωριστεί από το Θεό(Α΄ Κορ. 8, 3) ως αληθινός εργάτης του μεγάλου κήπου
της Εκκλησίας Του, που θα εργαστεί με αγάπη το θέλημα του Θεού. Δηλαδή
θα επιστρέφει ψυχές και θα μεταβάλλει αναξίους σε άξιους(Ιερ. 15, 19) με
το λόγο που του δόθηκε από το Άγιο πνεύμα. Και θα φυλάγει απρόσβλητο το
έργο του με την ταπεινοφροσύνη και την κατάνυξη.
81. Όλοι έχομε βαπτιστεί στο όνομα του
Χριστού με νερό και πνεύμα Άγιο και όλοι τρώμε την ίδια πνευματική τροφή
και πίνομε το ίδιο πνευματικό ποτό, κι αυτά είναι ο Χριστος· αλλά με
τους περισσότερους από μας δεν ευαρεστείται ο Θεός(Α΄ Κορ. 10, 3-5).
Γιατί πολλοί πιστοί και αγωνιστές ταλαιπώρησαν και έκαναν κάτισχνα τα
σώματά τους με μεγάλους κόπους ασκήσεως και σωματικής γυμνάσεως, αλλά
επειδή δεν είχαν κατάνυξη από συντετριμμένη και φιλάγαθη γνώμη, και
συμπάθεια από αγάπη προς τους πλησίον και τους εαυτούς των, αφέθηκαν
άδειοι από την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος κι έμειναν μακριά από τη
γνώση του Θεού, έχοντας στείρα τη μήτρα της διάνοιάς τους και λόγο
ανάλατο και αφώτιστο.
82. Εκείνο που ζητεί ο λόγος του Θεού από
τους Ναζιραίους, δεν είναι μόνο ν’ ανεβούν με την πράξη στο όρος Σινά,
ούτε να καθαριστούν πριν την ανάβαση και να πλύνουν τα ρούχα τους και να
μην πλησιάσουν γυναίκα(Εξ. 19, 14-15), αλλά και να δουν, όχι τα οπίσθια
του Θεού(Εξ.33,23), αλλά τον ίδιο το Θεό μέσα στη δόξα Του, να
ευαρεστείται σ’ αυτούς και να τους δίνει τις πλάκες της γνώσεως(Εξ. 31,
18) και να τους αποστέλλει για την πνευματική κατάρτιση του λαού Του.
83. Ο Λόγος δεν παίρνει μαζί Του όλους τους
υπηρέτες και τους μαθητές Του κατά τη φανέρωση των απόκρυφων και
ανωτέρων μυστηρίων Του, αλλά μόνο μερικούς, εκείνους στους οποίους
χορηγήθηκε δεκτική ακοή και ανοίχθηκαν μάτια οπτασίας και δόθηκε
ευκρινής καινούργια γλώσσα. Αυτούς λοιπόν τους παραλαμβάνει και τους
ξεχωρίζει από τους άλλους, που είναι επίσης μαθητές Του, και ανεβαίνει
στο Θαβώριο όρος της θεωρίας και μεταμορφώνεται μπροστά τους(Ματθ. 17,
2)· δεν τους μυσταγωγεί πλέον τα περί της βασιλείας των ουρανών, αλλά
τους δείχνει τη δόξα και τη λαμπρότητα της θεότητας. Και από αυτό τους
δίνει να λάμπουν κατά τον χαρακτήρα του βίου και του λόγου τους σαν τον
ήλιο μέσα στην Εκκλησία των πιστών. Τα νοήματά τους τα μεταβάλλει,
δίνοντάς τους λευκότητα και καθαρότητα υπέρλαμπρου φωτός. Και αποθέτει
το δικό Του νου μέσα τους, αποστέλλοντάς τους να διηγούνται καινούργια
και παλαιά(Ματθ. 13, 52) προς οικοδομή της Εκκλησίας Του.
84. Πολλοί καλλιέργησαν με μεγάλη επιμέλεια
τα χωράφια τους και έσπειραν καθαρό σπόρο σ’ αυτά, αφού προηγουμένως
έκοψαν τα αγκάθια και έκαψαν τα τριβόλια με τη φωτιά της μετάνοιας, αλλά
επειδή δεν έβρεξε πάνω σ’ αυτά ο Θεός βροχή Πνεύματος Αγίου με την
κατάνυξη, δε θέρισαν τίποτε απ΄ αυτά. Γιατί από την ξηρασία ξεράθηκαν
και δεν καρποφόρησαν μέσα τους άφθονο το στάχυ της γνώσεως του Θεού. Γι’
αυτό και πέθαναν, αν και όχι πεινασμένοι για λόγο Θεού, πάντως φτωχοί
από γνώση Θεού και μ’ άδεια χέρια, λίγα μόνο εφόδια παίρνοντας για τροφή
τους από εισφορά άλλων.
85. Καθένας που βγάζει από το στόμα του
ωφέλιμα λόγια για την οικοδομή του πλησίον, τα βγάζει από τους αγαθούς
θησαυρούς της καρδιάς του, όντας ο ίδιος αγαθός, όπως είπε ο
Κύριος(Λουκ. 6, 45). Κανείς δεν μπορεί να κινηθεί σε θεολογία και να πει
τα περί Θεού, παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 3).
και κανείς που μιλά με πνεύμα Θεού δε λέει πράγματα αντίθετα στην πίστη
στο Χριστό, αλλά όσα ωφελούν, όσα οδηγούν στο Θεό και στη βασιλεία Του
και αποκαθιστούν στην παλιά ένδοξη καταγωγή και ενώνουν με το Θεό
μερικούς από τους σωζόμενους. Αν τώρα η φανέρωση του Πνεύματος δωρίζεται
στον κάθε ένα προς το συμφέρον όλων(Α΄ Κορ. 12, 7), άρα εκείνος που
απέκτησε πλούσια το λόγο της σοφίας του Θεού και αξιώθηκε να λάβει το
λόγο της γνώσεως, ενεργείται από το θείο Πνεύμα και είναι θησαυροφυλάκιο
των ακένωτων θησαυρών του Θεού.
86. Όποιος πίστεψε στο Χριστό και
βαπτίστηκε στο όνομά Του, δεν αφήνεται άμοιρος της χάρης του Πνεύματος,
έκτος αν παραδόθηκε σε κάθε ενέργεια του διαβόλου και μόλυνε την πίστη
με τα έργα ή ζει με ραθυμία και αμέλεια. Γιατί εκείνος που φύλαξε
άσβηστη την απαρχή του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε κατά το άγιο
βάπτισμα, ή που την άναψε πάλι όταν έσβησε, δεν είναι δυνατό να μη λάβει
από τον ουρανό και την πληρότητα του Πνεύματος. αφού δηλαδή αγωνιστεί
καλά, αξιώνεται μέσω της πληρότητας του Πνεύματος να λάβει ή το λόγο της
σοφίας του Θεού για να διδάσκει στην Εκκλησία· ή το λόγο της γνώσεως
των μυστηρίων του Θεού, σύμφωνα με το αυτό Πνεύμα, για να γνωρίζει τα
μυστήρια της βασιλείας των ουρανών· ή, με το ίδιο πάλι Πνεύμα, τη
συνειδητή πίστη, για να πιστεύει τις επαγγελίες του Θεού όπως ο Αβραάμ· ή
το χάρισμα των ιαμάτων από το ίδιο πνεύμα, για να θεραπεύει τις
ασθένειες· ή το χάρισμα της ενέργειας δυνάμεων, για να βγάζει δαιμόνια
και να κάνει θαύματα· ή το χάρισμα της προφητείας, για να προβλέπει και
να προλέγει τα μελλοντα· ή το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων για
να διακρίνει ποιος ομιλεί με πνεύμα Θεού και ποιος όχι· ή το χάρισμα της
ερμηνείας διαφόρων γλωσσών(Α΄ Κορ. 12, 8-11), ή το χάρισμα της
συμπαραστάσεως σε όσους καταπονούνται· ή το χάρισμα διακυβερνήσεως των
ποιμνίων και του λαού του Θεού(Α΄ Κορ. 12, 28)· ή το χάρισμα της αγάπης
προς όλους και των δωρεών της αγάπης, δηλαδή της μακροθυμίας, της
χρηστότητας και όλων των λοιπών(Α΄ Κορ. 13, 4). Αν όμως κανείς είναι
άμοιρος όλων αυτών, δε γνωρίζω πώς να χαρακτηρίσω αυτόν τον άνθρωπο
πιστό, ή ότι ανήκει στον κατάλογο εκείνων που ντύθηκαν το Χριστό με το
άγιο βάπτισμα(Γαλ. 3, 27).
87. Εκείνος που έχει την αγάπη, δε φθονεί
από ζήλεια, δεν περιαυτολογεί σαν ένας επηρμένος και αυθάδης, δεν
αλαζονεύεται απέναντι σε κανένα, δεν ασχημονεί κάνοντας απρέπειες κατά
του πλησίον. Δε ζητεί μόνο το δικό του συμφέρον, αλλά και του πλησίον.
Δεν εξάπτεται εναντίον εκείνων που τον λυπούν, και αν πάθει κανένα κακό
από άλλον, δεν το λογαριάζει. Δεν χαίρεται όταν, αυτοί που αγαπά,
βρίσκονται στο άδικο, ενώ χαίρεται μαζί τους όταν βρίσκονται στην
αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Ανέχεται όλα τα λυπηρά που του έρχονται. τα
πιστεύει όλα, από απλότητα και ακακία. Ελπίζει ότι θα αποκτήσει όλα όσα
μας έχει υποσχεθεί ο Θεός. Υπομένει κάθε πειρασμό, χωρίς να ανταποδίδει
κακό στο κακό. Γενικά, ποτέ δε χάνει την αγάπη προς τον πλησίον ο
εργάτης της αγάπης(Α΄ Κορ. 13, 4-8).
88. Από όσους αξιώθηκαν να λάβουν την
ουράνια χάρη του Αγίου Πνεύματος με διάφορα χαρίσματα, άλλοι είναι
νήπιοι και ατελείς ακόμη στα θεία χαρίσματα, ενώ άλλοι είναι τέλειοι
άνδρες και τα έχουν στην πληρότητά τους. Οι πρώτοι, καθώς επεκτείνονται
στην εργασία των θείων εντολών, προοδεύουν στα χαρίσματα, και γεμίζοντας
από μεγαλύτερες δωρεές του Πνεύματος, καταργούν τα προηγούμενα
χαρίσματα της νηπιότητας. Οι άλλοι, έχοντας φτάσει στην κορυφή της
αγάπης και της γνώσεως του Θεού, αφήνουν πια τα επιμέρους χαρίσματα,
είτε προφητείες είναι, είτε διακρίσεις πνευμάτων, είτε χαρίσματα
συμπαραστάσεως, διακυβερνήσεως κλπ., κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 12, 28).
Γιατί εκείνος που μπήκε στα ανάκτορα της αγάπης δε γνωρίζει πλέον κατά
ένα μέρος το Θεό, ο οποίος είναι αγάπη, αλλά συνομιλώντας πρόσωπο με
πρόσωπο με Αυτόν, Τον γνωρίζει με πληρότητα, όπως και Αυτός τον έχει
γνωρίσει(Α΄ Κορ. 13, 12).
89. Εκείνος που από ζήλο των πνευματικών
χαρισμάτων επεδίωξε την αγάπη και την απέκτησε, δεν ανέχεται να μιλάει
κατά την προσευχή και την ανάγνωση μόνο για πνευματικό καταρτισμό του
εαυτού του· γιατί εκείνος που μιλάει μόνο στο Θεό με τη γλώσσα όταν
προσεύχεται και ψάλλει, τον εαυτό του οικοδομεί, όπως λέει ο Παύλος(Α΄
Κορ. 14, 40. Αυτός επιβάλλεται, κατά τον Παύλο πάλι, να «προφητεύει»,
για την οικοδομή της Εκκλησίας του Θεού. να διδάσκει δηλαδή στους
πλησίον του την εργασία των θείων εντολών και πώς πρέπει να σπεύδουν να
ευαρεστήσουν το Θεό. Σε τι θα μπορέσει να ωφελήσει μερικούς ο ηγούμενος
που μιλάει πάντοτε μόνο με τον εαυτό του και το Θεό με την προσευχή και
την ψαλμωδία, αν δε μιλήσει και στους υποτακτικούς του, ή με αποκάλυψη
από το Άγιο πνεύμα ή με γνώση των μυστηρίων του Θεού ή με το προορατικό
χάρισμα της προφητείας ή με διδαχή(Α΄ Κορ. 14, 6) του λόγου της σοφίας
του Θεού; Γιατί αν δεν τους δώσει ευκολονόητο λόγο διδασκαλίας, γραπτό ή
προφορικό, ποιος από τους υποτακτικούς του θα ετοιμαστεί για πόλεμο(Α΄
Κορ. 14, 8) εναντίον παθών και δαιμόνων; Πράγματι, αν ο ποιμένας δε ζητά
να έχει πλούσια το λόγο της διδασκαλίας και τη γνώση του Πνεύματος για
την οικοδομή του ποιμνίου του, δεν είναι ζηλωτής των χαρισμάτων του
Θεού(Α΄ Κορ. 14, 12). Γιατί με το να προσεύχεται μόνο και να ψάλλει πολύ
με τη γλώσσα, προσευχόμενος με το πνεύμα του, δηλαδή την ψυχή του,
οικοδομεί τον εαυτό του. Ο νους του όμως είναι άκαρπος(Α΄ Κορ. 14,
13-14), αφού δεν προφητεύει με το λόγο της διδασκαλίας και δεν οικοδομεί
την Εκκλησία του Θεού. Αν ο Παύλος, ο οποίος περισσότερο από κάθε
άνθρωπο ενωνόταν μέσω της προσευχής με το Θεό, ήθελε πέντε λόγια μονάχα
του έγκαρπου νου του να πει στην Εκκλησία για να κατηχήσει και τους
άλλους, παρά χιλιάδες λόγους ψαλμωδίας με τη γλώσσα(Α΄ Κορ. 14, 19), άρα
έχασαν το δρόμο της αγάπης όσοι είναι πνευματικοί οδηγοί άλλων και
περιόρισαν μόνο στην ψαλμωδία και την ανάγνωση το αξίωμα του ποιμένα.
90. Εκείνος που μας έδωσε την ύπαρξη από
ύλη και από νοερή ουσία και αυτά τα αντίθετα κατά τη φύση τα ένωσε κατά
τρόπο παράδοξο σε μία υπόσταση, Αυτός μας έδωσε και τη μακαριότητα με το
λόγο της σοφίας Του και της γνώσεως. Και αυτό το έκανε, από τη μία για
να δούμε με την πνευματική γνώση τους απόκρυφους θησαυρούς της βασιλείας
των ουρανών που μας χάρισε, κι από την άλλη, για να γνωστοποιήσομε
στους πλησίον μας με το λόγο της σοφίας τον πλούτο της αγαθότητάς
Του(Ρωμ. 2, 4) και τα αγαθά της αιώνιας ζωής, τα οποία ετοίμασε να
απολαύσουν εκείνοι που Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 9).
91. Εκείνος που ανέβηκε πάνω από τις
απειλές και τις υποσχέσεις των τριών νόμων, έφτασε στη ζωή που δεν
υπόκειται σε νόμο· έγινε αυτός νόμος της Εκκλησίας και δεν εξουσιάζεται
από νόμο. Η ελεύθερη ζωή είναι εκείνη που δεν υπόκειται σε νόμο, άρα
είναι πάνω από κάθε φυσική ανάγκη και παραστράτισμα. και εκείνος που
έφτασε σ’ αυτή τη ζωή, ελευθερώθηκε, επειδή ξεπέρασε τη σάρκα, κι έγινε
πυρ με τη μέθεξη του Πνεύματος, οπότε ενώθηκε και αυτός ολοκληρωτικά με
το Χριστό που είναι πάνω από κάθε φύση, και καταργήθηκε γι’ αυτόν το
μερικό και ατελές(Α΄ Κορ. 13, 10).
92. Εκείνος που έγινε δεκτικός της γνώσεως
του πρώτου νου, – ο οποίος είναι αρχή και τέλος όλων, αόριστος καθ’
εαυτόν και μέσα και έξω ως προς όλα τα άλλα—, αυτός γνωρίζει και μόνος
μονάζει, αλλά και ανάμεσα σε μόνους να μονάζει· ώστε μήτε μένοντας μόνος
υφίσταται ζημία στην τελειότητά του, μήτε όντας μαζί με πολλούς
υφίσταται ζημία της μονώσεως, αλλά είναι ο ίδιος παντού και σε όλα
μόνος, γιατί είναι για τους άλλους αρχή της κινήσεώς τους για να
μονάσουν, και τέλος τελειότατο της αρετής που βρίσκεται μπροστά τους.
93. Η ασύγχυτη ένωση και συνάφεια της ψυχής
και του σώματος, όταν συμφωνεί με τον εαυτό της, εκτελεί ένα έργο, είτε
της ύλης, είτε της πνευματικής φύσεως. Όταν όμως δε συμφωνεί, τότε
δημιουργεί εμφύλια μάχη, όπου το καθένα επιθυμεί τη νίκη. Έρχεται όμως ο
λόγος και ασκώντας το κύρος του, διαλύει αμέσως τη φιλονεικία, δίνοντας
τα πρωτεία στην ομόνοια, κι αναθέτει το σύνολο των έργων στη φύση και
στο πνεύμα.
94. Από τα τρία βασικά μέρη της ψυχής μας,
το ένα (το λογιστικό) άρχει, αλλά δεν άρχεται· το άλλο (το θυμικό) και
άρχει και άρχεται· το τρίτο (το επιθυμητικό) δεν άρχει, ενώ άρχεται.
Όταν λοιπόν αυτό που άρχει τεθεί κάτω από την αρχή ενός από αυτά που
άρχονται, τότε το εκ φύσεως ελεύθερο παρουσιάζεται δούλο στα εκ φύσεως
δούλα και βγαίνει από τα πλαίσια της αρχής και της φύσεώς του, οπότε
γίνεται μεγάλη στάση ανάμεσά τους. Και όσο υπάρχει τέτοια στάση σε αυτά,
δε βλέπομε ακόμη τα πάντα υποταγμένα στον Λόγο(Εβρ. 2, 8). Όταν όμως
εκείνο που άρχει, επικρατήσει πάνω στα άλλα και τα φέρει κάτω από την
αρχή και την εξουσία του, τότε τα χωρισμένα συνενώνονται και συμφωνούν,
οπότε έχουν ειρήνη με το Θεό. Και αφού υποταχθούν όλα στο Λόγο,
παραδίδεται από αυτόν η βασιλεία στο Θεό και Πατέρα(Α΄ Κορ. 15, 24).
95. Αφού οι πέντε αισθήσεις υποταχθούν στις
τέσσερις αρχές των γενικών αρετών και μείνουν ευπειθείς σ’ αυτές,
κάνουν την ανθρώπινη φύση που πλάσθηκε από τα τέσσερα στοιχεία να
κινείται ατάραχα γύρω από τον τροχό της ζωής. Και όταν αυτή κινείται
έτσι, δε στασιάζουν οι δυνάμεις της ψυχής μεταξύ τους· αλλά αφού το
παθητικό μέρος – θυμός και επιθυμία – ενωθεί με το λογιστικό,
αναλαμβάνει ο νους τη φυσική του εξουσία και κάνει άρμα του τις τέσσερις
αρχές και θρόνο του τη δούλη πεντάδα των αισθήσεων. Και αφού
κατατροπώσει την τύραννο σάρκα, αρπάζεται με το τέθριππο άρμα και
υψώνεται στους ουρανούς, όπου παραστέκεται στον Βασιλιά των αιώνων και
στεφανώνεται με το στεφάνι της νίκης, καταπαύοντας σ’ Αυτόν την όλη
πορεία του.
96. Σ’ εκείνους που γίνονται τέλειοι κατά
την διάρκεια της θεωρίας και στηρίζονται στους στύλους του Πνεύματος,
ετοιμάζεται κύπελο και προσφέρεται άρτος από τη βασιλική πανδαισία. Τους
δίνεται θρόνος ν’ αναπαυθούν και χρήματα να πλουτίσουν, και θησαυρός
από μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους είναι έτοιμος γι’ αυτούς, και
πλούτος αναρίθμητος τους παραδίνεται στα χέρια. Αυτούς, καθώς είναι
ταχύτατοι στα έργα, η πράξη τους κάνει διορατικούς και τους ετοιμάζει να
παραστέκονται όχι σε ανθρώπους νωθρούς, αλλά στον ίδιο τον Βασιλιά.
97. Ποιο από τα δύο συμβαίνει· η βασιλεία
των ουρανών δίνεται από εδώ στους αγωνιστές ή μετα το θάνατο; Αν λοιπόν
δίνεται από εδώ, τότε η νίκη είναι ακαταμάχητη, η χαρά ανέκφραστη, και η
άνοδός μας στον Παράδεισο, ελεύθερη. Γιατί ο Παράδεισος αυτός βρίσκεται
κατευθείαν στη θεία ανατολή(Γεν. 2, 8). Αν όμως δίνεται μετά το θάνατο,
πρέπει να εξετάσομε αν η έξοδος από τη ζωή γίνεται χωρίς φόβο, και τι
είναι βασιλεία ουρανών και βασιλεία Θεού και Παράδεισος, και τι διαφέρει
το ένα από το άλλο και ποιος είναι ο καιρός καθενός από αυτά και αν
αποκτούμε και τα τρία και πώς και πότε και ύστερα από πόσον καιρό. Γιατί
εκείνος που βρέθηκε μέσα στην πρώτη ενώ ακόμη ζει και φορά τη σάρκα,
δεν έχασε και τα άλλα.
98. Ο άνω κόσμος είναι ακόμη ελλιπής και
περιμένει την ολοκλήρωσή του, για να αποκατασταθεί στην πληρότητά του,
από τους πρωτότοκους του νέου Ισραήλ που βλέπουν το Θεό. Γιατί ο άνω
κόσμος ολοκληρώνεται καθώς γεμίζει από εκείνους που ανατρέχουν στη γνώση
του Θεού. Και όταν ολοκληρωθεί, ορίζοντας τα τέλη του κάτω κόσμου των
πιστών και των απίστων, θα αποτελέσει μία ενιαία συνάθροιση, δίνοντας
στον καθένα το βαθμό του και χωρίζοντας μεταξύ τους τις δύο αυτές
ασύμφωνες τάξεις. Ο άνω κόσμος οδηγεί προς τον εαυτό του τις αρχές και
τα τέλη των άλλων, και τα ορίζει σαν όριο απεριόριστο· ο ίδιος όμως από
άλλη αρχή ούτε οδηγείται, ούτε κατευθύνεται, ώστε να περιορίζεται.
Ιδίωμά του έχει την αεικινησία, ώστε μήτε συστέλλεται στον εαυτό του,
μήτε εκτείνεται πέρα από τα όριά του, αλλά είναι για τους άλλους
σαββατισμός και κατάπαυση κάθε αρχής και κινήσεως.
99. Οι ουράνιες δυνάμεις ως σύνολο, σαν
υμνωδοί που πρωτοστατούν στους ύμνους, συντάσσονται σε χορείες κατά
τριαδικό τρόπο, και παραστέκονται τριαδικά στην Αγία Τριάδα, όπου
προσφέρουν τον ύμνο λειτουργώντας με φόβο. Από αυτές, άλλες απλώνονται
κάτω από την αρχή και Αιτία των πάντων, όσες είναι πλησιέστερες σ’ Αυτήν
και επικεφαλής των ύμνων· αυτές είναι με την σειρά οι Θρόνοι, τα
Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Ιδίωμά τους είναι η πύρινη σοφία και η γνώση
των ουρανίων και κύριο έργο τους ο θεοπρεπής ύμνος του «Γέλ», κατά την
εβραϊκή γλώσσα. Άλλες είναι ενδιάμεσες, ανάμεσα στις προηγούμενες και
στις επόμενες, δηλαδή οι Εξουσίες, οι Κυριότητες και οι Δυνάμεις, που
στέκονται γύρω από το Θεό. Ιδίωμά τους είναι οι διευθετήσεις των μεγάλων
πραγμάτων, οι διενέργειες των θαυμάτων και οι επιτελέσεις θαυμαστών
σημείων· κύριο έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος, το «Άγιος, Άγιος,
Άγιος»(Ησ. 6, 3). Άλλες καταλήγουν σε μας τους ανθρώπους, όντας πάνω από
εμάς και κάτω από τις ανώτερες· στέκονται γύρω από το Θεό και λέγονται
Αρχές, Αρχάγγελοι και Άγγελοι. Ιδίωμά τους είναι να εκτελούν θείες
υπηρεσίες, και κύριο έργο τους ο ιερός ύμνος «Αλληλούια». Όταν λοιπόν η
λογική φύση των ανθρώπων τελειοποιείται με κάθε αρετή και ανυψώνεται με
κάθε γνώση και σοφία του Πνεύματος και της θεϊκής φωτιάς, τότε γίνεται
οικεία μέσω των θείων χαρισμάτων με τις Δυνάμεις αυτές, καθώς έλκει προς
τον εαυτό της το ιδίωμα καθεμιάς λόγω καθαρότητας. Με τις τελευταίες
γίνεται οικεία με τη διακονία και την εργασία των εντολών του Θεού· με
τις μεσαίες, με τη συμπάθεια και την προστασία των συνανθρώπων, κι ακόμη
με την οικονομία των μεγάλων και θείων πραγμάτων και με τις ενέργειες
του Πνεύματος· με τις πρώτες συγκοινωνεί με την πύρινη σοφία του λόγου
και με τη γνώση των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. Καθώς τελειοποιείται
έτσι η ανθρώπινη φύση και δέχεται διαδοχικά τις δωρεές, ενώνεται μέσω
αυτών με τη δεκάδα-Θεό*, επειδή πρόσφερε σ’ Αυτόν την απαρχή δέκατης τάξεως από τον εαυτό της.
100. Ο Θεός είναι Μονάδα και Τριάδα·
αρχίζει από μονάδα και, καθώς είναι δεκάδα, καταλήγει κυκλικά στον εαυτό
Του. Ο Θεός έχει μέσα Του τις αρχές και τα τέλη των πάντων. Είναι όμως
έξω από τα πάντα, γιατί είναι επάνω απ΄ όλα. Όποιος βρέθηκε μέσα σ’
Αυτόν, χώρεσε μέσα του τους λόγους και τη γνώση των όντων και ενώ
στέκεται έξω απ΄ όλα, παραμένει μέσα σε όλα, γνωρίζοντας τις αρχές και
τα τέλη τους, γιατί απέκτησε νοερή συνάφεια με τον Πατέρα μέσω του Λόγου
και έγινε τέλειος από το πνεύμα. Σ’ αυτήν την παντέλεια και αδιαίρετη
και ομοούσια Τριάδα που προσκυνείται στα πρόσωπα του Πατέρα, του Υιού
και του Αγίου Πνεύματος και δοξάζεται ως μία φύση και βασιλεία και
δύναμη θεότητας, σ’ αυτήν ανήκει η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
* Ο αριθμός δέκα θεωρήθηκε σύμβολο του Θεού από την αρχαιότητα. Οι
Πυθαγόρειοι τον ονόμαζαν “τετρακτύ” γιατί είναι ίσος με το άθροισμα των
τεσσάρων πρώτων αριθμών, και τον θεωρούσαν μέγιστο και τέλειο, ρίζα και
πηγή κάθε δημιουργίας. Το συμβολισμό αυτό χρησιμοποιούν και Χριστιανοί
συγγραφείς (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Ωριγένης κ.ά.).
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 110-141.