Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Ο θάνατος του Ιησού και η στιγμή του θανάτου ενός ανθρώπου!..


Ο θάνατος του Ιησού και η στιγμή του θανάτου ενός ανθρώπου!..

Το ερώτημα, πότε επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, ο πραγματικός θάνατος, ο οριστικός θάνατος ή ο καθολικός, πότε το σώμα είναι νεκρό, είναι «όντως» μεγάλο και δύσκολο και σύνθετο και φοβερό και «φοβερώτατο», γιατί ο θάνατος είναι και «μυστήριον»!.. Διαβάστε ένα εξαιρετικό άρθρο του κ Παναγιώτου Ι. Μπούμη, Ομότιμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών στο περιοδικό "Φιλογένεια"!..

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΜΠΟΥΜΗ, Ομότιμου Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών
Το πρόβλημα της στιγμής, του θανάτου ενός ανθρώπου ή αλλιώς το πρόβλημα, πότε επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, είναι ένα σπουδαιότατο και ζωτικότητα θέμα, γιατί συνδυάζεται και με το πρόβλημα της αφαιρέσεως ενός οργάνου από ένα ανθρώπινο σώμα (το δότη) και της μεταμοσχεύσεως αυτού σ' ένα άλλο άνθρωπο (το λήπτη).
Εκεί μάλιστα που ανακύπτει και προκύπτει και ορθώνεται πελώριο πρόβλημα είναι η περίπτωση της αφαιρέσεως της καρδιάς από το δότη, για να την μεταμοσχεύσουμε στο λήπτη. Η καρδιά δηλονότι, για να είναι κατάλληλη προς μεταμόσχευση, πρέπει ν' αφαιρεθεί, προτού ακόμη παύσει να κτυπά, προτού επέλθει ο καρδιακός θάνατος. Πρέπει δηλ. ν' αφαιρεθεί, όπως λέγεται, κατά το στάδιο του εγκεφαλικού θανάτου.
Αλλά τι είναι ο εγκεφαλικός θάνατος; (και σε τι διαφέρει από τα άλλα είδη η έννοιες του θανάτου;).
«Σύμφωνα με τον ορισμό των Plum και Posner εγκεφαλικός θάνατος σημαίνει πλήρη αδυναμία του εγκεφάλου να διατηρήσει την εσωτερική ομοιόσταση του σώματος, λόγω βαριάς και μη αναστρέψιμης βλάβης του νευρικού ιστού.
Ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους είναι συνθήκη επαρκής και αναγκαία για να χαρακτηριστεί ολόκληρος ο εγκέφαλος νεκρός. Δηλαδή για να διαγνωσθεί ο θάνατος του ανθρωπίνου σώματος, αρκεί να γίνει διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους, γιατί είναι βέβαιο, ότι μετά τον εγκεφαλικό θάνατο επακολουθεί την 7η ως 20ή ημέρα και ο σωματικός όλων των οργάνων, λόγω στέρησής τους από εγκεφαλικές πληροφορίες» (1).
Κατά μία άλλη θεώρηση, εγκεφαλικά ή κλινικά «νεκρός» θεωρείται ο άρρωστος «που έχει πάθει μη ανατάξιμη και μη αναστρέψιμη βλάβη ( = που δεν αναχαιτίζεται και ο ασθενής δεν επανέρχεται στην προ της βλάβης κατάσταση) με παράλληλη ανικανότητα συνειδήσεως και αδυναμία αυτόματης αναπνευστικής λειτουργίας... Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι όλες οι υπόλοιπες βιολογικές δραστηριότητες που δηλώνουν το φαινόμενο της ζωής... δηλαδή η καρδιακή, η νεφρική, η πεπτική και σε κάποιο μέτρο η αναπνευστική, υπάρχουν ενεργά στους ασθενείς αυτούς» (2).
Ας προσπαθήσουμε τα ανωτέρω να τα κάνουμε λίγο πιο κατανοητά: Έτσι, ο ιατρός Γ. Παπαγεωργίου γράφει: « Ο εγκέφαλος αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τα ημισφαίρια, όπου εδράζονται οι «ανώτερες» λειτουργίες, και στο στέλεχος, όπου εδράζονται κυρίως οι «φυτικές» (ρύθμιση αναπνοής, κυκλοφορίας κλπ.). Η οριστική καταστροφή (θάνατος) του εγκεφαλικού στελέχους αποκλείει τη δυνατότητα της αυτόματης αναπνοής, καθώς και τη δυνατότητα διατήρησης της κυκλοφορίας. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής αποκλείεται πλέον να διατηρηθεί στη ζωή χωρίς μηχανική υποστήριξη της αναπνοής του και φαρμακευτική συντήρηση της αρτηριακής του πίεσης, δεν αποτελεί δηλαδή, μία ανεξάρτητη και αυτόνομη βιολογική μονάδα» (3).
Επίσης κατά τον Γ. Παπαγεωργίου: «Πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση των εννοιών του Εγκεφαλικού θανάτου και του Κλινικού θανάτου. Ως Κλινικός θάνατος χαρακτηρίζεται η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο μετά την παύση της λειτουργίας της καρδιάς και πριν επέλθει ο θάνατος του εγκεφάλου και επομένως ο οριστικός θάνατος. Ο «κλινικά νεκρός» δεν είναι ακόμη «νεκρός». Κατά τα λίγα λεπτά της φάσεως του κλινικού θανάτου είναι δυνατόν να επιτευχθεί καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση και ο άνθρωπος να επανέλθει στη ζωή. Ανάλογα με το πόσο έγκαιρη είναι η αναζωογόνηση αυτή μπορεί να επανέλθει πλήρως ή να έχει υποστεί από μικρές έως βαριές και μη ανατάξιμες εγκεφαλικές βλάβες. Μπορεί δηλαδή ο εγκεφαλικός θάνατος να διαδέχεται τον κλινικό, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί του» (4).
Εξ άλλου και άλλος ιατρός, ο Κ. Κάζδαγλης, γράφει: «Εγκεφαλικά ή κλινικά νεκρός μπορεί να είναι κανείς ακόμη και όταν υφίσταται καρδιακή λειτουργία και τεχνητά υποστηριζόμενη αναπνοή. Επομένως μετά την αδιαμφισβήτητη διαπίστωση του εγκεφαλικού θανάτου, μπορεί να διακοπεί η τεχνητή αναπνοή ακόμη και αν η καρδιακή λειτουργία συνεχίζεται» (5).
Και μόνο από τις ανωτέρω γνώμες φαίνεται ότι υπάρχει κάποια ασάφεια ή και διαφωνία και ως προς τη χρήση των διαφόρων όρων (εγκεφαλικός θάνατος, κλινικός ή οριστικός θάνατος κ.τ.τ.), αλλά και κυρίως ως προς την ώρα της πραγματικής επελεύσεως του θανάτου.
Πράγματι, το πρόβλημα της ελεύσεως του θανάτου δεν είναι τόσο απλό, ούτε από ιατρικής νομικής πλευράς, ούτε από θεολογικής χριστιανικής σκοπιάς. Το ερώτημα, πότε επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, ο πραγματικός θάνατος, ο οριστικός θάνατος ή ο καθολικός, πότε το σώμα είναι νεκρό, είναι «όντως» μεγάλο και δύσκολο και σύνθετο και φοβερό και «φοβερώτατο», γιατί ο θάνατος είναι και «μυστήριον».
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να προσεγγίσουμε ευθύς εξ αρχής το θεμελιώδες αυτό ερώτημα: Πότε επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, ο πραγματικός θάνατος, ή μάλλον ο οριστικός σωματικός θάνατος.
Σημ. Λέμε αυτό, γιατί ο πραγματικός θάνατος είναι ο πνευματικός θάνατος, η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό, από την πραγματική Ζωή.
Πότε, λοιπόν, επέρχεται ο οριστικός σωματικός θάνατος; Όταν δεν λειτουργεί η συνείδηση (με όλο το υποσυνείδητο και ασυνείδητο), όταν δεν λειτουργεί η καρδιά και οι πνεύμονες, ή κάποια άλλη στιγμή ή όλες αυτές τις στιγμές και άλλες διαδοχικώς και βαθμιαίως; Και ποιος θάνατος προηγείται πράγματι, ο εγκεφαλικός ή ο καρδιακός, ώστε να καθορίσουμε ποιος είναι ο οριστικός;
Και είναι βασικό πρόβλημα και από ιατρικής βιολογικής πλευράς, γιατί υπάρχει διαφωνία ως προς τη στιγμή της ελεύσεως τού θανάτου μεταξύ των βιολόγων ιατρών. Όπως επίσης είναι και θεμελιώδες πρόβλημα από νομικής θεολογικής χριστιανικής πλευράς, γιατί κανείς δεν θέλει να είναι ένοχος επισπεύσεως του θανάτου ενός ανθρώπου, ή ένοχος φόνου, ή ακόμη ένοχος της αιώνιας καταδίκης ενός προσώπου ένεκα του ότι με την (οικεία μάλιστα θέλησή του) επίσπευση του θανάτου του δεν τον άφησε (δεν του επέτρεψε) να μετανοήσει.
Ίσως θα πρότεινε κάποιος για την αναζήτηση απαντήσεως στο πρόβλημα του χρόνου ελεύσεως του θανάτου ενός προσώπου να καταφύγουμε κατά πρώτον στο χώρο της Εκκλησίας μας και στα κείμενα αυτής τα θεόπνευστα και αυθεντικά, όπως η Αγ. Γραφή.
Έτσι, ένα χωριό της Αγ. Γραφής που έχουμε υπ' όψη μας σχετικό με το θάνατο του ανθρώπου λέει: «ώσπερ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστιν...» (Ιακ. 2,26). Τούτο σημαίνει ότι όσο το πνεύμα ή η ψυχή (όπως μεταφράζει τη λέξη πνεύμα εδώ ο Παν. Τρεμπέλας στο σχετικό Υπόμνημα, σελ. 257) είναι στο σώμα, τούτο δεν είναι νεκρό. Όταν αποχωρισθεί, τότε νεκρώνεται. Άλλα τίθεται το ερώτημα: Πότε αναχωρεί το πνεύμα ή η ψυχή από το σώμα;
Δεν είμαστε βέβαιοι, αν απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορούμε να πάρουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, τα οποία μας δίνουν πληροφορία για το θάνατο του Ιησού, επάνω στο σταυρό, λέγοντας:
α) « Ο δε Ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα» (Ματθ. 27,50).
β) « Ο δε Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσε... Ιδών δε ο κεντυρίων... ότι ούτω κράξας εξέπνευσεν...» (Μαρκ. 15, 3739).
γ) «Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου και ταύτα ειπών εξέπνευσεν» (Λουκ. 23,46).
δ) «Ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιω. 19,30).
Από το συνδυασμό των χωρίων αυτών συμπεραίνουμε:
Ι. Ότι ο θάνατος του Ιησού δεν συνέβη βαθμιαίως, αλλά επήλθε μάλλον στιγμιαίως ή άκαριαίως. Πρβλ. τη σύνταξη και τους χρόνους των ρημάτων: α) κράξας αφήκε β) αφείς εξέπνευσε κράξας εξέπνευσε γ) ειπών εξέπνευσε δ) κλίνας παρέδωκε
Και 2. Ότι η στιγμή του θανάτου, η στιγμή της αναχωρήσεως της ψυχής πνεύματος από το σώμα, είναι η στιγμή της παύσεως της αναπνοής, είναι η στιγμή της τελευταίας εκπνοής, οπότε δεν έχουμε εκ νέου αναπνοή (εισπνοή).
Είπαμε πιο πάνω ότι δεν είμαστε βέβαιοι, αν μπορούμε να πάρουμε απάντηση στο σχετικό ερώτημα, γιατί μπορεί να προβληθεί η ένσταση ότι η περίπτωση αυτή του Ιησού είναι ειδική, μία ίσως και μοναδική. Δεν καλύπτει τις διάφορες πιθανές περιπτώσεις ειδών και αιτιών θανάτου. Πάντως όμως δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι είναι μία υπόδειξη ως προς την αναζήτηση της ώρας του θανάτου ή μάλλον της στιγμής αυτού.
Υποσημειώσεις:
1. Μ. Γιαννάκου - Περτουλίδου, Ε. Σμαρόπουλος, Φ. Στούπας, Π. Χριστοδουλίδης, Ο Εγκεφαλικος θάνατος, στο «Μεταμόσχευση», Θεσσαλονίκη, 1,2: 1990, σελ. 122.
2. Κ. Χριστοδουλίδη, Μεταμοσχεύσεις: Λύση ή πρόβλημα; εκδ. «Υπακοή», Αθήναι 1955, σελ. 1617.
3. Γ. Παπαγεωργίου, Ο εγκεφαλικός θάνατος, «Σύναξη», αρ. τευχ. 59, Ιούλ. Σεπτ. 1996, σελ. 89.
4. Οπ. παρ., σελ. 90.
5. Κ. Κάζδαγλη, Νευροχειρουργική, Εγκεφαλικός θάνατος, Εκδ. Μ. Παρισιάνου, Αθήνα 1996, σελ. 109.
------
Πηγή: «ΦΙΛΟΓΕΝΕΙΑ»: Τριμηνιαίο Επιστημονικό Περιοδικό Ιστορικής, Πολιτιστικής και Πολιτισμολογικής Εμβέλειας – Μη Κερδοσκοπικού Χαρακτήρα. Τόμος Η΄, Τεύχος 1, Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, σελ. 11-13. Το πρωτότυπο άρθρο είνα γραμμένο σε πολυτονική γραφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου