Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Η ΣταύρωσιςΟ βίος του Χριστού


Ο Σταυρός — Οι δύο Κακούργοι — Εις Γολγοθάν — Θυγατέρες Ιερουσαλήμ! — «Πάτερ άφες αυτοίς», — Αγωνία της Σταυρώσεως — Ο Τίτλος επί του Σταυρού — Η λύσσα των Ιουδαίων — «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου» — Ο Μετανοών Ληστής — Αι γυναίκες από της Γαλιλαίας — «Γύναι, ιδού ο Υιός Σου» — Το μεσημβριανόν σκότος — «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;» — «Διψώ» — Όξος πιείν — «Εις χείρας Σου» — Τετέλεσται. — Ο Εκατόνταρχος — Τι κατώρθωσεν ο Σταυρός του Χριστού — Αίμα και ύδωρ

«Τότε ο Πιλάτος παρέδωκεν Αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή». Ο χρόνος ο απαιτούμενος προς την αναγκαίαν προπαρασκευήν δεν θα ήτο μακρός, και οι στρατιώται εξέδυσαν τον Ιησούν την χλαμύδα, και ενέδυσαν Αυτόν τα ιμάτια τα ίδια. Όταν ητοιμάσθη ο Σταυρός, έθεσαν τούτον επί των ώμων Του, και Τον απήγαγον εις τον τόπον της τιμωρίας. Το εγγύς της μεγάλης εορτής, αι μυριάδες αίτινες παρευρίσκοντο εν Ιερουσαλήμ, κατέστησεν επιθυμητόν να επιληφθώσι της ευκαιρίας όπως ενσπείρωσι τρόμον εις όλους τους Ιουδαίους κακοποιούς. Δύο λοιπόν εξελέχθησαν προς θανατικήν εκτέλεσιν συγχρόνως με τον Ιησούν, δύο λησταί και στασιασταί εκ των χειρίστων. Οι σταυροί εφορτώθησαν επί των ώμων των, και συνοδευόμενοι υπό πολυαρίθμου κουστωδίας υπό τας διαταγάς του εκατοντάρχου, εν μέσω χιλιάδων θεατών περιέργων ή δυσμενών, η πομπή εξεκίνησεν εις τον δρόμον της.
Ο σταυρός, διά να βαστάση το σώμα ενός ανθρώπου, έπρεπε να έχη μέγεθος και βάρος τι. Η παράδοσις λέγει ότι ο Σταυρός του Κυρίου κατεσκευάσθη εκ τριπλού ξύλου, σύμφωνα με την προφητείαν του Ησαΐου, «Εν τη κυπαρίσσω και τη πεύκη και κέδρω». Αλλ' ο Ιησούς είχε λίαν εξασθενήσει. Τα βήματά Του εκλονούντο και έπιπτε καθ' οδόν, μη δυνάμενος να τον φέρη. Μόλις είχον προχωρήσει μέχρι της πύλης της πόλεως, και συναντώσιν άνθρωπον τινα, Σίμωνα τον Κυρηναίον, ερχόμενον εξ αγρού. Τούτον ηγγάρευσαν, καθώς συνείθιζον πολλάκις οι Ρωμαίοι ν' αγγαρεύωσι τους διαβάτας, ίνα άρη τον Σταυρόν Αυτού.
Πορεία προς τον Γολγοθά
Εν τη Ευαγγελική ιστορία έν μόνον συμβεβηκώς μνημονεύεται κατά την πορείαν. Ο Λουκάς διηγείται, ότι μεταξύ του απείρου πλήθους του ακολουθούντος τον Ιησούν ήσαν πολλαί γυναίκες. Από τους άνδρας τους εν τω κυμαινομένω εκείνω πλήθει δεν φαίνεται να έλαβεν ένδειξίν τινα συμπαθείας. Δυνατόν βεβαίως να υπήρξάν τινες οίτινες είχον ιδεί τα θαύματά Του, και είχον ακούσει τους λόγους Του· ένιοι εκείνων οίτινες σχεδόν, αν όχι εξ ολοκλήρου, επείσθησαν ότι Αυτός ήτο ο Μεσσίας, καθώς εκρέμαντο από των χειλέων Του ενώ εξέφερε τας μεγάλας διδασκαλίας Του εν τω Ναώ· τινές εκ του απλήστου πλήθους οίτινες Τον είχον συνοδεύσει από της Βηθανίας πέντε ημέρας πρότερον μετά μεγαλοφώνων Ωσαννά και σειομένων βαΐων. Άπιστος δειλία ή βαθεία υποψία, ίσως και απεριόριστος λύπη, κατέστησεν αφώνους όλους τους άνδρας. Αλλ' αι γυναίκες αύται, ταχυτέραι εις τον οίκτον, δυσηνιώτεραι προς τον χαλινόν των πολιτικών επιδράσεων, δεν ηδύναντο και δεν ήθελον να κρύψωσι την λύπην και την κατάπληξιν ης το θέαμα ενέπλησεν αυτάς. Έτυπτον τα στήθη των, και έπληττον τον αέρα με τους θρήνους των, εωσότου ο Ιησούς Αυτός κατεσίγασε τας οξείας κραυγάς των διά λόγων πανδήμου νουθεσίας. Στραφείς προς αυτάς, είπε, «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ' Εμοί, κλαίετε δε μάλλον εφ' εαυταίς και επί τοις τέκνοις υμών. Ότι ιδού, ημέραι έρχονται εν αις ερούσι, Μακάριαι αι στείραι και γαστέρες αι ουκ έτεκον, και μαζοί οι ουκ εθήλασαν. Τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι, Πέσετε εφ' ημάς, και τοις βουνοίς, Καλύψατε ημάς· ότι ει ταύτα ποιούσι τω ξύλω τω χλωρώ, τι ποιήσουσι τω ξηρώ;» Εκείναι δεν ηδυνήθησαν να καταστείλωσι την έκρηξιν της γυναικείας τρυφερότητος, ως είδον τον μέγαν Προφήτην της ανθρωπότητος εν τη ώρα της αισχύνης και της ασθενείας Του, με τον κήρυκα προ Αυτού κηρύττοντα τα εγκλήματα τα οποία προσήπτοντο επ' Αυτόν, και τους Ρωμαίους στρατιώτας φέροντας τον τίτλον της χλεύης, και τον Σίμωνα κύπτοντα υπό το βάρος του Σταυρού εφ' ου ο Σωτήρ έμελλε να προσηλωθή. Αλλ’ Αυτός τας ενουθέτησεν ότι πολύ πικροτέραι αφορμαί λύπης ανέμενον αυτάς, και τα τέκνα των, και την φυλήν των. Πολλαί τούτων, και η πλειονότης των τέκνων των, θα επέζων να ίδωσι τοσούτους ποταμούς αίματος, τοιαύτας επιπλοκάς αγωνίας, οίας ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ πρότερον. Εάν τοιαύται πράξεις σκότους ήσαν δυναταί τώρα, τι έμελλε να γείνη εις το μέλλον; Εάν εις τας ημέρας της ελπίδος και της ευκοσμίας ηδυνήθησαν να μισήσωσι τον αμώμητον Ελευθερωτήν των, τι θα συνέβαινεν εις τας ημέρας της βλασφημίας και της απονοίας; Εάν, εν τω φωτί της ημέρας, Ιερείς και Γραμματείς ηδύναντο να σταυρώσωσι τον Άκακον, τι έμελλε να συμβή εν τοις μεσονυκτίοις οργίοις της γενεάς της παρούσης και της ερχομένης; Η πάνδημος νουθεσία, η τελευταία διδαχή του Χριστού επί της γης, απηυθύνετο εν πρώτοις προς τους ακούσαντας· αλλ' όπως όλοι οι λόγοι του Χριστού, έχει βαθυτέραν και ευρυτέραν έννοιαν δι' όλην την ανθρωπότητα. Οι λόγοι εκείνοι πληροφορούσι πάντας τους υιούς των ανθρώπων ότι η ημέρα της αμερίμνου ηδονής και της βλασφήμου απιστίας θα έχη παρομαρτυρούσαν την ημέραν της καταδίκης· η μακροθυμία του Θεού υπομένει, η σιωπή Του μένει αδιάρρηκτος, αλλ' ημέραι έρχονται ότε Εκείνος θα λαλήσει διά βροντής, και θα εκκαυθή ως πυρ η οργή Του.
Και ούτω, με μόνον το θλιβερόν τούτο επεισόδιον ήλθεν εις τον Γολγοθάν, τον λεγόμενον Κρανίου τόπον. Εκεί, κατά την παράδοσιν, έκειτο τεθαμμένον το κρανίον του Αδάμ, αι δε σταγόνες αι πεσούσαι από του αίματος του Χριστού, έκαμαν τον Αδάμ ν' αναστή εκ νεκρών. Προς τούτο σχετίζεται το απαντών εν τη προς Εφεσίους του Παύλου, «Έγειραι, ο καθεύδων, και ανάστα από των νεκρών, και επιψαύσει σοι ο Χριστός». Μυριάδες παραδόσεων συνήφθησαν πέριξ της καταπληκτικωτάτης και συγκινητικωτάτης σκηνής εν τη ιστορία του κόσμου. Διότι η βασιλεία του Θεού ήρχετο, και είχεν έλθη.
Όσον φοβερά και αποτρόπαιος και αν ήτο η διά του σταυρού τιμωρία, ήτις κατηργήθη ήδη από 15 αιώνων (υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου) υπήρχεν έθιμόν τι το οποίον μαρτυρεί σκιάν τινα φιλανθρωπίας. Τούτο συννίστατο εις το μεταδιδόναι εις τον κατάδικον, ευθύς προ της εκτελέσεως, δόσιν τινά οίνου μετά ναρκωτικού, οίνον εσμυρνισμένον, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Οι δύο κακούργοι έπιον εξ αυτού πιθανώς, αλλ' όταν προσέφεραν τούτο εις τον Ιησούν, δεν ηθέλησε να πίη. Ήτο δε η αποποίησις πράξις υψίστου ηρωισμού. Οι τρεις σταυροί ετέθησαν επί του εδάφους· ο του Ιησού, όστις ήτο αναμφιβόλως υψηλότερος των άλλων δύο, ετέθη εις το μέσον εν πικρώ σαρκασμώ. Τώρα ο τίλος εκαρφώθη επί της κορυφής του σταυρού. Είτα, απογυμνωθέντα των ενδυμάτων Του («περιζώσαντες Αυτόν λέντιον», κατά το βιβλίον των «Πράξεων Πιλάτου»), έτειναν τους βραχίονας Αυτού επί της οριζοντίου κεραίας του Σταυρού, και διά σφυρίου τύπτοντες προσήλωσαν τας αχράντους παλάμους Του δι' ήλων. Είτα διεπέρασαν τους δύο πόδας Του επί των ταρσών διά τεραστίου ήλου («ξύλον τρίσηλον» ονομάζει τον Σταυρόν ο Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, και ομοπλοκέας περιγράφει τους πόδας ο Νόννος). Ήτο πιθανώς κατ' αυτήν την στιγμήν της αφάτου αγωνίας ότε η φωνή του Υιού του Ανθρώπου ηκούσθη υψουμένη, όχι εις κραυγήν φυσικής αγωνίας προς την φοβεράν εκείνην βάσανον, αλλ' εις ατάραχον προσευχήν εν θειοτάτη συμπαθεία υπέρ των ακάρδων και ανηλεών φονέων Του, προσέτι δε, και υπέρ πάντων όσοι εν τη αμαρτωλή αμαθεία των εκ νέου Τον σταυρούσι διά πάντοτε, — «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».
Και τότε, το επάρατον δένδρον, με το ζων ανθρώπινον φορτίον του κρεμάμενον επ' αυτού εν ανηκούστω βασάνω, βραδέως ανυψώθη υπό βραχιόνων στιβαρών, και η βάσις τούτου ενεπάγη στερρώς εις οπήν βαθείαν εις το έδαφος εσκαμμένην. Οι πόδες μικρόν μόνον ανείχον από της γης. Θα ηδύνατο να κρέμαται επί ώρας όπως υβρίζηται υπό του αεικίνητου πλήθους, το οποίον, με την φιλοθεαμοσύνην εκείνην του φρικώδους ήτις πάντοτε χαρακτηρίζει τας βαναύσους καρδίας, είχε συρρεύσει διά να ίδη θέαμα, το οποίον έπρεπε μάλλον να τους κάμη να κλαύσωσι δάκρυα αίματος.
Τοιούτος υπήρξεν ο Θάνατος εις ον ο Χριστός κατεδικάσθη. Η Αγία Γραφή δεν διατρίβει επί των φυσικών αλγηδόνων. Ο λόγος τούτου είνε ότι το Άγιον Πνεύμα δεν επιτρέπει να υποθάλπηται παρά τοις Χριστιανοίς η νοσηρά εκείνη θεωρία των σωματικών αλγηδόνων, ήτις εγέννησε και γεννά πολλάς πλάνας, οποία φέρ' ειπείν, παρά Λατίνους, η λατρεία της Αγίας Καρδίας του Ιησού. Η επί του Σταυρού δε αγωνία, κατόπιν της άλλης φοβεράς αγωνίας την οποίαν είχεν υπομείνη, εβραχύνθη και διήρκεσε μόνον τρεις ώρας, πριν ή «παραδώ την ψυχήν Αυτού εις θάνατον».
Όταν ο Σταυρός ωρθώθη και ενεπάγη, οι άρχοντες των Ιουδαίων διά πρώτην φοράν παρετήρησαν την θανάσιμον ύβριν δι' ης ο Πιλάτος εξέσπασε την αγανάκτησίν του. Πρότερον, εν τη τυφλή λύσση των, είχον φαντασθή ότι ο τρόπος της σταυρώσεώς Του ήτο ύβρις σκοπουμένη κατά του Ιησού· αλλά τώρα, ότε τον είδον κρεμάμενον μεταξύ δύο ληστών, επί σταυρού υψηλοτέρου, αιφνιδίως επήλθεν εις αυτούς η ιδέα ότι ήτο δημοσία ύβρις εγκολαπτομένη κατ' αυτών. Διότι επί του λευκού ξυλίνου πίνακος, του ηλειμμένου με γύψον, υπεράνω της κεφαλής του Εσταυρωμένου, εφέρετο διά μελανών γραμμάτων επιγραφή εις τας τρεις πεπολιτισμένας γλώσσας του αρχαίου κόσμου, τας τρεις γλώσσας εκ των οποίων μίαν τουλάχιστον ήτο βέβαιον ότι θα εγνώριζεν πας άνθρωπος εκ του συνηθροισμένου εν τη πόλει πλήθους· εις την επιχώριον Εβραϊκήν ή Αραμαϊκήν, εις την Ελληνικήν την κυκλοφορούσαν και επικρατούσαν, και εις την Λατινικήν, την επίσημον επιγραφή δι' ης επληροφορούντο οι πάντες ότι ο Άνθρωπος ούτος, όστις υφίστατο ούτω επονείδιστον δουλοπρεπή θάνατον, ο Άνθρωπος ούτος ο Εσταυρωμένος μεταξύ δύο ληστών ήτο
«Ιησούς ο Ναζωραίος, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων».
Η Σταύρωσις
Δι' Εκείνον τον Σταυρωθέντα η κακεντρέχεια αύτη εφαίνετο μη έχουσα εν εαυτή τίποτε εμπαικτικόν. Και επί του Σταυρού Του εβασίλευε· κ' εκεί ακόμη εφαίνετο θείως εξηρμένος υπεράνω των ιερέων των επενεγκόντων τον θάνατόν Του, και υπεράνω του βαναύσου, του ραθύμου, του χυδαίου πλήθους το οποίον είχε συρρεύσει διά να χορτάση επί των παθημάτων Του άπληστα όμματα. Η κακοβουλία ήτο ανίσχυρος εναντίον Εκείνου, του οποίου η πνευματική και ηθική μεγαλωσύνη ενέσπειρε δέος εις θνήσκοντας κακούργους και απίστους δημίους, και εν τη βαθυτάτη αβύσσω της σωματικής καταπτώσεώς Του. Εν τη εμπαθεί δυσθυμία του Ρωμαίου πραίτωρος ίσως ελάνθανε και νύξις τις σοβαρότητος. Ενώ έχαιρεν εκδικούμενος τους μισητούς υποτελείς του δι' υβριστικής πράξεως, πιθανώς υπενόει ότι ούτος ήτο, κατά τινα έννοιαν, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων — ο μέγιστος, ο ευγενέστατος, ο αληθέστατος της φυλής Του, τον οποίον διά τούτο η φυλή Του εσταύρωσεν. Ο Βασιλεύς δεν ήτο ανάξιος του βασιλείου Του, αλλά το βασίλειον ανάξιον του βασιλέως. Οι Ιουδαίοι ησθάνθησαν την δριμύτητα του σκώμματος το οποίον ενέτριβεν επ' αυτούς ο Πιλάτος. Τόσον δε εντελώς εδηλητηρίαζεν αύτη την ώραν του θριάμβου των, ώστε έπεμψαν τους αρχιερείς των εις πρεσβείαν, παρακαλούντες τον Πραίτωρα ν' αλλοιώση τον υβριστικόν τίτλον. «Μη γράφε ο Βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι Εκείνος είπε, Βασιλεύς ειμι των Ιουδαίων». Αλλά του Πιλάτου το θάρσος, το οποίον είχεν εκλίπει τόσον ταχέως εις το όνομα του Καίσαρος, ανεζωπυρήθη τώρα. Έχαιρε να ταπεινώση τους ανθρώπους, των οποίων ο στασιαστικός θόρυβος τον εβίασε να πράξη παρά την θέλησί του. Ολίγοι άνθρωποι είχον την δύναμιν να εκφράσωσιν υπεροπτικήν περιφρόνησιν τελεσφορώτερον των Ρωμαίων. Χωρίς να αξιώση να κατέλθη εις δικαιολογίαν δι’ ό,τι είχε πράξει, ο Πιλάτος τελειωτικώς απέπεμψε τους σεμνοπροσώπους αρχιερείς διά της βραχείας απαντήσεως, «Ο γέγραφα, γέγραφα».
Διά να προληφθή το δυνατόν πάσης απελευθερώσεως και κατά την τελευταίαν στιγμήν, επειδή παραδείγματα εγνώσθησαν ανθρώπων αποσπασθέντων απ’ του σταυρού και επανελθόντων εις την ζωήν, απόσπασμα στρατού μετά του εκατοντάρχου είχε μείνη επί τόπου διά να φυλάττη τον σταυρόν.
Τα ενδύματα των καταδίκων πάντοτε έπιπτον ως λεία εις τους δημίους και τους φρουρούντας. Ουδόλως υποπτεύοντες πόσον ακριβώς επλήρωνε τας μυστικάς προρρήσεις της ιουδαϊκής προφητείας, ήρχισαν να μοιράζωνται τα ενδύματα του Ιησού. Το ιμάτιον έκοψαν εις τέσσαρα μέρη, ίσως εξηλώσαντες τας ραφάς. Αλλ' ο χιτών ήτο υφαντός όλος, άρραφος, και σχίζοντες αυτόν θα τον έφθειρον, όθεν ηρκέσθησαν να ρίψωσι κλήρον περί τούτου, εις όντινα ήθελε πέσει. Και καθίσαντες, εφύλλατον εκεί.
Ήτο δε σκηνή θορύβου. Το πολύ του λαού φαίνετο ότι ίστατο σιωπηλώς θεώμενον. Αλλ' ολίγοι τινές εκ του πλήθους, καθώς διήρχοντο παρά τον Σταυρόν — ίσως ένιοι εκ των πολλών ψευδομαρτύρων και των συνωμοτών — ενέπαιζον τον Ιησούν δι' υβριστικών επιφωνημάτων (ουά!) και μανιωδών κραυγών, προκαλούντες Αυτόν να καταβή από του Σταυρού, αφού ηδύνατο να καταλύση τον Ναόν και εις τρεις ημέρας να τον ανοικοδομήση. «Ο καταλύων τον Ναόν, και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον Σεαυτόν· ει Υιός ει του Θεού, κατάβηθι νυν από του Σταυρού». Και οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, ολιγώτερον περιδεείς, ολιγώτερον συμπαθείς από το πλήθος, δεν εντρέποντο να καταισχύνωσι την πολιάν αξιοπρέπειάν των προσθέτοντες τα σκώμματά των εις τα των ολίγων εκ του χύδων λαού. Άτεγκτοι, αμάλακτοι, άσπλαγχνοι προς το θέαμα της τοσαύτης αγωνίας και προς την όψιν των οφθαλμών οίτινες ήρχισαν ν' αμαυρώνται εις θάνατον, συνέχαιρον αλλήλους παρ' αυτόν τον Σταυρόν Του, γαυριώντες και υβρίζοντες — «Άλλους έσωσεν, Εαυτόν ου δύναται σώσαι. Ο Χριστός, ο Βασιλεύς του Ισραήλ καταβάτω νυν από του Σταυρού, ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμεν Αυτώ». Ουδέν άπορον τότε, αν οι αμαθείς στρατιώται εμιμήθησαν το παράδειγμα των αναιδεστάτων αρχιερέων· ουδέν θαύμα αν κατά το γεύμα των ενέπαιξαν τον θνήσκοντα, τείνοντες, την κύλικα του όξους ή του οξινού οίνου προς τα καίοντα χείλη του Εσταυρωμένου, και απηχούντες τους ιουδαϊκούς χλευσμούς εναντίον της αδυναμίας του Βασιλέως, του θρόνον έχοντος τον Σταυρόν και διάδημα τας ακάνθας. Αλλά και οι κακούργοι οίτινες είχον σταυρωθή μετ' Αυτού, σύντροφοι ίσως του απολυθέντος Βαραββά, ειθισμένοι ν' αναγνωρίζωσιν ως Μεσσίαν τον Μεσσίαν του ξίφους, μετά μομφής τον επροκάλουν, αν αι αξιώσεις Του ήσαν αληθείς, να σώση Εαυτόν και αυτούς. Ούτω όλαι αι φωναί πέριξ του ήχουν εν οργή και βλασφημία, και εν τη μακρά εκείνη βραδεία αγωνία το θνήσκον Ους Του ουδαμόθεν ήκουε φωνήν ευγνωμοσύνης ή ελέους ή αγάπης. Χαμέρπεια, κιβδηλεία, αγριότης, μωρία, τοιαύτα ήταν τα χαρακτηριστικά του κόσμου όστις έλαβε γνώριμον μέρος εις το καταπληκτικόν εκείνο δράμα ενώπιον της τελευταίας αυτοσυνειδησίας του Σωτήρος· τοιούτον το βορβορώδες και πανάθλιον ρεύμα το οποίον έρρευσε πέριξ του Σταυρού ενώπιον των θνησκόντων οφθαλμών Του.
Αλλ' εν μέσω του χορού τούτου της ατιμίας ο Ιησούς δεν ωμίλει. Αι αλγηδόνες της σταυρώσεως δεν συνέχεον την διάνοιαν ουδέ παρέλυον την δύναμιν του ομιλείν. Αναγινώσκομεν εις τους αρχαίους ιστορικούς περί σταυρωθέντων οίτινες επί ώρας ωμίλουν από του Σταυρού, και άλλοι μεν ικέτευον, άλλοι δε ύβριζον και εβλασφήμουν, καί τινες ηγόρευον πολιτικώς από του σταυρού των. Αλλ' ο Ιησούς δεν ωμίλησεν ειμή προς ευλογίαν και εγκαρδίωσιν και προς ελπίδα. Όσον απέβλεπε την μοχθηρίαν των αρχιερέων και πρεσβυτέρων, καί τινων εκ του λαού, και των στρατιωτών, και των ταλαιπώρων εκείνων ληστών των συσταυρωθέντων Αυτώ, όπως εν τη δίκη, ούτω και επί του Σταυρού, ετήρησεν αδιάρρηκτον την βασιλικήν σιωπήν Του.
Αλλ' η σιωπή εκείνη, συνδυαζομένη προς το παθητικόν μεγαλείον Του και προς την θεϊκήν αγιότητα και αθωότητα την ακτινοβολούσαν απ' Αυτού, ως στεφάνου δόξης, ήτο ευγλωττοτέρα παντός λόγου. Πρώτον δε πάντων επέδρασεν επί του ενός των σταυρωθέντων ληστών. Κατ' αρχάς ο «ευγνώμων ληστής» φαίνεται ότι συμμετέσχεν ασθενώς των μέμψεων των εκφερομένων υπό του συντρόφου του. Αλλ' όταν αι μέμψεις εκείναι εδεινώθησαν μέχρι βλασφημίας, τότε αυτός εξέφερε την ενδόμυχον σκέψιν του. Είνε πιθανόν ότι είχε συναντήσει τον Ιησούν πρότερον και είχεν ακούσει Αυτού, και ίσως υπήρξεν εις των χιλιάδων εκείνων οίτινες είχον παραστή εις τα θαύματά Του. Αρχαία παράδοσις αποδίδει εις αυτόν το όνομα Δυσμάς, και λέγει ότι ούτος είχε σώσει την ζωήν της Παρθένου και του Βρέφους Της κατά την εις Αίγυπτον φυγήν. Αλλ' εις τας κοιλάδας της Γεννησαρέτ, ίσως από του άντρου ληστού τινος εις αγρίας φάραγγας της Κοιλάδος των Περιστερών, δυνατόν να είχε πλησιάσει εις την Παρουσίαν του Κυρίου, δυνατόν να υπήρξεν είς εκ των τελωνών εκείνων και αμαρτωλών οίτινες προσήχοντο διά να Τον ακούωσι. Και οι λόγοι του Ιησού είχον εύρη χώρόν τινα εις το αγαθόν έδαφος της καρδίας του· δεν είχον πέσει όλοι επί πετρώδους γης. Και κατά την ώραν ταύτην της αισχύνης και του θανάτου, όταν ελάμβανε τ' αντίποινα των κακών του πράξεων, η πίστις εθριάμβευσε. Υπό τας διαβολικάς κραυγάς, αίτινες είχον εκραγή περί τον Σταυρόν του Ιησού, βαθεία τις υποψία ελάνθανε. Μέγα μέρος τούτων φαίνεται να επήγασεν εξ αμφιβολίας και φόβου. Και εις τας μεγαλαύχους ύβρεις των ιερέων βλέπομεν υπόκωφον τον φόβον. Υποθέσατε ότι και τώρα επιβάλλον τι θαύμα ηδύνατο να συμβή; Υποθέσατε ότι και τώρα η μαρτυρική μορφή ηδύνατο να μεταβληθή διά μιας εις λαμπρότητα Μεσσίου, και ο Βασιλεύς, όστις εφαίνετο να είνε εν πληγή, και εν κακώσει και ταλαιπωρία θανάτου, θα εκάλει αίφνης μεγάλη τη φωνή τας λεγεώνας των αγγέλων Του, και αναπηδών από του Σταυρού Του εις τας συστρεφομένας νεφέλας του ουρανού, θα ήρχετο εν πυρί φλέγοντι να πατάξη τους εχθρούς Του; Και ο αήρ εφαίνετο να είνε πλήρης σημείων. Ζόφος συναγομένου σκότους υπήρχεν εις το στερέωμα, σεισμός και τρόμος εις την έμπεδον χθόνα, επιφοιτώσα παρουσία φοβερών σημείων εμποιούντων ρίγος εις την καρδίαν. Ο θνήσκων ληστής συνείδε παραχρήμα ότι η ήττα εφαίνετο μεγαλειτέρα πάσης νίκης, και η ασθένεια επιβλητικοτέρα πάσης ισχύος. Καθώς προσέβλεπεν, η πίστις εις την καρδίαν του επί μάλλον και μάλλον έλαμπεν εις πλήρη φωτισμόν γνώσεως. Και ήρχισε να επιπλήττη τον βλάσφημον σύντροφόν του. «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει; Και ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε». Και στρέψας την κεφαλήν του προς τον Ιησούν, έκραξε, Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου». Τότε Εκείνος όστις, ως αμνός άμωμος, δεν ήνοιγε το στόμα Αυτού προς τας ύβραις και τας λοιδορίας, ωμίλησε πάραυτα, υπερθεματίζων διά της αποκρίσεώς Του την ταπεινήν εκείνην δέησιν «Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω».
Ο είς των ληστών, λέγει ο ιερός Αυγουστίνος, εβλασφήμει τον Χριστόν! Ο έτερος, εξομολογηθείς τας αμαρτίας του, παρέδωκεν εαυτόν εις το έλεος του Χριστού. Ο Σταυρός του Χριστού δεν ήτο τιμωρία, αλλά θρόνος κρίσεως· από του Σταυρού Του κατεδίκασε τον υβρίζοντα, ηλευθέρωσε τον πιστεύοντα. Φοββού, ο υβρίζων! Χαίρε, ο πιστεύων! Εκείνο όπερ έπραξεν εν τη ταπεινώσει Του, θα πράξη εν τη δόξη Του!
Καίτοι ουδείς ωμίλει ίνα παρηγορήσει τον Ιησούν, καίτοι βαθεία λύπη και τρόμος και κατάπληξις τους ετήρει αφώνους, όμως υπήρχον καρδίαι μεταξύ του πλήθους πάλλουσαι εν συμπαθεία προς τον φοβερόν Πάσχοντα. Μακρόθεν ίσταντο γυναίκές τινες θεωρούσαι, και ίσως εν τη φοβερά ώρα, περιμένουσαι την άμεσον απελευθέρωσίν Του. Πολλαί τούτων ήσαν γυναίκες διακονήσασαι Αυτώ εν τη Γαλιλαία, και ελθούσαι εκείθεν εν τη μεγάλη συνοδία των Γαλιλαίων προσκυνητών. Επιφανέστεραι μεταξύ των καταπλήκτων και πενθουσών τούτων γυναικών ήσαν τέσσαρες· η Παρθένος Μαρία η Μήτηρ Του, Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία η του Κλωπά, μήτηρ του Ιακώβου και του Ιωσή, και Σαλώμη, η σύμβιος του Ζεβεδαίου. Τινές τούτων, καθώς αι ώραι προέβαινον, ήρχοντο εγγύτερον προς τον Σταυρόν, και τέλος το θολούμενον όμμα του Σωτήρος έπεσεν επί της ιδίας Μητρός Του, καθώς εκείνη με την ρομφαίαν σπαράσσουσαν την καρδίαν της ίστατο με του Μαθητού ον Εκείνος ηγάπα. Τρυφερώς και θλιβερώς ανελογίσθη το μέλλον το οποίον την περιέμενε κατά την βραχείαν επί της γης ζωήν της, μέλλουσαν να ταραχθή εκ των δοκιμασιών και των διωγμών των κατά της γεννώμενης και στρατευομένης πίστεως. Εκείνος εκ των Αποστόλων ον μάλιστα ηγάπα, ο πλησιέστατος προς Αυτόν τη καρδία και τη ζωή, εφαίνετο ο προσφορώτατος όπως λάβη την φροντίδα εκείνης της Μητρός. Εις τον Ιωάννην άρα ον υπέρ πάντας τους οικείους Του και τους μαθητάς του ηγάπα, εις τον Ιωάννην αφήκεν αυτήν ως κληρονομίαν και παρακαταθήκην ιεράν. «Γύναι, είπε προς αυτήν με ολίγας λέξεις, αλλά λέξεις αποπνεούσας την βαθυτάτην τρυφερότητα, λέξεις προς ας εκατοντάδες μυριάδων καρδιών εις γενεάς και γενεάς γενεών ερρίγησαν και ριγούσιν, εδάκρυσαν και δακρύουσι — «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και είτα λέγει προς τον Ιωάννην, «Ιδού η μήτηρ σου». Δεν ηδύνατο να κάμη χειρονομίαν με τας διατρήτους και καθηλωμένας χείρας Του, αλλ' ηδύνατο να νεύση διά της δεσποτικής και θείας κεφαλής Του. Εκείνοι ήκουσαν εν αφώνω συγκινήσει, αλλ' απ' εκείνης της ώρας, οδηγήσας αυτήν μακράν θεάματος το οποίον κατεβασάνιζε την ψυχήν της με τρομεράν αγωνίαν, «έλαβεν αυτήν εις τα ίδια», ήτοι την προσέλαβεν εις την ιδίαν οικίαν Του.
Ήτο ήδη μεσημβρία, και σκότος ασύνηθες, σκότος το οποίον μαρτυρούσι και αρχαίοι εθνικοί συγγραφείς, επέπεσεν επί την γην. Τούτο δε ενέπλησε τρόμου τα πνεύματα όλων των ιδόντων. Οι χλευασμοί και οι μυκτηρισμοί των Ιουδαίων ιερέων και των εθνικών στρατιωτών είχον περιορισθή εις το πρώτον μέρος της Σταυρώσεως. Τα τελευταία στάδιά της φαίνονται να επροξένησαν ρίγος τρόμου και φρίκης εις τους ενόχους και τους αθώους. Περί των συμβεβηκότων των τελευταίων εκείνων ωρών ουδέν λέγουσιν ημίν οι Ευαγγελισταί, και η φοβερά εκείνη επισκότισις του μεσημβρινού ηλίου πρέπει να κατετρόμαξε πάσαν καρδίαν ης αδράνειαν, περί ης ουδέν υπήρχε το οποίον ν' αναφέρωσιν. Ό,τι υπέφερε τότε δι' ημάς Εκείνος όστις «ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών, και μεμωλώπισται διά τας ανομίας ημών», ό,τι υπέμεινε δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την σωτηρίαν την ημετέραν, δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν, διότι κατά τας ώρας εκείνας εν σιωπή εκρέματο επί του Σταυρού Του. Αλλά περί το τέλος, όταν η αγωνία Του εκορυφώθη, και, κενωθείς μέχρι των εσχάτων της δόξης εκείνης, την οποίαν είχε προ καταβολής κόσμου, πιών μέχρι βαθυτάτης τρυγός την κύλακα της ταπεινώσεως και της πικρίας, υπομείνας, όχι μόνον δούλου μορφήν ν' αναλάβη, αλλά να υποφέρη την εσχάτην ατιμίαν την οποίαν η έχθρα του όφεως ηδύνατο να επιβάλη εις την εσχάτην αδυναμίαν, εξέφερε την μυστηριώδη εκείνην κραυγήν, ης η πλήρης σημασία ουδέποτε θα κατανοηθή υπ' ανθρώπου.
«Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;» («Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι Με εγκατέλιπες;»)
Εις τας λέξεις ταύτας, αναφέρων εκ του 21ου ψαλμού όστις είνε όλος προφητεία περί του Πάθους Του («Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι, ινατί εγκατέλιπές με», κτλ.) εδανείσθη εκ της αγωνίας του Δαυίδ, ήτις ήτο όλη εικών και προτύπωσις της μεγάλης Αγωνίας της ιδικής Του. Κατά την ώραν εκείνην ήτο μόνος. Κατεδύετο από βάθους εις βάθος ανεξερευνήτου δεινοπαθείας, μέχρις ου, εις την εγγύς προσπέλασιν του θανάτου όστις επειδή ήτο Θεός, και όμως είχε γείνη άνθρωπος ήτο φοβερώτερος προς Αυτόν! ότι ηδύνατο να είνε εις πάντα υιόν ανθρώπου, εφάνη ως εάν η θεία ανθρωπότης Του δεν θα ηδύνατο πλέον να υποφέρη.
Αναμφιβόλως η φωνή του Πάσχοντος, καίτοι μεγαλοφώνως εξενεχθείσα εν τω παραξυσμώ εκείνω της συγκινήσεως όστις παρ' άλλω θα ήτο απόγνωσις, αβεβαιοτέρα και δυσδιακριτωτέρα καθίστατο εκ της εκλύσεως και αδυναμίας εν ή εκρέματο επί του ξύλου· και ούτω μεταξύ του σκότους και του συγκεχυμένου θορύβου, και των υποκώφων βημάτων του κινουμένου πλήθους, υπήρξάν τινες οίτινες δεν ήκουσαν τι έλεγεν. Αντελήφθησαν μόνον την πρώτην συλλαβήν, και έλεγον προς αλλήλους ότι είχεν επικαλεσθή το όνομα του Ηλία. Η ετοιμότης μεθ' ης προσέλαβον την σφαλεράν ταύτην εντύπωσιν είνε άλλο τεκμήριον της εξάψεως και του τρόμου του ακουσίου φόβου απροόπτου τινός και τρομερού, εις ον είχον μεταπέσει από της προτέρας αγρίας ιταμότητός των. Διότι ο Ηλίας, ο μέγας προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, ήτο αχωρίστως αναμεμιγμένος με όλας τας Ιουδαϊκάς προσδοκίας περί Μεσσίου, και αι προσδοκίαι εκείναι ήσαν πλήρεις οργής. Η έλευσις του Ηλία θα ήτο έλευσις ημέρας πυρός, εν ή ο ήλιος θα μετεστρέφετο εις σκότος και η σελήνη εις αίμα, και αι δυνάμεις των ουρανών θα εσείοντο. Ήδη ο ήλιος της μεσημβρίας είχε συσκοτασθή εις ασυνήθη έκλειψιν· δεν ήτο δυνατόν φοβερόν τι σημείον, να σχίση τους ουρανούς και να κατέλθη, να επιψαύση τα όρη και να καπνισθώσι;
Πλην τώρα το τέλος ραγδαίον επέκειτο, και ο Ιησούς, κρεμάμενος επί ώρας επί του Σταυρού, υπέφερε από την βάσανον εκείνην της δίψης, ήτις είνε η δυσανεκτοτάτη πασών διά την ανθρωπίνην φύσιν. Ευτυχώς διά την ανθρωπότητα ο Ιησούς ουδέποτε εκύρωσε την αφύσικον επιτήδευσιν της στωικής απαθείας. Και ούτω εξέφερε την μόνην λέξιν σωματικής κακοπαθείας ήτις απεσπάσθη απ' Αυτού δι' όλων των ωρών καθ’ ας υπέφερε τας ακράτητας του άλγους και των βασάνων. Έκραξε μεγαλοφώνως, «Διψώ.» Εκεί πλησίον έκειτο αγγείον πλήρες όξους, ή πόσκας (οξινού οίνου) οποίον ήτο το σύνηθες ποτόν των ρωμαίων στρατιωτών. Είς λοιπόν εξ αυτών γεμίσας σπόγγον όξους, και περιθεύς καλάμω, επότιζεν Αυτόν! Και η απλή αύτη πράξις της συμπαθείας, την οποίαν ο Ιησούς δεν απέρριψε, προυκάλεσεν έκφρασιν νευρικής εξάψεως εκ μέρους τινών από του πλήθους. «Άφες ίδωμεν (είπον ούτοι) ει έρχεται Ηλίας σώσων Αυτόν.» Αλλ' ο Ηλίας δεν ήλθεν, ούτε ανθρώπινος παρήγορος, ούτε άγγελος ελευθερωτής. Ήτο το θέλημα του Θεού, ήτο το θέλημα του Υιού του Θεού όπως «τελειωθή διά παθημάτων,» όπως, εις αιώνιον παράδειγμα όλων των τέκνων Του, εφ' όσον θα διαρκέση ο κόσμος, «υπομείνη εις τέλος».
Και τώρα το τέλος είχεν έλθη. Και πάλιν διά των λόγων του ηδυλάλου ψαλμωδού του Ισραήλ αλλά προσθείς τον τίτλον εκείνον της πιστής αγάπης όστις, δι' Αυτού και μόνου, επετράπη εις όλην την ανθρωπότητα, «Πάτερ,» είπεν, «εις χείρας Σου παραθήσομαι το πνεύμα Μου.» Είτε, μετά μείζονος αγώνος, εξεφώνησε την μίαν νικητήριον λέξιν, «Τετέλεσται!» Και ως είπεν, έκλινε την κεφαλήν επί του στήθους, και παρέδωκε την ψυχήν Του «λύτρον αντί πολλών», εκούσιον θυσίαν εις τον Ουράνιον Πατέρα Του. Είνε άξιον σημειώσεως ότι πάντες οι Ευαγγελισταί, περιγράφοντες τον θάνατον του Χριστού, δεν μεταχειρίζονται το ρήμα απέθανεν, αλλ' ο μεν Ματθαίος λέγει, αφήκε το πνεύμα, ο δε Μάρκος και ο Λουκάς, εξέπνευσε, και ο Ιωάννης παρέδωκε το πνεύμα· ως θέλοντες να νοήσωσι μετά του Αγίου Αυγουστίνου ότι παρέδωκε την ζωήν Του, επειδή ηθέλησεν, ότε ηθέλησε, και όπως ηθέλησε».
Κατ' εκείνην την στιγμήν, το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω. Σεισμός εκλόνησε την γην και διέρρηξε τους βράχους, και ήνοιξε τα μνημεία των νεκρών. Η κατάβασις δε του Χριστού εις τον Άδην «μετά ψυχής ως Θεού» ήγειρε τους νεκρούς τους απ' αιώνος, και μετά την έγερσιν Αυτού «εισήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς». Εκ των φοβερών τούτων σημείων κατεπλάγη και αυτή η σκληρά αδιαφορία των ρωμαίων στρατιωτών. Ο εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού, οι τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος!» Και οι όχλοι οι παρευριθέντες, επιστρέφοντες εις την πόλιν, έτυπτον αυτών τα στήθη και έκλαιον.
Αληθώς η σκηνή εκείνη ήτο πολύ φοβερωτέρα ή όσον εκείνοι, και ημείς ακόμη, δυνάμεθα να γνωρίσωμεν. Ο θύραθεν ιστορικός, όσον δύσπιστος και αν είνε, δεν δύναται να μη ίδη εν τούτω το κεντρικόν σημείον της ιστορίας του κόσμου. Είτε πιστεύει εις Χριστόν είτε όχι, δεν δύναται ν' αρνηθή ότι η καινή αύτη θρησκεία ηυξήθη από του σμικροτάτου σπέρματος εις μέγα δένδρον, ώστε τα πετεινά του ουρανού να κατασκηνώσιν εν τοις κλάδοις αυτού· ότι ήτο ο λίθος ο άνευ χειρών τμηθείς όστις κατεκερμάτισε το κολοσσιαίον είδωλον της εθνικής δαιμονολατρίας, και εμεγαλύνθη εις τεράστιον όρος και επλήρωσε την γην. Και διά τον άπιστον και διά τον πιστεύοντα, η Σταύρωσις είνε το μεθόριον συμβεβηκός μεταξύ των αρχαίων και των νέων ημερών. Ηθικώς άμα και φυσικώς, όσον και πνευματικώς η πίστις του Χριστού ήτο η Παλλιγγενεσία του κόσμου. Η πάλη υπήρξε μακρά και κοπιώδης, αλλ' από της ώρας καθ' ην ο Χριστός απέθανεν ήρχισεν ο επιθανάτιος κώδων κατά πάσης παθητικής τυραννίας και πάσης ανασχετής βδελυγμίας. Από της ώρας εκείνης η Αγιότης κατέστη το παγκόσμιον ιδεώδες πάντων όσοι ονομάζουσι το όνομα του Χριστού ως Κυρίου των, και η επίτευξις του ιδεώδους εκείνου η κοινή κληρονομιά των ψυχών εν αις παραμένει το Πνεύμα Του.
Τα αποτελέσματα άρα του έργου του Χριστού είνε και διά τον άπιστον ιστορικά και αναμφήριστα. Κατήργησε την ωμότητα, εδάμασε τα πάθη, εστιγμάτισε την αυτοχειρίαν, εκόλασε την παιδοκτονίαν, απήλασε τας επαισχύντους ακαθαρσίας της ειδωλολατρίας εις το εξώτερον σκότος. Δεν υπήρξε τάξις κοινωνική της οποίας τας κακίας να μη διώρθωσεν. Απήλλαξε τον θηριομάχον, ηλευθέρωσε τον δούλον, επροστάτευσε τον αιχμάλωτον, ενοσήλευσε τον ασθενή, εστέγασε το ορφανόν· ανύψωσε την γυναίκα, περιέβαλε με ακτίνας στεφάνου την αθώαν ηλικίαν του παιδίου.
Κατά τον φιλόσοφον Σενέκαν, η ευσπλαγχνία είνε ελάττωμα της ψυχής, και η πτωχεία είνε το μεγαλείτερον όνειδος. Κατά τον Χριστόν, η ελεημοσύνη είνε αρετή, και η πτωχεία είνε μακαριότης. Εξηυγένισε την εργασίαν από χυδαιότητος εις αξιοπρέπειαν και εις καθήκον. Ηγίασε τον νόμον από εμπορίας και από δουλείας εις ευλογημένην ένωσιν. Απεκάλυψε την αγγελικήν καλλονήν της καθαρότητος και της πραότατος. Κατέστησε την αγάπην καθολικήν και υποχρεωτικήν αρετήν. Εξήγνισε την ζωήν και εξήρε την ψυχήν παντός ανθρώπου. Έκτισε καρδίας τόσον καθαράς, και βίους τόσον ειρηνικούς, και εστίας τόσον γλυκείας, ώστε οι άγγελοι οίτινες εκήρυξαν την έλευσιν του Σωτήρος, φαίνεται ότι εψιθύρισαν προς τους υιούς των ανθρώπων: «Έσεσθε ως πτέρυγες της περιστέρας αι περιηργυρωμέναι, και τα μετάφρενα αυτής χρυσαυγίζοντα».
Άλλοι, εάν θέλωσι και δύνανται, ας μη βλέπωσιν εις το τοιούτον έργον την θείαν Πρόνοιαν. Ημείς δεν τους καταδειώκομεν, δεν τους καταγγέλλομεν, δεν τους κρίνομεν· αλλά λέγομεν ότι η μαρτυρία της ιστορίας περί του Χριστού είνε μαρτυρία ήτις εδόθη εν ακαταμαχήτω πειστικότητι και εις ουδένα άλλον εδόθη τοιαύτη ειμή εις Αυτόν.
Εις δε τον πιστεύοντα, η ζωή και ο θάνατος του Ιησού Χριστού είνε τι πολύ βαθύτερον ακόμη· δι' αυτόν είνε ανάστασις εκ νεκρών. Ούτος Βλέπει εν τω Σταυρώ του Χριστού κάτι υπέρτερον της ιστορικής σημασίας. Βλέπει εν Αυτώ το πλήρωμα πάσης προφητείας ως και το κεφάλαιον όλης της ιστορίας· βλέπει την εξήγησιν του μυστηρίου της γεννήσεως και την κατάκτησιν επί του μυστηρίου του τάφου. Εν τη Ζωή εκείνη ευρίσκει τέλειον παράδειγμα· εν τω θανάτω εκείνω, άπειρον λύτρωσιν. Καθώς θεωρεί την Σάρκωσιν και την Σταύρωσιν, δεν αισθάνεται πλέον ότι ο Θεός απέχει μακράν, αλλ' ανακράζει εν πίστει και ελπίδι και αγάπη, «Υμείς ναός εστι του Θεού του Ζώντος· ως είπεν ο Θεός, Κατοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω εν αυτοίς».
Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, καθώς το σκότος ήρχισε να διασκεδάζηται από της συντελεσθείσης θυσίας. Εκείνοι οίτινες δεν ενόμισαν μολυσμόν το ν' αρχίσωσι την εορτήν των διά της σφαγής του Μεσσίου των, μεγάλως ανησύχησαν μήπως η αγιότης της επιούσης, ήτις ήρχιζεν από της δύσεως του ηλίου, εκτεθή εις κίνδυνον διά των σωμάτων κρεμαμένων επί του σταυρού. Παρεκάλεσαν τον Πιλάτον ίνα συντριβώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσι τα σώματα. Η θραύσις αύτη των μελών συνίστατο εις την τύψιν των σκελών διά βαρείας σφύρας, όπερ μεγάλως επετάχυνε τον θάνατον. Τότε οι στρατιώται κατέαξαν τα σκέλη των δύο κακούργων πρώτον, και είτα, ελθόντες προς τον Ιησούν, εύρον ότι η μεγάλη κραυγή υπήρξεν η τελευταία Του, και ότι είχεν αποθάνη ήδη. «Ου κατέαξαν Αυτού τα σκέλη». Και ούτω επληρώθη η Γραφή, η περί του πασχαλίου εκείνου αμνού, όστις ήτο μόνον τύπος και προεικόνισμα του Αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου, ότι — «Οστούν ου συντριβήσεται αυτού». Είνε δε καταπληκτική περίστασις ότι ο αμνός ο πασχάλιος παρά τοις Εβραίοις εσταυρούντο πράγματι επί δύο οβελών, ορθού και εγκαρσίου. Αλλ' είς των στρατιωτών, διά να βεβαιωθή περί του θανάτου, διά της λόγχης εκέντησε την πλευρά του Νεκρού, και «ευθέως,» λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «εξήλθεν αίμα και ύδωρ.» Ο Ηγαπημένος μαθητής προσθέτει, «Και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή εστιν η μαρτυρία αυτού». Και ως επείσθησαν τότε οι στρατιώται, ούτω πρέπει να πεισθώσι πάντες, ότι, Εκείνος όστις τη τρίτη ημέρα έμελλε ν' αναστή εκ νεκρών, πράγματι εσταυρώθη, απέθανε και ετάφη, και η ψυχή του μετέβη εις τον κόσμον τον αόρατον.
<table width:100%"="" border="0" cellpadding="0" cellspacing="10 style=">

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου