Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Πειρασμοί και θλίψεις. (Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτη)

Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης
« Η χαρά παρηγορεί, αλλά δεν μας φέρνει κοντά στον Θεό. Σε ξεγελά και ξεχνάς την φιλοπονία, την άρση του σταυρού.
Εγώ πολλές φορές βλάφτηκα από την πολλή χαρά. Οι θλίψεις, οι πειρασμοί, οι στενοχώριες σε καθαρίζουν και αισθάνεσαι κοντά σου τον Θεό. Ο σταυρός σε κάνει ταπεινό και αυτός φέρνει την ανάσταση. Δεν βλέπεις τι λέει; “Ιδού γαρ ήλθε δια του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω”.
            Η ζωή μας εδώ είναι ένα συνεχές μαρτύριο. “Στενή και τεθλιμμένη οδός”, η μόνη που οδηγεί στον ουρανό. “Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού”(Πραξ. 4,22). Γεύθηκα, αδελφοί μου, και δεν περιαυτολογώ και την γλυκύτητα του παραδείσου, αλλά και την πικρία του άδου. Ανέβηκα στα ύψη του ουρανού, αλλά κατόπιν κατέβηκα στα κατώτερα βάραθρα και τάρταρα της κολάσεως».
            Ο συνειδητός μοναχός θα δοκιμάσει τον σταυρό και την ανάσταση σταδιακά. Άλλοτε θα προηγούνται τα θλιβερά και θα ακολουθούν τα ευχάριστα και αντίστροφα. Σε όσους η Χάρις αποδέχεται στο στάδιο της αθλήσεως τους θα συμβαίνουν αυτά, αλλά περισσότερο θα δοκιμάζουν τον σταυρό. Δίκαια μαθαίνομε ότι «ει συναποθάνομεν άρα και συζήσωμεν» (Β΄Τιμ.2,11).
            Υπάρχουν και βαθύτερα νοήματα στις κρίσεις του Θεού, που με πανσοφία ο Δημιουργός ρυθμίζει τα μυστήρια της προνοίας Του. Στους Αποστόλους βλέπομε ότι  δόθηκε δωρεάν η Χάρις στην αρχή, γιατί ήταν τα θεμέλια της νέας αποκαλύψεως, της δημιουργίας της Εκκλησίας. Μετά σήκωσαν οι Απόστολοι τον σταυρό με τους πολλούς διωγμούς, τις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια που υπέστησαν από τα άπιστα έθνη και που τα καλούσαν στην ευσέβεια.
            Στον Γέροντα μας Ιωσήφ προηγήθηκε η Χάρις δωρεάν και μετά η άρση του σταυρού, η περιεκτική φιλοπονία, με την οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί η ομολογία του ως πιστού και όχι μισθωτού.
            Αυτή είναι η γενικότερη μορφή της φιλοπονίας. Υπάρχει και η μερική, η οποία αφορά κάθε αγωνιζόμενο που θέλει να λάβει μέρος στο μυστήριο της πίστεως και των θείων επαγγελιών. Στον χώρο της μετανοίας, που ο κάθε πιστός στρατεύεται ανάλογα με την πίστη του, τον ζήλο του, ακόμα και τον χαρακτήρα του, θα δοκιμάσει αυτές τις εναλλαγές της θλίψεως και της παρηγορίας.
            Αυτές οι μεταβολές βρίσκονται στις νόμιμες αλλοιώσεις της κατά Θεόν ζωής, και δεν είναι ψυχολογικές αστάθειες και μεταπτώσεις της ακατάστατης ζωής. Είναι δε επωφελέστατες, γιατί δυναμώνουν το πνευματικό ήθος του αγωνιστού και τον βεβαιώνουν ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Τότε λέει με θάρρος «ταύτα πάντα ήλθον εφ’ ημάς και ουκ επελαθόμεθα σου…ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» ( Ψαλ. 43, 18-23). Κάποτε μας αφηγήθηκε, ότι υπέφερε δύο φορές από κάποιο σκληρό πειρασμό, που τον εμπόδιζε να λειτουργήσει. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις του δεν εισακούστηκε από τον Θεό. Τότε στράφηκε προς τον φύλακα άγγελο και με παράπονο του είπε: « Δεν απεστάλης συ πρός φυλακή και βοήθεια μου; Γιατί δεν με βοηθείς σε αυτή την δοκιμασία;». Πράγματι, αμέσως έφυγε ο πειρασμός και λειτούργησε. Το πνεύμα της απογνώσεως είναι το πιο σκληρό μαρτύριο. Εύχομαι στους πνευματικούς αυτούς αθλητές να μην τους εκλείψει η καρτερία και η επιμονή. « Μακάριος άνθρωπος ον αν παιδεύσης Κύριε και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν» ( Ψαλ. 93,12).
            Συνιστούσε πολύ την υπομονή ως απαραίτητο μέσο σωτηρίας στις θλίψεις ο μακάριος Γέροντας. Μας διηγόταν για την αυστηρότητα και φιλοπονία του Γέροντος μας Ιωσήφ, που ήταν σχεδόν κλεισμένος στον τάφο. Αναφερόταν και σε κάποιον άλλο Γέροντα Γαβριήλ που είχε πόθο να κοινωνεί κάθε ημέρα. Αυτός ο Γέροντας έκανε άκρα νηστεία και αυτό του προκαλούσε φυσιολογικά δυσκολία. Κάποτε τόσος ήταν ο πόνος και η αγωνία του «υπέρ φύσιν» και κοίταζε ψηλά στον ουρανό. Ξαφνικά κάτι τον παρηγόρησε και άρχισε να φωνάζει: «Λουλούδια, λουλούδια, αρώματα» και λέγοντας αυτά παρέδωσε την μακαρία ψυχή του στα πραγματικά λουλούδια της αιωνιότητος.
Σωματική ασθένεια και θεραπεία.
            «Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού» ( Β΄Κορ. 12, 9).
            Από μικρός ο Γέροντας ήταν αλλεργικός. Μας έδειχνε το ένα πόδι, που φαινόταν πάντοτε ερεθισμένο. Όταν η κόπωση αυξανόταν, τότε αυτό ερεθιζόταν περισσότερο και μετέδιδε τα συμπτώματα και στο υπόλοιπο σώμα.
            Όταν και σε μας συνέβαιναν θλίψεις, είτε από κάποια ασθένεια ή άλλη αιτία και προκαλούσαν φόβο ή αποθάρρυνση, μας παρηγορούσε με ένα δικό του περιστατικό που μας δυνάμωνε το ηθικό, αλλά μεγάλωνε και την προθυμία μας.
            «Κάποτε, μας έλεγε, αυτή η αλλεργική ασθένειά μου δυνάμωσε απότομα. Από τους σωματικούς κόπους, γιατί υπηρετούσα δύο Γέροντες, γέμισε το σώμα μου χονδρά σπυριά με ερεθιστική φαγούρα. Τα μάτια μου ακόμα ερεθίστηκαν, και σχεδόν όλο μου το πρόσωπο παραμορφώθηκε.
            Πήγα σιγά-σιγά στο εκκλησάκι μας και με παράπονο άρχισα να κλαίω μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. “Παναγία μου, Της έλεγα, τώρα θα σου θυμίσω τα λόγια Σου, όταν μας παρηγορούσες, ότι θα είσαι και θα μείνεις πάντοτε η κηδεμόνας, η τροφός και γιατρός μας. Που θα καταφύγω τώρα εγώ ο ταπεινός, όπως είμαι για να βρώ παρηγοριά”.
Αμέσως αισθάνθηκα στην ψυχή μου μία ειρήνη, μία ανακούφιση και όλο μου το σώμα το αισθανόμουν ελαφρό και ευκίνητο. Άρχισα να κινούμαι και να περπατώ με ευκολία! Αυτό ήταν όλο. Απόκτησα την υγεία και την όρεξή μου να συνεχίσω την διακονία μου στους Γέροντές μου».
            Πόση δύναμη περνάμε, όταν μας διηγόταν τόσο ζωντανά την παρουσία της Χάριτος, εάν την επικαλεσθεί κάποιος με πίστη! Ο Γέροντας Εφραίμ είχε υπερβολική αγάπη στην Παναγία. «Τι να κάνω, έλεγε, πολλές φορές όταν λειτουργώ δεν μπορώ να προφέρω το όνομά Της. Όταν Την επικαλούμαι, αισθάνομαι μέσα μου μία πυράκτωση της καρδίας μου».
            «Είχε έρθει μία φορά στην καλύβη μας ένας καλός ψάλτης από τους Δανιηλαίους. Μας πέτυχε στην Λειτουργία. Ορίστε π. Δανιήλ να ψάλλετε το “Άξιον εστί”. Και το έψαλλε. Εκείνη την ώρα ξέρετε τι είπα; Εσύ π. Δανιήλ ψέλνεις και υμνολογείς τον Θεό, δοξάζεις τον Θεό με την καλλιφωνία και την ψαλτική. Εγώ δεν έχω τίποτε άλλο να προσφέρω στον Θεό παρά τον πόνο που αισθάνομαι στο ποδάρι μου. Αν θα με ελεήσει ο Θεός, εξαιτίας του πόνου θα με ελεήσει.
-Γέροντα, τι πειρασμούς περάσατε;
«Θα σας πω το απόρρητο της ζωής μου. Το έκζεμα, αυτή την πληγή που έχω στο πόδι, την έχω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα. Τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία επιδεινώθηκε. Καθήμενος στο κρεβάτι του πόνου, έτσι το λέω εγώ, έχω το πόδι ψηλά και λίγο ανακουφίζομαι. Καθήμενος εδώ δημιουργήθηκε κύστη κόκκυγος. Όταν το σκέπτεσαι αυτό είναι το πλέον φρικωδέστερο. Προκαλεί πολύ πόνο. Σε όποια στάση και αν καθήσεις πονάς. Σε πονά ο γλουτός. Σε προειδοποιεί ότι θα ανοίξει πληγή. Υπομονή, υπομονή. Έως ότου μία φορά δεν άντεξα και έπεσα σε απόγνωση. Μόνο που να σκέφτεσαι την λέξη απόγνωση είναι φρίκη. Είναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης. Κράτησε έξι έως εφτά λεπτά. Μέσα στον πόνο, μέσα στην απελπισία που βρισκόμουν, δεν έλεγα τίποτε στην συνοδία μου. Μία φωνή άκουσα ως αύρα λεπτή. “Έτσι σε θέλει ο Θεός”. Με αυτό πήρα μία βαθιά αναπνοή. “Ε! νάναι ευλογημένο, αφού έτσι με θέλει Ο Θεός. Αλλά δος μου υπομονή, γιατί δεν αντέχω”. Τι να κάνω; Να βγω έξω να κάνω εγχείριση; Ολοι σου λένε εγχείριση να κάνεις. Πως θα βγω όμως;
Σηκώνομαι απελπισμένος και πηγαίνω στο καντηλάκι της Παναγίας. Και το καντηλάκι της Παναγίας, θαυματουργό είναι. Παίρνω λίγο βαμβάκι και αλείφω το μέρος, που είναι η κύστη κόκκυγος, και δεξιά και αριστερά τους γλουτούς. Αυτό το έκανα τρεις ημέρες. Την τρίτη ημέρα άφαντος ο πόνος. Θαυματούργησε η Παναγία. Εφαρμόστηκε η συχνή πατερική ρήση, “υπομονή στις θλίψεις” .
Η σκέπη της Παναγίας πάντα υπάρχει, αλλά δεν την βλεπομε. Τότε την βλέπομε, όταν πρόκειται να πέσομε μέσα στο χάος, στην άβυσσο. Τότε μας απαλλάσσει από την καταβόθρα. Και όχι μόνο αυτό. Το κυριότερο να πούμε. Όταν έφυγαν οι πόνοι, μία χαρά κυκλοφόρησε μέσα μου ως μία πληροφορία, ότι ο Θεός την πολλή Του, την άμετρη αγάπη, την φανέρωσε με το να μου δώσει την πληγή κάτω στο ποδάρι. Και δεν χόρταινα να δοξάζω, να υμνολογώ, να ευγνωμονώ τον Θεό, που μου έδωσε την πληγή.
Γι’ αυτό, καλές είναι οι θλίψεις, καλά τα βάσανα, καλές οι στενοχώριες. Ξέρει ο Θεός, γιατί τις δίνει. Περισσότερο πλησιάζομε τον Θεό με τις θλίψεις. “Εν θλίψει επλάτυνάς με” (Ψαλ.4,2) και κατά το πατερικό “ο φεύγων πειρασμόν επωφελή, φεύγει ζωήν αιώνιον”.
            Γι’ αυτό ο άνθρωπος να μην απελπίζεται. Να μην έρχεται σε απόγνωση με μία αποτυχία. Η αποτυχία μετατρέπεται σε επιτυχία, διότι έτσι γνωρίζεις ποιο είναι το θέλημα του Θεού. Το θέλημα του Θεού, δεν είναι πάντοτε γλυκό. Είναι και πικρό! “Το ποτήριον ο δέδωκε μοι ο πατήρ, ου μή πίω αυτό;” (Ιω.18,11). Διαμέσου του σταυρού ήλθε η ανάσταση. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επαινεί τον Ιώβ, όχι για την προηγούμενη ζωή του, που ήταν ελεήμων, οικτίρμων, φιλόξενος, της προσευχής, αλλά για την υπομονή, που έκανε στην ασθένεια που του παραχώρησε ο Θεός. “Την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε” (Ιακ. 5,11). Με αμεριμνία και με άνεση, δεν πάμε στον ουρανό. Θα δώσουμε αίμα για να πάρουμε πνεύμα.
            Θυμάμαι όταν πήγα στα Ιεροσόλυμα με πλησίασε μία γερόντισσα και ήθελε να μου πει ένα όραμα, που είδε. Είδα Γέροντα τους τρείς Πατριάρχες, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ μέσα στον παράδεισο. Τους είπα, θέλω να έρθω και εγώ εκεί. Έλα, μου λένε. Από πού; Από τον δρόμο. Ποιό δρόμο; Μου έδειξαν ένα μονοπάτι δεκαπέντε πόντους. Μα αν έρθω από αυτό θα σχίσω τα ρούχα μου. Α!, γερόντισσα, από αυτό ήρθαμε και εμείς.
            Με γλυκίσματα, δεν πάμε στον παράδεισο. Έχει κάτι φαρμάκια! Με αυτά όμως καθαρίζεται η ψυχή».

Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (19/10/1829 – 20/12/1908)


Ο Ιβάν Ίλιτς Σέρκιεφ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1829 στη Σούρα, μικρό χωριό στην επαρχία του Αρχαγγέλου, στο Ρωσικό Άπω Βορρά, από γονείς φτωχούς. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος και του εμφύσησε την αγάπη για την Εκκλησία, τις Ακολουθίες και την προσευχή˙ τον δίδαξε επίσης να μη ζητά καταφύγιο και παρηγοριά για τις δοκιμασίες του παρά μόνον στον Θεό. Στο σχολείο, ο μικρός Ιβάν δυσκολευόταν πολύ να μάθει γράμματα˙ ο Θεός όμως άκουσε τις παρακλήσεις του και εν μια νυκτή τον απάλλαξε από την νωθρότητα του πνεύματος˙ ο Ιωάννης έγινε τόσο λαμπρός μαθητής ώστε κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. Ως σπουδαστής, ενδιαφερόταν για όλες τις επιστήμες, μελετούσε πολύ, αλλά αναζητούσε πάνω απ’ όλα την προσευχή και την δοξολογία του Κυρίου σε μοναχικούς περιπάτους στη φύση.
Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Ιωάννης αναγκάστηκε παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται ως γραμματέας, ώστε να συμβάλλει στις ανάγκες της οικογένειάς του. Δοκιμάστηκε σκληρά από κάθε λογής δεινά και από τον πειρασμό της αποθάρρυνσης και αγωνιζόταν διαρκώς προσερχόμενος, ζητώντας από τον Θεό την χάρη της πίστέως και της χαράς. Η θλίψη, έλεγε, είναι αποστασία και θάνατος της καρδιάς. Ο Ιωάννης θεωρούσε κάθε γεγονός της ζωής του ως σημείο εκ Θεού και γι’ αυτό, μετά από αποκαλυπτικό ενύπνιο δέχθηκε να νυμφευθεί την θυγατέρα του πρωθιερέα του Καθεδρικού Ναού της Κροστάνδης, εγκαταλείποντας τα όνειρα για ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρυνή Κίνα, για να γίνει ιεραπόστολος στην ίδια του την πατρίδα, στο ναύσταθμο αυτό, κοντά στην πρωτεύουσα που συγκέντρωνε όλη την αθλιότητα, την κοινωνική αδικία και την ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Την ήμερα του γάμου του, είπε στην γυναίκα του: “Λίζα, ευτυχισμένες οικογένειες υπάρχουν πολλές. Ας θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Θεού”. Και μέχρι τέλους της ζωής τους, φύλαξαν τέλεια παρθενία, αποκαλώντας “αδελφό” η “αδελφή” ο ένας τον άλλο. Χειροτονήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1855 και ο π. Ιωάννης θεμελίωσε την ιερατική του διακονία στην ενδελεχή μελέτη των Ιερών Γραφών, και κυρίως στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Η Θεία Λειτουργία είναι αληθώς η ουράνια τελετή επί γης, κατά την διάρκεια της οποίας, ο Ίδιος ο Θεός, με τρόπο ιδιαίτερο, άμεσο και εγγύτατο, παρουσιάζεται και σκηνώνει εν μέσω των ανθρώπων, όντας ο Ίδιος εκείνος ο αόρατος Ιερουργός ο προσφέρων και προσφερόμενος. Δέν υπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειώδες, πλέον ιερό, πλέον υψηλό, πλέον ζωοποιό από την Θεία Λειτουργία”, γράφει στο ημερολόγιό του ”η εν Χριστώ ζωή μου”.
Για τον Ιωάννη, όλες οι ενέργειες του πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης της ποιμαντικής στοργής για το ποίμνιο, αποτελούν προέκταση του μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας, της Ιερατείας του Χριστού που ενεργεί την σωτηρία και τον καθαγιασμό των ανθρώπων στην Εκκλησία. Ο ιερέας είναι ζώσα εικόνα Χριστού, και γι’ αυτό, ήδη από την αρχή της ιερωσύνης του, ο π. Ιωάννης αφοσιώθηκε στο να φέρνει την φωτεινή και ζωοποιό παρουσία του φιλάνθρωπου Χριστού στις πιο εξαθλιωμένες και κακόφημες συνοικίες. Πήγαινε στα σπίτια, έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και με τα λεγόμενα του που σφραγίζονταν από ασυνήθιστη πραότητα και στοργή, βοηθούσε τους γονείς να μεταστραφούν.
Φρόντιζε τους αρρώστους μεταμορφώνοντας την “κλίνη του πόνου σε κλίνη ευτυχίας με την παραμυθία της πίστεως”, έδινε ελεημοσύνη ο,τι είχε και δεν είχε, και συχνά επέστρεφε στην οικία του δίχως υποδήματα η πανωφόρι. Πήγαινε παντού, όχι για να κρίνει, αλλά για να προσευχηθεί και να μεταφέρει την παρουσία του Χριστού. Με το πνεύμα διαρκώς προσηλωμένο στον Θεό, διέσχιζε το πλήθος που πάντα συγκεντρωνόταν στο διάβα του και όπως ο ήλιος διαχέει το φως, ο π. Ιωάννης διέχεε γύρω του την ευωδία Χριστού και την φιλευσπλαγχνία, ευλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι ο,τι δεχόταν στο δεξί. Η διαγωγή του σύντομα τον έκανε στόχο κατηγοριών και συκοφαντιών από όλες τις πλευρές.
Κατηγορήθηκε ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε παρ’ όλα αυτά το έργο του, χαρούμενος που ταλαιπωρούνταν έτσι για την αγάπη του Χριστού. Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρις στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές, να ιδρύσει τον “Οίκο Εργασίας”, τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότημα που αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, όπου χιλιάδες κάτοικοι της πόλης λάμβαναν όχι μόνον υλική βοήθεια, αλλά ξαναέβρισκαν την αξιοπρέπειά τους μέσω της εκπαίδευσης και της συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Επί τριάντα δύο χρόνια, παράλληλα με το ποιμαντικό έργο του, δίδασκε και στο σχολείο. Αντί της συσσώρευσης των γνώσεων, προέκρινε την εκπαίδευση της καρδιάς και προετοίμαζε τους μαθητές να δεχθούν την χάρη του Θεού, εμφυσώντας τους την αίσθηση της ωραιότητος του σύμπαντος και τον σεβασμό προς τον άνθρωπο ως εικόνας Θεού.
Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του π. Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του και απλωνόταν πέρα από τα όρια της πόλεως Κροστάνδης. «Ο ιερέας πρέπει να συμπονά όλον τον κόσμο˙ πρέπει να καθίσταται τα πάντα τοις πάσι», έλεγε. Και ο Κύριος έδωσε στην προσευχή του εξαιρετική δύναμη για την θεραπεία του σώματος, για την παραμυθία, και την μεταστροφή των ψυχών, δείχνοντάς του με αυτόν τον τρόπο ποια ήταν η αποστολή του: να καταστεί ζωντανός στύλος προσευχής και δεήσεων για όλον τον κόσμο, να γίνει ο “ποιμήν πάσης Ρωσίας”. Αργότερα στην ζωή του έγινε, μια αλλαγή στην κοινωνία του με τους ανθρώπους˙ δεν ήταν τόσο εκείνος που έσπευδε να πάει να συναντήσει τους δεινοπαθούντες, όσο ο φιλόχριστος ρωσικός λαός που προσέτρεχε σ’ εκείνον. Κατά χιλιάδες έφθαναν κάθε μέρα στην Κροστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητήσουν να προσευχηθεί για εκείνους η απλώς για να τον δουν. Το ταχυδρομείο αναγκάστηκε να ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των γραμμάτων, τηλεγραφημάτων, και εμβάσματος που έφθαναν καθημερινά για τον π. Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά, ο Άγιος πρόσφερε συσσίτιο σε περισσότερους από χίλιους απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.
Ξυπνούσε στις 3 το πρωΐ και πήγαινε, στην εκκλησία, που ήταν ήδη γεμάτη κόσμο για τον όρθρο. Την ώρα της προσκομιδής έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια, μαζί με ατελείωτους καταλόγους ονομάτων. Ο π. Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και ανέπεμπε διάπυρο προσευχή προς τον Κύριο ωσάν να μεσίτευε για κάθε έναν χωριστά. Δέος σε καταλάμβανε όταν τον έβλεπες να τελεί την Θεία Λειτουργία˙ στεκόταν ενώπιον της Αγίας Τραπέζης ωσάν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνους της δόξης του Θεού, πρόφερε τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους, και όταν μετελάμβανε το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. “Πεθαίνω όταν δεν τελώ την Θεία Λειτουργία”, έλεγε.
Στα φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, διότι την εποχή εκείνη πολλοί, αρκούνταν να κοινωνούν μια φορά τον χρόνο. Καθώς ήταν αδύνατο να εξαγορεύσει την εξομολόγηση του καθενός χωριστά, οι πιστοί ξανάβρισκαν αυθόρμητα την αρχαία συνήθεια της δημόσιας εξομολόγησης. Μετανοούντες και θρηνούντες, εξομολογούνταν όλα τους τα αμαρτήματα ενώπιον των αδελφών, πριν πάνε να αντλήσουν νέα ζωή από την Πηγή της Χαράς. Τόσο με τα λόγια του όσο και με την διαγωγή του. ο π. Ιωάννης είχε λάβει το χάρισμα να μπορεί να μεταδίδει την αίσθησή του για την παρουσία του Χριστού:
“Ο Χριστός είναι η αναπνοή μου, πιο πολύ και από τον αέρα, κάθε στιγμή της ζωής μου. Είναι το φως μου πάνω από κάθε άλλο φως, η τροφή και η πόσις μου, η ένδυσή μου, η ευωδία μου, η πραότης, ο πατέρας και η μητέρα μου, τόπος πιο στέρεος από την γη, που τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει και με βαστάξει”. Μετά την λειτουργία που τελείωνε κατά το μεσημέρι, περνούσε την υπόλοιπη μέρα του δεχόμενος αιτήματα για προσευχές, επισκεπτόμενος τα ιδρύματά του, εμπνέοντος πίστη, ελπίδα και χαρά στους απελπισμένους, και γυρνούσε στην οικία του πολύ αργά το βράδυ. Παρά το πλήθος των δραστηριοτήτων του, το πνεύμα του δεν περιεσπάτο ποτέ από την προσευχή, διότι έχοντας γίνει κατά χάριν θεός, όλα τα λόγια και τα έργα του ήσαν προσευχές πλήρεις θείας ενεργείας.
Προς τα τέλη του βίου του δοκιμάστηκε σκληρά από αρρώστεια την οποία υπέμεινε με πραότητα, υπομονή και ευχαριστία. Προείπε την ημέρα της εκδημίας του και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Λεκεμβρίου 1908, περιβεβλημένος την τιμή και την ευλάβεια όλου του ρωσικού λαού, από τους πιο ταπεινούς μέχρι την αυτοκρατορική οικογένεια. Σταλείς από τον Θεό ως προφήτης, ο π. Ιωάννης της Κροστάνδης κατέστη αφετηρία της πνευματικής αφύπνισης του ρωσικού λαού στις παραμονές της επανάστασης και κατέδειξε τι πρέπει να είναι ο ορθόδοξος ιερέας: έφορος και οικονόμος της θείας φιλευσπλαγχνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Δεκέμβριος, Εκδόσεις Ίνδικτος
Αναδημοσίευση από: Ουράνιοι Άνθρωποι, Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Νεκταρίου Τρικόρφου Φωκίδος, Τεύχος 4ο, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004

Η σημασία του ''κατ`εικόνα και καθ`ομοίωσιν''

Αν θέλεις, ας προσθέσουμε σ`αυτόν τον μικρό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα και με λίγα λόγια για τη σημασία του ''κατ`εικόνα και καθ`ομοίωσιν'', με το οποίο πλάστηκε το τιμιότερο απ`όλα τα κτίσματα του Θεού, ο άνθρωπος. Και πράγματι , το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος , είναι το μόνο από όλα τα κτίσματα που φέρει το ''κατ`εικόνα και καθ`ομοίωσιν'' Θεού (Γεν.α΄26) γνώρισμα. Κάθε άνθρωπος λέγεται ''κατ`εικόνα'' ( εικόνα του Θεού ), διότι φέρει το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο. Και ακόμη το αξίωμα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί. ''Καθ`ομοίωσιν'' λέγεται ο άνθρωπος, διότι με την άσκηση της αρετής και τις θεώνυμες και θεομίμητες πράξεις του ομοιάζει προς τον αγαθό Θεό. Δηλαδή, με το να συμπεριφέρεται φιλανθρώπως προς τους συνανθρώπους του, να οικτείρει, να ελεεί και να αγαπά τους ''συνδούλους'' του με κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια. Διότι, όπως λέγει ο Χριστός, ο Θεός μας ο αληθινός, πρέπει να είμαστε οικτίρμονες, αφού Οικτίρμων (σπλαχνικός) είναι και προς εμάς ο ουράνιος Πατέρας μας ( Λουκ. ς΄36 ). Και το μεν ''κατ`εικόνα'' το έχει κάθε άνθρωπος, διότι τα χαρίσματα του Θεού δεν ανακαλούνται ( Ρωμ.ια΄29 ). Το '' καθ`ομοίωσιν '' όμως είναι σπάνιο απόκτημα και το έχουν μόνον οι ενάρετοι και οι άγιοι, οι οποίοι μιμούνται, με ανθρώπινα μέτρα, την αγαθότητα του Θεού.

Εύχομαι κι εμείς να αξιωθούμε της υπεράγαθης φιλαναθρωπίας του Θεού, αφού τον ευαρεστήσουμε με την αγαθοεργία μας και γίνουμε μιμητές όλων εκείνων που ευαρέστησαν απ`αιώνος το Χριστό· '' ότι Αυτώ (στο Χριστό) εστί το έλεος και Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν ''.

                                                                  Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

                                                                  ΜΙΚΡΗ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Εσύ την τρίτη ημέρα… αναστήσου!

Τον 19ο αιώνα ένας φιλόδοξος Γάλλος, ο Λαρεβεγιέρ-Λεπώ δημιουργεί δική του θρησκεία και οργανώνει κίνημα με το όνομα Θεοφιλανθρωπισμός. Καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες, αγωνίζεται επίμονα, αλλά το κίνημα του δεν ευδοκιμεί.
Πικραμένος κι απογοητευμένος από τη ματαίωση των σχεδίων του, εμπιστεύεται το πρόβλημά του στον μεγάλο και σοφό διπλωμάτη Ταλεϋράνδο. Εκείνος αφού τον άκουσε προσεκτικά, του δίνει μία συμβουλή έξυπνη και πολύ εύστοχη.
- Θα σου υποδείξω εγώ ένα τρόπο που, αν τον εφαρμόσεις , σίγουρα θα στεφθεί με επιτυχία το κίνημά σου. Θα φτιάξεις τη δυνατότερη θρησκεία του κόσμου, θα ξεπεράσεις το Χριστιανισμό και καθετί άλλο. Πρώτα θα κηρύξεις τη θρησκεία σου με πάθος, θα μιλάς με γλώσσα σκληρή, θα ελέγξεις και θα ξεσκεπάσεις κάθε αδικία και παρανομία. Τότε θα σε συλλάβουν, θα σε καταδικάσουν σε θάνατο, θα σε βασανίσουν, θα σε σταυρώσουν κι αφού σ' ενταφιάσουν, εσύ την τρίτη ημέρα αναστήσου κι έλα να σε δουν. Να είσαι βέβαιος ότι η θρησκεία σου θα επικρατήσει.
Με τήν απάντηση αυτή ο Ταλεϋράνδος ήθελε να πει: Καημένε Λεπώ, το μυστικό της επιτυχίας δεν βρίσκεται στο χρήμα ούτε στη φιλοσοφία ή στην προπαγάνδα αλλά στην ακατάβλητη δύναμη της Αναστάσεως.
Σήμερα, στη σύγχρονη και πολιτισμένη κοινωνία που ζούμε, η ανάσταση του Χριστού πολεμείται από δύο ύπουλους εχθρούς: τον ευδαιμονισμό και την ύβρη, τα δύο πρόσωπα του αντίχριστου. Η Εκκλησία όμως με κεφαλή τον αναστημένο Ιησού οπλίζει τα μέλη της με την πνευματική πανοπλία, ώστε να διεξάγουν τον αγώνα νικηφόρα.
Στεργίου Ν. Σάκκου, «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»

Μυστική Ανάσταση


Ο Χριστός και Θεός μας, αφού κρεμάστηκε στο σταυρό, σταύρωσε πάνω σε αυτόν την αμαρτία του κόσμου κι αφού γεύτηκε το θάνατο, κατέβηκε στα κατώτατα του Άδη. Όπως, λοιπόν, τότε ανεβαίνοντας από τον Άδη επέστρεψε στο άχραντο σώμα Του, από το οποίο δεν αποχωρίσθηκε καθόλου, και αμέσως αναστήθηκε και μετά ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι ακριβώς και τώρα, όταν εμείς εξερχόμαστε από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπείνωσης, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει τη δυνατότητα σε εκείνον που συναναστήθηκε μαζί Του, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του ανάστασης.

Άγ.Συμεών ο Νεός Θεολόγος

Κατηχητικός Λόγος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.
Εἴ τις εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω˙ καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙ καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙ καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβών Ἠσαϊας ἐβόησεν˙ ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.
Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.
Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;
Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.
Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἑρμηνευτική ἀπόδοση
Ὅποιος εἶναι εὐσεβής καί φιλόθεος, ἄς ἀπολαύσει τήν ὡραία καί λαμπρή αὐτή ἑορτή.
Ὅποιος δοῦλος ἔχει διαθέσεις ἀγαθές, ἄς εἰσέλθει στή χαρά, γεμᾶτος μέ εὐφροσύνη πού χαρίζει ὁ ἀναστημένος Κύριός του.
Ὅποιος καταπονήθηκε μέ τή νηστεία, ἄς ἀπολαύσει τώρα τήν ἀμοιβή του.
Ὅποιος ἀπό τήν ἕκτη ὥρα ὑπηρέτησε τόν Κύριο, ἄς πάρει σήμερα τήν ἀμοιβή πού δικαιοῦται.
Ὅποιος προσῆλθε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν ἐνάτη, ἄς πάρει κι αὐτός πρόθυμα μέρος στήν Ἀναστάσιμη γιορτή.
Ὅποιος προσῆλθε μετά τήν δωδεκάτην, ἄς μήν ἔχει καμμιά ἀμφιβολία˙ καθόλου δέν θά τιμωρηθεῖ.
Ὅποιος καθυστέρησε κι ἦ ρθε μετά τήν τρίτην, ἄς πλησιάσει τόν Κύριο χωρίς κανένα δισταγμό καί φόβο.
Ὅποιος προσῆλθε κατά τήν πέμπτην ὥραν, ἄς μήν ἔχει κανένα φόβο, ὅτι τάχα, ἐπειδή ἔχει φτάσει καθυστερημένος, δέν θά τόν δεχθεῖ ὁ Θεός. Γιατί ὁ Κύριος δίνει πλουσιοπάροχα τίς δωρεές Του. Γι’ αὐτό δέχεται καί τόν τελευταῖο, μέ τήν ἴδια προθυμία πού εἶχε δεχτεῖ καί τόν πρῶτο. Χαρίζει ἀνάπαυση καί εἰρήνη σ’ ἐκεῖνον πού ἔφτασε ἀργά, ὅπως ἀκριβῶς κάνει καί μέ τόν πρῶτο. Ἐλεεῖ κι ἐκεῖνον πού ἔφτασε τελευταῖος, ἀλλά περιποιεῖται κι ἐκεῖνον πού πρῶτος ἦρθε. Καί στόν ἕναν δίνει καί στόν ἄλλο προσφέρει. Καί τά ἔργα τῆς ἀρετῆς δέχεται, ἀλλά καί τήν ἁπλή διάθεση ἀναγνωρίζει. Καί τήν πράξη τήν ἀγαθή τιμᾶ , ἀλλά καί τήν ἁπλήν πρόθεση ἐπαινεῖ.
Εἰσέλθετε λοιπόν ὅλοι στή χαρά τοῦ Κυρίου σας. Καί ἐκεῖνοι πού πρῶτοι φτάσατε κι ὅσοι ἤρθατε δεύτεροι, λάβετε τόν μισθόν σας. Πλούσιοι καί φτωχοί πανηγυρίστε. Ὅσοι ἐγκρατευτήκατε, ἀλλά κι ἐκεῖνοι πού ἔχετε βραδυπορήσει στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τιμῆστε τήν σημερινή ἡμέρα.Ὅσοι νηστέψατε καί ἐκεῖνοι πού δέν νηστέψατε, εὐφρανθεῖτε σήμερα.Ἡ (Ἁγία Τράπεζα) εἶναι γεμάτη, ἀπολαύστε την ὅλοι. Ὁ Μόσχος εἶναι ἄφθονος καί ἀνεξάντλητος. Δέν ἐπιτρέπεται λοιπόν νά φύγει κάποιος πεινασμένος. Ὅλοι ἀπολαύστε τό Συμπόσιο πού παρατίθεται γιά τούς πιστούς. Ὅλοι ἀπολαύστε τά θεῖα δῶρα πού προσφέρει ἡ Θεία ἀγαθοσύνη. Κανένας πιά νά μή θρηνεῖ τή φτώχεια του, γιατί τώρα ἔγινε φανερή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη πού προσφέρεται σ’ ὅλους ἐξίσου. Κανένας νά μήν κλαίει πιά τά πταίσματά του, γιατί συγχώρεσή μας εἶναι ὁ Ἀναστημένος. Κανένας ἄς μή φοβᾶται πιά τό θάνατο, γιατί ὁ θάνατος τοῦ Σωτήρα μας μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό θάνατο καί τή φθορά.
Γιατί ἄν κι ὁ Σωτήρας μας κρατήθηκε ἀπό τό θάνατο, τελικά τόν ἐξαφάνισε. Ὁ Κύριός μας πού κατέβηκε στόν ἅδη ἅρπαξε κι ἀνέσυρε μαζί Του ὅσους κρατοῦσε ὁ ἅδης. Ὁ Κύριος πίκρανε τόν ἅδη, ὅταν ἐκεῖνος ὁ παμφάγος Τόν κατάπιε. Κι αὐτό ἦταν πού προβλέποντας το παλιά ὁ προφήτης Ἠσαϊας εἶχε βροντοφωνήσει: Χριστέ μου, ὅταν ὁ ἅδης ἐκεῖ κάτω στό σκοτάδι σέ συνάντησε, πικράνθηκε. Καί πολύ σωστά πικράνθηκε, γιατί ἀπό τότε καταργήθηκε.
Πικράνθηκε γιατί ξεγελάστηκε. Πικράνθηκε γιατί θανατώθηκε.
Πικράνθηκε γιατί ἔχασε πιά τήν ἐξουσία του.
Πικράνθηκε γιατί ὁ ἴδιος τώρα ὑποδουλώθηκε. Ἐκεῖνος, καθώς νόμιζε, εἶχε λάβει σῶμα θνητό καί βρέθηκε ἀπρόσμενα μπροστά σέ Θεό. Ἐκεῖνος εἶχε πάρει χῶμα ἀπό τή γῆ καί συνάντησε Θεό, πού εἶχε κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό. Ἐκεῖνος εἶχε πάρει ἕνα σῶμα ὁρατό καί καταισχύνθηκε ἀπό τόν Ἀόρατο.
Ποῦ εἶναι λοιπόν ἅδη ἡ νίκη σου;
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί ἔχεις πιά ὁριστικά κατανικηθεῖ.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί οἱ δαίμονες ἔχουν στά βάραθρα τῆς ἀπώλειας γκρεμιστεῖ.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί χαίρουν οἱ Ἄγγελοι.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί ἡ ζωή παντοῦ βασιλεύει.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί δέν θά μείνει πιά κανένας νεκρός στό μνῆμα. Γιατί μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως ὅλων ὅσων ἔχουν κοιμηθεῖ. Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.

Οι ψυχές που μνημονεύεις!

Ένας απλός ιερεύς σε μια επαρχία τα παλιά χρόνια είχε τη συνήθεια να μνημονεύει χιλιάδες ονόματα. Κάθε φορά που λειτουργούσε, και μάλιστα πολύ τακτικά, σχεδόν κάθε μέρα, μνημόνευε όλα τα ονόματα, που του είχαν δώσει εδώ και είκοσι πέντε – τριάντα χρόνια. Όλα όμως! Επειδή διάβαζε εκκλησιαστική ιστορία τακτικά, έπαιρνε όλα τα ονόματα των ορθοδόξων, από 'κεί, Πατριαρχών, Αρχιερέων, Αυτοκρατόρων, Βασιλισσών, στρατηγών, όλων. Του 'δινες ένα όνομα, το μνημόνευε είκοσι χρόνια. Και έτσι τα κρατούσε όλα… Όσον κόσμο γνώριζε, όποιο συναντούσε, έπαιρνε το λεωφορείο να πάει από το χωριό στη χώρα, έπαιρνε όλα τα ονόματα που ήσαν μέσα στο λεωφορείο. Δεν ξέρω τι άλλο έκανε, όπου κι αν περπατούσε, όποιον κι αν συναντούσε, ζητούσε το όνομά του και το κρατούσε και έτσι τον μνημόνευε. Έκανε πάντοτε πρόθεση τρεις-τρεισήμισι ώρες. Η συνήθης έναρξις της ακολουθίας είναι 7, αυτός πήγαινε απ' τις τρεισήμισι-τέσσερεις, κι εκεί στην πρόθεση και διάβαζε και μνημόνευε. Κυριακή, γιορτή, καθημερινή, για πολλά χρόνια, είπαμε 25-30. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Έπινε. Του άρεσε το κρασί. Κάποτε λοιπόν σ' ένα βραδινό γλέντι, σε μια γιορτή, ξημερώθηκε πίνοντας. Και ξεχνώντας ότι την επομένη μέρα είχε Θεία Λειτουργία, και μάλιστα θα ήρχετο ας πούμε και ένα πούλμαν με εκδρομείς, οι οποίοι θα έκαναν δική τους Θεία Λειτουργία, είχαν ειδοποιήσει μια βδομάδα πριν ότι τη συγκεκριμένη εκείνη μέρα θα ήρχοντο να λειτουργηθούν κοντά του, να κοινωνήσουν, να τους πει τον Λόγο του Θεού να προσκυνήσουν και μια εικόνα που είχαν εκεί θαυματουργή. Τώρα, το θυμήθηκε λοιπόν στις πεντέμισι-έξι το πρωί, αλλά ήτανε τύφλα στο μεθύσι. Τι θα κάνει τώρα! Χωρίς να λέμε πολλά λόγια, ξεκίνησε τρικλίζοντας και πήγε στην εκκλησία, πήρε καιρό, ντύθηκε και σε λίγο ήρθαν οι προσκυνηταί και άρχισε τη Θεία Λειτουργία. Κακήν κακώς, τα κατάφερε να κάνει και τη μεγάλη είσοδο, έτσι ώστε από 'δώ κοντά, έκανε τον καθαγιασμό, τρόμαξε να κοινωνήσει, όλα πήγαν καλά μέχρι τη στιγμή που ήρθε η ώρα και είπε: - Μετά φόβου Θεου πίστεως και αγάπης προσέλθετε, αλλά πέφτει κάτω, μαζί με το Άγιον Ποτήριον, τα χύνει όλα κάτω. Έτρεξαν οι άνθρωποι, φώναξαν, αυτός λες και ήταν ένας πάγος πάνω στο κεφάλι του, ξεμέθυσε αμέσως, να αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, να τα γλύφει, να τα μαζεύει, δεν ξέρομε τι έγινε και πώς εγιναν, δεν περιγράφονται αυτά ούτε λέγονται, τέλος πάντων κάψανε ό,τι κάψανε κι ύστερα από ώρες συντετριμμένος μαζεύτηκε σε μια γωνιά κι εκεί έκλαιγε, ώσπου το έμαθε ο Δεσπότης και τον ειδοποίησε να 'ρθει. Παρουσιάστηκε μπροστά του τρέμοντας. Τι να πει στον Δεσπότη τώρα! Τι να πει στον Δεσπότη! Του 'πε λοιπόν ο επίσκοπος, «κρέμασε το πετραχείλι σου εδώ και πήγαινε στο χωριό και σε τρεις μέρες θα 'ρθεις. Μέχρι τότε θα κάνω προσευχή και θ' αποφασίσω τι θα σου κάνω.» Την τρίτη ημέρα, το βράδυ, ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του ότι καθόταν στον επισκοπικό θρόνο, εδώ, με τα ράσα, αλλά φορούσε το πετραχείλι και το ωμόφορο, τα σύμβολα της Αρχιεροσύνης. Και να μαζεύονται λοιπόν βασιλιάδες, αυτοκράτορες, Πατριάρχες, Δεσποτάδες, παπάδες, πρίγκιπες, πριγκίπισσες, όλος αυτός ο κόσμος. Και να τον τραβάνε απ' το πετραχείλι, απ' το ωμόφορο κι απ' τα ράσα κι απ' τα γένια και φωνάζανε: «Τον παπά μας». Κι έφυγαν αυτοί και ήρθε ένα πλήθος, άνδρες-γυναίκες, άνδρες-γυναίκες, χιλιάδες, χιλιάδες, χιλιάδες, χιλιάδες, κι όλοι τον τραβούσαν κι όλοι του φώναζαν «τον παπά μας», «τι θα γίνουμε εμείς χωρίς κάποιον να μας μνημονεύει τώρα». Ξύπνησε ο Δεσπότης καταϊδρωμένος, μούσκεμα. Κείνο το πρωί θα ερχόταν ο παπούλης, είχε πάρει ο Δεσπότης την απόφαση όμως να τον καθαιρέσει… Να που ήρθε ο παπούλης, -Για πες μου ρε παπά μου, τι κάνεις εσύ, άκουσα οτι κάνεις μνημονεύσεις εκεί στη Λειτουργία. Πότε πας στην εκκλησία, τι κάνεις, για πες μου ποια είναι η διαγωγή σου έξω απ' το κρασί; Και ο παπούλης του είπε την αλήθεια. Τ' άκουσε ο Αρχιερεύς και του είπε: -Κοίταξε, δώσε παπά μου τώρα όρκο, όχι βέβαια όπως τον τάζουμε εμείς. Υπόσχεση ενώπιον Θεού και του Αρχιερέως ότι δεν θα ξαναπιείς. Αν δώσεις αυτήν την υπόσχεση ότι δεν θα ξαναβάλεις στο στόμα σου θα σε συγχωρέσω. Κι όχι μόνο θα σε συγχωρέσω αλλά θα σε παρακαλέσω, να συνεχίσεις την ίδια τακτική μέχρι που θα βαστούν τα χέρια σου. Μέχρι που θα πεθάνεις. Είχα σκοπό σήμερα να σε καθαιρέσω, αλλά δεν μ' αφήνουν οι ψυχές που μνημονεύεις. Συνέχισε όσο ζεις, έτσι να πορεύεσαι.
Πηγή: http://h-agaph-panta-elpizei.blogspot.com/

Το σοκ του άθεου φοιτητή στο Άγιο Όρος

Πριν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής.

Με πολλή διστακτικότητα, άλλα και με την ένταση του απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, που όμως θα ήθελε πολύ να πιστέψει, άλλα δεν μπορούσε. Χρόνια προσπαθούσε και αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνομίλησε με καθηγητές και μορφωμένους. Άλλα δεν ικανοποιήθηκε η δίψα του για κάτι σοβαρό. Άκουσε για μένα και αποφάσισε να μοιρασθεί μαζί μου την υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μια επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.

-Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τον ρώτησα.

-Δυστυχώς όχι, μού άπαντα. Είμαι της Φιλοσοφικής.

-Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος.

Ένιωσε αμήχανα και κάπου σιώπησε για λίγο.

-Κοίταξε, του λέω. Συγγνώμη που σε πείραξα λιγάκι. Άλλα ο Θεός δεν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη. Αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θα τον πίστευαν. Να ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στο Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή;

-Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι να πάω, έχω ακούσει τόσα. πολλά.. Αν μού πείτε, μπορώ να πάω και αύριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο να πάω να τον συναντήσω;

-Τι προτιμάς; Μορφωμένο που μπορεί να σε ζαλίσει ή άγιο που μπορεί να σε ξυπνήσει;

-Προτιμώ τον μορφωμένο. Τους φοβάμαι τους αγίους.

-Η πίστη είναι υπόθεση της καρδιάς. Για δοκίμασε με κανέναν άγιο. Πώς σε λένε; ρωτώ.

-Γαβριήλ, μου άπαντα.

Τον έστειλα σε έναν ασκητή. Του περιέγραψα τον τρόπο προσβάσεως και του έδωσα τις δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θα πας, του είπα, και θα ρωτήσεις το ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θα του πεις, και θέλω να πιστεύσω. Θέλω μια απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.

-Φοβάμαι, ντρέπομαι, μου άπαντα.

-Γιατί ντρέπεσαι και φοβάσαι τον άγιο και δεν ντρέπεσαι και φοβάσαι έμενα; ρωτώ. Πήγαινε απλά και ζήτα το ίδιο πράγμα.

Σε λίγες μέρες, πήγε και βρήκε τον ασκητή να συζητάει με κάποιον νέο στην αυλή του. Στην απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σε κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Γαβριήλ βρήκε δειλά την θέση του. Δεν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά και η συνομιλία του Γέροντα με τον νεαρό τελείωσε.

-Τι γίνεστε, παιδία; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιει λίγο νεράκι;

-Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, με συμβατική κοσμική ευγένεια.

-Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στον Γαβριήλ, ξεχωρίζοντας τον από τους υπόλοιπους. Θα φέρω εγώ το νερό, πάρε εσύ το κουτί αυτό με τα λουκούμια. και έλα πιο κοντά να σού πω ένα μυστικό: Καλά να είναι κανείς άθεος, άλλα να έχει όνομα αγγέλου και να είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μου συμβαίνει.

Ο φίλος μας κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε το όνομα του; Ποιος του αποκάλυψε το πρόβλημα του; Τι, τελικά, ήθελε να του πει ο γέροντας;

-Πάτερ, μπορώ να σας μιλήσω λίγο; Μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει.

-Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε το λουκούμι, πιες και λίγο νεράκι και πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι να διανυκτερεύσεις.

-Πάτερ μου, θέλω να μιλήσουμε, δεν γίνεται;

-Τι να πούμε, ρε παλληκάρι; Για ποιόν λόγο ήλθες;

Στο ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως να ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου να πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος να θερμαίνεται. Οι απορίες να λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς την ύπαρξη μιας ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τα αν, τα γιατί, τα μήπως και έμεινε μόνον το πώς και το Τι από δω κι εμπρός.

Ό,τι δεν του έδωσε η σκέψη των μορφωμένων, του το χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός άγιου, αποφοίτου μόλις της τέταρτης τάξης του δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν την εγχείρηση χωρίς αναισθησία και δεν πονάς. Σου κάνουν την μεταμόσχευση χωρίς να σού ανοίξουν την κοιλιά. Σε ανεβάζουν σε δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τις σκάλες της κοσμικής λογικής. Σου φυτεύουν την πίστη στην καρδιά, χωρίς να σού κουράσουν το μυαλό.

Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος

Τώρα που πενθείς!

Δεν ξέρω πως πρέπει να σου μιλήσω τώρα που πενθείς. Ένα αγαπημένο σου πρόσωπο έφυγε από κοντά μας , πήρε το δρόμο το μακρινό, τον χωρίς επιστροφή. Δεν θα σου ξαναμιλήσει, δεν θα το ξαναδείς σ΄ αυτήν εδώ τη γη. Και μόνη η ιδέα αυτή σε συντρίβει! Παρηγορείσαι με το να επισκέπτεσαι συχνά τον τάφο του, να τον περιποιείσαι, να του πηγαίνεις λουλούδια . Είναι ανθρώπινο! Φωνάζεις και τον ιερέα, διαβάζει τις ευχές για την ανάπαυση της ψυχής του. Ανακουφίζεσαι για λίγο. Ύστερα πάλι απ΄ την αρχή.

Μόνο η Εκκλησία μπορεί να σε παρηγορήσει! Κανείς άλλος! Γιατί μόνο αυτή κατέχει την αποκάλυψη της αλήθειας . Μόνο αυτή μπορεί να ανασύρει τον πέπλο που κρύβει από μας τη μεταθανάτια πραγματικότητα και να φωτίσει για λίγο το χώρο της, δίνοντάς μας ελάχιστες βέβαια – όσες έχει επιτρέψει ο Κύριος – μα σαφείς πληροφορίες για την τύχη των ανθρώπων που έφυγαν από κοντά μας , παρηγορώντας μας συγχρόνως και ανοίγοντας το παράθυρο της ελπίδας στην καρδιά μας .

Τούτο το φυλλάδιο εκεί αποβλέπει . Να ανασηκώσει το παραπέτασμα , να σου δώσει την ευκαιρία της επικοινωνίας με το αγαπημένο σου πρόσωπο. Πάντα με τη βοήθεια της Θείας Αποκάλυψης , με τη σοφία και την ευλογία της Εκκλησίας . Κάνε κουράγιο και διάβασέ το. Θα σου κάνει καλό.

Τι είναι ο θάνατος.

Είναι ένα μυστήριο, απροσπέλαστο. Είναι εχθρός του ανθρώπου, γιατί του δόθηκε ως ποινή για την αμαρτία του . Ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Θεό αθάνατος , αλλά δεκτικός φθοράς. Φορτώθηκε το θάνατο σαν τιμωρία, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο Θεός Έκανε μόνος του την επιλογή του.

Αλλά «το άμετρον έλεος του Θεού και η φιλανθρωπία η ανείκαστος» έκαναν από το πικρό να προκύψει γλυκύ. Η ενανθρώπιση του Χριστού, ο θάνατός Του και η Ανάσταση τελικά νίκησαν τον Άδη, και τώρα άνοιξαν τη διέλευση προς την αθανασία για όλους τους ανθρώπους . Τώρα πεθαίνουμε στο σώμα, αλλά δεν θα παραμείνουμε αιώνια στην κατάσταση αυτή. Η Ανάσταση του Χριστού είναι προάγγελος και της δικής μας ανάστασης . Πεθαίνουμε, δηλ. χωρίζει η ψυχή από το σώμα , και ανασταινόμεθα δηλ. ξαναενώνεται η ψυχή μας με το σώμα μας για να ζήσουν μαζί αιώνια . Έτσι ο θάνατος γίνεται πύλη προς την Αιωνιότητα .

Ο Χριστός μίλησε πολλές φορές για όλα αυτά . Μίλησε για τη Δευτέρα Παρουσία . Μίλησε για την αιώνια ζωή, με την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Μίλησε για την ανάστασή μας . Έκανε Θαυματουργικές αναστάσεις . Μίλησε για τον Εαυτό Του λέγοντας : «Εγώ είμι η Ανάστασις και η Ζωή». Και «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται». Επομένως η πίστη στον Ιησού Χριστό εξασφαλίζει ζωή αιώνιο. Μόνο με το Χριστό νικούμε το θάνατο και αξιωνόμαστε αιώνιας ζωής .

Τι συμβαίνει κατά την ώρα του θανάτου.

Η ώρα του θανάτου είναι κρίσιμη. Δεν είναι βέβαιο ότι ο τρόπος που πεθαίνει κανείς δείχνει αν πηγαίνει ή όχι στον Παράδεισο. Βέβαιο όμως είναι ότι όσοι πεθαίνουν ειρηνικά – αλλά όχι μόνον αυτοί – πρέπει να είναι ευάρεστοι στο Θεό. Η Εκκλησία εύχεται να έχουμε τέλη χριστιανικά, ανώδυνα .

Τα Πατερικά βιβλία μιλούν για «αγώνα» που έχει η ψυχή χωριζόμενη από το σώμα . Και αποκαλύπτουν πως πολλοί άγιοι λίγο πριν πεθάνουν φαίνονταν να μιλούν με διάφορα πρόσωπα , που κανένας άλλος δεν έβλεπε. Οι ψυχές μετά από το σώμα «εις χώραν τινά απάγονται». Η Αγία Γραφή ομιλεί περί του Άδου. Πάντως ο Άδης δεν είναι τόπος , είναι τρόπος ζωής . Οι ψυχές δεν έχουν σχήμα , ύλη, όγκο ώστε να θέλουν τόπο για να σταθούν, ή να χωρέσουν. Είναι όπως π.χ. η σκέψη μας που μπορεί να είναι παντού. Ο Άδης είναι μια κατάσταση. Αυτή λέγεται μέση κατάσταση και σ΄ αυτήν παραμένουν μέχρι την τελική και οριστική Κρίση που θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία .

Ωφελούν τα Μνημόσυνα ;

Ήδη από την Π.Διαθήκη έχουμε προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων. Βεβαίως κάθε άνθρωπος θα κριθεί ανάλογα με τις πράξεις του. Παρά ταύτα η Εκκλησία από πολύ ενωρίς καθιέρωσε τις προσευχές για τις ψυχές , τα Μνημόσυνα. Όλες οι Θ. Λειτουργίες περιέχουν προσευχές για τους κεκοιμημένους , καθώς και για τους ζωντανούς .

Όταν λέμε Μνημόσυνα εννοούμε κυρίως τη μνημόνευση που γίνεται στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας . Όταν ο ιερεύς ρίπτει μέσα στο άγιο Δισκάριο τη «μερίδα» με το όνομα του κεκοιμημένου. Αλλά και κάθε προσευχή που γίνεται στην Εκκλησία ή στον τάφο είναι ένδειξη αγάπης προς τον κοιμηθέντα και εκζήτηση του ελέους του Θεού γι΄ αυτόν. Κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, το μόνο κώλυμα για τη μνημόνευση των νεκρών είναι η αίρεση και όχι τα αμαρτήματα , όσο βαριά κι αν είναι.

Θα διερωτηθεί κανείς : Αφού «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια , τότε τι μπορούμε να προσφέρουμε στον νεκρό μας με τα Μνημόσυνα ;». Η απάντηση είναι ότι είναι μεγάλη πάντα η ευσπλαχνία του Θεού και ότι κανείς μας δεν ξέρει τα κρυπτά του ανθρώπου. Κάποιον που εμείς κρίνουμε αμαρτωλό, μπορεί να τον έχει δικαιώσει ο Θεός . Ποιος , λοιπόν, μας έδωσε το δικαίωμα να προκαταλαμβάνουμε την κρίση που ανήκει στο Θεό και να αποφασίζουμε εμείς ποιος σώζεται και ποιος όχι ; Εμείς κάνουμε το καθήκον μας απέναντι στο νεκρό μας και ο Θεός έχει τον τελικό λόγο.

Μαζί με τα Μνημόσυνα καλό είναι να κάνουμε φιλανθρωπίες υπέρ των ψυχών των. «Αντί στεφάνου» να γίνονται καταθέσεις σε ιδρύματα και πτωχούς. Ποτέ όμως «αντί μνημοσύνου». Με τίποτε δεν αναπληρώνεται η προσευχή.

Τα Μνημόσυνα διακρίνονται σε 3ήμερα, 9μερα, 40μερα, ετήσια. Κάθε Σάββατο επίσης η Εκκλησία το έχει αφιερωμένο στους κεκοιμημένους και κάνει ειδικές προσευχές γι’ αυτούς. Τα επίσημα Ψυχοσάββατα της Εκκλησίας είναι δύο : Το προ της Κυριακής των Απόκρεω, και το προ της Κυριακής της Πεντηκοστής. Η χρησιμοποίηση κολλύβων για τα Μνημόσυνα είναι έθιμο που άρχισε τον 4ο αιώνα . Το βρασμένο στάρι έχει συμβολικό χαρακτήρα και προσφέρεται και ως τροφή. Συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση των νεκρών.

Η στάση μας έναντι των νεκρών.

Όταν η ψυχή απομακρυνθεί από το σώμα , αυτό γίνεται πτώμα . Το πτώμα δεν έχει ούτε τη ζεστασιά , ούτε τη λαμπρότητα του έμψυχου ανθρώπου. Παρά ταύτα ο θάνατος δεν αίρει τη σχέση ανάμεσα στην στρατευόμενη και στη θριαμβεύουσα Εκκλησία . Γι΄ αυτό εξακολουθούμε να σεβόμαστε τους νεκρούς μας και να προσευχόμαστε γι΄ αυτούς .

Α) Ο σεβασμός μας δείχνεται με τη μέριμνά μας για τον ευτρεπισμό και την ταφή του σώματος . Τόσο στην Ελληνική Αρχαιότητα , όσο και στο Χριστιανισμό εθεωρείτο μεγάλη βεβήλωση ή μη κήδευση και ταφή των νεκρών. Αρκετά νωρίς η Εκκλησία επέβαλε και την κήδευση και την ταφή των νεκρών σε ένδειξη σεβασμού, τιμής και αγάπης .

Β) Η προσευχή υπέρ των νεκρών είναι και αυτή δείγμα της αγάπης μας γι΄ αυτούς. Σε ειδικό κεφάλαιο αναλύσαμε τη σημασία και την αποτελεσματικότητα της για την τύχη του νεκρού.

Η Εκκλησία λέει : Όχι στην καύση των νεκρών

Με πρωτοβουλία κάποιων Δήμων και μερικών ειδικών Σωματείων που έχουν συσταθεί με σκοπό την προώθηση της ιδέας για την αποτέφρωση των νεκρών, επανήλθε στο προσκήνιο το ζήτημα της καύσεως , σε αντίθεση με την ταφή. Η Εκκλησία έχει λάβει την εξής θέση για το ζήτημα αυτό :

1. Κατ΄ αρχήν δεν μπορεί να απαγορεύσει την εφαρμογή του συστήματος της καύσεως , εάν θελήσει να το επιτρέψει η Ελληνική Πολιτεία. Και τούτο διότι το Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπει πλήρη ελευθερία θρησκευτικής συνειδήσεως και ισότητα μεταξύ των Ελλήνων.
2. Η Εκκλησία , όμως , συνιστά στα πιστά τέκνα της να θάπτονται μετά την εκδημία τους και όχι να καίονται στους κλιβάνους . Και πράττει τούτο για τους εξής σοβαρούς λόγους :

Α) Διότι η ταφή είναι σύμφωνη με την παράδοση του Χριστιανισμού, που μόνο αυτό τον τρόπο διαλύσεως του σώματος γνωρίζει . Άλλωστε και ο Κύριός μας ετάφη και όλοι οι Άγιοι.

Β) Διότι η ταφή διασώζει την πίστη στην αθανασία και στην ανάσταση. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός , ότι πολλοί από εκείνους που μάχονται για την καθιέρωση της καύσεως δεν είναι χριστιανοί, ή είναι «χριστιανοί» των τύπων, ή μάχονται τον Χριστιανισμό.

Γ) Διότι η ταφή διασώζει τα λείψανα των Αγίων, τα οποία είναι χαριτόβρυτα και θαυματουργά . Χωρίς ταφή δεν θα είχαμε τα άγια λείψανα και θα στερούμεθα της ευλογίας και του αγιασμού των.

Δ) Διότι ο τάφος μας συνδέει και συναισθηματικά με το νεκρό μας . Το θαμμένο σώμα είναι μια παρηγοριά για τους επιζώντες και γίνεται αντικείμενο φροντίδος και προσευχών.

Ε) Διότι το σώμα διατηρεί την ιερότητά του και μετά θάνατον και αποτελεί θρησκευτικό αντικείμενο τιμής και σεβασμού. Η τέφρα δεν είναι το ίδιο πράγμα και μάλλον συνιστά ασέβεια προς τον νεκρό.

† Α.Χ

www.inagiounikolaoutouneou.gr/apps/gr/spag/3_1291973668.html

Ο μοναχός που έσωσε την μητέρα του από την κόλαση.


 Ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ό όποιος έζησε τον Ε μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη. Όταν έτρωγε ό μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.
Ό επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.
Κι ό μοναχός διηγήθηκε τα έξης στον επίσκοπο:
-Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, ή οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, άφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη "πελατεία" και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη.
Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.
Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ή μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη ή τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.
Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:
--Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.

Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητής πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.
Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».
Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ό όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.
Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.
-Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. 'Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ήμερων για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκετε ι ή ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ό άγιος ασκητής και μου είπε:
-Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς!' Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ό Θεός να μάς φώτιση και να μάς αποκάλυψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα όποια κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.
Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.
Όταν έφθασε λοιπόν ή νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ό νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Και ότι ο Θεός είναι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει η Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές. Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της πού εύρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:
-Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!
Και ξαναβυθίοτηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι "έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!"
-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!...
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.
-Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν ή οδύνη μου και τόση ή λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.
Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο...πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν! έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ' αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ' αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.
  Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε ή έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.
Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:
-Τι είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία 
Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Άδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ' αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι εκαίετο εκείνη η λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.
--Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Κι εκείνος μου είπε:
--Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι ή απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει ή Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ό μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:
-Τύλιξε το. Ό τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.
-Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ό δεσπότης δεν άντεξε την "βρώμα" κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι' αυτό είχε και τόση ευωδία.