Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Τά Ιερά Μνημόσυνα


24 ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ
Εύχαί ύπέρ των κεκοιμημένων
Δέονται λοιπόν ύπέρ ημών οί κεκοιμημένοι καί μάς ενθυμούνται. Επομένως τί τό φυσικότερο νά ένθυμούμεθα καί εμείς εκείνους καί νά προσευχόμαστε γι’ αυτούς; ’Άλλωστε ή χριστιανική αγάπη διατηρείται σταθερή καί ισχυρή ακόμη καί μετά τόν θάνατό μας (βλ. Α' Κορ. ιγ [131 8). Γιά νά μήν πούμε ότι μετά τόν θάνατο τού προσφιλούς μας ή αγάπη πρός τό πρόσωπό του γίνεται καθαρότερη, άφού λησμονούνται πλέον τά ελαττώματα πού ως άνθρωπος παρουσίαζε στή ζωή του.
’Επειδή λοιπόν ή άγάπη μας μένει, γι’ αύτό ή Μητέρα Εκκλησία καθιέρωσε εύθύς εξ άρχής ειδικές εύχές ύπέρ των κεκοιμημένων καί όρισε σέ καθορισμένες ημέρες μνημόσυνα ύπέρ αύτών. ’Άλλωστε, κατά τόν ιερό Χρυσόστομο, τό μνημόσυνο των κεκοιμημένων έπί (κατά τή διάρκεια) των φρικτών μυστηρίων απαντάται άπό πολύ παλαιό. ’Έχει νομοθετηθεί άπό τούς άγιους Αποστόλους   Κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, οί μαθηταί τού Σωτήρος καί θείοι ’Απόστολοι είναι εκείνοι πού έθέσπισαν νά ένθυμούμεθα τούς πιστούς οί όποίοι κοιμήθηκαν, έπί τών φρικτών καί άχράντων καί ζωοποιών μυστηρίων. Καί τήν άποστολική αύτή παραγγελία ή ’Εκκλησία τού Χριστού άπό περάτων μέχρι περάτων τής οικουμένης τήν κρατεί σταθερή καί χωρίς άντίρρηση μέχρι σήμερα, καί θά συνεχίζει νά τήν κρατεί μέχρι τής τού κόσμου λήξεως. Οί θείοι Απόστολοι, προσθέτει ό ιερός Δαμασκηνός, έθέσπισαν αύτό όχι χωρίς λόγο καί όχι ματαίως όχι απλώς καί ώς έτυχε. Διότι ή απλανής (αλάθητη) θρησκεία τών Χριστιανών δεν παρέλαβε τίποτε τό μη ώφέλιμο όλα είναι χρήσιμα καί αρεστά στόν Θεόν καί πολύ ωφέλιμα , καί παρέχουν πολύ μεγάλη σωτηρία.  

’Ήδη ό Τερτυλλιανός (200 μ.Χ.) μνημονεύει συνεχώς (ιδιαίτερα στό βιβλίο του Περίστεφάνου) τών λειτουργιών οί όποίες έγίνοντο ύπέρ τών κεκοιμημένων. Ό ίερομάρτυς Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνος (250 μ.Χ.), στην 37η επιστολή του μάς πληροφορεί ότι οί Χριστιανοί θεωρούσαν βασικό καθήκον νά προσφέρουν θυσίες καί προσευχές ύπέρ τών Μαρτύρων. Ό Άρνόβιος ό πρεσβυτερος στό Κατά Εθνικών έργο του (περί τό 305 μ.Χ.) αναφέρει ότι οί Χριστιανοί κατά τίς ιερουργίες τους άνέπεμπαν δεήσεις ύπέρ άναπαύσεως καί σωτηρίας τών κεκοιμημένων. Επίσης ό άγιος ’Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων (330-397 μ.Χ.), τελούσε θείες Λειτουργίες ύπέρ τού Ούαλεντινιανού, τού Θεοδοσίου καί τού άδελφού του Σατύρου. Αί Αποστολικαί Αιαταγαί (4ος αί.) άναφέρουν ωραιότατη ευχή ύπέρ τών άναπαυσαμένων έν Χριστώ άδελφών ημών. Μέ αύτήν οί πιστοί ζητούσαν όπως ό φιλάνθρωπος Θεός, ό όποίος προσεδέχθη τήν ψυχή τού κοιμηθέντος, συγχωρήσει σ’ αυτόν παν αμάρτημα εκούσιον καί ακούσιον καί φανεί εύσπλαγχνικός πρός αυτόν κατατάξει δέ αύτόν έν τώ κόλπω τών Πατριαρχών καί τών Προφητών καί τών ’Αποστόλων καί πάντων τών άπ’ αίώνος τώ Θεώ εύαρεστησάντων, έκεί όπου δέν υπάρχει λύπη καί οδύνη καί στεναγμός (Ήσ. λε' [35] 10).   Έξ άλλου ό ιερός Αυγουστίνος (354-430 μ.Χ.) έγραψε ολόκληρο βιβλίο περί τών τελουμένων λειτουργιών ύπέρ τών κεκοιμημένων.
’Επί πλέον όλες οί θείες Λειτουργίες μας περιλαμβάνουν δεήσεις καί προσευχές ύπέρ τών κεκοιμημένων. Έτσι στη Λειτουργία τού άγιου Μάρκου ή ευχή ζητεί, ό Δεσπότης Χριστός νά αναπαύσει τις ψυχές των κεκοιμημένων έν ταίς σκηναϊς, έν τη βασιλεία Του, χαριζόμενος σ’ αυτούς καί τίς υποσχέσεις του. Στη Λειτουργία του αγίου ’Ιακώβου τού Άδελφοθέου, μετά την ανάμνηση των αγίων ’Αποστόλων, Προφητών καί λοιπών αγίων, παρακαλούμε τόν Θεόν υπέρ εκείνων των οποίων έμνήσθημεν καί ών ουκ έμνήσθημεν ’Ορθοδόξων καί ζητούμε νά τούς κατατάξει έν χώρα ζώντων έν τή βασιλεία του, έν τη τρυφή τού Παραδείσου, έν τοϊς κόλποις ’Αβραάμ, ’Ισαάκ καί ’Ιακώβ, έκει όπου έπισκοπεί τό φώς τού προσώπου του καί καταλάμπει διά παντός. Επίσης στη Λειτουργία τού αγίου Κλήμεντος πάπα Ρώμης, μαθητου τού αποστόλου Πέτρου, ό ίερεύς δέεται καί ύπέρ πάντων τών εύαρεστησάντων τω Θεώ Αγίων, Πατριάρχων, Προφητών, Δικαίων, Αποστόλων, Μαρτύρων, Ομολογητών, ’Επισκόπων καί γενικά όλων τών τάξεων τών κληρικών, καί ακόμη ύπέρ τών παρθένων, λαϊκών, καί πάντων, ών αύτός (ό Θεός) έπίσταται (γνωρίζει) τά ονόματα.
Ό άγιος Κύριλλος 'Ιεροσολύμων (4ος αί.) στίς Κατηχήσεις του αναφέρει ότι μετά τόν καθαγιασμό τών Τιμίων Δώρων μνημονεύομεν καί τών κεκοιμημένων, πρώτον Πατριάρχων, Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, όπως ό Θεός, εύχαις αυτών καί πρεσβείαις, προσδέξηται ημών την δέησιν. ’Εν συνεχεία δέ παρακαλούμε καί ύπέρ τών κεκοιμημένων αγίων Πατέρων καί έπισκόπων καί πάντων απλώς (ύπέρ όλων γενικά) τών ήμϊν προκεκοιμημένων.   Επίσης στίς θείες Λειτουργίες τού Μεγάλου Βασιλείου καί τού αγίου Ίωάννου τού Χρυσοστόμου ή στρατευομένη ’Εκκλησία προσφέρει την λογικήν λατρείαν της ύπέρ τών έν πίστει άναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριάρχων, Προφητών, Αποστόλων, Κηρύκων, Εύαγγελιστών, Μαρτύρων, 'Ομολογητών, Έγκρατευτών, καί παντός πνεύματος δικαίου έν πίστει τετελειωμένου.... Καί εύθύς μετά τόν καθαγιασμό, μετά τή μνημόνευση όλων τών Αγίων, λέγει ό ίερεύς: Μνήσθητι καί πάντων τών κεκοιμημένων έπ’ έλπίδι άναστάσεως ζωής αιωνίου καί αναφέρει ονομαστικά όσους θέλει. Κατόπιν προσθέτει· καί άνάπαυσον αύτούς, ό Θεός ήμών, όπου έπισκοπεί τό φώς τού προσώπου σου.
’Αλλωστε τά Δίπτυχα.τά όποία  ή Εκκλησία συνεχίζει νά διατηρεί μέ πολλή φροντίδα άπό την εποχή των άποστολικών χρόνων, μαρτυροον ακριβώς τίς εύχές, τίς όποίες άνέπεμπε ανέκαθεν ή ’Εκκλησία υπέρ τών κεκοιμημένων κατά τή θεία Λατρεία. 'Υπάρχουν δέ, ως γνωστόν, δίπτυχα ζώντων καί κεκοιμημένων. ’Ονομάζονται Αίπτυχα άπό τό πτύσσω, πού σημαίνει διπλώνω, διότι παλαιότερα αύτά ήσαν δύο κομμάτια σανίδων μικρών ενωμένων, όπως οί δύο πλάκες πού κρατεί ό θεόπτης Μωύσής στήν αγία εικόνα του. Στά κομμάτια αύτά, πού διπλώνονταν, ήσαν γραμμένα τά ονόματα ζώντων καί τεθνεώτων, τά όποία , όπως μαθαίνουμε άπό τήν άγια Ε' Οικουμενική Σύνοδο, μνημονεύονταν άπό τόν διάκονο μετά τόν καθαγιασμό τών Τιμίων Δώρων, τήν ώρα πού έψάλλετο τό ’Αξιόν έστιν ή τό ’Επί σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, όπως γίνεται καί σήμερα. Όταν τά ονόματα έπλήθυναν, τά Δίπτυχα όνομάζοντο καί Πολύπτυχα, διότι είχαν πολλές πτυχές. Διατηρήθηκε όμως γενικά τό πρώτο όνομά τους. Τά Δίπτυχα μνημονεύονται καί κατά τήν ώρα τής άγιας Προσκομιδής. Καί τότε μέν οί μερίδες τών μνημονευομένων τοποθετούνται πλησίον τού ’Αμνού. Αργότερα όμως, κατά τή θεία Λειτουργία, άφού καθαγιασθούν τά Τίμια Δώρα καί κοινωνήσουν οί πιστοί, αί μερίδες τής Θεοτόκου, τών Ταγμάτων καί έκείναι τών τεθνεώτων καί ζώντων   ρίπτονται στό 'Άγιο Ποτήριο, όπου είναι τό άχραντον Σώμα καί τό τίμιον Αίμα τού Κυρίου ημών ’Ιησού Χριστού, τό έκχυθέν υπέρ της τού κόσμου ζωής καί σωτηρίας. Καί μετά τό τέλος της θείας Λειτουργίας άκολουθεί ή προσεκτική καί μέ μεγάλο φόβο Θεού κατάλυση άπό τόν λειτουργό 'ιερέα όλου τού περιεχομένου τού άγιου Ποτηριού.
Τά ιερά Μνημόσυνα.
Εκτός τών προσευχών πού άναπέμπουμε στόν Θεό κατά τή θεία Λατρεία ύπέρ τών κεκοιμημένων, ή άγια μας ’Εκκλησία όρισε καί Μνημόσυνα σέ τακτές ήμέρες. Ή άρχή τών Μνημοσύνων βρίσκεται στήν Αγία Γραφή. Άπό τήν Π. Διαθήκη πληροφορούμαστε ότι οί ’Ισραηλίτες παρεκάλεσαν τόν Θεόν να συγχωρήσει τίς αμαρτίες των προκεκοιμημένων πατέρων τους (Νεεμ. θ' 2). Όταν στους χιτώνες νεκρών στρατιωτών βρήκαν είδωλολατρικά φυλακτά,πράγμα πού έθεωρείτο μεγάλη αμαρτία γιά ένα Ισραηλίτη, ό λαός προσευχήθηκε στόν Θεόν γιά τίς ψυχές τών νεκρών εκείνων, γιά νά τούς συγχωρήσει τό αμάρτημα (Β' Μακ. ιβ' [12J 4042). Άπό τήν Κ. Διαθήκη μαθαίνουμε ότι ό απόστολος Παύλος εύχεται, ό Κύριός μας νά δώσει στόν πιστό Όνησιφόρο, ό όποίος ήταν ήδη νεκρός, νά βρει έλεος άπό τόν Κύριο καί Πατέρα κατά τήν ήμέρα τής Δευτέρας Παρουσίας (Β' Τιμ. a 18). Γι’ αύτό καί τά Μνημόσυνα τά συναντούμε ήδη άπό τούς πρώτους αιώνες τής ζωής τής Εκκλησίας. Καί τούτο, διότι όλοι  ζώντες καί τεθνεώτες  είμαστε σώμα Χριστού καί μέλη έκ μέρους (Α' Κορ. ιβ' [12] 27).
Ή αλήθεια ότι τόσο οί ζώντες (ή στρατευομένη Εκκλησία τού Χριστού) όσο καί οί κεκοιμημένοι (ή θριαμβεύουσα Εκκλησία) αποτελούμε τή μία καί αδιαίρετη καί μοναδική Εκκλησία τού Χριστού, συμβολίζεται πολύ ωραία στό άγιο Δισκάριο κατά τήν Προσκομιδή. Στό κέντρο τού άγιου Δίσκου τοποθετείται ό Αμνός· στά δεξιά του ή μερίδα τής Θεοτόκου στά αριστερά του οί μερίδες τών αγγελικών ταγμάτων καί όλων τών Αγίων καί στό κάτω μέρος οί μερίδες τών ζώντων καί τών κεκοιμημένων. Έτσι εκεί είναι παρόντες συμβολικά ολόκληρος ό Χριστός καί ολόκληρος ή Καθολική Εκκλησία (ή ’Ορθόδοξος) έπουράνιός τε καί επίγειος  . Ένα ωραιότατο μωσαϊκό στήν είσοδο τού ναού τής Χώρας στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάζει τόν Χριστό ως χώραν τών ζώντων, διότι εν τώ Χριστώ εύρίσκεται ή αληθινή διαμονή. Έν αύτώ ζώμεν όλοι όσοι πιστεύουμε καί έχουμε βαπτισθεί στό όνομα τής άγιας Τριάδος. Τά σύνορα τής βασιλείας τού Χριστού  τής χώρας στήν οποία άνήκουμε  περιλαμβάνουν ζώντες καί κεκοιμημένους. Γι’ αύτό γράφει ό θείος Παύλος: Καί εάν ζούμε καί εάν άποθνήσκουμε, είμαστε κτήμα τού Κυρίου, ό όποίος είναι ή αιώνια ζωή (Ρωμ. ιδ' [14] 8). Λόγω λοιπόν τού συνδέσμου πού ύπάρχει μεταξύ τών ζώντων καί τών κεκοιμημένων, άλλά καί τής άγάπης πρός εκείνους, μάλιστα δέ πρός τούς συγγενείς μας  γονείς, συζύγους, άδελφούς, τέκνα  έχουμε υποχρέωση νά τελούμε ύπέρ τής ψυχής τους Μνημόσυνα.
Οί Αποστολικές Διαταγές συνιστούν νά έπιτελούμε Μνημόσυνα ύπέρ τών κεκοιμημένων μέ ψαλμούς καί αναγνώσματα καί προσευχές την τρίτη ημέρα από τόν θάνατο τού προσφιλούς μας, επειδή καί ό Κύριος Ιησούς άναστήθηκε σέ τρεις ημέρες. Επίσης νά έπιτελούμε Μνημόσυνα ένατα (κατά την ένάτη ήμέρα, εννιάμερα) εις ύπόμνησιν τών περιόντων (σέ ένθύμηση τών ζώντων) καί τών κεκοιμημένων καί τεσσαρακοστά (κατά την τεσσαρακοστή ήμέρα από τού θανάτου) κατά τόν παλαιόν τύπον· διότι έτσι έπένθησε καί ό Ίσραηλιτικός λαός τόν Μωύσή. ’Εκτός αυτών πρέπει νά τελούμε καί Μνημόσυνα ένιαύσια (ετήσια) ύπέρ μνείας τού κεκοιμημένου.   Τά τριήμερα, ώς Μνημόσυνα πού γίνονται σέ ανάμνηση τής τριημέρου Άναστάσεως τού Κυρίου, συνιστά καί ό άγιος ’Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης (370437 μ. X.). Ό θεοφόρος αυτός Πατήρ, διευκρινίζοντας πώς υπολογίζονται οί τρεις ήμερες καί τρεις νύκτες, κατά τίς όποίες ό Σωτήρ παρέμεινε στόν τάφο, προσθέτει: Κατά παρόμοιο τρόπο καί εμείς έχουμε συνήθεια νά τελούμε Μνημόσυνα ύπέρ τών κεκοιμημένων τήν τρίτη ήμέρα από τού θανάτου τους.   Ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης στά τριήμερα καί εννιάμερα βλέπει άλλο συμβολισμό. Γράφει: Τά τρίτα (τριήμερα) έπιτελούνται διά τήν Αγίαν Τριάδα, διότι από αυτήν έχουμε τήν ύπαρξη καί τή ζωή καί διότι δι’ αύτής προσφέρονται σέ μάς πάντα τά της ζωής καί σωτηρίας. Τά ένατα (έννιάμερα) μάς ύπενθυμίζουν τά έννέα τάγματα τών άγιων Αγγέλων, στούς οποίους έχει συγκαταριθμηθεί ώς άύλο πλέον πνεύμα καί ό κεκοιμημένος προσφιλής μας. Τά τεσσαρακοστά τελούνται διά τήν τού Σωτηρος Άνάληψιν,ή όποία  έγινε τεσσαράκοντα ήμέρας μετά τήν τριήμερη ’Ανάστασή του. Τέλος τά τρίμηνα, εξάμηνα καί έννεάμηνα συμβολίζουν τήν Τριάδα, τόν τών όλων Θεόν καί γίνονται εις δόξαν τού Τριαδικού Θεού ύπέρ τού μεταστάντος. Διότι αύτός πού έκοιμήθη, από τήν Παναγία Τριάδα δημιουργήθηκε, σ’ αύτήν θά μεταβεί τώρα πού χωρίσθηκε από τό σώμα, καί από αύτήν πάλι έλπίζει νά λάβει τήν ανάσταση τού σώματός του. 
Τά ετήσια Μνημόσυνα αναφέρει καί ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος στόν επιτάφιο λόγο τόν όποίο έξεφώνησε κατά τόν θάνατο τού άδελφού του Καισαρίου. Λέγει: Ένα μέρος από αύτά πού είχαμε χρέος νά σού προσφέρουμε, σού τό προσφέραμε σου υποσχόμαστε τό υπόλοιπο,τίς έτήσιες τιμητικές προσφορές καί τά μνημόσυνα  . Ό Συμεών Θεσσαλονίκης άναφερόμενος στό έτησιο Μνημόσυνο παρατηρεί: Τούτο φανερώνει ότι αυτός πού πέθανε ζή καί αθάνατός έστι κατά την ψυχή· θά έλθει μάλιστα καιρός, κατά τόν όποίο θά άναστηθεί καί πάλι, όταν θελήσει ό Πλάστης καί όταν ώς Δημιουργός θά άναστήσει καί τό σώμα. 
Εκτός των ανωτέρω τακτών ήμερών,ή Αγία μας ’Εκκλησία όρισε καί τό Σάββατο ώς ημέρα μνήμης των άγιων Μαρτύρων καί όλων τών κεκοιμημένων. Διότι τό Σάββατο, ώς έβδομη κατά σειράν ημέρα τής δημιουργίας, είναι ή ημέρα πού είδε τόν σωματικό θάνατο, ό όποίος έπεβλήθη στόν άνθρωπο ώς ποινή έκ μέρους τού δικαίου Θεού. Ή ημέρα αυτή συνεχίζεται, καθώς συνεχίζεται παράλληλα καί ό θάνατος τού ανθρώπου. Ένώ ή Κυριακή είναι ή τής Άναστάσεως ημέρα, ή όγδοη ημέρα, ή όποία  συμβολίζει τόν αναμενόμενο απέραντο αιώνα, τήν ανάσταση τών νεκρών καί τήν ατελεύτητη βασιλεία.  
Ψυχοσάββατα -  Κόλλυβα
Η Εκκλησία όρισε επίσης κοινά Μνημόσυνα δύο φορές τό έτος: κατά τό Σάββατο πρό τής Κυριακής τών Άπόκρεων καί κατά τό Σάββατο πρό τής μεγάλης εορτής τής Πεντηκοστής.
Τό Σάββατο πρό τής Κυριακής τών Άπόκρεων,ή ’Εκκλησία τελεί Μνημόσυνο γιά όλους τούς κοιμηθέντας. Αύτό θεσπίσθηκε από τούς θεοφόρους Πατέρες (από τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους), έπειδή ορισμένοι ύπέστησαν άωρον θάνατον σέ ξένη χώρα μακριά από τούς συγγενείς τους, στη θάλασσα, στά απόκρημνα καί απρόσιτα βουνά ή επειδή άλλοι πέθαναν άπό λοιμική αρρώστια ή από πείνα ή έπεσαν στόν πόλεμο ή έκάησαν στη φωτιά ή άπέθαναν άπό παγετούς ή θεομηνίες· άλλοι πάλι ίσως δέν έτυχαν τών νενομισμένων (κανονισμένων) ψαλμωδιών καί μνημοσυνών ύπό τής Εκκλησίας. Επομένως μέ τό κοινό αύτό Μνημόσυνο δίδεται ή εύκαιρία νά προσευχηθούμε ύπέρ όλων αύτών, ύπέρ όλων εκείνων τούς οποίους έκάλυψε τάφος εν πάση χώρα.
Τό Ψυχοσάββατο αύτό ορίσθηκε καί γιά άλλο λόγο. Όπως είναι γνωστό, την επομένη ημέρα, δηλαδή Κυριακή τών Άπόκρεων, ή ’Εκκλησία μάς ύπενθυμίζει τή Δευτέρα καί αδέκαστη Παρουσία τού Κυρίου ήμών ’Ιησού Χριστού. Γι’ αύτό τό Σάββατο παρακαλούμε τόν φοβερόν Κριτήν νά φανεί ίλεως όχι μόνο σέ μάς πού ζούμε ακόμη, αλλά καί στους προαπελθόντες αδελφούς μας, κατά τή φρικτή καί ένδοξη Παρουσία του. Τόσο ό Κανών τού Σαββάτου αύτού όσο καί τά τροπάρια τών αίνων θεολογούν κατανυκτικότατα γύρω άπό τό μυστήριο τού θανάτου, όπως καί ή Νεκρώσιμη ’Ακολουθία. Μάς ύπενθυμίζουν τή ματαιότητα τών εγκοσμίων καί τήν εύτέλεια τής ανθρώπινης φύσεως αλλά καί τό φιλάνθρωπο τού Κριτού καί τήν έκ νεκρών Ανάσταση τού Κυρίου, μέ τήν όποία  νικήθηκε ό 'Άδης καί χαρίσθηκε ατούς ανθρώπους ή ζωή καί ή άνάσταση. 
Τό δεύτερο κοινό Μνημόσυνο,τό όποίο όρισε κατ’ έτος ή ’Εκκλησία μας, τελείται εννέα ήμέρες μετά τήν έν σώματι ’Ανάληψη τού Σωτήρος Χριστού· δηλαδή τό Σάββατο πρό τής αγίας Πεντηκοστής.
Κατά τό Ψυχοσάββατο αυτό ή ’Εκκλησία μνημονεύει πάντων των άπ’ αίώνος κοιμηθέντων εύσεβώς, επ’ έλπίδι άναστάσεως ζωής αιωνίου. Επομένως κατά την ημέρα αυτή δέν εύχόμαστε μόνο υπέρ των Χριστιανών, διότι από Άδάμ μέχρι Χριστού δέν υπήρχαν Χριστιανοί. Εύχόμαστε υπέρ όλων όσων κοιμήθηκαν από τής εποχής τού Άδάμ μέχρι σήμερα, καί οί όποίοι έλάτρευσαν μέ καθαρότητα βίου τόν Θεόν εύχόμαστε γιά κάθε άνθρωπο τά τού βίου λειτουργήσαντα καλώς καί πρός Θεόν μεταστάντα μέ πολλούς καί διαφόρους τρόπους. Γιά όλους αύτούς ή Εκκλησία εύχεται νά έχουν έν ώρα κρίσεως απολογίαν αγαθήν καί νά τύχουν τής δεξιάς τού Θεού παραστάσεως έν χαρά, έν μερίδι δικαίων καί αγίων καί κλήρω φωτεινώ, καί γίνουν τοιουτοτρόπως άξιοι τής ουρανίου βασιλείας  . Είναι φανερό ότι αύτοί περί τών όποιων εύχόμαστε είναι ο ί πρό Χριστού δίκαιοι, οί όποίοι λόγω τής όσιότητός τους είχαν μερίδα στη σωτηρία πού θά προσέφερε ό Κύριος στόν κόσμο. Υπέρ όλων τών κεκοιμημένων Χριστιανών δεόμεθα καί κατά την έκτη ευχή (η στάση) τής Γονυκλισίας τής Πεντηκοστής.  
Κατά τά ιερά Μνημόσυνα παρατίθενται, όπως είναι γνωστό, καί κόλλυβα. Ή παράθεση κολλυβών συναντάται από τά μέσα τού Δ' αί. Παλαιότερα προσεφέροντο κατά τό ιερό Μνημόσυνο άρτος καί οίνος μέ έλιές ή τυρί ή ρύζι. Ή παράθεση αύτή είχε θέση έλεημοσύνης καί όσοι έλάμβαναν από αυτά εύχονταν τό μακαρία ή μνήμη αυτού. Γι’ αύτό έλέγοντο καί μακαρίαι (ή μακαριά, όπως λέγει ό λαός) καί έχουν την προέλευση τους από τά περίδειπνα ή νεκρικά δείπνα, περί τών οποίων αναφέρουν καί οί Άποστολικές Διαταγές. 
Συνέχεια τού έθίμου έκείνου είναι τά μικρά άρτίδια καί ό καφές, πού προσφέρονται σήμερα από τούς συγγενείς τού κοιμηθέντος σε όσους προσευχήθηκαν μαζί τους κατά την Ιερή τελετή τού Μνημοσύνου.
Τά κόλλυβα, πού είναι σιτάρι βρασμένο καί πού έπεκράτησαν τελικά των άλλων, κρύπτουν διδακτικότατο συμβολισμό. Συμβολίζουν τήν έκ νεκρών ανάσταση των σωμάτων. Μάς υπενθυμίζουν ότι καί ό άνθρωπος είναι σπόρος, ό όποίος κατά τόν θάνατό του θάπτεται στή γη, όπως τό σιτάρι. Τό σπέρμα αυτό θά έξαναστηθεί καί πάλι μέ τή δύναμη τού Θεού Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, μέσα στά κόλλυβα προσθέτουμε καί διάφορα άλλα σπέρματα. Βασική όμως θέση κατέχει τό σιτάρι, διότι καί ό Σωτήρ παρομοίασε τό πανάγιο Σώμα του καί τήν έκ νεκρών ’Ανάστασή του μέ αυτό, λέγοντας έάν τό μικρό σπυρί του σιταριού δέν πέσει καί δέν καταχωθεί στή γη καί δέν σαπίσει μέσα στό χώμα, μένει μοναχό του καί δέν πολλαπλασιάζεται. Έάν όμως μέ τή σπορά του στή γη άποθάνει καί ταφεί, βγάζει πολύ καρπό. Έτσι καί έγώ έάν άποθάνω, όπως όρισε ό Θεός Πατήρ μου, θά καρποφορήσω τή σωτηρία τού ανθρωπίνου γένους (Ίω. ιβ' [12] 24).   Τόν Δεσποτικό αύτό λόγο συμπληρώνει ό θείος Παύλος, όταν κάνει λόγο γιά τήν ανάσταση τών νεκρών σωμάτων (βλ. Α' Κορ. ιε' [15] 3549).
Ώφελούν τά Μνημόσυνα;
Τίς δεήσεις ύπέρ τών κεκοιμημένων κατά τή θεία Λειτουργία καί κατά τά ιερά Μνημόσυνα τίς απευθύνουμε στόν Θεόν, επειδή ελπίζουμε καί πιστεύουμε στή φιλανθρωπία καί τή φιλευσπλαγχνία του, στό έλεημονητικό καί φιλόστοργο του. ’Άλλωστε ό μαθητής τής αγάπης μάς ενθαρρύνει γι’ αύτό μέ τούς λόγους: Απόδειξη ότι έχουμε πράγματι παρρησία καί θάρρος πρός τόν Θεόν, πρός τόν όποίο απευθυνόμαστε καί ομιλούμε μέ οικειότητα, είναι τό ότι μάς εισακούει, έάν ζητούμε κάτι σύμφωνο πρός τό θέλημά του. Καί έφ’ όσον γνωρίζουμε ότι μάς εισακούει σέ ό,τι τού ζητούμε, γνωρίζουμε ότι μέ τίς προσευχές μας θά έπιτύχουμε ασφαλώς. Μάλιστα είναι σάν νά έχουμε λάβει από τώρα καί τά αίτήματά μας έκείνα τά όποία  τού απευθύναμε καί τά όποία  πρόκειται νά πραγματοποιηθούν στό μέλλον (Α' Ίω. ε 1415).
Άλλ’ είναι φανερό ότι καί με τίς προσευχές μας υπέρ των κεκοιμημένων ζητούμε από τόν Θεόν τά αρεστά σ’ Αυτόν, αφού ό Θεός, ώς πηγή τής αγάπης καί τού ελέους, θέλει πάντας άνθρώπους σωθψαι {Κ Τιμ. β' 4). Αύτό, γράφει ό Ιερός Δαμασκηνός, είναι εκείνο τό όποίο κατ’ έξοχην εύχαριστεί τόν φιλοικτίρμονα Κύριον, τό νά σπεύδουμε ό καθένας σέ βοήθεια τού πλησίον. Ό έλεήμων Θεός θέλει πολύ νά εύεργετούμεθα όλοι από όλους, καί ζώντες καί μετά θάνατον. Διότι ό υπεράγαθος Κύριος τή σωτηρία μας διψά καί θέλει, καί ζητεί καί έφίεται (επιθυμεί) καί χαίρει καί κατευφραίνεται, όταν ό άνθρωπος δέν στερείται τών θείων δωρεών του  Έπί πλέον, προσθέτει ό άγιος Δαμασκηνός, οι θεηγόροι Απόστολοι (...) καί πνευματοφόροι Πατέρες έθέσπισαν μέ θεόπνευστο στόμα, μέ τρόπο αρεστό στόν Θεόν τάς λειτουργίας, εύχάς τε καί ψαλμωδίας, ετησίους τε καί μνήμας τών προκεκοιμημένων, καί αύτό γίνεται μέχρι τώρα μέ τή χάρη τού φιλάνθρωπου Θεού. Τόσο τό μνημόσυνο κατά τήν ώρα της άναιμάκτου θυσίας όσο καί τά τρίτα καί ένατα καί τεσσαράκοντα καί (τάς) έτησίους μνήμας καί τελετάς ή Εκκλησία τά κρατεί καί τά συνεχίζει χωρίς καμμία άντίρρηση, όπως επίσης καί ό θεοσύλλεκτος καί πανευσεβής λαός άπαρασαλεύτως κατέχει κατά τρόπο άδιάβλητο όλα αυτά σημαίνουν ότι τούτο είναι δίκαιο στά μάτια τού Κυρίου.  
Τούς λόγους λοιπόν τού Κυρίου καί τή φιλάνθρωπη βουλή του έχουν ύπ’ όψη τους οί θείοι Πατέρες, όταν διδάσκουν ότι οί ευχές μας ύπέρ τών κεκοιμημένων ώφελούν τούς άπελθόντες. Έτσι ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων γράφει: Πιστεύουμε ότι γίνεται μεγίστη όνησις, πολύ μεγάλη ώφέλεια στίς ψυχές, ύπέρ τών όποιων άναφέρεται ή δέησις τήν ώρα πού είναι εκτεθειμένη έπάνω στήν άγια Τράπεζα ή φρικωδεστάτη θυσία.  
Ό ιερός Χρυσόστομος ύποστηρίζει ότι οί εύχές ύπέρ τών κεκοιμημένων προσφέρουν σ’ αύτούς τινά παραμυθίαν, κάποια παρηγοριά. Έξ άλλου, συνεχίζει, δέν νομοθετήθηκε χωρίς λόγο ύπό των Αποστόλων τό νά ένθυμούμεθα τούς κεκοιμημένους προσφιλείς μας κατα την ώρα τού Μυστηρίου τής θείας Ευχαριστίας. Οί άγιοι Απόστολοι ένομοθέτησαν αύτό, διότι γνωρίζουν ότι προσγίνεται (προστίθεται) στούς άπελθόντες πολύ κέρδος, πολλή ωφέλεια. Διότι, όταν όλος ό λαός δέεται μέ τά χέρια ύψωμένα πρός τόν ουρανό, όπως επίσης καί ολόκληρο πλήρωμα ιερατικόν, καθ’ όν χρόνον μπροστά τους πρόκειται ή φρικτή θυσία, πώς ου δυσωπήσομεν (θά έπικάμψουμε, θά εξιλεώσουμε) ύπέρ τούτων (τών κεκοιμημένων) τόν Θεόν παρακαλούντες;   Άλλου παρατηρεί: Ούκ είκή,όχι ματαίως, προσφοραί ύπέρ τών άπελθόντων γίνονται, ούκ είκή ίκετηρίαι (ικεσίες, δεήσεις). Μή αμφίβαλλε ότι ό άπελθών καρπώσεταί τι χρηστόν ότι θά ωφεληθεί κάτι τό αγαθό, τό χρήσιμο. Διότι ό διάκονος δέν μάς καλεί απλώς καί χωρίς λόγο νά προσευχηθούμε ύπέρ τών έν Χριστώ κεκοιμημένων. Τη φωνή αύτή δέν αφήνει ό άνθρωπος διάκονος, αλλά τό Πνεύμα τό άγιον διά τού διακόνου, ό όποίος έχει τό Ιερατικό χάρισμα. Τί λέγεις; Η αναίμακτη θυσία είναι στά χέρια τού ίερέως· παρευρίσκονται άοράτως άγγελοι καί αρχάγγελοι είναι παρών ό Υιός τού Θεού, όλοι στέκονται μετά τοσαύτης φρίκης, καί σύ νομίζεις ότι τά λεγάμενα απλώς λέγονται; Είναι μεγάλη τιμή νά εκφωνείται τό όνομα κάποιου την ώρα πού είναι παρών ό Δεσπότης Χριστός καί έπιτελείται ή ανάμνηση εκείνη τής φρικτης θυσίας, τών φρικτών μυστηρίων. 
Ό όσιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας την άποστολική καί εκκλησιαστική Παράδοση, γράφει: Τίποτε δέν είναι τόσο ωφέλιμο σ’ αύτόν πού κοιμήθηκε καί τίποτε δέν είναι τόσο πολύ πρόξενο εύφροσύνης καί φωτισμού καί Θεού ένώσεως αίτιον, όσο τό τίμιο Αίμα τού Κυρίου, τό όποίο χύνεται ύπέρ ημών τών αχρείων, καί τό άχραντο Σώμα του,τό όποίο έπαθε ύπέρ ημών επάνω στό Σταυρό. Γι’ αύτό δέν πρέπει νά παραλείπουμε τά ιερά Μνημόσυνα. ’Ιδιαίτερα πρέπει νά μνημονεύουμε τούς κεκοιμημένους κατά τήν ώρα της θείας Εύχαριστίας, διότι αύτή μάς δόθηκε καί πρός τόν σκοπό αύτό. 
Έδώ πρέπει νά σημειώσουμε ότι τό καθαυτό μνημόσυνο είναι ή μνημόνευση ύπό τού ίερέως των κεκοιμημένων κατά τη θεία Λειτουργία, ευθύς μετά τόν καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Αύτό όμως τό αγνοούν πολλοί νομίζουν ότι τό καθαυτό μνημόσυνο είναι ή σύντομη Ακολουθία πού τελείται μετά τη θεία Λειτουργία. Γι’ αύτό καί προσέρχονται δυστυχώς μόνο σ’ αύτήν, χωρίς νά έχουν έκκλησιασθεί καθόλου...
’Από τούς πιό πάνω λόγους των θεοφόρων Πατέρων είναι προφανές ότι τά όσα λέγουν περί ώφελείας των Μνημοσύνων άφορούν σέ κεκοιμημένους πού έφυγαν από την παρούσα ζωή μέ μετάνοια ή μέ άγιο πόθο μετάνοιας, την οποία δέν πρόφθασαν νά ολοκληρώσουν. Τό συμπέρασμα των πατερικών λόγων καί γενικά της σχετικής διδασκαλίας τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας μάς τό δίνει πολύ ώραϊα ό Π. Ν. Τρεμπέλας, ό όποίος γράφει:
Διά τής προσφοράς τής θείας Εύχαριστίας ύπέρ των έκ τών τεθνεώτων έχόντων ανάγκην τού θείου ελέους, προσγίνεται εις αύτούς ώφέλεια καί άνακούφισις εν τή καταστάσει της άθλιότητος, στην όποία  διατελούσι διά τάς μη έν τή επί γης ζωή αύτών έπανορθωθείσας καί θεραπευθείσας διά τής μετάνοιας αμαρτίας. ’Αλλά μέχρι τίνος εκτείνεται ή ώφέλεια καί όνησις αύτη, αποτελεί πρόβλημα. Δέν μάς άπεκαλύφθη καί άρα δέν μπορούμε μόνοι μας νά καθορίσωμεν μέχρι τίνος βαθμού φθάνει καί ποιαν επακριβώς ίσχύν έχει ή ώφέλεια αυτή. Πάντως αποκλείεται μεταπήδησις τής ψυχής από τής καταστάσεως τής πονηριάς καί άθλιότητος εις την κατάστασιν τής άγιότητος καί μακαριότητος. 
Έτονίσαμε ότι κάθε φορά πού προσευχόμαστε ύπέρ άλλήλων, κάνουμε έργο άγιο, εύάρεστο στόν Θεόν. Όταν λοιπόν εύχόμαστε καί ύπέρ τών αδελφών μας πού έφυγαν ανέτοιμοι γιά την αιωνιότητα, έργο ιερό καί θεοφιλές έπιτελούμε. Ναί, επιμένουν όσοι αντιλέγουν αλλά έν τώ άδη ούκ έστι μετάνοια. Τέτοια φράση βέβαια δέν ύπάρχει στην Αγία Γραφή. Ό αντίλογός τους όμως έχει αλήθεια, διότι πράγματι μετά θάνατον δέν ύπάρχει τρόπος μετανοίας
Ό άγιος ’Ιωάννης Δαμασκηνός άναφερόμενος σ’ αύτό τό θέμα λέγει τά έξης: Μετά θάνατον δέν οπάρχει μετάνοια, όχι επειδή ό Θεός δέν δέχεται τη μετάνοια (ό Θεός δέν μπορεί νά άρνηθεί τόν εαυτό του, ούτε αποβάλλει τη συμπάθεια), αλλά επειδή ή ψυχή πλέον δέν τρέπεται, δέν μεταβάλλεται. Όπως δηλαδή οί δαίμονες έπειτα από τήν πτώση τους δέν μετανοούν, ούτε οί άγγελοι αμαρτάνουν τώρα, αλλά καί οί μέν καί οί δέ έχουν αποκτήσει τήν άτρεψία, τή σταθερότητα, έτσι καί οί άνθρωποι μετά τόν θάνατο έχουν τό άτρεπτον τό άμετάβλητο, τό σταθερό.   Συνεπώς στόν άδη είναι αδύνατη ή μετάνοια καί ή μεταπήδηση της ψυχής από τή μία κατάσταση στήν άλλη.
Τήν άλήθεια αυτή μάς τή δίδαξε ό Κύριος, έκτος των άλλων, καί μέ τίς δύο παραστατικές παραβολές: του πλουσίου καί τού Λαζάρου (Λουκ. ιζ' [16] 1931) καί των δέκα Παρθένων (Ματθ. κε' [25] 112). Οί παραβολές αυτές ύπογραμμίζουν ότι μόνο ή παρούσα ζωή είναι καιρός αγώνος γιά τόν έξαγιασμό της ψυχής. Όταν φύγουμε από έδώ αμετανόητοι, αποκλείεται καί ή είσοδός μας στό χορό των αγίων. Γι’ αύτό φωνάζει ό θείος Παύλος: Ιδού νύν καιρός εύπρόσδεκτος (κατάλληλος γιά μετάνοια), ιδού νύν ημέρα σωτηρίας (Β' Κορ. ζ' 2). Καί αλλού: Έως ότου βρισκόμαστε στήν παρούσα ζωή, άς έργαζώμεθα τό άγαθόν πρός όλους (Γαλ. ς’10).
Οί θείοι Πατέρες αναλύουν έπανειλημμένα τή σπουδαία αυτή αλήθεια, τήν οποία ό διάβολος ό πλανών την οικουμένην (Άποκ. ιβ' [12] 9) χρησιμοποιεί κάθε τρόπο ώστε νά μάς κάμει νά τήν λησμονήσουμε. Όσο χρόνο είμαστε στόν κόσμο αύτό, άς μετανοήσουμε έξ όλης καρδίας, φωνάζει ό άγιος Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης, γιά όσα αμαρτωλά έπράξαμε. ώστε νά σωθώμεν ύπό τού Κυρίου. Διότι μετά τήν έξοδό μας έκ τού κόσμου ούκέτι δυνάμεθα έκεί έξομολογήσασθαι ή μετανοείν έτι.   Ό Μ. Βασίλειος ύπενθυμίζει ότι τής μετάνοιας καί της άφέσεως τών αμαρτιών ό παρών έστι καιρός· στόν μέλλοντα αιώνα είναι ή δικαία κρίσις τής άνταποδόσεως   Ό Θεολόγος Γρηγόριος γράφει: Γιά όσους κατέβηκαν στόν άδη δέν ύπάρχει ή δυνατότητα νά δοξολογήσουν τόν Θεόν καί νά διορθωθούν
Διότι ό Θεός στην παρούσα ζωή συνεδύασε ζωή και έργα, στήν άλλη όμως ζωή τήν εξέταση εκείνων πού έπράξαμε.   Ό δέ ιερός Χρυσόστομος αναφωνεί: Όσο χρόνο είμαστε έδώ στή γη, ελπίδας έχομεν χρηστός όταν όμως άπέλθωμεν έκει, δεν έχουμε πλέον τή δυνατότητα νά μετανοήσουμε ούτε νά καθαρισθούμε από τίς αμαρτίες μας. Εκεί είναι κρίσις καί κόλασις.
Παρά ταύτα οί άγιοι Πατέρες δέν συμβουλεύουν νά μήν προσευχόμαστε ύπέρ των αδελφών μας πού έφυγαν έν άμαρτίαις. Άλλωστε ποιός γνωρίζει τά βάθη τής ψυχής τού άλλου ανθρώπου; Ποιός γνωρίζει τί συνέβη στό εσωτερικό της ψυχής του κατά τίς τελευταίες στιγμές τής ζωής του; Ποιός γνωρίζει πόσο αμαρτωλός ήταν ό προσφιλής μας, όταν παρέδιδε τό πνεύμα, καί πώς ακριβώς έργάσθηκε καί στή δική του ψυχή ό φιλάνθρωπος Κύριος, ό όποίος θέλει όλοι οί άνθρωποι νά σωθούν καί νά λάβουν διά τής πίστεως πλήρη γνώση τής αλήθειας του; (πρβλ. Α' Τιμ. β' 4). Γι’ αυτό ό άγιος Κύριλλος 'Ιεροσολύμων σ’ εκείνους πού ρωτούν τί ώφελείται ή ψυχή πού φεύγει μέ τά άμαρτήματά της από τόν παρόντα κόσμο; άπαντά μέ τό ακόλουθο παράδειγμα: Φαντάζεται κάποιον βασιλέα, ό όποίος εξόρισε υπηκόους πού έπαναστάτησαν εναντίον του. Στόν βασιλέα αύτόν παρεμβαίνουν φίλοι των εξόριστων, οί όποίοι, άφού πλέξουν στεφάνι, τό προσφέρουν στόν βασιλέα ύπέρ των έν έξορίαις. Καί έρωτά ό άγιος: Άραγε ό βασιλεύς δέν θά καμφθεί από τίς έπίμονες αύτές παρακλήσεις, ώστε νά δώσει στούς έξορίστους του άνεσιν τών κολάσεων; Κατά παρόμοιο τρόπο, συνεχίζει, όταν προσφέρουμε καί έμείς δεήσεις στόν Θεόν ύπέρ τών κεκοιμημένων, καί άν άκόμη αυτοί είναι αμαρτωλοί, δέν πλέκουμε καί δέν προσφέρουμε στεφάνι, αλλά προσφέρουμε τόν Χριστόν πού θυσιάσθηκε γιά τίς δικές μας αμαρτίες, ζητώντας καί λαμβάνοντας συγγνώμη από τόν φιλάνθρωπον Θεόν γι’ αυτούς καί γιά μάς.  
Ό ιερός Χρυσόστομος, άναφερόμενος στις εύχές μέ τίς όποίες δέεται ό ίερεύς καί ό λαός ύπέρ τών κεκοιμημένων ευθύς μετά την καθαγίαση τών Τιμίων Δώρων, παρατηρεί: Είναι μεγάλη τιμή τό νά μνημονευθεί τό όνομά σου κατά την ώρα έκείνη. Διότι όπως ακριβώς όταν κάθεται ό βασιλεύς στόν θρόνο του, όσα κανείς θέλει καί τού ζητεί τά λαμβάνει, καί επομένως κερδίζει καί ωφελείταιόταν όμως σηκωθεί, όσα καί άν λέγει κανείς μάταια τά λέγει, έτσι καί κατά τη φρικτή έκείνη ώρα τής θείας Ευχαριστίας. Έφ’ όσον χρόνο βρίσκονται ένώπιόν μας τά άχραντα Μυστήρια, δηλαδή αυτός ό ίδιος ό Βασιλεύς Χριστός επάνω στήν αγία Τράπεζα, είναι γιά όλους τιμή μεγίστη,τό μνήμης άξιούσθαι. Τήν ώρα έκείνη καταγγέλλεται (Α' Κορ. ια' [11] 26). κηρύττεται καί όμολογείται δημοσίως τό φρικτόν μυστήριον, ότι ύπέρ της οικουμένης έδωκεν εαυτόν (θυσιάσθηκε) ό Θεός. Μαζί λοιπόν μέ τό μέγα έκείνο θαύμα ή στρατευομένη Εκκλησία ύπενθυμίζει στόν Θεόν τούς αμαρτωλούς,   καί τόν παρακαλεί νά τούς αναπαύσει εκεί όπου εποπτεύει καί λάμπει τό φώς τού προσώπου του.
Ό ιερός Δαμασκηνός γράφει ότι έκείνον πού έφυγε αμετανόητος καί μέ βίον πονηρόν, κανείς καί σέ τίποτε δέν μπορεί νά τόν βοηθήσει. Εκείνον όμως πού έφυγε μέ ελάχιστη αρετή, τήν όποία  δέν πρόλαβε ή, άν καί ήθελε, δέν μπόρεσε νά τήν αύξήσει λόγω ραθυμίας, άμελείας ή αναβολής ή δειλίας, δέν πρόκειται νά τόν λησμονήσει ό Κύριος, ό δίκαιος Κριτής καί Δεσπότης.   Επομένως τό δικό μας χρέος, όσων ζούμε ακόμη, είναι νά προσευχόμαστε καί γι’ αύτή τήν τάξη τών κεκοιμημένων αδελφών μας.
Ό θείος Χρυσόστομος, ένώ διδάσκει ότι τό μνημόσυνο ύπέρ τών άπελθόντων κατά τήν ώρα τής θείας Εύχαριστίας προσφέρει σ’ αύτούς πολλήν τήν ώφέλειαν, συγχρόνως τονίζει: Δέν μένει έλπίδα σέ όσους φεύγουν μετά αμαρτημάτων πρός έκεί όπου δέν είναι δυνατόν νά καθαρισθούν από αύτά. Όσοι έφυγαν άμετανόητοι είναι θρήνων άξιοι καί όδυρμών, διότι βρίσκονται έξω τής βασιλείας τού Θεού, μετά τών καταδίκων, μετά τών κατεγνωσμένων (καταδικασμένων). Άλλ’ ένώ λέγει ότι πρέπει νά κλαίωμεν τούτους, ταυτοχρόνως προσθέτει: Άς βοηθώμεν αύτοίς κατά  δ ύ ν α μ ι ν, (ας) έπινοήσωμεν γι’ αυτούς τινά (κάποια) βοήθειαν, μικράν μέν, βοηθείν όμως δυναμένην. Πώς καί με ποιόν τρόπο; Νά προσευχόμαστε εμείς οί ίδιοι, νά προτρέπουμε όμως καί άλλους νά προσεύχονται υπέρ αυτών.   ’Άλλοτε πάλι λέγει: ’Άς μην άποκάμνουμε στό νά βοηθούμε τούς προσφιλείς μας πού έφυγαν γιά την άλλη ζωή. ’Άς μήν κουρασθούμε προσευχόμενοι ύπέρ αύτών, μάλιστα δέ κατά τήν ώρα τής θείας Ευχαριστίας. Διότι τήν ώρα εκείνη τό κοινόν τής οικουμένης κείται καθάρσιον (καθαρτήριος θυσία). Διά τούτο μέ θάρρος άς προσευχόμαστε τότε ύπέρ ολοκλήρου τής οικουμένης καί άς μνημονεύουμε τούς κεκοιμημένους μας μαζί μέ τούς Μάρτυρες, μέ τούς 'Ομολογητές, μέ τούς ιερείς. ’Επειδήόλοι οί πιστοί είμαστε ένα σώμα πνευματικό, έστω καί άν ορισμένα μέλη του είναι λαμπρότερα από τά άλλα μέλη. ’Άς τούς μνημονεύουμεκαί άν είναι δυνατόν, άς ζητούμε γι’ αύτούς συγγνώμη από παντού, από τίς δεήσεις, από τά δώρα πού προσφέρουμε ύπέρ αύτών, καί από τούς Αγίους οί όποίοι μνημονεύονται μαζί τους κατά τήν ώρα τής θείας Εύχαριστίας.  
Σέ άλλη περίπτωση έλεγε ό ιερός Χρυσόστομος: ’Εάν ό προσφιλής μας έφυγε έν άμαρτίαις, άς προσπαθήσουμε νά τόν βοηθήσουμε, όσο μάς είναι δυνατόν, μέ εύχές καί ικεσίες πρός τόν Θεόν μέ ελεημοσύνες καί προσφορές πρός τούς πτωχούς. Διότι αύτά δέν γίνονται χωρίς λόγο, ούτε μάταια μνημονεύουμε αύτούς επί τών θείων μυστηρίων ούτε μάταια προσευχόμαστε στόν κείμενον Αμνόν, δηλαδή τόν Χριστόν, ό όποίος έσήκωσε στούς ώμους του τήν αμαρτίαν τού κόσμου. Αύτά γίνονται γιά νά λάβουν οί κεκοιμημένοι παραμυθίαν τινά, κάποια παρηγοριά. Ούτε πάλι μάταια φωνάζει ό παρεστώς τώ θυσιαστηρίω, τήν ώρα πού βρίσκονται επάνω στήν αγία Τράπεζα τά φρικτά μυστήρια ύπέρ πάντων τών έν Χριστώ κεκοιμημένων καί έκείνων πού τούς ένθυμούνται. Όσα τελούνται στούς ιερούς ναούς μας δέν είναι όμοια μέ εκείνα τής Σκηνής τών ’Ιουδαίων μή γένοιτο Τά δικά μας έπιτελούνται Πνεύματος διατάξει. ’Άς βοηθούμε λοιπόν αύτούς καί άς τούς μνημονεύουμε. Διότι, έάν τά παιδιά τού Ίώβ τά καθάριζε ή θυσία τού πατέρα τους (βλ. Ίώβ ά 5),γιατί αμφιβάλλεις έάν καί εμείς, όταν προσφέρουμε δεήσεις καί θυσία στόν Θεόν ύπέρ τών άπελθόντων, γίνεται τις αύτοίς παραμυθία; 
Ό Μ. Αθανάσιος δέχεται ότι καί οί ψυχές τών αμαρτωλών λαμβάνουν κάποια ευεργεσία από τήν αναίμακτη θυσία αύτό όμως γίνεται ως μόνος έπίσταται καί κελεύει ό ζώντων καί νεκρών έξουσιαστής καί Θεός ημών . Επομένως τό ζήτημα αύτό ό Μ. ’Αθανάσιος δέν τό λύνει τό αφήνει στή θεία Φιλανθρωπία.
Από όσα γράψαμε μέχρι τώρα συνάγεται ότι ή άγια μας Εκκλησία δέεται στόν Νυμφίον Χριστόν καί γιά τούς έν μετανοία άπελθόντες, αλλά καί γιά εκείνους πού έφυγαν έν άμαρτίαις. Προσεύχεται από αγάπη ύπέρ ό λ ω ν έφ’ όσον μάλιστα ή σωτηρία προσφέρεται από τόν απολύτως αναμάρτητο καί καρδιογνώστη Θεόν ως δωρεά καί χάρη πρός όλους. Ένώ όμως ή μητέρα Εκκλησία εύχεται καί γιά τούς αμαρτωλούς, δέν διδάσκει ούτε ύπόσχεται ότι όσοι έφυγαν αμετανόητοι θά λάβουν άφεση αμαρτιών. Επίσης οί θεόσοφοι Πατέρες, οί όποίοι μάς παρακινούν νά δεόμεθα καί ύπέρ τών αμαρτωλών, δέν ύποστηρίζουν ότι μέ τίς προσευχές καί τά μνημόσυνα θά απαλλάξουμε αύτούς από τά δεινά τού Αδη καί θά τούς μεταθέσουμε από τόν τόπο τής τιμωρίας στόν Παράδεισο. Σημειώνουν μόνο ότι όσοι έφυγαν μέ τίς αμαρτίες τους λαμβάνουν μέ όλα αύτά κάποια π α ρ η γ ο ρ ί α ότι μέ τίς ευχές μας ή τιμωρία τους γίνεται κάπως ελαφρότερη. Καί έν πάση περιπτώσει μόνον ύπέρ αύτών πού έφυγαν μέ τήν ορθή πίστη στόν Σωτηρα Χριστόν πρέπει νά προσφέρεται ή αναίμακτος θυσία της θείας Εύχαριστίας, διότι οί αλλόθρησκοι ή οί ετερόδοξοι ή άκόμη καί αύτοί οί κατηχούμενοι δέν έχουν ούτε αύτή τήν παρηγοριά έχουν στερηθεί άπό κάθε τέτοιου είδους βοήθεια, έκτος άπό μία, πλήν μιας τίνος,της ελεημοσύνης,ή όποία  προσφέρεται ύπέρ τών ψυχών τους. Ή ελεημοσύνη αύτή τούς προσφέρει κάποια άναψυχή, κάποια παρηγοριά ποιεί τι να αύτοίς παραψυχήν τό πράγμα. 
Τό συμπέρασμα έπομένως είναι αυτό: Ή μνημόνευση των ονομάτων των άπελθόντων ύπό τού ίερέως κατά την ώρα της θείας Ευχαριστίας, καί γενικά τά ιερά Μνημόσυνα, είναι αναγκαία γιά τίς ψυχές όλων των προκεκοιμημένων όμοδόξων αδελφών μας. Καί όπως λέγει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, όλα αυτά δέν έπινοήθηκαν από τούς Πατέρες χωρίς λόγο. Είθε νά μη συμβει νά πιστέψουμε ότι δέν χρειάζονται τά μνημόσυνα, ή νά παραλείψουμε κάτι από αυτά.   Μέ τίς προσευχές μας κατά τη θεία Λειτουργία καί τά ιερά Μνημόσυνα πιστοποιούμε ότι όλοι, ζώντες καί τεθνεώτες, ανήκουμε σ’ ένα πνευματικό σώμα, την Εκκλησία. Μέ όλα αύτά ικετεύουμε τόν Χριστόν, πού είναι ό κύριος τής ζωής καί τού θανάτου, νά παράσχει στους πέραν τού τάφου αδελφούς μας, κατά τήν αγαθότητα, εύσπλαγχνία καί χάρη του, τό θείο έλεος. Αλλά καί τό γεγονός ότι πολλοί άλλοι προσεύχονται μαζί μας υπέρ τών συγγενών μας, μάς παρηγορεί όχι λίγο. Έπί πλέον μέ τίς προσευχές καί τά ιερά Μνημόσυνα υπέρ τών άπελθόντων θυμόμαστε τη ματαιότητα τών έγκοσμίων, τό πρόσκαιρο τής παρούσης ζωής, τόν θάνατο καί τήν αιωνιότητα. Καί έν πάση περιπτώσει ώφελεί ή ύπέρ τών κεκοιμημένων γενομένη εύχή, εί καί (παρ’ όλον πού) τά όλα τών αίτιαμάτων (αμαρτημάτων) ούκ άποκόπτοι.   Τό σημαντικότερο είναι ότι μέ όλα αύτά ωφελούμαστε πάντοτε έμείς οί ζώντες, άφού προσφέρομεν Χριστόν έσφαγιασμένον ύπέρ τών ήμετέρων αμαρτημάτων ζητώντας τό έλεος τού φιλάνθρωπου Θεού γι’ αύτούς καί γιά μάς.   Κάθε ένας πού προσεύχεται καί κοπιάζει καί αγωνίζεται γιά τή σωτηρία τού άλλου, ώφελεί πρώτα τόν εαυτό του καί κατόπιν τόν πλησίον, λέγει ό ιερός Δαμασκηνός.   Διότι δέν είναι άδικος ό Θεός, ώστε νά λησμονήσει τήν όλη χριστιανική διαγωγή μας καί τόν κόπο τής αγάπης, όταν ύπηρετούμε γιά τό όνομά του τούς αδελφούς μας (βλ. Έβρ.ς' 10).
 Αγαθοεργίες ύπέρ τών κεκοιμημένων
Ελεημοσύνες ύπέρ τών ψυχών τών προαναπαυσαμένων αδελφών προσέφερε ανέκαθεν ή στρατευομένη ’Εκκλησία τού Χριστού. Αί Αποστολικαί Διαταγαί, που καθορίζουν τά τρίτα, ένατα καί ετήσια μνημόσυνα, προσθέτουν: ’Άς δίνει ό πιστός από τά υπάρχοντά του ελεημοσύνη στούς πτωχούς εις άνάμνησιν τού άπελθόντος. Αύτό όμως, παρατηρούν Αι Διαταγαί, ισχύει γιά εκείνους πού έφυγαν μέ μετάνοια. Διότι γιά τούς μεταστάντες ασεβείς, καί αν ακόμη δώσεις στους πτωχούς όλα τά αγαθά τού κόσμου, δέν πρόκειται νά τούς ωφελήσεις σέ τίποτε.   Ό ιερός Χρυσόστομος, ό όποίος άποτρέπει τούς Χριστιανούς από τό διαβολικόν πένθος τών κοπετών καί όδυρμών, λέγει: Θέλεις νά τιμήσεις τόν άπελθόντα; Τίμησέ τον όχι   μέ θρήνους καί κοπετούς, αλλά μέ έλεημοσύνας, ευεργεσίας, λειτουργίας. ’Εάν αυτός πού πέθανε ήταν αμαρτωλός καί είχε έλθει σέ αντίθεση μέ τόν Θεόν σέ πολλά ζητήματα, κάμε αύτά πού μπορούν νά τού προσφέρουν κάποια ανακούφιση καί παρηγοριά. Δώσε έλεημοσύνας καί προσφοράς.   ’Άλλοτε, σ’ εκείνους πού λέγουν τώρα που έφυγε ό κληρονόμος μας σέ ποιόν θά άφήσουμε τά ενδύματα, τά σπίτια, τά κτήματά μας; άπαντά ό ιερός Χρυσόστομος: Στόν ίδιο, αύτόν πού άπέθανε καί μάλιστα κατά τρόπο άσφαλέστερο, παρά εάν ζούσε. Διότι δέν υπάρχει κανένα εμπόδιο σ’ αύτό. Πραγματικά· εάν οί βάρβαροι καίουν τά ύπάρχοντά τους μαζί μέ τά πτώματα τών άποθανόντων, όμως σύ ό πιστός μπορείς νά τά άποστείλεις στούς ούρανούς μαζί μέ τόν άπελθόντα. Όχι βέβαια μέ τό νά τά κάψεις καί νά τά κάμεις στάχτη, αλλά μέ τό νά τά προσφέρεις στούς πτωχούς. Έτσι θά περιβάλεις τόν προσφιλή σου μέ μεγαλύτερη δόξα. Καί έάν μέν πέθανε αμαρτωλός, γιά νά συγχωρηθούν τά άμαρτήματά του. ’Εάν όμως πέθανε δίκαιος, γιά νά αύξηθεί ό μισθός του καί ή ανταπόδοση τών καλών έργων.  
Σέ άλλη περίπτωση ό Ιερός Χρυσόστομος έδίδασκε: Αύτόν πού έφυγε έν άμαρτίαις μπορούμε νά βοηθήσουμε κάπως, ώστε ή τιμωρία νά τού γίνει περισσότερο υποφερτή  ήμερον γενέσθαι αύτώ τήν κόλασιν  μέ συνεχείς ευχές καί έλεημοσύνη. Καί αν άκόμη έκείνος είναι άνάξιος, ό Θεός θά λυπηθεί εμάς. ’Εάν ό Παύλος ελέησε καί συνεχώρησε άλλον χάρη στίς εύχές άλλων, πολύ περισσότερο πρέπει νά κάνουμε αυτό έμείς. Όσο ό άποθανών είναι ύπεύθυνος αμαρτημάτων, τόσο μεγαλύτερη έλεημοσύνη πρέπει νά προσφέρουμε ύπέρ αύτού. Μήν ασχολούμαστε μέ τά σάβανα καί τά μνήματα. Έντάφιον μέγιστον γιά τόν μεταστάντα είναι αύτό: Κάλεσε καί βοήθησε τίς χήρες, πές σ’ αυτές τό όνομά του, παρακάλεσέ τες νά δέονται έκτενώς ύπέρ αύτού οί επίμονες αύτές παρακλήσεις θά κάμψουν τόν Θεόν. Πολλοί ώφελήθηκαν από έλεημοσύνες πού προσφέρθηκαν από άλλους ύπέρ της ψυχής τους. Καί εάν δέν ώφελήθηκαν πλήρως, όμως βρήκαν κάποια παρηγοριά. Καί έπιλέγει: Δέν γίνονται χωρίς λόγο προσφοραί ύπέρ τών άπελθόντων, ίκετηρίαι, έλεημοσύναι ταύτα πάντα τό Πνεύμα διέταξε  Άλλοτε, παρακινώντας τούς πιστούς νά τελούν Μνημόσυνα ύπέρ τών άπελθόντων, συμβούλευε νά δίδουν συνεχώς καί έλεημοσύνες ύπέρ αύτών. Διότι ή προσφορά αύτή τούς παρέχει τινά παραμυθίαν (κάποια παρηγοριά). Τήν άποψή του αύτή τή στήριζε στόν λόγο πού ό Θεός είπε πρός τόν βασιλέα Έζεκίαν διά τού προφήτου Ήσαίου: Θά ύπερασπίσω τήν πόλη αύτή, τήν Ιερουσαλήμ, έξ αιτίας τής άγαθότητος, τής φιλανθρωπίας μου καί γιά τη δόξα μου καί πρός χάρη τού Δαβίδ, τού δούλου μου (Δ' Βασ. κ [20] 6). ’Εάν λοιπόν, παρατηρεί ό θείος Πατήρ, ή μνήμη (ή ανάμνηση) τού δικαίου Δαβίδ είχε τόση μεγάλη δύναμη στήν περίπτωση εκείνη, όταν όχι μόνο μνήμη αλλά καί έργα (αγαθοεργίες) γίνονται ύπέρ τού κεκοιμημένου, πώς δέν θά έχουν δύναμη;   Συμπληρώνοντας τή διδασκαλία αύτή έτόνιζε ότι οί κατηχούμενοι δέν καταξιούνται τής παραμυθίας από τίς εύχές τής θείας Εύχαριστίας. ’Ωφελούνται όμως κάπως από τίς έλεημοσύνες πού δίδονται ύπέρ αύτών. Ή προσφορά αύτή, έλεγε ό ιερός Χρυσόστομος, ποιεί αύτοίς τινα παραψυχήν, τούς παρέχει κάποια παρηγοριά, κάποια ανακούφιση.  
Αυτά έχοντας ύπ’ όψη καί ό Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: Κάθε Χριστιανός άς γνωρίζει ότι εάν αγαπά τόν μεταστάντα συγγενή του, μπορεί νά τόν ωφελήσει προσφέρων υπέρ αυτού ελεημοσύνες. Γίνεται σ’ αυτόν πρόξενος πολλής ευφροσύνης; όταν βοηθεί τούς πτωχούς, όταν ελευθερώνει αιχμαλώτους καί γενικά όταν πράττει όλα εκείνα μέ τά όποία  ύπηρετείται ό Θεός. 
Επομένως, καί γιά τίς άγαθοεργίες υπέρ των κεκοιμημένων ισχύουν τά όσα γράψαμε προηγουμένως ως συμπέρασμα γιά τά ιερά Μνημόσυνα. Ή θεοφιλής στάση απέναντι των μεταστάντων άδελφών μας είναι στάση συνεχούς προσευχής καί θερμής ικεσίας στόν Δεσπότη Χριστόν. Είναι άσκηση έργων αγάπης, προσφορά ελεημοσυνών ύπέρ των ψυχών τους· είναι γονυπετής καρτερική υπομονή, μέ τή χρηστή ελπίδα ότι μέ όλα αύτά ό φιλάνθρωπος Κύριος θά καμφθεί καί θά φανεί εύσπλαγχνικός πρός τό πλάσμα τών χειρών του καί θά τού δώσει παραμυθίαν τινά (κάποια ανακούφιση), ώστε νά καταστεί κούφη (ελαφρά) ή κόλασις. Μή λησμονούμε δέ ότι όλα αύτά τό Πνεύμα διέταξε, επειδή θέλει νά ωφελούμαστε δι’ άλλήλων. Διότι μέ τίς προσευχές καί τίς ελεημοσύνες σου ώφελείται εκείνος (ό μεταστάς) διά σου πού εύχεσαι καί άγαθοεργείς, ώφελείσαι όμως καί σύ χάρη σ’ έκείνον. Μή αμφίβαλλε δέ ότι μέ όλα αύτά ό άπελθών καρπώσεταί τι χρηστόν·   θά λάβει ώς καρπό κάτι αγαθό καί χρήσιμο. Πάντως όμως δέν πρόκειται ό καρπός αύτός νά είναι ή μετάθεση αυτού πού πέθανε μέ αμαρτίες καί χωρίς μετάνοια από τόν τόπο τών τιμωριών στόν τόπο τών δικαίων. Αλλά, όπως μάς διδάσκει ό άγιος Μάρκος ό Ευγενικός, παρ’ όλον ότι οί ταλαίπωροι αμαρτωλοί συνεχίζουν νά παραμένουν στην κατάσταση τής τιμωρίας, καί αυτή ή μικρή καί προσωρινή παρηγοριά πού παίρνουν από τίς προσευχές μας καί από τά ιερά Μνημόσυνα είναι γι’ αυτούς μ έγα . Γράφει επί λέξει ό άγιος Μάρκος: Είναι δέ καί τούτο μέγα στους ταλαίπωρους αυτούς, τό νά απολαύσουν τουλάχιστον έστω καί κάποια προσωρινή παρηγοριά καί αναψυχή.  
Αλλά, αγαπητέ μου άναγνώστα, αντί νά περιμένουμε μετά θάνατον τίς ευχές καί προσφορές των άλλων γιά μάς, δέν είναι καλύτερο νά φροντίζουμε γιά τήν αθάνατη ψυχή μας από τώρα πού είμαστε στή ζωή καί έχουμε στή διάθεσή μας όλα τά μέσα τής αγίας μας Εκκλησίας γιά εξομολόγηση, ώστε νά άποβάλουμε τήν έμπικρον (πικρή) αμαρτίαν; Άς σπεύσουμε λοιπόν τώρα πού έχουμε καιρό, μέ τή μετάνοιά μας καί τήν άσκηση τών αγίων αρετών νά ευαρεστήσουμε στόν Χριστόν, ό όποίος γεύθηκε μέ τή θέλησή του χολή έπάνω στό Σταυρό, γιά νά κατανικήσει τόν άρχέκακο διάβολο   καί νά μάς προσφέρει μέ τό τίμιο Αίμα του τήν αιώνια απολύτρωση (Έβρ. θ' 12). Μήν αναβάλλουμε τή μετάνοια καί έπιστροφή μας στόν άγιο δρόμο τού Θεού. Είναι τόσο αβέβαιη ή ήμέρα τού θανάτου μας Σήμερον (είμαστε) έν τώ βίω καί αύριον (είμαστε) έν τώ μνημείω...






Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου